Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κορράδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κορράδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση990[1][2][3]
Σπάιερ
Θάνατος4  Ιουνίου 1039[4][5][6]
Ουτρέχτη[7]
Τόπος ταφήςΚαθεδρικός Ναός του Σπάιερ[8]
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία[9]
ΘρησκείαΧριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[9][10]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΓκίζελα της Σουαβίας (από 1027)[11]
ΤέκναΕρρίκος Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Ματθίλδη της Φραγκονίας[12]
Beatrix Salian[12]
ΓονείςΕρρίκος του Σπάυερ και Αδελαΐδα του Μετς[12]
ΟικογένειαΟίκος των Σαλίων
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΑυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1027–1039)
βασιλιάς
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κορράδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή Κορράδος ο Πρεσβύτερος (διεθνώς: Conrad II, Σπάιερ, περ. 990Ουτρέχτη, 4 Ιουνίου 1039) μέλος του Οίκου των Σαλίων ήταν Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1027 - 1039), Βασιλιάς της Γερμανίας (1024 - 1039), Βασιλιάς της Ιταλίας (1027 - 1039) και Βασιλιάς της Αρλ (1032 - 1039). Υπήρξε ο ιδρυτής της δυναστείας των Σαλίων Φράγκων αυτοκρατόρων. Ο Κορράδος ήταν γιος του Ερρίκου κόμη του Σπάιερ ευγενούς μεσαίας τάξης από τη Φρανκονία και της Αδελαΐδας της Αλσατίας. Όταν ο πατέρας του απεβίωσε πρόωρα, ο Κορράδος Β΄ σε νηπιακή ηλικία κληρονόμησε τους τίτλους του κόμη της Σπάιερ και του Βορμς. Ο Κορράδος Β΄ επεκτάθηκε σύντομα στα εδάφη που κληρονόμησε, δέχτηκε τους τίτλους του πρίγκιπα και του βασιλιά της Γερμανίας. Ο Κορράδος Β΄ επέκτεινε την κυριαρχία του πέρα από τα πατρικά εδάφη, πήρε την εύνοια των πριγκίπων-εκλεκτόρων του βασιλείου της Γερμανίας. Όταν η -κατά βάση Σαξωνική- Δυναστεία των Οθωνιδών βασιλέων έχασε τη διαδοχή του θρόνου λόγω της ατεκνίας του Ερρίκου Β΄, ο Κορράδος Β΄ εκλέχθηκε βασιλιάς το 1024 σε ηλικία 34 ετών. Ο Κορράδος Β΄ ίδρυσε τη δική του δυναστεία γνωστή ως δυναστεία των Φράγκων Σαλίων, κυβέρνησε την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για περισσότερο από έναν αιώνα.

Ο Κορράδος Β΄ συνέχισε τις πολιτικές και τα επιτεύγματα του Ερρίκου Β΄ των Οθωνιδών στα ζητήματα της Καθολικής Εκκλησίας και της Ιταλίας. Συνέχισε να δομεί την Εκκλησία ως ένα κέντρο της αυτοκρατορικής εξουσίας, προτιμώντας να διορίζει επισκόπους της εκκλησίας σε σημαντικές θέσεις σε όλη τη Γερμανία και επάνω από τους κοσμικούς άρχοντες. Όπως και ο Ερρίκος Β΄ πριν από αυτόν, ο Κορράδος Β΄ συνέχισε επίσης μία πολιτική «καλοήθους παραμέλησης», όσο αφορούσε την Ιταλία και ειδικά τη Ρώμη. Η βασιλεία του σηματοδότησε ένα σημαντικό ρόλο της αυτοκρατορικής μεσαιωνικής ηγεμονίας και μία σχετικά ειρηνική περίοδο για την αυτοκρατορία. Μετά τον θάνατο του Ροδόλφου Γ΄ του Νωθρού, βασιλιά της Βουργουνδίας το 1032, ο Κορράδος Β΄ διεκδίκησε την κυριαρχία στο Βασίλειο της Αρλ, το οποίο τελικά ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία. Τα τρία βασίλεια (Γερμανίας, Ιταλίας, και Βουργουνδίας) αποτέλεσαν τη βάση της αυτοκρατορίας ως «βασιλική τριάδα» (regna tria).

Η καταγωγή των Σαλίων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο αυτοκράτορας Κορράδος Β΄.

Γενάρχης των Σαλίων ήταν ο Βέρνερ Ε΄ των Σαλίων, ένας Φράγκος ευγενής από το Δουκάτο της Φρανκονίας ανατολικά από τον Ρήνο. Ο γιος του Κορράδος της Λωρραίνης τον διαδέχθηκε ως κόμης (941), ο Όθων Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον διόρισε Δούκα της Λωρραίνης (944). Παντρεύτηκε κατόπιν τη Λιούτγκαρτ της Σαξονίας μία από τις κόρες του Όθων Α΄ (947) και έγινε ένας από τους πιο στενούς βασιλικούς συμμάχους. Η συγγένεια τους βρέθηκε σε ένταση όταν ο Όθων Α΄ αρνήθηκε να δεχτεί την ειρήνη που είχε κλείσει ο Κορράδος σαν αντιπρόσωπος του στην Ιταλία με τον επαναστάτη Βερεγγάριο Β΄ της Ιταλίας. Ο αδελφός του Όθων Α΄ Ερρίκος Α΄ της Βαυαρίας ήταν επίσης έντονα εχθρικός στον Κορράδο επειδή τον έβλεπε σαν απειλή και για τη δική του δύναμη. Ο Κορράδος ενώθηκε με τον γιο του βασιλιά Λιούντολφ της Σουαβίας και επαναστάτησαν εναντίον του Όθων Α΄ αλλά ηττήθηκαν και ο Κορράδος στερήθηκε το δουκάτο του. Ο Όθων Α΄ και ο Κορράδος συμφιλιώθηκαν αργότερα και πολέμησαν μαζί στη "μάχη του Λέχφελντ" (10 Αυγούστου 955), η επίθεση των Γερμανών ήταν επιτυχής αλλά ο Κορράδος της Λωρραίνης έπεσε στη μάχη. Τον Κορράδο διαδέχθηκε ο γιος του Όθων Α΄ της Καρινθίας σαν κόμης του Βορμς, την περίοδο 965 - 970 γεννήθηκε ο μεγαλύτερος γιος του Ερρίκος του Σπάυερ, ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του μέχρι τον πρόωρο θάνατο του την περίοδο 985 - 990. Ο Ερρίκος του Σπάυερ παντρεύτηκε την Αδελαΐδα του Μετς από την Κάτω Λωρραίνη, γιος τους ήταν ο Κορράδος Β΄. Η Αδελαΐδα μετά τον πρόωρο θάνατο του πρώτου συζύγου της παντρεύτηκε έναν Φράγκο ευγενή και έκοψε τις σχέσεις με τον γιο της.

Ο Όθων Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας διόρισε τον ανεψιό του Όθων του Βορμς δούκα της Καρινθίας όταν εκθρονίστηκε ο Ερρίκος Α΄ της Καρινθίας που επαναστάτησε στον Πόλεμο των Τριών Ερρίκων. Όταν δέχτηκε τον δουκικό τίτλο ο Όθων έχασε τον τίτλο του κόμη του Βορμς, δόθηκε στον αυτοκρατορικό Καγκελάριο του Όθων Β΄. Ο Όθων Β΄ πέθανε αιφνίδια και πρόωρα (983), τον διαδέχτηκε ο μικρός γιος του Όθων Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με κηδεμόνα τη μητέρα του Θεοφανώ Σκλήραινα. Η Θεοφανώ ήθελε να συμφιλιωθεί με τον Ερρίκο Α΄ και τον αποκατέστησε σαν δούκα της Καρινθίας (985), ο Όθων των Σαλίων ξαναπήρε την κομητεία του Βορμς. Ο Όθων μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον τίτλο "Δούκας του Βορμς", τα εδάφη του επεκτάθηκαν σε βαθμό που δεν υποβαθμίστηκε η θέση του. Ο Όθων παρέμεινε πιστός στον νέο αυτοκράτορα, πήρε επιπλέον την κομητεία της Βερόνας (955), το δουκάτο της Καρινθίας πέρασε στον Ερρίκο Δ΄ της Βαυαρίας μετέπειτα αυτοκράτορα. Ο δεύτερος γιος του Όθων του Βορμς Μπρούνο ορκίστηκε πάπας ως Πάπας Γρηγόριος Ε΄. Όταν ο Όθων Γ΄ πέθανε πρόωρα (1002) οι δύο υποψήφιοι για τον Γερμανικό θρόνο ήταν ο Όθων του Βορμς παππούς του Κορράδου Β΄ και ο Ερρίκος Δ΄ της Βαυαρίας. Ο Όθων τελικά οπισθοχώρησε και ο Ερρίκος της Βαυαρίας εξελέγη βασιλιάς της Γερμανίας ως Ερρίκος Β΄ της Γερμανίας, ο Όθων απαρνήθηκε το Βορμς και το έδωσε στον πολιτικό του αντίπαλο επίσκοπο Μπέρχαρντ του Βορμς. Ο Μπέρχαρντ ανέλαβε τελικά την ανατροφή και την κηδεμονία του μικρού Κορράδου (1000). Ο θείος του Κορράδος Α΄ της Καρινθίας πέθανε πρόωρα και τον διαδέχτηκε σε νηπιακή ηλικία ο μεγαλύτερος γιος του Κορράδος Β΄ της Καρινθίας πήρε την κομητεία του Βορμς, το δουκάτο της Καρινθίας πέρασε στον Αντάλμπερο του Επστάιν μέχρι την ενηλικίωση του Κορράδου Β΄. Ο μικρός Κορράδος Β΄ της Καρινθίας πέρασε στην κηδεμονία του ίδιου του Κορράδου.

