Διατροφή στην αρχαία Ελλάδα
.
Στη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων απαντώνται τα δημητριακά και σε περιπτώσεις ανάγκης, μείγμα κριθαριού με σιτάρι, από το οποίο παρασκευαζόταν ο άρτος. Τα δημητριακά συνοδεύονταν συνήθως από οπωροκηπευτικά (λάχανα, κρεμμύδια, φακές και ρεβίθια). Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με το αν κατοικούσε στην πόλη, στην ύπαιθρο ή κοντά στη θάλασσα. Οι Έλληνες κατανάλωναν ιδιαιτέρως τα γαλακτοκομικά και κυρίως το τυρί. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά αντί αυτού γινόταν χρήση κυρίως του ελαιόλαδου, καθώς αυτό θεωρούνταν περισσότερο υγιεινό. Το φαγητό συνόδευε κρασί (κόκκινο, λευκό ή ροζέ) αναμεμειγμένο με νερό.
Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων βασιζόταν κυρίως σε ζωικά προϊόντα. Τα ζωικά προϊόντα συνέβαλαν σημαντικά στη θερμιδική τους πρόσληψη, κυμαινόμενα από 40% έως 90%, με μέσο όρο 70% έως 80%. Αυτές οι πληροφορίες προέρχονται από την ισοτοπική ανάλυση αρχαίων οστών, η οποία αποκαλύπτει τους τύπους τροφής που κατανάλωναν αυτοί οι πληθυσμοί. Οι ερευνητές εντόπισαν τα διατροφικά πρότυπα των αρχαίων Ελλήνων μελετώντας τις αναλογίες των ισοτόπων άνθρακα και αζώτου.[1][2]
Πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων παρέχουν τόσο οι γραπτές μαρτυρίες όσο και διάφορες καλλιτεχνικές απεικονίσεις: οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και το έργο του γραμματικού Αθήναιου από τη μία πλευρά, τα κεραμικά αγγεία και τα αγαλματίδια από ψημένο πηλό από την άλλη.
Διατροφικές Συνήθειες των Αρχαίων Ελλήνων βάσει χημικών αποδείξεων που βρέθηκαν στα οστά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με την ομάδα του έργου Biomuse[1][2], η οποία αποτελεί συνεργασία μεταξύ του Εργαστηρίου Φυσικής Ανθρωπολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και της Ομάδας Παλαιογενετικής του Πανεπιστημίου του Μάιντς, η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων βασιζόταν κυρίως σε ζωικά προϊόντα, τα οποία συνέβαλαν μεταξύ 40% και 90% της θερμιδικής τους πρόσληψης. Κατά μέσο όρο, αυτό κυμαινόταν από 70% έως 80%.[1][2]
Αυτή η έρευνα βασίζεται σε χημικές αποδείξεις που βρέθηκαν στα οστά. Αναλύοντας τα ισότοπα άνθρακα και αζώτου στους σκελετούς των αρχαίων πληθυσμών, οι ερευνητές μπορούν να καθορίσουν τους τύπους τροφής που καταναλώνονταν, ενώ τα ισότοπα στρόντιου και οξυγόνου παρέχουν πληροφορίες για την κινητικότητα τους κατά τη διάρκεια της ζωής τους.[1][2]
Πηγές για την αρχαιοελληνική διατροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για τις τροφές και τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων, αντλούμε πληροφορίες από διαφορετικές πηγές, ανάλογα με την εκάστοτε εποχή. Ειδικά, για τις πρώτες χιλιετίες, σημαντική θεωρείται η συμβολή της αρχαιολογίας.[3] Έτσι, από πινακίδες της Πύλου και της Κνωσού, πληροφορούμαστε για τη διατροφή Μυκηναίων και των Μινωιτών.[4] Για τη γεωμετρική εποχή (1100-800 π.Χ.) χρησιμοποιούνται τα έπη του Ομήρου, τα οποία και απεικονίζουν την πραγματικότητα.[3] Αντίθετα, ωστόσο, με τις προηγούμενες περιόδους, για την κλασική εποχή η σπουδαιότερη πηγή είναι η αρχαία ελληνική γραμματεία,[3] όπως οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και τα έργα του Αθήναιου. Σε γενικές γραμμές, πάντως, πληροφορίες μας παρέχουν και τα αγγεία και τα αγαλματίδια.
Γεύματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ιδιωτικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Για τους αρχαίους Έλληνες τα γεύματα της ημέρας ήταν τρία στον αριθμό. Το πρώτο από αυτά (ἀκρατισμός) αποτελούσε κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε κρασί (ἄκρατος), συνοδευόμενο από σύκα ή ελιές.[5] Το δεύτερο (ἄριστον) λάμβανε χώρα το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα.[6] Το τρίτο (δεῖπνον), το οποίο ήταν και το σημαντικότερο της ημέρας, σε γενικές γραμμές καταναλωνόταν αφού η νύχτα είχε πλέον πέσει. Σε αυτά μπορεί να προστεθεί ένα επιπλέον ελαφρύ γεύμα (ἑσπέρισμα) αργά το απόγευμα. Τέλος το ἀριστόδειπνον ήταν ένα κανονικό γεύμα που μπορούσε να σερβιριστεί αργά το απόγευμα στη θέση του δείπνου.
Φαίνεται πως, στις περισσότερες περιστάσεις, οι γυναίκες γευμάτιζαν χωριστά από τους άνδρες.[7] Εάν το μέγεθος του σπιτιού το καθιστούσε αδύνατο, οι άνδρες κάθονταν στο τραπέζι πρώτοι, με τις γυναίκες να τους ακολουθούν μόνο αφού οι τελευταίοι είχαν ολοκληρώσει το γεύμα τους.[8] Ρόλο υπηρετών διατηρούσαν οι δούλοι. Στις φτωχές οικογένειες, σύμφωνα με τον φιλόσοφο Αριστοτέλη, τις υπηρεσίες τους προσέφεραν οι γυναίκες και τα παιδιά, καλύπτοντας την απουσία δούλων.[9]
Χάρις στο έθιμο της τοποθέτησης στους τάφους μικρών μοντέλων επίπλων από ψημένο πηλό, σήμερα κατέχουμε σημαντικές πληροφορίες για το πώς έμοιαζαν. Οι Έλληνες έτρωγαν καθιστοί, ενώ οι πάγκοι χρησιμοποιούνταν κυρίως στα συμπόσια.[10] Τα τραπέζια, υψηλά για καθημερινή χρήση και χαμηλά για τα συμπόσια, είχαν συνήθως ορθογώνιο σχήμα. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ιδιαίτερα διαδεδομένα ήταν τα στρογγυλά τραπέζια, συχνά με ζωόμορφα πόδια.
Κομμάτια πεπλατυσμένου ψωμιού μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πιάτα, ωστόσο τα πήλινα δοχεία ήταν και τα πιο διαδεδομένα.[11] Τα πιάτα με την πάροδο του χρόνου κατασκευάζονταν με περισσότερο γούστο και επιμέλεια, με αποτέλεσμα να συναντά κανείς κατά τη ρωμαϊκή περίοδο πιάτα από πολύτιμα μέταλλα ή ακόμη και γυαλί. Η χρήση μαχαιροπίρουνων δεν ήταν και πολύ συχνή: η χρήση του πιρουνιού ήταν άγνωστη και ο σύνηθης τρόπος λήψης του φαγητού ήταν με τα δάχτυλα.[12] Εντούτοις μαχαίρια χρησιμοποιούνταν για την κοπή του κρέατος, καθώς και κάποια μορφή κουταλιών για σούπες και ζωμούς.[11] Κομμάτια ψωμί (ἀπομαγδαλία) μπορούσαν να χρησιμεύσουν για τη λήψη τροφής [12] ή ακόμη και ως πετσέτα για τα δάχτυλα.[13]
Συμπόσιον
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην ελληνική αρχαιότητα εκτός από το καθημερινό δείπνο (βραδινό γεύμα) υπήρχε και το δειπνούμενο γεύμα με φίλους ή γνωστούς που ονομάζονταν «συμπόσιο» ή «εστίαση» που σήμερα λέγεται συνεστίαση. Υπήρχαν και δείπνα όπου οι συμμετέχοντες συνεισέφεραν ή οικονομικά, ή με τρόφιμα, τα οποία και λέγονταν «συμβολές». Ο Όμηρος τα αποκαλεί «εράνους», ενώ γνωστές είναι οι αρχαίες σχετικές φράσεις «δειπνείν από συμβολών», ή «δείπνον από σπυρίδος».
