Βυζαντινό νόμισμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το χριστόγραμμα ΧΡ σε ρωμαϊκό νόμισμα του 4ου αιώνα. Επιγραφή: D[OMI]N. MAGNENTIUS P. F. AVG. / SALUS DD NN AVG. ET CAES. Χ Ρ, Α Ω - AMB[IANUM] (Αμιένη)

Το Βυζαντινό κράτος είναι η απ’ ευθείας συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι διατήρησε και το κοινωνικό της σύστημα. Στην ιδιαίτερα ανεπτυγμένη λοιπόν για τα δεδομένα της εποχής αστική οικονομία, όπου επικρατούσε σε σημαντικό βαθμό η νομισματική οικονομία, ήταν αναγκαίο ένα ασφαλές και κοινά αποδεκτό μέσο συναλλαγών, δηλαδή ένα σταθερό νόμισμα. Τη σημασία του σταθερού νομίσματος επέβαλλε και η γραφειοκρατική δομή της δημόσιας διοίκησης και του έμμισθου στρατού. Σε μια Αυτοκρατορία που εξουσίαζε περί τα 50 εκατομμύρια υπηκόους, με μια γραφειοκρατική διοικητική μηχανή 30.000 υπαλλήλων, 200.000 τοπικών αξιωματούχων και περί τους 600.000 στρατιώτες (τα στοιχεία αναφέρονται στον 4ο αιώνα) ήταν αναγκαία η ύπαρξη ενός σταθερού νομίσματος για τη φορολόγηση του πληθυσμού, που θα επέτρεπε την σταθερή μισθοδοσία του στρατού και την απρόσκοπτη λειτουργία της γραφειοκρατικής μηχανής. Η αναταραχή που γνώρισε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 3ο αιώνα κλόνισε σημαντικά και τη σταθερότητα του νομίσματος, το οποίο υποτιμήθηκε επανειλημμένα. [1] Το βυζαντινό νομισματικό σύστημα είναι τριμεταλλικό: αποτελείται από χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα.[2]Το νόμισμα που κόβει το βυζαντινό κράτος κυκλοφορεί με διάφορους τρόπους: δωρίζεται, κερδίζεται με εργασία και παροχή υπηρεσιών, δαπανάται σε συναλλαγές, αποθησαυρίζεται, επενδύεται, δανείζεται εντόκως και επιστρέφει στο κράτος με μορφή φόρου.[3]ή ακόμα με κατασχέσεις ιδιωτικών αποθησαυρισμών. [4]Άλλωστε η βυζαντινή οικονομία ήταν εκχρηματισμένη σε μεγάλο βαθμό.[5]Οι κρατικές πληρωμές και η συλλογή φόρων γινόταν σχεδόν στο σύνολό τους με σολίδους, ενώ το χάλκινο νόμισμα εξυπηρετούσε τις ανάγκες διαβίωσης και τις αγοραίες συναλλαγές.[6]

Πρωτοβυζαντινή περίοδος (324-642)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νομισματικές πολιτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μέγας Κωνσταντίνος έθεσε τις βάσεις του νομισματικού συστήματος της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επέβαλε τον λεγόμενο χρυσό κανόνα. [7]Δηλαδή ένα πραγματικό νόμισμα, του οποίου η ονομαστική αξία ήταν η ίδια με τη μεταλλική.[8] Συγκεκριμένα το χρυσό νόμισμα, ο χρύσινος ή το νόμισμα -ως το πρώτο καθαυτό νόμισμα, μια και αυτό πρώτο παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του είδους-[9] (solidus) (στη Δύση ονομαζόταν bezant[10]) με θεωρητικό βάρος το εβδομηκοστό δεύτερο της ρωμαϊκής λίτρας (4,55 ή 4,48 γραμμάρια) και πλήρη θεωρητικό τίτλο 24 καρατίων. Το κεράτιον (siliqua), αν και το συναντάμε στις πηγές, δεν υφίστατο ως πραγματικό νόμισμα. Πρόκειται για μονάδα βάρους ισοδύναμη με το 1/1728 της ρωμαϊκής λίτρας (0,189 ή 0,186 γραμμάρια), δηλαδή το 1/24 του θεωρητικού βάρους του solidus. Χρησιμοποιήθηκε για τη μέτρηση της περιεκτικότητας σε χρυσό του χρυσού νομίσματος. Επίσης δηλώνει τη νομισματική λογιστική μονάδα, που ισοδυναμεί με το 1/24 του solidus. Η λογιστική σχέση θα παραμείνει πραγματική έως τον 11ο αιώνα.[11] Επίσης αυτή η καθαρότητα και η σταθερότητα του βάρους του χρυσού αυτού νομίσματος θα καθορίσουν την ανωτερότητα του βυζαντινού νομίσματος στη διεθνή αγορά για αιώνες.[12]Η νομισματική μεταρρύθμιση του Κωνσταντίνου Α΄ υπήρξε τόσο επιτυχημένη, ώστε στη συνείδηση του ελληνικού λαού το παλαιό χρυσό νόμισμα ταυτίστηκε με το κωνσταντίνειο χαρακτηριζόμενο ως κωνσταντινάτο [13]Το χαλκό μικρό νόμισμα , το νουμμίον (nummus) ή και δηνάριον έχει βάρος το οποίο ποικίλλει, αλλά συνήθως κυμαίνεται γύρω στο ένα γραμμάριο.[14]

Επί Αναστασίου Α΄ γύρω στα 498 μεταρρυθμίζεται το νομισματικό σύστημα με την έκδοση φόλλεων αξίας σαράντα νουμμίων, σε δύο αλλεπάλληλες εκδόσεις. Η πρώτη έκδοση αποτελείται από φόλλεις μικρού σχήματος και θεωρητικού βάρους 1/36 της λίτρας (περίπου 9 ή 8,96 γραμμαρίων). Η δεύτερη αποτελείται από φόλλεις μεγάλου σχήματος και διπλάσιου θεωρητικού βάρους, 18 κέρματα στη λίτρα (περίπου 18 ή 17,92 γραμμάρια η κάθε φόλλις).

Ο Αναστάσιος, με την εισαγωγή στην αγορά των πολλαπλάσιων του νουμμίου, αποσκοπούσε στον περιορισμό της κυκλοφορίας του μικρού αυτού κέρματος, αφού έτσι αύξανε η κυκλοφορία του νομισματικού όγκου τον πληθωρισμό, αύξανε τις τιμές και της αξία του χρυσού νομίσματος σε νούμμια.[15]Έτσι η αντιστοιχία με ένα solidus ήταν 1 solidus=360 φόλλεις μικροί=14.400 νουμμία.[16]

Ο Ηράκλειος και οι γιοί του Ηράκλειος Κωνσταντίνος και Ηρακλεωνάς στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του. Οι χρυσοί σόλιδοι πριν τον Ιουστιανό Β΄, όπως εδώ ο συγκεκριμένος του Ηρακλείου, εμφανίζουν σταυρό επί βαθμιδωτής βάσης. Επιγραφές: DD NN HERACLIUS ET HERA. CONST. PP. AV. / VICTORIA AVGUST. CON. OB [17]

Επί Ιουστιανινού Α΄ το βάρος των φόλλεων αυξομειώνεται (18 στη λίτρα επί Αναστασίου ως το 528, αύξηση του βάρους την περίοδο 538-548, επάνοδος στο αρχικό βάρος την περίοδο 548-562). Η πολιτική αυτή στόχευε στην προσαρμογή της ονομαστικής αξίας στην πραγματική μεταλλική τους αξία σε σχέση με τα χρυσά νομίσματα και στη διαφύλαξη της εσωτερικής συνοχής του νομισματικού συστήματος.[18]

Τα νομίσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα νομίσματα, χρυσά, αργυρά, χάλκινα υποδιαιρούνται ως εξής:

  • Οι υποδιαιρέσεις του χρυσού είναι το ήμισυ (semissis) (2,27 γραμμάρια)[19] και το τριμήσιον (tremissis), που ισοδυναμεί με το μισό και το τρίτο, αντίστοιχα, του σόλιδου (solidus).
  • Οι υποδιαιρέσεις των αργυρών νομισμάτων είναι τα αργυρά (argentei) ή μιλιαρήσια (mil(l)iarensia): η κυκλοφορία τους σταματάει στην Ανατολή τον 6ο αι. και το όνομα δίνεται σε όλα τα αργυρά νομίσματα, όπως το ρωμαϊκό αργυρό δηνάριο ή το περσικό dirchem. Το μιλιαρήσιο, από μια περίοδο που δεν μας είναι ακριβής, χρησιμοποιείται ως λογιστικό νόμισμα ισοδύναμο με το δωδέκατο του νομίσματος.[20]
  • Οι υποδιαιρέσεις του χαλκού νομίσματος είναι: το πεντανούμμιον, το δεκανούμμιον και το εικοσανούμμιον (η μισή φόλλις).[21]

Θεσμικοί παράγοντες και νομισματική παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κόμης των θείων θησαυρών (comes sacrarum largitionum) είχε στην αρμοδιότητά του την κοπή του νομίσματος και μέχρι τον Ιουστινιανό Α΄ επόπτευε τους προμηθευτές των νομισματοκοπείων. [22]Η κατάργηση της υπηρεσίας των θείων θησαυρών, γύρω στα 610, οδήγησε στη μεταβίβαση των σχετικών αρμοδιοτήτων στα σέκρετα των διαφόρων λογοθετών. Το βεστιάριο είχε πλέον υπό την εξουσία του τη νομισματική παραγωγή.[23]

Νομισματοκοπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το δικαίωμα κοπής χρυσών και αργυρών νομισμάτων ανήκε αποκλειστικά στο νομισματοκοπείο του comitatus, και ειδικά της πρωτεύουσας. Στη συνέχεια παραχωρήθηκε και σε επαρχιακά νομισματοκοπεία του Ιλλυρικού, της Ιταλίας και της Αφρικής.[24] Στα χρόνια του Ηρακλείου λειτούργησαν προσωρινά στρατιωτικά νομισματοκοπεία, που έκοβαν χάλκινα νομίσματα για τις ανάγκες του στρατού, όπως ήταν το 609/610 στην Κύπρο, στην κατ' Ισσόν Αλεξάνδρεια (Αλεξανδρέττα), το 613/614 στην Ιερουσαλήμ, το 615-619 στην Ισαυρία και εκ νέου στην Κύπρο το 629.[25]

Επί Αναστασίου στην οπίσθια όψη των πολλαπλασίων των νουμμίων εισάγεται η ένδειξη των ονομαστικών αξιών τους: εδώ Μ΄ = 40 νούμμια και Ε΄ = 5 νούμμια [26]. Επιγραφές: ANASTASIUS PP AV. / Μ΄ CON. B για το 40νουμμο και Ε΄ Β για το 5νουμμο