Γάμος με την Γκίζελα της Σουαβίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κορράδος παντρεύτηκε την Γκίζελα της Σουαβίας που είχε χηρέψει δύο φορές (1016).[13] Ο πατέρας της ήταν ο Χέρμαν Β΄ της Σουαβίας που είχε διεκδικήσει ανεπιτυχώς τον Γερμανικό θρόνο όταν πέθανε ο Όθων Γ΄, τον έχασε από τον Ερρίκο Β΄. Η Γκίζελα παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο την ίδια χρονιά τον Μπρούνο Α΄ του Μπράουνσβαϊγκ, με τον θάνατο του Μπρούνο (1010) παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Ερνέστο Α΄ της Σουαβίας από τον Οίκο των Μπάμπενμπερκ. Με τον γάμο αυτό ο Ερνέστος Α΄ κληρονόμησε το Δουκάτο της Σαβοΐας όταν πέθανε ο αδελφός της Γκιζέλας Χέρμαν Γ΄ της Σουαβίας (1012), γιοι τους ήταν ο Ερνέστος Β΄ της Σουαβίας και ο Χέρμαν. Όταν πέθανε ο Ερνέστος Α΄ (1015) ο αυτοκράτορας όρισε τον Ερνέστο Β΄ δούκα της Σαβοΐας. Η Γκίζελα είχε την ελπίδα ότι ο νέος σύζυγος της θα είναι κηδεμόνας του θετού γιου του στη διοίκηση του δουκάτου και θα διεκδικήσει ταυτόχρονα το δικό του δουκάτο. Ο αυτοκράτορας ακύρωσε τις προσπάθειες αυτές τοποθετώντας κηδεμόνα του μικρού Ερνέστου τον Πόππο επίσκοπο του Τρίερ, η πράξη αυτή μεγάλωσε την εχθρότητα ανάμεσα στον Οίκο των Οθωνιδών και τον Οίκο των Σαλίων.

Οι ελπίδες του Κορράδου Β΄ να διατηρήσει το δουκάτο του απέτυχαν αλλά ο γάμος με την Γκίζελα του έφερε μεγάλο πλούτη. Η μητέρα της Γκέρμπεργκα της Βουργουνδίας ήταν κόρη του Κορράδου Α΄ της Βουργουνδίας, προπάππους της ήταν ο τελευταίος Καρολίδης αυτοκράτορας Λουδοβίκος Δ΄ της Γαλλίας. Η Γκίζελα διεκδικούσε την καταγωγή της από τον Καρλομάγνο τόσο από τον πατέρα όσο και από τη μητέρα της. Ο γάμος είχε μεγάλα προβλήματα αφού είχαν συγγένεια, κοινός τους πρόγονος ήταν ο Οθωνίδης Ερρίκος Α΄ ο Ορνιθοθήρας σε πέμπτο βαθμό. Το Κανονικό Δίκαιο δεν επέτρεπε γάμο μέχρι συγγενείς εβδόμου βαθμού αλλά υπήρχαν πολλές απαλλαγές ιδιαίτερα στους ευγενείς. Η συγγένεια επέτρεψε στον Ερρίκο Β΄ να τους στείλει προσωρινά εξορία, τότε γεννήθηκε και ο γιος του Ερρίκος Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (28 Οκτωβρίου 1017), ο Κορράδος συμφιλιώθηκε τελικά με τον αυτοκράτορα και επέστρεψε στη Γερμανία.

Βασιλιάς της Γερμανίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Sigillum Domini Conradi Romanos Regis Secundi.

Ο αυτοκράτορας Ερρίκος Β΄ πέθανε άτεκνος (1024) τερματίζοντας τη Δυναστεία των Οθωνιδών που είχε βασιλεύσει στη Γερμανία από το 919, η χήρα του Κουνιγούνδη του Λουξεμβούργου διορίστηκε αντιβασίλισσα μέχρι να ολοκληρωθεί η εκλογή του νέου βασιλιά. Την Κουνιγούνδη βοήθησαν οι αδελφοί της όπως ο δούκας Ερρίκος Ε΄ της Βαυαρίας και ο επίσκοπος Ντήτριχ Β΄ του Μέτζ. Οι Γερμανοί πρίγκιπες συγκεντρώθηκαν να εκλέξουν νέο βασιλιά υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Αρίμπο (4 Σεπτεμβρίου 1024), οι δύο υποψήφιοι ήταν ο ίδιος ο Κορράδος και ο μικρότερος ξάδελφος του Κορράδος Β΄ της Καρινθίας. Οι δυο υποψήφιοι ήταν απόγονοι του αυτοκράτορα Όθων Α΄ μέσω του κοινού τους παππού Όθων Α΄ της Καρινθίας, γιου της Λιουτγάρδης, μιας από τις κόρες του Όθων Α΄.[14] Υπήρχαν και άλλα μέλη της δυναστείας των Οθωνιδών αλλά δεν ήταν σοβαροί υποψήφιοι, ο Καγκελάριος του Κορράδου Γουίπο της Βουργουνδίας βρισκόταν μαζί και κατέγραψε την εκλογή. Το Δουκάτο της Σαξονίας ακολούθησε ουδετερότητα, το Δουκάτο της Λωρραίνης υποστήριζε τον μικρότερο Κορράδο αλλά η πλειοψηφία των ευγενών ήθελε τον Πρεσβύτερο επειδή ο 7χρονος γιος του εξασφάλιζε τη σταθερότητα της βασιλικής δυναστείας.

Ο πρόεδρος της εκλογής αρχιεπίσκοπος Αρίμπο έριξε την πρώτη ψήφο στον Κορράδο τον πρεσβύτερο, το παράδειγμα του ακολούθησαν και οι υπόλοιποι ευγενείς. Οι μοναδικοί που υποστήριξαν τον Κορράδο τον Νεώτερο ήταν ο αρχιεπίσκοπος Πιγκρίμ της Κολωνίας, ο Γκοθέλο Α΄ της Λωρραίνης και ο Φρειδερίκος Β΄ της Άνω Λωρραίνης. Ο Κορράδος Β΄ στέφτηκε βασιλιάς της Γερμανίας στον Καθεδρικό ναό του Μαίντς από τον αρχιεπίσκοπο Αρίμπο σε ηλικία 34 ετών (8 Σεπτεμβρίου 1024).[15][16] Αμέσως μετά διέταξε την κατασκευή του Καθεδρικού ναού του Σπάιερ (1030), ο αρχιεπίσκοπος Αρίμπο διορίστηκε Καγκελάριος της Γερμανίας. Ο Κορράδος Β΄ ήθελε να ανταμείψει περισσότερο τον Αρίμπο για τη στήριξη του, τον διόρισε Καγκελάριο στην Ιταλία και ταυτόχρονα αυτοκρατορικό Καγκελάριο. Ο Αρίμπο ωστόσο αρνήθηκε να στέψει βασίλισσα την Γκίζελα επειδή θεωρούσε ότι παραβίαζε τους εκκλησιαστικούς κανόνες, η πράξη αυτή τον έφερε για πρώτη φορά σε σύγκρουση με τον Κορράδο. Ο αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας που τον είχε καταψηφίσει στη βασιλική εκλογή βρήκε τη μεγάλη ευκαιρία να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τον νέο βασιλιά και έστεψε ο ίδιος την Γκίζελα βασίλισσα (21 Σεπτεμβρίου 1024).

Αναγνώριση στη Σαξονία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κορράδος Β΄ κληρονόμησε ένα βασίλειο με ταραχές και αμέτρητα προβλήματα, τα δουκάτα της Σαξονίας και της Λωρραίνης βρέθηκαν σε σύγκρουση μαζί του όπως και ο ξάδελφος του Κορράδος της Καρινθίας. Ο Κορράδος ξεκίνησε νέα περιοδεία στη Γερμανία, στο Άουγκσμπουργκ δέχτηκε την υποστήριξη του επισκόπου Μπρούνο και στο Στρασβούργο του επισκόπου Βέρνερ, δέχτηκαν ψηλά αξιώματα στην αυλή του. Μετέβη κατόπιν στην πρωτεύουσα του Καρλομάγνου Άαχεν, συνέχισε την παράδοση των βασιλέων της Γερμανίας να θεωρούν τον εαυτό τους διάδοχο του Καρλομάγνου, το Δουκάτο της Λωρραίνης δεν δέχτηκε την κυριαρχία του. Επισκέφτηκε στη Σαξονία τις κόρες του αυτοκράτορα Όθων Β΄ Αδελαΐδα Α΄, Ηγουμένη του Κέντλινμπεργκ και Σοφία Α΄, Ηγουμένη του Γκάντερσχαϊμ, η Σαξονική αριστοκρατία τις παρότρυνε έντονα να υποστηρίξουν τον Κορράδο. Ο Βερνάρδος Β΄ της Σαξονίας και οι υπόλοιποι Σάξονες ευγενείς τον αναγνώρισαν βασιλιά αφού υποσχέθηκε ότι θα σεβαστεί τον Σαξονικό νόμο.

