Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βυζαντινό ένδυμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ένας στρατιωτικός μάρτυρας σε ψηφιδωτό του 14ου αι. φορά τρία ενδύματα, όλα με σχέδια και πλούσια διακόσμηση: έναν μανδύα με ταβλίον, επάνω από έναν κοντό δαλματικό και αυτόν επάνω από έναν μακρύ χιτώνα.

Το ένδυμα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων άλλαξε σημαντικά κατά τα χίλια χρόνια της Αυτοκρατορίας, αλλά ήταν ουσιαστικά συντηρητικό. Στους Βυζαντινούς άρεσαν τα χρώματα και τα σχέδια, έτσι έφτιαχναν και εξήγαγαν υφάσματα με πολύ πλούσια μοτίβα, ειδικά από βυζαντινό μετάξι, υφασμένα και κεντημένα για τις ανώτερες τάξεις ή ανεξίτηλα βαμμένα και σταμπωτά για τις κατώτερες. Ένα διαφορετικό περίγραμμα ή πλαίσιο γύρω από τις άκρες ήταν πολύ συνηθισμένο και απλές ρίγες κατακόρυφες ή γύρω από τον άνω βραχίονα που φαίνονται σε εικόνες, συχνά υποδηλώνουν την τάξη ή τον βαθμό αξιώματος. Η μεσαία και η ανώτερη τάξη ακολουθούσε τον τελευταίο συρμό στην Αυτοκρατορική Αυλή. Όπως στη Δύση κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, τα ρούχα ήταν πολύ ακριβά για τους φτωχούς, που πιθανότατα φορούσαν τα ίδια πολυφορεμένα ρούχα σχεδόν όλη την ώρα.[1] Αυτό σήμαινε συγκεκριμένα ότι κάθε φόρεμα, που είχαν οι περισσότερες γυναίκες, έπρεπε να ταιριάζει και σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.[2]

Ψηφιδωτό από την εκκλησία του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα. Οι Αυτοκράτορες ντύνονταν τόσο απλά όπως εδώ ο Ιουστινιανός Α´, αν και το φόρεμά του είναι πολύ πιο πλούσιο σε κάθε λεπτομέρεια, από ό,τι των ακολούθων του. Οι αξιωματούχοι έχουν το ταβλίον διαγώνια επάνω στον χιτώνα. Ο επίσκοπος φορεί ενδύματα, που είναι πολύ κοντά στα σύγχρονα εκκλησιαστικά άμφια. Παρατηρείστε τα περιπόδια (σαν κάλτσες υποδήματα).

Στα πρώτα στάδια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η παραδοσιακή ρωμαϊκή toga (τήβεννος) ήταν ακόμη ενδυμασία πολύ επίσημη ή αξιωματούχου. Από την εποχή του Ιουστινιανού Α΄, αυτή είχε αντικατασταθεί από την τουνίκα ή μακρύ χιτώνα και για τα δύο φύλα, επάνω από τα οποία οι ανώτερες τάξεις φορούσαν άλλα ρούχα, όπως έναν δαλματικό, έναν βαρύτερο και βραχύτερο χιτώνα, που φορούσαν και τα δύο φύλα, αλλά κυρίως οι άνδρες. Το κράσπεδο του δαλματικού τελείωνε συχνά σε ένα αιχμηρό άκρο. Το σκαραμάγκιον ήταν ένας επενδύτης ιππασίας Περσικής καταγωγής, που άνοιγε προς τα εμπρός και κανονικά κατέβαινε ως στα μέσα του μηρού. Ωστόσο όταν αυτά φοριούνται από τους Αυτοκράτορες, φαίνεται να γίνονται πολύ μακρύτερα. Σε γενικές γραμμές, εκτός από στρατιωτικά και πιθανώς για ιππασία ενδύματα, άνδρες υψηλότερης θέσης και όλες οι γυναίκες, είχαν ρούχα που έφθαναν ως τους αστραγάλους, ή σχεδόν τέτοια. Οι γυναίκες φορούσαν συχνά τη ρωμαϊκή στολή, που για τις πλούσιες ήταν κεντημένη. Όλα αυτά, εκτός από τη στολή, μπορεί να ήταν με ζώνη ή όχι. Οι όροι για τα φορέματα συχνά προκαλούν σύγχυση και είναι σπάνια η ταύτιση του ονόματος, που έχει ένα συγκεκριμένο εικονιζόμενο ένδυμα ή το σχετικό σχέδιο, με μία συγκεκριμένη βιβλιογραφική αναφορά, ειδικά εκτός της Αυλής.

Η χλαμύδα, ένας ημικυκλικός μανδύας που στερεωνόταν στον δεξιό ώμο, συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου. Το μήκος έφτανε μερικές φορές μόνο ως τους μηρούς ή μέχρι τους αστραγάλους, πολύ μακρύτερη από την εκδοχή που φοριόταν συνήθως στην Αρχαία Ελλάδα. Η μακρύτερη εκδοχή ονομάζεται επίσης paludamentum. Όπως και οι αυλικοί του, ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α´ φοράει μία τέτοια, με τεράστια καρφίτσα, στα ψηφιδωτά της Ραβέννας: σε κάθε πλευρά, οι άνδρες της Συγκλητικής τάξης είχαν ένα ταβλίον, ένα χρωματιστό ρόμβο στο στήθος ή στη μέση (στο μπροστινό μέρος), το οποίο χρησιμοποιόταν επίσης για να δείξει τον βαθμό αξιώματος από το χρώμα ή τον τύπο κεντήματος και κοσμημάτων που υπήρχαν (συγκρίνετε αυτό του Ιουστινιανού με αυτά των ακολούθων του). Ο Θεοδόσιος Α΄ και οι συναυτοκράτορες γιοί του εμφανίζονται με τα ταβλία τους στο ύψος του γόνατος στο missorium (αφιερωματικό δίσκο) του Θεοδόσιου Α΄ του 387. Τις επόμενες δεκαετίες φαίνεται ότι το ταβλίον μετακινήθηκε υψηλότερα στην χαμύδα, για παράδειγμα σε ελεφαντοστέινα του 413-414.[3] Ένα παραγαύδιον ή ένα περίγραμμα, από παχύ ύφασμα, συνήθως χρυσοκεντημένο, ήταν επίσης δηλωτικό βαθμού. Μερικές φορές φοριόταν ένας επιμήκης μανδύας, ειδικά από τον στρατό και τους απλούς ανθρώπους· δεν ήταν για Αυλικές περιστάσεις. Οι μανδύες πιανόταν στον δεξιό ώμο (για τους δεξιόχειρες) για ευκολία κίνησης και πρόσβασης στο σπαθί.

