Βυζαντινή Ρητορική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Βυζαντινή Ρητορική αποτελεί μέρος της Λόγιας Βυζαντινής Γραμματείας και περιλαμβάνει τα ελληνόγλωσσα ρητορικά κείμενα που συνέγραψαν Βυζαντινοί ρήτορες, μέσα στα συμβατικά χρονικά όρια της πολιτικής ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (από το 324 έως το 1453). Βασικά χαρακτηριστικά της είναι η εκτεταμένη χρήση κοινών τόπων, η ηθελημένη αοριστία, οι άμεσες ή έμμεσες παραπομπές στην ελληνική μυθολογία και στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, η ιδιαίτερη φροντίδα για τον "ελληνισμό" της φράσεως και για την "περιβολή", δηλαδή για το γλωσσικό περίβλημα των διανοημάτων. Υπό το βάρος του αττικισμού, η γλώσσα της βυζαντινής ρητορικής γίνεται ενίοτε δύσκαμπτη και δυσνόητη. Επειδή στο Βυζάντιο η ρητορική παιδεία ήταν προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την ανάρρηση στα κρατικά αξιώματα και για την κοινωνική καταξίωση, όλοι ανεξαιρέτως οι "ελλόγιμοι" άνδρες της Αυτοκρατορίας ασχολήθηκαν με τη ρητορική.

Η Θεωρία της Ρητορικής στο Βυζάντιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βυζαντινή ρητορική θεωρία συνοψίζεται στα εξής: μελέτη των σχημάτων λόγου, εξέταση του λόγου των αρχαίων ρητόρων ως παραδειγμάτων προς μίμηση, και ανάλυση των "ιδεών του λόγου", δηλαδή των αρετών του ρητορικού ύφους. Από τις επτά βασικές ιδέες του λόγου (σαφήνεια, μέγεθος, κάλλος, γοργότης, αλήθεια, βαρύτης, δεινότης) σημαντικότερη θεωρείται η δεινότητα. Η θεωρητική ενασχόληση των Βυζαντινών με τη ρητορική βασίστηκε σε εγχειρίδια που συνέγραψαν ρήτορες της Ύστερης Αρχαιότητας, οι οποίοι απέκτησαν με την πάροδο του χρόνου το κύρος της αυθεντίας. Ειδικότερα, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που επικράτησαν κατά τους Ελληνιστικούς Χρόνους και την Ύστερη Αρχαιότητα (3ος αι. π.Χ. - 4ος αι. μ.Χ.) συνετέλεσαν στην παρακμή του αρχαίου συμβουλευτικού και δικανικού γένους της ρητορικής. Αντιθέτως, το πανηγυρικό ή επιδεικτικό γένος, όχι μόνο συνέχισε να καλλιεργείται, αλλά επηρέασε το σύνολο σχεδόν της Λόγιας Βυζαντινής Γραμματείας (ιστοριογραφία, επιστολογραφία, αγιολογία, επίγραμμα). Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (1ος αι. π.Χ.) έθεσε τις βάσεις της ενσυνείδητης μίμησης των ρητόρων του Κανόνος, στα έργα του Περὶ τῶν Ἀρχαίων Ῥητόρων και Περὶ Συνθέσεως Ὀνομάτων και στις πραγματείες του για τους σπουδαιότερους Έλληνες ρήτορες. Ο Μένανδρος Λαοδικείας (3ος/4ος αι.), στο έργο του Περὶ Ἐπιδεικτικῶν, εξέθεσε τους κανόνες σύνταξης διαφόρων ειδών λόγων της ρητορικής πρακτικής (βασιλικός λόγος, παραμυθητικός, επιθαλάμιος, επιτάφιος, μονωδία, προσφωνητικός, προπεμπτικός, επιβατήριος κ.α.). Τα έργα του Ερμογένους του Ταρσέως (2ος αι.) Περὶ Στάσεων, Περὶ Εὑρέσεως, Περὶ Ἰδεῶν τοῦ Λόγου και Περὶ Μεθόδου Δεινότητος, με την προσθήκη των Προγυμνασμάτων του Αφθονίου του Αντιοχέως (4ος αι.) αποτέλεσαν το κλασσικό σώμα κειμένων για τη διδασκαλία της ρητορικής. Σε αυτό το corpus προσέθεσαν σχόλια πολλοί βυζαντινοί συγγραφείς, όπως ο Σώπατρος (4ος αι.), ο Συριανός (5ος αι.), ο Ιωάννης Σάρδεων (9ος αι.), ο Ιωάννης Γεωμέτρης (10ος αι.), ο Ιωάννης Σικελιώτης (11ος αι.), ο Ιωάννης Δοξαπατρής (11ος α.), ο Γρηγόριος Κορίνθιος (12ος αι.), ο Μάξιμος Πλανούδης (13ος αι.), ο Ιωάννης Αργυρόπουλος (14ος αι.) και ο Ματθαίος Καμαριώτης (15ος αι.). Συχνά προέτασσαν των σχολίων "προλεγόμενα", δηλαδή εισαγωγἐς στη σπουδή της ρητορικής, όπου απαντούσαν σε ερωτήματα σχετικά με τη γέννηση, την ουσία και τη χρησιμότητα της ρητορικής, για να καταλήξουν να εξάρουν την επιδεικτική ως την ευγενέστερη μορφή ρητορείας.