Η κυκλοφορία του χρήματος εντός και εκτός της αυτοκρατορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την περίοδο αυτή η παραγωγή νομισμάτων από την πρωτεύουσα θεωρείται πέντε έως δέκα φορές περισσότερη από εκείνη κάθε άλλου επαρχιακού νομισματοκοπείου.[27] Έτσι οι αριθμοί, που κατά προσέγγιση προτείνονται για την παραγωγή σολίδων το χρονικό διάστημα 602-610: είναι 840.000, για το 610-632: είναι 1.430.000 και για το 632-641: 1.430.000.[28] Νομισματικά ευρήματα σολίδων στην Κίνα, στα εδάφη των Αβάρων και στην Ουκρανία, στη νότια Ρωσία, στα εδάφη των Χαζάρων και στις χώρες του Καυκάσου· μαρτυρούν απόπειρες διπλωματικών επαφών, εξαγορά στρατιωτικών υπηρεσιών, καταβολές φόρου για την περίοδο μεταξύ 7ου και 8ου αιώνων.[29]

Εικονογραφία των Βυζαντινών νομισμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κωνσταντίνος Α'. Αργυρό μετάλλιο 6,36 γραμμ., Ticinum (Παβία). Εκδόθηκε το 315, μετά τη νίκη του Κωνσταντίνου Α΄ επί του Μαξεντίου στη Μιλβία Γέφυρα (312). Στον εμπροσθότυπο επιγραφή IMP. CONSTANTINUS P. F. AVG. Στον οπισθότυπο ο Αυτοκράτορας απευθύνεται σε στρατιώτες· επιγρ. SALUS REIPUBLICAE (Δημόσια Ασφάλεια).[30]

Σύμφωνα με τις επιγραφές των νομισμάτων της πρώτης αυτής περιόδου ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας είναι στρατιώτης της χριστιανικής Πίστης (Imperator Militans), σωτήρας της Οικουμένης (salvator mundi), η δόξα του στρατού και ο νικητής του γένους των βαρβάρων (Gloria Exercitus και Triumfator Gent[ium] Barb[arum]), η σωτηρία και η ελευθερία της αυτοκρατορίας (salus et spes reipublicae) και προσφέρει ευτυχία (felicitas perpetua). Ο Αυτοκράτορας απεικονίζεται φορώντας στρατιωτική ενδυμασία (θώρακα) και paludanemtum (αυτοκρατορική στολή) και κρατώντας λάβαρο με το Χριστόγραμμα, τη σταυροφόρο σφαίρα ως το σύμβολο του θριάμβου του Χριστού και του Χριστιανισμού στη Γη. Στις πρόσθιες όψεις των βυζαντινών χρυσών νομισμάτων της περιόδου απεικονίζεται ο αυτοκράτορας και στις οπίσθιες ένας Άγγελος με σταυρό και σταυροφόρο σφαίρα. Στα αργυρά απεικονίζονταν συνήθως αυτοκράτορες στις πρόσθιες και στις οπίσθιες ο σταυρός και επιγραφές. Στα χάλκινα πολλαπλάσια του νουμμίου που εισήγαγε ο Αναστάσιος Α' εμπρός εικονιζόταν αυτοκράτορες, ενώ πίσω η ένδειξη των ονομαστικών αξιών τους: Μ΄=40 νουμμία, Κ΄=20 νουμμία, Ι΄=10 νουμμία, Ε΄ με Χριστόγραμμα=5 νουμμία.[31][32]

Μεσοβυζαντινή περίοδος (642-1204)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νομισματικές πολιτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιολογικές έρευνες έχουν πιστοποιήσει, πως στα χρόνια του Θεόφιλου εκδίδονται αναβαθμισμένα μιλιαρέσια, τόσο στην εμφάνιση όσο και στο βάρος κοπής: η διάμετρός τους είναι μεγαλύτερη από αυτή του παραδοσιακού τύπου και το θεωρητικό βάρος έχει αυξηθεί από 2,27 γρ. σε 3,41 γρ. Ίσως αυτή η μεταρρύθμιση αποσκοπούσε στη μισθοδοσία του θεματικού στρατού, ενώ το μεγαλύτερο βάρος ήταν ένα επιπλέον δέλεαρ για την αποδοχή του νομίσματος εκ μέρους των στρατιωτών[33]Από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα τίθεται σε κυκλοφορία -παράλληλα με το παλαιό solidus, θεωρητικού βάρους 4,55 ή 4,48 γραμμαρίων- ένα άλλο χρυσό νόμισμα με πλήρη τίτλο καθαρότητας, το τεταρτηρόν, λίγο πιο ελαφρύ από το πρώτο.[34] Το κυκλοφόρησε ο Νικηφόρος Φωκάς και είχε αξία μειωμένη κατά 1/12 σε σχέση με το νόμισμα πλήρους βάρους.[35] Εξυπηρετούσε η κυκλοφορία του την αύξηση των εσόδων του δημόσιου ταμείου, αφού η εισφορά προς το κράτος θα εισπραττόταν με το βαρύ νόμισμα και οι δημόσιες πληρωμές θα γινόταν με το ελαφρύτερο. [36]Από τα μέσα του 11ου αιώνα έχουμε διαταραχή του νομισματικού συστήματος: η υποτίμηση των δεκεατιών του 1070 και του 1080 οδήγησε σε μεγάλη μείωση της καθαρότητας (από 70% σε 45%).[37]

Τα κύρια στάδια υποτίμησης του χρυσού νομίσματος [38]
Αυτοκράτορες Χρονολογίες χρυσός % άργυρος % χαλκός %
Ιουστινιανός Β' -Λέων Στ' 685-912 97,3 1,99 0,7
Κωνσταντίνος Ζ' 913-959 94,4 4,80 0,7
Μιχαήλ Δ' 1034-1041 90,0 7,00 3,00
Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος 1042-1055 87,0 10,90 2,1
Ρωμανός Δ' Διογένης 1068-1071 70,0 24,80 5,2
Μιχαήλ Ζ' Δούκας 1071-1078 58,1 37,10 4,8
Νικηφορος Γ' Βοτανειάτης 1078-1081 35,8 56,60 7,6
Αλέξιος Α' Κομνηνός 1081-1092 10,6 72,50 16,9

Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός επιχείρησε να σταματήσει το νομισματικό χάος της προηγούμενης περιόδου[39]: εξέδωσε νέο χρυσό νόμισμα με σχετικά υψηλό τίτλο καθαρότητας, που κυμαινόταν ανάμεσα στα 20 και 21 καράτια και διατηρήθηκε έως το 1204. Ωστόσο παράλληλα συνέχισαν να κυκλοφορούν και παλιότερα νομίσματα ή να κόβονται νέα νομίσματα τραχέα με διάφορα μίγματα μετάλλων, των οποίων ο τίτλος καθαρότητας πέφτει συνεχώς.[40]

Θεσμικοί παράγοντες και νομισματική παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Κλητορολόγιο του Φιλοθέου του 9ου αιώνα πληροφορούμαστε, πως προϊστάμενος του νομισματοκοπείου ήταν ο άρχων της χαραγής και ήταν στην υπηρεσία του χαρτουλαρίου του βεστιαρίου.[41]

Νομισματοκοπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον 7ο αιώνα ο αριθμός των νομισματοκοπείων μειώνεται δραστικά, λόγω της διοικητικής αναδιοργάνωσης του 629 και αργότερα λόγω της κατάληψης μεγάλου τμήματος της βαλκανικής από τους Σλάβους, της μισής Ιταλίας από τους Λομβαρδούς και της Συρίας, της Αιγύπτου και όλης της βόρειας Αφρικής από τους Άραβες.[42] Στη Χερσώνα επανιδρύεται και λειτουργεί μεταξύ 866/867-989, στις Συρακούσες από το 641-648 έως τη δεκαετία του 870-το μακροβιότερο στη Δύση-[43], στη Νάπολη από το 641-648 έως το 829-842, στη Σαρδηνία από το 649 έως το 713-715. και στη Νίκαια .[44]

Νόμισμα επί Ιουστινιανού Β΄: σε αυτήν την όψη απεικονίζεται ο Χριστός (για πρώτη φορά) με το αριστερό χέρι να κρατάει Ευαγγέλιο και με το δεξί να ευλογεί. Επιγραφή: IHS. CRISTUS REX REGNANTIUM (βασιλεύς βασιλευόντων)[45]
Χρυσό νόμισμα που απεικονίζει τον Ρωμανό Γ΄ Αργυρό να στέφεται από τη Θεοτόκο. Επιγραφή: Μ. Θ. - Θ[ΕΟΤΟ]CE ΒΟΗΘ[ΕΙ] ΡΩΜΑΝΩ.

Την ίδια περίοδο πιθανολογείται η λειτουργία νομισματοκοπείου στην Τραπεζούντα και στις αρχές του 12ου αι. έχει ιδρυθεί εκεί από τον επαναστάτη Θεόδωρο Γαβρά.[46]

Η κυκλοφορία του χρήματος εντός και εκτός της αυτοκρατορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την περίοδο των τελών του 6ου και των αρχών του 7ου αι. η λειτουργία της νομισματικής κυκλοφορίας διακρίνεται σε δύο μεγάλες περιφερειακές ενότητες, τη δυτική και την ανατολική, οι οποίες και αυτές διασπάστηκαν σε μικρότερες και σχετικά αυτόνομες ή και κλειστές περιοχές. Αυτή η κατάσταση μπορεί να αποδοθεί στην περιορισμένη κινητικότητα των στρατευμάτων ή ίσως στις περιορισμένες συναλλαγές μεταξύ των επαρχιών.[47]Για την περίοδο αυτή η παραγωγή των νομισμάτων υπολογίζεται με μεγάλη αβεβαιότητα σε 250.000 με 300.000 νομίσματα.[48] Από τον 7ο έως τον 9ο αιώνα παρατηρείται ένα μεγάλο κενό όσον αφορά τα νομισματικά ευρήματα στη Μικρά Ασία και τη Βαλκανική,[49] που μπορεί να αποδοθεί ή σε νομισματικές μεταρρυθμίσεις, ή στη γεωγραφική συρρίκνωση των συνόρων της αυτοκρατορίας. Έτσι σε περιοχές, όπως η Αλβανία και η Άγκυρα ή η Πέργαμος ή η Αφροδιασιάδα ή οι Κεχρεές δεν έχουμε νομισματικά ευρήματα για χρονικές περιόδους πάνω από 100 έως 150 περίπου χρόνια.[50] Από τον 9ο αι. έως το 1204 σημειώνεται ανάκαμψη στην κυκλοφορία του νομίσματος, γεγονός που συνδέεται με την τροποποίηση της φορολογίας και την συνακόλουθη αύξηση της παραγωγής, κυρίως προϊόντων προς εμπορευματοποίηση και την ενίσχυση της ανταλλακτικής και νομισματικής οικονομίας.[51]Επίσης η αύξηση του αριθμού των νομισμάτων είναι συνάρτηση μίας αναβάθμισης του αστικού παράγοντα[52] και της ανάδειξης περιοχών σε διοικητικά ή εκκλησιαστκά κέντρα (π.χ. η περιοχή Αγίου Αχιλλείου: με ετήσια θρησκευτική πανήγυρη, ίδρυση θέματος Πρεσπών και διαχρονική λειτουργία σκέλους δευτερεύσας διακλάδωσης της Εγνατίας οδού)[53]Για την περίοδο 914-959 υπολογίζεται μια παραγωγή 6.000.000 σολίδων, ενώ επί Αλεξίου Α' μετά τη μεταρρύθμισή του 1092 8.000.000-10.000.000 υπερπύρων.[54] Σχετική με την κυκλοφορία του βυζαντινού νομίσματος είναι και η συναλλακτική ισοτιμία του με άλλα της περιόδου: βενετικό έγγραφο του 1000 μας αναφέρει πως 1 νόμισμα = 120 δηνάρια. Τον 12ο αι.(συγκεκριμένα το 1196) στα πλαίσια των Σταυροφοριών ένα υπέρπυρο ισοδυναμούσε με 480 βενετικά δηνάρια.[55]