Περισκελίδες και μακριές κάλτσες φορούσαν συχνά, αλλά δεν είναι εμφανείς στις απεικονίσεις των πλούσιων· συνδέονταν με τους βαρβάρους, της υπόλοιπης Ευρώπης είτε της Περσίας. Ακόμα και τα βασικά ρούχα φαίνεται ότι ήταν εκπληκτικά ακριβά για τους φτωχούς.[1] Μερικοί χειρωνάκτες, πιθανώς σκλάβοι, φαίνεται να συνεχίζουν να φορούν, τουλάχιστον το καλοκαίρι, τον βασικό ρωμαϊκό χιτώνα, που ήταν ουσιαστικά δύο ορθογώνια ραμμένα μαζί στους ώμους και κάτω από τα χέρια. Άλλοι, όταν ασχολούνται με κάποια δραστηριότητα, εμφανίζονται με τις πλευρές του χιτώνα τους ζωσμένες στη μέση, για ευκολία των κινήσεών τους.

Τα ενδύματα στις εικόνες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Μωυσής φέρει εικονογραφικό ένδυμα, οι άλλοι καθημερινά ρούχα της εποχής·· 10ος αι.

Οι πιο συνηθισμένες εικόνες που σώζονται από τη βυζαντινή περίοδο δεν είναι σχετικές, ως αναφορές για το πραγματικό φόρεμα που φοριέται την περίοδο. Ο Χριστός (συχνά ακόμη και ως μωρό), οι Απόστολοι, ο Άγ. Ιωσήφ, ο Άγ. Ιωάννης ο Βαπτιστής και μερικοί άλλοι φαίνονται σχεδόν πάντα να φορούν ένα με μεγάλο ιμάτιο, έναν μεγάλο ορθογώνιο μανδύα τυλιγμένο γύρω από το σώμα (σχεδόν μία τήβεννο), επάνω από έναν χιτώνα, ή με φαρδιά μανίκια τουνίκα, που φτάνουν στους αστραγάλους. Τα σανδάλια φοριούνται στα πόδια. Αυτό το σύνολο δεν εμφανίζεται συνήθως σε κοσμικά πλαίσια, αν και πιθανώς αυτό είναι σκόπιμο, για να αποφευχθεί η σύγχυση των κοσμικών με θεϊκά θέματα. Οι Θεοτόκος Παναγία φοράει μαφόριο, έναν μανδύα με κάλυμμα κεφαλής και μερικές φορές μία οπή στο λαιμό. Αυτό πιθανότατα πλησιάζει το πραγματικό τυπικό φόρεμα για χήρες και για παντρεμένες γυναίκες, όταν βρίσκονται στο κοινό. Η εσωτερικό ένδυμα της Παναγίας μπορεί να είναι ορατό, ειδικά στα μανίκια. Υπάρχουν επίσης συμβάσεις για προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και άλλες Βιβλικές μορφές. Εκτός από τον Χριστό και την Παναγία, τα περισσότερα ενδύματα εικόνων είναι λευκά ή υποτονικά, ιδιαίτερα σε τοίχους (τοιχογραφίες ή ψηφιδωτά) και σε χειρόγραφα, αλλά είναι πιο έντονα χρωματισμένα σε εικόνες. Πολλές άλλες μορφές στις Βιβλικές σκηνές, ειδικά αν δεν κατονομάζονται, συνήθως απεικονίζονται φορώντας βυζαντινά ενδύματα της εποχής.

Το γυναικείο φόρεμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σεμνότητα ήταν σημαντική για όλους, εκτός από τους πολύ πλούσιους, και οι περισσότερες γυναίκες εμφανίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου καλυμμένες με μάλλον χωρίς σχήμα ενδύματα, τα οποία έπρεπε να είναι σε θέση να φροντίσουν μία περίοδο εγκυμοσύνης. Το βασικό ένδυμα στις αρχές της Αυτοκρατορίας φτάνει ως τους αστραγάλους, με ψηλό στρογγυλό γιακά και μανίκια σφιχτά στον καρπό. Οι παρυφές και οι μανσέτες μπορεί να είναι διακοσμημένα με κέντημα, με μία τέτοια ταινία γύρω από το άνω μέρος του μανικιού. Τον 10ο και τον 11ο αιώνα ένα φόρεμα με φουσκωτά μανίκια, τελικά πολύ γεμάτο στον καρπό, γίνεται όλο και πιο δημοφιλές, πριν εξαφανιστεί. Οι εργαζόμενες γυναίκες εμφανίζονται με τα μανίκια δεμένα. Στα φορέματα των κυριών της Αυλής αυτό μπορεί να συνοδεύεται από μία λαιμόκοψη σχήματος V. Οι ζώνες φοριούνταν ως συνήθως, πιθανώς με άγκιστρα για να στηρίξουν τη φούστα. Μπορεί να ήταν υφασμάτινες πιο συχνά από ό,τι δερμάτινες και εμφανίζονται μερικές ζώνες με φούντες.[4] Τα ανοίγματα του λαιμού ήταν πιθανώς συχνά κουμπωμένα, κάτι που είναι δύσκολο να το δούμε στην τέχνη και δεν περιγράφονται σε κείμενα, αλλά πρέπει να ήταν απαραίτητα τουλάχιστον για θηλασμό. Ευθεία προς τα κάτω, οριζόντια ή διαγώνια είναι οι πιθανές επιλογές.[5] Το απλό λινό εσώρουχο, μέχρι τον 10ο αιώνα, δεν είχε σχεδιαστεί για να είναι ορατό. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο, ένας όρθιος γιακά αρχίζει να προεξέχει από το κύριο φόρεμα.