Το συμπόσιον (λέξη που σημαίνει «συνάθροιση ανθρώπων που πίνουν») αποτελούσε έναν από τους πιο αγαπημένους τρόπους διασκέδασης των Ελλήνων.[14] Περιελάμβανε δύο στάδια: το πρώτο ήταν αφιερωμένο στο φαγητό, που σε γενικές γραμμές ήταν λιτό, ενώ το δεύτερο στην κατανάλωση ποτού.[14] Στην πραγματικότητα, οι αρχαίοι έπιναν κρασί και μαζί με το γεύμα, ενώ τα διάφορα ποτά συνοδεύονταν από μεζέδες (τραγήματα): κάστανα, κουκιά, ψημένοι κόκκοι σίτου ή ακόμη γλυκίσματα από μέλι, που είχαν ως στόχο την απορρόφηση του οινοπνεύματος ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος της συνάθροισης.[15]
Το δεύτερο μέρος ξεκινούσε με σπονδή, τις περισσότερες φορές προς τιμήν του Διονύσου.[16] Κατόπιν οι παριστάμενοι συζητούσαν ή έπαιζαν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως ο κότταβος. Συνεπώς τα άτομα έμεναν ξαπλωμένα σε ανάκλιντρα (κλίναι), ενώ χαμηλά τραπέζια φιλοξενούσαν τα φαγώσιμα και τα παιχνίδια. Χορεύτριες, ακροβάτες και μουσικοί συμπλήρωναν την ψυχαγωγία των παρευρισκομένων. Ένας «βασιλιάς του συμποσίου» ο οποίος εκλεγόταν στην τύχη αναλάμβανε να υποδεικνύει στους δούλους την αναλογία κρασιού και νερού κατά την προετοιμασία των ποτών.
Εντελώς απαγορευμένο στις γυναίκες, με εξαίρεση τις χορεύτριες και τις εταίρες, το συμπόσιο ήταν ένα σημαντικότατο μέσο κοινωνικοποίησης στην Αρχαία Ελλάδα. Μπορούσε να διοργανωθεί από έναν ιδιώτη για τους φίλους ή για τα μέλη της οικογένειάς του, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τις προσκλήσεις σε δείπνο. Μπορούσε επίσης να αφορά τη μάζωξη μελών μιας θρησκευτικής ομάδας ή μιας εταιρείας (ενός είδος κλειστού κλαμπ για αριστοκράτες). Τα πολυτελή συμπόσια προφανώς προορίζονταν για τους πλούσιους, ωστόσο στα περισσότερα σπιτικά θρησκευτικές ή οικογενειακές γιορτές αποτελούσαν αφορμή για δείπνο, έστω και μετριοπαθέστερο.
Το συμπόσιο ως πρακτική εισήγαγε κι ένα πραγματικό λογοτεχνικό ρεύμα: το Συμπόσιον του Πλάτωνα, το ομώνυμο έργο του Ξενοφώντα, το Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον του Πλουτάρχου και οι Δειπνοσοφισταί του Αθήναιου αποτελούν χαρακτηριστικά έργα.
Συσσίτια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα συσσίτια αποτελούσαν κοινά γεύματα στα οποία συμμετείχαν υποχρεωτικά άνδρες κάθε ηλικίας στα πλαίσια κοινωνικού ή θρησκευτικού εθιμοτυπικού. Οι χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εντοπίζονται στην Κρήτη και τη Σπάρτη, αν και ορισμένες πηγές κάνουν αναφορά σε ανάλογες πρακτικές και σε άλλα μέρη. Άλλες γνωστές ονομασίες της πρακτικής αυτής είναι φειδίτια και ἀνδρεῖα.
Συγκεκριμένα στην αρχαία Σπάρτη, η συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των ομοίων, δηλαδή των μελών της σπαρτιατικής κοινωνίας με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η συνεισφορά τροφίμων (ή έτερης αποζημίωσης) για τη διατροφή που τους παρείχε το κράτος. Η αποτυχία ανταπόκρισης στον κανόνα αυτό ήταν ατιμωτική. Αντίθετα με τα συμπόσια, τα συσσίτια χαρακτήριζε η λιτότητα και η μετριοπάθεια.[17]
Τρόφιμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δημητριακά και ψωμί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα δημητριακά αποτελούσαν τη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων, κατά τη μινωική, τη μυκηναϊκή[4] και την κλασική περίοδο.[3] Χαρακτηριστικό είναι πως η Αθήνα του Περικλή αποτελούσε τον μεγαλύτερο εισαγωγέα σιτηρών του αρχαίου κόσμου: τα φορτία που κατέφθαναν από τη Μαύρη Θάλασσα και τον Ελλήσποντο ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 17.000 τόνους ετησίως.[18]
Κύρια προϊόντα ήταν το σκληρό σιτάρι (πύρος), το δίκοκκο σιτάρι (ζειά) και το κριθάρι (κριθαί).[19]
Το σιτάρι μουσκευόταν προκειμένου να γίνει μαλακό και κατόπιν επεξεργαζόταν με δύο πιθανούς τρόπους: πρώτη περίπτωση ήταν το άλεσμά του προκειμένου να γίνει χυλός, ώστε να αποτελέσει συστατικό του λαπά. Η άλλη περίπτωση ήταν να μετατραπεί σε αλεύρι (ἀλείατα) από το οποίο προέκυπτε το ψωμί (ἄρτος) ή διάφορες πίττες, σκέτες ή γεμιστές με τυρί ή μέλι.[20] Η μέθοδος «φουσκώματος» του ψωμιού ήταν γνωστή. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι Έλληνες χρησιμοποίησαν κάποιο αλκαλικό συστατικό ή μαγιά σαν καταλύτη της διαδικασίας.[21][22]
Η ζύμη ψηνόταν στο σπίτι σε υπερυψωμένους φούρνους από άργιλο (ἰπνός).[23] Μια απλούστερη μέθοδος προέβλεπε την τοποθέτηση αναμμένων κάρβουνων στο έδαφος και την κάλυψη του σκεύους με καπάκι σε σχήμα θόλου (πνιγεὐς). Όταν το έδαφος ήταν αρκετά ζεστό, τα κάρβουνα απομακρύνονταν και στη θέση τους τοποθετούταν η ζύμη, η οποία καλυπτόταν και πάλι από το καπάκι. Κατόπιν τα κάρβουνα αποθέτονταν πάνω ή γύρω από το καπάκι για διατήρηση της θερμοκρασίας.[24] Οι πέτρινοι φούρνοι έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη ρωμαϊκή πια περίοδο. Ο Σόλων, ο Αθηναίος νομοθέτης του 6ου αιώνα π.Χ., όρισε πως το ψωμί από σιτάρι έπρεπε να καταναλώνεται μόνο κατά τις εορταστικές ημέρες.[25] Από την κλασική εποχή και έπειτα, και μόνο για εκείνους που είχαν τα οικονομικά μέσα, το εν λόγω ψωμί ήταν διαθέσιμο καθημερινά στα αρτοπωλεία.[26][27]
Το κριθάρι ήταν απλούστερο στην παραγωγή, μα αρκετά πιο δύσχρηστο στην παραγωγή ψωμιού. Το ψωμί που προκύπτει από το κριθάρι είναι θρεπτικό αλλά και βαρύτερο.[21] Συνεπώς συνήθως ψηνόταν προτού αλεστεί για να προκύψει αλεύρι (ἄλφιτα), το οποίο χρησίμευε στην παραγωγή (τις περισσότερες φορές άνευ ψησίματος καθώς οι σπόροι ήταν ήδη ψημμένοι) του βασικού πιάτου της ελληνικής κουζίνας, που ονομαζόταν μᾶζα.