Εικονογραφία των βυζαντινών νομισμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την περίοδο αυτή ο αυτοκράτορας απεικονίζεται με υπατική στολή ή στρατιωτική στολή ή χλμύδα, ενώ στις οπίσθιες απεικονίζεται ο Σταυρός του Γολγοθά πάνω σε τριβαθμιδωτή βάση και γύρω επιγραφή VICTORIA AUGG. Ο Ιουστινιανός Β' στην πρόσθια όψη ενός χρυσού σολίδου απεικόνισε τον Χριστό με το αριστερό χέρι του να κρατάει Ευαγγέλιο και με το δεξί να ευλογεί. Αυτή η νομισματική απεικόνιση του Χριστού συνδέεται με τον 82ο κανόνα της εν Τρούλλω Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (692)[56] Οι Εικονομάχοι αυτοκράτορες συνέχισαν την ιδεολογία του αυτοκράτορα-τοποτηρητή του Χριστού στη Γη. Όμως δεν απεικόνισαν τον Χριστό στα νομίσματά τους, αλλά τον Σταυρό του Γολγοθά πάνω σε τριβαθμιδωτή βάση[57] ή μέλη της δυναστείας τους. Παράλληλα στα νομίσματα της εικονομαχικής περιόδου απεικονίστηκε η απόπειρα διεύρυνσης των ορίων της εξουσίας τους: απεικονίστηκαν φορώντας χλαμύδα και λώρο, ενδύματα που συμβόλιζαν την πολιτική και την πνευματική εξουσία.[58]

Χρυσός σόλιδος που στην εμπρόσθια όψη απεικονίζεται ο Λέων Δ΄ και ο γιος του Κωνσταντίνος ΣΤ΄: LEON Y[IO]S S' EΓΓON[ΟS] CONSTANTINOS Ο NEOS Θ, ενώ στην άλλη όψη απεικονίζεται ο παππούς του Λέων Γ´ και ο πατέρας του Κωνσταντίνος Ε΄: LEON PAP[POS] / CONSTANTINOS PATHR. Οι εικονομάχοι αυτοκράτορες επέλεγαν συχνά να απεικονίζουν, αντί του Χριστού, μέλη της δυναστείας τους.[59]

Μετά την αποκατάσταση των εικόνων στις πρόσθιες όψεις των χρυσών νομισμάτων απεικονίστηκε ο Χριστός Παντοκράτωρ. Στις οπίσθιες όψεις απεικονίστηκε ο ιερός χαρακτήρας της εξουσίας του αυτοκράτορα ή της αυτοκράτειρας. Απεικονίστηκε η στέψη των αυτοκρατόρων από το Χέρι του Θεού, τον Χριστό, την Παναγία, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ.[60]Επίσης ο Άγιος Δημήτριος ως μάρτυρας της πίστεως.[61]

Υστεροβυζαντινή περίοδος (1204-1453)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θεσμικοί παράγοντες και νομισματική παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την Άλωση η Αυτοκρατορία της Νίκαιας κόβει χρυσά υπέρπυρα, αργυρά και από κράμα τραχέα και χάλκινα, τεταρτηρά και μισά τεταρτηρά, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αργυρά τραχέα, άσπρα, χάλκινα τραχέα και φόλλεις, το Δεσποτάτο της Ηπείρου αργυρά τραχέα.[62] Επί Παλαιολόγων η κοπή νομίσματος παρέμεινε στη δικαιοδοσία του βεστιαρίου.[63]

Νομισματικές πολιτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αλλοίωση της καθαρότητας του νομίσματος επιλέγεται περισσότερο πλέον αυτήν την περίοδο με σκοπό τον πολλαπλασιασμό των κυκλοφορούντων νομισμάτων. Έτσι το μέσο βάρος του χρυσού νομίσματος πέφτει στο διάστημα 1222-1254 4,7% και στο διάστημα 1258-1282 6,5% και 8-11% μεταξύ 1295-1328. [64] Ο Παχυμέρης μας πληροφορεί, πως μετά το 1204 σημειώθηκαν διαδοχικές πτώσεις της αξίας του χρυσού νομίσματος: "ως τα χρόνια του Ιωάννη Δούκα τα 2/3 του βάρους του νομίσματος (=16 κεράτια) ήταν καθαρός χρυσός. Ύστερα επί Μιχαήλ (Η΄ Παλαιολόγου), εξ αιτίας των δόσεων προς τους Ιταλούς, έχασε ο χρυσός ακόμη ένα κεράτιο και τώρα το νόμισμα έχει μόνο το μισό τού βάρος του σε καθαρό χρυσό".[65]

Μετάλλιο του Ιωάννου Η΄ που φιλοτεχνήθηκε, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Φλωρεντία, από τον Πιζανέλλο το 1438. Επιγραφή: ΙΩΑΝΝΗC BACΙΛΕVC ΚΑΙ ΑVΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC.

Τα νομίσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ύστερη βυζαντινή ή παλαιολόγεια νομισματική περίοδος χωρίζεται: στην πρώιμη (1259/61-1304), κατά την οποία εκδόθηκαν υπέρπυρα αργυρά και χάλκινα από κράμα τραχέα και χάλκινα τεταρτηρά. Η ισοτιμία του χρυσού υπέρπυρου με το αργυρό τραχύ, τρικέφαλο νόμισμα ήταν 1 προς 12. Στη μέση παλαιολόγεια νομισματική περίοδο (1304-1367), κατά την οποία κόβονται χρυσά υπέρπυρα, αργυρά, βασιλικά και μισά βασιλικά, από κράμα και χάλκινα πολιτικά νομίσματα, αλλά και χάλκινα ασσάρια. [66]

Τέλος, στην ύστερη παλαιολόγεια περίοδο (1367-1453) το αργυρόν σταυράτον αποτελεί τη βάση του βυζαντινού νομισματικού συστήματος, επειδή το χρυσό υπέρπυρον δεν ήταν πραγματικό νόμισμα, αλλά θεωρητικό. Το σταυράτο είχε υποδιαιρέσεις το μισό σταυράτον και το 1/8 του σταυράτου, τα χάλκινα τουρνέσια και τα folari.[67]με ονόματα δηλαδή ενετικά.[68]

Μισό σταυράτο που κυκλοφόρησε επί Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγου. Επιγραφή: IΩANNHC BACILEVC Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟC.
Τουρνέσιο που κυκλοφόρησε επί Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου.

Νομισματοκοπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα δύο νομισματοκοπεία της Παλαιολόγειας περιόδου βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη. Ίσως στην Κωνσταντινούπολης να μοιραζόταν η κοπή νομίσματος στο αυτοκρατορικό νομισματοκοπείο του Μεγάλου Παλατίου και σε ένα άλλο, το οποίο έκοβε κυρίως νομίσματα μικρής αξίας ή ενδεχομένως το ασήμι, το οποίο έφερναν εκεί οι πολίτες.[69]Ιδιαίτερα πιθανή είναι επίσης η λειτουργία νομισματοκοπείου στη Φιλαδέλφεια επί Ανδρόνικου Β'.[70]

Αξία υπέρπυρου σε βενετικά χρυσά δουκάτα [71]
Χρονολογία Υπέρπυρο/Δουκάτο Δουκάτο/Υπέρπυρο
1315 1 υπέρπυρο=2/3 δουκάτου 1 δουκάτο=1,5 υπέρπυρο
1323 1 υπέρπυρο= 0,58 δουκάτου 1 δουκάτο=1,75 υπέρπυρο
1333 1 υπέρπυρο= 0,48 δουκάτου 1 δουκάτο=2,08 υπέρπυρα
1367 1 υπέρπυρο= 0,50 δουκάτου 1 δουκάτο=2,00 υπέρπυρα
1382-1391 1 υπέρπυρο= 2/5 δουκάτου 1 δουκάτο= 2,5 υπέρπυρα
1397-1411 1 υπέρπυρο=3/10 δουκάτου 1 δουκάτο=3 1/3 υπέρπυρα
1413-1420 1 υπέρπυρο= 0,26 δουκάτου 1 δουκάτο=3,00 υπέρπυρα και 18 κεράτια
1432-1452 1 υπέρπυρο= 0,28-0,34 δουκάτου 1 δουκάτο=3,00 υπέρπυρα και 12 κεράτια έως 22 υπέρπυρα και 22 κεράτια

Η κυκλοφορία του χρήματος εντός και εκτός της αυτοκρατορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τον 13ο αι. και μετά το υπέρπυρο εξασθενεί έναντι των ισχυρών νομισμάτων, που το αντικατέστησαν μετά. Η ισοτιμία υπέρπυρου-δουκάτου καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από την περιεκτικότητά του σε πολύτιμο μέταλλο.[72]

Ασημένιο νόμισμα 3/5 βασιλικού. Στη μία όψη ο άγ. Δημήτριος (ΔΗΜΗΤΡΙΟC) και ο Ανδρόνικος Γ΄ (ANΔΡΟΝΙΚΟC), ενώ στην άλλη όψη ο Χριστός επάνω από τον Ανδρόνικο Γ΄ (AVΤΟΚΡΑΤΩΡ ΡΩΜΑΙΩΝ).
Ο Ανδρόνικος Β΄ σε χρυσό υπέρπυρο γονατίζει και προσκυνά τον Ιησού. Επιγραφή ΑΝΔΡΟΝΙΚΟC ΔΕΣΠΟΤΗC.

