Ελληνιστική περίοδος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ελληνιστική εποχή)

Στην κλασική αρχαιότητα, η ελληνιστική περίοδος καλύπτει το χρονικό διάστημα της ελληνικής ιστορίας μετά την αρχαία Ελλάδα, μεταξύ του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. και του θανάτου της Κλεοπάτρας Ζ΄ (30 π.Χ.), ακολουθούμενο από την εμφάνιση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως σηματοδοτείται από τη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π. Χ. και την κατάκτηση του Πτολεμαϊκού Βασιλείου τον επόμενο χρόνο.[1][2] Η αρχαία ελληνική λέξη Ἑλλάς αναγνωρίστηκε σταδιακά ως η ονομασία της Ελλάδας, από την οποία προήλθε η λέξη ελληνιστική.[3] Ο όρος «ελληνιστικός» διακρίνεται από τον όρο «ελληνικός» στο ότι ο δεύτερος αναφέρεται στην ίδια την Ελλάδα, ενώ ο πρώτος περιλαμβάνει όλα τα αρχαία εδάφη υπό ελληνική επιρροή, ιδίως την Ανατολή μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Η Νίκη της Σαμοθράκης θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ελληνιστικής τέχνης.

Μετά την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών από τους αρχαίους Μακεδόνες το 330 π.Χ. και τη διάλυσή της λίγο αργότερα, τα ελληνιστικά βασίλεια ιδρύθηκαν σε όλη τη νοτιοδυτική Ασία (Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, Βασίλειο της Περγάμου), τη βορειοανατολική Αφρική (Βασίλειο των Πτολεμαίων) και τη νότια Ασία (Ελληνοβακτριακό Βασίλειο, Ινδοελληνικό Βασίλειο).[4][5] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εισροή Ελλήνων αποίκων και την εξαγωγή του ελληνικού πολιτισμού και της ελληνικής γλώσσας σε αυτά τα νέα βασίλεια, που εκτείνονται μέχρι τη σημερινή Ινδία. Αυτά τα νέα βασίλεια επηρεάστηκαν επίσης από τους αυτόχθονες πολιτισμούς, υιοθετώντας τοπικές πρακτικές όπου ήταν επωφελείς, αναγκαίες ή βολικές. Ο ελληνιστικός πολιτισμός αντιπροσωπεύει έτσι μια συγχώνευση του αρχαίου ελληνικού κόσμου με αυτόν της Δυτικής Ασίας, της Βορειοανατολικής Αφρικής και της Νοτιοδυτικής Ασίας.[6] Αυτό οδήγησε στη δημιουργία μιας κοινής ελληνικής διαλέκτου με βάση την Αττική, γνωστής ως Κοινή Ελληνική, η οποία έγινε η lingua franca σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο.

Κατά την ελληνιστική περίοδο, η ελληνική πολιτιστική επιρροή και ισχύς έφτασε στο απόγειό της στη Μεσόγειο και πέραν αυτής. Η ευημερία και η πρόοδος στις τέχνες, τη λογοτεχνία, το θέατρο, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, τα μαθηματικά, τη φιλοσοφία και την επιστήμη χαρακτηρίζουν την εποχή. Στην ελληνιστική περίοδο υπήρξε άνοδος στη Νέα Κωμωδία, στην αλεξανδρινή ποίηση, και στις μεταφραστικές προσπάθειες, όπως οι Εβδομήκοντα, και οι φιλοσοφίες του στωικισμού, του επικουρειανισμού και του πυρρωνισμού. Στην επιστήμη, τα έργα του μαθηματικού Ευκλείδη και του πολυμαθούς Αρχιμήδη είναι υποδειγματικά. Η θρησκευτική σφαίρα επεκτάθηκε και συμπεριέλαβε νέους θεούς, όπως ο ελληνοαιγυπτιακός Σέραπις, ανατολικές θεότητες όπως ο Άττις και η Κυβέλη, καθώς και έναν συγκρητισμό μεταξύ του ελληνιστικού πολιτισμού και του βουδισμού στη Βακτρία και τη βορειοδυτική Ινδία.

Οι μελετητές και οι ιστορικοί διχάζονται ως προς το ποιο γεγονός σηματοδοτεί το τέλος της ελληνιστικής εποχής. Οι προτάσεις περιλαμβάνουν την τελική κατάκτηση της ηπειρωτικής Ελλάδας από την Αρχαία Ρώμη το 146 π.Χ. μετά τον Αχαϊκό Πόλεμο, την τελική ήττα του Πτολεμαϊκού Βασιλείου στη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. και τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ.[7][8] Ο Άγγελος Χανιώτης ολοκληρώνει την Ελληνιστική περίοδο με τον θάνατο του Αδριανού το 138 μ.Χ., ο οποίος ενσωμάτωσε τους Έλληνες πλήρως στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αν και μπορεί επίσης να δοθεί ένα εύρος από το 321 π.Χ. έως το 256 μ.Χ.[9][10]

Τα χαρακτηριστικά της περιόδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής είναι τα εξής:

  • Η επέκταση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στην Ανατολή. Είναι η τρίτη και τελευταία φορά στην αρχαία ελληνική ιστορία που επεκτάθηκε ο χώρος όπου δρούσαν οι Έλληνες. Ο Στέφανος Βυζάντιος, ιστορικός του έκτου αιώνα μ.Χ., αναφέρει στα ‘Εθνικά’ του 18 Αλεξάνδρειες. Οι ιδρύσεις νέων πόλεων συνεχίστηκε και από τους διαδόχους και τους επιγόνους και οδήγησε στη δημιουργία δικτύου Ελληνίδων πόλεων, με κυρίαρχο πολιτισμικό στοιχείο το Ελληνικό. Στη συνέχεια, τα όρια της εξάπλωσης του ελληνισμού ταυτίστηκαν με τα όρια της εξάπλωσης της Ρώμης προς την Ανατολή.
  • Στην πολιτική οργάνωση, κυριάρχησε το σχήμα των μεγάλων εδαφικών βασιλείων στο χώρο της Ανατολής. Ιδρύθηκαν νέα βασίλεια, σε αντίθεση με το παλαιό μακεδονικό, με καλά οργανωμένη διοίκηση , οικονομία και στρατιωτική ισχύ που τους επέτρεψε να έχουν πρωτεύοντα ρόλο στις διεθνείς σχέσεις. Σημαντικές πόλεις της εποχής ήταν η Αθήνα, η Ρόδος και οι συμπολιτείες, αλλά απείχαν πολύ απ’ το ονομαστούν ρυθμιστές της κατάστασης.
  • Όλες οι παλαιές λατρείες εξακολούθησαν να υπάρχουν. Παράλληλα, όμως, και νέες, ανατολικές λατρείες διαδόθηκαν με πιο χαρακτηριστικό φαινόμενο τη λατρεία της προσωπικής ευζωίας βασιλέων και άλλων επιφανών πολιτικών προσώπων. Μολονότι το φαινόμενο πρωτοεμφανίστηκε το 404 π.Χ. με τον Σπαρτιάτη Λύσανδρο, αποτελεί γνώρισμα των ελληνιστικών χρόνων λόγω της συχνότητας της εμφάνισής του.
  • Διεθνής γλώσσα της εποχής σε όλο το μεσογειακό χώρο και πέραν των ορίων των ελληνιστικών βασιλείων είναι η κοινή ελληνική. Με τον όρο αυτόν εννοούμε την ελληνική όπως εξελίχθηκε μετά από το συνδυασμό της αττικής διαλέκτου και του ιωνικού αλφαβήτου, πρώτα στοιχεία για τον οποία συναντούμε το τέλος του 5ου αιώνα π.χ., ενώ τομή στην εξέλιξη αυτή αποτελεί η υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου από την Αθήνα το 403/2 π.Χ.
  • Η διάταξη του γεωγραφικού και ιστορικού χώρου στην Ανατολή είχε ως αποτέλεσμα ένα νέο, εκτενή ζωτικό χώρο, που ευνοούσε τη μετακίνηση στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου υπήρχαν μεγαλύτερες δυνατότητες απασχόλησης. Μισθοφόροι, διοικητές, επαγγελματίες σε διάφορα επιτηδεύματα από τον παλαιό ελληνικό χώρο εγκαθίστανται σε πόλεις σε νέες περιοχές.
  • Την περίοδο αυτή λαμβάνουν χώρα πολλά ποικίλα παράλληλα φαινόμενα. Έχουμε μία πολύμορφη πολιτική θεωρία και πρακτική με δεσπόζουσα θέση, αλλά αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς η επιστήμη και η τεχνολογία. Η εμπορική δραστηριότητα αποκτά αυτοτελή αξία. Η διεύρυνση των ορίων του κατοικούμενου κόσμου δημιουργεί την εντύπωση της οικουμένης παράλληλα με την έννοια της πόλης-πατρίδα, αντίληψη η οποία θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι νέες ιστορικές συνθήκες αντανακλώνται στο χώρο της φιλοσοφίας, όπου κυριαρχούν οι στωικοί και οι επικούρειοι φιλόσοφοι, στη διδασκαλία των οποίων κεντρική θέση κατέχουν οι αντιλήψεις περί οικουμένης.