Τα μαλλιά καλύπτονται από μία ποικιλία από κεφαλόδεσμους (μανδήλια) και πέπλα, που πιθανώς συχνά αφαιρούνται μέσα στο σπίτι. Μερικές φορές ένας πίλος φοριόταν κάτω από το πέπλο και μερικές φορές το μανδήλιο είναι δεμένο σαν τουρμπάνι. Αυτό μπορεί να έχει γίνει κατά την εργασία: για παράδειγμα, οι μαίες σε σκηνές της Γέννησης του Ιησού στην τέχνη συνήθως υιοθετούν αυτόν τον τρόπο. Τα παλαιότερα ήταν τυλιγμένα με τον τρόπο του "σε σχήμα οκτώ", αλλά μέχρι τον 11ο αιώνα υιοθετήθηκε η κυκλική περιτύλιξη, πιθανώς ραμμένη σε σταθερή θέση. Τον 11ο και 12ο αιώνα οι κεφαλές ή τα πέπλα άρχισαν να είναι μακρύτερα.[6]

Με τα υποδήματα, οι μελετητές είναι πιο σίγουροι, καθώς υπάρχουν σημαντικοί αριθμοί παραδειγμάτων, που ανέκτησε η αρχαιολογία από τα ξηρότερα μέρη της αυτοκρατορίας. Έχει βρεθεί μία μεγάλη ποικιλία υποδημάτων, με σανδάλια, εμβάδες (παντόφλες) και δερμάτινες μπότες, όλα συνηθισμένα σε εικονογραφήσεις χειρόγραφων και ανασκαφικά ευρήματα, όπου πολλά είναι διακοσμημένα με διάφορους τρόπους. Το κόκκινο χρώμα, που προοριζόταν για χρήση σε Αυτοκρατορικά παπούτσια, είναι στην πραγματικότητα το πιο κοινό χρώμα για τα γυναικεία παπούτσια. Τα σακούλια για τα χρήματα είναι σπάνια ορατά και φαίνεται να έχουν κατασκευαστεί από ύφασμα που ταιριάζει με το φόρεμα, ή ίσως διπλώνεται μέσα στη ζώνη.[7]

Οι χορεύτριες παρουσιάζονται με ειδικό φόρεμα, που περιλαμβάνει κοντομάνικα ή αμάνικα φορέματα, τα οποία μπορεί (ή όχι) να έχουν λεπτότερο μανίκι από ένα εσώτερο ρούχο. Έχουν σφιχτές φαρδιές ζώνες και οι φούστες τους έχουν ένα απαστράπτον και διαφορετικού χρώματος στοιχείο, πιθανώς σχεδιασμένο να ανεβαίνει, καθώς περιστρέφεται σε χορούς.[8] Μία παρατήρηση της Άννας Κομνηνής για τη μητέρα της υποδηλώνει ότι η μη εμφάνιση του πήχη επάνω από τον καρπό ήταν ένα ιδιαίτερο δείγμα της βυζαντινής σεμνότητας.[9]

Αν και υπάρχει ο ισχυρισμός ότι το πέπλο προσώπου εφευρέθηκε από τους Βυζαντινούς,[10] η βυζαντινή τέχνη δεν απεικονίζει γυναίκες με καλυμμένα πρόσωπα, ωστόσο συνήθως απεικονίζει γυναίκες με πέπλο στα μαλλιά. Υποθέτουμε ότι οι βυζαντινές γυναίκες έξω από τους Αυλικούς κύκλους τυλίγονταν καλά στο δημόσιο χώρο και ήταν σχετικά περιορισμένες στις κινήσεις τους έξω από το σπίτι· σπάνια απεικονίζονται στην τέχνη να είναι έξω.[11] Οι λογοτεχνικές πηγές δεν είναι επαρκώς σαφείς για να διακρίνουν μεταξύ του πέπλου κεφαλιού και του πέπλου προσώπου.[9] Ο Στράβων, που γράφει τον 1ο αι., αναφέρεται σε μερικές περσίδες γυναίκες, που καλύπτουν τα πρόσωπά τους (Γεωγραφία, 11. 9-10).[απέτυχε η επαλήθευση] Επιπλέον, ο χριστιανός συγγραφέας Τερτυλλιανός στις αρχές του 3ου αι., στην πραγματεία του Ο πέπλος των παρθένων Ch. 17, περιγράφει τις ειδωλολάτρισσες Άραβες γυναίκες να καλύπτουν ολόκληρο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια, με τον τρόπο ενός νικάμπ. Αυτό δείχνει ότι μερικές γυναίκες της Μέσης Ανατολής έκρυβαν τα πρόσωπά τους πολύ πριν το Ισλάμ.

Τα χρώματα των υφασμάτων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Δύο κεντημένα στρογγυλά σχέδια από αιγυπτιακή τουνίκα του 7ου αιώνα.

Όπως στα ρωμαϊκά χρόνια, το πορφυρό προοριζόταν για τη βασιλική οικογένεια. Άλλα χρώματα, ανάλογα με τον χώρο, μας δίνουν πληροφορίες ως προς την τάξη και τον βαθμό του κληρικού ή του αξιωματούχου. Τα άτομα χαμηλότερης τάξης φορούσαν απλά χιτώνα, αλλά μπορούσαν να προτιμήσουν φωτεινά χρώματα, που βρίσκονται σε όλες τις βυζαντινές μόδες.

Οι αγώνες στο Ιππόδρομο χρησιμοποιούσαν τέσσερις ομάδες: τους Κόκκινους, τους Λευκούς, τους Βένετους (μπλε) και τους Πράσινους. Και οι υποστηρικτές αυτών έγιναν πολιτικές φατρίες, παίρνοντας πλευρές στα μεγάλα θεολογικά ζητήματα, που ήταν επίσης πολιτικά ζητήματα, όπως τον Αριανισμό, τον Νεστοριανισμό και τον Μονοφυσισμό, και επομένως στους διεκδικητές του Αυτοκρατορικού αξιώματος, που επίσης έπερναν μέρος. Τεράστιες ταραχές ελάμβαναν χώρα, τον 4ο έως τον 6ο αιώνα και κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, με θανάτους να φτάνουν τους χιλιάδες, μεταξύ αυτών των φατριών, που φυσικά ντυνόταν με τα κατάλληλα χρώματα. Στη μεσαιωνική Γαλλία υπήρχαν παρόμοια χρώματα, που φορούσαν πολιτικές φατρίες, οι οποίες ονομάζονταν chaperons (ακόλουθοι).

Η Παναγία και ο Άγ. Ιωσήφ εγγράφονται στην απογραφή ενώπιον του Κυβερνήτη Κουρηνίου. Ψηφιδωτό στη Εκκλησία της Χώρας (1315-20).