Ο Κορράδος Β΄ και η Γκίζελα παρέμειναν στη Σαξονία ολόκληρο τον χειμώνα μέχρι τον Μάρτιο του 1025, μετά πήγε στο Δουκάτο της Σουαβίας και το Πάσχα έφτασε στο Άουγκσμπουργκ, από εκεί πήγαν στο Δουκάτο της Βαυαρίας και πέρασαν την Πεντηκοστή στο Ρέγκενσμπουργκ. Ο Κορράδος Β΄ πίεσε τον άτεκνο Ροδόλφο Γ΄ της Βουργουνδίας να τον ορίσει διάδοχο, επισκέφτηκε μέσα σε δέκα μήνες μετά την εκλογή του όλες τις περιοχές του βασιλείου του. Ο βασιλιάς βρέθηκε αντιμέτωπος με τη μακρόχρονη σύγκρουση που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στον αρχιεπίσκοπο του Μάιντς και τον επίσκοπο του Χίλντεσχαϊμ για την κατοχή του αβαείου του Γκάντερσχαϊμ, ο Όθων Γ΄ είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς. Ο Αρίζο του Μαίντς είχε αυτή τη φορά τον πρώτο λόγο σαν εκλεκτός του βασιλιά. Ο βασιλιάς συγκάλεσε δύο Συνόδους (1027, 1028) δεν έφεραν αποτέλεσμα, μια τρίτη Σύνοδος (1030) έλυσε οριστικά το πρόβλημα και ο επίσκοπος του Χίλντεσχαϊμ παραιτήθηκε υπέρ του Αρίζο. Την εποχή που ταξίδευσε στο Άουγκσμπουργκ ξέσπασε σύγκρουση ανάμεσα στον Κορράδο Β΄ και στον μικρότερο ξάδελφο του Κορράδο τον Νεώτερο για άγνωστους λόγους, το πιθανότερο είναι η οργή του νεώτερου Κορράδου επειδή δεν του έδωσε ο βασιλιάς αποζημίωση για την παραίτηση του (1024).

Ταραχές στην Ιταλία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το χρυσούν Στέμμα της Λομβαρδίας.

Ο Κορράδος Β΄ συναντήθηκε στη Βαυαρία με την Ιταλική άρχουσα τάξη, ο αρχιεπίσκοπος Αριμπέρτ του Μιλάνου ταξίδευσε στις Άλπεις τον Ιούνιο του 1025 με άλλους επισκόπους για να δηλώσει την υποτέλεια του στον βασιλιά. Ο Αριμπέρτ συμφώνησε να στέψει σε αντάλλαγμα τον Κορράδο Β΄ με το Χρυσό Στέμμα της Λομβαρδίας.[17] Στην Ιταλία η κατάσταση ήταν ασταθής μετά τον θάνατο του Ερρίκου Β΄, οι ευγενείς αρνήθηκαν να δεχτούν τον Κορράδο νέο βασιλιά. Οι ευγενείς πρόσφεραν το στέμμα στον Ροβέρτο Β΄ της Γαλλίας και τον μεγαλύτερο γιο του Ούγο Μάγνο αλλά αρνήθηκαν την προσφορά, νέος μνηστήρας του θρόνου ήταν ο Γουλιέλμος Ε΄ της Ακουιτανίας αλλά και εκείνος τελικά αρνήθηκε.

Πολλοί ευγενείς από την Παβία ταξίδευσαν βόρεια μαζί με ιερείς για να συναντήσουν τον Κορράδο. Με τον θάνατο του Ερρίκου Β΄ ξέσπασαν σκληρές ταραχές στην Ιταλία, πολλοί Ιταλοί ευγενείς απαιτούσαν να διαχωριστεί το Βασίλειο της Ιταλίας από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι κάτοικοι της Παβίας εξεγέρθηκαν πρώτοι όταν άκουσαν ότι πέθανε ο Ερρίκος Β΄, κατέστρεψαν τα αυτοκρατορικά ανάκτορα που είχε οικοδομήσει ο βασιλιάς των Οστρογότθων Θεοδώριχος ο Μέγας τον 5ο αιώνα. Τα ανάκτορα είχαν γίνει το σύμβολο της αυτοκρατορικής εξουσίας στην Ιταλία αλλά η Παβία είχε χάσει τον ρόλο της σαν αυτοκρατορικό κέντρο την εποχή των Οθωνιδών. Οι έμποροι που αναχωρούσαν για τη Γαλλία και τη Βουργουνδία την είχαν μετατρέψει σε σημαντικό κέντρο, απαιτούσαν ανεξαρτησία από τον αυτοκράτορα που είχε γίνει ανεπιθύμητος. Οι απεσταλμένοι από την Παβία που πήγαν να συναντήσουν τον Κορράδο πίστευαν ότι το Γερμανικό βασίλειο δεν ήταν ενωμένο με το Ιταλικό, αποτελούσε ένα "διαφορετικό στέμμα και έθνος". Οι κάτοικοι της Παβίας ισχυρίστηκαν ότι ήταν πάντα πιστοί στον Ιταλό βασιλιά, εξεγέρθηκαν μονάχα όταν έμεινε ο Ιταλικός θρόνος κενός, αυτό εξηγεί την πράξη τους με το κάψιμο των ανακτόρων. Ο Κορράδος Β΄ τους απάντησε ότι το Βασίλειο της Ιταλίας ανήκει στον ίδιο σαν κληρονομικό δικαίωμα μαζί με το βασίλειο της Γερμανίας. Το ανάκτορο ήταν περιουσία του αυτοκράτορα και όχι του βασιλιά της Ιταλίας συνεπώς ο νέος βασιλιάς θα τιμωρούσε τους υπεύθυνους, οι απεσταλμένοι επέστρεψαν στην Παβία έντονα ενοχλημένοι.

Εκστρατεία στην Παβία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κορράδος Β΄ συγκέντρωσε τον Φεβρουάριο του 1026 στρατό από χιλιάδες οπλισμένους ιππότες με στόχο την εκστρατεία στην Ιταλία, αρχηγοί του στρατού ήταν οι αρχιεπίσκοποι του Μαίντς και της Κολωνίας. Ο Γερμανικός στρατός πολιόρκησε την Παβία αλλά οι κάτοικοι αντιστάθηκαν, ο Κορράδος σκέφτηκε να αφήσει μια φρουρά στα τείχη της πόλης με στόχο να εμποδίσει τις εμπορικές δραστηριότητες. Τον Μάιο του 1026 ο Κορράδος έφτασε στο Μιλάνο και στέφτηκε από τον αρχιεπίσκοπο Αρίμπερτ του Μιλάνου με το Σιδηρούν Στέμμα της Λομβαρδίας. Ο Κορράδος Β΄ πήγε κατόπιν στο Βερτσέλλι όπου γιόρτασε το Πάσχα με τον ηλικιωμένο επίσκοπο Λέων του Βερτσέλλι που ήταν σύμβουλος του Όθων Γ΄. Ο Όθων πέθανε σε λίγες μέρες και ο Αρίμπερτ του Μιλάνου έγινε ο αρχηγός των οπαδών του Κορράδου, με τη βοήθεια του βασιλιά ήταν η κορυφαία θρησκευτική φυσιογνωμία, επέβλεψε και την επέκταση της Βασιλικής του Αγίου Αμβροσίου στο Μιλάνο. Τον Ιούνιο του 1026 ο Κορράδος Β΄ βάδισε στη Ραβέννα αλλά οι κάτοικοι της πόλης εξεγέρθηκαν επειδή αρνήθηκαν να στεγάσουν τον στρατό του, στη συνέχεια βάδισε βόρεια επειδή η καλοκαιρινή ζέστη ήταν ανυπόφορη. Το φθινόπωρο εγκατέλειψε την κοιλάδα του Πάδου και έφτασε στα σύνορα με τη Βουργουνδία, στα τέλη του χειμώνα οι Ιταλοί ευγενείς δήλωσαν την υποταγή τους. Οι κάτοικοι της Παβίας ήταν οι μοναδικοί που συνέχισαν να αντιστέκονται, στις αρχές του 1027 όταν ο ηγούμενος Οντίλο του Κλυνύ έκλεισε ειρήνη δήλωσαν και εκείνοι την υποταγή τους.

Το αυτοκρατορικό Στέμμα του Κορράδου Β΄.

Ο Πάπας Ιωάννης ΙΘ΄ έστεψε τον Κορράδο Β΄ και την Γκίζελα αυτοκράτορες στην παλαιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη (26 Μαρτίου 1027).[18] Στην τελετή βρέθηκαν ο Κνούτος, ο Ροδόλφος Γ΄ της Βουργουνδίας και 70 υψηλόβαθμοι κληρικοί ανάμεσα τους οι αρχιεπίσκοποι της Κολωνίας, του Μαιντς, του Τριρ, του Μαγδεμβούργου, του Σάλτσμπουργκ, του Μιλάνου και της Ραβένας.[15] Ο γιος και διάδοχος Ερρίκος παρέστη στην τελετή, η παρουσία του Ροδόλφου σηματοδότησε τη βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στη Βουργουνδία και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στην επταήμερη τελετή στέψης ξέσπασε διαφωνία ανάμεσα στους αρχιεπισκόπους του Μιλάνου και της Ραβένας, ο Κορράδος Β΄ αποφάσισε τελικά υπέρ του Μιλάνου. Μετά τη Σύνοδο ο αυτοκράτορας ταξίδευσε στη νότια Ιταλία να δεχτεί υποτέλεια από το πριγκιπάτο της Κάπουα, το πριγκιπάτο του Σαλέρνο και το Δουκάτο του Μπενεβέντο. Οργάνωσε τα μοναστήρια και τις επισκοπές στην Ιταλία με βασικό στόχο να φέρει την εκκλησία της Βενετίας υπό αυτοκρατορικό έλεγχο. Σε Σύνοδο στο Λατερανό (6 Απριλίου 1027) με τον αυτοκράτορα και τον πάπα Ιωάννη ΙΘ΄ λύθηκε η διαφωνία που ξέσπασε για την παλαιά Ακυληία. Ο πατριάρχης της Ακυληία Πόππο ήταν πιστός οπαδός του αυτοκράτορα, στην περιοδεία του στη νότια Ιταλία τον διόρισε ο Κορράδος πατριάρχη (1020).