Γενικά το σιταρένιο ψωμί λεγόταν «άρτος», το κριθαρένιο «άλφιτον», το προερχόμενο με ζύμη που ψηνόταν σε χαμηλούς κλιβάνους (είδος γάστρας) λεγόταν «ζυμίτης», ενώ το προερχόμενο χωρίς ζύμη που ψηνόταν σε ανθρακιά λεγόταν «άζυμος» και ιδιαίτερα «σποδίτης». Οτιδήποτε τρώγονταν με ψωμί (προσφάγιο) λεγόταν «όψον». Ο άρτος ή το άλφιτο που τρώγονταν βουτηγμένο σε άκρατο οίνο (= ανέρωτο) λεγόταν «ακράτισμα». Το ακράτισμα τρώγονταν κυρίως το πρωί, εξ ου και το πρωινό γεύμα λέγονταν ομοίως ακράτισμα.
Χαρακτηριστικά οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τους Έλληνες «κριθαροφάγους», ενώ στην κωμωδία Ειρήνη ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί την έκφραση «ἐσθίειν κριθὰς μόνας», που μεταφράζεται «το να ζει κανείς μονάχα με κριθάρι» ή κατά τη νεοελληνική έκφραση «τη βγάζω με νερό και ψωμί».[28] Στις μέρες μας επιβιώνουν διάφορες συνταγές για την παρασκευή μάζας. Σερβιριζόταν ψημένη ή ωμή, με τη μορφή χυλού ή ζυμαρικών ή ακόμη και πίττας.[20] Επίσης μπορούσε να νοστιμίσει με τυρί ή μέλι.
Φρούτα, λαχανικά και μπάμιες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα δημητριακά σερβίρονταν συνήθως με ένα συνοδευτικό γνωστό με τη γενική ονομασία ὄψον.[29] Αρχικά η ονομασία αναφερόταν σε ό,τι μαγειρευόταν στη φωτιά, και, κατ' επέκταση, σε οτιδήποτε συνόδευε το ψωμί. Από την κλασική εποχή και μετά, πρόκειται για ψάρι και λαχανικά: λάχανα, κρεμμύδια (κρόμμυον), γλυκομπίζελα, πράσα, βολβούς, μαρούλια, βλίτα, ραδίκια κ.ά. Σερβίρονταν ως σούπα, βραστά ή πολτοποιημένα (ἔτνος), καρυκευμένα με ελαιόλαδο, ξίδι, χόρτα ή μια σάλτσα ψαριού γνωστή με την ονομασία γάρον. Αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη,[30] ο πουρές ήταν ένα από τα αγαπημένα πιάτα του Ηρακλή, ο οποίος στις κωμωδίες πάντα παρουσιαζόταν ως μεγάλος λιχούδης. Οι πιο φτωχές οικογένειες κατανάλωναν βελανίδια (βάλανοι).[31] Οι ελιές ήταν πολύ συνηθισμένο συνοδευτικό, ωμές ή συντηρημένες.[32]
Ειδικά οι λαϊκές τάξεις κατανάλωναν πολύ και όσπρια.[3] Προτιμούσαν τους φασιόλους,[β] τις φακές, τα ρεβίθια, τα κουκκιά (κύαμοι) και τους θέρμους (λούπινα).
Για τους κατοίκους των πόλεων τα φρέσκα οπωροκηπευτικά ήταν πολύ ακριβά και έτσι καταναλώνονταν σπάνια. Οι φτωχότεροι πολίτες προτιμούσαν τα ξηρά λαχανικά. Το τυπικό φαγητό του μέσου εργάτη ήταν η φακή. Μια τυπική στρατιωτική μερίδα περιελάμβανε τυρί, σκόρδο και κρεμμύδια.[33] Ο Αριστοφάνης συχνά συνδέει την κατανάλωση κρεμμυδιών με τους στρατιώτες,[34] για παράδειγμα στην κωμωδία του, Ειρήνη, ο χορός που πανηγυρίζει για τη λήξη των πολέμων εκφράζει την χαρά του που απαλλάχτηκε πλέον «από το κράνος, το τυρί και τα κρεμμύδια».[35] Ο πικρός βίκος θεωρούταν φαγητό λιμού.
Τα φρούτα, φρέσκα ή ξηρά, τρώγονταν ως επιδόρπιο. Πρόκειται κυρίως για σύκα, σταφίδες, καρύδια και φουντούκια. Τα ξηρά σύκα χρησίμευαν επίσης ως ορεκτικό, πίνοντας παράλληλα κρασί. Στην περίπτωση αυτή, συνοδεύονταν συχνά από ψητά κάστανα, στραγάλια ή ψημένους καρπούς οξιάς.
Κρέας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κατανάλωση ψαριών και κρεατικών σχετίζεται με την οικονομική επιφάνεια του σπιτικού αλλά και τη γεωγραφική του θέση: οι αγροτικές οικογένειες μέσω του κυνηγιού και της τοποθέτησης μικροπαγίδων είχαν πρόσβαση σε πτηνά και λαγούς, ενώ μπορούσαν να μεγαλώνουν πουλερικά και χήνες στις αυλές τους. Οι ελαφρώς πλουσιότεροι μπορούσαν να διατηρούν κοπάδια με πρόβατα, κατσίκες και γουρούνια. Στις πόλεις το κρέας κόστιζε πάρα πολύ με εξαίρεση το χοιρινό: κατά την εποχή τού Αριστοφάνη, ένα γουρουνάκι γάλακτος κόστιζε τρεις δραχμές,[36] ποσό που αντιστοιχεί σε τρία ημερομίσθια ενός δημοσίου υπαλλήλου. Στην κλασική Αθήνα, οι περισσότεροι έτρωγαν κρέας, αρνίσιο ή κατσικίσιο, μονάχα στις γιορτές.[18] Μολαταύτα, τόσο οι πλούσιοι όσο και οι φτωχοί κατανάλωναν λουκάνικα.[37]
Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο είναι γνωστό πως κατανάλωναν αρνίσιο, βοδινό και μοσχαρίσιο κρέας.[3] Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. ο Ησίοδος, περιγράφει στο Έργα και ημέραι την ιδανική αγροτική γιορτή:
«...εἴη πετραίη τε σκιὴ καὶ Βίβλινος οἶνος, μάζα τ᾽ ἀμολγαίη γάλα τ᾽ αἰγῶν σβεννυμενάων, καὶ βοὸς ὑλοφάγοιο κρέας μή πω τετοκυίης πρωτογόνων τ᾽ ἐρίφων·»
- «...θα μπορούσα να έχω τη σκιά ενός βράχου και Βίβλινο κρασί, πέτσα και γάλα από κατσίκες που έχουν στερέψει και κρέας δαμάλιδος η οποία τράφηκε στα δάση και που δεν γέννησε ποτέ ή εριφίων από πρώτη γέννα...» [38]
Το κρέας αναφέρεται πολύ λιγότερο στα κείμενα της κλασικής εποχής σε σύγκριση με την ποίηση της αρχαϊκής εποχής. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό δεν οφείλεται σε αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, μα μόνο στους άτυπους κανόνες που διέπουν τα δύο αυτά είδη γραμματείας.