Πηγές της ελληνιστικής εποχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλα τα είδη του γραπτού λόγου (γραμματειακές πηγές, επιγραφές σε παπύρους, όστρακα - κυρίως στο πτολεμαϊκό βασίλειο - και νομίσματα). Ιδιαίτερη σημασία έχει ότι κανένα ιστοριογραφικό έργο της ελληνιστικής εποχής δεν έχει σωθεί ολόκληρο, αλλά ο μεγάλος αριθμός των σωζόμενων επιγραφών αναπληρώνει το κενό. Έχουμε αποσπάσματα ιστορικών έργων, που ασχολούνται με μία πληθώρα ειδών: παγκόσμια, θεματική, τοπική και ιστορία προσώπων.

Στον 3ο π.Χ. αιώνα, σώζονται μόνο αποσπάσματα ιστορικών έργων συγγραφέων όπως ο Ιερώνυμος ο Καρδιανός, ο Δούρις ο Σάμιος, ο Φύλαρχος ο Αθηναίος, ο Τίμαιος, ο οποίος έγραψε την ιστορία της Σικελίας και Κάτω Ιταλίας. Οι ιστοριογράφοι αυτοί επηρέασαν τους μεταγενέστερους και τα έργα τους έχουν μεγάλη σημασία.

Τον 2ο π.Χ. αιώνα κυριαρχεί στην ιστοριογραφία ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης (περίπου 200 π.Χ. - περίπου 118 π.Χ.), που έζησε τα έτη 168-150 π.Χ. στη Ρώμη ως όμηρος. Μετά τη μάχη της Πύδνας, τα ελληνικά κράτη που είχαν τηρήσει ουδέτερη στάση τιμωρήθηκαν και η Αχαϊκή Συμπολιτεία υποχρεώθηκε να στείλει 1000 επιφανείς πολίτες ως ομήρους στη Ρώμη, ανάμεσα στους οποίους και ο Πολύβιος. Το έργο του «Ιστορίαι» καλύπτει το χρονικό διάστημα 264-146 π.Χ., από την έναρξη του Α΄ καρχηδονιακού πολέμου ως την καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους, και στην πλήρη μορφή του αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία σώθηκαν πλήρως μόνο τα πέντε και πολλά αποσπάσματα από τα υπόλοιπα. Κατά ένα μέρος τα απολεσθέντα τμήματα του έργου του αναπληρώνονται από τον Τίτο Λίβιο, που χρησιμοποίησε ως πηγή του τον Πολύβιο. Ο Πολύβιος αφηγείται τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, την «πραγματική ιστορία», η οποία απαιτεί την αυτοψία του ιστορικού και τη χρήση αρχείων για την τεκμηρίωση των γεγονότων. Μία πρωτότυπη εξέλιξη του Πολύβιου είναι ότι εξηγεί την ιστορική εξέλιξη με τα είδη των πολιτευμάτων. Πιστεύει ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του βαθμού ανάπτυξης και τον τρόπο διακυβέρνησης ενός κράτους. Έτσι, συσχέτισε την άνοδο μίας δύναμης με το πολίτευμα. Κεντρική ιδέα της πολιτικής του θεωρίας βρίσκεται στο έκτο βιβλίο όπου αναφέρεται στη Ρώμη, την Καρχηδόνα και τη Σπάρτη.

Τους 1ους π.Χ. και μ.Χ. αιώνες, Έλληνες και Λατίνοι ιστορικοί συνεχίζουν το έργο του Πολύβιου. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ακμή περί τα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα) έγραψε τη «Βιβλιοθήκη ιστορική», μία παγκόσμια ιστορία από τη μυθολογία ως το 60/59 π.Χ. Το πλήρες έργο αποτελούνταν από 40 βιβλία, από τα οποία σώζονται τα πρώτα πέντε και τα βιβλία έντεκα έως είκοσι (τα οποία αναφέρονται στην ιστορία των ετών 480-302) Ο Διόδωρος προτάσσει ένα γενικότερο προοίμιο στο οποίο εκθέτει τις απόψεις του για μία συγκροτημένη θεωρία της ιστορίας. Κάθε επιμέρους βιβλίο εισάγεται με ένα μικρό πρόλογο με γενικές απόψεις. Ο τρόπος γραφής του είναι συγχρονικός και διαχρονικός: αφηγείται τα γεγονότα κατ’ έτος, χρησιμοποιώντας για τη χρονολόγηση τους καταλόγους των Ρωμαίων υπάτων και των επωνύμων αρχόντων, και τα γεγονότα του ίδιου έτους κατά γεωγραφική περιοχή, π.χ. Ελλάδα, Ιταλία, Αφρική, Σικελία). Επειδή θεωρεί την ιστορική γεωγραφία απαραίτητη για την κατανόηση των γεγονότων, κάνει συχνά γεωγραφικές παρεκβάσεις.

Ο Τίτος Λίβιος (59 π.Χ.-17 μ.Χ.) έγραψε τη ρωμαϊκή ιστορία από την ίδρυση της Ρώμης ως το έτος 9 π.Χ. στο έργο του «Ab urbe condita libri» (Βιβλία από ιδρύσεως της πόλης). Αναφέρεται στην ελληνική παράλληλα με τη ρωμαϊκή ιστορία. Για αυτά τα τμήματα της ιστορίας του χρησιμοποιεί ως πηγή το έργο του Πολύβιου.

Το 1ο και 2ο μ.Χ. αιώνα, ο Πλούταρχος από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας (περίπου 50 - περίπου 120 μ.Χ.) έγραψε ιστορικές βιογραφίες, του «Βίους» ιστορικών προσώπων. Δύο ιστορικοί των αυτοκρατορικών χρόνων ξεχωρίζουν: ο πρώτος είναι ο Φλάβιος Αρριανός (…-146 μ.Χ.) από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας, που είχε ασκήσει και διοικητικά αξιώματα. Έγραψε την «Αλεξάνδρου Ανάβασις» και μια σύντομη ιστορία των διαδόχων του, της οποίας σώζεται μία περίληψη. Ο Αππιανός από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (τέλος 1ου- προ 165 μ.Χ.) που είναι γενικά σύγχρονος του Αρριανού. Έγραψε σε 24 βιβλία στα ελληνικά την ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την ιστορία των ρωμαϊκών επαρχιών έως την ένταξή τους στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με τη χρονική σειρά που είχαν καταληφθεί. Η «Συριακή», που αναφέρεται στο βασίλειο των Σελευκιδών ως το 63 π.Χ., είναι η μοναδική αφηγηματική πηγή που έχουμε για το βασίλειο αυτό.