Ένας από τους στόχους του Κορράδου ήταν να τοποθετήσει την εκκλησία του Γκράντο υπό την εξουσία του Πόππο και να τον κάνει βασικό αξιωματούχο του στη βόρεια Ιταλία. Η Σύνοδος κήρυξε την ανεξαρτησία της εκκλησίας του Γκράντο και την πολιτική της αυτονομία από τη Βενετία, με αυτό τον τρόπο ανέτρεψε την πολιτική των προκατόχων του που είχαν παραχωρήσει σημαντικά εμπορικά προνόμια στη Βενετία. Ο Ερρίκος Ε΄ της Βαυαρίας πέθανε και ο αυτοκράτορας επέστρεψε τον Μάιο του 1027 στη Γερμανία για να παραστεί στην κηδεία του στο Ρέγκενσμπουργκ. Το δουκάτο της Βαυαρίας παρέμεινε κενό και ο Κορράδος Β΄ προχώρησε σε κατάσχεση και τοποθέτησε δούκα τον 10χρονο γιο του Ερρίκο παρά το γεγονός ότι υπήρχαν υποψήφιοι από την οικογένεια, η κίνηση αυτή ήταν πρωτοφανής επειδή πάντοτε ήταν στη Βαυαρία δούκας μέλος της τοπικής δυναστείας. Ο νεαρός Ερρίκος εγκαταστάθηκε στη Βαυαρία (24 Ιουνίου 1027), ο Κορράδος Β΄ από την αυλή του στο Ρέγκενσμπουργκ ζήτησε την καταγραφή ολόκληρης της αυτοκρατορικής περιουσίας στο δουκάτο. Η χήρα του Ερρίκου Β΄ Κουνιγούνδη του Λουξεμβούργου ήταν υποχρεωμένη να δώσει στον Κορράδο Β΄ λεπτομερή αναφορά για τα περιουσιακά στοιχεία που κληρονόμησε από τον σύζυγο της. Η βίαιη επέμβαση του αυτοκράτορα στα εσωτερικά του δουκάτου της Βαυαρίας και στο ζήτημα της διαδοχής έφεραν μεγάλες αντιδράσεις στη γερμανική αριστοκρατία που είδε τα προνόμια της να μειώνονται.

Εξέγερση στη Σουαβία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θετός γιος του Κορράδου Β΄ Ερνέστος Β΄ της Σουαβίας επαναστάτησε εναντίον του πατριού του όταν εξελέγη βασιλιάς της Γερμανίας (1025), τελικά ηττήθηκε και υποτάχθηκε (1026). Με επέμβαση της μητέρας του Γκίζελας συνόδευσε τον πατριό του στην εκστρατεία του στην Ιταλία (1026), η εξέγερση στην οποία αρχηγοί της ήταν ο Κορράδος Β΄ της Καρινθίας και ο Γουέλφος Β΄ της Σουαβίας συνεχίστηκε. Ο Κορράδος Β΄ όρισε αντιβασιλιά της Γερμανίας τον Μπρούνο του Άουγκσμπουργκ πριν φύγει για την Ιταλία, ο Μπρούνο ηττήθηκε από τους επαναστάτες και ο αυτοκράτορας έστειλε πίσω στη Γερμανία τον Μπρούνο Β΄ για να καταπνίξει την επανάσταση. Ο Ερνέστος Β΄ ενώθηκε ξανά με τους επαναστάτες εναντίον του Κορράδου Β΄. Μετά τη στέψη του ο Κορράδος Β΄ επέστρεψε στη Γερμανία, συγκάλεσε Σύνοδο στο Άουγκσμπουργκ και κάλεσε τους επαναστάτες να παραδοθούν. Ο Ερνέστος είχε ωστόσο εμπιστοσύνη στους οπαδούς του, απέρριψε τις ειρηνικές προτάσεις και κάλεσε όλους τους Σουηβούς κόμητες να ενωθούν μαζί του στην εξέγερση. Οι κόμητες όμως όπως γράφει ο Γουίπο της Βουργουνδίας δεν ήθελαν να επαναστατήσουν εναντίον του αυτοκράτορα παρά το γεγονός ότι είχαν ορκιστεί πίστη στον Ερνέστο, ο Ερνέστος, ο Κορράδος της Καρινθίας και ο Γουέλφος υποτάχθηκαν (9 Σεπτεμβρίου 1027).

Ο Κορράδος Β΄ στέρησε από τον Ερνέστο τον τίτλο του δούκα και τον φυλάκισε, η Γκίζελα υποστήριζε τον σύζυγο της αλλά δεν ήθελε και ο γιος της να ταπεινωθεί. Με την επέμβαση της μητέρας του ο Ερνέστος διατήρησε τον δουκικό τίτλο αν και ήταν φυλακισμένος και η Γκίζελα έγινε αντιβασιλιάς στο δουκάτο. Όταν ο γιος του Κορράδου Ερρίκος στέφτηκε βασιλιάς της Γερμανίας (1028) η Γκίζελα επενέβη υπέρ του γιου της, ο Κορράδος Β΄ απελευθέρωσε τον Ερνέστο αλλά η μητέρα του διατήρησε την αντιβασιλεία στη Σουαβία. Το Πάσχα του 1030 ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον Ερνέστο να τον επαναφέρει δούκα της Σουαβίας με τον όρο να εξοντώσει όλους τους εχθρούς του, ο Ερνέστος αρνήθηκε να στραφεί εναντίον του φίλου του Βέρνερ. Ο Κορράδος Β΄ μετά την άρνηση στέρησε από τον θετό του γιο όλους τους τίτλους, τον αφόρισε και τον κήρυξε δημόσιο εχθρό του, ακόμα και η μητέρα του στράφηκε εναντίον του. Ο Ερνέστος Β΄ έπεσε τελικά σε μάχη στον Μέλανα Δρυμό με αποτέλεσμα να εξασθενήσει σημαντικά η ανεξαρτησία της Σουαβίας. Ο μικρότερος αδελφός του Ερνέστου Χέρμαν Δ΄ της Σουαβίας ορίστηκε νέος δούκας αλλά επειδή ήταν ανήλικος τέθηκε υπό την κηδεμονία του επισκόπου της Κωνσταντίας. Ο Χέρμαν Β΄ πέθανε πρόωρα σε οκτώ χρόνια (1038), ο Κορράδος όρισε τον δικό του γιο Ερρίκο δούκα εξασφαλίζοντας τον αυτοκρατορικό έλεγχο στο δουκάτο.

Σύγκρουση με τον Αντάλμπερο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Ιησούς Χριστός ευλογεί τον Κορράδο Β΄ και τη σύζυγο του Γκίζελα.

Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να ενισχύσει τις εξουσίες του στο Δουκάτο της Καρινθίας και στο Δουκάτο της Σουαβίας, ο Αντάλπερο της Καρινθίας που είχε οριστεί δούκας από τον Ερρίκο Β΄ (1012) παρέμεινε πιστός στον αυτοκράτορα και υποστήριξε τον Κορράδο Β΄ όταν εξελέγη βασιλιάς της Γερμανίας (1024). Σε μια σύγκρουση τον Σεπτέμβριο του 1027 στη Φραγκφούρτη ο Κορράδος Β΄ προσπάθησε να λύσει τις μακροχρόνιες συγκρούσεις που είχαν ξεσπάσει σχετικά με το Γκάντερσχαϊμ. Ο Αντάλμπερο συνόδευσε τον αυτοκράτορα, του έδειξε την πίστη του με το ξίφος του και αργότερα κυβέρνησε την Καρινθία σαν ανεξάρτητο κράτος (1028). Άλλη μια προτεραιότητα ήταν να αποκαταστήσει τις ειρηνικές του σχέσεις με τον Στέφανο Α΄ της Ουγγαρίας, με τον Ερρίκο Β΄ που ήταν γαμπρός του οι σχέσεις ανάμεσα στην αυτοκρατορία και την Ουγγαρία ήταν φιλικές.[19][20] Ο Κορράδος Β΄ ακολούθησε επιθετική επιδρομή προκαλώντας ταραχές, αυτό επηρέασε ιδιαίτερα το δουκάτο του Αντάλμπερο που βρισκόταν στα σύνορα. Ο Κορράδος Β΄ κάλεσε τον Αντάλμπερο στην αυλή του και τον κατηγόρησε για προδοσία σχετικά με την Ουγγαρία (18 Μαΐου 1035), του στέρησε όλους τους τίτλους και τα αξιώματα, οι δούκες ζήτησαν να βρεθεί στη συνέλευση ο γιος του αυτοκράτορα και συμβασιλέας Ερρίκος. Ο Ερρίκος αρνήθηκε την εκθρόνιση του Αντάλμπερο υπενθυμίζοντας στον πατέρα του τους προηγούμενους όρκους που είχε πάρει μαζί του για συμμαχία.