Η κατανάλωση κρέατος έχει εξέχοντα ρόλο στα πλαίσια θρησκευτικών εθιμοτυπικών: η μερίδα των θεών (λίπη και οστά) παραδίδονται στις φλόγες, ενώ η μερίδα των ανθρώπων (το ψαχνό κρέας) μοιράζεται στους παρευρισκομένους. Παράλληλα παρατηρούμε την ακμή ενός εμπορικού κλάδου, εκείνου των ψημένων ή παστών κρεάτων, που φαίνονται επίσης να σχετίζονται με θρησκευτικές τελετές και θυσίες.[39] Χαρακτηριστικό της τεχνικής του Έλληνα χασάπη είναι πως το σφάγιο δεν διαμελιζόταν ανάλογα με τον τύπο των μελών του, μα σε κομμάτια ίσου βάρους. Στην Κρήτη τα καλύτερα από αυτά αποδίδονταν στους φρονιμότερους πολίτες ή στους καλύτερους πολεμιστές. Σε άλλες περιοχές όπως στη Χαιρώνεια, οι μερίδες μοιράζονταν τυχαία με αποτέλεσμα να είναι θέμα τύχης για τον καθένα το αν θα λάμβανε καλό ή κακό κομμάτι.[40]
Κύρια τροφή των Σπαρτιατών πολεμιστών ήταν ένας ζωμός από χοιρινό, γνωστός με την ονομασία μέλας ζωμός. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει πως «ανάμεσα στα πιάτα, αυτό που έχαιρε της μεγαλύτερης εκτίμησης ήταν ο μέλας ζωμός, μάλιστα σε τέτοιο σημείο που οι ηλικιωμένοι δεν αναζητούσαν καθόλου το κρέας. Το άφηναν για τους νεότερους και δειπνούσαν μονάχα με το ζωμό που τους παρείχαν».[41] Για τους υπόλοιπους Έλληνες πρόκειται για αξιοπερίεργο φαινόμενο. «Φυσικά και οι Σπαρτιάτες είναι οι γενναιότεροι ανάμεσα σε όλους», αστειεύεται ένας Συβαρίτης, «ο οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα προτιμούσε να πεθάνει χίλιους θανάτους παρά να διάγει τόσο λιτό βίο».[42][43] Το πιάτο αυτό αποτελούταν από χοιρινό, αλάτι, ξύδι και αίμα.[11] Συνοδευόταν από τη γνωστή μάζα, σύκα, τυρί και καμία φορά από θηράματα ή ψάρι.[41] Ο Αιλιανός, συγγραφέας του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ., υποστηρίζει πως στους Λακεδαιμόνιους μάγειρες απαγορευόταν να προετοιμάζουν οτιδήποτε άλλο εκτός από κρέας.[44]
Ψάρι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η στάση των Ελλήνων απέναντι στο ψάρι ποικίλλει ανάλογα με την εποχή. Στο έπος της Ιλιάδας δεν γίνεται κατανάλωση ιχθύων παρά μόνο ψητού κρέατος.[45] Ο Πλάτων το αποδίδει στην αυστηρότητα των εθίμων της εποχής,[46] εντούτοις μοιάζει πως το ψάρι θεωρούνταν φαγητό για φτωχούς. Στην Οδύσσεια αναφέρεται πως οι σύντροφοι του Οδυσσέα κατέφυγαν στο ψάρι, αλλά μόνο γιατί υπέφεραν από την πείνα αφού πέρασαν από τα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης κι έτσι αναγκάστηκαν να φάνε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο.[47]
Αντιθέτως, κατά την κλασική εποχή, το ψάρι μετατρέπεται σε προϊόν πολυτελείας, το οποίο αναζητούν για το τραπέζι τους οι γευσιγνώστες. Μάλιστα κατά την ελληνιστική περίοδο συναντούμε και σχετική βιβλιογραφία, όπως ένα σύγγραμμα του Λυγκέως από τη Σάμο το οποίο πραγματεύεται την τέχνη του να αγοράζει κανείς ψάρι σε χαμηλές τιμές.[48] Άλλα ειδικά συγγράμματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με έξοχες και λεπτομερείς περιγραφές ψαριών είναι: το Περί ιχθύων του Αριστοτέλη, ο Αλιευτικός του Νουμηνίου, η Αλιευομένη του Αντιφάνους, ο Ιχθύς του Αρχίππου.
Πάντως όλα τα προϊόντα αλιείας δεν κόστιζαν το ίδιο. Μια στήλη που ανάγεται στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και που προέρχεται από τη βοιωτική πόλη Ακραιφνία, στη λίμνη της Κωπαΐδας, εμπεριέχει έναν τιμοκατάλογο ψαριών, ίσως για την προστασία των καταναλωτών από την κερδοσκοπία.[49] Οικονομικότεροι όλων είναι οι σκάροι, ενώ η κοιλιά του κόκκινου τόνου κοστίζει τρεις φορές περισσότερο.[50] Οι σαρδέλες, οι γαύροι και οι μαρίδες είναι οικονομικά και αποτελούν φαγητά της καθημερινότητας για τους αρχαίους Αθηναίους. Επίσης στην ίδια κατηγορία μπορούν να αναφερθούν ο λευκός τόνος, το λυθρίνι, το σαλάχι, ο ξιφίας και ο οξύρρυγχος, ο οποίος καταναλώνεται παστός. Η λίμνη Κωπαΐδα φημιζόταν για τα χέλια της, ξακουστά σε ολόκληρη την Ελλάδα, τα οποία εξαίρονται και στην κωμωδία Αχαρνής. Ανάμεσα στα ψάρια του γλυκού νερού μπορούν να σημειωθούν το λαβράκι, ο κυπρίνος και το υποτιμημένο γατόψαρο.
Οι Έλληνες απολάμβαναν εξίσου και τα υπόλοιπα θαλασσινά. Σουπιές (σηπία), χταπόδια (πολύπους) και καλαμάρια (τευθίς) μαγειρεύονταν ψητά ή τηγανητά και σερβίρονταν ως ορεκτικά, ως συνοδευτικά ή ακόμη και στα συμπόσια, αν ήταν μικρού μεγέθους. Τα θαλασσινά μεγαλύτερου μεγέθους συγκαταλέγονταν στα πιάτα της υψηλής μαγειρικής.[51] Ο ποιητής Έριφος κατατάσσει τις σουπιές, την κοιλιά του τόνου και τον μουγγρί στα εδέσματα των θεών, απλησίαστα για τους θνητούς με περιορισμένα οικονομικά μέσα.[52] Οι σουπιές και τα χταπόδια αποτελούσαν παραδοσιακά δώρα κατά τον εορτασμό των Αμφιδρομίων, όταν οι γονείς έδιναν ονόματα στα παιδιά τους. Όσον αφορά τα οστρακοειδή, οι αρχαίες πηγές αναφέρουν την κατανάλωση σπειροειδών κοχυλιών, μυδιών, πίννας, αυτιών της θάλασσας, αχιβάδων, πεταλίδων και χτενιών.[51] Ο Γαληνός είναι ο πρώτος που αναφέρει την κατανάλωση ψητών στρειδιών (ὄστρεον).[53] Τέλος εκτίμησης έχαιραν τα καβούρια (καρκίνος), οι αστακοί (ἀστακός), οι αχινοί (ἐχῖνος) και οι καραβίδες (κάραϐος).[54]
Οι ψαράδες στην πλειοψηφία των περιπτώσεων έβγαιναν στη θάλασσα μόνοι και παρέμεναν κοντά στην ακτή.[55] Χρησιμοποιούσαν αγκίστρια, κυρίως χάλκινα, τα οποία έδεναν με ορμιά (πετονιά), φτιαγμένη από τρίχες ζώων ή φυτικές ίνες. Για να βυθίζεται το αγκρίστρι, του έδεναν μολύβδινο βαρίδι. Συνηθισμένο ήταν το ψάρεμα με δίχτυα διαφόρων ειδών ανάλογα με το είδος των ψαριών, εφοδιασμένα με φελλούς και βαρίδια, αλλά και το ψάρεμα με καμάκι (κάμαξ) ή τρίαινα. Χρησιμοποιούσαν επίσης κύρτους πλεγμένους από βέργες. Πιο κατάλληλες ώρες για ψάρεμα θεωρούσαν το σούρουπο και το χάραμα. Ψάρευαν επίσης τη νύχτα με φως πυρσών.[56]
