Βασίλειο των Πτολεμαίων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Αίγυπτος τον 30 και 2ο αι. π.Χ.

Το βασίλειο των Πτολεμαίων [1] ήταν ένα αρχαίο ελληνικό κράτος με έδρα την Αίγυπτο κατά την Ελληνιστική Περίοδο. [2] Ιδρύθηκε το 305 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα, στρατηγό τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, και διήρκεσε μέχρι το τέλος της Κλεοπάτρας Ζ΄ το 30 π.Χ. [3] Κυβερνώντας για σχεδόν τρεις αιώνες, οι Πτολεμαίοι ήταν η μακροβιότερη και πιο πρόσφατη αιγυπτιακή δυναστεία αρχαίας καταγωγής.

Ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την ελεγχόμενη από τους Πέρσες Αίγυπτο το 332 π.Χ. κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του κατά της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Μετά το τέλος τού Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., η αυτοκρατορία του διαλύθηκε γρήγορα εν μέσω ανταγωνιστικών αξιώσεων από τους διαδόχους, τους πιο στενούς φίλους και στρατηγούς του. Ο Πτολεμαίος, ένας Μακεδόνας που ήταν από τους πιο πιστούς στρατηγούς και έμπιστους τού Αλέξανδρου, κέρδισε τον έλεγχο της Αιγύπτου από τους αντιπάλους του και αυτοανακηρύχτηκε Φαραώ. [4] [5] [6] Η Αλεξάνδρεια, μία ελληνική πόλη που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο, έγινε η πρωτεύουσα και σημαντικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού, της μάθησης και τού εμπορίου για τους επόμενους αιώνες. Μετά τους Συριακούς Πολέμους με την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, ένα αντίπαλο ελληνιστικό κράτος, το βασίλειο των Πτολεμαίων επέκτεινε την επικράτειά του για να συμπεριλάβει την ανατολική Λιβύη, το Σινά και τη βόρεια Νουβία.

Για να νομιμοποιήσουν την κυριαρχία τους και να κερδίσουν την αναγνώριση από τους γηγενείς Αιγύπτιους, οι Πτολεμαίοι υιοθέτησαν τον τίτλο του Φαραώ και απεικονίζονταν σε δημόσια μνημεία με αιγυπτιακό στυλ και ενδυμασία. Κατά τα άλλα η μοναρχία διατήρησε αυστηρά τον ελληνιστικό χαρακτήρα και τις παραδόσεις της. [3] Το βασίλειο είχε μία περίπλοκη κυβερνητική γραφειοκρατία, που εκμεταλλευόταν τους τεράστιους οικονομικούς πόρους της χώρας προς όφελος μίας ελληνικής άρχουσας τάξης, που κυριαρχούσε στις στρατιωτικές, πολιτικές και οικονομικές υποθέσεις και που σπάνια ενσωματωνόταν στην αιγυπτιακή κοινωνία και τον πολιτισμό. Οι γηγενείς Αιγύπτιοι διατήρησαν την εξουσία στους τοπικούς και θρησκευτικούς θεσμούς και μόνο σταδιακά συσσώρευσαν εξουσία στη γραφειοκρατία, υπό τον όρο ότι εξελληνίζονταν. [3] Ξεκινώντας με τον Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο, οι Πτολεμαίοι άρχισαν να υιοθετούν αιγυπτιακά έθιμα, όπως το να νυμφεύονται τις αδελφές τους σύμφωνα με τον μύθο τού Όσιρι και να συμμετέχουν στην αιγυπτιακή θρησκευτική ζωή. Νέοι ναοί κτίστηκαν, παλαιότεροι αποκαταστάθηκαν και η βασιλική αιγίδα έγινε δαψιλής στην ιεροσύνη.

Από τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. η Αίγυπτος των Πτολεμαίων ήταν το πλουσιότερο και ισχυρότερο από τα διάδοχα κράτη τού Αλεξάνδρου και το κορυφαίο παράδειγμα τού ελληνικού πολιτισμού. [3] Όμως ξεκινώντας από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., οι δυναστικές διαμάχες και μία σειρά ξένων πολέμων αποδυνάμωσαν το βασίλειο, που εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Υπό την Κλεοπάτρα Ζ΄, η οποία προσπάθησε να αποκαταστήσει την Πτολεμαϊκή εξουσία, η Αίγυπτος ενεπλάκη σε έναν ρωμαϊκό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος τελικά οδήγησε στην κατάκτησή της από τη Ρώμη ως το τελευταίο ανεξάρτητο ελληνιστικό κράτος. Η Ρωμαϊκή Αίγυπτος έγινε μία από τις πλουσιότερες επαρχίες της Ρώμης και κέντρο του μακεδονικού πολιτισμού, με τα ελληνικά να παραμένουν η κύρια γλώσσα της κυβέρνησης μέχρι τη μουσουλμανική κατάκτηση το 641 μ.Χ. Η Αλεξάνδρεια παρέμεινε μία από τις κορυφαίες πόλεις της Μεσογείου μέχρι τον ύστερο Μεσαίωνα. [7]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βασιλεία των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο είναι μία από τις καλύτερα τεκμηριωμένες χρονικές περιόδους της ελληνιστικής εποχής, λόγω της ανακάλυψης πολλών παπύρων και οστράκων γραμμένων στην κοινή ελληνιστική και αιγυπτιακή γλώσσα. [8]

Το υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πτολεμαίος ως Φαραώ της Αιγύπτου, Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο
Προτομή που απεικονίζει τον φαραώ Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο 309–246 π.Χ.

Το 332 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος βασιλιάς της Μακεδονίας, εισέβαλε στην Αίγυπτο, η οποία εκείνη την εποχή ήταν σατραπεία της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, γνωστή ως 31η Δυναστεία υπό τον αυτοκράτορα Αρταξέρξη Γ΄. [9] Επισκέφτηκε τη Μέμφιδα και ταξίδεψε στο μαντείο του Άμωνα στην όαση Σίβα. Ο χρησμός τον ανακήρυξε ως γιο του Άμωνα.

Ο Αλέξανδρος συμφιλίωσε τους Αιγύπτιους, με τον σεβασμό που έδειχνε για τη θρησκεία τους, αλλά διόρισε Μακεδόνες σχεδόν σε όλα τα ανώτερα αξιώματα της χώρας και ίδρυσε μία νέα ελληνική πόλη, την Αλεξάνδρεια, για να γίνει η νέα πρωτεύουσα. Ο πλούτος της Αιγύπτου θα μπορούσε τώρα να αξιοποιηθεί για την κατάκτηση από τον Αλέξανδρο της υπόλοιπης αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Στις αρχές του 331 π.Χ. ήταν έτοιμος να αναχωρήσει και οδήγησε τις δυνάμεις του στη Φοινίκη. Άφησε τον Κλεομένη από την Ναύκρατη ως κυρίαρχο νομάρχη για να ελέγξει την Αίγυπτο εν τη απουσία του. Ο Αλέξανδρος δεν επέστρεψε ποτέ στην Αίγυπτο.

Η εγκαθίδρυση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το τέλος του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ. [10] ξέσπασε κρίση διαδοχής μεταξύ των στρατηγών του. Αρχικά ο Περδίκκας κυβέρνησε την αυτοκρατορία ως αντιβασιλιάς τού ετεροθαλούς αδελφού τού Αλεξάνδρου, Αρριδαίου, ο οποίος επονομάστηκε Φίλιππος Γ΄ της Μακεδονίας, και στη συνέχεια ως αντιβασιλιάς τόσο του Φίλιππου Γ΄, όσο και τού βρέφους γιου τού Αλέξανδρου, Αλέξανδρου Δ΄ της Μακεδονίας, ο οποίος δεν είχε γεννηθεί την εποχή τού τέλους τού πατέρα του. Ο Περδίκκας διόρισε τον Πτολεμαίο, έναν από τους στενότερους στρατηγούς τού Αλέξανδρου, ως σατράπη της Αιγύπτου. Ο Πτολεμαίος κυβέρνησε την Αίγυπτο από το 323 π.Χ. ονομαστικά στο όνομα των κοινών βασιλέων Φιλίππου Γ΄ και Αλεξάνδρου Δ΄. Ωστόσο, καθώς η αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατατμήθηκε, ο Πτολεμαίος σύντομα καθιερώθηκε ως ηγεμόνας από μόνος του. Ο Πτολεμαίος υπερασπίστηκε με επιτυχία την Αίγυπτο έναντι της εισβολής του Περδίκκα το 321 π.Χ. και εδραίωσε τη θέση του στην Αίγυπτο και τις γύρω περιοχές κατά τους Πολέμους των Διαδόχων (322–301 π.Χ.). Το 305 π.Χ. ο Πτολεμαίος πήρε τον τίτλο του βασιλιά. Ως Πτολεμαίος Α΄ Σωτήρ, ίδρυσε τη δυναστεία των Πτολεμαίων, που επρόκειτο να κυβερνήσει την Αίγυπτο για σχεδόν 300 χρόνια.

Όλοι οι άνδρες ηγεμόνες της δυναστείας πήραν το όνομα Πτολεμαίος, ενώ οι πριγκίπισσες και οι βασίλισσες προτιμούσαν τα ονόματα Κλεοπάτρα, Αρσινόη και Βερενίκη. Επειδή οι Πτολεμαίοι βασιλείς υιοθέτησαν το αιγυπτιακό έθιμο να νυμφεύονται τις αδελφές τους, πολλοί από τους βασιλείς κυβέρνησαν από κοινού με τις συζύγους τους, οι οποίες ήταν επίσης τού βασιλικού οίκου. Αυτό το έθιμο έκανε την πολιτική των Πτολεμαίων μπλεγμένα αιμομικτική και οι μεταγενέστεροι Πτολεμαίοι ήταν όλο και πιο αδύναμοι. Οι μόνες Πτολεμαϊκές βασίλισσες που κυβέρνησαν επίσημα μόνες τους ήταν η Βερενίκη Γ΄ και η Βερενίκη Δ΄. Η Κλεοπάτρα Ε΄ συγκυβέρνησε, αλλά ήταν με μία άλλη γυναίκα, τη Βερενίκη Δ΄. Η Κλεοπάτρα Ζ΄ συγκυβέρνησε επίσημα με τον Πτολεμαίο ΙΓ΄ Θεό Φιλοπάτορα, τον Πτολεμαίο ΙΔ΄ και τον Πτολεμαίο ΙΕ΄, αλλά ουσιαστικά κυβέρνησε μόνη της την Αίγυπτο. 

Οι πρώτοι Πτολεμαίοι δεν διατάραξαν τη θρησκεία ή τα έθιμα των Αιγυπτίων. [11] Έκτισαν υπέροχους νέους ναούς για τους Αιγύπτιους θεούς και σύντομα υιοθέτησαν την εξωτερική εμφάνιση των φαραώ του παλιού καθεστώτος. Ηγεμόνες όπως ο Πτολεμαίος Α΄ Σωτήρ σέβονταν τον αιγυπτιακό λαό και αναγνώρισαν τη σημασία της θρησκείας και των παραδόσεων του. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας των Πτολεμαίων Β΄ και Γ΄, χιλιάδες Μακεδόνες βετεράνοι ανταμείφθηκαν με παραχωρήσεις γεωργικών εκτάσεων και οι Μακεδόνες τοποθετήθηκαν σε αποικίες και φρουρές ή εγκαταστάθηκαν σε χωριά σε όλη τη χώρα. Η Άνω Αίγυπτος, η πιο μακριά από το κέντρο της κυβέρνησης, επηρεάστηκε λιγότερο, παρόλο που ο Πτολεμαίος Α΄ καθιέρωσε την ελληνική αποικία της Πτολεμαΐδας Ερμίας ως πρωτεύουσά της. Αλλά μέσα σε έναν αιώνα, η ελληνική επιρροή είχε εξαπλωθεί στη χώρα και οι επιγαμίες είχαν δημιουργήσει μία μεγάλη ελληνο-αιγυπτιακή μορφωμένη τάξη. Παρόλα αυτά, οι Έλληνες παρέμεναν πάντα προνομιούχος μειονότητα στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Ζούσαν σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, λάμβαναν ελληνική μόρφωση, δικάζονταν στα ελληνικά δικαστήρια και ήταν πολίτες ελληνικών πόλεων. [12]

Ακμή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πτολεμαίος Α'[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνιστική προτομή του Πτολεμαίου Α΄ Σωτήρος, 3ος αι. π.Χ., τώρα στο Λούβρο.

Στο πρώτο μέρος της βασιλείας του Πτολεμαίου Α΄ κυριάρχησαν οι πόλεμοι των διαδόχων στρατηγών μεταξύ των διαφόρων διαδόχων κρατών της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Ο πρώτος του στόχος ήταν να κρατήσει τη θέση του στην Αίγυπτο με ασφάλεια και δεύτερον να αυξήσει την επικράτειά του. Μέσα σε λίγα χρόνια είχε αποκτήσει τον έλεγχο της Λιβύης, της Κοίλης Συρίας (συμπεριλαμβανομένης της Ιουδαίας) και της Κύπρου. Όταν ο Αντίγονος, ηγεμόνας της Συρίας, προσπάθησε να επανενώσει την αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου, ο Πτολεμαίος εντάχθηκε στον συνασπισμό εναντίον του. Το 312 π.Χ., συμμαχώντας με τον Σέλευκο Α΄, τον ηγεμόνα της Βαβυλωνίας, νίκησε τον Δημήτριο, γιο του Αντιγόνου, στη μάχη της Γάζας.

Το 311 π.Χ. συνήφθη ειρήνη μεταξύ των μαχητών, αλλά το 309 π.Χ. ξεκίνησε ξανά πόλεμος και ο Πτολεμαίος κατέλαβε την Κόρινθο και άλλα μέρη της Ελλάδας, αν και έχασε την Κύπρο μετά από ναυμαχία το 306 π.Χ. Τότε ο Αντίγονος προσπάθησε να εισβάλει στην Αίγυπτο, αλλά ο Πτολεμαίος κράτησε τα σύνορα εναντίον του. Όταν ανανεώθηκε η ένωση κατά τού Αντιγόνου το 302 π.Χ., ο Πτολεμαίος προσχώρησε πάλι στον συνασπισμό, αλλά ούτε αυτός, ούτε ο στρατός του ήταν παρόντες, όταν ο Αντίγονος ηττήθηκε και σκοτώθηκε στην Ιψό. Αντίθετα, είχε εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να εξασφαλίσει την Κοίλη Συρία και την Παλαιστίνη, κατά παράβαση της συμφωνίας που την εκχωρούσε στον Σέλευκο Α΄, δημιουργώντας έτσι το σκηνικό για τους μελλοντικούς Συριακούς Πολέμους. [13] Στη συνέχεια ο Πτολεμαίος προσπάθησε να μείνει μακριά από χερσαίους πολέμους, ωστόσο ανέκτησε την Κύπρο το 295 π.Χ.