Χωρισμός σε υποπεριόδους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος 323-30 π.Χ. διαχωρίζεται σε υποπεριόδους ανάλογα με τις εξελίξεις προκειμένου να επιτραπεί καλύτερη εποπτεία. Η διαμόρφωση των μεγάλων ελληνιστικών βασιλείων γίνεται μέχρι τη μάχη της Ιψού το 301 π.Χ., αλλά το ζήτημα της εκκρεμότητας της Μακεδονίας έως την άνοδο του Αντίγονου Γονατά στο θρόνο και την παγίωση της κατάσταση μας αναγκάζει να οριοθετήσουμε την πρώτη υποπερίοδο ως εξής: 323-276 π.Χ.

Ο τρίτος αιώνας είναι η εποχή της ακμής και της ισχύος των ελληνιστικών βασιλείων και επικρατεί μία σχετική σταθερότητα, η οποία διαταράσσεται από 200 π.Χ. με την έναρξη του Β’ μακεδονικού πολέμου, ο οποίος εγκαινιάζει τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις των Ρωμαίων στην ελληνική Ανατολή που ολοκληρώνονται το 30 π.Χ. με την ένταξη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και του τελευταίου ελληνιστικού βασιλείου.

Τα κυριότερα γεγονότα της εποχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διαμόρφωση των ελληνιστικών βασιλείων (323 π.Χ.-301/276 π.Χ.)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θάνατος του Αλεξάνδρου σχεδόν προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο διαδοχής ανάμεσα στο ιππικό και το πεζικό του στρατού του. Ο Περδίκκας πρότεινε να περιμένουν να γεννηθεί το αγέννητο παιδί του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης και να χριστεί βασιλιάς, αν γεννιόταν αγόρι· ωστόσο, η φάλαγγα με ηγέτη τον Μελέαγρο έφερε στο προσκήνιο τον καθυστερημένο νόθο γιό του Φιλίππου Β', τον Αρριδαίο, και μόνο χάρη στον Ευμένη έφτασαν σε συμβιβασμό διορίζοντας και τους δυο συμβασιλείς. Αργότερα αναγνωρίσθηκαν ως Φίλιππος Γ' και Αλέξανδρος Δ', αλλά από την αρχή και οι δυο τους ήταν πιόνια στην πάλη για την εξουσία. Ο Περδίκκας τώρα συγκάλεσε συμβούλιο για να μοιράσει αξιώματα. Ο στρατός συμφώνησε ότι : "Ο Αντίπατρος θα ήταν στρατηγός της Ευρώπης, ο Κρατερός "προστάτης της βασιλείας" του Αρριδαίου, ο Περδίκκας χιλίαρχος της χιλιαρχίας που είχε ο Ηφαιστίων (δηλαδή επόπτης ολόκληρης της βασιλείας) και ο Μελέαγρος βοηθός του Περδίκκα."[11] Ύστερα από αυτά ο Περδίκκας βρέθηκε αδιαμφισβήτητα στην κορυφή, μολονότι ο Αρριανός σημειώνει ότι "όλοι τον υποψιαζόταν και αυτός όλους"[12]. Από τους υπόλοιπους, ο Πτολεμαίος πήρε την Αίγυπτο και πολύ σύντομα εξωράισε την θέση του εκεί, καταφέρνοντας με πανουργία να μεταφέρει στην επαρχία αυτή το σκήνωμα με το ταριχευμένο λείψανο του Αλεξάνδρου. Στον Αντίγονο δόθηκε ολόκληρη η δυτική Μικρά Ασία (που περιλάμβανε την Μεγάλη Φρυγία, την Λυκία και την Παμφυλία), ο Λυσίμαχος πήρε τη Θράκη, ο Λεοννάτος την Ελλησποντική Φρυγία και ο Ευμένης πήρε εντολή να διώξει από την Καππαδοκία και την Παφλαγονία τον Αριαράθη, ένα τοπικό δυνάστη. Από τους άνδρες αυτούς, εκείνοι που αποδείχτηκαν ανθεκτικότεροι και διαδραμάτισαν τον σημαντικότερο ρόλο κατά τις επόμενες δεκαετίες ήταν ο Πτολεμαίος, ο Αντίγονος, ο Ευμένης, και ο Λυσίμαχος.[13]

Ο 3ος π.Χ. αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παρακμή των ελληνιστικών βασιλείων (2ος και 1ος π.Χ. αιώνας μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο 2ος και ο 1ος π.Χ. αιώνας είναι η εποχή της κατάκτησης της Ανατολικής Μεσογείου από τους Ρωμαίους. Στην ακόλουθη παρουσίαση τα ελληνιστικά βασίλεια παρουσιάζονται κατά τη χρονολογική διαδοχή των γεγονότων, το καθένα κατά την κατάκτησή του από τους Ρωμαίους.

Το βασίλειο της Μακεδονίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ελληνιστικός κόσμος της μητροπολιτικής Ελλάδας (200 π.χ.)

Πρώτο βασίλειο που καταλύθηκε ήταν το μακεδονικό βασίλειο ή βασίλειο των Αντιγονιδών. Η Ρώμη κήρυξε τον πόλεμο στο μακεδονικό βασίλειο κατά το Β’ μακεδονικό πόλεμο (200-197). Ο λόγος της επιλογής αυτής της χρονικής περίστασης για την έναρξη του πολέμου ήταν ότι τότε οι Ρωμαίοι αποφάσισαν την επέκταση της πολιτικής τους ηγεμονίας, λόγω του ότι το 202 π.Χ. μετά τη μάχη στη Ζάμα, που σηματοδότησε τη λήξη του Β’ καρχηδονιακού πολέμου, μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιήσουν το στρατό που απασχολούνταν έως τότε εκεί. Η αφορμή δόθηκε το 203-202 π.Χ., όταν ο Φίλιππος Ε’, βασιλιάς της Μακεδονίας, και ο Αντίοχος Γ’, βασιλιάς του βασιλείου των Σελευκιδών, έκαναν μεταξύ τους συμφωνία για την κατάλυση και τη διαίρεση του πτολεμαϊκού βασιλείου, στο θρόνο του οποίου βρισκόταν ο, επιτροπευόμενος, λόγω του μικρού της ηλικίας του, Πτολεμαίος ΣΤ’. Η πολιτική της Ρώμης, όμως, αποσκοπούσε στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των ελληνιστικών βασιλείων. Σε εφαρμογή του σχεδίου που είχε συμφωνήσει με τον Αντίοχο Γ’, την άνοιξη του 202 π.Χ. προχώρησε στην Προποντίδα και κατέλαβε τη Θάσο, το 201 π.Χ. το ανατολικό Αιγαίο, εισέβαλε στο βασίλειο της Περγάμου και έφτασε μέχρι την Καρία. Το φθινόπωρο του 201 π.Χ. απεσταλμένοι της Ρόδου και του Άταλλου του Α’ στη Ρώμη, διαμαρτυρήθηκαν για την πολιτική του Φιλίππου Ε’. Πριν οι Ρωμαίοι λάβουν επίσημα απόφαση, διεμήνυσαν δύο φορές στο Φίλιππο ότι δεν έπρεπε να επιτίθεται στο πτολεμαϊκό κράτος και να αφήσει τις Πτολεμαϊκές κτήσεις που είχε καταλάβει, την περιοχή ανατολικά του Νέστου με τις μεγάλες πόλεις, Μαρώνεια, Άβδηρα και Αίνος, κατά τον Γ’ Συριακό πόλεμο (241-202 π.Χ.)