Μετά τα μέσα του 14ου αι. έχουμε έλλειψη νομισμάτων και το ενετικό δουκάτο υπερισχύει του βυζαντινού υπέρπυρου τόσο, που μέλη της βυζαντινής άρχουσας τάξης επιλέγουν την συναλλαγή με δουκάτα: έτσι η Άννα Καντακουζηνή, σύζυγος του μεγάλου δομέστικου Δημήτριου Παλαιολόγου κάνει πράξη αγοραπωλησίας με τη μονή Δοχειαρίου και λαμβάνει για κτήμα στη Μαριανά Χαλκιδικής εξακόσια υπέρπυρα διά βενετικών δουκάτων πραττομένων.[73]

Εικονογραφία των βυζαντινών νομισμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την περίοδο αυτή απεικονίζονται αυτοκράτορες να γονατίζουν και να προσκυνούν τον Χριστό ή την Παναγία, αυτοκράτορες να φορούν φωτοστέφανο και φτερούγες ή να κρατούν ομοίωμα εκκλησίας ή πόλης, θρησκευτικές παραστάσεις, όπως η Ετοιμασία του Θρόνου, η Μεταμόρφωση του Σωτήρος και το Μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου. Επίσης σύμβολα όπως: τύποι σταυρού (σε μετάλλιο, τετράφυλλο ή τετράγωνο, πατριαρχικός απλός, διπλός, με φτερούγες ή φυλλοφόρο βάση, σλαβικός ισοσκελής, Μαρτυρίου, αγκυρωτός), άστρο μικρού και μεγάλου μεγέθους, κλειδιά, κρίνο μικρό και μεγάλου μεγέθους, το κιβώριο του Αγίου Δημητρίου[74], ο δικέφαλος αετός, φοινικόφυλλο, μονόγραμμα δυναστείας (Παλαιολόγων), τείχη και πύλη κάστρου.[75]

Η Αγοραστική αξία του βυζαντινού νομίσματος[76]
6ος αιώνας
τέλος 6ου αι. 25 νομίσματα=σόλιδοι: για την απελευθέρωση μοναχού που αιχμαλωτίστηκε στην Αίγυπτο
598-600 1/6 του νομίσματος=σολίδου: λύτρα στους Αβάρους για την απελευθέρωση καθενός από τους 12.000 αιχμαλώτους βυζαντινούς στρατιώτες
7ος αιώνας
7ος αι. 30 ή 50 νομίσματα=σόλιδοι: αγορά ενήλικου ευνούχου δούλου
7ος αι. 3 νομίσματα= σόλιδοι: αγορά ενός αλόγου
7ος αι. 8ή 12 νομίσματα=σόλιδοι: αμοιβή ιατρού για θεραπεία
τέλη 7ου αι. 72 νομίσματα=σόλιδοι: αγορά μεταξωτού ενδύματος
9ος αι.
9ος αι. 2 σόλιδοι: ναύλα ταξιδιού από το Αμόριον στις Πύλες της Βιθυνίας
10ος αι.
Επί Κωνσταντίνου Ζ' (945-959) 6 νομίσματα=σόλιδοι: για αγορά ενός ζευγαριού βοδιών
11ος αι.
α μισό 11ου αι. 4 νομίσματα=ιστάμενα για την αγορά μιας φοράδας
1034-1079/80 1 νόμισμα=ιστάμενον: για αγορά 18 μοδίων=120 κιλών σταριού
1077/8 3 νομίσματα=ιστάμενα: για αγορά 1 μοδίου=6,65 κιλών σταριού
12ος αι.
περί το 1160 1 άσπρον τραχύ από ήλεκτρο για την αγορά 1 μοδίου=6,65 κιλών σταριού
13ος αι.
1259 40 υπέρπυρα: μηνιαίες αποδοχές ενός ακρίτα στρατιώτη στη Μικρά Ασία
1281 40 υπέρπυρα: ετήσιες αποδοχές ιατρού στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης
1281 6 υπέρπυρα: ενοίκιο οικίας στο Πέραν
1281 32 υπέρπυρα: ενοίκιο οικίας με κήπο και πηγάδια στο Πέραν

Χάραξη και παραγωγή των βυζαντινών νομισμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πέταλα των χρυσών και αργυρών νομισμάτων και όσων ήταν από ήλεκτρον κατασκευαζόταν κυρίως με τη μέθοδο al pezzo. Κάθε πέταλο πριν χτυπηθεί ζυγιζόταν και επιδεχόταν διορθωτικών παρεμβάσεων, λειάνσεων, μέχρι να λάβει το καθορισμένο βάρος του. Η μέθοδος al marco δηλαδή η κατασκευή συγκεκριμένου αριθμού πετάλων από τμήμα μετάλλου με δεδομένο βάρος εφαρμοζόταν για τα χάλκινα και αργυρά νομίσματα. Τα πέταλα ίσως παρασκευάζονταν με τη χύτευση μετάλλου σε διάφορες κυκλικές μήτρες. Οι πενιχρές αρχαιολογικές μαρτυρίες δεν μας βοηθούν να διαπιστώσουμε αν οι μήτρες χύτευσης ήταν κλειστές, ή ανοικτές με ημισφαιρικές κοιλότητες, ανεξάρτητες ή συνδεόμενες μεταξύ τους. Τον 10 και 11ο αιώνες παρατηρείται εκτεταμένη επαναχρησιμοποιήση πρωιμότερων νομισμάτων για την κοπή νέων.[77] Αγγλική αρχαιολογική ανασκαφή στο Μεγάλο Παλάτιο έφερε στο φως στενόμακρο κτήριο, βορειοδυτικά εκκλησίας αφιερωμένης στην Παναγία την Προσευχή. Το κτήριο είχε ακόμα επτά πεσσούς που στήριζαν ισάρρυθμα τόξα. Η ανωδομή του κτηρίου πρέπει να καταστράφηκε περί τον 12ο αιώνα. Βρέθηκε στρώμα με απορρίμματα πάχους 0,50 εκ. που περιείχε κονιορτοποιημένο κάρβουνο, κομμάτια από το χωνευτήριο, άμμο λείανσης, τρίποδες και κυρίως αρκετή ποσότητα ελασμάτων ορείχαλκου, πιθανότατα υπολείμματα από κατασκευή νομισματοφόρων πετάλων.[78]

Γενικές παρατηρήσεις επί των απεικονίσεων βυζαντινών αυτοκρατόρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτό που μπορεί να παρατηρηθεί ως προς τα εικονογραφικά θέματα είναι, πως οι πιο συνηθισμένοι τύποι είναι οι απεικονίσεις αυτοκρατόρων, θρησκευτικές παραστάσεις και λειτουργικών τύπων δηλαδή δηλωτικών της αξίας του κάθε νομίσματος. Απουσιάζουν εικόνες παρμένες από τον φυσικό κόσμο ή αναπαραστάσεις δημοσίων κτηρίων ή γεγονότων.[79]Οι κατά κρόταφο μορφές της ρωμαϊκής περιόδου αντικαθίστανται από μετωπικές μορφές και τα προσωπογραφικά χαρακτηριστικά τους σχεδόν εξαφανίζονται.[80]Έως τον 11ο αιώνα ο συνηθισμένος εικονιστικός τύπος ήταν η (κατά μέτωπο) προτομή, αργότερα επικρατεί η όρθια μορφή, ωστόσο και πιο πριν δεν απουσιάζουν όρθιες μορφές, ενώ προτομές επανέρχονται και στον τελευταίο αιώνα του Βυζαντίου.[81]Η απεικόνιση ομάδας αυτοκρατόρων είχε μια συγκεκριμένη σειρά: ο πρεσβύτερος των δύο βρίσκεται στα αριστερά ως προς τον θεατή. Όταν είναι τρεις, ο πρεσβύτερος εμφανίζεται στο κέντρο, ο αμέσως νεότερος δεξιά του και ο τρίτος σε ηλικία αριστερά του[82]

Οι αδελφοί συμβασιλείς Βασίλειος Β΄ και Κωνσταντίνος Η΄ κρατούν σταυρό. Το χέρι του πρεσβύτερου Βασίλειου Β΄ βρίσκεται υψηλότερα από του νεότερου Κωνσταντίνου Η΄. Επιγραφή: BASIL. C' CONSTANTI. BA[CILEIC].
Υπέρπυρο του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, από την εποχή του οποίου οι νομισματικές επιγραφές αναγράφονται κιονηδόν, δηλαδή σε κάθετες στήλες, αντικαθιστώντας τις κυκλικές επιγραφές: ΑΛΕΞΙΩ ΔΕCΠΟΤΗ.

Στην περίοδο της λατινικής κυριαρχίας και της Παλαιολόγειας δυναστείας η εκτέλεση των μορφών στα νομίσματα είναι γρήγορη, η γραμμή απλή ενώ υπερτερεί το γραμμικό σχέδιο, λόγω της ανάγκης για πληθωρική κυκλοφορία.[83]

Οι επιγραφές των βυζαντινών νομισμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι νομισματικές επιγραφές χαρακτηρίζονται από έναν ακραίο συντηρητισμό[84] επειδή τα λατινικά αντικαταστάθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση από τα ελληνικά, αν και εξ αρχής χρησιμοποιήθηκαν ελληνικά γράμματα ως δηλωτικά της αξίας των νομισμάτων. Η αντικατάσταση των λατινικών χαρακτήρων πραγματοποιήθηκε πλήρως μόλις τον 11ο αιώνα στα νομίσματα, όταν προηγήθηκε περίοδος που συνυπήρχαν οι δύο γλώσσες σε αυτά, με το C να παίρνει άλλοτε τη θέση του Κ και άλλοτε τη θέση του s. Η πρωιμότερη ελληνική επιγραφή σε νόμισμα είναι η φράση εν τούτω νίκα στους πρώτους φόλλεις του Κώνσταντος Β'.[85] Οι χαρακτηριστικοί αυτοκρατορικοί τίτλοι στα πρώιμα βυζαντινά νομίσματα είναι: DN(Dominus noster=Κύριος ημών) και PF(=Pius Felix, ευσεβής ευτυχής) ή το PP(=perpetuus, αιώνιος),AVG[ustus]. Τον 8ο αιώνα απαντάται το PAMVLT(per annos multos=εις πολλά έτη), ενώ το Αugustus αντικαθίσταται από το δεσπότης, βασιλεύς, αυτοκράτωρ, δούλος Χριστού,[86] ευσεβής ή με τη φράση εν Χριστώ, εν Θεώ[87] Από τον 11ο αιώνα οι επιγραφές προστίθενται δίπλα στα προσωπικά ονόματα και τα οικογενειακά, που αρχίζουν να αναγράφονται από το 8ο αιώνα, ενώ από τον Αλέξιο Α' γράφονται κιονηδόν, δηλαδή σε κάθετες στήλες, αντικαθιστώντας τις κυκλικές επιγραφές.[88] Στα παλαιολόγεια νομίσματα υπάρχουν και επιγραφές με χρονολογικές και γεωγραφικές ενδείξεις. Χρονολoγίες-ινδικτιώνες (ΙΝΔΚ ή Ν) νομισματικών εκδόσεων αναγράφονται σε νομίσματα του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου και του Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου. Επίσης έχουμε επιγραφές με γεωγραφικό περιεχόμενο, όπως +THC ΜΑΚΕΔΟΝΙΑC και ΠΛ ΚΩΟΥ-ΚΩΝCTANTINOYΠΟΛΙC σε χάλκινα ασσάρια των Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου και Μιχαήλ Θ' Παλαιολόγου.[89]