Ένα μωσαϊκό του 14ου αι. (δεξιά) από τη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη δίνει μία εξαιρετική άποψη μίας σειράς φορεμάτων από τα τέλη της περιόδου. Από τα αριστερά, υπάρχει ένας στρατιώτης σε επιφυλακή· ο κυβερνήτης με έναν από τους μεγάλους πίλους, που φορούν σημαντικοί αξιωματούχοι· ένας μεσαίου βαθμού δημόσιος υπάλληλος (που κρατά τον κύλινδρο μητρώου), φέρει έναν δαλματικό με ευρείες παρυφές, πιθανώς κεντημένες, επάνω από μία μακριά τουνίκα, που έχει επίσης παρυφές. Έπειτα έρχεται ένας ανώτερος στρατιώτης, που κρατά ένα σπαθί σε μία λυτή ζώνη ανάρτησής του. Η Παναγία και ο Άγ. Ιωσήφ είναι με το σύνηθες εικονογραφικό φόρεμά τους· και πίσω από τον Άγιο Ιωσήφ μία γραμμή αξιοσέβαστων πολιτών, που περιμένουν τη σειρά τους για να εγγραφούν. Τα μήκη των παρυφών μειώνονται, καθώς αυξάνεται η θέση του ατόμου. Όλα τα εκτεθειμένα πόδια έχουν μακριές κάλτσες και οι στρατιώτες και οι πολίτες έχουν περιπόδια, πιθανώς με σανδάλια. Οι πολίτες φορούν δαλματικούς χιτώνες με φαρδιά πλαίσια γύρω από τον λαιμό και τις παρυφές, αλλά όχι τόσο πλούσια όσο του αξιωματούχου μεσαίου βαθμού. Οι άλλοι άνδρες θα φορούσαν ίσως καπέλα, αν δεν ήταν η παρουσία του κυβερνήτη. Η μορφή του δωρητή στην ίδια εκκλησία, του μεγάλου Λογοθέτη Θεοδώρου Μετοχίτη, ο οποίος διαχειριζόταν το νομικό σύστημα και τα οικονομικά της Αυτοκρατορίας, φοράει ακόμη μεγαλύτερο πίλο, το οποίο φέρει ενώ γονατίζει ενώπιον του Χριστού (βλ. πιο κάτω στην Πινακοθήκη).

Μετάλλιο του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου από τον Πιζανέλλο, που τον είδε στη Φεράρα το 1438.

Πολλοί άνδρες πήγαν χωρίς πίλο (καπέλο) και, εκτός από τον Αυτοκράτορα, ήταν συνήθως έτσι σε αφιερωματικές απεικονίσεις, που μπορεί να διαφοροποιήσουν τις καταγραφές που έχουμε. Στα τέλη της Βυζαντινής περιόδου, φοριόταν ένας αριθμός από υπερβολικά μεγάλους πίλους ομοιόμορφα από αξιωματούχους. Τον 12ο αι., ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός φορούσε έναν πίλο σε σχήμα πυραμίδας, αλλά το εκκεντρικό ντύσιμο είναι ένα από τα πολλά πράγματα, για τα οποία επικρίθηκε. Αυτό πιθανότατα σχετίζεται με το πολύ κομψό καπέλο με πολύ υψηλό θόλο, με ένα απότομα στριμμένο χείλος πίσω, ενώ μπροστά απολήγει σε ένα οξύ τρίγωνο με ένα αιχμηρό σημείο, όπως σχεδίασαν οι Ιταλοί καλλιτέχνες, όταν ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος πήγε στη Φλωρεντία και το Συμβούλιο της Φεράρας το 1438, στις τελευταίες ημέρες της Αυτοκρατορίας. Εκδόσεις αυτού και άλλων ρούχων, συμπεριλαμβανομένων πολλών θεαματικών καπέλων που φορούσαν οι επισκέπτες, σχεδιάστηκαν προσεκτικά από τον Pisanello και άλλους καλλιτέχνες. [1] Αντίγραφά τους διαδόθηκαν σε όλη την Ευρώπη με χρήση στη ζωγραφική ανατολίτικων παραστάσεων, ειδικά για απεικονίσεις των τριών βασιλέων (μάγων, i.e. αστρονόμων) σε σκηνές της Γέννησης. Το 1159 ο επισκέπτης σταυροφόρος πρίγκιπας Ραϋνάλδος του Σατιγιόν φορούσε πίλο σε σχήμα τιάρας, από κετσέ, διακοσμημένο με χρυσό. Ένα ιβηρικό, φαρδύ, με γούνα καπέλο από κετσέ μπήκε στη μόδα τον 12ο αι. Ειδικά στα Βαλκάνια φορούσαν μικρά καλύμματα με (ή χωρίς) γούνινο γείσο, του είδους που αργότερα υιοθετήθηκε από τους Ρώσους Τσάρους.

Βυζαντινά ανδρικά υποδήματα από μερικώς επιχρυσωμένο δέρμα. 6ος αι., Μουσείο Τέχνης Walters.

Δεν μπορούμε να δούμε καθαρά πολλά υποδήματα στη Βυζαντινή Τέχνη, λόγω των μακρών ενδυμάτων των πλουσίων. Τα πορφυρά υποδήματα δήλωναν τον Αυτοκράτορα, τα κυανά τον σεβαστοκράτορα και τα πράσινα τον πρωτοβεστιάριο.

Τα ψηφιδωτά της Ραβέννας δείχνουν τους άνδρες να φορούν σανδάλια με λευκές κάλτσες και τους στρατιώτες να φορούν σανδάλια δεμένα γύρω από την κνήμη ή λωρίδες από ύφασμα τυλιγμένες γύρω από το πόδι ως την κνήμη. Αυτές πιθανότατα πήγαιναν μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών (παρόμοια περιτυλίγματα ποδιών εξακολουθούν να φοριούνται από Ρώσους διαφόρων τάξεων).

Μερικοί στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένων των μεταγενέστερων Αυτοκρατορικών πορτρέτων με στρατιωτική περιβολή, δείχνουν μπότες που φτάνουν σχεδόν ως το γόνατο, πορφυρές για τον Aυτοκράτορα. Στα βασιλικά διάσημα των "Αγίων Ρωμαίων αυτοκρατόρων" της Γερμανίας υπάρχουν υποδήματα ή εμβάδες σε βυζαντινό σχέδιο, που κατασκευάστηκαν στο Παλέρμο πριν από το 1220. Είναι κοντά, μόνο ως τον αστράγαλο και κομμένα για μεγάλο πόδι, ώστε να επιτρέπουν την τοποθέτηση πολλών διαφορετικών μεγεθών ποδιών. Είναι πλούσια διακοσμημένα με μαργαριτάρια, κοσμήματα και χρυσές έλικες στις πλευρές και πάνω από τα δάχτυλα των υποδημάτων.[12] Πιο πρακτικά υποδήματα θα φοριόταν αναμφίβολα σε λιγότερο επίσημες περιπτώσεις.

Έξω από το σπίτι οι εργάτες είτε θα είχαν σανδάλια, είτε θα ήταν ανυπόδητοι. Τα σανδάλια (caligae) ακολουθούν το ρωμαϊκό πρότυπο των ιμάντων επάνω από μία παχιά σόλα. Μερικά παραδείγματα του ρωμαϊκού cuculus ή της στρατιωτικής μπότας εμφανίζονται επίσης σε βοσκούς.