Το μεγαλύτερο μέρος της ψαριάς πρέπει να πωλούταν στις αγορές των πόλεων σε ειδικούς χώρους.[57] Το ψάρι εμφανίζεται συχνά διατηρημένο στην άλμη. Πρόκειται για μια διαδικασία πολύ διαδεδομένη στα ψάρια μικρού μεγέθους, ωστόσο απαντάται και σε μεγαλύτερα όπως η παλαμίδα, ο τόνος, το σκουμπρί, η πεσκαντρίτσα και ο οξύρρυγχος, ακόμη στα καβούρια και τους αχινούς.[58]
Αυγά και γαλακτοκομικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Έλληνες ανέτρεφαν πάπιες, χήνες, ορτύκια και κότες για να εξασφαλίζουν αυγά. Ορισμένοι συγγραφείς[59] κάνουν ακόμη αναφορά σε αυγά φασιανού και αιγυπτιακής χήνας, εντούτοις μπορούμε να υποθέσουμε πως επρόκειτο για σπάνια εδέσματα. Τα αυγά καταναλώνονταν είτε μελάτα είτε σφικτά ως ορεκτικό ή επιδόρπιο. Επιπλέον τόσο ο κρόκος όσο και το ασπράδι του αυγού αποτελούσαν, οπώς και στις μέρες μας, συστατικά διάφορων συνταγών.[60]
Το γάλα ήταν αρκετά διαδεδομένο, ωστόσο σπάνια χρησιμοποιούταν στη μαγειρική. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά χρησιμοποιούταν σπάνια: γενικώς θεωρούταν χαρακτηριστικό της διατροφής των κατοίκων της Θράκης τους οποίους ο κωμικός ποιητής Αναξανδρίδης αποκαλεί «βουτυροφάγους».[61] Παρ' όλα αυτά τα γαλακτοκομικά προϊόντα έχαιραν εκτίμησης. Η πυριατή [62] ήταν ένα είδος παχύρρευστου γάλακτος, το οποίο συχνά συγχέεται με το γιαούρτι. Βασικό συστατικό της ελληνικής διατροφής ήταν το τυρί, είτε από γάλα κατσίκας είτε από γάλα προβάτου. Γινόταν διάκριση ανάμεσα στο φρέσκο και το σκληρό τυρί που πωλούταν σε διαφορετικά καταστήματα: το πρώτο κόστιζε τα δύο τρίτα της τιμής του δεύτερου.[63] Καταναλώνονταν σκέτα ή με μέλι ή με λαχανικά. Επίσης αποτελούσε συστατικό διάφορων συνταγών, ανάμεσα στα οποία συναντούμε και το ψάρι.[64]
Άλλα φαγητά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Άλλα εδέσματα των αρχαίων Ελλήνων ήταν γλυκά όπως η «σησαμίς» (είτε με τη μορφή που έχει το σημερινό παστέλι, είτε σε σφαιροειδή μορφή),[65] οι «πλακούντες», η «άμμιλος» (τούρτα), η «μελιττούτα» (είδος γαλατόπιττας) καθώς και τα «αρτοκρέατα» (κρεατόπιττες), οι «τηγανίτες» ή τα «τήγανα» (τηγανίτες ή λουκουμάδες).[66]
Ποτά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην πόση των αρχαίων Ελλήνων με την ευρύτερη κατανάλωση ήταν προφανώς το νερό. Η αναζήτηση νερού υπαγόταν στις εργασίες που έπρεπε να διεκπεραιώσουν καθημερινά οι γυναίκες. Αν και η χρήση πηγαδιού συχνά ήταν αναπόφευκτη, όπως είναι φυσικό υπήρχε προτίμηση σε νερό «από πηγή πάντα ρέουσα και αναβλύζουσα».[67] Το νερό θεωρείται θρεπτικό - κάνει τα δέντρα και τα φυτά να αναπτύσσονται - αλλά και επιθυμητό.[γ] Ο Πίνδαρος ονομάζει το νερό μιας πηγής «ευχάριστο σαν μέλι».[68] Οι πηγές περιγράφουν κατά καιρούς το νερό ως βαρύ (βαρυσταθμότερος), ξηρό (κατάξηρος), όξινο (Ὀξύς), να θυμίζει κρασί (Οἰνώδης) κ.ά. Ένας από τους χαρακτήρες του κωμικού ποιητή Αντιφάνη υποστηρίζει πως θα μπορούσε να αναγνωρίσει ανάμεσα σε όλο το νερό του κόσμου εκείνο της Αττικής από την καλή του γεύση.[69] Τέλος, ο Αθήναιος αναφέρει μια σειρά από φιλοσόφους που κατανάλωναν παρά μόνο νερό, συνήθεια που συνοδεύεται συνήθως από αυστηρή χορτοφαγία.[70] Άλλα ποτά που καταναλώνονται συχνότατα ήταν το γάλα κατσίκας και το υδρόμελι.
Το σκεύος που χρησιμοποιούταν για την πόση ήταν ο σκύφος, κατασκευασμένος από ξύλο, πηλό ή μέταλλο. Ο Κριτίας αναφέρει διαμέσου του έργου του Πλουτάρχου ένα λακωνικής καταγωγής κυκλικό αγγείο, που ονομαζόταν κώθων.[71] Θεωρούνταν από τους αρχαίους το πιο κατάλληλο για στρατιωτική χρήση, γιατί λόγω του χρώματος του δοχείου εμποδίζονταν εκείνος που έπινε να αντιληφθεί τις τυχόν ακαθαρσίες του νερού και χώματα, ενώ παράλληλα είχε αρκετά γυριστό χείλος, ώστε να μένουν σε αυτό οι ακαθαρσίες κατά την πόση. Ένα άλλο διαδεδομένο σκεύος ήταν η κύλικα, ένα ποτήρι κυκλικού σχήματος, βαθύ, αλλά τελείως ανοιχτό, με βάση και δύο λαβές. Επίσης, ο κάνθαρος, αγγείο με δύο, συνήθως ψηλές, κάθετες λαβές και το ρυτόν που ήταν συχνά ζωόμορφο και που χρησιμοποιούταν συνήθως ως κρασοπότηρο σε συμπόσια.[72]
Οίνος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ίσως και λίγο νωρίτερα, ήταν γνωστό ένας πρόγονος της σημερινής ρετσίνας[73] και του βερμούτ.[74] Ο Αιλιανός επίσης αναφέρει έναν οίνο που αναμιγνυόταν με άρωμα.[75][76] Επίσης παρασκευαζόταν και ζεστό κρασί,[77] ενώ στη Θάσο ένα είδος «γλυκού κρασιού».[75]
Το κρασί στις περισσότερες περιπτώσεις αραιωνόταν με νερό, καθώς ο «άκρατος οίνος» (μη αραιωμένο κρασί) δεν ενδεικνυόταν για καθημερινή χρήση. Το κρασί αναμιγνυόταν σε έναν κρατήρα από τον οποίο οι δούλοι γέμιζαν τα ποτήρια με τη βοήθεια μιας οινοχόης. Το κρασί επίσης είχε θέση και στη γενική ιατρική, καθώς του αποδίδονταν φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο Αιλιανός αναφέρει πως το κρασί της Ηραίας στην Αρκαδία μπορεί να επιφέρει τρέλα στους άνδρες, αλλά και πως καθιστούσε τις γυναίκες γόνιμες. Αντιθέτως ένα κρασί από την Αχαΐα είχε τη φήμη πως μπορούσε να επιφέρει αποβολή στις εγκύους.[78] Εκτός από τις ιατρικές περιστάσεις, η ελληνική κοινωνία αποδοκίμαζε τις γυναίκες που έπιναν κρασί. Σύμφωνα με τον Αιλιανό ένας νόμος στη Μασσαλία απαγόρευε στις γυναίκες να πίνουν οτιδήποτε εκτός από νερό.[79] Η Σπάρτη ήταν η μοναδική πόλη όπου επιτρεπόταν στις γυναίκες να καταναλώνουν ό,τι ήθελαν.
Τα κρασιά που προορίζονταν για τοπική χρήση διατηρούνταν σε ασκιά. Εκείνα που επρόκειτο να πουληθούν τοποθετούνταν σε πίθους, μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία από πηλό. Κατόπιν μεταφέρονταν σε σφραγισμένους αμφορείς για να πωληθούν ανεξάρτητα, είτε στον ίδιο τόπο, είτε σε άλλο, μεταφερόμενοι με πλοία. Τα επώνυμα κρασιά έφεραν ετικέτες με το όνομα του παραγωγού ή των αρχόντων μιας πόλης που εγγυόντουσαν την καταγωγή του.[80] Αποτελεί το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία μιας πρακτικής που επιβιώνει ως τις ημέρες μας.