Νιώθοντας ότι το βασίλειο ήταν πλέον ασφαλές, ο Πτολεμαίος μοιράστηκε την κυριαρχία με τον γιο του -τον Πτολεμαίο Β΄- από τη σύζυγό του Βερενίκη το 285 π.Χ. Στη συνέχεια, μάλλον αφιέρωσε τη συνταξιοδότησή του στη συγγραφή μίας ιστορίας των εκστρατειών του Αλεξάνδρου, η οποία δυστυχώς τώρα δεν σώζεται, αλλά ήταν μία κύρια πηγή για το μεταγενέστερο έργο του Αρριανού. Ο Πτολεμαίος Α΄ απεβίωσε το 283 π.Χ. σε ηλικία 84 ετών. Άφησε ένα σταθερό και καλά διοικούμενο βασίλειο στον γιο του.

Πτολεμαίος Β΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του ως φαραώ της Αιγύπτου το 283 π.Χ., [14] ήταν ένας ειρηνικός και καλλιεργημένος φαραώ, αν και σε αντίθεση με τον πατέρα του δεν ήταν σπουδαίος πολεμιστής. Ευτυχώς, ο Πτολεμαίος Α΄ είχε αφήσει την Αίγυπτο δυνατή και ευημερούσα. Τρία χρόνια εκστρατείας στον Α΄ Συριακό Πόλεμο έκανε τους Πτολεμαίους κύριους της ανατολικής Μεσογείου, ελέγχοντας τα νησιά του ΑιγαίουΝησιωτική Συμμαχία) και τις παράκτιες περιοχές της Κιλικίας, της Παμφυλίας, της Λυκίας και της Καρίας. Ωστόσο, μερικά από αυτά τα εδάφη χάθηκαν κοντά στο τέλος της βασιλείας του ως αποτέλεσμα του Β΄ Συριακού Πολέμου. Στη δεκαετία του 270 π.Χ. ο Πτολεμαίος Β΄ νίκησε το βασίλειο του Κους σε πόλεμο, αποκτώντας στους Πτολεμαίους ελεύθερη πρόσβαση στην επικράτεια των Κουσιτών και τον έλεγχο σημαντικών κοιτασμάτων χρυσού νότια της Αιγύπτου, γνωστά ως Δωδεκασόινος. [15] Ως αποτέλεσμα οι Πτολεμαίοι ίδρυσαν κυνηγετικούς σταθμούς και λιμάνια μέχρι το Πορτ Σουδάν, από όπου ομάδες επιδρομών που περιείχαν εκατοντάδες άνδρες, έψαχναν για πολεμικούς ελέφαντες. [15] Ο ελληνιστικός πολιτισμός θα αποκτούσε σημαντική επιρροή στο Κους αυτή την εποχή. [15]

Ο Πτολεμαίος Β΄ ήταν ένας πρόθυμος προστάτης της μελέτης, χρηματοδότησε την επέκταση της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και προστάτευσε την επιστημονική έρευνα. Ποιητές όπως ο Καλλίμαχος, ο Θεόκριτος, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ο Ποσείδιππος έλαβαν υποτροφίες και παρήγαγαν αριστουργήματα της ελληνιστικής ποίησης, συμπεριλαμβανομένων πανηγυρικών προς τιμήν της δυναστείας των Πτολεμαίων. Άλλοι μελετητές που λειτουργούσαν υπό την αιγίδα του Πτολεμαίου, ήταν ο μαθηματικός Ευκλείδης και ο αστρονόμος Αρίσταρχος. Ο Πτολεμαίος πιστεύεται ότι ανέθεσε στον Mανέθωνα να συνθέσει τα Aιγυπτιακά του, μία αφήγηση της αιγυπτιακής ιστορίας, που ίσως είχε σκοπό να κάνει τον αιγυπτιακό πολιτισμό κατανοητό στους νέους ηγεμόνες του. [16]

Η πρώτη σύζυγος του Πτολεμαίου, η Αρσινόη Α΄, κόρη του Λυσίμαχου, ήταν μητέρα των νόμιμων παιδιών του. Μετά την αποκήρυξή της, ακολούθησε το αιγυπτιακό έθιμο και νυμφεύτηκε την αδελφή του, Αρσινόη Β΄, ξεκινώντας μία πρακτική που, ενώ ήταν ευχάριστη στον αιγυπτιακό πληθυσμό, είχε σοβαρές συνέπειες σε μεταγενέστερες βασιλείες. Η υλική και λογοτεχνική αίγλη της Αλεξανδρινής Αυλής βρισκόταν στο απόγειό της επί Πτολεμαίου Β΄. Ο Καλλίμαχος, φύλακας της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, ο Θεόκριτος, και πλήθος άλλων ποιητών, εξύμνησαν την οικογένεια των Πτολεμαίων. Ο ίδιος ο Πτολεμαίος ήταν πρόθυμος να αυξήσει τη βιβλιοθήκη και να υποστηρίξει την επιστημονική έρευνα. Ξόδευε αφειδώς για να γίνει η Αλεξάνδρεια οικονομική, καλλιτεχνική και πνευματική πρωτεύουσα του ελληνιστικού κόσμου. Οι ακαδημίες και οι βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας αποδείχθηκαν ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση μεγάλου μέρους της ελληνικής λογοτεχνικής κληρονομιάς.

Πτολεμαίος Γ΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νόμισμα που απεικονίζει τον φαραώ Πτολεμαίο Γ΄ Ευεργέτη. Πτολεμαϊκό Βασίλειο.

Ο Πτολεμαίος Γ΄ Ευεργέτης διαδέχθηκε τον πατέρα του το 246 π.Χ. Εγκατέλειψε την πολιτική των προκατόχων του να μένουν έξω από τους πολέμους των άλλων μακεδονικών διαδόχων βασιλείων και βυθίστηκε στον Γ΄ Συριακό Πόλεμο (246–241 π.Χ.) με την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών της Συρίας, όταν η αδελφή του, βασίλισσα Βερενίκη και ο γιος της δολοφονήθηκαν σε δυναστική διαμάχη. Ο Πτολεμαίος Γ΄ βάδισε θριαμβευτικά στην καρδιά του βασιλείου των Σελευκιδών, μέχρι τη Βαβυλωνία, ενώ οι στόλοι του στο Αιγαίο Πέλαγος έκαναν νέες κατακτήσεις μέχρι τη Θράκη.

Αυτή η νίκη σηματοδότησε το ζενίθ της Πτολεμαϊκής δύναμης. Ο Σέλευκος Β΄ Καλλίνικος διατήρησε τον θρόνο του, αλλά οι αιγυπτιακοί στόλοι έλεγχαν τις περισσότερες ακτές της Μ. Ασίας και της Ελλάδας. Μετά από αυτόν τον θρίαμβο ο Πτολεμαίος Γ΄ δεν συμμετείχε πλέον ενεργά στον πόλεμο, αν και υποστήριξε τους εχθρούς της Μακεδονίας στην ελληνική πολιτική σκηνή. Η εσωτερική του πολιτική διέφερε από εκείνη τού πατέρα του στο ότι υποστήριζε τη γηγενή αιγυπτιακή θρησκεία πιο φιλελεύθερα: άφησε μεγαλύτερα ίχνη ανάμεσα στα αιγυπτιακά μνημεία. Σε αυτό η βασιλεία του σηματοδοτεί τη σταδιακή εξαιγυπτίωση των Πτολεμαίων.

Ο Πτολεμαίος Γ΄ συνέχισε τις χορηγίες τού προκατόχου του για τις σπουδές και τη λογοτεχνία. Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη στο Μουσείο συμπληρώθηκε από μία δεύτερη βιβλιοθήκη, που κτίστηκε στο Σεραπείο. Λέγεται ότι είχε ληφθεί και αντιγραφεί κάθε βιβλίο, που ξεφόρτωνε στις αποβάθρες της Αλεξάνδρειας, επιστρέφοντας τα αντίγραφα στους ιδιοκτήτες τους και κρατώντας τα πρωτότυπα για τη Βιβλιοθήκη. [17] Λέγεται ότι δανείστηκε από την Αθήνα τα επίσημα χειρόγραφα τού Αισχύλου, τού Σοφοκλή και τού Ευριπίδη και έχανε το μεγάλο εχέγγυο, πού είχε καταβάλει γι' αυτά, προτιμώντας να τα κρατήσει στη Βιβλιοθήκη, αντί να τα επιστρέψει. Ο πιο διακεκριμένος λόγιος στην Αυλή του Πτολεμαίου Γ΄ ήταν ο πολυμαθής και γεωγράφος Ερατοσθένης, πιο γνωστός για τον εξαιρετικά ακριβή υπολογισμό της περιφέρειας της γης. Άλλοι εξέχοντες μελετητές περιλαμβάνουν τους μαθηματικούς Κόνωνα τον Σάμιο και Απολλώνιο τον Περγαίο. [16]

Ο Πτολεμαίος Γ΄ χρηματοδότησε κατασκευαστικά έργα σε ναούς σε όλη την Αίγυπτο. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν ο Ναός του Ώρου στο Εντφού, ένα από τα αριστουργήματα της αρχαίας αιγυπτιακής αρχιτεκτονικής ναών και τώρα ο καλύτερα διατηρημένος από όλους τους αιγυπτιακούς ναούς. Ο Πτολεμαίος Γ΄ ξεκίνησε την κατασκευή του στις 23 Αυγούστου 237 π.Χ. Οι εργασίες συνεχίστηκαν για το μεγαλύτερο μέρος της δυναστείας των Πτολεμαίων. Ο κύριος ναός ολοκληρώθηκε κατά τη βασιλεία του γιου του, Πτολεμαίου Δ΄, το 212 π.Χ. και το πλήρες συγκρότημα ολοκληρώθηκε μόλις το 142 π.Χ. κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου Η΄, ενώ τα ανάγλυφα στον μεγάλο πυλώνα ολοκληρώθηκαν κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου ΙΒ΄.

Παρακμή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αυτοκρατορία των Πτολεμαίων το 200 π.Χ., δίπλα σε γειτονικά κράτη.
Δαχτυλίδι του Πτολεμαίου ΣΤ΄ Φιλομήτορος ως Αιγύπτιου φαραώ. Μουσείο του Λούβρου.

Πτολεμαίος Δ΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 221 π.Χ., ο Πτολεμαίος Γ΄ απεβίωσε και τον διαδέχθηκε ο γιος του Πτολεμαίος Δ΄ Φιλοπάτωρ, ένας αδύναμος βασιλιάς, τού οποίου η κυριαρχία επιτάχυνε την παρακμή του Πτολεμαϊκού βασιλείου. Η βασιλεία του εγκαινιάστηκε με τον φόνο της μητέρας του και βρισκόταν πάντα υπό την επιρροή των βασιλικών ευνοουμένων, που έλεγχαν την κυβέρνηση. Ωστόσο, οι υπουργοί του μπόρεσαν να κάνουν σοβαρές προετοιμασίες για να αντιμετωπίσουν τις επιθέσεις τού Αντίοχου Γ΄ του Μεγάλου στην Κοίλη Συρία και η μεγάλη αιγυπτιακή νίκη της Ραφίας το 217 π.Χ. εξασφάλισε το βασίλειο. Ένα σημάδι της εσωτερικής αδυναμίας της βασιλείας του ήταν οι εξεγέρσεις των γηγενών Αιγυπτίων, που κατέστρεψαν πάνω από τη μισή χώρα για περισσότερα από 20 χρόνια. Ο Φιλοπάτορας ήταν αφοσιωμένος στις οργιαστικές θρησκείες και στη λογοτεχνία. Νυμφεύτηκε την αδελφή του Αρσινόη Γ΄, αλλά κυβερνήθηκε από την ερωμένη του Αγαθόκλεια.

Όπως και οι προκάτοχοί του, ο Πτολεμαίος Δ΄ παρουσιάστηκε ως τυπικός Αιγύπτιος φαραώ και υποστήριξε ενεργά την αιγυπτιακή ιερατική ελίτ μέσω δωρεών και κατασκευής ναών. Ο Πτολεμαίος Γ΄ είχε εισαγάγει μία σημαντική καινοτομία το 238 π.Χ. πραγματοποιώντας σύνοδο όλων των ιερέων της Αιγύπτου στον Κάνωπο. Ο Πτολεμαίος Δ΄ συνέχισε αυτή την παράδοση, πραγματοποιώντας τη δική του σύνοδο στη Μέμφιδα το 217 π.Χ., μετά τους εορτασμούς της νίκης του Δ΄ Συριακού Πολέμου. Αποτέλεσμα αυτής της συνόδου ήταν το Διάταγμα της Ραφίας, που εκδόθηκε στις 15 Νοεμβρίου 217 π.Χ. και διατηρήθηκε σε τρία αντίγραφα. Όπως και άλλα Πτολεμαϊκά διατάγματα, το διάταγμα ήταν γραμμένο στα ιερογλυφικά, στη δημώδη αιγυπτιακή γραφή και στην κοινή ελληνική. Το διάταγμα καταγράφει τη στρατιωτική επιτυχία του Πτολεμαίου Δ΄ και της Αρσινόης Γ΄ και τις ευεργεσίες τους προς την αιγυπτιακή ιερατική ελίτ. Καθ' όλη τη διάρκεια, ο Πτολεμαίος Δ΄ παρουσιάζεται να αναλαμβάνει το ρόλο του Ώρου, που εκδικείται τον πατέρα του νικώντας τις δυνάμεις της αταξίας με επικεφαλής τον θεό Σετ. Σε αντάλλαγμα, οι ιερείς ανέλαβαν να στήσουν μία ομάδα αγαλμάτων σε κάθε ναό τους, που απεικόνιζε τον θεό τού ναού να παρουσιάζει ένα ξίφος νίκης στον Πτολεμαίο Δ΄ και την Αρσινόη Γ΄. Πενθήμερος εορτασμός εγκαινιάστηκε προς τιμήν των Θεών Φιλοπατόρων και της νίκης τους. Το διάταγμα φαίνεται λοιπόν να αντιπροσωπεύει μία επιτυχημένη σύζευξη της αιγυπτιακής φαραωνικής ιδεολογίας και θρησκείας με την ελληνιστική ελληνική ιδεολογία τού νικητή βασιλιά και της λατρείας τού ηγεμόνα του. [18]

Εξεγέρσεις στο Νότο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κακή διακυβέρνηση από τον φαραώ στην Αλεξάνδρεια οδήγησε σε μία σχεδόν επιτυχημένη εξέγερση, υπό την ηγεσία ενός ιερέα ονόματι Υγρονάφωρ. Αυτοανακηρύχθηκε φαραώ το 205 π.Χ. και κυβέρνησε την άνω Αίγυπτο μέχρι το τέλος του το 199 π.Χ. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Ανχμακής, του οποίου οι δυνάμεις παραλίγο να εκδιώξουν τους Πτολεμαίους από τη χώρα. Η επαναστατική δυναστεία τελικά ηττήθηκε το 185, και μία στήλη που εόρταζε αυτό το γεγονός ήταν ιστορικά σημαντική ως η περίφημη πέτρα της Ροζέττας.