Ο Φίλιππος και τις δύο φορές απέρριψε το αίτημα των Ρωμαίων που του μετέφερε επιτροπή της Συγκλήτου. Τα μέσα του θέρους 200 π.Χ. ελήφθη απόφαση να μεταβεί στρατός στην Ιλλυρία για τη διεξαγωγή του πολέμου. Το 200 και το 199 π.Χ. δεν έγινε κάποια αποφασιστική επιχείρηση. Τα πράγματα πήραν νέα τροπή από το 198 π.Χ. όταν ο Φλαμινίνος ανέλαβε ως ύπατος την ευθύνη για τη διεξαγωγή του πολέμου. Ενώ προηγουμένως λάμβαναν χώρα μικρότερες επιχειρήσεις, τώρα έγινε μία μεγάλη μάχη, τον Ιούνιο του 197 π.Χ., στις Κυνός Κεφαλαί, η οποία και έκρινε την έκβαση του πολέμου. Τη σημασία του Β’ μακεδονικού πολέμου και της μάχης αυτής διαπιστώνουμε κυρίως αν λάβουμε υπόψη τους όρους της συνθήκης που ανακοίνωσε ο Φλαμινίνος στο Φίλιππο και που το 196 π.Χ. εστάλη για επικύρωση στη Ρώμη.

Οι όροι της ειρήνης δείχνουν τη σημασία της έκβασης του μακεδονικού πολέμου και την επέκταση της ρωμαϊκής πολιτικής, αφού για πρώτη φορά έχουμε ενεργό ανάμιξη στα ελληνικά πράγματα, έχουμε την έναρξη της ηγεμονικής πολιτικής της Ρώμης [Ο όρος ηγεμονία υποδηλώνει ότι δεν έχουμε κατάκτηση, αλλά ρυθμιστική παρέμβαση].

Οι όροι της ειρήνης ήταν οι εξής: 1. ο Φίλιππος υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει όλες τις κτήσεις του στην Ασία και στην Ευρώπη εκτός από τη Μακεδονία, να αποσύρει τις φρουρές που διατηρούσε εκτός των ορίων της Μακεδονίας μέχρι τα Ίσθμια του 196 π.Χ. 2. υποχρεούνταν να παραδώσει όλους τους αυτόμολους και τους αιχμαλώτους στη Ρώμη 3. υποχρεωνόταν να παραδώσει στη Ρώμη όλο το στόλο του εκτός από πέντε ελαφρά πλοία και το βασιλικό πλοίο, μία τριήρη εκκαιδεκήρη. 4. έπρεπε να καταβάλει ως πολεμική αποζημίωση στη Ρώμη χίλια τάλαντα και να συνάψει συνθήκη συμμαχίας με τον όρο να εκστρατεύει μαζί με τους Ρωμαίους. Επίσης ο μικρότερος γιος του, ο στάλθηκε ως όμηρος στη Ρώμη. Κατά τα Ίσθμια του 196 π.Χ. ο Φλαμινίνος διακήρυξε στο στάδιο της Κορίνθου ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθος την «αυτονομία και την ελευθερία των ελληνικών πόλεων». Ο ίδιος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος στον οποίο αποδόθηκαν λατρευτικές τιμές από τους Έλληνες της νότιας Ελλάδας ως δείγμα ευγνωμοσύνης. Ο Φλαμινίνος παρέμεινε στην Ελλάδα ως το 194 π.Χ., οπότε ανακλήθηκε στη Ρώμη, όπου επέστρεψε παίρνοντας μαζί του πολλά έργα τέχνης με τα οποία κόσμησε το θρίαμβό του. Ο Β’ μακεδονικός πόλεμος, λοιπόν, αποτελεί σημαντική τομή, καθώς είναι η πρώτη φορά που οι Ρωμαίοι παρεμβαίνουν ρυθμιστικά στα ελληνικά πράγματα.

Ο Φίλιππος Ε’ ήταν ο πιο διάσημος από τους Αντιγονίδες και είχε ως πρότυπο του το Φίλιππο Β’. Ήταν ο μόνος από τους Αντιγονίδες που επεκτάθηκε ανατολικά του Νέστου, το 202 π.Χ. και το 187 π.Χ. Αν και ηττήθηκε από τη Ρώμη, δεν ησύχασε και δεσμευόταν από ανασυγκρότησε το κράτος του και το 187 π.Χ. κατέλαβε τις πόλεις ανάμεσα στους ποταμούς Νέστο και Έβρο, Μαρώνεια, Άβδηρα και Αίνος. Όμως, στην ίδια περιοχή ζητούσε να κυριαρχήσει και ο Ευμένης Β’, ανταγωνιστής του Φιλίππου Ε’ και, αργότερα, του Περσέα. Ο Φίλιππος Ε’ διεξήγαγε εκστρατείες εναντίον των θρακικών φύλων κατά τα έτη 184, 183 και 181 π.Χ. Το 179 π.Χ., ενώ βρισκόταν σε εκστρατεία στη Θράκη κατευθυνόμενος από την Αμφίπολη προς το βορρά πέθανε και τον διαδέχτηκε στο θρόνο του ο Περσέας, ο τελευταίος βασιλιάς του μακεδονικού βασιλείου (179-168).

Με την άνοδό του στο θρόνο, ο Περσέας ζήτησε από τους Ρωμαίους ανανέωση της συμμαχίας μαζί τους και αναγνώρισή του από τη ρωμαϊκή σύγκλητο. Ο Ευμένης, όμως, τον διέβαλε ότι δήθεν προετοίμαζε πόλεμο, κάτι που δεν προέκυπτε από τη διπλωματική του δραστηριότητα, από την οποία φαίνεται ότι επιζητούσε καλές σχέσεις με όλα τα ελληνιστικά κράτη, βασίλεια και πόλεις. Ένα περιστατικό, ωστόσο, του 172 π.Χ. δημιούργησε στη Ρώμη την άποψη ότι ο Περσέας είναι επικίνδυνος. Καθώς ο Ευμένης επέστρεφε από ένα ταξίδι του στη Ρώμη, πέρασε από τους Δελφούς όπου και σημειώθηκε μία απόπειρα δολοφονίας του, ηθικός αυτουργός της οποίας θεωρήθηκε ο Περσέας. Σώζεται ένα μέρος της επιγραφής που αναφέρεται με αρνητικό για τον Περσέα περιεχόμενο στο περιστατικό. Η επίσημη ρωμαϊκή άποψη ήταν ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν ο ηθικός αυτουργός ενίσχυσε το αρνητικό κλίμα εις βάρος του και οδήγησε στην απόφαση των αρχών του 171 π.Χ. για πόλεμο εναντίον του.

Το 170 και 169 έλαβαν χώρα ελάσσονος σημασίας επιχειρήσεις στην Ιλλυρία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 22 Ιουνίου 168 π.Χ. στην Πύδνα της Μακεδονίας και έληξε με νίκη του ρωμαϊκού στρατού, που είχε ως αρχηγό τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο. Λόγω της διάλυσης του στρατού του, ο Περσέας πέρασε στην Πέλλα και, στη συνέχεια, στην Αμφίπολη και στη Σαμοθράκη, όπου και παραδόθηκε στους Ρωμαίους. Ο ίδιος και τα παιδιά του κόσμησαν το θρίαμβο του νικητή και ο Περσέας πέθανε στη Ρώμη το 165 π.Χ. Το 167 π.Χ. ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος συγκέντρωσε τους εκπροσώπους των μακεδονικών πόλεων στην Αμφίπολη και τους ανακοίνωσε τις νέες ρυθμίσεις.