Επίσης πάνω στα νομίσματα υπάρχουν και οι ενδείξεις των νομισματοκοπείων: η ένδειξη CON OB, αποτελούμενη από τα τρία πρώτα γράμματα της λέξης "Κωνσταντινούπολη", σε λατινική γραφή και τα δύο πρώτα γράμματα της λέξης "Οβ(ρύζον)", δηλαδή καθαρός χρυσός. Ή είναι η συντομογραφία ΟΒ΄, που αντιστοιχεί με την ελληνική γραφή του αριθμού 72 και είναι ενδεικτικό, ότι ο σόλιδος αντιστοιχεί με το 1/72 της ρωμαϊκής λίτρας (324 γραμμάρια). Η ένδειξη CON OB αρχίζει να χρησιμοποιείται από τα τέλη του 4ου αι. και στα επαρχιακά νομισματοκοπεία.[90]Άλλες συντομογραφίες είναι TES για τη Θεσσαλονίκη, ΝΙΚΟ για τη Νικομηδεια, ΚΥΖ για την Κύζικο, ΑΝΤΙΧ για την Αντιόχεια, THEUPO ως Θεούπολις, ΚΑRT για την Καρχηδόνα[91] Μετά το 537 χαράσσεται και το έτος βασιλείας, όποτε συντελέστηκε η κοπή.[92]

Ξένες μιμήσεις βυζαντινών νομισμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενδεικτικό της ακτινοβολίας του βυζαντινού πολιτισμού είναι και οι απομιμήσεις των βυζαντινών νομισμάτων από άλλους λαούς, αλλά και νομισματικών μέτρων με ονομαστική αξία καθορισμένη, όπως δηλώνει ο όρος bisancium aureum σε αγγλικά και γαλλικά συμβόλαια.[93] Η αγγλοσαξονική νομισματοκοπεία επηρεάστηκε και από τα βυζαντινά νομίσματα της περιόδου 5ου-7ου αι.μ.Χ. Έτσι η απεικόνιση σταυρού επί τριβαθμιδωτής βάσης σε βυζαντινά νομίσματα εμφανίζεται στους οπισθότυπους των βασιλικών νομισμάτων του Ciolth, όπου απεικονίστηκε σταυρός επί κωνικής βάσης. Επίσης εμπροσθότυποι νομισμάτων από το νομισματοκοπείο του York ομοιάζουν με του εμπρισθότυπους σολίδων του Ιουστιανιανού Β'[94] Επίσης ως πρότυπο τον σόλιδο του Ιουστίνου Β' είχε αγγλοσαξωνικός τύπος, που απεικόνιζε δύο ένθρονες μορφές κρατώντας σφαίρα ανάμεσά τους και έναν Άγγελο από πάνω τους. Η απεικόνιση δύο όρθιων μορφών με σταυρούς σε αγγλοσαξωνικά νομίσματα συνδέεται με νομίσματα του Ηρακλείου και των γιων του[95] Βυζαντινές επιρροές απηχούν οι απεικονίσεις του Χεριού του Θεού, του Χριστογράμματος, του μονογράμματος Α-Ω, του πατριαρχικού σταυρού. Μια νομισματική έκδοση του Εδουάρδου του Ομολογητή ομοιάζει με ένα σόλιδο του Θεοδοσίου Α', ή του Ιουστίνου Β' αφού έχουν κοινούς οπισθότυπους. Επίσης νόμισμα του Ερρίκου Γ' έχει εικονογραφικές ομοιότητες με νόμισμα του Μιχαήλ Η' (απεικόνιση σταυροφόρου σκήπτρου και σφαίρας)[96]

Η ιδεολογία του βυζαντινού νομίσματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κοσμάς Ινδικοπλεύστης στήριξε τη θεωρία του για την αιωνιότητα της βυζαντινής αυτοκρατορίας και στο ότι: εν τω νομίσματι αυτών (=Βυζαντινών) εμπορεύονται πάντα τα έθνη και εν παντί τόπω απ΄άκρον γης έως άκρον γης δεκτόν εστί, θαυμαζόμενον παρά παντός ανθρώπου και πάσης βασιλείας, όπερ εν ετέρα βασιλεία ουχ υπάρχει το τοιούτο.[97] Στο πλαίσιο του συγκεντρωτικού συστήματος προβάλλεται από αυτά ότι συνιστούσε τον σημαντικότερο ενοποιητικό παράγοντα της αυτοκρατορίας: τον αυτοκρατορικό θεσμό. [98]Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο η νομιμοποίηση της αυτοκρατορικής διαδοχής, δηλαδή πως ο νέος αυτοκράτορας είναι ο εκλεκτός του Θεού, απεικονίζεται με το χέρι του Θεού επάνω από το κεφάλι του αυτοκράτορα. [99] Την εγγύτητα με το θείο υποδήλωναν επίσης τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά (σαφήνεια περιγράμματος, δυνατό πηγούνι) ή βλέμμα προς τα επάνω, τονίζοντας ένα μυστικό δεσμό του αυτοκράτορα με τον Θεό, η ακινησία των μορφών, η απόλυτη μετωπικότητα[100] Η από κοινού απεικόνιση περισσότερων του ενός αυτοκρατόρων στο ίδιο νόμισμα γινόταν για λόγους προπαγάνδας: ο αυτοκράτορας επιθυμούσε να προβάλει στους υπηκόους του το όνομα και την εικόνα του διαδόχου, που επιθυμούσε. Η διαφοροποίηση του μεγέθους των μορφών τόνιζε τη σχέση του πρεσβύτερου προς το νεώτερο. Επίσης με άλλες λεπτομέρειες στο σχέδιο, όπως: αν δύο αυτοκράτορες κρατούν το κοντάρι ενός σταυρού ή λάβαρου, το χέρι του πρεσβύτερου βρίσκεται συνήθως υψηλότερα από του νεότερου.[101] Αν οι αυτοκράτορες ήταν άκληροι, τότε είχαμε το θεσμό της συμβασιλείας και απεικονιζόταν δύο αυτοκράτορες καθισμένοι ή όρθιοι πλάι-πλάι.[102]

Ο γενειοφόρος Κώνστας Β΄ και ο γιος του Κωνσταντίνος Δ΄. Η διαφοροποίηση του μεγέθους των μορφών τονίζει τη σχέση πατέρα και γιου στο νόμισμα αυτό. Επιγραφή: DN. CONSTANTINUS C' CONSTAN. / DEUS ADIUTA ROMANIS (ο Θεός βοηθεί τους Ρωμαίους).

Όταν στα 800 ο Καρλομάγνος στέφθηκε αυτοκράτορας, οι Βυζαντινοί αρνήθηκαν να του αναγνωρίσουν τον τίτλο. Αυτό υπογράμμιζε και η υπεροχή του βυζαντινού νομισματικού συστήματος: «μια σύγκριση ανάμεσα στο χρυσό βυζαντινό νόμισμα και την ασημένια πένα του Καρλομάγνου επέτρεπε[...] το συμπέρασμα, ότι ο βυζαντινός αυτοκράτορας λαμπρότερος και δυνατώτερος εστίν».[103]

Στις επιγραφές των νομισμάτων διαβάζουμε τίτλους δηλωτικούς ιδεολογικών προθέσεων: Ο όρος ορθόδοξος, που συναντάμε σε νομίσματα δύο αυτοκρατόρων του 11ου αιώνα, διατρανώνει την προσήλωσή τους στην Ορθοδοξία κατά την αντιπαράθεσή τους με τη Ρώμη (π.χ. ο Μιχαήλ ΣΤ΄), ενώ ο όρος πορφυρογέννητος δηλώνει, ότι ο αυτοκράτορας είχε γεννηθεί στο πορφυρό δωμάτιο του παλατιού. Χρησιμοποιήθηκε από τον Κωνσταντίνο Ζ΄ με στόχο να υποστηρίξει τη νομιμότητα της γέννησής του, έναντι όσων αρνούνταν την ισχύ του τέταρτου γάμου τού πατέρα του Λέοντα ΣΤ΄. Επίσης ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε και από τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, τον πρώτο αυτοκράτορα ο οποίος ύστερα από ένα αιώνα ανέβηκε κληρονομικώ δικαιώματι στο θρόνο.[104]Σε περιπτώσεις ανώμαλης διαδοχής στο θρόνο ή δυναστικής αντιζηλείας έχουμε την παρουσία επικεκομμένων νομισμάτων: έτσι φόλλεις στο όνομα του Βασιλείου Α΄ και των συναυτοκρατόρων του Κωνσταντίνου και Λέοντος (ΣΤ΄) βρίσκονται επικεκομμένοι σε φόλλεις με τις ένθρονες μορφές του Βασίλειου Α΄ και Κωνσταντίνου, ενώ φόλλεις στο όνομα του Κωνσταντίνου Ζ΄ και του γιου του Ρωμανού Β΄ είναι επικεκομμένοι σε εκδόσεις, όπου ο Κωνσταντίνος Ζ΄ απεικονίζεται μόνος του.[105]Η απεικόνιση του προφήτη Αχιά σε αργυρό βασιλικό που εκδόθηκε μεταξύ 1321-1328, που είχε προφητεύσει τη διαίρεση των βασιλείων της Ιουδαίας και του Ισραήλ, επελέγη να απεικονιστεί επειδή ακριβώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν διαιρεμένη εκείνη την περίοδο ανάμεσα στον Ανδρόνικο Β΄ και τον Ανδρόνικο Γ΄. [106]Επίσης για λόγους προπαγάνδας αύξανε η νομισματική παραγωγή και η κυκλοφορία, ενώ ταυτόχρονα ετίθεντο σε αχρηστία και αποσυρόταν τα νομίσματα των παλαιών αυτοκρατόρων.[107] Η χάραξη του σταυρού επάνω στα νομίσματα λειτούργησε ως φυλακτήριον της αποτροπαίου φύσεως, όπως σημείωνε στις αρχές του 12ου αι. ο Μιχαήλ Ιταλικός και με μια άρρητη δύναμη έδιωχνε κάθε λοιμώδες νόσημα.[108] Επίσης η εύρεση νομισμάτων σε αρχαιολογικές ανασκαφές σε τάφους αρκετά χρόνια μετά την κοπή τους, όπως φόλλεων με απεικόνιση του Χριστού και όχι εκπροσώπου της κοσμικής εξουσίας, συνδέεται όχι με την χαμένη αγοραστική αξία τους, αλλά με τον θρησκευτικό συμβολισμό τους.[109]