Πτολεμαίος Ε΄ Επιφανής και Πτολεμαίος ΣΤ΄ Φιλομήτωρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα μωσαϊκό από την Θουμίδα (Mένδη), στην Αίγυπτο, που δημιουργήθηκε από τον ελληνιστικό καλλιτέχνη Σοφίλο (έχει την υπογραφή του) π. το 200 π.Χ., τώρα στο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η εικονιζόμενη γυναίκα είναι η βασίλισσα Βερενίκη Β΄ (η οποία κυβέρνησε από κοινού με τον σύζυγό της Πτολεμαίο Γ΄ Ευεργέτη) ως η προσωποποίηση της Αλεξάνδρειας, με το στέμμα της να δείχνει την πλώρη πλοίου, ενώ φέρει μία καρφίτσα σε σχήμα άγκυρας για το ιμάτιό της, σύμβολα τού ικανού και με επιτυχίες ναυτικού τού Πτολεμαϊκού βασιλείου στη Μεσόγειο Θάλασσα. [19]

Ο Πτολεμαίος Ε΄ Επιφανής, γιος του Φιλοπάτορα και της Αρσινόης, ήταν παιδί όταν ανέβηκε στο θρόνο και μία σειρά αντιβασιλέων διοικούσαν το βασίλειο. Ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών και ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας έκαναν μία συμφωνία για την κατάληψη των Πτολεμαϊκών κτήσεων. Ο Φίλιππος Ε΄ κατέλαβε αρκετά νησιά και μέρη στην Καρία και τη Θράκη, ενώ η μάχη του Πανίου το 200 π.Χ. μεταβίβασε την Κοίλη Συρία από την Πτολεμαϊκή εξουσία στον έλεγχο των Σελευκιδών. Μετά την ήττα αυτή η Αίγυπτος συνήψε συμμαχία με την ανερχόμενη δύναμη στη Μεσόγειο, τη Ρώμη. Μόλις ενηλικιώθηκε ο Επιφανής έγινε τύραννος, πριν από το πρόωρο τέλος του το 180 π.Χ. Τον διαδέχθηκε ο βρέφος γιος του Πτολεμαίος ΣΤ΄ Φιλομήτωρ.

Το 170 π.Χ. ο Αντίοχος Δ΄ Επιφανής εισέβαλε στην Αίγυπτο και αιχμαλώτισε τον Φιλομήτορα, εγκαθιστώντας τον στη Μέμφιδα ως βασιλιά-μαριονέτα. Ο μικρότερος αδελφός τού Φιλομήτορα (αργότερα Πτολεμαίος Η΄ Φύσκων) τοποθετήθηκε βασιλιάς από την Πτολεμαϊκή Αυλή στην Αλεξάνδρεια. Όταν ο Αντίοχος Δ΄ αποχώρησε, τα αδέλφια συμφώνησαν να βασιλεύσουν από κοινού με την αδελφή τους Κλεοπάτρα Β΄. Σύντομα όμως διαφώνισαν και οι διαμάχες μεταξύ των δύο αδελφών επέτρεψαν στη Ρώμη να παρέμβει και να αυξήσει σταθερά την επιρροή της στην Αίγυπτο. Ο Φιλομήτωρ ανέκτησε τελικά τον θρόνο. Το 145 π.Χ. σκοτώθηκε στη μάχη της Αντιόχειας.

Καθ' όλη τη διάρκεια των δεκαετιών 160 και 150 π.Χ., ο Πτολεμαίος ΣΤ΄ επιβεβαίωσε επίσης τον έλεγχο των Πτολεμαίων στο βόρειο τμήμα της Νουβίας. Αυτό το επίτευγμα διαφημίζεται έντονα στον ναό της Ίσιδας στη νήσο Φίλαι, στον οποίο χορηγήθηκαν τα φορολογικά έσοδα της περιοχής του Δωδεκάσχοινου το 157 π.Χ. Οι διακοσμήσεις στον πρώτο πυλώνα τού ναού της Ίσιδας στις Φίλαι τονίζουν την αξίωση των Πτολεμαίων να κυβερνούν ολόκληρη τη Νουβία. Η προαναφερθείσα επιγραφή σχετικά με τους ιερείς της Μαντουλίδος δείχνει, ότι ορισμένοι Νούβιοι ηγέτες τουλάχιστον πλήρωναν φόρο τιμής στο θησαυροφυλάκιο των Πτολεμαίων αυτήν την περίοδο. Προκειμένου να εξασφαλίσει την περιοχή, ο στρατηγός της Άνω Αιγύπτου, Βοηθός, ίδρυσε δύο νέες πόλεις, που ονομάστηκαν Φιλομήτρις και Κλεοπάτρα προς τιμή του βασιλικού ζεύγους. [20] [21]

Οι μετέπειτα Πτολεμαίοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το τέλος τού Πτολεμαίου ΣΤ΄ ξεκίνησε μία σειρά από εμφύλιους πολέμους και διαμάχες μεταξύ των μελών της δυναστείας των Πτολεμαίων, που κράτησε περισσότερο από έναν αιώνα. Τον Φιλομήτορα διαδέχθηκε ένα ακόμη βρέφος, ο γιος του Πτολεμαίος Ζ΄ Νέος Φιλοπάτωρ. Όμως ο Πτολεμαίος Η΄ Φύσκων επέστρεψε σύντομα, σκότωσε τον νεαρό ανιψιό του, κατέλαβε τον θρόνο και αποδείχθηκε σύντομα σκληρός τύραννος. Με το τέλος του το 116 π.Χ. άφησε το βασίλειο στη σύζυγό του Κλεοπάτρα Γ΄ και στον γιο της Πτολεμαίο Θ΄ Φιλομήτορα Σωτήρα Β΄. Ο νεαρός βασιλιάς εκδιώχθηκε από τη μητέρα του το 107 π.Χ., η οποία βασίλευσε από κοινού με τον μικρότερο γιο τού Ευεργέτη, Πτολεμαίο Ι΄ Αλέξανδρο Α΄. Το 88 π.Χ. ο Πτολεμαίος Θ΄ επέστρεψε ξανά στον θρόνο και τον διατήρησε μέχρι το τέλος του το 80 π.Χ. Τον διαδέχθηκε ο Πτολεμαίος ΙΑ΄ Αλέξανδρος Β΄, γιος του Πτολεμαίου Ι΄. Λιντσαρίστηκε από τον όχλο της Αλεξάνδρειας, όταν δολοφόνησε τη θετή του μητέρα, η οποία ήταν επίσης εξαδέλφη, θεία και σύζυγός του. Αυτές οι άθλιες δυναστικές διαμάχες άφησαν την Αίγυπτο τόσο αποδυναμωμένη, που η χώρα έγινε de facto προτεκτοράτο της Ρώμης, η οποία είχε πλέον απορροφήσει το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου.

Τον Πτολεμαίο ΙΑ΄ διαδέχθηκε ένας γιος του Πτολεμαίου Θ΄, ο Πτολεμαίος ΙΒ΄ Νέος Διόνυσος, με το παρωνύμιο ο Αυλητής. Μέχρι τώρα η Ρώμη ήταν ο διαιτητής των αιγυπτιακών υποθέσεων και προσάρτησε τόσο τη Λιβύη όσο και την Κύπρο. Το 58 π.Χ. ο Αυλητής εκδιώχθηκε από τον όχλο της Αλεξάνδρειας, αλλά οι Ρωμαίοι τον αποκατέστησαν στην εξουσία τρία χρόνια αργότερα. Απεβίωσε το 51 π.Χ., αφήνοντας το βασίλειο στον δεκαετή γιο του και τη δεκαεπταετή κόρη του: τον Πτολεμαίο ΙΓ΄ Θεό Φιλοπάτορα και την Κλεοπάτρα Ζ΄, που βασίλευσαν από κοινού ως σύζυγοι.

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κλεοπάτρα Ζ΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νόμισμα της Κλεοπάτρας Ζ΄, με την εικόνα της [22].

Η Κλεοπάτρα Ζ΄ ανέβηκε στον αιγυπτιακό θρόνο στις 22 Μαρτίου 51 π.Χ. μετά το τέλος τού πατέρα της, Πτολεμαίου ΙΒ΄ Νέου Διονύσου. [23] Βασίλευσε ως βασίλισσα «Φιλοπάτορας» και φαραώ με διάφορους άνδρες αντιβασιλείς από το 51 έως το 30 π.Χ. [24]

Η πτώση της εξουσίας των Πτολεμαίων συνέπεσε με την αυξανόμενη κυριαρχία της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Με το ένα κράτος μετά το άλλο να πέφτουν στη Μακεδονία και την αυτοκρατορία των Σελευκιδών, οι Πτολεμαίοι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συμμαχήσουν με τους Ρωμαίους, ένα σύμφωνο που κράτησε περισσότερο από 150 χρόνια. Την εποχή του Πτολεμαίου ΙΒ΄ η Ρώμη είχε αποκτήσει τεράστια επιρροή στην πολιτική και τα οικονομικά της Αιγύπτου, σε σημείο που ανακήρυξε τη ρωμαϊκή σύγκλητο θεματοφύλακα της Πτολεμαϊκής Δυναστείας. Ο Πτολεμαίος ΙΒ΄ είχε πληρώσει τεράστια ποσά αιγυπτιακού πλούτου και πόρων ως φόρο τιμής στους Ρωμαίους, προκειμένου να ανακτήσει και να εξασφαλίσει τον θρόνο του μετά την εξέγερση και το σύντομο πραξικόπημα υπό την ηγεσία των μεγαλύτερων κορών του, της Κλεοπάτρας ΣΤ΄ Τρύφαινας και της Βερενίκη Δ΄. Και οι δύο κόρες σκοτώθηκαν στην ανάκτηση τού θρόνου του από τον Αυλητή: η Τρύφαινα με δολοφονία και η Βερενίκη με εκτέλεση. Έτσι έμεινε η Κλεοπάτρα Ζ΄ ως το μεγαλύτερο παιδί του Πτολεμαίου ΙΒ΄ Αυλητή που επέζησε. Παραδοσιακά, τα βασιλικά αδέλφια των Πτολεμαίων παντρεύονταν το ένα το άλλο κατά την άνοδο στο θρόνο. Αυτοί οι γάμοι μερικές φορές έκαναν παιδιά και άλλες φορές ήταν απλώς μία τελετουργική ένωση για την εδραίωση της πολιτικής εξουσίας. Ο Πτολεμαίος ΙΒ΄ Αυλητής εξέφρασε με τη διαθήκη του την επιθυμία να παντρευτούν η Κλεοπάτρα Ζ΄ και ο αδελφός της Πτολεμαίος ΙΓ΄ και να κυβερνήσουν από κοινού. Στη διαθήκη η ρωμαϊκή σύγκλητος ορίστηκε ως εκτελεστής, δίνοντας στη Ρώμη περαιτέρω έλεγχο στους Πτολεμαίους και, ως εκ τούτου, στη μοίρα της Αιγύπτου ως έθνους.

Ο Πτολεμαίος ΙΒ΄, πατέρας της Κλεοπάτρας Ζ΄, κάνει προσφορές σε Αιγύπτιους θεούς, στον ναό του Αθώρ, Δένδερα, Αίγυπτος.

Μετά το τέλος τού πατέρα τους, η Κλεοπάτρα Ζ΄ και ο μικρότερος αδελφός της Πτολεμαίος ΙΓ΄ κληρονόμησαν τον θρόνο και παντρεύτηκαν. Ωστόσο, ο γάμος τους ήταν μόνο ονομαστικός και η σχέση τους σύντομα εκφυλίστηκε. Η Κλεοπάτρα στερήθηκε την εξουσία και τον τίτλο από τους συμβούλους τού Πτολεμαίου ΙΓ΄, οι οποίοι είχαν σημαντική επιρροή στον νεαρό βασιλιά. Φεύγοντας στην εξορία, η Κλεοπάτρα προσπάθησε να συγκεντρώσει στρατό για να ανακτήσει τον θρόνο.

Ο Ιούλιος Καίσαρας έφυγε από τη Ρώμη για την Αλεξάνδρεια το 48 π.Χ. για να καταπνίξει τον επικείμενο εμφύλιο πόλεμο, καθώς ο πόλεμος στην Αίγυπτο -η οποία ήταν μία από τους μεγαλύτερους προμηθευτές σιτηρών και άλλων ακριβών αγαθών της Ρώμης-, θα είχε επιζήμια επίδραση στο εμπόριο με τη Ρώμη, ειδικά στους πολίτες της εργατικής τάξης της Ρώμης. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο ανάκτορο της Αλεξάνδρειας, δέχθηκε την 22χρονη Κλεοπάτρα, που φέρεται να την μετέφεραν κρυφά τυλιγμένη σε χαλί. Ο Καίσαρας συμφώνησε να υποστηρίξει την αξίωση της Κλεοπάτρας στο θρόνο. Ο Πτολεμαίος ΙΓ΄ και οι σύμβουλοί του εγκατέλειψαν το ανάκτορο, στρέφοντας τις αιγυπτιακές δυνάμεις που ήταν πιστές στον θρόνο εναντίον τού Καίσαρα και της Κλεοπάτρας, οι οποίοι οχυρώθηκαν στο συγκρότημα των ανακτόρων μέχρι να φθάσουν οι ρωμαϊκές ενισχύσεις για να πολεμήσουν την εξέγερση, γνωστή στη συνέχεια ως μάχες στην Αλεξάνδρεια. Οι δυνάμεις του Πτολεμαίου ΙΓ΄ ηττήθηκαν τελικά στη μάχη του Νείλου και ο βασιλιάς σκοτώθηκε στη σύγκρουση: σύμφωνα με πληροφορίες πνίγηκε στον Νείλ, ενώ προσπαθούσε να φύγει με τον εναπομείναντα στρατό του.

Ανάγλυφο της Πτολεμαϊκής βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ΄ και τού Καισαρίωνα, ναός στα Δένδερα, Αίγυπτος.