Η Μακεδονία ήταν ένα παλαιό βασίλειο με εθνικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τα νεοσύστατα των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Το βασίλειο των Ατταλιδών ή της Περγάμου ήταν ένα μικρό βασίλειο, που δημιουργήθηκε ως τμήμα του εδάφους του βασιλείου των Σελευκιδών και για πρώτη φορά απόκτησε σχετικά μεγάλη έκταση … στη Μαγνησία παρά τω Σιπύλω.

Οι Ρωμαίοι προέβλεπαν το χωρισμό των εδαφών της Μακεδονίας σε τέσσερις διοικητικές περιοχές, που ονομάστηκαν μερίδες. Καθεμία από αυτές τις περιοχές ήταν αυτοδιοίκητη, ενώ δεν επιτρεπόταν επιγαμίες και ανταλλαγές ανάμεσα στους κατοίκους των περιοχών αυτών. Η πρώτη περιοχή ήταν μεταξύ του Νέστου και του Στρυμώνα με πρωτεύουσα την Αμφίπολη (σε αυτήν υπήχθησαν και οι κτήσεις του Περσέα μεταξύ Νέστου και Έβρου), η δεύτερη τα εδάφη μεταξύ Στρυμώνα και Αξιού, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, η τρίτη, γνωστή ως κάτω ή παράλια Μακεδονία, περιλάμβανε την περιοχή μεταξύ Αξιού και Πηνειού με πρωτεύουσα την Πέλλα και η τέταρτη, άνω Μακεδονία, με πρωτεύουσα την Ηράκλεια Λυγκηστίδα (η σημερινή πόλη Μοναστήρι-Bitola) που περιλάμβανε ολόκληρη την ορεινή βορειοδυτική Μακεδονία, την ενδοχώρα της τρίτης μερίδας. Με βάση τις νέες ρυθμίσεις οι Ρωμαίοι επέτρεψαν τη διατήρηση στρατού για την άμυνα από επιθέσεις, εκτός από την τρίτη μερίδα. Η απαγόρευση της μεταξύ των μερίδων επικοινωνίας ίσως οφείλεται στην αποτροπή της επιβίωσης του βασιλείου. Οι μερίδες διατηρήθηκαν υπό αυτό το καθεστώς από το 167 π.Χ. έως ότου οργανώθηκαν ως επαρχία του ρωμαϊκού κράτους.

Το 150 π.Χ. εμφανίστηκε κάποιος Ανδρίσκος ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν γιος του Περσέα, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς ως Φίλιππος και ξεκινώντας από τη Θράκη, ακολουθούμενος από πλήθη στρατιωτών, σχεδιάζοντας να αναβιώσει το βασίλειο της Μακεδονίας. Το 149 π.Χ. εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, ηττήθηκε, όμως, κοντά στο θέρος του 148 π.Χ. και κατέφυγε στη Θράκη, όπου χάνουμε και τα ίχνη του.

Τότε άλλαξε και ο τρόπος διοίκησης της περιοχής, καθώς η Μακεδονία οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία διοικούμενη από έναν Ρωμαίο διοικητή με το αξίωμα του ανθύπατου (proconsul) με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, από τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα και εξής, κατά την αυτοκρατορική περίοδο, δηλαδή, οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν και διατήρησαν το σύστημα αυτοδιοίκησης των πόλεων και το αντιπροσωπευτικό διοικητικό σύστημα, που αποδίδεται με τον όρο κοινό, που ήταν ομοσπονδιακά κράτη. Η επαρχιακή αυτοδιοίκηση στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας ο κύριος θεσμός που τους έδινε υπόσταση ήταν το λεγόμενο συνέδριο. Στη Μακεδονία, ενώ η έδρα της πολιτικής διοίκησης ήταν η Θεσσαλονίκη, έδρα του κοινού των Μακεδόνων και της επαρχιακής αυτοδιοίκησης ήταν η Βέροια. Σημασία έχει το ότι διατήρησαν θεσμούς που ενέταξαν στο σύστημα της αυτοκρατορίας. Το 148 π.Χ. οι μερίδες αντικαταστάθηκαν από την επαρχία.

Στη νότια Ελλάδα η μεταβολή συνέβη το 146 π.Χ. Εκείνο που προκάλεσε τη ρωμαϊκή παρέμβαση ήταν οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ αχαϊκής συμπολιτείας και Σπάρτης. Η ένταση προέκυπτε απ’ το ότι ενώ η η αχαϊκή συμπολιτεία έτεινε να εντάξει στις δομές της την Σπάρτη, η Σπάρτη έκλινε προς την ανεξαρτησία, κάτι που συχνά προκαλούσε προβλήματα, για την επίλυση των οποίων απευθυνόταν στη Ρώμη. Την άνοιξη του 146 π.Χ. η αχαϊκή συμπολιτεία κήρυξε πόλεμο εναντίον της Σπάρτης, που ήταν σύμμαχος της Ρώμης, και γι’ αυτό η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε ότι στρεφόταν εναντίον της Ρώμης. Μετά την ήττα του στρατού της αχαϊκής συμπολιτείας σε μάχη που έγινε στη Λευκόπετρα της Κορίνθου, ο ρωμαϊκός στρατός με αρχηγό το Μόμμιο κατέστρεψε και λεηλάτησε την Κόρινθο. Η κατάσταση που προέκυψε διευθετήθηκε από μία δεκαμελή επιτροπή της συγκλήτου, κατά την απόφαση της οποίας όσα κράτη τήρησαν φιλική ή ουδέτερη στάση απέναντι στη Ρώμη (η Σπάρτη, η Αθήνα και τα κοινά των Θεσσαλών, των Ακαρνάνων, των Αινιάνων, των Αιτωλών, και των Μαγνήτων), ενώ όσοι συντάχθηκαν με την αχαϊκή συμπολιτεία υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του ανθυπάτου της Μακεδονίας με αυτοδιοίκηση. Επομένως, όλη η Πελοπόννησος, πλην της Σπάρτης, οι δύο Λοκρίδες, η Βοιωτία, η Φωκίδα, η Χαλκίδα και τα Μέγαρα προσαρτήθηκαν στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ήδη η ρωμαϊκή κυριαρχία περιλάμβανε μέρος της νοτίου Ελλάδας όχι υπό χωριστή επαρχία.