Ο Κορράδος Β΄ προσπάθησε με όλα τα μέσα ακόμα και με τη βία να πείσει τον γιο του να αλλάξει γνώμη, ο Ερρίκος αρνήθηκε επίμονα και βρέθηκαν στο πλευρό του πολλοί άλλοι δούκες. Μετά την αποτυχία ο Κορράδος καθαίρεσε τον Αντάμπερτο και έστειλε τον γιο του εξορία, ο Αντάλμπερο αφού έκανε επιδρομές στα αυτοκρατορικά εδάφη της Καρινθίας κατέφυγε στα κτήματα της μητέρας του στη Βαυαρία όπου έζησε μέχρι τον θάνατο του (1039). Η Καρινθία παρέμεινε ακέφαλη μέχρι την εποχή που ο αυτοκράτορας διόρισε νέο δούκα τον ξάδελφο του Κορράδο τον Νεώτερο (2 Φεβρουαρίου 1035). Ο Κορράδος Β΄ είχε τα τρία μεγάλα δουκάτα του νότου υπό αυτοκρατορικό έλεγχο με μέλη της οικογένειας του, ο θετός του γιος στη Σουαβία, ο γιος του στη Βαυαρία και ο ξάδελφος του στην Καρινθία. Ο ασφυκτικός έλεγχος των αυτοκρατορικών δουκάτων ήταν βασικό χαρακτηριστικό της βασιλείας των Οθωνιδών, η παράδοση συνεχίστηκε και με τον Σάλιο αυτοκράτορα Κορράδο Β΄. Η διαφορά είναι ότι οι Οθωνίδες είχαν τον έλεγχο με φιλικά μέσα, ο Κορράδος Β΄ αντίθετα χρησιμοποιούσε βία και κατηγορούσε τους αντιπάλους του για προδοσία με ψεύτικα στοιχεία. Η τακτική αυτή ήταν αντίθετη με τη Γερμανική παράδοση και έφερε την οργή των ευγενών.

Εκκλησιαστική πολιτική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κορράδος Β΄ συνέχισε την εκκλησιαστική πολιτική των Οθωνιδών που ήθελαν την εκκλησία υπό αυτοκρατορικό έλεγχο. Από τις αρχές της δεκαετίας του 950 οι Οθωνίδες έδιναν σημαντικά κρατικά αξιώματα σε εκπροσώπους της εκκλησίας, με πρόσχημα τη "θεϊκή καταγωγή" οι αυτοκράτορες θεωρούσαν τους εαυτούς τους εκπροσώπους της εκκλησίας και ζητούσαν την υποταγή των κληρικών. Οι κληρικοί και τα αβαεία είχαν μεγάλες εκτάσεις γης και πλούτη, σε αντάλλαγμα παρείχαν στους αυτοκράτορες "βασιλική υπηρεσία" και "στρατιωτική υπηρεσία". Η βασιλική υπηρεσία ήταν η εξυπηρέτηση που παρείχαν όταν ήθελαν να συγκαλέσουν Συνόδους όπως γραφεία, φιλοξενία και φαγητό. Η στρατιωτική υπηρεσία ήταν οι στρατιώτες που παρείχαν σε καιρό πολέμου όταν τους χρειάστηκαν, ο Κορράδος συνέχισε τις παραδόσεις αυτές με αρκετά μεγαλύτερη αυστηρότητα. Ο βιογράφος του έγραψε ότι τόσο ο Κορράδος Β΄ όπως και τα υπόλοιπα μέλη της δυναστείας των Οθωνιδών έδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον για την εκκλησία, τα 100 χρόνια που κυβέρνησαν ίδρυσαν μονάχα το Αβαείο του Λίμπουργκ μετατρέποντας ένα κάστρο σε μοναστήρι (1025). Ήθελαν ωστόσο παρά την αδιαφορία να έχουν την εκκλησία υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της εξουσίας του. Ο ίδιος ο Κορράδος Β΄ συγκάλεσε μονάχα 5 Συνόδους όλες για τον ίδιο σκοπό, να κλείσει ειρήνη, τα εκκλησιαστικά θέματα τα άφησε βασικά στη διαχείριση της συζύγου του Γκίζελας.

Πόλεμοι με την Πολωνία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Δουκάτο της Πολωνίας στη μεγαλύτερη επέκταση του με τον Μπολέσλαφ τον Γενναίο και τον Μιέσκο Β΄ Λάμπερτ τον 11ο αιώνα.

Ο Πολωνός δούκας Μπολέσλαφ Α΄ ο Γενναίος πολέμησε τρεις φορές με τον Ερρίκο Β΄ στους Γερμανό-Πολωνικούς πολέμους (1002 - 1018), με την "Ειρήνη του Μπάουτσεν" ο Μπολέσλαφ Α΄ αναγνώρισε τον Ερρίκο Β΄ επικυρίαρχο.[21][22] Ο αυτοκράτορας του παραχώρησε σαν αντάλλαγμα εδάφη στα σύνορα. Ο Μπολέσλαφ Α΄ ήδη χήρος τρεις φορές ενίσχυσε τους δεσμούς του με τη Γερμανία όταν παντρεύτηκε την Όντα του Μέισσεν κόρη του μαργράβου Έκαρντ Α΄ του Μέισσεν, η ειρήνη διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατο του αυτοκράτορα. Όταν πέθανε ο Ερρίκος Β΄ (1024) ο Μπολέσλαφ Α΄ εκμεταλλεύτηκε το κενό εξουσίας στη Γερμανία για να πάρει τον τίτλο του Βασιλιά κάτι που δεν είχε συμβεί με κανέναν προκάτοχο του, η στέψη του έγινε το Πάσχα (25 Απριλίου 1025). Ο Μπολέσλαφ Α΄ πέθανε δύο μήνες μετά τη στέψη του, ο γιος του Μιέσκο Β΄ Λάμπερτ στέφτηκε βασιλιάς το Πάσχα του 1025 και έδιωξε τον μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό του Μπέζπρυμ και τον μικρότερο Όθων Μπολεσλαβόβιτς. Ο Όθων δραπέτευσε στη Γερμανία και ζήτησε την προστασία του Κορράδου Β΄ Ο Κορράδος Β΄ θεωρούσε προσβλητικό να έχει ο Πολωνός δούκας τον τίτλο του βασιλιά και παραβίαση των συμφωνιών. Δεν κήρυξε ωστόσο τον πόλεμο στον Μιέσκο επειδή προτεραιότητα του ήταν να πάει στη Ρώμη να ζητήσει από τον πάπα να τον στέψει αυτοκράτορα και ηγεμόνα νότια από τις Άλπεις. Στην απουσία του τρεις δούκες ο Ερνέστος Β΄ της Σουαβίας, ο Κορράδος ο Νεώτερος και ο Φρειδερίκος Β΄ της Άνω Λωρραίνης επαναστάτησαν. Οι επαναστάτες ζήτησαν τη στήριξη του Μιέσκο, ο Πολωνός βασιλιάς υποσχέθηκε να τους βοηθήσει στον αγώνα τους εναντίον του Κορράδου, ο αυτοκράτορας επέστρεψε και κατέπνιξε την επανάσταση πριν έρθει βοήθεια από τον Μιέσκο. Ο Κορράδος Β΄ ενώ ετοιμαζόταν να εισβάλει στην Πολωνία συμμάχησε με τον Κνούτο τον Μέγα που η αυτοκρατορία του βρισκόταν στα βόρεια σύνορα του. Ο Κνούτος παραβρέθηκε στη στέψη του σαν αυτοκράτορα (1027), ο Κορράδος Β΄ παραχώρησε στον Κνούτο το Σλέσβιχ που αποτελούσε τη γέφυρα ανάμεσα στη Δανία και τη Γερμανία.

Με τον φόβο μιας Γερμανο-Δανικής επίθεσης ο Μιέσκο επιτέθηκε στη Λουσατία (1028).[23] Οι Λουτίκιοι ήταν μια Ομοσπονδία ανατολικών Σλαβικών φυλών στα βορειοανατολικά σύνορα της Γερμανίας τον 10ο αιώνα, ήταν ο πρώτος στόχος των Οθωνιδών από τη δεκαετία του 940 με τον Όθων Α΄. Οι Λουτίκιοι προχώρησαν σε ανοιχτή εξέγερση (983) στον πόλεμο που ακολούθησε (983 - 995) κέρδισαν την ανεξαρτησία τους στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας.[24] Ο Όθων Γ΄ συμμάχησε με τον Μπολέσλαφ Α΄ τον Γενναίο αλλά ο πρόωρος θάνατος του Όθων Γ΄ τερμάτισε τη συμμαχία. Με τον διάδοχο του Όθων Γ΄ Ερρίκο Β΄ ο Μπολέσλαφ διεκδίκησε για λογαριασμό του περιοχές της βόρειας Γερμανίας, το αποτέλεσμα ήταν να συμμαχήσει ο Ερρίκος Β΄ με τους Λουτίκιους εναντίον των Πολωνών. Με την "ειρήνη του Μπάουτσεν" (1018) ακολούθησαν ασταθείς ειρηνικές σχέσεις, η Πολωνία διατήρησε τη μαργραβία του Μέισσεν, η αυτοκρατορία διατήρησε τη Λουσατία. Η επίθεση του Μιέσκο τερμάτισε την ειρήνη (1028), οι Λουτίκιοι ζήτησαν από τον Κορράδο Β΄ συμμαχία και ο νέος αυτοκράτορας συμφώνησε.[23] Με το πρόσχημα την προστασία των Λουσατίων ο Κορράδος Β΄ επιτέθηκε συντονισμένα στην Πολωνία (1029) και πολιόρκησε το Μπάουτσεν, λίγο αργότερα με τον φόβο επίθεσης από την Ουγγαρία ο αυτοκράτορας οπισθοχώρησε. Οι Πολωνοί συμμάχησαν με την Ουγγαρία (1030), ο Ούγγρος βασιλιάς Στέφανος Α΄ επιτέθηκε στη Βαυαρία και ο Μιέσκο στη Σαξονία. Ο Κορράδος Β΄ απάντησε με συμμαχία με τον Μέγα Πρίγκιπα του Κιέβου Γιαροσλάβ Α΄ τον Σοφό, επιτέθηκε και κυρίευσε την Ερυθρά Ρουθηνία στα ανατολικά της Πολωνίας. Τελικά έκλεισαν ειρήνη με τον αυτοκράτορα (1031), η Ουγγαρία μπόρεσε σύμφωνα με τους όρους να διατηρήσει την ανατολική Καρινθία. Ο Κορράδος Β΄ χωρίς την Ουγγρική απειλή αφοσιώθηκε στον πόλεμο με την Πολωνία, το φθινόπωρο του 1031 ξεκίνησε την πολιορκία του Μπάουτσεν και της μαργραβίας του Μέισσεν. Ο Μιέσκο βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση λόγω των συντονισμένων επιθέσεων των Γερμανών και των Σλάβων και της επανάστασης του αδελφού του Μπέζπρυμ, το φθινόπωρο του 1031 παραδόθηκε. Με τη "Συνθήκη του Μέρσεμπουργκ" η μαργραβία του Μέισσν παρέμεινε στην Πολωνία ενώ η Λουσατία πέρασε στον αυτοκράτορα.