Δες επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Για τη σημασία του βυζαντινού νομίσματος ως πηγής ιστορικής δες Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία 324-610, τομ.Α,εκδ.ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1984, σελ.45-49 Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ,Α,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ. Στεφ.Βασιλόπουλος,Αθήνα,1978, σελ.68-69
  2. Άννα Αβραμέα, «Το νόμισμα στη βυζαντινή κοινωνία», οβολός 5 (2001), σελ.11
  3. Άννα Αβραμέα, «Το νόμισμα στη βυζαντινή κοινωνία», οβολός 5 (2001), σελ.13
  4. Χ.Μπακιρτζής, «Αποθησαυρισμοί και ανευρέσεις νομισμάτων», οβολός 2 (1997), σελ.136-137
  5. Άννα Αβραμέα, «Το νόμισμα στη βυζαντινή κοινωνία», οβολός 5 (2001), σελ.16
  6. Βασιλική Πέννα, «Νομισματικές νύξεις για τη ζωή στις Κυκλάδες κατά τους 8ο και 9ο αιώνες». στο: Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (7ος-90ς αι.),Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 9, Αθήνα, 2001,σελ.409-410
  7. Νίκος Σβορώνος, «Οικονομία-Κοινωνία: Η οικονομική εξέλιξη-παράγοντες οικονομικής ανόρθωσης»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Ζ (1978), σελ.290
  8. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.54
  9. Ελένη Αρβελέρ, «Χρυσό βυζαντινό νόμισμα,δολάριο του μεσαίωνα», Αρχαιολογία,τχ. 1 (Νοέμβριος 1981), σελ.38
  10. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ. 68
  11. Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ,Α,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ. Στεφ.Βασιλόπουλος,Αθήνα,1978, σελ.101
  12. Νίκος Σβορώνος, «Οικονομία-Κοινωνία: Η οικονομική εξέλιξη-παράγοντες οικονομικής ανόρθωσης»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Ζ (1978), σελ.290
  13. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία 324-610, τομ.Α,εκδ.ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1984, σελ.113
  14. Νίκος Σβορώνος, «Οικονομία-Κοινωνία: Η οικονομική εξέλιξη-παράγοντες οικονομικής ανόρθωσης»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Ζ (1978), σελ.290
  15. Νίκος Σβορώνος, «Οικονομία-Κοινωνία: Η οικονομική εξέλιξη-παράγοντες οικονομικής ανόρθωσης»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Ζ (1978), σελ.291 Άννα Αβραμέα, «Το νόμισμα στη βυζαντινή κοινωνία», οβολός 5 (2001), σελ.12
  16. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία 324-610, τομ.Α,εκδ.ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1984, σελ.229
  17. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Νομισματική, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ.89
  18. Νίκος Σβορώνος, «Οικονομία-Κοινωνία: Η οικονομική εξέλιξη-παράγοντες οικονομικής ανόρθωσης»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Ζ (1978), σελ.291
  19. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ.67
  20. Νίκος Σβορώνος, «Οικονομία-Κοινωνία: Η οικονομική εξέλιξη-παράγοντες οικονομικής ανόρθωσης»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Ζ (1978), σελ.290-291
  21. Νίκος Σβορώνος, «Οικονομία-Κοινωνία: Η οικονομική εξέλιξη-παράγοντες οικονομικής ανόρθωσης»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Ζ (1978), σελ.291
  22. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.45
  23. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.48
  24. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.45
  25. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.47-48
  26. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Νομισματική, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ.88
  27. δες την υπερεκπροσώπηση νομισμάτων κοπής του νομισματοκοπείου Κωσνταντινούπολης στη Ρόδο: 29 από τη βυζαντινή πρωτεύουσα, 6 από τη Νικομήδεια, 5 από την Κύζικο, 1 από τη Θεσσαλονίκη.Γιώτα Ψαρρή, «Νομίσματα των παλαιοχριστιανικών χρόνων από την ύπαιθρο της Ρόδου»,οβολός 8 (2006), σελ.269-270
  28. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.81
  29. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.126
  30. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007, σελ.54
  31. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.88
  32. Η ονομαστική αξία πρωτοεμφανίζεται επί Αναστάσιου Α' και διατηρείται για τρισήμισι αιώνες, μέχρι την εξαφάνισή της τον 9ο αιώνα.Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.42
  33. Βασιλική Πέννα, «Νομισματικές νύξεις για τη ζωή στις Κυκλάδες κατά τους 8ο και 9ο αιώνες». στο: Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (7ος-90ς αι.),Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 9, Αθήνα, 2001,σελ.406-407
  34. Νίκος Σβορώνος,«Πολιτεία-Κοινωνία-Οικονομία: Η οικονομική και δημοσιονομική κρίση»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Θ (1980), σελ.54
  35. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.70
  36. Νίκος Σβορώνος,«Πολιτεία-Κοινωνία-Οικονομία: Η οικονομική και δημοσιονομική κρίση»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Θ (1980), σελ.54 Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ,Γ,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ. Στεφ.Βασιλόπουλος,Αθήνα,1989, σελ.34
  37. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.92
  38. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.71
  39. Πέτρος Πρωτονοτάριος,«Αλέξιος Α' Κομνηνός (1081-1118) Μεταρρυθμιστής ή κιβδηλοποιός;», Νομισματικά χρονικά,2 (1973),σελ.28-35
  40. Νίκος Σβορώνος,«Πολιτεία-Κοινωνία-Οικονομία: Η φορολογική και νομισματική μεταρρύθμιση»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Θ (1980), σελ.58
  41. Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ.81
  42. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007, σελ.20
  43. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007, σελ.20
  44. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.117
  45. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Νομισματική, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ.89
  46. Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ.74
  47. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ106
  48. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.81
  49. Δες την περίπτωση της Θήβας: Μίνα Γαλάνη-Κρίκου, «Θήβα 6ος-15ος Αιώνας. Η νομισματική μαρτυρία από το Πολιτιστικό Κέντρο», Σύμμεικτα, 12 (1998), σελ.11-13 και την Πελοπόννησο Άννα Αβραμέα, «Νομισματικοί θησαυροί και μεμονωμένα νομίσματα από την Πελοπόννησο (ΣΤ-Ζ'αι.)» , Σύμμεικτα, 5 (1983), σελ.49-90
  50. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.107-117
  51. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.120-123
  52. Βάσω Πέννα, Ιωάννης Τουράτσογλου, «Ο "θησαυρός" Παλιοθεολόγου Μελιβοίας/1988: συμβολή στη μελέτη της κυκλοφορίας χρυσών υπερπύρων των Κομνηνών στον ελλαδικό χώρο», στο:Το νόμισμα στο θεσσαλικό χώρο. Πρακτικά Συνεδρίου της Γ' Επιστημονικής Συνάντησης, Νομισματοκοπεία, κυκλοφορία,εικονογραφία,ιστορία (αρχαίοι, βυζαντινοί και νέοτεροι χρόνοι),εκδ. Φίλοι του Νομισματικού Μουσείου,οβολός 7 ,Αθήνα, 2004,σελ.377
  53. Μελίνα Παϊσίδου, «Νομίσματα από τον Άγιο Αχίλλειο Μικρής Πρέσπας κατά τις ανασκαφικές περιόδους 1996-1998», οβολός 4 (2000), σελ.355-364
  54. Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ81
  55. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.129
  56. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.89
  57. Διονυσία Μίσσιου, «Τα νομίσματα της περιόδου της εικονομαχίας ως έκφραση πολιτικής ιδεολογίας», οβολός 2 (1997), σελ.162
  58. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.90
  59. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Νομισματική, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.90
  60. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.90
  61. Ιωάννης Μότσιανος, Μαρία Πολυχρονάκη, «Τύπος παλαιολόγειου νομίσματος της συλλογής της 9ης ΕΒΑ με παράσταση του μαρτυρίου του αγίου Δημητριου», οβολός 4 (2000), σελ.211-231
  62. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.92-93
  63. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.52
  64. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.90
  65. Ελένη Αρβελέρ, «Χρυσό βυζαντινό νόμισμα,δολάριο του μεσαίωνα», Αρχαιολογία,τχ. 1 (Νοέμβριος 1981), σελ.39
  66. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.78 Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.15
  67. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.79
  68. Γιόρκας Νικολάου, Οικονομική δυσπραγία και νομισματική αστάθεια στο Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία σε περιόδους κρίσης, οβολός 12 (2015),σελ14
  69. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.52
  70. Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ.75
  71. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ130
  72. Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.130-131. Αλέξανδρος Διομίδης, «Οικονομικαί περιπέτειαι του παρακμάζοντος Βυζαντίου: η τελική πτώσις του Βυζαντινού νομίσματος», Επιθεώρησις κοινωνικής και δημόσιας οικονομικής,τομ. 8 (Γ, Δ)(1939), σελ.300-302
  73. Νίκος Ζήκος, «Η κυκλοφορία των παλαιολόγειων νομισμάτων στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη μέσα από ανασκαφικά δεδομένα», οβολός 4 (2000), σελ.237-238
  74. Βάσω Πέννα, «Η απεικόνιση του αγ. Δημητρίου σε νομισματικές εκδόσεις της Θεσσαλονίκης: μεσοβυζαντινή και ύστερη βυζαντινή περίοδο», οβολός 4 (2000), σελ.195-210
  75. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ.100-101
  76. Δέσποινα Νικολαΐδου, Γιόρκας Νικολάου, Μαίρη Φουντούλη, «Το νόμισμα στο Βυζαντινό κόσμο», στο:Η ιστορία του Βυζαντινού νομίσματος, εκδ. Νομισματικό Μουσείο-Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Αθήνα, 1998, σελ.74-75
  77. Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ82-83
  78. Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ84
  79. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.42
  80. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.43
  81. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.44
  82. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.45
  83. Γεώργιος Γαλάβαρης, «Η τεχνοτροπία ως προσέγγιση του θείου στα βυζαντινά νομίσματα», οβολός 2 (1997), σελ114,115
  84. Διονυσία Μίσσιου, «Τα νομίσματα της περιόδου της εικονομαχίας ως έκφραση πολιτικής ιδεολογίας», οβολός 2 (1997), σελ.169
  85. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.61
  86. Βασιλική Πέννα, «Νομισματικές νύξεις για τη ζωή στις Κυκλάδες κατά τους 8ο και 9ο αιώνες». στο: Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (7ος-90ς αι.),Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 9, Αθήνα, 2001,σελ405
  87. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.61-62
  88. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.62
  89. Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008,σελ107
  90. Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ69-70
  91. Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ70
  92. Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ75
  93. Ελένη Αρβελέρ, «Χρυσό βυζαντινό νόμισμα,δολάριο του μεσαίωνα», Αρχαιολογία,τχ. 1 (Νοέμβριος 1981), σελ.39
  94. Νικόλαος .Γεωργιάδης, «Υστερορωμαϊκές και βυζαντινές επιδράσεις στα αγγλοσαξωνικά νομίσματα», Βυζαντιακά, 23 (2003), σελ28-29
  95. Νικόλαος .Γεωργιάδης, «Υστερορωμαϊκές και βυζαντινές επιδράσεις στα αγγλοσαξωνικά νομίσματα», Βυζαντιακά, 23 (2003), σελ29
  96. Νικόλαος .Γεωργιάδης, «Υστερορωμαϊκές και βυζαντινές επιδράσεις στα αγγλοσαξωνικά νομίσματα», Βυζαντιακά, 23 (2003), σελ29-30
  97. Ελένη Αρβελέρ, «Χρυσό βυζαντινό νόμισμα,δολάριο του μεσαίωνα», Αρχαιολογία,τχ. 1 (Νοέμβριος 1981), σελ.40
  98. Διονυσία Μίσσιου, «Τα νομίσματα της περιόδου της εικονομαχίας ως έκφραση πολιτικής ιδεολογίας», οβολός 2 (1997), σελ.161
  99. Διονυσία Μίσσιου, «Τα νομίσματα της περιόδου της εικονομαχίας ως έκφραση πολιτικής ιδεολογίας», οβολός 2 (1997), σελ.164
  100. Γεώργιος Γαλάβαρης, «Η τεχνοτροπία ως προσέγγιση του θείου στα βυζαντινά νομίσματα», οβολός 2 (1997), σελ108, 110, 111,
  101. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.45-46
  102. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.45
  103. Διονυσία Μίσσιου, «Τα νομίσματα της περιόδου της εικονομαχίας ως έκφραση πολιτικής ιδεολογίας», οβολός 2 (1997), σελ.172
  104. Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007,σελ.62
  105. Βάσω Πέννα, «Η ζωή στις βυζαντινές πόλεις της Πελοποννήσου: Η νομισματική μαρτυρία (8ος-12ος αι.μ.Χ)»στο:Μνήμη Martin Jessop Price, Βιβλιοθήκη της Ελληνικής Νομισματικής Εταιρείας , 5, Αθήνα : [Ελληνική Νομισματική Εταιρεία], 1996,σελ207
  106. Νικόλαος Γεωργιάδης, «Τα νομίσματα του βυζαντινού εμφυλίου πολέμου 1321-1328», Νομισματικά χρονικά 23 (2004), σελ.88
  107. Άννα Μαρία Κάσδαγλη,«Νομίσματα στα Δωδεκάνησα από τη μεταρρύθμιση του Αναστασίου (498 μ.Χ) έως τον 19ο αιώνα »,οβολός 8(2006),σελ.259
  108. Άννα Αβραμέα, «Το νόμισμα στη βυζαντινή κοινωνία», οβολός 5 (2001), σελ.23
  109. Αικατερίνη Τσανανά, Κλεάνθης Δούκας, «Βυζαντινά νομίσματα από τη Βρύα της Χαλκιδικής», Κερμάτια φιλίας: τιμητικός τόμος για τον Ιωάννη Τουράτσογλου Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού, Νομισματικό Μουσείο, 2009 Τ. 1 (2009), σελ.519