Η στρατιωτική περιβολή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτό παρέμεινε κοντά στο ελληνορωμαϊκό μοτίβο, ειδικά για αξιωματικούς (βλ. στην ενότητα "Πινακοθήκη" για παράδειγμα). Ένας θώρακας, κάτω από τον οποίο το κάτω μέρος μίας κοντής τουνίκας φαίνεται σαν φούστα, συχνά επικαλυμμένο με μία σειρά από δερμάτινους ιμάντες, τις πτέρυγες, που κρεμόταν από το κάτω μέρος του θώρακα. Παρόμοιες λωρίδες κάλυπταν τους άνω βραχίονες, κάτω από τα στρογγυλά τμήματα στους ώμους του θώρακα. Οι μπότες ερχόταν ως την κνήμη ή τα σανδάλια δενόταν ψηλά στα πόδια. Μία μάλλον λεπτοϋφασμένη ζώνη υφάσματος είναι δεμένη ψηλά κάτω από τα πλευρά ως σήμα βαθμού μάλλον, παρά ως πρακτικό εξάρτημα.

Το ένδυμα και ο εξοπλισμός άλλαξαν σημαντικά καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου, για να έχουν τον πιο αποδοτικό και αποτελεσματικό εξοπλισμό, που θα επέτρεπαν τα κάθε φορά οικονομικά. Τα ρούχα άλλων τάξεων ήταν σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυπα με εκείνα των κοινών εργατών. Τα εγχειρίδια προτείνουν τουνίκες και επανωφόρια όχι μακρύτερα από το γόνατο.[13] Καθώς ο στρατός βαδίζει πρώτα με τα πόδια του, οι συγγραφείς εγχειριδίων ανησυχούσαν περισσότερο στο να έχουν καλά υποδήματα τα στρατεύματα, από οτιδήποτε άλλο.[14] Αυτό κυμαινόταν από ρηχά υποδήματα μέχρι μπότες μηρού, όλα εξοπλισμένα με "μερικά καρφιά".[15] Ένα ύφασμα κεφαλής ("φακιόλιο" ή "μαφόριον") που κυμαινόταν από ένα απλό ύφασμα που κατέβαινε από το κράνος (όπως εξακολουθεί να φοριέται από τους Ορθόδοξους κληρικούς) έως κάτι μοιάζει σαν τουρμπάνι, ήταν τυπικό στρατιωτικό κάλυμμα κεφαλής στη Μέση και Ύστερη Αυτοκρατορία, τόσο για τα κοινά στρατεύματα, όσο και για την τελετουργική ένδυση από ορισμένες τάξεις· [16] φοριόταν επίσης από γυναίκες.

Η Αυτοκρατορική ένδυση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Νικηφόρος Γ΄ (ή ο Μιχαήλ Ζ΄) ΕΝ Χ-Ω ΤΩ Θ-Ω ΠΙCTOC ΒΑCIΛEYC ΡΩΜΑΙΩΝ και η Αυτοκράτειρα Μαρία Αλανή φέρουν τον λώρον. 1074-81.

Τα διακριτικά στοιχεία των Αυτοκρατόρων (συχνά υπήρχαν δύο τέτοιοι) και των Αυτοκρατειρών ήταν το στέμμα και ο πολύτιμος αυτοκρατορικός λώρος ή pallium, που προερχόταν από το trabea triumphalis, μία για τελετές έγχρωμη εκδοχή της ρωμαϊκής τηβέννου, που φορούσαν οι ύπατοι (κατά τη διάρκεια της υπατείας του Ιουστινιανού Α΄ έγινε μέρος της Αυτοκρατορικής ένδυσης) και φορούσε ο Αυτοκράτορας και η Αυτοκράτειρα ως ένα σχεδόν εκκλησιαστικό ένδυμα. Φορέθηκε επίσης από τους δώδεκα πιο σημαντικούς αξιωματούχους και τον Αυτοκρατορικό σωματοφύλακα και ως εκ τούτου από τους Αρχάγγελους σε εικόνες, οι οποίοι θεωρούνταν θεϊκοί σωματοφύλακες. Στην πραγματικότητα φοριόταν μόνο μερικές φορές το χρόνο, όπως την Κυριακή του Πάσχα, αλλά χρησιμοποιήθηκε πολύ συχνά για απεικονίσεις στην τέχνη.[17]

Η ανδρική εκδοχή του λώρου ήταν μία μακριά λωρίδα στον αριστερό ώμο, που πέφτει ευθεία μπροστά, ως κάτω από τη μέση και με το πίσω τμήμα να τραβιέται κυκλικά προς τα εμπρός και να κρέμεται χαριτωμένα επάνω από τον αριστερό βραχίονα. Ο γυναικείος λώρος ήταν παρόμοιος στο μπροστινό άκρο, αλλά το πίσω άκρο ήταν φαρδύτερο και συμπτυσσόταν κάτω από τη ζώνη, αφού είχε περάσει ξανά από εμπρός. Τόσο οι ανδρικές όσο και οι γυναικείες εκδοχές άλλαξαν τρόπους και είχαν διαφοροποιήσεις στη μέση βυζαντινή περίοδο· η γυναίκα αργότερα επανήλθε στον νέο ανδρικό τρόπο. Εκτός από κοσμήματα και κεντήματα, μικρές πλάκες από σμάλτο ράβονταν στα υφάσματα. Το ένδυμα του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού παριστά ένα λιβάδι καλυμμένο με άνθη. Γενικά τα μανίκια ήταν στενά ταιριασμένα στον βραχίονα και το εξωτερικό φόρεμα κατεβαίνει ως τους αστραγάλους (αν και συχνά ονομάζεται σκαραμάγκιον) και είναι επίσης αρκετά στενό. Τα μανίκια των Αυτοκρατειρών έγιναν εξαιρετικά φαρδιά την τελευταία περίοδο.[18]

Γάντι από τα αυτοκρατορικά διάσημα των "Αγίων Ρωμαίων αυτοκρατόρων" στη Βιέννη, συμπεριλαμβανομένων πλακών από σμάλτο. Φτιάχτηκε στο Παλέρμο, π. 1220.

Το "επάνω από τους βραχίονες", που φορέθηκε σε όλη την ιστορία του Βυζαντίου, ήταν το Αυτοκρατορικό διακοσμητικό κολάρο, που συχνά αποτελούσε μέρος του λώρου. Αντιγράφηκε από τις γυναίκες τουλάχιστον της ανώτερης τάξης. Ήταν από ύφασμα από χρυσό ή παρόμοιο υλικό, στη συνέχεια ήταν γεμάτο με πολύτιμους λίθους και κεντημένο με χρυσοκλωστή (χρυσόπαστο). Η διακόσμηση γενικά είχε γραμμές, που χώριζε το κολάρο σε τμήματα. Οι άκρες (παρυφές) διακοσμούντο με μαργαριτάρια διαφόρων μεγεθών, έως και σε τρεις σειρές. Υπήρχαν μαργαριτάρια που κρέμονταν σαν σταγόνες, τοποθετημένα σε διαστήματα, για να προσθέσουν πλούτο. Το κολάρο φοριόταν επάνω από τον λαιμό, για να καλύψει ένα μέρος του άνω στήθους.