Συνθήκη του Μέρσεμπουργκ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μιέσκο ανατράπηκε από τον ετεροθαλή αδελφό του Μπέζπρυμ, όταν ανέβηκε ο Μιέσκο στην εξουσία έδιωξε τον αδελφό του που δραπέτευσε στο Κράτος των Ρως στα ανατολικά σύνορα. Ο Μιέσκο ήταν σημαντικά εξασθενημένος λόγω των πολέμων του με τη Γερμανία, με την υποστήριξη του Κορράδου Β΄ και του Γιαροσλάβ του Σοφού ο Μπέζπρυμ επιτέθηκε στην Πολωνία ανέτρεψε τον Μιέσκο και ορκίστηκε νέος βασιλιάς. Ο Μιέσκο κατέφυγε στη Βοημία, ο δούκας Όλντριχ της Βοημίας τον συνέλαβε και τον φυλάκισε για λόγους εκδίκησης επειδή ο μεγαλύτερος αδελφός του Μπολέσλαος Γ΄ της Βοημίας είχε τυφλωθεί από τον πατέρα του Μιέσκο Μπολέσλαφ Α΄ πριν από 30 χρόνια. Αμέσως μετά ο Μπέζπρυμ έστειλε τα αυτοκρατορικά παράσημα και τον τίτλο του βασιλιά στον Κορράδο Β΄, διατήρησε μονάχα τον παλιό τίτλο του Δούκα και δήλωσε την υποταγή του στον αυτοκράτορα, τα παρέλαβε η σύζυγος του Ρίτσεζα.[25] Η βασιλεία του Μπέζπρυμ ήταν πολύ σύντομη, οι βιαιότητες στις οποίες προχώρησε έφεραν πολλές αντιδράσεις και ο αδελφός του Όθων προχώρησε σε συνωμοσία, ο Μπέζπρυμ δολοφονήθηκε την άνοιξη του 1032 από τους άντρες του δημιουργώντας κενό εξουσίας στην Πολωνία.

Ο Κορράδος Β΄ συγκάλεσε Σύνοδο στο Μέρσεμπουργκ για να λύσει την κατάσταση (1033), η σύζυγος του Γκίζελα του ζήτησε να ελευθερώσει τον Μιέσκο από τη φυλακή στη Βοημία και να τον αποκαταστήσει στον Πολωνικό θρόνο. Με τη "Συνθήκη του Μέρσεμπουργκ" ο Κορράδος μοίρασε την Πολωνία ανάμεσα στον Μιέσκο, τον Όθων και τον άλλο ετεροθαλή αδελφό τους Ντήτριχ, ο Μιέσκο θα κατείχε τον τίτλο του δούκα και την ανώτατη εξουσία σε ολόκληρη την Πολωνία.[26][27] Η "Συνθήκη του Μέρσεμπουργκ" ενίσχυσε περισσότερο την κεντρική αυτοκρατορική διοίκηση στην Πολωνία. Η διαίρεση ήταν σύντομη, ο Όθων δολοφονήθηκε από τους άντρες του (1033) και ο Μιέσκο Β΄ ανέλαβε την εξουσία στα εδάφη του, ο Ντήτριχ εξορίστηκε επίσης και ο Μιέσκο κυβέρνησε ολόκληρη τη χώρα. Μετά την ενοποίηση ο Μιέσκο Β΄ αρνήθηκε τον τίτλο του δούκα που είχε δεχτεί ο Μπέζπρυμ, ξαναπήρε τον τίτλο του βασιλιά αλλά πέθανε αμέσως μετά. Μια παγανιστική εξέγερση ξέσπασε στην Πολωνία, η χήρα του Ριχέτσα των Ετσονιδών και ο γιος του Καζιμίρ Α΄ ο Αποκαταστάτης δραπέτευσαν στη Γερμανία.[26][27]

Το Δουκάτο της Βοημίας ενσωματώθηκε στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (1004), τότε είχαν ξεσπάσει οι Γερμανό-Πολωνικοί πόλεμοι (1002 - 1018). Ο Ερρίκος Β΄ τοποθέτησε δούκα τον Γιαρομίρ της Βοημίας και του υποσχέθηκε προστασία απέναντι στις Πολωνικές επιθέσεις, ο Γιαρομίρ κυβέρνησε μια σχετικά μικρή περιοχή αφού η Μοραβία, η Σιλεσία και η Λουσατία ανήκαν στην Πολωνία. Ο Γιαρομίρ εκθρονίστηκε από τον αδελφό του Όλντριχ της Βοημίας διεκδικητή του θρόνου (1012). Με την επανάληψη των εχθροπραξιών ανάμεσα στον αυτοκράτορα και την Πολωνία (1028) ο Όλντριχ εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση, κατέλαβε τη Βοημία (1029) και σταθεροποίησε τη θέση του, όταν έληξε ο πόλεμος (1031) ο Μιέσκο Β΄ Λάμπερτ υποτάχθηκε στον Κορράδο Β΄. Στον εμφύλιο που ακολούθησε ο Μιέσκο δραπέτευσε στη Βοημία όπου ο Όλντριχ τον φυλάκισε για να εκδικηθεί την τύφλωση του μεγαλύτερου αδελφού του Μπολέσλαου Γ΄ της Βοημίας πριν από 30 χρόνια από τον πατέρα του Μιέσκο Μπολέσλαφ Α΄ τον Γενναίο.

Η Πολωνία έπεσε σε μεγάλη κρίση μετά την εξορία του Μιέσκο, πίεσαν τον Κορράδο Β΄ να συγκαλέσει Σύνοδο τον Ιούλιο του 1033 και να υπογράψει τη "Συνθήκη του Μέρσεμπουργκ", ο Μιέσκο επανήλθε στον θρόνο της Πολωνίας. Ο Όλντριχ κλήθηκε στη Σύνοδο αλλά αρνήθηκε να εμφανιστεί, ο αυτοκράτορας που ήταν απασχολημένος με τη διαδοχή της Βουργουνδίας ζήτησε από τον γιο του Ερρίκο της Βαυαρίας να τον τιμωρήσει. Ο μικρός Ερρίκος έκανε σε ηλικία 17 ετών την πρώτη στρατιωτική του εκστρατεία στη Βοημία, η εκστρατεία ήταν επιτυχής ο Όλντριχ ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από τον αδελφό του Γιαρομίρ της Βοημίας, ο γιος του Μπρετίσλαφ Α΄ της Βοημίας διορίστηκε κόμης της Μοραβία. Ο Όλντριχ φυλακίστηκε στη Βαυαρία (1034) αλλά συγχωρέθηκε και επέστρεψε στη Βοημία. Ο Όλντριχ εκθρόνισε και τύφλωσε τον Γιαρομίρ, ανέβηκε στον θρόνο της Βοημίας και έστειλε τον γιο του εξορία, η αιτία της σύγκρουσης με τον γιο του είναι άγνωστη, πιθανότατα υποστήριζε τον θείο του Γιαρομίρ. Ο Όλντριχ πέθανε αιφνίδια (9 Νοεμβρίου 1034) και ο Μπρετίσλαφ Α΄ επέστρεψε από την εξορία, ο Κορράδος Β΄ πρόσφερε τον θρόνο στον Γιαρομίρ αλλά εκείνος παραιτήθηκε για χάρη του ανεψιού του που ορκίστηκε νέος βασιλιάς.