Κυκεών και Πτισάνη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Έλληνες παρασκεύαζαν επίσης ένα τρόφιμο ανάμεσα στο φαγητό και το ποτό που ονομαζόταν κυκεών (προέρχεται από το ρήμα «κυκάω» που σημαίνει «ανακατεύω»). Πρόκειται για πλιγούρι κριθαριού στο οποίο προσέθεταν νερό και βότανα. Στην Ιλιάδα περιελάμβανε επίσης τριμμένο κατσικίσιο τυρί.[81] Στην Οδύσσεια, η μάγισσα Κίρκη του προσέθεσε μέλι κι ένα μαγικό φίλτρο.[82] Στον Ομηρικό Ύμνο της Δήμητρας,[83] η θεά απορρίπτει το κόκκινο κρασί, ωστόσο δέχεται κυκεώνα από νερό, αλεύρι και βλήχονα. Χρήσιμος και ως ιερό ποτό στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο κυκεώνας αποτελεί και λαϊκή τροφή ιδίως στην ύπαιθρο: ο Θεόφραστος στους «Χαρακτήρες» του παρουσιάζει έναν αγρότη που ήπιε δυνατό κυκεώνα προκαλώντας δυσφοριά στους διπλανούς του στην Εκκλησία του Δήμου με την αναπνοή του.[84] Το ποτό αυτό είναι επίσης φημισμένο για την ιδιότητά του να βοηθά στην πέψη. Έτσι, στην Ειρήνη, ο θεός Ερμής το συνιστά στον πρωταγωνιστή που το παράκανε τρώγοντας ξηρά φρούτα.[85]
Στην ίδια λογική, η πτισάνη ήταν ένα αφέψημα από κριθάρι που χρησίμευε ως τροφή για αρρώστους.[86] Ο Ιπποκράτης το συνιστά σε ασθενείς που υποφέρουν από οξείες παθήσεις.[87] ΛαΛαΛα
Καλοφαγάδες και μάγειροι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή, η λιτότητα, την οποία επέβαλλαν οι φυσικές και κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας, αναγνωρίζεται ως αρετή. Οι Έλληνες δεν αγνοούν την καθαρή απόλαυση που μπορεί να προσφέρει το φαγητό, εντούτοις το τελευταίο όφειλε να παραμένει απλό. Ο Ησίοδος, ως άνθρωπος της υπαίθρου, θεωρεί πραγματικό τσιμπούσι μια μερίδα κρέας ψημμένη στη σχάρα, το γάλα και τις γαλέτες, όλα αυτά στα πλαίσια μιας ηλιόλουστης ημέρας. Ακόμη καλύτερο γεύμα θεωρείται το δωρεάν γεύμα: «ξεφάντωμα χωρίς πληρωμή είναι κάτι που δεν πρέπει να αφήνει κανείς να πάει χαμένο», σημειώνει ο φιλόσοφος Χρύσιππος.[88]
Η επιδίωξη της γαστρονομικής υπερβολής θεωρούταν, αντίθετα, απαράδεκτη, το δίχως άλλο ένα σημάδι ανατολίτικης μαλθακότητας: οι Πέρσες ήταν πρότυπο παρακμής εξαιτίας της αγάπης τους για την πολυτέλεια, η οποία εκδηλώνεται φυσικά και στο τραπέζι.[89] Οι αρχαίοι συγγραφείς αρέσκονταν στο να περιγράφουν το γεύμα του μεγάλου βασιλέως των Αχαιμενιδών: ο Ηρόδοτος,[90] ο Κλέαρχος ο Σολεύς,[91] ο Στράβων [92] και ακόμη περισσότερο ο Κτησίας [93] συμφωνούν στις περιγραφές τους.
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες τόνιζαν με υπερηφάνεια την αυστηρότητα των διατροφικών τους συνηθειών. Ο Πλούταρχος[94] αφηγείται πως ένας από τους βασιλείς του Πόντου, περίεργος να δοκιμάσει τον περίφημο «μέλανα ζωμό» των Λακεδαιμονίων, αγόρασε έναν μάγειρα από τη Λακωνία. Δοκιμάζοντάς τον διαπίστωσε πως ήταν πολύ άνοστος για τα γούστα του. Ο μάγειράς του, ωστόσο, απεφάνθη: «Ω βασιλιά, για να εκτιμήσει κάποιος αυτόν το ζωμό, πρέπει αρχικά να κολυμπήσει στον ποταμό Ευρώτα». Σύμφωνα με τον Πολύαινο,[95] ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ανακαλύπτοντας την αίθουσα όπου παρατίθονταν τα γεύματα της περσικής αυλής, ειρωνεύτηκε το γούστο τους στο φαγητό και σε αυτό απέδωσε την ήττα τους. Ο Παυσανίας από τη Σπάρτη, μαθαίνοντας τις διατροφικές συνήθειες του Πέρση Μαρδόνιου, ειρωνεύτηκε τους Πέρσες που επιθυμούσαν να κατακτήσουν τους Έλληνες τη στιγμή που ζούσαν τόσο απλά.[96]
Αποτέλεσμα αυτής της λατρείας για την αυστηρότητα, ήταν η κουζίνα παραμένει για αιώνιες βασίλειο των γυναικών, είτε ελεύθερων είτε δούλων. Μολαταύτα, στην κλασική περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους στην αρχαία γραμματεία ειδικοί στη μαγειρική. Τόσο ο Αιλιανός, όσο και ο Αθήναιος αναφέρουν τους χίλιους μάγειρες που συνόδευαν τον Σμινδυρίδη από τη Σύβαρι στο ταξίδι του στην Αθήνα κατά την εποχή του Κλεισθένη, αν και με αποδοκιμασία. Ο Πλάτων στο έργο του Γοργίας αναφέρει τον Θεαρίωνα τον αρτοποιό, τον Μίθαικο που συνέγραψε μια πραγματεία για τη μαγειρική των Σικελών και τον Σάραμβο που πωλούσε κρασιά. Τρεις εξέχοντες γνώστες των γλυκισμάτων, της κουζίνας κα του οίνου.[97] Και διάφοροι άλλοι μάγειρες συνέγραψαν έργα σχετικά με την τέχνη τους.
Με το πέρασμα του χρόνου, οι Έλληνες όλο και πιο πολύ εξελίσσονται σε καλοφαγάδες. Ο Αιλιανός σημειώνει: «στη Ρόδο, εκείνος που προσέχει ιδιαίτερα τα ψάρια και τα εκτιμά κι εκείνος που ξεπερνά τους πάντες σε γευσιγνωσία εγκωμιάζεται, θα λέγαμε, από τους συμπολίτες του ως ευγενικό πνεύμα». Κατά την ελληνιστική και κατόπιν κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, οι Έλληνες - τουλάχιστον οι εύποροι - χάνουν σιγά σιγά την εμμονή στη λιτότητα. Οι συνδαιτημόνες του συμποσίου το οποίο αφηγείται ο Αθήναιος κατά τον 2ο-3ο αιώνα μ.Χ. αφιερώνουν μεγάλο μέρος της συζήτησής τους σε απόψεις για το κρασί και τη γαστρονομία. Αναφέρονται στις ιδιότητες κάποιων ποικιλιών κρασιού, λαχανικών και κρεάτων, καθώς και σε ξακουστά πιάτα (γεμιστό καλαμάρι, κοιλιά κόκκινου τόνου, καραβίδες, μαρούλια ποτισμένα με οίνο και μέλι). Επικαλούνται ακόμη μεγάλους μάγειρες όπως ο Σωτηρίδης, σεφ του βασιλέως Νικομήδη Α' της Βιθυνίας. Όταν ο αφέντης του Σωτηρίδη βρισκόταν βαθιά στην ενδοχώρα πεθύμησε να φάει γαύρους. Εκείνος τότε προσομοίασε τη γεύση τους χρησιμοποιώντας ραπανάκια προσεκτικά τυλιγμένα ώστε να θυμίζουν γαύρους, λαδωμένα και αλατισμένα, πασπαλισμένα με σπόρους παπαρούνας. Το κατόρθωμα αυτό η Σούδα, ένα βυζαντινό λεξικό,[98] το αποδίδει λανθασμένα στον διάσημο Ρωμαίο γευσιγνώστη Απίκιο (1ος αιώνας π.Χ.), απόδειξη πως οι Έλληνες δεν υπολείπονταν πλέον σε τίποτα από τους Ρωμαίους.
Ιδιαίτερες διατροφικές συνήθειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Χορτοφαγία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ορφισμός και ο Πυθαγορισμός, δύο αρχαιοελληνικά θρησκευτικά ρεύματα, πρότειναν ένα διαφοροποιημένο τρόπο ζωής, βασισμένο στην αγνότητα και την κάθαρση - στην πραγματικότητα πρόκειται για μία μορφή άσκησης. Στο πλαίσιο αυτό η χορτοφαγία αποτελεί κεντρικό σημείο στην ιδεολογία του Ορφισμού, καθώς και σε μερικές από τις παραλλαγές του Πυθαγορισμού.