Το καλοκαίρι του 47 π.Χ., έχοντας παντρευτεί τον μικρότερο αδελφό της Πτολεμαίο ΙΔ΄, η Κλεοπάτρα ξεκίνησε με τον Καίσαρα για ένα δίμηνο ταξίδι κατά μήκος του Νείλου. Μαζί, επισκέφθηκαν τα Δένδερα, όπου η Κλεοπάτρα λατρευόταν ως φαραώ, τιμή που δεν μπορούσε να φτάσει ο Καίσαρας. Έγιναν εραστές και εκείνη τού γέννησε έναν γιο, τον Καισαρίωνα. Το 45 π.Χ. η Κλεοπάτρα και ο Καισαρίων έφυγαν από την Αλεξάνδρεια για τη Ρώμη, όπου έμειναν σε ένα παλάτι, που έχτισε ο Καίσαρας προς τιμήν τους.

Το 44 π.Χ. ο Καίσαρας δολοφονήθηκε στη Ρώμη από αρκετούς συγκλητικούς. Με το τέλος του, η Ρώμη χωρίστηκε μεταξύ των υποστηρικτών του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού. Όταν ο Μάρκος Αντώνιος φάνηκε να επικρατεί, η Κλεοπάτρα τον υποστήριξε και, λίγο μετά, έγιναν κι αυτοί εραστές και τελικά παντρεύτηκαν στην Αίγυπτο (αν και ο γάμος τους δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από το ρωμαϊκό δίκαιο, καθώς ο Αντώνιος ήταν ήδη παντρεμένος με Ρωμαία). Η ένωσή τους έφερε τρία παιδιά: οι δίδυμοι Κλεοπάτρα Σελήνη και Αλέξανδρος Ήλιος και ένας άλλος γιος, ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος.

Η συμμαχία του Μάρκου Αντώνιου με την Κλεοπάτρα εξόργισε ακόμη περισσότερο τη Ρώμη. Ονομάστηκε από τους Ρωμαίους μάγισσα, που διψούσε για εξουσία, κατηγορήθηκε ότι αποπλάνησε τον Μ. Αντώνιο για να προωθήσει την κατάκτηση της Ρώμης. Περαιτέρω οργή ακολούθησε στην τελετή των δωρεών της Αλεξάνδρειας το φθινόπωρο του 34 π.Χ., στην οποία η Ταρσός, η Κυρήνη, η Κρήτη, η Κύπρος και η Ιουδαία επρόκειτο να δοθούν ως πελατειακές μοναρχίες στα παιδιά τού Μ. Αντώνιου από την Κλεοπάτρα. Στη διαθήκη του ο Μ. Αντώνιος εξέφρασε την επιθυμία του να ταφεί στην Αλεξάνδρεια, αντί να μεταφερθεί στη Ρώμη σε περίπτωση θανάτου του, κάτι που ο Οκταβιανός χρησιμοποίησε εναντίον του Μ. Αντώνιου, σπέρνοντας περαιτέρω διαφωνία στον ρωμαϊκό πληθυσμό.

Ο Οκταβιανός έσπευσε να κηρύξει τον πόλεμο στον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, ενώ η κοινή γνώμη για τον Αντώνιο ήταν χαμηλή. Οι ναυτικές τους δυνάμεις συναντήθηκαν στο Άκτιο, όπου οι δυνάμεις του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα νίκησαν το ναυτικό της Κλεοπάτρας και τού Αντώνιου. Ο Οκταβιανός περίμενε έναν χρόνο πριν διεκδικήσει την Αίγυπτο ως ρωμαϊκή επαρχία. Έφτασε στην Αλεξάνδρεια και νίκησε εύκολα τις δυνάμεις τού Μάρκου Αντώνιου, που είχαν απομείνει έξω από την πόλη. Αντιμετωπίζοντας βέβαιο θάνατο από τα χέρια τού Οκταβιανού, ο Αντώνιος αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει πέφτοντας στο δικό του σπαθί, αλλά επέζησε για λίγο. Μεταφέρθηκε από τους εναπομείναντες στρατιώτες του στην Κλεοπάτρα, η οποία είχε εγκλωβιστεί στο μαυσωλείο της, όπου και πέθανε αμέσως μετά.

Γνωρίζοντας ότι θα την πήγαιναν στη Ρώμη για να παρελάσει στον θρίαμβο του Οκταβιανού (και πιθανότατα να εκτελεστεί στη συνέχεια), η Κλεοπάτρα και οι υπηρέτριές της αυτοκτόνησαν στις 12 Αυγούστου 30 π.Χ. Ο θρύλος και οι πολυάριθμες αρχαίες πηγές υποστηρίζουν ότι πέθανε από το δηλητηριώδες δάγκωμα φιδιού (μίας ασπίδας), αν και άλλοι αναφέρουν ότι χρησιμοποίησε δηλητήριο, ή ότι ο Οκταβιανός διέταξε ο ίδιος τον θάνατό της.

Ο Καισαρίων, ο γιος της από τον Ιούλιο Καίσαρα, διαδέχθηκε ονομαστικά την Κλεοπάτρα μέχρι τη σύλληψή του και την υποτιθέμενη εκτέλεσή του τις εβδομάδες μετά το τέλος της μητέρας του. Τα παιδιά της Κλεοπάτρας από τον Αντώνιο τα λυπήθηκε ο Οκταβιανός και δόθηκαν στην αδελφή του (και Ρωμαία σύζυγο τού Αντώνιου) Οκταβία τη Νεότερη, για να τα μεγαλώσει στο σπίτι της. Δεν γίνεται περαιτέρω αναφορά στους γιους της Κλεοπάτρας και τού Αντώνιου στα γνωστά ιστορικά κείμενα εκείνης της εποχής, αλλά η κόρη τους Κλεοπάτρα Σελήνη παντρεύτηκε τελικά -με συμφωνία από τον Οκταβιανό- στη βασιλική δυναστεία της Μαυριτανίας, μίας από τις πολλές μοναρχίες-πελατών της Ρώμης. Μέσω των απογόνων τής Κλεοπάτρας Σελήνης, η Πτολεμαϊκή γραμμή ήλθε σε επιγαμία με τη ρωμαϊκή αριστοκρατία για αιώνες.

Με το τέλος της Κλεοπάτρας και τού Καισαρίωνα, η δυναστεία των Πτολεμαίων και ολόκληρη η φαραωνική Αίγυπτος έληξε. Η Αλεξάνδρεια παρέμεινε η πρωτεύουσα της χώρας, αλλά η ίδια η Αίγυπτος έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Ο Οκταβιανός έγινε ο μοναδικός ηγεμόνας της Ρώμης και άρχισε να τη μετατρέπει σε μοναρχία, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Ρωμαϊκή κυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτομή Ρωμαίου ευγενούς, π. 30 π.Χ. – 50 μ.Χ., Μουσείο Μπρούκλιν.

Κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία, η Αίγυπτος διοικούνταν από έναν έπαρχο, που επιλέχθηκε από τον Αυτοκράτορα από την τάξη των ιππέων και όχι από έναν κυβερνήτη από την τάξη των συγκλητικών, για να αποφευχθεί η παρέμβαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου. Το κύριο ρωμαϊκό ενδιαφέρον για την Αίγυπτο ήταν πάντα η ασφαλής παράδοση σιτηρών στην πόλη της Ρώμης. Για τον σκοπό αυτό η ρωμαϊκή διοίκηση δεν έκανε καμία αλλαγή στο πτολεμαϊκό σύστημα διακυβέρνησης, αν και οι Ρωμαίοι αντικατέστησαν τους Έλληνες στα ανώτατα αξιώματα. Όμως οι Έλληνες συνέχισαν να στελεχώνουν τα περισσότερα διοικητικά γραφεία και τα ελληνικά παρέμειναν η γλώσσα της κυβέρνησης εκτός από τα υψηλότερα επίπεδα. Σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι Ρωμαίοι δεν εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο σε μεγάλους αριθμούς. Ο πολιτισμός, η εκπαίδευση και η πολιτική ζωή παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό ελληνικά καθ' όλη τη ρωμαϊκή περίοδο. Οι Ρωμαίοι, όπως και οι Πτολεμαίοι, σεβάστηκαν και προστάτευαν την αιγυπτιακή θρησκεία και έθιμα, αν και σταδιακά εισήχθη η λατρεία τού ρωμαϊκού κράτους και τού Αυτοκράτορα. 

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πτολεμαϊκό μωσαϊκό με σκύλο και αγγείο κρασιού (ασκό) από την ελληνιστική Αίγυπτο. Χρονολογείται το 200–150 π.Χ., Ελληνορωμαϊκό Μουσείο Αλεξάνδρειας, Αίγυπτος.

Ο Πτολεμαίος Α΄, ίσως με τη συμβουλή του Δημήτριου Φαληρέα, ίδρυσε τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, [25] ένα ερευνητικό κέντρο που βρίσκεται στον βασιλικό τομέα της πόλης. Οι λόγιοί του στεγάστηκαν στον ίδιο τομέα και χρηματοδοτήθηκαν από τους Πτολεμαίους ηγεμόνες. [25] Ο επικεφαλής βιβλιοθηκάριος υπηρέτησε επίσης ως διδάσκαλος τού διαδόχου. [26] Για τα πρώτα εκατόν πενήντα χρόνια της ύπαρξής της, η βιβλιοθήκη προσέλκυσε τους κορυφαίους Έλληνες μελετητές από όλο τον ελληνιστικό κόσμο. [26] Υπήρξε βασικό ακαδημαϊκό, λογοτεχνικό και επιστημονικό κέντρο στην αρχαιότητα. [27]

Ο ελληνικός πολιτισμός είχε μακρά, αλλά ασήμαντη παρουσία στην Αίγυπτο πολύ πριν ο Μέγας Αλέξανδρος ιδρύσει την πόλη της Αλεξάνδρειας. Ξεκίνησε όταν Έλληνες άποικοι, υποκινούμενοι από πολλούς φαραώ, δημιούργησαν τον εμπορικό σταθμό της Nαύκρατης. Καθώς η Αίγυπτος βρισκόταν κάτω από ξένη κυριαρχία και παρακμή, οι φαραώ εξαρτιόνταν από τους Έλληνες ως μισθοφόρους και ακόμη και ως σύμβουλους. Όταν οι Πέρσες κατέλαβαν την Αίγυπτο, η Ναύκρατις παρέμεινε σημαντικό ελληνικό λιμάνι και οι άνδρες των αποίκων χρησιμοποιήθηκαν ως μισθοφόροι τόσο από τους επαναστάτες Αιγύπτιους πρίγκιπες, όσο και από τους Πέρσες βασιλείς, οι οποίοι αργότερα τους έδωσαν επιχορηγήσεις γης, διαδίδοντας τον ελληνικό πολιτισμό στην κοιλάδα του Νείλου. Όταν έφτασε ο Μέγας Αλέξανδρος, ίδρυσε την Αλεξάνδρεια στη θέση του περσικού οχυρού Ρακόρτις. Μετά το τέλος του Αλεξάνδρου, ο έλεγχος πέρασε στα χέρια της δυναστείας των Λαγιδών (Πτολεμαίων). Έκτισαν ελληνικές πόλεις σε όλο το βασίλειό τους και έδωσαν επιχορηγήσεις γης σε όλη την Αίγυπτο στους παλαίμαχους των πολλών στρατιωτικών συγκρούσεών τους. Ο ελληνιστικός πολιτισμός συνέχισε να ευδοκιμεί ακόμη και μετά την προσάρτηση της Αιγύπτου από τη Ρώμη μετά τη μάχη του Ακτίου και δεν παρήκμασε μέχρι τις ισλαμικές κατακτήσεις.

Τέχνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πτολεμαϊκή τέχνη παρήχθη κατά τη διάρκεια της βασιλείας των Πτολεμαίων ηγεμόνων (304–30 π.Χ.) και συγκεντρώθηκε κυρίως εντός των ορίων της Πτολεμαϊκής Αυτοκρατορίας. [28] [29] Αρχικά, έργα τέχνης υπήρχαν χωριστά είτε σε αιγυπτιακό, είτε σε ελληνιστικό στυλ, αλλά με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα χαρακτηριστικά άρχισαν να συνδυάζονται. Η συνέχιση τού αιγυπτιακού στυλ τέχνης αποδεικνύει τη δέσμευση των Πτολεμαίων να διατηρήσουν τα αιγυπτιακά έθιμα. Αυτή η στρατηγική όχι μόνο βοήθησε στη νομιμοποίηση της διακυβέρνησής τους, αλλά και ηρέμησε τον γενικό πληθυσμό. [30] Η ελληνικής τεχνοτροπίας τέχνη δημιουργήθηκε επίσης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και υπήρχε παράλληλα με την πιο παραδοσιακή αιγυπτιακή τέχνη, η οποία δεν μπορούσε να αλλοιωθεί σημαντικά, χωρίς να αλλάξει η εγγενής, πρωτίστως θρησκευτική, λειτουργία της. [31] Η τέχνη που βρέθηκε εκτός της ίδιας της Αιγύπτου, αν και εντός του Πτολεμαϊκού βασιλείου, άλλοτε χρησιμοποιούσε την αιγυπτιακή εικονογραφία, όπως είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και άλλοτε την προσάρμοζε. [32] [33]

Σείστρον από φαγεντιανή με κεφάλι Αθώρ με αυτιά βοός από τη βασιλεία του Πτολεμαίου Α΄. [34] Το χρώμα είναι ενδιάμεσο μεταξύ τού παραδοσιακού αιγυπτιακού χρώματος σε χρώματα πιο χαρακτηριστικά της φαγεντιανής εποχής των Πτολεμαίων. [35]

Για παράδειγμα, το σείστρον από φαγεντιανή που φέρει το όνομα του Πτολεμαίου, έχει κάποια παραπλανητικά ελληνικά χαρακτηριστικά, όπως τους κυλίνδρους στην κορυφή. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά παραδείγματα σχεδόν πανομοιότυπων σειστρών και στηλών, που χρονολογούνται μέχρι τη 18η δυναστεία στο Νέο Βασίλειο. Είναι, λοιπόν, καθαρά αιγυπτιακού στιλ. Εκτός από το όνομα τού βασιλιά, υπάρχουν και άλλα χαρακτηριστικά που το χρονολογούν συγκεκριμένα στην Πτολεμαϊκή περίοδο. Το πιο χαρακτηριστικό είναι το χρώμα της φαγεντιανής. Το πράσινο τού μήλου, το βαθύ μπλε και το μπλε της λεβάντας είναι τα τρία χρώματα που χρησιμοποιούνται πιο συχνά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μία αλλαγή από το χαρακτηριστικό μπλε των προηγούμενων βασιλείων. [34] Αυτό το σείστρον φαίνεται να είναι μία ενδιάμεση απόχρωση, που ταιριάζει χρονολογικά με την αρχή της Πτολεμαϊκής βασιλείας.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄, η Αρσινόη Β΄ θεοποιήθηκε είτε ως αυτόνομη θεά, είτε ως προσωποποίηση μίας άλλης θεϊκής μορφής και δόθηκαν τα δικά τους ιερά και εορτές σε συνδυασμό τόσο με αιγυπτιακούς, όσο και με ελληνιστικούς θεούς (όπως η Ίσις της Αιγύπτου και η Ήρα της Ελλάδας). [36] Για παράδειγμα, η κεφαλή που αποδίδεται στην Αρσινόη Β΄ την αποθεώνει ως αιγυπτιακή θεά. Ωστόσο, η μαρμάρινη κεφαλή μίας πτολεμαϊκής βασίλισσας θεοποίεί την Αρσινόη Β΄ ως Ήρα. [36] Νομίσματα αυτής της περιόδου δείχνουν επίσης την Αρσινόη Β΄ με ένα διάδημα, που φοριέται αποκλειστικά από θεές και θεοποιημένες βασιλικές γυναίκες. [37]

Ανάγλυφο από το ναό του Kom Ombo που απεικονίζει τον Πτολεμαίο VIII να λαμβάνει το σύμβολο sed από τον Ώρο. [38]

Το αγαλματίδιο της Αρσινόης Β΄ δημιουργήθηκε π. το 150–100 π.Χ., πολύ μετά το τέλος της, ως μέρος τής δικής της συγκεκριμένης μεταθανάτιας λατρείας που ξεκίνησε από τον σύζυγό της Πτολεμαίο Β΄. Το σχήμα αποτελεί επίσης παράδειγμα της συγχώνευσης της ελληνικής και της αιγυπτιακής τέχνης. Αν και η οπίσθια κολόνα και η πόζα της θεάς είναι ξεκάθαρα αιγυπτιακή, το κέρας που κρατά και το χτένισμά της είναι και τα δύο σε ελληνικό στυλ. Τα στρογγυλεμένα μάτια, τα προεξέχοντα χείλη και τα συνολικά νεανικά χαρακτηριστικά δείχνουν ελληνική επιρροή. [39]

Ναός Κομ Όμπο που κατασκευάστηκε στην Άνω Αίγυπτο το 180–47 π.Χ. από τους Πτολεμαίους και τροποποιήθηκε από τους Ρωμαίους. Είναι ένας διπλός ναός με δύο σύνολα δομών, αφιερωμένων σε δύο ξεχωριστές θεότητες.