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. *Πέτρος Πρωτονοτάριος,«Αλέξιος Α' Κομνηνός (1081-1118) Μεταρρυθμιστής ή κιβδηλοποιός;», Νομισματικά χρονικά,2 (1973),σελ.28-35
  2. *Δέσποινα Νικολαΐδου, Γιόρκας Νικολάου, Μαίρη Φουντούλη, «Το νόμισμα στο Βυζαντινό κόσμο», στο:Η ιστορία του Βυζαντινού νομίσματος, εκδ. Νομισματικό Μουσείο-Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Αθήνα, 1998, σελ.64-85
  3. *Βασιλική Πέννα, «Βυζαντινό νομισματικό σύστημα: παραγωγή και κυκλοφορία», στο: Η Ιστορική Διαδρομή της Νομισματικής Μονάδας στην Ελλάδα (Ε.Ι.Ε, Επιστήμης Κοινωνία/Ειδικές Μορφωτικές Εκδηλώσεις), Αθήνα 2002,σελ 65-84
  4. *Αικατερίνη Τσανανά, Κλεάνθης Δούκας, «Βυζαντινά νομίσματα από τη Βρύα της Χαλκιδικής», Κερμάτια φιλίας : τιμητικός τόμος για τον Ιωάννη Τουράτσογλου Αθήνα : Υπουργείο Πολιτισμού, Νομισματικό Μουσείο, 2009 Τ. 1 (2009), σελ. 517-539
  5. *Βασιλική Πέννα, «Νομισματικές νύξεις για τη ζωή στις Κυκλάδες κατά τους 8ο και 9ο αιώνες». στο: Οι σκοτεινοί αιώνες του Βυζαντίου (7ος-90ς αι.),Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 9, Αθήνα, 2001,σελ.399-410
  6. *Βάσω Πέννα, Ιωάννης Τουράτσογλου, «Ο "θησαυρός" Παλαιολόγου Μελιβοίας/1988 : συμβολή στη μελέτη της κυκλοφορίας χρυσών υπερπύρων των Κομνηνών στον ελλαδικό χώρο », στο:Το νόμισμα στο θεσσαλικό χώρο. Πρακτικά Συνεδρίου της Γ' Επιστημονικής Συνάντησης, Νομισματοκοπεία, κυκλοφορία,εικονογραφία,ιστορία (αρχαίοι, βυζαντινοί και νέοτεροι χρόνοι),εκδ. Φίλοι του Νομισματικού Μουσείου,οβολός 7 ,Αθήνα, 2004,σελ.365-408
  7. *Ν.Γεωργιάδης, «Υστερορωμαϊκές και βυζαντινές επιδράσεις στα αγγλοσαξωνικά νομίσματα», Βυζαντιακά, 23 (2003), σελ.25-34
  8. *Νικόλαος Γεωργιάδης, «Οργάνωση και λειτουργία των παλαιολόγειων νομισματοκοπείων», στο: ΚΕ' Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, Θεσσαλονίκη, 21-23 Μαΐου 2004, (2004), σελ.173-186
  9. *Ευτέρπη Μαρκή, Μαρία Πολυχρονάκη, «Νομισματικές συγκεντρώσεις και θησαυρός από το επισκοπικό συγκρότημα των Λουλουδιών», οβολός 4 (2000),σελ.183-194
  10. *Βάσω Πέννα, «Η απεικόνιση του αγ. Δημητρίου σε νομισματικές εκδόσεις της Θεσσαλονίκης: μεσοβυζαντινή και ύστερη βυζαντινή περίοδο», στο: Το νόμισμα στο μακεδονικό χώρο. Πρακτικά Β' Επιστημονικής Συνάντησης, Νομισματοκοπεία, κυκλοφορία,,εικονογραφία,ιστορία (αρχαίοι, βυζαντινοί και νέοτεροι χρόνοι),Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ΙΣΤ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, εκδ. Φίλοι του Νομισματικού Μουσείου,οβολός 4 ,Θεσσαλονίκη, 2000 σελ.195-210
  11. *Ιωάννης Μότσιανος, Μαρία Πολυχρονάκη, «Τύπος παλαιολόγειου νομίσματος της συλλογής της 9ης ΕΒΑ με παράσταση του μαρτυρίου του αγίου Δημητρίου»,στο: Το νόμισμα στο μακεδονικό χώρο. Πρακτικά Β' Επιστημονικής Συνάντησης, Νομισματοκοπεία, κυκλοφορία,,εικονογραφία,ιστορία (αρχαίοι, βυζαντινοί και νέοτεροι χρόνοι),Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ΙΣΤ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, εκδ. Φίλοι του Νομισματικού Μουσείου,οβολός 4 ,Θεσσαλονίκη, 2000,σελ.211-231
  12. *Νίκος Ζήκος, «Η κυκλοφορία των παλαιολόγειων νομισμάτων στην ανατολική Μακεδονία και Θράκη μέσα από ανασκαφικά δεδομένα», στο: Το νόμισμα στο μακεδονικό χώρο. Πρακτικά Β' Επιστημονικής Συνάντησης, Νομισματοκοπεία, κυκλοφορία,,εικονογραφία,ιστορία (αρχαίοι, βυζαντινοί και νέοτεροι χρόνοι),Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ΙΣΤ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, εκδ. Φίλοι του Νομισματικού Μουσείου,οβολός 4 ,Θεσσαλονίκη, 2000, σελ.233-241
  13. *Μελίνα Παϊσίδου, «Νομίσματα από τον Άγιο Αχίλλειο Μικρής Πρέσπας κατά τις ανασκαφικές περιόδους 1996-1998», στο: Το νόμισμα στο μακεδονικό χώρο. Πρακτικά Β' Επιστημονικής Συνάντησης, Νομισματοκοπεία, κυκλοφορία,εικονογραφία,ιστορία (αρχαίοι, βυζαντινοί και νέοτεροι χρόνοι),Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ΙΣΤ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, εκδ. Φίλοι του Νομισματικού Μουσείου,οβολός 4 ,Θεσσαλονίκη, 2000, σελ.355-364
  14. *Γεώργιος Γαλάβαρης, «Η τεχνοτροπία ως προσέγγιση του θείου στα βυζαντινά νομίσματα», οβολός 2 (1997), σελ.105-119
  15. *Χ.Μπακιρτζής, «Αποθησαυρισμοί και ανευρέσεις νομισμάτων», οβολός 2 (1997), σελ.131-138
  16. *Διονυσία Μίσσιου, «Τα νομίσματα της περιόδου της εικονομαχίας ως έκφραση πολιτικής ιδεολογίας», οβολός 2 (1997), σελ.161-176
  17. *Άννα Αβραμέα, «Το νόμισμα στη βυζαντινή κοινωνία», οβολός 5 (2001), σελ.11-27
  18. *Γιόρκας Νικολάου, Οικονομική δυσπραγία και νομισματική αστάθεια στο Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία σε περιόδους κρίσης, οβολός 12 (2015),σελ.5-15
  19. *Ελένη Αρβελέρ, «Χρυσό βυζαντινό νόμισμα,δολάριο του μεσαίωνα», Αρχαιολογία,τχ. 1 (Νοέμβριος 1981), σελ.37-40
  20. *Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή ιστορία 324-610, τομ.Α,εκδ.ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1984
  21. *Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ,Α,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ. Στεφ.Βασιλόπουλος,Αθήνα,1978
  22. *Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τομ,Γ,μτφρ. Ιωάννης Παναγόπουλος, εκδ. Στεφ.Βασιλόπουλος,Αθήνα,1989
  23. *Νίκος Σβορώνος, «Οικονομία-Κοινωνία: Η οικονομική εξέλιξη-παράγοντες οικονομικής ανόρθωσης»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Ζ (1978), σελ.289-292
  24. *Νίκος Σβορώνος,«Πολιτεία-Κοινωνία-Οικονομία: Η οικονομική και δημοσιονομική κρίση»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Θ (1980), σελ.53-55
  25. *Νίκος Σβορώνος,«Πολιτεία-Κοινωνία-Οικονομία: Η φορολογική και νομισματική μεταρρύθμιση»,Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,Εκδοτική Αθηνών,τομ.Θ (1980), σελ.58-61
  26. *Cecile Morrisson, «Το Βυζαντινό νόμισμα: παραγωγή και κυκλοφορία»,στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2006, σελ.41-131
  27. *John Day, «Οι νομισματικοί μηχανισμοί στην ανατολή και στη δύση», στο:Αγγελική Λαΐου (επίμ).,Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου: από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα,τομ.Γ,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ.Αθήνα, 2006, σελ.133-140
  28. *Alan Harvey, Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο 900-1200,μτφρ. Ελένη Σταμπόγλη, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα, 1997
  29. *Νικόλαος Γεωργιάδης, Εισαγωγή στη βυζαντινή νομισματική, εκδ.Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2008
  30. *Philip Grierson, Βυζαντινή νομισματοκοπία, μτφρ. Βαγγέλης Μαλαδάκης, εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2007
  31. *Αλέξανδρος Διομίδης, «Οικονομικαί περιπέτειαι του παρακμάζοντος Βυζαντίου: η τελική πτώσις του Βυζαντινού νομίσματος», Επιθεώρησις κοινωνικής και δημόσιας οικονομικής,τομ. 8 (Γ, Δ)(1939), σελ.275-303 [1]
  32. *Μίνα Γαλάνη-Κρίκου, «Θήβα 6ος-15ος Αιώνας. Η νομισματική μαρτυρία από το Πολιτιστικό Κέντρο», Σύμμεικτα, 12 (1998), σελ.1-30[2]
  33. *Μίνα Γαλάνη-Κρίκου,«Νομισματικοί θησαυροί των μέσων χρόνων από τη Θήβα», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, 20 (1998), Περίοδος Δ'. Στη μνήμη του Δημητρίου Ι. Πάλλα (1907-1995), σελ. 275-284[3]
  34. *Βάσω Πέννα, «Η ζωή στις βυζαντινές πόλεις της Πελοποννήσου: Η νομισματική μαρτυρία (8ος-12ος αι.μ.Χ)»στο:Μνήμη Martin Jessop Price, Βιβλιοθήκη της Ελληνικής Νομισματικής Εταιρείας , 5, Αθήνα : [Ελληνική Νομισματική Εταιρεία], 1996,σελ.195-264
  35. *Άννα Αβραμέα, «Νομισματικοί θησαυροί και μεμονωμένα νομίσματα από την Πελοπόννησο (ΣΤ-Ζ'αι.)» , Σύμμεικτα, 5 (1983), σελ.49-90
  36. *Άννα Μαρία Κάσδαγλη,«Νομίσματα στα Δωδεκάνησα από τη μεταρρύθμιση του Αναστασίου (498 μ.Χ) έως τον 19ο αιώνα »,οβολός 8(2006),σελ.253-266
  37. *Γιώτα Ψαρρή, «Νομίσματα των παλαιοχριστιανικών χρόνων από την ύπαιθρο της Ρόδου»,οβολός 8 (2006), σελ.267-281
  38. *Βασίλης Καραμπάτσος, «Η νομισματική παρουσία στην Κάρπαθο από την υστερωρωμαϊκή μέχρι την ύστερη βυζαντινή περίοδο. Συμβολή στην ιστορία της Καρπάθου», οβολός 8 (2006), σελ.283-295
  39. *'Ερση Μπρούσκαρη, Σοφία Ντιντιούμη,«Υστερορωμαϊκή και βυζαντινή Κως. Η συμβολή των νομισμάτων (4ος-12ος αι.)», οβολός 8 (2006), σελ.297-323
  40. *Νικόλαος Γεωργιάδης, «Τα νομίσματα του βυζαντινού εμφυλίου πολέμου 1321-1328», Νομισματικά χρονικά 23 (2004), σελ.85-90