Με την έγκριση του αυτοκράτορα Όθων Γ΄ ο Στέφανος ορκίστηκε ο πρώτος χριστιανός βασιλιάς στην Ουγγαρία τα Χριστούγεννα του 1000, οι σχέσεις με τη Γερμανία ήταν άριστες επειδή ο Στέφανος παντρεύτηκε την αδελφή του Ερρίκου Γκίζελα. Με την άνοδο του Κορράδου Β΄ οι σχέσεις χειροτέρεψαν επειδή ο νέος αυτοκράτορας ακολουθούσε επιθετική πολιτική στην ανατολική Ευρώπη.[28] Ο Κορράδος Β΄ έδιωξε από τη Δημοκρατία της Βενετίας τον Δόγη Οττόνε Ορσεόλο (1026), είχε παντρευτεί την αδελφή του Στέφανου Γκριμέλντα της Ουγγαρίας.[28][29] Ο Κορράδος πίεσε έντονα τους Βαυαρούς να ανακηρύξουν τον γιο του Ερρίκο δούκα (1027) αν και ο γιος του Στέφανου Άγιος Εμέρικ της Ουγγαρίας είχε ισχυρά δικαιώματα στο δουκάτο από τη μητέρα του.[30] Ο αυτοκράτορας αναζητούσε έντονα κάποια γαμήλια συμμαχία με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, έστειλε έναν από τους συμβούλους του τον επίσκοπο Βέρνερ του Στρασβούργου στην Κωνσταντινούπολη.[31][32] Ο επίσκοπος ισχυρίστηκε ότι αναχωρεί για προσκύνημα αλλά ο Στέφανος της Ουγγαρίας αναγνώρισε τους στόχους του, το φθινόπωρο του 1027 του αρνήθηκε να περάσει από τα σύνορα της χώρας.[31][32] Ο βιογράφος του Κορράδου γράφει ότι οι Βαυαροί είχαν προκαλέσει σκληρές συγκρούσεις στα σύνορα (1029), οι σχέσεις των δύο βασιλείων χειροτέρεψαν ταχύτητα και ακολούθησε ανοιχτός πόλεμος (1030).[33][34] Ο Κορράδος Β΄ επιτέθηκε στην Ουγγαρία αλλά ηττήθηκε και δραπέτευσε, άφησε τις Ουγγρικές υποθέσεις στον γιο του Ερρίκο και έφυγε για να λύσει τα προβλήματα που είχε με τον θετό του γιο Ερνέστο Β΄ τον εκθρονισμένο δούκα της Σουαβίας. Ο μικρός Ερρίκος έφερε την ειρήνη με δωρεές που έκανε με εδάφη της ανατολικής Βαυαρίας στους Ούγγρους, η ειρήνη διατηρήθηκε μέχρι τη χρονιά που στέφτηκε νέος αυτοκράτορας ο Ερρίκος Γ΄ (1040)

Η σφραγίδα του αυτοκράτορα Κορράδου Β΄.

Ο Ροδόλφος Γ΄ της Βουργουνδίας που κυβερνούσε το Βασίλειο της Αρλ δεν είχε γιους, ο Ερρίκος Β΄ τον πίεσε να τον ανακηρύξει διάδοχο του (1016).[35] Ο Ερρίκος Β΄ ήταν ανεψιός του Ροδόλφου Γ΄ και ο πιο στενός συγγενής επειδή η μητέρα του Γκίζελα της Βουργουνδίας ήταν αδελφή του. Όταν πέθανε ο Ερρίκος Β΄ (1024) ο θείος του Ροδόλφος Γ΄ ζούσε, ο διάδοχος του Κορράδος Β΄ διεκδίκησε με τη σειρά του το δουκάτο σαν κληρονόμος του Ερρίκου Β΄ στην αυτοκρατορία. Τη διαδοχή αμφισβήτησε ο Όντο Β΄ του Μπλουά που ήταν στενός συγγενής του Ροδόλφου Γ΄, συναντήθηκε τον Αύγουστο του 1027 με τον αυτοκράτορα για να λύσουν τις διαφορές. Η σύζυγος του Ερρίκου Β΄ Κουνιγούνδη του Λουξεμβούργου μεσολάβησε για τη σύναψη ειρήνης.[36] Αποφάσισαν να κληρονομήσει ο Κορράδος Β΄ το δουκάτο μετά τον θάνατο του Ροδόλφου Γ΄ με τις ίδιες συνθήκες που θα το κληρονομούσε ο Ερρίκος Β΄, σε αντάλλαγμα θα κυβερνούσε τη Βουργουνδία όσο ζούσε ο Ροδόλφος Γ΄ σαν ανεξάρτητος ηγεμόνας.[36]

Ο Ροδόλφος Γ΄ πέθανε την εποχή που ο Κορράδος Β΄ βρισκόταν σε εκστρατεία εναντίον του Μιέσκο Β΄ της Πολωνίας, ο Κορράδος Β΄ αφού πίεσε τον Μιέσκο Β΄ να παραδοθεί βάδισε τον χειμώνα του 1032 με τον στρατό του στη Βουργουνδία. Ο πρώην αντίπαλος του αυτοκράτορα για τη Βουργουνδία Όντο Β΄ του Μπλουά επιτέθηκε και κατέλαβε τμήματα στα δυτικά σύνορα του βασιλείου.[37] Ο Κορράδος Β΄ έφτασε στη Βω, συγκάλεσε Σύνοδο στο αβαείο του Παγιέρν και στέφτηκε βασιλιάς της Βουργουνδίας (2 Φεβρουαρίου 1033), αρχικά δεν έδειξε ενδιαφέρον για τον Όντο και αποσύρθηκε στη Ζυρίχη.[38] Το καλοκαίρι του 1033 και του 1034 μετά από δύο μεγάλες εκστρατείες ο Κορράδος νίκησε τον Όντο.[39] Η Βουργουνδία ενσωματώθηκε στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε μια τελετή στον Καθεδρικό ναό της Γενεύης (1 Αυγούστου 1034).[39] Μετά την ενσωμάτωση της Βουργουνδίας στην αυτοκρατορία ο Κορράδος Β΄ δεν ενδιαφέρθηκε για τον δουκάτο, επέστρεψε μόνο για να ορίσει κυβερνήτη τον γιο του Ερρίκο (1038). Ο βασικός στόχος για την κατάκτηση της Βουργουνδίας ήταν να αυξηθεί το κύρος του αυτοκράτορα και να προστατέψει τα περάσματα στις Άλπεις από τις Ιταλικές εισβολές.

Συνολική πολιτική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κορράδος Β΄ επικύρωσε τις παραδόσεις στη Σαξονία και θέσπισε νέα διατάγματα για τη Λομβαρδία, όρισε τον γιο και διάδοχο του Ερρίκο βασιλιά της Γερμανίας στο Άαχεν (1028). Ο Ερρίκος Γ΄ παντρεύτηκε την Γκουνχίλντα της Δανίας (1036) μοναδική κόρη του Κνούτου του Μέγα με τη δεύτερη σύζυγο του Έμμα της Νορμανδίας. Με τη συμφωνία που είχε κάνει πριν από λίγα χρόνια ο Κορράδος Β΄ με τον Κνούτο έδινε στον Κνούτο τη διοίκηση βορείων τμημάτων στη Γερμανία. Ο Ερρίκος, μετέπειτα αυτοκράτορας Ερρίκος Γ΄ θα γίνει ο κύριος σύμβουλος του πατέρα του. Ο Κορράδος Β΄ έκανε ανεπιτυχή εκστρατεία στην Πολωνία (1028 - 1030) αλλά αργότερα (1031) μαζί με τους Ρώσους του Κιέβου πίεσαν τον Μιέσκο Β΄ γιο του Μπολέσλαφ Α΄ να κλείσει ειρήνη και να επιστρέψει τα εδάφη που είχε πάρει ο πατέρας του από τον Ερρίκο Β΄. Ο Μιέσκο Β΄ υπάκουσε, παρέδωσε τον βασιλικό τίτλο και το υπόλοιπο της βασιλείας του ήταν υποτελής στον αυτοκράτορα. Οι ταραχές που ξέσπασαν στα σύνορα με την Ουγγαρία (1029) χάλασαν τις καλές σχέσεις με τον βασιλιά Στέφανο Α΄. Σε έναν χρόνο (1030) έκανε εκστρατεία στην Ουγγαρία αλλά ηττήθηκε, ο Ουγγρικός στρατός τον ανάγκασε να παραδοθεί στη Βιέννη, ο Κορράδος αναγκάστηκε να κάνει παραχωρήσεις στα σύνορα με την Ουγγαρία.

Όταν ο Ροδόλφος Γ΄ της Βουργουνδίας πέθανε (2 Φεβρουαρίου 1032) ο Κορράδος διεκδίκησε τη Βουργουνδία στη βάση της διαδοχής του Ερρίκου Β΄ που είχε οριστεί διάδοχος από τον Ροδόλφο (1006), ο Ερρίκος Β΄ επιτέθηκε στη Βουργουνδία και ενίσχυσε τα κληρονομικά του δικαιώματα (1016). Οι ευγενείς από τη Βουργουνδία και την Προβηγκία παρά την αντίθεση έδωσαν στη Ζυρίχη όρκο υποτέλειας στον Κορράδο Β΄ (1034). Το Βασίλειο της Βουργουνδίας που έμεινε γνωστό με τους διαδόχους του Κορράδου Β΄ σαν Βασίλειο της Αρλ περιείχε τις σημερινές επαρχίες Φρανς-Κοντέ, Ντωφινέ και τη δυτική Ελβετία, δεν περιείχε το μικρότερο Δουκάτο της Βουργουνδίας στα βόρεια που κυβερνήθηκε από τους Γάλλους βασιλείς. Το Βασίλειο της Αρλ ενσωματώθηκε αργότερα στη Γαλλία αλλά ο τίτλος του Βασιλιά της Αρλ ανήκε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα μέχρι τη διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1806). Στην Ιταλία μπόρεσε να διατηρήσει τα δικαιώματα των ευγενών του, ο αρχιεπίσκοπος Αριμπέρτ του Μιλάνου είχαν εξεγερθεί αλλά ο αυτοκράτορας επιτυχώς αποκατέστησε την τάξη.