Η Ρητορική Πρακτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Προγυμνάσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη σχολική πρακτική, οι μαθητές καλούνταν να συγγράψουν επιδεικτικούς λόγους βάσει παραδειγμάτων που είχαν συνθέσει οι δάσκαλοί τους, στο πλαίσιο ρητορικών ασκήσεων που ονομάζονταν "προγυμνάσματα". Τους κανόνες σύνθεσης των προγυμνασμάτων καθόριζαν τα εγχειρίδια του Αιλίου Θέωνος (1ος αι.), του Ερμογένους (2ος αι.), του Λιβανίου (4ος αι.), και κυρίως του Αφθονίου (4ος αι.). Προγυμνάσματα έγραψαν επίσης οι Νικηφόρος Βασιλάκης, Γρηγόριος Κύπριος, Γεώργιος Παχυμέρης, Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, Νικηφόρος Χρυσοβέργης κ.α. Τα είδη των προγυμνασμάτων ήταν τα εξής: μύθος, διήγημα, χρεία, γνώμη, ανασκευή, κατασκευή, κοινός τόπος, εγκώμιον, ψόγος, σύγκρισις, ηθοποιία, έκφρασις, θέσις, νόμου εισφορά. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην έκφραση και το εγκώμιο.

Οι Εκφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα από τα είδη των προγυμνασμάτων είναι η "Ἔκφρασις", δηλαδή η λεπτομερής και σαφής περιγραφή, που επιδιώκει να προκαλέσει στον ακροατή την εντύπωση ότι βλέπει ιδίοις όμμασιν το περιγραφόμενο αντικείμενο. Υπό την έννοια αυτή, η Έκφραση δεν είναι μόνο αυτοτελής ρητορική άσκηση, αλλά και συστατικό στοιχείο ευρύτερων αφηγηματικών και εγκωμιαστικών κειμένων. Βασικές αρετές της Εκφράσεως θεωρούνται η σαφήνεια και η ενάργεια. Τα αντικείμενα των βυζαντινών Εκφράσεων είναι ποικίλα: πρόσωπα, ζώα, φυτά, κτίσματα, έργα τέχνης, τόποι, εποχές του χρόνου,πράξεις, πανηγύρεις, μυθολογικές σκηνές. Έξοχα δείγματα βυζαντινών Εκφράσεων είναι η περιγραφή του Ναού των Αγίων Αποστόλων από τον Νικόλαο Μεσαρίτη (12ος αι.) και οι εγκωμιαστικές τοπογραφικές Εκφράσεις της Νίκαιας από τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη (13ος αι.) και τον Θεόδωρο Μετοχίτη (13ος/14ος αι.).