Τα αυτοκρατορικά διάσημα των "Αγίων Ρωμαίων αυτοκράτορων", που φυλάσσονται στο Σάτσκαμερ της Βιέννης, παρέχουν ένα πλήρες σύνολο εξωτερικών ενδυμάτων, που κατασκευάστηκαν τον 12ο αιώνα σε ουσιαστικά βυζαντινό στιλ στα βυζαντινά εργαστήρια που είχαν ιδρυθεί στο Παλέρμο. Αυτά είναι από τα καλύτερα βυζαντινά ρούχα που σώζονται και δίνουν μία καλή ιδέα για την πλούσια ενδυμασία τελετών. Υπάρχει ένας μανδύας (φοριέται από τους Αυτοκράτορες, με ένα κενό στο μπροστινό μέρος), ένας δαλματικός χιώνας, κάλτσες, εμβάδες και χειρόκτια (γάντια). Οι λώροι είναι Ιταλικοί και μεταγενέστεροι. Κάθε στοιχείο του σχεδιασμού στον μανδύα (βλ. παρακάτω στα "Υφάσματα") έχει περίγραμμα με μαργαριτάρια και κεντημένο με χρυσοκλωστή.

Ειδικά στην πρώιμη και μεταγενέστερη περίοδο (περίπου πριν από το 600 και μετά από το 1000) οι Αυτοκράτορες μπορεί να εμφανίζονται με στρατιωτική περιβολή, με χρυσό θώρακα, πορφυρές μπότες και στέμμα. Τα στέμματα είχαν κρεμαστά (pedilia, πενδούλια, περιπενδούλια) και έκλεισαν στην κορυφή τον 12ο αι.

H ενδυμασία της Αυλής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αυλική ζωή "περνούσε ως ένα είδος μπαλέτου", με ακριβείς τελετές που προβλέπονταν για κάθε περίσταση, για να δειχθεί ότι "η Αυτοκρατορική δύναμη μπορεί να ασκηθεί με αρμονία και τάξη" και πως "η Αυτοκρατορία μπορεί να αντανακλά την κίνηση του Σύμπαντος, όπως έγινε από τον Δημιουργό", σύμφωνα με τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο, ο οποίος έγραψε το Περί βασιλείου τάξεως, ένα βιβλίο τελετών, που περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια την ετήσια εθιμοτυπία της Αυλής. Ορίζεται ειδική ένδυση για πολλές τάξεις ανθρώπων σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στο δείπνο της ημέρας της ονομαστικής εορτής για τον Αυτοκράτορα ή την Αυτοκράτειρα διάφοροι υψηλοί αξιωματούχοι πραγματοποιούσαν δύο ομάδες ("χορούς"), μία ομάδα που φορούσε "μπλε και λευκό ένδυμα, με κοντά μανίκια,και χρυσές ταινίες και δαχτυλίδια στους αστραγάλους τους. Στα χέρια τους κρατούν αυτό που ονομάζεται φεγγεία. Η δεύτερη ομάδα κάνει το ίδιο, αλλά φορά "ένα ένδυμα από πράσινο και κόκκινο, χωρισμένο, με χρυσές ταινίες". Αυτά τα χρώματα ήταν τα σημάδια των παλαιών μερίδων των αρματοδρομιών, με τις τέσσερεις τώρα να έχουν συγχωνευτεί στους Βένετους και στους Πράσινους και να έχουν ενσωματωθεί στην επίσημη ιεραρχία.

Ο Ρώσος Ορθόδοξος Αρχιεπίσκοπος άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς το 1934, με εκκλησιαστική ενδυμασία με πολλά βυζαντινά χαρακτηριστικά.

Διάφορα Τακτικά, έργα σχετικά με τη διοικητική δομή, το πρωτόκολλο της Αυλής και τη σειρά προτεραιότητας, δίνουν λεπτομέρειες για τα ενδύματα που φορούν διάφοροι υπάλληλοι. Σύμφωνα με τον ψευδο-Κωδινό, το διακριτικό χρώμα του σεβαστοκράτορα ήταν το μπλε. Η αμφίεσή του για τις τελετές περιλάμβανε μπλε υποδήματα κεντημένα με αετούς σε κόκκινο πεδίο, μία κόκκινη τουνίκα (χλαμύδα) και ένα διάδημα (στέφανο) σε κόκκινο και χρυσό.[19] Όπως και στις Βερσαλλίες του Λουδοβίκου ΙΔ΄, το περίτεχνο ένδυμα και το αυλικό τελετουργικό πιθανότατα ήταν -τουλάχιστον εν μέρει- μία προσπάθεια να καταπνιγούν οι πολιτικές εντάσεις και οι συμμετέχοντες να αποσπαστούν από αυτές.

Ωστόσο, αυτός ο τελετουργικός τρόπος ζωής υποβλήθηκε σε πίεση, καθώς η κρίση βάθαινε και δεν αναβίωσε ποτέ μετά το διάστημα κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204. Στα τέλη της περιόδου ένας Γάλλος επισκέπτης εντυπωσιάστηκε, όταν είδε την Αυτοκράτειρα στον δρόμο με λιγότερους συνοδούς και λιγότερη τελετή από ό,τι θα είχε μία βασίλισσα της Γαλλίας.

Η εκκλησιαστική ενδυμασία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτή είναι σίγουρα η περιοχή, στην οποία τα ρωμαϊκά και βυζαντινά ρούχα είναι πιο κοντά στην εποχή μας, καθώς πολλές σημερινές μορφές συνήθειας και ενδυμασίας που χρησιμοποιούνται (ειδικά στην Ανατολική, αλλά και στις Δυτικές Εκκλησίες), είναι συνέχεια εκείνης της εποχής. Κατά τη διάρκεια της περιόδου το ένδυμα των κληρικών μετατράπηκε από το απλό κανονικό φόρεμα σε ένα εξειδικευμένο σύνολο ενδυμάτων για διαφορετικούς σκοπούς. Ο επίσκοπος στο ψηφιδωτό της Ραβέννας φοράει ένα φαιλόνιο πολύ κοντά σε αυτό που φορούν οι σημερινοί Ορθόδοξοι ιερείς. Το φαιλόνιο του ψηφιδωτού είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό της εποχής μας και φαίνεται ότι με τον καιρό μίκρυνε στο σημερινό του μέγεθος. Επάνω από τον ώμο του φοράει ένα ωμοφόριο επισκόπου, που μοιάζει με το pallium της Λατινικής Εκκλησίας και ένα σύμβολο της θέσης του. Είναι εξέλιξη του αρχαιοελληνικού ιματίου, που στους ιερείς έχει τη μορφή του επιτραχηλίου και στους διακόνους αυτή του οραρίου. Οι σύγχρονοι ορθόδοξα πίλοι των κληρικών έχουν επιζήσει από τους πολύ μεγαλύτερους και με λαμπερά χρώματα πίλους των βυζαντινών δημόσιων υπαλλήλων.