Παρά την ενοποίηση των ελληνικών και αιγυπτιακών στοιχείων στην ενδιάμεση Πτολεμαϊκή περίοδο, το Πτολεμαϊκό βασίλειο παρουσίασε επίσης εξέχουσα κατασκευή ναών ως συνέχεια των εξελίξεων, που βασίζονται στην αιγυπτιακή καλλιτεχνική παράδοση από την 30ή δυναστεία . [40] [41] Μία τέτοια συμπεριφορά διεύρυνε το κοινωνικό και πολιτικό κεφάλαιο των ηγεμόνων και απέδειξε την πίστη τους προς τις αιγυπτιακές θεότητες, προς ικανοποίηση των ντόπιων κατοίκων. [42] Οι ναοί παρέμειναν στο στυλ του Νέου Βασιλείου και της Ύστερης Περιόδου, αν και οι πόροι προερχόταν συχνά από ξένες δυνάμεις. [40] Οι ναοί ήταν πρότυπα του κοσμικού χώρου με βασικά σχέδια που συγκρατούσαν τον πυλώνα, την ανοιχτή αυλή, τις υπόστυλες αίθουσες και το σκοτεινό και κεντρικά τοποθετημένο ιερό. [40] Ωστόσο, οι τρόποι παρουσίασης κειμένου σε κίονες και ανάγλυφα έμειναν επίσημοι και άκαμπτοι κατά τη διάρκεια της Δυναστείας των Πτολεμαίων. Οι σκηνές ήταν συχνά πλαισιωμένες με επιγραφές κειμένου, με μεγαλύτερη αναλογία κειμένου προς εικόνα από ό,τι ήταν προηγουμένως κατά τη διάρκεια του Νέου Βασιλείου. [40] Για παράδειγμα, ένα ανάγλυφο στο ναό του Kom Ombo χωρίζεται από άλλες σκηνές με δύο κάθετες στήλες κειμένων. Οι φιγούρες στις σκηνές είναι ομαλές, στρογγυλεμένες και ανάγλυφες, ένα στυλ που συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της 30ης δυναστείας. Το ανάγλυφο αντιπροσωπεύει την αλληλεπίδραση μεταξύ των βασιλέων των Πτολεμαίων και των αιγυπτιακών θεοτήτων, που νομιμοποίησαν την κυριαρχία τους στην Αίγυπτο. [38]

Στην Πτολεμαϊκή τέχνη, ο ιδεαλισμός που παρατηρήθηκε στην τέχνη των προηγούμενων δυναστειών συνεχίζεται, με κάποιες αλλοιώσεις. Οι γυναίκες παρουσιάζονται ως πιο νεανικές και οι άνδρες αρχίζουν να απεικονίζονται σε μία σειρά από ιδεαλιστικές έως ρεαλιστικές. <sup id="mwAjs">[18]</sup> <sup id="mwAj0">[25]</sup> Ένα παράδειγμα ρεαλιστικής απεικόνισης είναι το Πράσινο Κεφάλι στο Βερολίνο, το οποίο δείχνει τα μη ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά τού προσώπου με κάθετες γραμμές επάνω από τη βάση της μύτης, γραμμές στις γωνίες των ματιών και μεταξύ της μύτης και του στόματος. <sup id="mwAj8">[26]</sup> Η επιρροή της ελληνικής τέχνης φάνηκε με έμφαση στο πρόσωπο, που δεν υπήρχε προηγουμένως στην αιγυπτιακή τέχνη και στην ενσωμάτωση ελληνικών στοιχείων σε ένα αιγυπτιακό περιβάλλον: ατομικιστικά χτενίσματα, το οβάλ πρόσωπο, τα «στρογγυλά [και] βαθιά στραμμένα» μάτια και το μικρό, σφιγμένο στόμα πιο κοντά στη μύτη. <sup id="mwAkE">[27]</sup> Τα πρώιμα πορτρέτα των Πτολεμαίων παρουσίαζαν μεγάλα και λαμπερά μάτια σε σχέση με τη θεότητα των ηγεμόνων, καθώς και με γενικές έννοιες της αφθονίας. [43]

Χρυσό νόμισμα με την όψη της Αρσινόης Β΄, που φέρει θεϊκό διάδημα.

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Πτολεμαίος Α΄ Σωτήρ έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου, δημιούργησε έναν νέο θεό, τον Σέραπι, για να συγκεντρώσει υποστήριξη τόσο από Έλληνες, όσο και από Αιγύπτιους. Ο Σέραπις ήταν ο προστάτης θεός της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου, συνδυάζοντας τους αιγυπτιακούς θεούς Άπις και Όσιρις με τις ελληνικές θεότητες Δία, Άδη, Ασκληπιό, Διόνυσο και Ήλιο. Είχε δυνάμεις για τη γονιμότητα, τον ήλιο, τις ταφικές τελετές και την ιατρική. Η ανάπτυξη και η δημοτικότητά του αντανακλούσαν μία σκόπιμη πολιτική τού Πτολεμαϊκού κράτους και ήταν χαρακτηριστικό της χρήσης της αιγυπτιακής θρησκείας από τη δυναστεία για να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του και να ενισχύσει τον έλεγχό του.

Η λατρεία του Σέραπι περιλάμβανε τη λατρεία της νέας Πτολεμαϊκής δυναστείας των φαραώ. Η νεοσύστατη ελληνιστική πρωτεύουσα της Αλεξάνδρειας αντικατέστησε τη Μέμφιδα ως την κατεξοχήν θρησκευτική πόλη. Ο Πτολεμαίος Α΄ προώθησε επίσης τη λατρεία του θεοποιημένου Αλέξανδρου, ο οποίος έγινε ο θεός του κράτους του Πτολεμαϊκού βασιλείου. Πολλοί ηγεμόνες προώθησαν επίσης μεμονωμένες λατρείες προσώπων, συμπεριλαμβανομένων εορτασμών σε αιγυπτιακούς ναούς.

Επειδή η μοναρχία παρέμεινε σταθερά ελληνιστική, παρά το γεγονός ότι κατά τα άλλα συμμετείχε στις παραδόσεις της αιγυπτιακής πίστης, η θρησκεία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν εξαιρετικά σύνθετη. Η σύζυγος του Πτολεμαίου Β΄, Αρσινόη Β΄, απεικονιζόταν συχνά με τη μορφή της ελληνικής θεάς Αφροδίτης, αλλά φορούσε το στέμμα της κάτω Αιγύπτου, με κέρατα κριαριού, φτερά στρουθοκαμήλου και άλλους παραδοσιακούς αιγυπτιακούς δείκτες βασιλείας ή/και θεοποίησης. Φορεί την κόμμωση του γύπα μόνο στο θρησκευτικό τμήμα ενός ανάγλυφου. Η Κλεοπάτρα Ζ΄, η τελευταία της Πτολεμαϊκής γραμμής, απεικονιζόταν συχνά με χαρακτηριστικά της θεάς Ίσιδας: είχε συνήθως είτε έναν μικρό θρόνο ως κόμμωση, ή τον πιο παραδοσιακό δίσκο του ήλιου ανάμεσα σε δύο κέρατα. [44] Αντικατοπτρίζοντας τις ελληνικές προτιμήσεις, το παραδοσιακό τραπέζι των προσφορών εξαφανίστηκε από τα ανάγλυφα κατά την περίοδο των Πτολεμαίων, ενώ οι αρσενικοί θεοί δεν απεικονίζονταν πλέον με ουρές, ώστε να γίνουν πιο ανθρώπινοι σύμφωνα με την ελληνιστική παράδοση.

Χάλκινη αλληγορική ομάδα ενός Πτολεμαίου (αναγνωρίζεται από το διάδημά του) που νικάει έναν αντίπαλο, σε ελληνιστικό στυλ, π. στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. ( Μουσείο Τέχνης Γουόλτερς).

Παρόλα αυτά οι Πτολεμαίοι παρέμειναν γενικά υποστηρικτές της αιγυπτιακής θρησκείας, η οποία παρέμενε πάντα κλειδί για τη νομιμοποίησή τους. Οι Αιγύπτιοι ιερείς και άλλες θρησκευτικές αρχές απολάμβαναν βασιλικής αιγίδας και υποστήριξης, διατηρώντας λίγο πολύ την ιστορική τους προνομιακή θέση. Οι ναοί παρέμειναν το επίκεντρο της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής. Οι τρεις πρώτες βασιλείες της δυναστείας χαρακτηρίστηκαν από αυστηρή οικοδόμηση ναών, συμπεριλαμβανομένης της ολοκλήρωσης των έργων που είχαν απομείνει από την προηγούμενη δυναστεία. Πολλές παλαιότερες ή παραμελημένες κατασκευές αποκαταστάθηκαν ή βελτιώθηκαν. [45] Οι Πτολεμαίοι γενικά τηρούσαν τα παραδοσιακά αρχιτεκτονικά στυλ και μοτίβα. Από πολλές απόψεις, η αιγυπτιακή θρησκεία ευδοκίμησε: οι ναοί έγιναν κέντρα μάθησης και λογοτεχνίας στο παραδοσιακό αιγυπτιακό στυλ. [45] Η λατρεία της Ίσιδας και τού Ώρου έγινε πιο δημοφιλής, όπως και η πρακτική της προσφοράς μουμιοποιημένων ζώων.

Το Μέμφις, ενώ δεν ήταν πλέον το κέντρο της εξουσίας, έγινε η δεύτερη πόλη μετά την Αλεξάνδρεια και απολάμβανε σημαντική επιρροή. Οι Αρχιερείς τού Πταχ, ενός αρχαίου Αιγυπτιακού θεού δημιουργού, είχε σημαντική επιρροή μεταξύ του ιερατείου και ακόμη και με τους Πτολεμαίους βασιλείς. Η Σακκάρα, η νεκρόπολη της πόλης, ήταν το κορυφαίο κέντρο λατρείας του ταύρου Άπι, που είχε ενσωματωθεί στον εθνικό μύθο. Οι Πτολεμαίοι έδωσαν επίσης μεγάλη προσοχή στην Ερμόπολη, το λατρευτικό κέντρο του Θωθ, κτίζοντας έναν ναό ελληνιστικού τύπου προς τιμήν του. Η Θήβα συνέχισε να είναι ένα σημαντικό θρησκευτικό κέντρο και το μέρος ενός ισχυρού ιερατείου. Απολάμβανε επίσης βασιλική ανάπτυξη, συγκεκριμένα το συγκρότημα τού Καρνάκ, που ήταν αφιερωμένο στους Όσιρι και Κονσού. Οι ναοί και οι κοινότητες της πόλης ευημερούσαν, ενώ κτίστηκαν νεκροταφεία νέου πτολεμαϊκού ρυθμού. [45]

Μια κοινή στήλη που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Πτολεμαίων, είναι το cippus, ένα είδος θρησκευτικού αντικειμένου που παράγεται με σκοπό την προστασία των ατόμων. Αυτές οι μαγικές στήλες κατασκευάζονταν από διάφορα υλικά όπως ασβεστόλιθο, χλωρίτη σχιστόλιθο και metagreywacke και συνδέονταν με θέματα υγείας και ασφάλειας. Ο Ώρος στους κροκόδειλους cippi κατά την Πτολεμαϊκή Περίοδο γενικά παρουσίαζε την παιδική μορφή τού αιγυπτιακού θεού Ώρου, Horpakhered (ή Αρποκράτη). Αυτή η απεικόνιση αναφέρεται στο μύθο του Ώρου, που θριαμβεύει επί επικίνδυνων ζώων στους βάλτους του Khemmis με μαγική δύναμη (επίσης γνωστού ως Aχμίμ). [46] [47]

Η Πτολεμαϊκή Αίγυπτος ήταν πολύ διαστρωματωμένη, τόσο ως προς την τάξη, όσο και ως προς τη γλώσσα. Περισσότερο από οποιονδήποτε προηγούμενο ξένο ηγεμόνα, οι Πτολεμαίοι διατήρησαν ή επέλεξαν πολλές πτυχές της αιγυπτιακής κοινωνικής τάξης, χρησιμοποιώντας την αιγυπτιακή θρησκεία, τις παραδόσεις και τις πολιτικές δομές για να αυξήσουν τη δική τους δύναμη και πλούτο.

Όπως και πριν, οι αγρότες καλλιεργητές παρέμειναν ως η συντριπτική πλειοψηφία τού πληθυσμού, ενώ η γεωργική γη και τα προϊόντα ανήκαν απευθείας στο κράτος, στον ναό ή στην οικογένεια ευγενών, που κατείχε τη γη. Οι Μακεδόνες και άλλοι Έλληνες αποτελούσαν πλέον τις νέες ανώτερες τάξεις, αντικαθιστώντας την παλιά γηγενή αριστοκρατία. Ιδρύθηκε μία περίπλοκη κρατική γραφειοκρατία για να διαχειριστεί και να αποσπάσει τον τεράστιο πλούτο της Αιγύπτου προς όφελος των Πτολεμαίων και των γαιοκτημόνων.

