Κοιαιστωρία του στρατού
Η quaestura exercitus ήταν μια ιδιότυπη διοικητική περιφέρεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με έδρα την Οδησσό (τη σημερινή Βάρνα), που δημιουργήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ στις 18 Μαΐου, 536[1].
Από εδαφική άποψη, η quaestura exercitus περιελάμβανε τις επαρχίες της Κάτω Μοισίας και της Μικράς Σκυθίας, που βρίσκονταν στην περιοχή του κάτω Δούναβη, καθώς και τις επαρχίες της Κύπρου, της Καρίας, καθώς και τα νησιά του Αιγαίου. Όλες αυτές οι επαρχίες αποσπάστηκαν από την Υπαρχία της Ανατολής και τέθηκαν υπό την εξουσία ενός νέου αξιωματούχου, του quaestor exercitus («κοιαίστωρ του στρατού»)[2]. Ο quaestor ήταν ισοδύναμος στο βαθμό με έναν στρατηλάτη (magister militum)[3]. Δεδομένου ότι οι στρατηγικής σημασίας παραδουνάβιες επαρχίες ήταν οικονομικά εξαθλιωμένες, ο σκοπός της quaestura exercitus ήταν να βοηθήσει τη συντήρηση των στρατευμάτων, που στάθμευαν εκεί. Συνδέοντας τις παραδουνάβιες επαρχίες με τις πλουσιότερες επαρχίες του εσωτερικού, ο Ιουστινιανός ήταν σε θέση να μεταφέρει προμήθειες μέσω της Μαύρης Θάλασσας.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για την ιστορία της quaestura exercitus. Ωστόσο, δεδομένου ότι η θέση του quaestor εξακολουθούσε να υφίστανται τουλάχιστον ως τα μέσα της δεκαετίας του 570, αυτό σημαίνει ότι ο θεσμός είχε έστω κάποια επιτυχία[2][3].
Τελικά, οι παραδουνάβιες επαρχίες που σχετίζονται με την quaestura exercitus δεν άντεξαν στις σλαβικές και αβαρικές επιδρομές των Βαλκανίων κατά τον 7ο αιώνα. Ωστόσο, απομονωμένα φρούρια στο δέλτα του Δούναβη και κατά μήκος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας διατηρήθηκαν μέσω ανεφοδιασμού από τη θάλασσα και υπάρχουν ενδείξεις ότι το μεγάλο ναυτικό σώμα των Καραβισιάνων σχηματίστηκε από τα υπολείμματα της quaestura exercitus[4]. Μολυβδόβουλλα από τη Μοισία και τη Μικρά Σκυθία παρέχουν στοιχεία, που να υποστηρίζουν την ύπαρξη της quaestura exercitus. Συγκεκριμένα, δεκατρείς σφραγίδες (εννέα εκ των οποίων της ιουστινιάνειας περιόδου) αποδεικνύουν ότι η επικοινωνία μεταξύ των υπαλλήλων ανάμεσα στη Μικρά Σκυθία και την Κωνσταντινούπολη γινόταν σε κάπως τακτική βάση[5].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Velkov 1977, σελ. 62
- ↑ 2,0 2,1 Maas 2005, σελ. 120
- ↑ 3,0 3,1 Haldon 1999, σελ. 68
- ↑ Haldon 1999, σελ. 74
- ↑ Curta 2001, σελίδες 185–186
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Γκουτζιουκώστας, Ανδρέας Ε.· Μονίαρος, Ξενοφών Μ. (2009). Η περιφερειακή διοικητική αναδιοργάνωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον Ιουστινιανό Α´ (527-565): η περίπτωση της quaestura Iustiniana exercitus. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. ISBN 978-960-288-250-4.
- Curta, Florin (2001). The Making of the Slavs: History and Archaeology of the Lower Danube Region c. 500-700. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-80202-4.[νεκρός σύνδεσμος]
- Haldon, John F. (1999). Warfare, State and Society in the Byzantine World, 565-1204. London: Routledge. ISBN 1-85728-494-1. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Μαΐου 2020. Ανακτήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2015.
- Maas, Michael (2005). The Cambridge Companion to the Age of Justinian. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-81746-3.
- Velkov, Velizar Iv. (1977). Cities in Thrace and Dacia in Late Antiquity: (Studies and Materials). Amsterdam: A. M. Hakkert.