Εκστρατεία στη Νότια Ιταλία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο τάφος του αυτοκράτορα Κορράδου Β΄.

Ο πρίγκιπας Γουαϊμάρος Δ΄ του Σαλέρνο ζήτησε από τον Κορράδο Β΄ να διευθύνει μια διαμάχη με τον πρίγκιπα Πάντουλφ για την Κάπουα (1038), τον Πάντουλφ είχε ελευθερώσει ο ίδιος ο αυτοκράτορας από την αιχμαλωσία αμέσως μετά τη στέψη του (1024). Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγών δέχτηκε το ίδιο αίτημα, ο Κορράδος πήγε στο Σαλέρνο και την Αβέρσα. Ο Κορράδος Β΄ διόρισε τον Γερμανό Ρίτσερ ηγούμενο στο Μόντε Κασίνο, ο προηγούμενος ηγούμενος Θεοβάλδος είχε φυλακιστεί από τον Πάντουλφ. Όταν βρέθηκε στην Τροία ο αυτοκράτορας διέταξε από τον Πάντουλφ να του δώσει πίσω την κλεμμένη περιουσία, ο Πάντουλφ έστειλε τη σύζυγο του να ζητήσει ειρήνη, του πρόσφερε 300 τεμάχια χρυσού και μια κόρη ή έναν γιο σαν όμηρο. Ο Κορράδος Β΄ δέχτηκε την προσφορά αλλά ο όμηρος δραπέτευσε, ο αυτοκράτορας πολιόρκησε την Κάπουα, την κατέλαβε και έδωσε στον Γκοάιμαρ Δ΄ τον τίτλο του πρίγκιπα, αναγνώρισε τέλος την Αβέρσα σαν ανεξάρτητη κομητεία υπό τον Νορμανδό τυχοδιώκτη Ράινουλφ Ντρένγκοτ. Ο Πάντουλφ δραπέτευσε στην Κωνσταντινούπολη και ο Κορράδος άφησε τον Γουαϊμάρος κύριο σε ολόκληρη τη Νότια Ιταλία ως υποτελή του.

Στο ταξίδι της επιστροφής στη Γερμανία ξέσπασε επιδημία στα στρατεύματα του με θύματα τον θετό του γιο και τη νύφη του. Ο Κορράδος Β΄ γύρισε με ασφάλεια και συγκάλεσε Συνόδους στο Σόλοτουρν, το Στρασβούργο και το Γκόσλαρ, ο γιος του Ερρίκος πήρε τα Δουκάτα της Σουαβίας και της Καρινθίας.[40] Ο Κορράδος Β΄ αρρώστησε σε έναν χρόνο και πέθανε από ουρική αρθρίτιδα στην Ουτρέχτη (1039).[41] Η καρδιά του και τα έντερα του τοποθετήθηκαν στον Καθεδρικό ναό του Αγίου Μαρτίνου της Ουτρέχτης.[42] Το σώμα του μεταφέρθηκε στο Σπάιερ, η νεκρική πομπή έκανε στάσεις στην Κολωνία, το Μάιντς και το Βορμς, τάφηκε στον Καθεδρικό ναό του Σπάιερ που βρισκόταν εκείνη την εποχή υπό κατασκευή. Στη διάρκεια ανασκαφών (1900) η σαρκοφάγος του μετακινήθηκε από την αρχική θέση και τοποθετήθηκε μπροστά από το ιερό, είναι ορατή σήμερα μαζί με επτά από τους διαδόχους του.

Νυμφεύτηκε το 1016 τη Γκίζελα της Σουαβίας, κόρη του Χέρμαν Β΄ δούκα της Σουαβίας και είχε τέκνα:

  1. 1,0 1,1 CONOR.SI. 81700963. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. 2,0 2,1 Alvin. alvin-person:28429.
  3. 3,0 3,1 (Αγγλικά, Ιταλικά, Ιαπωνικά) opac.vatlib.it. 495/85010.
  4. «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Conrad-II. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  5. (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. konrad-konrad-ii-der-salier.
  6. «Gran Enciclopèdia Catalana» (Καταλανικά) Grup Enciclopèdia. 0019408.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  8. 8,0 8,1 www.deutsche-biographie.de/sfz57382.html#ndbcontent.
  9. 9,0 9,1 «Identifiants et Référentiels» (Γαλλικά) Agence bibliographique de l'enseignement supérieur. 032240929. Ανακτήθηκε στις 4  Μαρτίου 2020.
  10. CONOR.SI. 81700963.
  11. p884.htm#i8832. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  13. Wolfram 2006, σ. 32
  14. 14,0 14,1 14,2 Bernhardt 2002, σ. 311
  15. 15,0 15,1 Heer 1968, σ. 51
  16. Wolfram 2006, σ. 97
  17. Bury 1922, σ. 264
  18. Wolfram 2006, σ. 102
  19. Gyorffy 1994, σ. 140
  20. Makk 2001, σ. 45
  21. Knefelkamp (2002), σ. 125
  22. Previte-orton, σ. 451
  23. 23,0 23,1 Herrmann (1985), σ. 363
  24. Lübke (2002), σ. 99
  25. Boshof (2008), σ. 71
  26. 26,0 26,1 Knefelkamp (2002), σ. 137
  27. 27,0 27,1 Boshof (2008), σ. 72
  28. 28,0 28,1 Lenkey 2003, σ. 90
  29. Gyorffy 1994, σ. 148
  30. Wolfram 2006, σ. 187
  31. 31,0 31,1 Butler, Cumming & Burns 1998, σ. 159
  32. 32,0 32,1 Wolfram 2006, σσ. 197-198
  33. Gyorffy 1994, σ. 149
  34. Kristo 2003, σ. 74
  35. Previte-Orton 1912, σ. 16
  36. 36,0 36,1 Previte-Orton 1912, σ. 27
  37. Previte-Orton 1912, σ. 30
  38. Previte-Orton 1912, σ. 32
  39. 39,0 39,1 Previte-Orton 1912, σσ. 33-36
  40. North 2001, σ. 143
  41. Wolfram 2006, σ. 345
  42. Wolfram 2006, σσ. 345-346
  43. Heer 1968, σ. 52
  • Halliday, Andrew (1826). Annals of the House of Hannover. London.  Google Books
  • Wolfram, Herwig (2006). Conrad II 990-1039: Emperor of Three Kingdoms. University Park, Pennsylvania State: University Press. 
  • Bury, John Bagnell, ed. (1922). The Cambridge Medieval History: Vol. III. Germany and the Western Empire.
  • Bernhardt, John W. (2002). Itinerant Kingship & Monasteries in Early Medieval Germany, c. 936-1075. Cambridge University Press.
  • Halliday, Andrew (1826). Annals of the House of Hannover. London.at Google Books
  • Györffy, György (1983). István király és műve [=King Stephen and his work] (in Hungarian). Gondolat Könyvkiadó.
  • Heer, Friedrich (1968). The Holy Roman Empire. Translated by Sondheimer, Janet. Frederick A. Praeger.
  • Makk, Ferenc (2001). "On the Foreign Policy of Saint Stephen". In Zsoldos, Attila (ed.). Saint Stephen and His Country: A Newborn Kingdom in Central Europe - Hungary. *Lucidus Kiadó.
  • Herrmann, Joachim (1985). Die Slawen in Deutschland: Geschichte und Kultur der slawischen Stämme westlich von Oder und Neiße vom 6. bis 12. Jahrhundert. Berlin: Akademie-Verlag.
  • Boshof, Egon (2008). Die Salier (in German) (5 ed.). Kohlhammer.
  • Knefelkamp, Ulrich (2002). Das Mittelalter. UTB M (in German). 2105 (2 ed.)
  • Lenkey, Zoltán (2003). "Szent István [=Saint Stephen]". In Szentpéteri, József (ed.)
  • Györffy, György (1994). King Saint Stephen of Hungary. Atlantic Research and Publications.
  • Wolfram, Herwig (2006). Conrad II, 990–1039: Emperor of Three Kingdoms. The Pennsylvania State University Press.
  • Butler, Alban; Cumming, John; Burns, Paul (1998). Butler's Lives of the Saints (New Full Edition): August. Burns & Oates.
  • Kristó, Gyula (2003). Háborúk és hadviselés az Árpádok korában [Wars and Tactics under the Árpáds] (in Hungarian). Szukits Könyvkiadó.
  • North, William L. (2001). "Conrad II". In Jeep, John M. (ed.). Medieval Germany: An Encyclopedia. Garland Publishing Inc.
  • Previté-Orton, C.W. (1912). The Early History of the House of Savoy.
Κορράδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
Γέννηση: 990 Θάνατος: 4 Ιουνίου 1039
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Ερρίκος ο Άγιος
Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

1027 - 1039
Διάδοχος
Ερρίκος ο Ευσεβής
Βασιλιάς της Ιταλίας

1027 - 1039
Βασιλιάς της Γερμανίας

1024-1039
Με τον γιο του Ερρίκο τον Άγιο
1028 - 1039
Προκάτοχος
Ροδόλφος ο Οκνηρός
Βασιλιάς της Αρλ

1032 - 1039
Με τον γιο του Ερρίκος τον Ευσεβή
1028 - 1039