Οι Έλληνες κατείχαν σχεδόν όλη την πολιτική και οικονομική εξουσία, ενώ οι γηγενείς Αιγύπτιοι κατείχαν γενικά μόνο τις κατώτερες θέσεις. Με την πάροδο του χρόνου οι Αιγύπτιοι που μιλούσαν ελληνικά, μπόρεσαν να προχωρήσουν περαιτέρω και πολλά άτομα που προσδιορίστηκαν ως «Έλληνες» ήταν αιγυπτιακής καταγωγής. Τελικά, μία δίγλωσση και διαπολιτισμική κοινωνική τάξη εμφανίστηκε στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Οι ιερείς και άλλοι θρησκευτικοί αξιωματούχοι παρέμειναν στη συντριπτική τους πλειοψηφία Αιγύπτιοι και συνέχισαν να απολαμβάνουν βασιλική προστασία και κοινωνικό κύρος, καθώς οι Πτολεμαίοι βασίζονταν στην αιγυπτιακή πίστη, για να νομιμοποιήσουν την κυριαρχία τους και να κατευνάσουν τον πληθυσμό.

Μολονότι η Αίγυπτος ήταν ένα ευημερούν βασίλειο, με τους Πτολεμαίους να παρέχουν άφθονη προστασία μέσω θρησκευτικών μνημείων και δημοσίων έργων, ο γηγενής πληθυσμός απολάμβανε λίγα οφέλη. Ο πλούτος και η δύναμη παρέμειναν κατά συντριπτική πλειοψηφία στα χέρια των Ελλήνων. Στη συνέχεια, οι εξεγέρσεις και οι κοινωνικές αναταραχές ήταν συχνές, ιδιαίτερα στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. Ο αιγυπτιακός εθνικισμός έφτασε στο αποκορύφωμά του κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου Δ΄ Φιλοπάτορα (221–205 π.Χ.), όταν μία διαδοχή ιθαγενών αυτοαποκαλούμενων «φαραώ» απέκτησε τον έλεγχο μίας περιοχής. Αυτό περιορίστηκε μόνο 19 χρόνια αργότερα, όταν ο Πτολεμαίος Ε΄ Επιφανής (205–181 π.Χ.) κατόρθωσε να τους υποτάξει, αν και τα βασικά παράπονα δεν έσβησαν ποτέ και ταραχές άρχισαν ξανά αργότερα στη δυναστεία.

Η Πτολεμαϊκή Αίγυπτος παρήγαγε εκτεταμένες σειρές νομισμάτων σε χρυσό, και χαλκό. Αυτά περιελάμβαναν κοπές μεγάλων νομισμάτων και στα τρία μέταλλα, κυρίως χρυσό πεντάδραχμο και οκτάδραχμο, και αργυρό τετράδραχμο, δεκάδραχμο και πεντακαιδεκάδραχμο. 

Ο στρατός της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου θεωρείται ότι ήταν ένας από τους καλύτερους της ελληνιστικής περιόδου, επωφελούμενος από τους τεράστιους πόρους τού βασιλείου και την ικανότητά του να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Ο στρατός των Πτολεμαίων αρχικά εξυπηρετούσε έναν αμυντικό σκοπό, κυρίως ενάντια σε ανταγωνιστές διεκδικητές διαδόχους και αντίπαλα ελληνιστικά κράτη, όπως η αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου Γ΄ (246-222 π.Χ.), ο ρόλος του ήταν πιο επεκτατικός, βοηθώντας στην επέκταση τού ελέγχου ή της επιρροής των Πτολεμαίων στην Κυρηναϊκή, την Κοίλη Συρία και την Κύπρο, καθώς και σε πόλεις στη Μ. Ασία, τη νότια Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Ο στρατός επέκτεινε και εξασφάλισε αυτά τα εδάφη, ενώ συνέχισε την κύρια λειτουργία του να προστατεύει την Αίγυπτο. Οι κύριες φρουρές του ήταν στην Αλεξάνδρεια, το Πηλούσιο στο Δέλτα και η Ελεφαντίνη στην Άνω Αίγυπτο. Οι Πτολεμαίοι βασίζονταν επίσης στον στρατό για να διεκδικήσουν και να διατηρήσουν τον έλεγχό τους στην Αίγυπτο, συχνά χάρη στην παρουσία τους. Στρατιώτες υπηρέτησαν σε πολλές μονάδες της βασιλικής φρουράς και κινητοποιήθηκαν ενάντια στις εξεγέρσεις και τους δυναστικούς σφετεριστές, που και τα δύο έγιναν όλο και πιο κοινά. Μέλη του στρατού, όπως οι μάχιμοι (χαμηλού βαθμού ιθαγενείς στρατιώτες) μερικές φορές στρατολογούνταν ως φρουροί αξιωματούχων, ή ακόμη και για να βοηθήσουν στην επιβολή της είσπραξης φόρων.

Οι Πτολεμαίοι διατήρησαν μόνιμο στρατό σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας τους, αποτελούμενο από επαγγελματίες στρατιώτες (συμπεριλαμβανομένων μισθοφόρων) και από νεοσύλλεκτους. Από την αρχή ο Πτολεμαϊκός στρατός επέδειξε σημαντική επινοητικότητα και προσαρμοστικότητα. Στον αγώνα του για τον έλεγχο της Αιγύπτου, ο Πτολεμαίος Α΄ είχε βασιστεί σε έναν συνδυασμό εισαγόμενων ελληνικών στρατευμάτων, μισθοφόρων, γηγενών Αιγυπτίων, ακόμη και αιχμαλώτων πολέμου. Ο στρατός χαρακτηριζόταν από την ποικιλομορφία του και διατηρούσε αρχεία για την εθνική καταγωγή (πατρίς) των στρατευμάτων του. Εκτός από την ίδια την Αίγυπτο, στρατιώτες στρατολογήθηκαν από τη Μακεδονία, την Κυρηναϊκή (σημερινή Λιβύη), την ηπειρωτική Ελλάδα, το Αιγαίο, τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Τα υπερπόντια εδάφη ήταν συχνά φρουρά με ντόπιους στρατιώτες.

Τον 2ο και τον 1ο αι. π.Χ. οι αυξανόμενοι πόλεμοι και η επέκταση, σε συνδυασμό με τη μειωμένη ελληνική μετανάστευση, οδήγησαν στην αυξανόμενη εξάρτηση από τους γηγενείς Αιγύπτιους. Ωστόσο οι Έλληνες διατήρησαν τις υψηλότερες βαθμίδες των βασιλικών φρουρών, αξιωματικών και στρατηγών. Αν και ήταν παρόντα στον στρατό από την ίδρυσή του, τα ιθαγενή στρατεύματα αντιμετωπίζονταν μερικές φορές με περιφρόνηση και δυσπιστία, λόγω της φήμης τους για απιστία και την τάση να βοηθούν τις τοπικές εξεγέρσεις. Όμως οι ιθαγενείς θεωρούνταν καλοί ως μαχητές και ξεκινώντας με τις μεταρρυθμίσεις του Πτολεμαίου Ε΄ στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., παρουσιάζοντο πιο συχνά ως αξιωματικοί και ιππείς. Οι Αιγύπτιοι στρατιώτες απολάμβαναν επίσης μία κοινωνικοοικονομική θέση υψηλότερη από τον μέσο ιθαγενή.

Για να αποκτήσουν αξιόπιστους και πιστούς στρατιώτες, οι Πτολεμαίοι ανέπτυξαν διάφορες στρατηγικές, που αξιοποίησαν τους άφθονους οικονομικούς πόρους τους και ακόμη και την ιστορική φήμη της Αιγύπτου για τον πλούτο της. Η βασιλική προπαγάνδα θα μπορούσε να αποδειχθεί σε έναν στίχο από τον ποιητή Θεόκριτο, «Ο Πτολεμαίος είναι ο καλύτερος πληρωτής, που θα μπορούσε να έχει ένας ελεύθερος άνθρωπος». Οι μισθοφόροι πληρώνονταν μισθό με μετρητά και με σιτηρέσια. Ένας πεζός τον 3ο αι. π.Χ. κέρδιζε περίπου μία αργυρή δραχμή ημερησίως. Αυτό προσέλκυσε νεοσύλλεκτους από όλη την ανατολική Μεσόγειο, που μερικές φορές αποκαλούνταν μισθοφόροι ξένοι: κυριολεκτικά «ξένοι που πληρώνονται με μισθό». Τον 2ο και τον 1ο αι. π.Χ., οι μισθοφόροι στρατολογούνταν κυρίως στην Αίγυπτο, κυρίως στον αιγυπτιακό πληθυσμό. Στους στρατιώτες δίνονταν επίσης επιχορηγήσεις γης, που ονομάζονταν κλήροι, το μέγεθος των οποίων εποίκιλλε ανάλογα με τη στρατιωτική τάξη και τη μονάδα, καθώς και σταθμοί ή κατοικίες, που μερικές φορές βρίσκονταν στα σπίτια των εντόπιων κατοίκων. Οι άνδρες που εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο μέσω αυτών των επιχορηγήσεων, ήταν γνωστοί ως κληρούχοι. Τουλάχιστον περίπου από το 230 π.Χ. αυτές οι επιχορηγήσεις γης δόθηκαν σε μαχίμους, πεζικό κατώτερης βαθμίδας, συνήθως αιγυπτιακής καταγωγής, οι οποίοι έλαβαν μικρότερα μερίδια σε σύγκριση με παραδοσιακές εκχωρήσεις γης στην Αίγυπτο. Οι επιχορηγήσεις των κλήρων θα μπορούσαν να είναι εκτεταμένες: ένας ιππέας μπορούσε να λάβει τουλάχιστον 70 άρουρες γης, ίσες με περίπου 178.920 τ.μ. και έως και 100 άρουρες. Οι πεζικάριοι μπορούσαν να περιμένουν 30 ή 25 άρουρες και οι μάχιμοι τουλάχιστον πέντε άρουρες, που θεωρούνταν αρκετές για μία οικογένεια. Η προσοδοφόρα φύση της στρατιωτικής θητείας υπό τους Πτολεμαίους φάνηκε να ήταν αποτελεσματική στην εξασφάλιση της πίστης. Λίγες ανταρσίες και εξεγέρσεις καταγράφονται, και ακόμη και τα επαναστατικά στρατεύματα θα εξευμενίζονταν με επιχορηγήσεις γης και άλλα κίνητρα.

Όπως και σε άλλα ελληνιστικά κράτη, ο Πτολεμαϊκός στρατός κληρονόμησε τα δόγματα και την οργάνωση της Μακεδονίας, αν και με κάποιες με τον καιρό παραλλαγές. Ο πυρήνας τού στρατού αποτελούνταν από ιππικό και πεζικό. Όπως και υπό τον Αλέξανδρο, το ιππικό έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο τόσο αριθμητικά, όσο και στην τακτική, ενώ η μακεδονική φάλαγγα χρησίμευε ως πρωταρχικός σχηματισμός πεζικού. Η πολυεθνική φύση τού Πτολεμαϊκού στρατού ήταν μία επίσημη οργανωτική αρχή: προφανώς οι στρατιώτες εκπαιδεύονταν και χρησιμοποιούνταν με βάση την εθνική τους καταγωγή. Οι Κρήτες γενικά υπηρετούσαν ως τοξότες, οι Λίβυοι ως βαρύ πεζικό και οι Θράκες ως ιππείς. Ομοίως, οι μονάδες ομαδοποιήθηκαν και εξοπλίστηκαν με βάση την εθνικότητα. Παρόλα αυτά, διαφορετικές εθνικότητες εκπαιδεύτηκαν για να πολεμούν μαζί, και οι περισσότεροι αξιωματικοί ήταν ελληνικής ή μακεδονικής καταγωγής, κάτι που επέτρεπε έναν βαθμό συνοχής και συντονισμού. Η στρατιωτική ηγεσία και η μορφή τού βασιλιά και της βασίλισσας ήταν κεντρικά για τη διασφάλιση της ενότητας και τού ηθικού μεταξύ των πολυεθνικών στρατευμάτων. Στη μάχη των Ραφαίων, η παρουσία του Πτολεμαίου φέρεται να ήταν κρίσιμη για τη διατήρηση και την τόνωση του μαχητικού πνεύματος, τόσο των Ελλήνων, όσο και των Αιγυπτίων στρατιωτών.

Το Πτολεμαϊκό βασίλειο θεωρούνταν μεγάλη ναυτική δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Ορισμένοι σύγχρονοι ιστορικοί χαρακτηρίζουν την Αίγυπτο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ως θαλασσοκρατία, λόγω τής καινοτομίας της στο «παραδοσιακό στυλ της μεσογειακής θαλάσσιας δύναμης», που επέτρεψε στους κυβερνήτες της να «ασκήσουν εξουσία και επιρροή με πρωτοφανείς τρόπους». Με εδάφη και υποτελείς απλωμένα σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου, της Κρήτης, των νησιών του Αιγαίου και της Θράκης, οι Πτολεμαίοι χρειάζονταν ένα μεγάλο ναυτικό, για να αμυνθούν ενάντια σε εχθρούς όπως οι Σελευκίδες και οι Μακεδόνες. Το ναυτικό των Πτολεμαίων προστάτευε επίσης το επικερδές θαλάσσιο εμπόριο τού βασιλείου και συμμετείχε σε μέτρα κατά της πειρατείας, μεταξύ άλλων κατά μήκος του Νείλου.

