Βεστιαρίται

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι βεστιαρίται ήταν στην Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ένα σώμα αρχικά Αυτοκρατορικών σωματοφυλάκων του Βεστιαρίου (Θησαυροφυλακίου) και μετά δημοσιονομικών αξιωματούχων, που πιστοποιούνται από τον 11ο έως τον 15ο αι.

Ιστορία και λειτουργίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βεστιαρίται εμφανίζονται στα μέσα του 11ου αι., με πρώτο γνωστό βεστιαρίτη τον Ιωάννη Ιβηρίτζη να αναφέρεται το 1049. [1] Όπως υποδηλώνει το όνομά τους, είχαν σχέση με την Αυτοκρατορική ιματιοθήκη και το Θησαυροφυλάκιο, το Βεστιάριον. Πιθανώς οι βεστιαρίτες αρχικά να δημιουργήθηκαν ως ένα απόσπασμα φρουράς για τη φύλαξη του Βεστιαρίου. Περίπου από το 1080 και μετά είχαν διακριθεί επισήμως σε δύο ομάδες: τους «εσωτερικούς» ή «του νοικοκυριού» (έσω ή οικείοι) βεστιαρίτες, που συνδέονται με το ιδιωτικό Θησαυροφυλάκιο του Αυτοκράτορα (το έσω / οικιακόν Βεστιάριον) κάτω από έναν μεγάλο πριμικήριο· και οι «εξωτερικοί» (έξω) βεστιαρίτες κάτω από έναν πριμικήριο, που πιθανότατα ήταν υπό το δημόσιο (το κρατικό) Θησαυροφυλάκιο (βασιλικόν Βεστιάριον). [2] Σταδιακά αντικατέστησαν διάφορες άλλες ένοπλες φρουρές, που οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες απασχολούσαν στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, όπως οι μαγγλαβίται και οι πανθεώται και έγιναν το αποκλειστικό σώμα των εμπιστευτικών υπσλλήλων του Αυτοκράτορα. [3] Όπως γράφει η πριγκίπισσα και ιστορικός Άννα Κομνηνή, ήταν οι αυλικοί «οι εγγύτερα» στον Αυτοκράτορα. Με τη στρατιωτική κρίση της δεκαετίας του 1070, διαμορφώθηκαν σε ένα κανονικό σώμα φρουράς του Παλατιού, που υπηρετούσε παράλληλα με τη Φρουρά των Βαράγγων στον στρατό της εποχής των Κομνηνών. [4]

Οι βεστιαρίται πιστοποιούνται ως το 1387 και πιθανότατα συνέχισαν να υπάρχουν μετά. [1] Ωστόσο τον 13ο και 14ο αιώνα ο ρόλος τους ήταν κυρίως δημοσιονομικός: ήταν υπεύθυνοι για τη στρατολόγηση ανδρών και αμαξών από τις επαρχίες, υπό τον έλεγχο του δομεστίκου των θεμάτων της Ανατολής. [5] Ο επικεφαλής της βεστιαριτών ονομαζόταν πρωτοβεστιαρίτης κατά τον 13ο και 14ο αι. (δεν πρέπει να συγχέεται με το πολύ παλαιότερο και πιο σημαντικό αξίωμα του πρωτοβεστιαρίου). Ο τίτλος επιβεβαιώνεται μέχρι το 1451, όταν ήταν κάτοχός του ο ιστορικός Γεώργιος Σφραντζής. [6] Στο Βιβλίο των Αξιωμάτων του Ψευδο-Κωδινού στα μέσα του 14ου αι. ο βεστιαρίτης κατατάσσεται ως 14ο στη σειρά προτεραιότητας, έπειτα από τον λογοθέτη του Γενικού. [7] Σύμφωνα με το ίδιο έργο, τα διακριτικά του ήταν: μία ξύλινη ράβδος με χρυσές και ερυθρόχρυσες λαβές (δικανίκιον), ένας πίλος (σκιάδιον) με κέντημα (κλαπωτόν), ένα άλλο είδος πίλου από λευκό και χρυσό μετάξι με κέντημα από χρυσό σύρμα και εικόνες του Αυτοκράτορα μπροστά και πίσω (σκαρακίνικον) και ένα μεταξωτό ένδυμα του αξιώματος (καββάδιον). [8]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bartusis, Mark C. (1997). The Late Byzantine Army: Arms and Society 1204–1453. Philadelphia, Pennsylvania: University of Pennsylvania Press. ISBN 0-8122-1620-2.
  • Guilland, Rodolphe (1967). Recherches sur les Institutions Byzantines, Tomes I and II (in French). Berlin: Akademie-Verlag.
  • Kazhdan, Alexander, ed. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8.
  • Oikonomides, Nicolas (1976). Travaux et Mémoires 6 (in French). Paris: E. de Boccard.
  • Verpeaux, Jean, ed. (1966). Pseudo-Kodinos, Traité des Offices (in French). Paris: Éditions du Centre National de