Ο Εμπεδοκλής τον 5ο αιώνα π.Χ. πλαισιώνει τη χορτοφαγία στην πεποίθηση της μετεμψύχωσης: ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι ένα ζώο που θανατώνεται δεν αποτελεί το καταφύγιο μιας ανθρώπινης ψυχής; Οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ωστόσο, πως ο Εμπεδοκλής, αν ήθελε να είναι συνεπής με την ίδια του τη λογική, θα έπρεπε να αρνείται επίσης να καταναλώνει και φυτά για τον ίδιο λόγο.[99] Η χορτοφαγία πιθανώς επίσης εκπορεύεται από την απέχθεια προς τη θανάτωση ζωντανών οργανισμών, καθώς ο Ορφισμός δίδασκε την αποχή από αιματοχυσίες.[100]
Η διδασκαλία του Πυθαγόρα τον 4ο αιώνα π.Χ. είναι ακόμη δυσκολότερο να οριοθετηθεί με ακρίβεια. Οι ποιητές της μέσης κωμωδίας, όπως ο Άλεξις ή ο Αριστοφών, περιγράφουν τους πυθαγόρειους ως αυστηρά χορτοφάγους: μάλιστα ορισμένοι περιορίζονταν μονάχα στην κατανάλωση ψωμιού και νερού. Ωστόσο, άλλα ρεύματα περιορίζονταν στην απαγόρευση συγκεκριμένων φυτικών τροφών όπως τα κουκιά[101] ή ιερών ζώων όπως ο λευκός κόκορας ή ακόμη συγκεκριμένων σημείων του σώματος των ζώων. Τέλος, ακόμη και οι οπαδοί της χορτοφαγίας σε συγκεκριμένες θρησκευτικές περιστάσεις κατανάλωναν θυσιασμένα ζώα, κατά την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.[102]
Η χορτοφαγία και η ιδέα της αγνότητας παρέμειναν στενά συνδεδεμένες και ορισμένες φορές συνοδεύονταν κι από την αποχή από τη σεξουαλική πράξη. Στο έργο του Περί σαρκοφαγίας ο Πλούταρχος (1ος - 2ος αιώνας μ.Χ.) αναβιώνει την αντίληψη πως η αιματοχυσία αποτελεί βάρβαρη πράξη και ζητά από τον άνθρωπο που καταναλώνει σάρκα να δικαιολογήσει την προτίμησή του.[103]
Ο νεοπλατονικός Πορφύριος από την Τύρο (3ος αιώνας), στο έργο του Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De abstinentia ab esu animalium) συνδέει τη χορτοφαγία με τα κρητικά μυστήρια και παρέχει έναν κατάλογο με διάσημους χορτοφάγους του παρελθόντος, ξεκινώντας από τον Επιμενίδη. Για εκείνον, είναι ο ήρωας Τριπτόλεμος, που δέχτηκε από τη θεά Δήμητρα ένα στάχυ ως δώρο, εκείνος που εισήγαγε τη χορτοφαγία. Οι τρεις εντολές του ήταν: «Τίμα τους γονείς σου», «Τίμα τους θεούς με καρπούς» και «Δείξε οίκτο στα ζώα».[104]
Διατροφή των αρρώστων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί συμφωνούν για την αναγκαιότητα ιδιαίτερης διατροφής για τους αρρώστους, εντούτοις οι απόψεις τους για το ποια τρόφιμα πρέπει να περιλαμβάνει δεν συμφωνούν. Στο έργο του Περί διαίτης ιξέων[105] ο Ιπποκράτης αναφέρεται στις ευεργετικές ιδιότητες της πτισάνης, η οποία αφομοιώνεται εύκολα από τον οργανισμό και προκαλεί πτώση του πυρετού. Εντούτοις, άλλοι τη θεωρούν βαριά, καθώς εμπεριέχει σπόρους κριθαριού, ενώ άλλοι την συνιστούν με την προϋπόθεση να μην τοποθετούνται οι σπόροι αυτοί κατά την προετοιμασία της. Ορισμένοι ιατροί δεν επιτρέπουν παρά μόνο υγρές τροφές μέχρι και την έβδομη ημέρα, και μετά επιτρέπουν την πτισάνη. Τέλος μια μερίδα εξ αυτών υποστηρίζει πως δεν θα πρέπει να καταναλώνονται στερεές τροφές καθ' όλη τη διάρκεια της ασθένειας.[106]
Οι ίδιες οι μέθοδοι του Ιπποκράτη αποτελούν αντικείμενο διχογνωμίας ανάμεσα στους διάφορους ιατρούς: άλλοι κατηγορούν το μεγάλο ιατρό πως υποσιτίζει τους ασθενείς του, ενώ άλλοι πως τους τρέφει υπερβολικά. Κατά την ελληνιστική εποχή, ο Αλεξανδρινός Ερασίστρατος προσάπτει στον Ιπποκράτη ότι απαγόρευε στους αρρώστους να τρώνε οτιδήποτε παρά λίγο νερό, χωρίς να λαμβάνουν κανένα άλλο θρεπτικό στοιχείο: πρόκειται πράγματι για την πρακτική των μεθοδικών που δεν επέτρεπαν στους ασθενείς τη λήψη τροφής κατά το πρώτο 48ωρο. Αντίθετα, κάποιος Πετρωνάς συνιστά την κατανάλωση χοιρινού και τη λήψη ανόθευτου οίνου.[107]
Διατροφή των αθλητών της αρχαιότητας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν θεωρήσουμε τον Αιλιανό αξιόπιστη πηγή, ο πρώτος αθλητής που ακολούθησε ποτέ ειδική διατροφή ήταν ο Ίκκος από τον Τάραντα, που έζησε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ.[108] Ο Πλάτων επιβεβαιώνει πως ακολουθούσε πολύ πειθαρχημένο πρόγραμμα, με την έκφραση «γεύμα του Ίκκου» να γίνεται παροιμιώδης.[109] Ωστόσο, ο Μίλων από τον Κρότωνα, ολυμπιονίκης της πάλης, κατείχε τη φήμη πως κατανάλωνε 7,5 λίτρα κρασί, 9 κιλά ψωμί και κάμποσο κρέας καθημερινά.[110] Πριν από αυτόν, οι αθλητές της κλασικής εποχής ακολουθούσαν δίαιτα στηριγμένη στις ξηρές τροφές (ξηροφαγία), όπως για παράδειγμα στα ξηρά σύκα, το τυρί και το ψωμί.[111] Ο Πυθαγόρας (είτε ο γνωστός φιλόσοφος είτε κάποιος προπονητής αθλητών) είναι ο πρώτος που συμβουλεύει τους αθλητές να καταναλώνουν κρέας.[112]
Ακολούθως, οι προπονητές συνιστούν μια προκαθορισμένη διατροφή: για να κατακτήσει κάποιος έναν ολυμπιακό τίτλο «πρέπει να ακολουθεί ιδιαίτερη διατροφή, να μην τρώει επιδόρπια (…), να μην πίνει παγωμένο νερό και να μην καταναλώνει κρασί όποτε του κάνει κέφι».[113] Η διατροφή αυτή πρέπει να είχε ως βάση το κρέας, πληροφορία που επιβεβαιώνει ο Παυσανίας.[114] Ο ιατρός Γαληνός αποδοκιμάζει τους συγχρόνους του αθλητές επειδή καταναλώνουν ωμό κρέας που ακόμη στάζει αίμα.[115] Θεωρεί πως η συνήθεια αυτή προκάλεί πύκνωση της μυϊκής μάζας εξαφανίζοντας την εσωτερική θερμότητα του σώματος, οδηγώντας σταδιακά τον αθλητή στο θάνατο.[116] Αντίθετα, υποστηρίζει πως η διατροφή πρέπει να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε αθλητή και να βασίζεται στις συμβουλές εξειδικευμένου ιατρού.[117][118]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]α. ^ Την έκφραση αυτή εισάγει ο σερ Κόλιν Ρένφριου στο έργο του «The Emergence of Civilisation: The Cyclades and the Aegean in The Third Millennium BC», 1972.
β. ^ Όχι όμως τους σημερινούς, που είναι αμερικανικής προέλευσης.[3]
γ. ^ Πρόκειται για αναφορές που κάνει ο Αθήναιος στο έργο του Δειπνοσοφισταί, 40f–41a, σχολιάζοντας δύο εδάφια από την Οδύσσεια (ραψωδία ρ, 208) και την Ιλιάδα (ραψωδία Β, 753).(567)
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 «∆ιατροφή και μετακίνηση». BIOMUSE. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2024.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 «Βιογραφίες». BIOMUSE. Ανακτήθηκε στις 20 Μαΐου 2024.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 Δρακόπουλος & Ευθυμίου, σ. 23.