Όπως και ο στρατός, η προέλευση και οι παραδόσεις του Πτολεμαϊκού ναυτικού είχαν τις ρίζες τους στους πολέμους μετά το τέλος τού Αλεξάνδρου το 320 π.Χ. Διάφοροι διάδοχοι ανταγωνίστηκαν για τη ναυτική υπεροχή στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο και ο Πτολεμαίος Α΄ ίδρυσε το ναυτικό για να βοηθήσει στην άμυνα της Αιγύπτου και να εδραιώσει τον έλεγχό του ενάντια στους εισβολείς αντιπάλους. Αυτός και οι άμεσοι διάδοχοί του στράφηκαν στην ανάπτυξη τού ναυτικού για να προβάλουν την εξουσία στο εξωτερικό, αντί να κτίσουν μία χερσαία αυτοκρατορία στην Ελλάδα ή την Ασία. Παρά την πρώιμη συντριπτική ήττα στη μάχη της Σαλαμίνας το 306 π.Χ., το Πτολεμαϊκό ναυτικό έγινε η κυρίαρχη θαλάσσια δύναμη στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο για τις επόμενες δεκαετίες. Ο Πτολεμαίος Β΄ διατήρησε την πολιτική τού πατέρα του για να κάνει την Αίγυπτο την εξέχουσα ναυτική δύναμη στην περιοχή. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του (283 - 246 π.Χ.), το ναυτικό των Πτολεμαίων έγινε το μεγαλύτερο στον ελληνιστικό κόσμο και είχε μερικά από τα μεγαλύτερα πολεμικά πλοία, που κατασκευάστηκαν ποτέ στην αρχαιότητα. Το ναυτικό έφτασε στο απόγειό του μετά τη νίκη τού Πτολεμαίου Β΄ κατά τον Α΄ Συριακό πόλεμο (274–271 π.Χ.), καταφέρνοντας να απωθήσει τόσο τον έλεγχο των Σελευκιδών, όσο και των Μακεδόνων στην ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Κατά τον επακόλουθο Χρεμωνίδειο πόλεμο, το Πτολεμαϊκό ναυτικό κατάφερε να αποκλείσει τη Μακεδονία και να συγκρατήσει τις αυτοκρατορικές του φιλοδοξίες στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Ξεκινώντας με τον Β΄ Συριακό Πόλεμο (260–253 π.Χ.), το ναυτικό υπέστη μία σειρά από ήττες και μειώθηκε σε στρατιωτική σημασία, που συνέπεσε με την απώλεια των υπερπόντιων κτήσεων της Αιγύπτου και τη διάβρωση της θαλάσσιας ηγεμονίας της. Το ναυτικό υποβιβάστηκε κυρίως σε προστατευτικό και αντι-πειρατικό ρόλο για τους επόμενους δύο αιώνες, μέχρι τη μερική αναβίωσή του υπό την Κλεοπάτρα Ζ΄, η οποία προσπάθησε να αποκαταστήσει τη ναυτική υπεροχή των Πτολεμαίων εν μέσω της ανόδου της Ρώμης ωςμεγάλης μεσογειακής δύναμης. Οι αιγυπτιακές ναυτικές δυνάμεις συμμετείχαν στην αποφασιστική μάχη του Ακτίου κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, αλλά υπέστησαν για άλλη μία φορά μία ήττα, που κορυφώθηκε με το τέλος της κυριαρχίας των Πτολεμαίων.

Στην ακμή του υπό τον Πτολεμαίο Β΄, το Πτολεμαϊκό ναυτικό μπορεί να είχε έως και 336 πολεμικά πλοία . Με τον Πτολεμαίο Β΄ να έχει στη διάθεσή του περισσότερα από 4.000 πλοία (συμπεριλαμβανομένων των μεταφορικών και των συμμαχικών πλοίων). Η διατήρηση ενός στόλου αυτού του μεγέθους θα ήταν δαπανηρή και αντανακλούσε τον τεράστιο πλούτο και τους πόρους τού βασιλείου. Οι κύριες ναυτικές βάσεις ήταν στην Αλεξάνδρεια και στη Νέα Πάφο στην Κύπρο. Το ναυτικό επιχειρούσε σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο και τη Συρο-Παλαιστίνη και κατά μήκος του Νείλου, περιπολώντας μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα προς τον Ινδικό Ωκεανό. Αντίστοιχα, οι ναυτικές δυνάμεις χωρίστηκαν σε τέσσερις στόλους: τον Αλεξανδρινό, τού Αιγαίου, της Ερυθράς Θάλασσας, και τού ποταμού Νείλου.

Ενώ κυβερνούσε την Αίγυπτο, η δυναστεία των Πτολεμαίων έχτισε πολλούς ελληνικούς οικισμούς σε όλη την Αυτοκρατορία τους, είτε για να εξελληνίσει νέους κατακτημένους λαούς, είτε για να ενισχύσει την περιοχή. Η Αίγυπτος είχε μόνο τρεις κύριες ελληνικές πόλεις: την Αλεξάνδρεια, τη Ναυκράτιδα και την Πτολεμαΐδα.

Από τις τρεις ελληνικές πόλεις, η Ναύκρατιςς -αν και η εμπορική της σημασία μειώθηκε με την ίδρυση της Αλεξάνδρειας- συνέχισε με ήρεμο τρόπο τη ζωή της ως ελληνική πόλη-κράτος. Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ τού τέλους τού Αλεξάνδρου και της ανάληψης της βασιλικής εξουσίας από τον Πτολεμαίο, εξέδωσε ακόμη και αυτόνομο νόμισμα. Και ο αριθμός των Ελλήνων λογοτεχνών κατά την Πτολεμαϊκή και τη Ρωμαϊκή περίοδο, που ήταν πολίτες της Ναυκράτιδος αποδεικνύει, ότι στη σφαίρα του ελληνικού πολιτισμού η Ναύκρατις κρατούσε τις παραδόσεις της. Ο Πτολεμαίος Β΄ έδειξε τη φροντίδα του στη Ναύκρατιν. Έφτιαξε μία μεγάλη κατασκευή από ασβεστόλιθο, περίπου 100 μ. μήκος και 18 μ. πλατιά, για να γεμίσει τη σπασμένη είσοδο στο μεγάλο Τέμενος. Ενίσχυσε το μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο των επιμελητηρίων στο Τέμενος και τα επανίδρυσε. Την εποχή που ο σερ Φλάιντερς Πίτρι έγραψε τις λέξεις, που μόλις αναφέρθηκαν,  το μεγάλος Τέμενος ταυτίστηκε με τον Ελλήνιον. Αλλά ο κος Έντγκαρ επεσήμανε πρόσφατα, ότι το κτίριο που συνδεόταν με αυτό ήταν ένας αιγυπτιακός ναός, όχι ένα ελληνικό κτίριο. Η Ναύκρατις λοιπόν, παρά τον γενικό ελληνικό χαρακτήρα της, είχε ένα αιγυπτιακό στοιχείο. Ότι η πόλη άκμασε στους Πτολεμαϊκούς χρόνους «μπορούμε να δούμε από την ποσότητα των εισαγόμενων αμφορέων, των οποίων οι λαβές, που είναι σφραγισμένες στη Ρόδο και αλλού, βρίσκονται τόσο άφθονες». Οι πάπυροι του Ζήνωνα δείχνουν ότι ήταν το κύριο λιμάνι στο ταξίδι της ενδοχώρας από τη Μέμφιδα στην Αλεξάνδρεια, καθώς και ένα σημείο στάσης στη χερσαία διαδρομή από το Πηλούσιον προς την πρωτεύουσα. Συνδέθηκε, στο διοικητικό σύστημα, στο όνομα Σαϊτικός νομός.

Μεγάλο μεσογειακό λιμάνι της Αιγύπτου, στην αρχαιότητα και μέχρι σήμερα, η Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε το 331 π.Χ. από τον Μέγα Αλέξανδρο. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Αλεξανδρινοί πίστευαν ότι το κίνητρο του Μεγάλου Αλεξάνδρου να κτίσει την πόλη, ήταν η επιθυμία του «να ιδρύσει μία μεγάλη και πολυπληθή ελληνική πόλη, που θα έπρεπε να φέρει το όνομά του». Βρίσκεται 30 χλμ. δυτικά από το δυτικότερο στόμιο του Νείλου. Η πόλη ήταν απρόσβλητη στα κοιτάσματα λάσπης, που έπνιγαν επίμονα τα λιμάνια κατά μήκος τού ποταμού. Η Αλεξάνδρεια έγινε η πρωτεύουσα της εξελληνισμένης Αιγύπτου τού βασιλιά Πτολεμαίου Α΄ (βασ. 323–283 π.Χ.). Επί της πλούσιας Πτολεμαϊκής δυναστείας, η πόλη σύντομα ξεπέρασε την Αθήνα ως το πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού κόσμου.

Σε ένα πλέγμα, η Αλεξάνδρεια καταλάμβανε μία έκταση γης μεταξύ της θάλασσας στα βόρεια και της λίμνης Μαρεώτιδος στα νότια. Ένα τεχνητό μονοπάτι, μήκους πάνω από τρία τέταρτα του μιλίου, εκτεινόταν βόρεια μέχρι το νησί της Φάρου, σχηματίζοντας έτσι ένα διπλό λιμάνι, ανατολικά και δυτικά. Στα ανατολικά ήταν το κύριο λιμάνι, που ονομάζεται Μεγάλο Λιμάνι. Έβλεπε τα κύρια κτίρια της πόλης, συμπεριλαμβανομένου του βασιλικού ανακτόρου, της περίφημης Βιβλιοθήκης και τού Μουσείου. Στο στόμιο του Μεγάλου Λιμανιού, σε μία προεξοχή της Φάρου, βρισκόταν ο φάρος, κτισμένος π. 280 π.Χ. Τώρα εξαφανισμένος, ο φάρος θεωρήθηκε ως ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου για το αξεπέραστο ύψος του (ίσως 140 μέτρα). Ήταν ένας τετράγωνος, περιφραγμένος πύργος, που είχε στην κορυφή ένα μεταλλικό καλάθι όπου άναβε η φωτιά και ένα άγαλμα του Σωτήρος Διός.

Η Βιβλιοθήκη, η μεγαλύτερη εκείνη την εποχή στον κόσμο, περιείχε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες τόμους και στέγαζε και απασχολούσε μελετητές και ποιητές. Παρόμοιο επιστημονικό συγκρότημα ήταν το Μουσείον («χώρος των Μουσών»). Κατά τη σύντομη λογοτεχνική χρυσή περίοδο της Αλεξάνδρειας, π. 280–240 π.Χ., η Βιβλιοθήκη επιδότησε τρεις ποιητές —τον Καλλίμαχο, τον Απολλώνιο τον Ρόδιο και τον Θεόκριτο— των οποίων το έργο αντιπροσωπεύει τώρα τα καλύτερα της ελληνιστικής λογοτεχνίας. Μεταξύ άλλων στοχαστών που συνδέονται με τη Βιβλιοθήκη ή άλλη αλεξανδρινή προστασία, ήταν ο μαθηματικός Ευκλείδης (π. 300 π.Χ.), ο εφευρέτης Αρχιμήδης (287 π.Χ. – περ. 212 π.Χ.) και ο πολυμαθής Ερατοσθένης (π. 225 π.Χ.).

Κοσμοπολίτικη και ακμάζουσα, η Αλεξάνδρεια διέθετε έναν ποικίλο πληθυσμό Ελλήνων, Αιγυπτίων και άλλων ανατολικών λαών, συμπεριλαμβανομένης μίας αρκετά μεγάλης μειονότητας Εβραίων, που είχαν τη δική τους συνοικία στην πόλη. Περιοδικές συγκρούσεις σημειώθηκαν μεταξύ Εβραίων και εθνικών Ελλήνων. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, η Αλεξάνδρεια είχε κατοικηθεί κατά τη διάρκεια της ζωής του Πολύβιου από εντόπιους Αιγύπτιους, ξένους μισθοφόρους και τη φυλή των Αλεξανδρινών, της οποίας την καταγωγή και τα έθιμα ο Πολύβιος προσδιόρισε ως ελληνικά.

Η πόλη απολάμβανε μία ήρεμη πολιτική ιστορία επί Πτολεμαίων. Πέρασε, με την υπόλοιπη Αίγυπτο, στα χέρια των Ρωμαίων το 30 π.Χ. και έγινε η δεύτερη πόλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η δεύτερη ελληνική πόλη που ιδρύθηκε μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου, ήταν η Πτολεμαΐδα, 640 χλμ. μέχρι τον Νείλο, όπου υπήρχε ένα ιθαγενές χωριό, που ονομαζόταν Ψόι, στον νομό που ονομαζόταν -από την αρχαία αιγυπτιακή πόλη- Θίνις. Αν η Αλεξάνδρεια διαιώνιζε το όνομα και τη λατρεία τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Πτολεμαΐδα επρόκειτο να διαιωνίσει το όνομα και τη λατρεία τού ιδρυτή της Πτολεμαϊκής εποχής. Πλαισιωμένη από τους άγονους λόφους της κοιλάδας τού Νείλου και τον αιγυπτιακό ουρανό, εδώ αναδύθηκε μία ελληνική πόλη, με τα δημόσια κτίρια, τους ναούς και το θέατρό της, που αναμφίβολα εμφανίζει τις κανονικές αρχιτεκτονικές μορφές, που συνδέονται με τον ελληνικό πολιτισμό, με πολίτες Έλληνες στο αίμα και τους θεσμούς μίας ελληνικής πόλης. Αν υπάρχει κάποια αμφιβολία, στο ότι η Αλεξάνδρεια είχε συμβούλιο και συνέλευση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σε αυτό για την Πτολεμαΐδα. Ήταν πιο δυνατό για τους βασιλείς να επιτρέψουν ένα μέτρο αυτοδιοίκησης, σε έναν λαό που ήταν σε αυτή την απόσταση από τη συνήθη κατοικία της Αυλής. Έχουμε ακόμη γραμμένα σε πέτρα διατάγματα, που ψηφίστηκαν στη συνέλευση τού λαού της Πτολεμαϊδας, διατυπωμένα με τις κανονικές μορφές της ελληνικής πολιτικής παράδοσης: "Φάνηκε καλό στη βουλή και στον δήμο: ο Ερμάς γιος του Δωρέου, από τον δήμο Μεγιστέα, ήταν ο εισηγητής, ενώ οι πρυτάνεις οι συνάδελφοι με τον Διονύσιο γιο του Μουσαίου το 8ο έτος, κ.λπ.

Το Πτολεμαϊκό βασίλειο ήταν ποικίλο και κοσμοπολίτικο. Ξεκινώντας από τον Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα, οι Μακεδόνες και άλλοι Έλληνες έλαβαν επιχορηγήσεις γης και επετράπη να εγκατασταθούν με τις οικογένειές τους, ενθαρρύνοντας δεκάδες χιλιάδες Έλληνες μισθοφόρους και στρατιώτες να μεταναστεύσουν, όπου έγιναν τάξη γαιοκτημόνων βασιλικών στρατιωτών. Οι Έλληνες έγιναν σύντομα η κυρίαρχη ελίτ. Οι γηγενείς Αιγύπτιοι, αν και πάντα οι περισσότεροι, γενικά κατείχαν χαμηλότερες θέσεις στην κυβέρνηση των Πτολεμαίων. Με τον καιρό, οι Έλληνες της Αιγύπτου ομογενοποιήθηκαν κάπως και οι πολιτισμικές διακρίσεις μεταξύ μεταναστών από διάφορες περιοχές της Ελλάδας έγιναν θολές.

Πολλοί Εβραίοι εισήχθησαν από τη γειτονική Ιουδαία κατά χιλιάδες ως φημισμένοι μαχητές, δημιουργώντας επίσης μία σημαντική κοινότητα. Άλλες ξένες ομάδες εγκαταστάθηκαν από όλο τον αρχαίο κόσμο, συνήθως ως κληρούχοι, στους οποίους είχε παραχωρηθεί γη σε αντάλλαγμα για τη στρατιωτική θητεία τους.