Τα Ρητορικά Εγκώμια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα εγκώμια καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής επιδεικτικής ρητορείας. Το βυζαντινό εγκώμιο, ακολουθώντας τους κανόνες των προγυμνασμάτων, απέκτησε τυπική δομή. Στο προοίμιο είθισται ο ρήτορας να παρουσιάζει τις δυσκολίες του εγχειρήματός του και τη δική του ανεπάρκεια να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις του θέματός του. Ακολουθούν, κατά σειρά, ο έπαινος της πατρίδας, του γένους, της γέννησης, της ανατροφής, της παιδείας, των επιτηδευμάτων, των πράξεων (ειρηνικών και πολεμικών), με τις αντίστοιχες ψυχικές και σωματικές αρετές, και της τύχης του εγκωμιαζομένου. Τέλος, επιτάσσεται η σύγκριση με διάσημα πρόσωπα παλαιότερων εποχών και ο επίλογος, που είναι συνήθως μία ευχή. Τα εγκώμια εκφωνούνταν είτε κατά τη διάρκεια της ζωής του επαινούμενου προσώπου είτε μετά τον θάνατό του (μονωδίες και επιτάφιοι). Τα κοσμικά εγκώμια απευθύνονταν στον αυτοκράτορα, στα μέλη της βασιλικής οικογένειας και σε κρατικούς αξιωματούχους. Οι βασιλικοί λόγοι διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην αναπαραγωγή των στερεοτύπων της βυζαντινής πολιτικής ιδεολογίας. Ο αυτοκράτορας προβάλλεται σε αυτούς τους λόγους ως άξιος διοικητής, τροπαιούχος κατά των εχθρών του κράτους, θεοπρόβλητος ηγέτης, μιμητής του Χριστού και αθλητής της πίστεως. Είναι δίκαιος κριτής και επιστάτης των νόμων, αλλά και "ποιμήν", με υψηλό αίσθημα ευθύνης προς τους υπηκόους του. Βασιλικούς λόγους αφιέρωσαν ο Μιχαήλ Ψελλός (11ος αι.) στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο και στον Μιχαήλ Ζ', ο Μιχαήλ Ιταλικός (12ος αι.) στον Ιωάννη Β΄ και στον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό, ο Νικηφόρος Βασιλάκης (12ος αι.) στον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (12ος αι.) στον Μανουήλ Α΄, ο Νικήτας Χωνιάτης (12ος/13ος αι.) στον Αλέξιο Γ΄ και στον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη, ο Νικηφόρος Χούμνος (13ος/14ος αι.) στον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο, και πολλοί ἀλλοι.


Κάτοπτρα Ηγεμόνος

Ιδιαίτερη κατηγορία ρητορικών κειμένων με πολιτικό-ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα αποτελούν τα κάτοπτρα ηγεμόνος ή βασιλικοί ανδριάντες, τα οποία εσφαλμένως ορισμένοι συγχέουν με τα βασιλικά εγκώμια / τους βασιλικούς λόγους εξαιτίας της εν μέρει κοινής θεματικής τους. Ωστόσο, πρόκειται για δύο απολύτως διακριτές κατηγορίες ρητορικών κειμένων, η διαφορά των οποίων έγκειται πρωτίστως στους στόχους που επιδιώκουν να επιτύχουν οι συγγραφείς τους και δευτερευόντως σε σημαντικές αποκλίσεις που παρατηρούνται στη θεματική τους. Τα κάτοπτρα ηγεμόνος είναι κείμενα παραινετικού χαρακτήρα, με τα οποία οι συγγραφείς τους αξιοποιούν τη θεματική των παραινετικών κειμένων της κλασικής και της ύστερης αρχαιότητας υπό το πρίσμα της χριστιανικής διδασκαλίας και παρέχουν συμβουλές-προειδοποιήσεις στους αποδέκτες των κειμένων με σκοπό αφενός την ανάδειξή τους σε ιδανικούς ηγεμόνες και αφετέρου την αντιμετώπιση επίκαιρων και σημαντικών για την πορεία της αυτοκρατορίας προβλημάτων. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν η Ἔκθεσις Κεφαλαίων Παραινετικῶν του Αγαπητού Διακόνου, η Ἐπιστολὴ του πατριάρχου Κων/πόλεως Φωτίου Α΄ προς τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Μπόρις-Μιχαήλ, τα Παραινετικὰ Κεφάλαια και η Ἑτέρα Παραίνεσις του Ψευδο-Βασιλείου Α΄ (συγγραφέας του πρώτου κειμένου είναι ο πατρ. Κων/πόλεως Φώτιος Α΄ και του δευτέρου κειμένου ο Θεοφάνης Σφηνοδαίμων ή Φρηνοδαίμων), ο Νουθετητικὸς Λόγος πρὸς Βασιλέα του Κεκαυμένου (11ος αι.), η Βασιλικὴ Παιδεία του Θεοφυλάκτου Αχρίδος (11ος/12ος αι.), ο Βασιλικὸς Ἀνδριάς του Νικηφόρου Βλεμμύδη (13ος αι.), ο λόγος Περὶ Βασιλείας του Θωμά Μαγίστρου (13ος/14ος αι.) και οι Ὑποθῆκαι Βασιλικῆς Ἀγωγῆς του Μανουἠλ Β΄ Παλαιολόγου[1][2]