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ν. Γεωργιάδης, «Τα βυζαντινά νομισματοκοπέια της Θράκης, 11ος-14ος αιώνες», Περί Θράκης, 1 (2001), σελ.11-23
  • Ν.Γεωργιάδης, «Τα νομίσματα του Αγίου Θεοδώρου Γαβρά», Αρχείον Πόντου, 49 (2002), σελ.305-316
  • Ν.Γεωργιάδης, Τα νομίσματα των Παλαιολόγων (1259-1453). Εικονογραφική προσέγγιση, εκδ.Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2007
  • Βασιλική Πέννα, Το βυζαντινό νόμισμα: μέσο συναλλαγής και έκφραση αυτοκρατορικής προπαγάνδας, Λευκωσία, 2002
  • D.M.Metcalf, «Νομίσματα των λατινικών πριγκήπων της Αντιοχείας (1098-1130) τα οποία ανευρέθηκαν στην Κόρινθο και την Αθήνα»,Νομισματικά χρονικά, 14 (1995), σελ.79-82
  • Πέτρος Πρωτονοτάριος, «Μιχαήλ Α' ή Μιχαήλ Β' της Ηπείρου», Νομισματικά χρονικά, 13 (1994), σελ.55-59
  • Enrico Leuthold, «Ένας ημιφόλλις του Ηρακλείου με τον Ηράκλειο-Κωνσταντίνο κομμένος στη Ραβέννα κατά το 23ο έτος της Βασιλείας-6η Ινδικτιώρα», Νομισματικά χρονικά, 12 (1993), σελ.26
  • Ανδρέας Μαζαράκης, «Το νομισματοκοπείο της Χίου την περίοδο των Ζαχαρία 1304-1329», Νομισματικά χρονικά, 11 (1992), σελ.43-52
  • Guy Lacam, «Ο Θεοδώριχος Β' και η αλλαγή των ενδείξεων R-V σε R-A στους σόλιδους των Βησιγότθων της Τουλούζης», Νομισματικά χρονικά, 9(1990), σελ.43-50
  • Αναστάσιος Τζαμαλής, «Η πρώτη περίοδος του Τορνεζίου. Νέα στοιχεία από ένα παλαιό εύρημα», Νομισματικά χρονικά, 9 (1990), σελ.101-128
  • Enrico Leuthold,«Μερικά σπάνια χάλκινα νομίσματα των αυτοκρατόρων Μαυρίκιου και Φωκά»,Νομισματικά χρονικά,8 (1989), σελ.47
  • Πέτρος Πρωτονοτάριος,«Ο Ιωάννης Ε'Παλαιολόγος και η Άννα της Σαβοΐας στη Θεσσαλονίκη (1351-1365)», Νομισματικά χρονικά, 8 (1989),σελ.69-79
  • Πέτρος Πρωτονοτάριος, Simon Bendall, «Δύο μοναδικές νομισματικές μαρτυρίες του Ματθαίου Καντακουζηνού-Ασάνη», Νομισματικά χρονικά, 7 (1988),σελ.19-21
  • Πέτρος Πρωτονοτάριος,«Ιστορία, συμβολισμός και τέχνη εις τα βυζαντινλα νομίσματα», Νομισματικά χρονικά, 1 (1972),σελ.37-49
  • S. Bendal, Πέτρος Πρωτονοτάριος,«Το μοναδικό νόμισμα του Κωνσταντίνου Α' Παλαιολόγου», Νομισματικά χρονικά, 3 (1974),σελ.29-31
  • Πέτρος Πρωτονοτάριος, «Τα υπέρπυρα του Ανδρόνικου Β' και Μιχαήλ Θ'», Νομισματικά χρονικά, 4 (1976),σελ.45-46
  • G. Lacan, «Τα πορτραίτα του Χριστού στα νομίσματα του Ιουστιανιανού Β' (685-695 και 705-711)»,Νομισματικά χρονικά, 5-6 (1978),σελ.69-73
  • Αναστάσιος Τζαμαλής,«Βυζαντινές επιδράσεις στα νομίσματα της Δανίας του 11ου αιώνα», Νομισματικά χρονικά, 5-6 (1978),σελ.75=80
  • Πέτρος Πρωτονοτάριος,«Ανσκόπηση στη νέωτερη βυζαντινή νομισματική βιβλιογραφία», Νομισματικά χρονικά,4 (1976), σελ,86-92
  • Ορέστης Ζερβός, «Ένα βαρβαρότεχνο Υβρίδιο Τεταρτηρό της εποχής του Αλεξίου Α' Κομνηνού», Νομισματικά χρονικά, 21 (2002),σελ.103-104
  • Νικόλαος Γεωργιάδης, «Ένα νέο ήλεκτρο Τραχύ του Ιωάννη Γ' Βατάτζη», Νομισματικά χρονικά, 21 (2002),σελ.105
  • Μαρία Ιατρού, «Νομισματικός θησαυρός από το ιερό της Δήμητρος στο Διόν», Νομισματικά χρονικά, 32 (2014), σελ.101-123
  • Θεόδωρος Κουρεμπανάς, «Θησαυρός με χάλκινα νομίσματα Κώνσταντος Β' από τη Μυτιλήνη», Νομισματικά χρονικά, 32 (2104),σελ.133-139
  • Λεωνίδας Δρογκάρης, «Αναζητώντας τα νομίσματα του μαρμαρωμένου βασιλιά: παρατηρήσεις επί δύο νομισμάτων της ύστερης παλαιολόγειας περιόδου», Νομισματικά χρονικά, 31 (2013), σελ.83-85
  • Ελένη Λιάντα, «Ο θησαυρός Θεσσαλονίκη/2007 με βυζαντινά τραχέα από κράμα (bill)του 13ου αι.μ.Χ.», Νομισματικά χρονικά, 28 (2010), σελ.51-64
  • Λεωνίδας Δρογκάρης, «Συμβολή στη μελέτη των τελευταίων χάλκινων βυζαντινών τραχέων», Νομισματικά χρονικά, 28 (2010), σελ.73-75
  • Ορέστης Ζερβός, «Διορθώσεις στην περιγραφή του Hendy στο DOC IV δύο εκδόσεων επαρχιακών χλκών του Αλέξιου Α' Κομνηνού»,Νομισματικά χρονικά, 27 (2008-2009), σελ.52-55
  • Νικόλαος Γεωργιάδης, «Η κυκλοφορία του σταυράτου και των υποδιαιρέσεών του με βάση τους νομισματικούς θησαυρούς (1367-1453)», Νομισματικά χρονικά, 26 (2007), σελ.97-115
  • Ορέστης Ζερβός,«Συμπληρωματικές σκέψεις επί των τεταρτηρών του Ιωάννη Β' Κομνηνού», Νομισματικά χρονικά, 25 (2006),σελ.21-23
  • Νικόλαος Γεωργιάδης, «Νέος τύπος αργυρού μιλιαρήσιου του Βασιλίσκου,475-476 μ.Χ», Νομισματικά χρονικά, 24 (2005), σελ.51
  • Enrico Leuthold, «Το πορτραίτο του Φωκά. Σε ένα επετειακό νόμισμα που κόπηκε μετά την κατάκτησή της από τον Χοσρόη Β'», Νομισματικά χρονικά, 24 (2005), σελ.57-60
  • Ορέστης Ζερβός, «Μια ελάχιστα γνωστή εικονογραφική ποικιλία ενός τεταρτηρού του Ιωάννη Β' Κομνηνού», Νομισματικά χρονικά, 24 (2005), σελ.64-66
  • Νικόλαος Γεωργιάδης, «Η νομισματική προπαγάνδα κατά τον βυζαντινό εμφύλιο πόλεμο 1341-1347», Νομισματικά χρονικά, 24 (2005), σελ.67-75
  • Ορέστης Ζερβός, «Οι ποικιλίες των ανωνύμων φόλλεων της τάξεως Β», Νομισματικά χρονικά 22 (2003),σελ.63-66

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Dumbarton Oaks:Ψηφιακή έκθεση[4]
  • Συλλογή Ottilia Buerger Πανεπιστήμιο Lawrence[5]
  • Πανεπιστήμιο Οξφόρδης:[6]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]