Τα μαλλιά των ανδρών ήταν γενικά κοντά και τακτοποιημένα μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας και συχνά ζωγραφίζονται κομψά σγουρά, πιθανώς τεχνητά (βλ. εικόνα στην αρχή). Το 9ου αι. Ψαλτήριο του Chludov έχει εικονοφιλικές μικρογραφίες, που ενοχλούν τον τελευταίο εικονομάχο Πατριάρχη, τον Ιωάννη Ζ΄ τον Γραμματικό, που τον παριστά με ανάκατα μαλλιά, που προεξέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα μαλλιά του μοναχού ήταν μακριά και οι περισσότεροι κληρικοί είχαν γένια, όπως και πολλοί άνδρες, ειδικά αργότερα. Οι γυναίκες ανώτερης τάξης συγκρατούσαν επάνω τα μαλλιά τους, πάλι πολύ συχνά σγουρά και περίτεχνα διαμορφωμένες κομμώσεις. Αν θέλουμε να κρίνουμε από τη θρησκευτική τέχνη και τις λίγες απεικονίσεις άλλων γυναικών έξω από την Αυλή, οι γυναίκες πιθανότατα κρατούσαν τα μαλλιά τους καλυμμένα στο κοινό, ειδικά όταν είχαν παντρευτεί.

Μικρογραφία χειρόγραφου του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ΄ Βοτανιάτη (β.1078-81) που πλαισιώνεται από τον Άγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. ΝΙΚΗΦΟΡΟC ΕΝ Χ-Ω ΤΩ Θ-Ω ΠΙCΤΟC ΒΑCΙΛΕΥC Κ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ Ο ΒΟΤΑΝΙΑΤΗC.

Όπως στην Κίνα, υπήρχαν μεγάλα Ρωμαϊκά Αυτοκρατορικά εργαστήρια, προφανώς πάντα με έδρα την Κωνσταντινούπολη, για υφάσματα και για άλλες τέχνες, όπως τα ψηφιδωτά. Αν και υπήρχαν και άλλα σημαντικά κέντρα, τα Αυτοκρατορικά εργαστήρια οδηγούσαν τη μόδα και τις τεχνικές εξελίξεις και τα προϊόντα τους χρησιμοποιούνταν συχνά ως διπλωματικά δώρα σε άλλους ηγεμόνες, καθώς επίσης και διανέμονταν σε προσφιλείς Ρωμαίους. Ήταν περιζήτητα. Στα τέλη του 10ου αι., ο Αυτοκράτορας έστειλε χρυσό και υφάσματα σε έναν Ρώσο κυβερνήτη, με την ελπίδα ότι αυτό θα τον εμπόδιζε να επιτεθεί στην Αυτοκρατορία.

Τα περισσότερα παραδείγματα που σώθηκαν, δεν χρησιμοποιήθηκαν για ρούχα και διαθέτουν πολύ μεγάλα υφαντά ή κεντημένα σχέδια. Πριν από την Εικονομαχία αυτά συχνά περιείχαν θρησκευτικές σκηνές όπως τον Ευαγγελισμό, συχνά σε έναν αριθμό από πλαίσια επάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα. Αυτό σταμάτησε φυσικά κατά τις περιόδους της Εικονομαχίας και -με εξαίρεση τα εκκλησιαστικά άμφια- [2] ως επί το πλείστον, οι σκηνές με μορφές δεν επανεμφανίστηκαν στη συνέχεια, αλλά αντικαταστάθηκαν από μοτίβα και σχέδια με ζώα. Μερικά παραδείγματα δείχνουν ότι χρησιμοποιήθηκαν πολύ μεγάλα σχέδια για υφάσματα των ισχυρών: δύο τεράστια κεντημένα λιοντάρια που σκοτώνουν καμήλες, καταλαμβάνουν ολόκληρο τον μανδύα του Ρογήρου Β΄ στη Βιέννη, έργο που παρήχθη στο Παλέρμο περί το 1134, στα εργαστήρια που είχαν ιδρύσει εκεί οι Βυζαντινοί. [3] Στο κείμενο από ένα κήρυγμα του Αγ. Αστερίου της Αμασίας, στα τέλη του 5ου αι., δίνει λεπτομέρειες για εικόνες στα ενδύματα των πλουσίων (και τα καταδικάζει έντονα):[20]

Όταν λοιπόν ντύνονται και εμφανίζονται δημόσια, μοιάζουν με απεικονισμένους τοίχους στα μάτια εκείνων που τους συναντούν. Και ίσως ακόμη και τα παιδιά που τους περιβάλλουν, χαμογελούν το ένα στο άλλο και δείχνουν με το δάχτυλο την εικόνα στο ένδυμα, και περπατούν μετά από αυτούς, ακολουθώντας τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σε αυτά τα ρούχα υπάρχουν λιοντάρια και λεοπαρδάλεις, αρκούδες και ταύροι και σκύλοι· δάση και βράχοι και κυνηγοί, όλα προσπάθειες να μιμηθούν τη φύση με τη ζωγραφική... Όσο οι πλούσιοι αυτοί άνδρες και γυναίκες είναι πιο ευσεβείς, τόσο έχουν συγκεντρώσει την ιστορία του Ευαγγελίου και την έχουν παραδώσει στους υφαντές... Μπορεί να δείτε τον γάμο της Γαλιλαίας και τις υδρίες, τον παραλυτικό να μεταφέρει το κρεβάτι του στους ώμους του, τον τυφλό να θεραπεύεται με τον πηλό, τη γυναίκα την αιμορροούσα να κρατεί το άκρο του ρούχου Του· την αμαρτωλή γυναίκα να πέφτει στα πόδια του Ιησού, τον Λάζαρο να επιστρέφει στη ζωή από τον τάφο...