Το βασίλειο της Περγάμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προχωρώντας με χρονική σειρά, το επόμενο ελληνιστικό βασίλειο που προσάρτησε η Ρώμη στην επικράτειά της ήταν αυτό της Περγάμου ή των Ατταλιδών. Ο Άτταλος Γ΄ (139/8-133 π.Χ.) πεθαίνοντας το 133 π.Χ. κληροδότησε με διαθήκη το κράτος του στο ρωμαϊκό δήμο, εκτός από την πόλη της Περγάμου και την χώρα της πόλης. Το 133 π.Χ. έφτασε στη Μικρά Ασία επιτροπή της Συγκλήτου για την εφαρμογή της διαθήκης, αλλά το επόμενο έτος ξέσπασε αναταραχή. Μετά το θάνατο του Αττάλου Γ΄, ο νόθος γιος του Ευμένη του Β΄, Αριστόνικος, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς με το όνομα Ευμένης Γ΄ και προσπάθησε να καταλάβει το βασίλειο της Περγάμου. Ο Αριστόνικος έδωσε στο υπό ίδρυση βασίλειο το όνομα ‘Ηλιόπολις’, που παραπέμπει σε ουτοπίες. Η εξέγερση του Αριστόνικου δεν υποστηρίχθηκε από ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά από τους εγχώριους κατοίκους της Μικράς Ασίας και απελεύθερους. Οι οπαδοί του συμπεριφερόταν σαν συμμορίες ληστών και δεν ήταν ικανοί να αντιμετωπίσουν το ρωμαϊκό στρατό, ο οποίος κατέφθασε το 130 π.Χ. στη Μικρά Ασία. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στη Ρώμη μαζί με το θησαυρό των Ατταλιδών. Η εξέγερση του Αριστόνικου καθυστέρησε την εφαρμογή της διαθήκης. Το 129 π.Χ. τα εδάφη του βασιλείου της Περγάμου οργανώθηκαν ως ρωμαϊκή επαρχία με το όνομα Asia.

Το βασίλειο των Σελευκιδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το επόμενο ελληνιστικό βασίλειο που καταλύθηκε από τους Ρωμαίους ήταν αυτό των Σελευκιδών. Η σύγκρουση ξεκίνησε επί βασιλείας του Αντίοχου Γ’ εναντίον του οποίου στράφηκαν οι Ρωμαίοι μετά την ήττα του Φιλίππου Ε’. οι αφορμές ήταν οι εξής: α) την άνοιξη του 197 π.Χ., ο Αντίοχος εκστράτευσε εναντίον των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και τις έθεσε υπό την κυριαρχία του. Την άνοιξη του 196 π.Χ. αποβιβάστηκε στη Θρακική χερσόνησο και με κέντρο στα ευρωπαϊκά εδάφη τη Λυσιμάχεια διεξήγαγε επιχειρήσεις ως το 194 π.Χ. επεξέτεινε την κυριαρχία του στο βόρειο Αιγαίο ως τη Μαρώνεια. β) το τέλος του 195 π.Χ. ο Αννίβας ζήτησε καταφύγιο στην αυλή του, όπου και έγινε δεκτός ως σύμβουλος γ) επειδή οι Αιτωλοί είχαν δυσαρεστηθεί από τις ρυθμίσεις που επικράτησαν μετά το 197 π.Χ. αποφάσισαν να πολεμήσουν εναντίον της Ρώμης και κάλεσαν τον Αντίοχο στην Ελλάδα και τον εξέλεξαν στρατηγό αυτοκράτορα. Το 192 π.Χ. ξεκίνησε την εκστρατεία του στην Ελλάδα. Την άνοιξη του 191 π.Χ. ο ρωμαϊκός στρατός έφτασε στην Απολλωνία και εντός του έτους αυτού ο Αντίοχος ηττήθηκε στις Θερμοπύλες και αποχώρησε στη Μικρά Ασία.

Μετά τις Θερμοπύλες, οι Αιτωλοί έστειλαν πρεσβεία στη Ρώμη για να συνθηκολογήσουν. Το 191 π.Χ. συμφωνήθηκε προσωρινή ειρήνη και το 189 π.Χ. συνήφθη ειρήνη.

Το 190 π.Χ. ανέλαβε ως ύπατος τη διεξαγωγή του πολέμου εναντίον του Αντιόχου ο Κορνήλιος Σκιπίων, που συνόδευε ο αδελφός του Παύλος Σκιπίων. Περνώντας την Ελλάδα, τη θρακική χερσόνησο και τον Ελλήσποντο, έφθασε στη Μικρά Ασία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις αρχές του 189 π.Χ. στη Μαγνησία κοντά στο όρος Σίπυλο, όπου αν και ο Αντίοχος παρέταξε 72 και οι Ρωμαίοι 30 χιλιάδες στρατού, νίκησαν οι Ρωμαίοι λόγω των εύστοχων συμβουλών του Ευμένη. Ο Σκιπίωνας υπαγόρευσε στον Αντίοχο τους όρους της ειρήνης, οι οποίο επικυρώθηκαν από τη Σύγκλητο το 189 π.Χ. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης, η οροσειρά του Ταύρου αποτελούσε το δυτικό όριο του βασιλείου των Σελευκιδών, που αποσύρθηκε από τη Μικρά Ασία, και απαγορεύθηκε να στρατολογεί από περιοχές δυτικά της οροσειράς. Τον υποχρέωσε ακόμη να περιορίσει τον αριθμό των ελεφάντων που κατείχε και να παραδώσει το στόλο, εκτός από δέκα πλοία, 20 ομήρους και πολεμική αποζημίωση ύψους δεκαπέντε χιλιάδων ταλάντων. Οι μεγάλες απώλειες ως συνέπεια της ήττας και πέθανε το 187 π.Χ. Τον διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του Σέλευκος Δ’ , που δολοφονήθηκε και τον αντικατέστησε ο νεότερος αδελφός του, Αντίοχος Δ’, ο επονομαζόμενος Επιφανής (175-164/3 π.Χ.). Ενώ το βασίλειο δεν υπέστη εδαφικές απώλειες, ένα χαρακτηριστικό της βασιλείας του ήταν οι αναταραχές που ξέσπασαν στην Ιουδαία. Ήδη στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., υπήρχε ένα χάσμα ανάμεσα τους ελληνιστές, τους Ιουδαίους, δηλαδή, που είχαν ελληνική παιδεία, και τους ορθόδοξους Εβραίους. Το 175-170 επικράτησαν ταραχές στην Ιερουσαλήμ διότι στο Ναό … οι ελληνιστές, με τον Ιάσονα, ο οποίος ίδρυσε Γυμνάσιο, κάτι που αποτελούσε πρόκληση για τους ορθόδοξους Ιουδαίους και οδήγησαν σε ταραχές τα έτη 169-167 π.Χ. που έληξαν με προσωρινή ήττα των ορθοδόξων Ιουδαίων. Την αρχή του 169 π.Χ., καθώς εκστράτευε εναντίον της Αιγύπτου, πέρασε από το Ναό και αφαίρεσε το θησαυρό ως αντιστάθμισμα φόρων τριών ετών που δεν είχαν καταβληθεί. Το 168 π.Χ. άρχισε εξέγερση των ορθοδόξων Ιουδαίων, ο Αντίοχος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και εγκατέστησε φρουρά ;στην ύπαιθρο;. Ο Ναός μεταβλήθηκε σε ναό του Ολυμπίου Διός. Μία άλλη προκλητική ενέργεια ήταν η απαγόρευση του Ιουδαϊκού νόμου το Δεκέμβρη; Του 167 π.Χ. επιβάλλοντας τα ελληνικά ήθη. Η αφαίρεση από τους Ιουδαίους του εξ έθους δικαιώματός τους να ζουν κατά το μωσαϊκό νόμο συνιστούσε μία ήττα των ορθόδοξων Ιουδαίων. Το 166 π.Χ. ξέσπασε και άλλη εξέγερση στην Ιουδαία, όπου εκστράτευσε ο Αντίοχος το 164 π.Χ. και ηττήθηκε. Αναγκάστηκε να ανακαλέσει το διάταγμα του 167 π.Χ., να επαναφέρει τη λατρεία του Γιαχβέ στο Ναό και να παράσχει αμνηστία. Πέθανε το 164/3 π.Χ. Μετά το θάνατό του ξεκίνησε η παρακμή του βασιλείου των Σελευκιδών, λόγω των συνεχών δυναστικών ερίδων και της εδαφικής συρρίκνωσης, ως αποτέλεσμα των αποσχιστικών τάσεων που εκδηλώθηκαν και κυρίως της επέκτασης του παρθικού βασιλείου.