Τα Αγιολογικά Ρητορικά Εγκώμια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εκχριστιανισμός των κανόνων της επιδεικτικής ρητορικής συντελέστηκε κυρίως μέσω του έργου των Πατέρων του 4ου αιώνα (Βασίλειος Καισαρείας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης, Ιωάννης ο Χρυσόστομος). Τα αγιολογικά ρητορικά εγκώμια απευθύνονται σε πρόσωπα της Αγίας Γραφής, σε Αγίους, Μάρτυρες και Πατέρες της Εκκλησἰας. Ο επιτάφιος λόγος του Γρηγορίου του Θεολόγου προς τον Μ. Βασίλειο ήταν για τους Βυζαντινούς αξεπέραστο πρότυπο προς μίμηση. Τα αγιολογικά εγκώμια ακολουθούν κατά το μάλλον ή ήττον τους γενικούς κανόνες συγγραφής των κοσμικών επαινετικών λόγων, αναπτύσσουν όμως και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ο ρήτορας δίνει έμφαση στις ψυχικές και πνευματικές αρετές, αξιοποιεί βιβλικά χωρία, και συγκρίνει τον εγκωμιαζόμενο με διάφορα πρόσωπα της Αγίας Γραφής. Επειδή τα αγιολογικά εγκώμια περιλαμβάνουν συχνά και ένα εκτεταμένο βιογραφικό μέρος, η διάκρισή τους από τους Βίους Αγίων είναι ενίοτε δυσχερής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αγιολογικών επαινετικών λὀγων είναι τα εγκώμια του Κοσμά Βεστίτορος (8ος/9ος αι.)προς τον Ιωάννη Χρυσόστομο, του Ιωάννη Μαυρόποδος (11ος αι.) προς τους Τρεις Ιεράρχες, του Θωμά Μαγίστρου (13ος/14ος αι.) προς τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό κ.α. Ιδιαίτερη κατηγορία εκκλησιαστικών ρητορικών εγκωμίων μπορούν να θεωρηθούν οι πατριαρχικοί λόγοι. Ο πατριάρχης παρουσιάζεται ως σοφός και καλός ποιμήν, μιμητής Χριστού, πρέσβυς προς τον Θεό και φύλαξ του δόγματος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα εγκώμια του Νικηφόρου Βασιλάκη προς τον πατριάρχη Νικόλαο Δ΄ Μουζάλωνα (12ος αι.), του Θεοδώρου Προδρόμου προς τον Ιωάννη Θ΄ Αγαπητό (12ος αι.), του Μιχαήλ Χωνιάτη προς τον πατριάρχη Μιχαήλ Γ΄ (12ος/13ος αι.), του Θωμά Μαγίστρου προς τον πατριάρχη Νήφωνα κ.α. Στο μέτρο που οι εγκωμιαστικοί λόγοι της εκκλησιαστικής γραμματείας περιέχουν δογματική και ηθική διδασκαλία, συγγενεύουν και με τα έργα της εκκλησιαστικής ομιλητικής. Πρόκειται για κηρύγματα που απευθύνονται στους πιστούς, με σκοπό να ερμηνεύσουν βιβλικά χωρία, να εκλαϊκεύσουν το δόγμα, να διδάξουν και να συμβουλεύσουν. Στο Βυζάντιο δεν διατυπώθηκε ειδική θεωρία για την εκκλησιαστική ομιλητική, στην πράξη όμως το είδος αυτό ανέπτυξε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Τα κείμενα της ομιλητικής είναι κατά κανόνα γραμμένα σε γλὠσσα απλούστερη από αυτή της "υψηλής" ρητορικής. Διανθίζονται με αποσπάσματα από τα κηρύγματα του Μ. Βασιλείου, του Ιωάννη Χρυσοστόμου και άλλων Πατέρων της Εκκλησίας, συνήθεια την οποία ενίσχυσε η συστηματοποίηση του ερανισμού πατερικών χωρίων, από τον 10ο αιώνα και εξής.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Παΐδας, Κωνσταντίνος. Η θεματική των βυζαντινών "κατόπτρων ηγεμόνος" της πρώιμης και μέσης περιόδου (398-1085). Συμβολή στην πολιτική θεωρία των Βυζαντινών. Αθήνα 2005.: Εκδόσεις Γρηγόρη. σελ. σποράδην. 