Από τις πολλές ξένες ομάδες που είχαν έρθει να εγκατασταθούν στην Αίγυπτο, οι Έλληνες ήταν οι πιο προνομιούχοι. Διεσπάρησαν εν μέρει ως μεριδιούχοι σε όλη τη χώρα, σχηματίζοντας κοινωνικές ομάδες στις επαρχιακές πόλεις και χωριά, πλάι με τον γηγενή πληθυσμό, εν μέρει συγκεντρωμένοι στις τρεις ελληνικές πόλεις, την παλιά Ναυκράτιν, που ιδρύθηκε πριν από το 600 π.Χ. (διάστημα της αιγυπτιακής ανεξαρτησίας, μετά την εκδίωξη των Ασσυρίων και πριν από την έλευση των Περσών) και οι δύο νέες πόλεις, η Αλεξάνδρεια δίπλα στη θάλασσα και η Πτολεμαΐδα στην Άνω Αίγυπτο. Ο Αλέξανδρος και οι Σελευκίδες διάδοχοί του ίδρυσαν πολλές ελληνικές πόλεις σε όλες τις κυριαρχίες τους.

Ο ελληνικός πολιτισμός ήταν τόσο πολύ συνδεδεμένος με τη ζωή της πόλης-κράτους, που όποιος βασιλιάς ήθελε να παρουσιαστεί στον κόσμο ως γνήσιος πρωταθλητής τού ελληνισμού, έπρεπε να κάνει κάτι προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά ο βασιλιάς της Αιγύπτου, φιλόδοξος να λάμψει ως ένας Έλληνας, θα έβρισκε τις ελληνικές πόλεις, με τη δημοκρατική παράδοση και τις φιλοδοξίες τους για ανεξαρτησία, άβολα στοιχεία σε μία χώρα που προσφερόταν, όσο καμία άλλη, στον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό. Οι Πτολεμαίοι λοιπόν περιόρισαν τον αριθμό των ελληνικών πόλεων-κρατών στην Αίγυπτο στην Αλεξάνδρεια, την Πτολεμαΐδα και τη Ναύκρατιν.

Εκτός Αιγύπτου, οι Πτολεμαίοι άσκησαν τον έλεγχο των ελληνικών πόλεων στην Κυρηναϊκή της Κύπρου και στις ακτές και τα νησιά τού Αιγαίου, αλλά αυτές ήταν μικρότερες από τις ελληνικές πόλεις στην Αίγυπτο. Υπήρχαν πράγματι επαρχιακές πόλεις με ονόματα όπως Πτολεμαΐδα, Αρσινόη και Βερενίκη, στις οποίες υπήρχαν ελληνικές κοινότητες με μία συγκεκριμένη κοινωνική ζωή και υπήρχαν παρόμοιες ομάδες Ελλήνων σε πολλές από τις παλιές αιγυπτιακές πόλεις, αλλά δεν ήταν κοινότητες με τις πολιτικές μορφές μίας πόλης-κράτους. Ωστόσο, αν δεν είχαν χώρο πολιτικής συνάθροισης, είχαν συχνά το δικό τους γυμνάσιον, το ουσιαστικό σημάδι τού ελληνισμού, εξυπηρετώντας κάτι από τον σκοπό ενός πανεπιστημίου για τους νέους. Μακριά από τον Νείλο στην Όμπη βρέθηκε ένα γυμνάσιο των ντόπιων Ελλήνων το 136–135 π.Χ., το οποίο λάμβανε αποφάσεις και αλληλογραφούσε με τον βασιλιά. Επίσης το 123 π.Χ., όταν υπήρχε ταραχή στην Άνω Αίγυπτο μεταξύ των πόλεων Κροκοδειλόπολης και Ερμονθίδος, οι διαπραγματευτές που στάλθηκαν από την Κροκοδειλόπολη ήταν οι νεαροί από το γυμνάσιον, οι οποίοι, σύμφωνα με την ελληνική παράδοση, έτρωγαν ψωμί και αλάτι με τους διαπραγματευτές. από την άλλη πόλη. Όλες οι ελληνικές διάλεκτοι τού ελληνικού κόσμου σταδιακά αφομοιώθηκαν στην Κοινή Ελληνική διάλεκτο, που ήταν η κοινή γλώσσα τού ελληνιστικού κόσμου. Γενικά, οι Έλληνες της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου ένιωθαν εκπρόσωποι ενός ανώτερου πολιτισμού, αλλά ήταν περίεργοι για τον γηγενή πολιτισμό της Αιγύπτου.

Οι Εβραίοι που ζούσαν στην Αίγυπτο είχαν αρχικά μεταναστεύσει από τη Νότια Συρο-Παλαιστίνη. Μέσα σε λίγες γενιές οι Εβραίοι μιλούσαν ελληνικά, την κυρίαρχη γλώσσα της Αιγύπτου εκείνη την εποχή, και όχι την εβραϊκή ή την αραμαϊκή των πρώτων μεταναστών. Σύμφωνα με τον εβραϊκό μύθο, η μετάφραση των Εβδομήκοντα, η ελληνική μετάφραση των εβραϊκών γραφών, γράφτηκε από 72 Εβραίους μεταφραστές για τον Πτολεμαίο Β΄. Αυτό επιβεβαιώνεται από τον ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο, ο οποίος γράφει ότι ο Πτολεμαίος Β΄, επιθυμώντας να συλλέξει κάθε βιβλίο της κατοικήσιμης γης, χρησιμοποίησε τον Δημήτριο Φαληρέα, στο έργο της οργάνωσης μίας προσπάθειας με τους Εβραίους αρχιερείς να μεταφράσουν τα εβραϊκά βιβλία του Νόμου για τη βιβλιοθήκη του. Ο Ιώσηπος τοποθετεί έτσι τις απαρχές των Εβδομήκοντα στον 3ο αι. π.Χ., όταν ζούσαν ο Δημήτριος και ο Πτολεμαίος Β΄. Σύμφωνα με έναν εβραϊκό μύθο, οι εβδομήντα έγραψαν τις μεταφράσεις τους ανεξάρτητα από τη μνήμη και τα έργα που προέκυψαν, ήταν πανομοιότυπα σε κάθε γράμμα. Ωστόσο ο Ιώσηπος δηλώνει ότι συνεργάστηκαν συζητώντας για τη μετάφραση και τελείωσαν το έργο σε 72 ημέρες. Ο Ιώσηπος αναλύει τις περίτεχνες προετοιμασίες και τη βασιλική μεταχείριση των 70 πρεσβυτέρων των φυλών του Ισραήλ, που επιλέχθηκαν για να ολοκληρώσουν το έργο στο έργο του Ιουδαϊκή Αρχαιολογία βιβλίο 12, κεφάλαιο 2, το οποίο είναι αφιερωμένο στην περιγραφή αυτού του διάσημου γεγονότος.

Το 1990 ανακαλύφθηκαν περισσότεροι από 2.000 πάπυροι γραμμένοι από τον Ζήνωνα του Καύνου από την εποχή του Πτολεμαίου Β΄ Φιλαδέλφου, οι οποίοι περιείχαν τουλάχιστον 19 αναφορές σε Άραβες στην περιοχή μεταξύ του Νείλου και της Ερυθράς Θάλασσας. Οι πάπυροι αναφέρουν τη δουλειά τους ως υπεύθυνων αστυνομικών των «μονάδων των δέκα ατόμων» και κάποιοι άλλοι αναφέρονταν ως βοσκοί. Οι Άραβες στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο ή τη Συρία κατάφερναν να επιτίθενται και να λαφυραγωγούν και τις δύο πλευρές της σύγκρουσης μεταξύ τού Πτολεμαϊκού βασιλείου και των εχθρών του.

Από τα μέσα του 3ου αι. π.Χ. η Αίγυπτος των Πτολεμαίων ήταν το πλουσιότερο και ισχυρότερο από τα διάδοχα κράτη τού Αλεξάνδρου και το κορυφαίο παράδειγμα τού ελληνικού πολιτισμού. Όμως ξεκινώντας από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., οι δυναστικές διαμάχες και μία σειρά ξένων πολέμων αποδυνάμωσαν το βασίλειο, που εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Υπό την Κλεοπάτρα Ζ΄, η οποία προσπάθησε να αποκαταστήσει την Πτολεμαϊκή εξουσία, η Αίγυπτος ενεπλάκη σε έναν ρωμαϊκό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος τελικά οδήγησε στην κατάκτησή της από τη Ρώμη ως το τελευταίο ανεξάρτητο ελληνιστικό κράτος. Η Ρωμαϊκή Αίγυπτος έγινε μία από τις πλουσιότερες επαρχίες της Ρώμης και κέντρο του μακεδονικού πολιτισμού, με τα ελληνικά να παραμένουν η κύρια γλώσσα της κυβέρνησης μέχρι τη μουσουλμανική κατάκτηση το 641 μ.Χ. Η Αλεξάνδρεια παρέμεινε μία από τις κορυφαίες πόλεις της Μεσογείου μέχρι τον ύστερο Μεσαίωνα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Diodorus Siculus, Bibliotheca historica, 18.21.9
  2. Nardo, Don (13 Μαρτίου 2009). Ancient Greece (στα Αγγλικά). Greenhaven Publishing LLC. σελ. 162. ISBN 978-0-7377-4624-2. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «Ancient Egypt – Macedonian and Ptolemaic Egypt (332–30 bce)». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2020. 
  4. Scholars also argue that the kingdom was founded in 304 BC because of different use of calendars: Ptolemy crowned himself in 304 BC on the ancient Egyptian calendar but in 305 BC on the ancient Macedonian calendar; to resolve the issue, the year 305/4 was counted as the first year of Ptolemaic Kingdom in Demotic papyri.
  5. Robins, Gay (2008). The Art of Ancient Egypt (Revised έκδοση). United States: Harvard University Press. σελ. 10. ISBN 978-0-674-03065-7. 
  6. Hölbl 2000, σελ. 22.
  7. Bagnall, Director of the Institute for the Study of the Ancient World Roger S. (2004). Egypt from Alexander to the Early Christians: An Archaeological and Historical Guide (στα Αγγλικά). Getty Publications. σελίδες 11–21. ISBN 978-0-89236-796-2. 
  8. Lewis, Naphtali (1986).
  9. Department of Ancient Near Eastern Art.
  10. Hemingway, Colette, and Seán Hemingway.
  11. Goyette, M. (2010).
  12. Wasson, Donald L. "Ptolemaic Dynasty".
  13. Grabbe 2008
  14. Ptolemy II Philadelphus [308–246 BC.
  15. 15,0 15,1 15,2 Burstein (2007)
  16. 16,0 16,1 Hölbl 2000, σελ. 63-65.
  17. Galen Commentary on the Epidemics 3.17.1.606
  18. Hölbl 2000.
  19. Fletcher 2008
  20. Török, László (2009). Between Two Worlds: The Frontier Region Between Ancient Nubia and Egypt, 3700 BC-AD 500. Leiden, New York, Köln: Brill. σελίδες 400–404. ISBN 978-90-04-17197-8. 
  21. Grainger 2010
  22. Cleopatra: A Life
  23. Hölbl 2000, σελ. 231.
  24. Hölbl 2000, σελ. 231, 248.
  25. 25,0 25,1 Peters (1970)
  26. 26,0 26,1 Peters (1970)
  27. Peters (1970)
  28. Gay., Robins (2008). The art of ancient Egypt (Rev. έκδοση). Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press. σελίδες 10, 231. ISBN 9780674030657. 
  29. Lloyd, Alan (2003). Shaw, Ian, επιμ. The Ptolemaic Period (332-30 BC). Oxford University Press. σελίδες 393. ISBN 978-0-19-280458-7. 
  30. Manning, J.G. (2010). The Historical Understanding of the Ptolemaic State. Princeton: Princeton University Press. σελίδες 34–35. 
  31. Malek, Jaromir (1999). Egyptian Art. London: Phaidon Press Limited. σελ. 384. 
  32. «Bronze statuette of Horus | Egyptian, Ptolemaic | Hellenistic | The Met». The Metropolitan Museum of Art, i.e. The Met Museum. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2018. 
  33. «Faience amulet of Mut with double crown | Egyptian, Ptolemaic | Hellenistic | The Met». The Metropolitan Museum of Art, i.e. The Met Museum. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2018. 
  34. 34,0 34,1 Thomas, Ross. «Ptolemaic and Roman Faience Vessels» (PDF). The British Museum. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2018. 
  35. Thomas, Ross. «Ptolemaic and Roman Faience Vessels» (PDF). The British Museum. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2018. 
  36. 36,0 36,1 «Marble head of a Ptolemaic queen | Greek | Hellenistic | The Met». The Metropolitan Museum of Art, i.e. The Met Museum. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2018. 
  37. Pomeroy, Sarah (1990). Women in Hellenistic Egypt: From Alexander to Cleopatra. Detroit: Wayne State University Press. σελ. 29. 
  38. 38,0 38,1 Gay., Robins (2008). The art of ancient Egypt (Rev. έκδοση). Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press. σελ. 236. ISBN 9780674030657. 
  39. «Statuette of Arsinoe II for her Posthumous Cult | Ptolemaic Period | The Met». The Metropolitan Museum of Art, i.e. The Met Museum. Ανακτήθηκε στις 24 Απριλίου 2018. 
  40. 40,0 40,1 40,2 40,3 Gay., Robins (2008). The art of ancient Egypt (Rev. έκδοση). Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press. ISBN 978-0674030657. 
  41. Rosalie, David (1993). Discovering Ancient Egyptology. σελ. 99. 
  42. Fischer-Bovet, Christelle. Army and Egyptian Temple Building Under the Ptolemies. https://www.princeton.edu/~pswpc/pdfs/fischer-bovet/100702.pdf. 
  43. 1941–, Török, László (2011). Hellenizing art in ancient Nubia, 300 BC-AD 250, and its Egyptian models : a study in "acculturation". Leiden: Brill. ISBN 978-9004211285. 
  44. Antiquities Experts. «Egyptian Art During the Ptolemaic Period of Egyptian History». Antiquities Experts. Ανακτήθηκε στις 17 Ιουνίου 2014. 
  45. 45,0 45,1 45,2 Hill, Marsha.
  46. Gay., Robins (2008). The art of ancient Egypt (Rev. έκδοση). Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press. σελ. 244. ISBN 9780674030657. 
  47. Seele, Keith C. (1947). «Horus on the Crocodiles». Journal of Near Eastern Studies 6 (1): 43–52. doi:10.1086/370811. https://archive.org/details/sim_journal-of-near-eastern-studies_1947-01_6_1/page/43.