Κατάληξη της κατάστασης που ξεκίνησε με γεγονότα μετά το θάνατο του Αντιόχου Δ’, ήταν η εξής: περί το τέλος του 2ου και τις αρχές του 1ου αιώνα ολόκληρη η Μεσοποταμία, η περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη, ανήκε στους Πάρθους περιορίζοντας το βασίλειο των Σελευκιδών στην ανατολική Κιλικία και στη Συρία. Τελευταίος Σελευκίδης βασιλιάς ήταν ο Αντίοχος ΙΓ’ (69-64). Επί αυτού του βασιλιά καταλύθηκε το βασίλειο των Σελευκιδών. Ο Πομπήιος, μετά τη νίκη του το 66 π.Χ. επί του Μιθριδάτη ΣΤ’ και του υποτελή του Τιγράνη, κατευθύνθηκε προς τη Συρία και το θέρος του 64 π.Χ., όταν έφτασε το θέρος του 64 π.Χ. ο Αντίοχος ΙΓ’ ζήτησε να τον αναγνωρίσουν. Ο Πομπήιος αρνήθηκε και το 64/3 π.Χ. μετέτρεψε το βασίλειό του σε ρωμαϊκή επαρχία, με το όνομα Syria, θέτοντας τέλος στην ύπαρξη του βασιλείου των Σελευκιδών.

Το βασίλειο των Πτολεμαίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βασίλειο των Πτολεμαίων γνώρισε το 2ο και τον 1ο π.Χ. αιώνα μία προϊούσα παρακμή, συμπτώματα της οποίας ήταν οι συνεχείς δυναστικές έριδες, η συνεχής πτώση της οικονομίας και η ενδυνάμωση του εγχώριου πληθυσμού, λόγω της ελάττωσης της ισχύος του βασιλείου. Συχνά η Ρώμη επενέβαινε στα εσωτερικά του, διότι πρέσβεις από την Αλεξάνδρεια κατέφθαναν στη Ρώμη. Η ιστορία του βασιλείου χωρίζεται σε δύο ενότητες: την περίοδο διάσπασης του βασιλείου και την περίοδο της βασιλείας της Κλεοπάτρας Ζ’.

Το 163 π.Χ. για πρώτη φορά το βασίλειο των Πτολεμαίων διανεμήθηκε. Ο Πτολεμαίος ο ΙΣΤ’ έλαβε το Αιγαίο και την Κύπρο και ο Πτολεμαίος Φίσκων την Κυρηναϊκή. Ένα άλλο σύμπτωμα της ασθενούς κατάστασης του βασιλείου ήταν η κληροδότησή του στους Ρωμαίους κατά τη διαθήκη του Πτολεμαίου Φίσκωνος το 155 π.Χ. Σε επιγραφή που έχει βρεθεί στο ναό του Απόλλωνα στην Κυρήνη αναφέρεται ότι σε περίπτωση θανάτου του η Κυρηναϊκή περιέρχεται στην ιδιοκτησία του ρωμαϊκού δήμου. Η σύγκλητος δεν εφάρμοσε τη διαθήκη. Το 96 π.Χ. ο Πτολεμαίος Απίων στην Κυρηναϊκή άφησε το βασίλειο στο ρωμαϊκό δήμο και η Σύγκλητος το 74 π.Χ. αποφάσισε να στείλει ένα Ρωμαίο διοικητή και να οργανώσει ως επαρχία την περιοχή. Ο Πτολεμαίος I' με διαθήκη του άφηνε την Αίγυπτο στο ρωμαϊκό δήμο. Αυτά είναι συμπτώματα και χαρακτηριστικά της κατάσταση που επικρατούσε.

Κατά τη διάρκεια, όμως, της βασιλείας της Κλεοπάτρας Ζ’, σημειώνεται μία αναβίωση της ισχύος του βασιλείου. Η Κλεοπάτρα Ζ’ (51-30 π.Χ.) ανήλθε στο θρόνο μετά το θάνατο του πατέρα της Πτολεμαίου ΙB’, ο οποίος με διαθήκη άφηνε το βασίλειό του στην κόρη του και το γιο του, Πτολεμαίο ΙΓ’ με τον όρο ότι θα παντρευτούν. Αντίγραφο της διαθήκης στάλθηκε στη Ρώμη, με την παράκληση να επιβλεφθεί η χρονική εφαρμογή της διαθήκης. Η Κλεοπάτρα, που ανήλθε στο θρόνο σε ηλικία 17 ετών, (ο αδερφός της Πτολεμαίος ήταν τότε ένδεκα ετών) κυβέρνησε ουσιαστικά μόνη της, αφού οι σύζυγοί της άλλαζαν (Πτολεμαίος ΙΓ’ [51-47], Πτολεμαίος ΙΔ’ [47-44], γιος της Πτολεμαίος ΙΕ’ Καισαρίων [44-30]). Τυπικά είχε τον τίτλο της συμβασιλείας, ουσιαστικά, όμως, κυβερνούσε μόνη της. Το γεγονός ότι η εξουσία της είχε πραγματικό αντίκρισμα φαίνεται απ’ το ότι εικονίζεται μόνη της σε νομίσματα και καθιέρωσε τη λατρεία της ως ‘νέας Ίσιδος’, διαχωρίζοντάς την από τη λατρεία του βασιλιά. Ήταν ευφυής, μορφωμένη και ασκούσε υψηλή πολιτική μέσω των διαπροσωπικών της σχέσεων.