Τόσο τα χριστιανικά όσο και τα ειδωλολατρικά θέματα ήταν ως επί το πλείστον κεντημένα πλαίσια, ραμμένα σε απλό ύφασμα. Έχουν διατηρηθεί στις εξαιρετικές συνθήκες των τάφων στην Αίγυπτο, αν και οι περισσότερες εικόνες είναι με μορφές σε στυλ πορτρέτου και όχι οι αφηγηματικές σκηνές, που περιγράφει ο Αστέριος στην επισκοπή του στην Αμάσεια στη βόρεια Μικρά Ασία. Το πορτρέτο του καίσαρα Κωνστάντιου Γάλλου στη Χρονογραφία του 354 δείχνει διάφορα πλαίσια με μορφές στα ενδύματά του, κυρίως στρογγυλά ή οβάλ (βλ. πιο κάτω στην "Πινακοθήκη").

Το μεταξωτό ύφασμα, που περιέβαλε τη σορό του βασιλιά των Φράγκων Καρλομάγνου, είχε φτιαχτεί στην Κωνσταντινούπολη περί το 814.

Τα πρώιμα διακοσμημένα υφάσματα είναι κυρίως κεντημένα από μαλλί σε λινή βάση και το λινό είναι γενικά πιο συνηθισμένο από το βαμβάκι καθ' όλη την περίοδο. Τα νήματα από ακατέργαστο μετάξι εισήχθησαν αρχικά από την Κίνα και ο χρόνος και ο τόπος της πρώτης ύφανσής του στον κόσμο της Εγγύς Ανατολής είναι θέμα διαμάχης: έχει προταθεί η Αίγυπτος, η Περσία, η Συρία και η Κωνσταντινούπολη, την εποχή του 4ου - 5ου αι. Σίγουρα η βυζαντινή διακόσμηση υφασμάτων παρουσιάζει μεγάλη περσική επιρροή και πολύ λίγη άμεση από την Κίνα. Σύμφωνα με τους θρυλικούς πράκτορες του Ιουστινιανού, δωροδόκησαν δύο βουδιστές μοναχούς από το Κοτάν περί το 552, για να ανακαλύψουν το μυστικό της καλλιέργειας μεταξιού, αν και πολλά μεταξωτά νηματα συνέχισαν να εισάγονται από την Κίνα.

Η αντίσταση στη βαφή ήταν συνηθισμένη από την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο για όσους δεν βρίσκονταν στην Αυλή και η εκτύπωση με τμήμα ξύλου χρονολογείται τουλάχιστον στον 6ο αι., και πιθανώς νωρίτερα - και πάλι αυτό θα λειτουργούσε ως μία φθηνότερη, εναλλακτική λύση για τα υφαντά και κεντημένα σχέδια των πλουσίων. Εκτός από τα αιγυπτιακά ταφικά υφάσματα, έχουν επιβιώσει μάλλον λιγότερα φθηνά υφάσματα από τα ακριβά. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι η απεικόνιση ενός με σχέδια υφάσματος στη ζωγραφική ή σε ψηφιδωτό είναι μία πολύ δύσκολη εργασία, συχνά αδύνατη για μία μικρογραφία, οπότε η καλλιτεχνικές καταγραφές, που συχνά παριστούν με σχέδια υφάσματα σε μεγάλα μεγέθη σε έργα καλής ποιότητας, πρέπει να είναι λιγότερες από τη γενική χρήση των με σχέδια υφασμάτων.

  1. 1,0 1,1 Payne, Blanche; Winakor, Geitel; Farrell-Beck Jane: The History of Costume, from the Ancient Mesopotamia to the Twentieth Century, 2nd Edn, p128, HarperCollins, 1992. (ISBN 0-06-047141-7)
  2. Dawson (2006), 43
  3. Kilerich, 275
  4. Dawson (2006), 50-53;57
  5. Dawson (2006), 53-54
  6. Dawson (2006), 43-47
  7. Dawson (2006), 57-59
  8. Dawson (2006), 59-60
  9. 9,0 9,1 Dawson (2006), 61
  10. Dawson (2006) 61, gives two examples; Review of Herrin book
  11. Michael Angold, Church and Society in Byzantium Under the Comneni, 1081-1261, pp. 426-7 & ff;1995, Cambridge University Press, (ISBN 0-521-26986-5)
  12. Photo that does not show the gold embroidery very well. Also see Commons images of the Regalia.
  13. Dawson (2007), p. 16
  14. Dawson (2007), p. 18
  15. Strategikon. Leo, Taktika
  16. Dawson (2006), 44-45; Phokas, Composition on Warfare, on common troops, Constantine Porphyrogenitus, Treatise on Imperial Military Expeditions
  17. Parani, 18-27
  18. Parani, 19-27
  19. Parani, Maria G. (2003). Reconstructing the reality of images: Byzantine material culture and religious. iconography (11th to 15th centuries). BRILL. σελίδες 63, 67–69, 72. ISBN 978-90-04-12462-2. 
  20. Asterius of Amasia Online English translation - near the start

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Robin Cormack, "Writing in Gold, Byzantine Society and its Icons", 1985, George Philip, London, ISBN 0-540-01085-5
  • Dawson, Timothy. Women's Dress in Byzantium, in Garland, Lynda (ed), Byzantine women: varieties of experience 800-1200, 2006, Ashgate Publishing, Ltd., ISBN 0-7546-5737-X, 9780754657378.
  • Dawson, Timothy (2007). Byzantine infantryman: Eastern Roman empire c.900-1204. Oxford: Osprey. ISBN 978-1846031052.
  • Kilerich, Bente, "Representing an Emperor: Style and Meaning on the Missorium of Theodosius I", in Almagro-Gorbea, Álvarez Martínez, Blázquez Martínez y Rovira (eds.), El Disco de Teodosio, 2000, Real Academia de la Historia, Madrid, ISBN 84-89512-60-4
  • Parani, Maria G. (2003). Reconstructing the Reality of Images: Byzantine Material Culture and Religious Iconography (11th–15th Centuries. Leiden: Brill. ISBN 9004124624.
  • Steven Runciman, Byzantine Style and Civilization, 1975, Penguin
  • David Talbot-Rice, Byzantine Art, 3rd edn 1968, Penguin Books Ltd
  • L Syson & Dillian Gordon, "Pisanello, Painter to the Renaissance Court",2001, National Gallery Company, London, ISBN 1-85709-946-X

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ball, Jennifer L., Byzantine Dress: Representations of Secular Dress, 2006, Macmillan, ISBN 1403967008
  • Costello, Angela L., "Material Wealth and Immaterial Grief: The Last Will and Testament of Kale Pakouriane.", 2016. Academia.edu

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]