  2. Παΐδας, Κωνσταντίνος (2006). Τα Βυζαντινά "Κάτοπτρα Ηγεμόνος" Της Ύστερης Περιόδου (1254-1403). Εκφράσεις του βυζαντινού βασιλικού ιδεώδους. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη. σελ. σποράδην. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Παΐδας Κ., Η θεματική των βυζαντινών "κατόπτρων ηγεμόνος" της πρώιμης και μέσης περιόδου (398-1085). Συμβολή στην πολιτική θεωρία των Βυζαντινών. Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2005.
  • Παΐδας Κ. Τα βυζαντινά "κάτοπτρα ηγεμόνος" της ύστερης περιόδου (1254-1403). Εκφράσεις του βυζαντινού βασιλικού ιδεώδους, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2006.
  • Παΐδας Κ., Βασίλειος Α΄ Μακεδών. Δύο παραινετικά κείμενα προς τον αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό, [Κείμενα Βυζαντινής Λογοτεχνίας, 5], Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2009.
  • Παΐδας Κ., Αγαπητού Διακόνου, Ἔκθεσις Κεφαλαίων Παραινετικῶν. Νουθεσίες στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα2 2018.
  • Beck H. G., "Η ρητορική των Βυζαντινών ως έκφρασις του βυζαντινού πνεύματος", Επιστ. Επετ. Φιλοσ. Σχολ. Αριστ. Παν/μίου Θεσσ/νίκης, τομ. 9,(1965), 101-112.
  • Beck H. G., Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich, G.H.Beck'sche Verlagsbuchhandlung, Munchen 1959.
  • Bohlig G., Untersuchungen zum Rhetorischen Sprachgebrauch der Byzantiner mit besonderer Berucksichtigung der Schriften des Michael Psellos, Akademie-Verlag, Berlin 1956.
  • Caneron A., Christianity and the Rhetoric of Empire. The Development of Christian Discourse, University of California Press, Berkeley 1991.
  • Hunger H., Aspekte der griechieschen Rhetorik von Gorgias zum Untergang von Byzanz, Osterreichische Akademie der Wissenschaften, Wien 1972.
  • Hunger H., Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τόμ. Ι, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1987.
  • Kennedy G., A new history of classical rhetoric, Princeton University Press, Princeton - New Jersey 1994.
  • Kennedy G., Greek rhetoric under christian emperors, Princeton University Press, Princeton - New Jersey 1983.
  • Kustas G.L., Studies in byzantine rhetoric [Ανάλεκτα Βλατάδων 17], Θεσσαλονίκη 1973.
  • Kustas G. L., "The function and evolution of Byzantine rhetoric", Viator 1, 1970, 55-73.
  • Rabe H., Rhetores Graeci, τόμ. I-XV, Teubner, Leipzig 1892-1932 (ανατ. Stuttgard 1969).
  • Spengel L., Rhetores Graeci, τόμ. I-III, Teubner, Leipzig 1853-6 (ανατ. Frankfurt 1966).
  • Walz Ch., Rhetores Graeci, τόμ. Ι-ΙΧ, Stuttgard - Tubingen 1832-6 (ανατ. Otto Zeller, Osnabruck 1968).
  • Barker E., Social and Political Thought in Byzantium from Justinian I to the Last Paleologus, Oxford University Press, Οξφόρδη 1961.
  • Dvornik F., Early Christian and Byzantine Political Philosophy, the Dumbarton Oaks Center for Byzantine Studies, Ουάσιγκτον 1966.
  • Lemerle P., Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός. Σημειώσεις και παρατηρήσεις για την εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα (μτφ. Μ. Νυσταζοπούλου- Πελεκίδου), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2010.
  • Mullett M., «Rhetoric, theory and the imperative of performance: Byzantium and now» στο Jeffreys E. (επιμ.) Rhetoric in Byzantium, Papers from the Thirty-fifth Spring Symposium of Byzantine StudiesExeter College, University of Oxford, March 2001, Ashgate Publishing, Άλντερσοτ2003, σελ. 151- 170.
  • Τατάκης Β.Ν., Η Βυζαντινή Φιλοσοφία (μτφ. Ε. Καλπουρτζή), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977.
  • Τριαντάρη- Μαρά Σ., Οι Πολιτικές Απόψεις των Βυζαντινών Διανοητών από το Δέκατο ως το Δέκατο Τρίτο αιώνα μ.Χ., εκδόσεις Ηρόδοτος, Αθήνα 2002.