Πληροφορίες γι’ αυτήν έχουμε από πτολεμαϊκούς παπύρους και νομίσματα και από ρωμαϊκές πηγές. Από τις ελληνικές πηγές, τη συναντάμε στο βίο του Πλουτάρχου ‘Αντώνιος’. Η σύνδεση Κλεοπάτρας με τα ρωμαϊκά πράγματα έγινε μέσω της σύνδεσής της με τον Ιούλιο Καίσαρα. Οι ρωμαϊκοί εμφύλιο πόλεμοι διεξήχθησαν κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα. Μετά τη μάχη στα Φάρσαλα, ο ηττηθείς Πομπήιος κατέφυγε στην Αίγυπτο όπου δολοφονήθηκε. Όταν ο Ιούλιος Καίσαρας κατέφθασε στην Αλεξάνδρεια, ούτε ο Πτολεμαίος ΙΓ’ ούτε η Κλεοπάτρα Ζ’ βρισκόταν εκεί και τους κάλεσε εκεί ώστε να τους συμφιλιώσει. Το 48 π.Χ. ανακοίνωσε ότι θα συμβάλλει όπως όριζε η διαθήκη. Όταν το 47 π.Χ. υποκινήθηκε μία εξέγερση του πτολεμαϊκού στρατού για τον Πτολεμαίο ΙΓ’ και έγινε μάχη στην Αλεξάνδρεια, τότε, επειδή στο λιμάνι υπήρχαν πενήντα ρωμαϊκά πλοία, ο Ιούλιος Καίσαρας διέταξε να πυρποληθούν για να μη χρησιμοποιηθούν από τους εξεγερμένους, η φωτιά μεταδόθηκε στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, η οποία και καταστράφηκε. Όταν καταπνίγηκε η εξέγερση και ο Πτολεμαίος ΙΓ’ ?, βασίλισσα ήταν η Κλεοπάτρα με τον αδερφό της, Πτολεμαίο ΙΔ’. Ο Καίσαρας άφησε εκεί τέσσερις λεγεώνες φεύγοντας. Η Κλεοπάτρα βρισκόταν στη Ρώμη στις Ειδούς του Μαρτίου 44 π.Χ. μαζί με τον τρίτο γιο της Καισαρίωνα. Η γνωριμία της με τον Μάρκο Αντώνιο αργότερα σε σχέση με τα γεγονότα μετά τη δολοφονία του Καίσαρα. Μετά τη μάχη στους Φιλίππους, το 42 π.Χ., ο Μάρκος Αντώνιος έδειξε ενδιαφέρον για τη διοίκηση της ανατολής & Αιγύπτου και έμεινε εκεί. Όπως ο Πλούταρχος περιγράφει, αποδέχτηκε τον ελληνικό τρόπο ζωής Στην Ταρσό της Κιλικίας … και το χειμώνα του 41-40 βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια. Αν εξαιρέσουμε τα έτη 40-38, ο Αντώνιος πέρασε όλη την υπόλοιπη περίοδο από το 42 ως το 31 π.Χ. στην ελληνική ανατολή μαζί με την Κλεοπάτρα. Οι πολιτικές βλέψεις του Αντωνίου ήταν άλλες από την επίσημη πολιτική της Ρώμης. Το 34 π.Χ. σε μία εκδήλωση στο κατάμεστο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα παρουσιάστηκαν καθισμένοι σε χρυσούς θρόνους με τα παιδιά τους στα πόδια τους. Τότε ο Μάρκος Αντώνιος διένειμε τα εδάφη της Ανατολής στην Κλεοπάτρα, που ονομάστηκε ‘βασίλισσα των βασιλέων’, και στα παιδιά της. Ειδικότερα, ο Καισαρίων, γιος του Καίσαρα και της Κλεοπάτρας, ονομάστηκε βασιλέας των βασιλέων, στον Αλέξανδρο Ήλιο αποδόθηκε η Αρμενία και τα εδάφη ανατολικά του Ευφράτη, στην Κλεοπάτρα Σελήνη η Λιβύη και η κυρηναϊκή και στον Πτολεμαίο Φιλάδελφο τα εδάφη δυτικά του Ευφράτη. Η πράξη αυτή με έντονο πολιτικό συμβολισμό, επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να ιδρύσει μία αυτοκρατορία με κέντρο την Αλεξάνδρεια, κάτι που τον έφερνε αυτομάτως σε ρήξη με τη Ρώμη και τον Οκταβιανό. Η σύγκλητος αφαίρεσε όλους του δημόσιους τίτλους από τον Αντώνιο, ώστε ο Οκταβιανός να έχει αντιμέτωπο ένα απλό ιδιώτη, και ο πόλεμος επίσημα διεξαγόταν εναντίον της Κλεοπάτρας. Η τελική μάχη δόθηκε στο Άκτιο, στη νότια είσοδο του Αμβρακικού κόλπου. Στη βόρεια πλευρά βρισκόταν ο Οκταβιανός με ένα στόλο ελαφρών και γρήγορων πλοίων και στη νότια ο στόλος της Κλεοπάτρας εντός του Αμβρακικού και ο στρατός του Αντωνίου. Τα πλοία του Οκταβιανού επιτηρούσαν τη θαλάσσια είσοδο του κόλπου, με αποτέλεσμα ελλείψεις σε τρόφιμα και αυτομολήσεις. Τότε αποφασίστηκε η έξοδος από τον κόλπο στις 2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ. Η Κλεοπάτρα με 60 πλοία που διασώθηκαν κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια και με ένα πλοίο την ακολούθησε ο Μάρκος Αντώνιος. Λόγω θαλασσοταραχής??. Ο Οκταβιανός πέρασε το χειμώνα του 31/30 π.Χ. στην Αθήνα και επέστρεψε στην Ιταλία. Την άνοιξη του 30 π.Χ. πραγματοποίησε ένα ταξείδι στη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο. Η Κλεοπάτρα ζήτησε να διαπραγματευτεί μαζί του. Ο Οκταβιανός αρνήθηκε, διότι ήθελε και θησαυρό και Αίγυπτο. Την 1 Αυγούστου 30 π.Χ. ο Αντώνιος αυτοκτόνησε. Η Κλεοπάτρα βρέθηκε νεκρή στον τάφο της, αν και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για το θάνατό της, από τις οποίες μία κάνει λόγο για θάνατο από δηλητήριο φιδιού. Το 30 π.Χ. σημειώθηκε το τέλος του πτολεμαϊκού βασιλείου. Το 29 π.Χ. ο Οκταβιανός πραγματοποίησε θρίαμβο, ο Πτολεμαίος Καισαρίων εκτελέστηκε, τα υπόλοιπα παιδιά συνόδευσαν το θρίαμβο του Οκταβιανού και, πέρα από την Κλεοπάτρα Σελήνη Β’, που δόθηκε ως σύζυγος στο βασιλιά της Μαυριτανίας Ιούδα, δε γνωρίζουμε τι απέγινε Ο Αλέξανδρος Ήλιος και ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος.

Στις 13 Ιανουαρίου 27 π.Χ. εγκαινιάζεται μία νέα μορφή διακυβέρνησης του ρωμαϊκού κράτους και η ρωμαϊκή κυριαρχία λαμβάνει νέα μορφή. Πρόκειται για το principatus, στα ελληνικά ηγεμονία ή αυτοκρατορικό καθεστώς του Αυγούστου. Το 27 π.Χ. δίδεται στον Οκταβιανό ο τίτλος Αύγουστος (=ανορθωτής). Το νέο πολίτευμα είναι έναs συνδυασμός αρμοδιοτήτων παλαιών θεσμών σε ένα μόνο πρόσωπο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Art of the Hellenistic Age and the Hellenistic Tradition. Heilbrunn Timeline of Art History, Metropolitan Museum of Art, 2013. Retrieved 27 May 2013. Archived here.
  2. Hellenistic Age. Encyclopædia Britannica, 2013. Retrieved 27 May 2013. Archived here.
  3. «Alexander the Great and the Hellenistic Age». www.penfield.edu. Ανακτήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2017. 
  4. Professor Gerhard Rempel, Hellenistic Civilization (Western New England College) Αρχειοθετήθηκε 2008-07-05 στο Wayback Machine..
  5. Ulrich Wilcken, Griechische Geschichte im Rahmen der Altertumsgeschichte.
  6. Green 2008, pp. xv–xvii.
  7. «Hellenistic Age». Encyclopædia Britannica Online. Encyclopædia Britannica, Inc.. https://www.britannica.com/EBchecked/topic/260307/Hellenistic-Age. Ανακτήθηκε στις 8 September 2012. 
  8. Green, P (2008). Alexander The Great and the Hellenistic Age. Phoenix. σελ. xiii. ISBN 978-0-7538-2413-9. 
  9. Chaniotis, Angelos (2018). Age of Conquests: The Greek World from Alexander to Hadrian. Cambridge, MA: Harvard University Press. σελ. 4. 
  10. Anderson, Terence J.; Twining, William (2015). «Law and archaeology: Modified Wigmorean Analysis». Material Evidence: Learning from Archaeological Practice. Abingdon, UK; New York, NY: Routledge, σελ. 290. ISBN 978-1-317-57622-8. https://books.google.com/books?id=zky2BQAAQBAJ&pg=PT290. Ανακτήθηκε στις 20 August 2019. 
  11. Αρριανός, Τα μετά Αλέξανδρον FGrHist 156, F 1
  12. Αρριανός, Τα Μετά Αλέξανδρον, FGrHist 156, F 1, 5
  13. FRANK W. WALBANK. THE HELLENISTIC WORLD, 1981. (Ο Ελληνιστικός Κόσμος, Frank W. Walbank. Μετάφραση: Τάσος Δαρβέρης) ISBN 960-288-019-19