- ↑ 4,0 4,1 Δρακόπουλος & Ευθυμίου, σ. 21.
- ↑ Flacelière, σελ. 205.
- ↑ Flacelière, σελ. 206.
- ↑ Dalby, σελ. 5.
- ↑ Dalby, σελ. 15.
- ↑ Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1323a4.
- ↑ Dalby, σελ. 13-14.
- ↑ 11,0 11,1 11,2 Flacelière, σελ. 209.
- ↑ 12,0 12,1 Sparkes, σελ. 132.
- ↑ Αριστοφάνης, Ιππής, 413–16.
- ↑ 14,0 14,1 Flacelière, σελ. 212.
- ↑ Flacelière, σελ. 213.
- ↑ Flacelière, σελ. 215.
- ↑ Levy, 2008.
- ↑ 18,0 18,1 Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, σ. 81
- ↑ Dalby, σελ. 90-91.
- ↑ 20,0 20,1 Migeotte, σελ. 62.
- ↑ 21,0 21,1 Dalby, σελ. 91.
- ↑ Γαληνός, Περὶ τροφῶν δυνάμεως / De Alimentorum Facultatibus, I 10.
- ↑ Sparkes, σελ. 127.
- ↑ Sparkes, σελ. 128.
- ↑ Flacelière, σελ. 207.
- ↑ Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 858.
- ↑ Αριστοφάνης, Σφῆκες, 238.
- ↑ Αριστοφάνης, Εἰρήνη, 449.
- ↑ Dalby, σελ. 22.
- ↑ Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 62-63.
- ↑ Dalby, σελ. 89.
- ↑ Dalby, σελ. 23.
- ↑ Flacelière, σελ. 208.
- ↑ Αριστοφάνης, Εἰρήνη, 529.
- ↑ Αριστοφάνης, Εἰρήνη, 1127-1129.
- ↑ Αριστοφάνης, Εἰρήνη, 374.
- ↑ Sparkes, σελ. 123.
- ↑ Ησίοδος,Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 588-593.
- ↑ Davidson, σελ. 15.
- ↑ Πλούταρχος, Ἠθικά, 642ef.
- ↑ 41,0 41,1 «Plutarch • Life of Lycurgus». penelope.uchicago.edu. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2024.
- ↑ Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 138d.
- ↑ «Plutarch • Life of Pelopidas». penelope.uchicago.edu. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2024.
- ↑ Κλαύδιος Αιλιανός, Ποικίλη Ἱστορία XIV, 7
- ↑ Davidson, σελ. 12-13.
- ↑ Πλάτων, Πολιτεία, 404b-405405a.
- ↑ Όμηρος, Οδύσσεια, ραψωδία Μ, 329-332.
- ↑ Corvisier, σελ. 232.
- ↑ Corvisier, σελ. 231.
- ↑ Dalby, σελ. 67.
- ↑ 51,0 51,1 Dalby, σελ. 73.
- ↑ Έριφος, Μελίβοια, αναφορά από τον Αθήναιο, στους Δειπνοσοφιστές, 302e.
- ↑ Γαληνός, De Alimentorum Facultatibus, III.32.2.
- ↑ Dalby, σελ. 74.
- ↑ Corvisier, σελ. 197.
- ↑ Φακλάρης, Παναγιώτης Β. (18 Ιουλίου 1999). ««Αι αφύαι, ο θεόπαις λάβραξ και ο ορφώς»». Ιστοσελίδα εφημερίδας Το Βήμα (Δ.Ο.Λαμπράκη). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-04-30. https://web.archive.org/web/20120430011002/http://www.tovima.gr/default.asp/?pid=2. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2010.
- ↑ Corvisier, σελ. 226.
- ↑ Corvisier, σελ. 220.
- ↑ Ο Επαίνετος και ο Ηρακλείδης, αναφορά στους οποίους κάνει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές, 58b.
- ↑ Dalby, σελ. 65.
- ↑ Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 151b.
- ↑ Γαληνός, De Alimentorum Facultatibus, III.15.
- ↑ Dalby, σελ. 66.
- ↑ Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 325f.
- ↑ «σησαμίς, ίδος, ἡ, 1) = σησαμῆ, späterer Ausdruck nach Schol. Ar. Pax 834; Ath. XIV, 646 f ἐκ μέλιτος καὶ σησάμων πεφρυγμένων καὶ ἐλαίου σφαιροειδῆ πέμματα». Griechisch-deutsches Handwörterbuch. Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2011.
- ↑ «Ιδιωτικός βίος των αρχαίων». Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία (Δρανδάκη), τ. Ι΄. Πυρσός. 1934. σελ. 780. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2011.
- ↑ Ησίοδος, Έργα και ημέραι, στ. 595.
- ↑ Πίνδαρος, απ. 198 B4.
- ↑ Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 43b-c.
- ↑ Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 44.
- ↑ Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι: Λυκούργος, 9.7 έως 9.8
- ↑ «Αρχαία Αγγεία ~ Σχήματα και Χρήση». Ιστότοπος pantheon.20m.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Νοεμβρίου 2004. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2010.
- ↑ Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Materia Medica, V, 34.
- ↑ Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Materia Medica, V, 39.
- ↑ 75,0 75,1 Κλαύδιος Αιλιανός, Ποικίλη Ἱστορία XII, 31
- ↑ Dalby, σελ. 150.
- ↑ Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, I, 31d.
- ↑ Κλαύδιος Αιλιανός, Ποικίλη Ἱστορία XIII, 6
- ↑ Κλαύδιος Αιλιανός, Ποικίλη Ἱστορία II, 38
- ↑ Dalby, σελ. 88-89.
- ↑ Όμηρος, Ιλιάδα, ραψωδία Ο, 638-641.
- ↑ Όμηρος, Οδύσσεια, ραψωδία κ, 234.
- ↑ Ομηρικοί Ύμνοι, «Δήμητρα», στ. 208.
- ↑ Θεόφραστος, Χαρακτήρες, IV, 2-3.
- ↑ Αριστοφάνης, Ειρήνη, στ. 712.
- ↑ Jouanna, σελ. 236.
- ↑ Ιπποκράτης, Περί διαίτης οξέων, 4.
- ↑ Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, I, 8c.
- ↑ Briant, σελ. 297-306.
- ↑ Ηρόδοτος, Ιστορίαι, I, 133.
- ↑ Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, XII, 539b.
- ↑ Στράβων, Γεωγραφικά, XV, 3, 22.
- ↑ Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, II, 67a.
- ↑ Πλούταρχος, Βίοι παράλληλοι: Λυκούργος, 7.13.
- ↑ Πολύαινος, Στρατηγήματα, IV, 3, 32.
- ↑ Πολύαινος, Στρατηγήματα, IX, 82.
- ↑ Πλάτων, Γοργίας, 518b.
- ↑ Σούδα, λήμμα ἀφὐα.
- ↑ Dodds, σελ. 158-159.
- ↑ Αριστοφάνης, Βάτραχοι, στ. 1032.
- ↑ Flint-Hamilton, σελ. 379–380.
- ↑ Davidson, σελ. 17.
- ↑ Πλούταρχος, Ηθικά, XII, 68.
- ↑ Πορφύριος, De abstinentia ab esu animalium, IV, 22.
- ↑ «Περί διαίτης οξέων - Βικιθήκη». el.wikisource.org. Ανακτήθηκε στις 14 Απριλίου 2017.
- ↑ Ιπποκράτης, Περί διαίτης οξέων, I 12 H.
- ↑ Pietrobelli, σελ. 117.
- ↑ Κλαύδιος Αιλιανός, Ποικίλη Ἱστορία XI, 3
- ↑ Πλάτων, Νόμοι, VIII, 839e-840a.
- ↑ Θεόδωρος ο Ιεραπολίτης, Περί αγώνων, αναφορά στους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου, 412e.
- ↑ Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί, 205.
- ↑ Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, VIII, 12.
- ↑ Επίκτητος, Διατριβαί, XV, 2, 5.
- ↑ Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, VI, 7-10.
- ↑ Γαληνός, Προτροπή για τη μελέτη της τέχνης της ιατρικής, 9.
- ↑ Γαληνός, Προτρεπτικός, XI, 1-8 et XII, 1.
- ↑ Γαληνός, Υγιεινή, VI, 164-166.
- ↑ Felsenheld, σελ. 137.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχαίες πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αθήναιος, «Δειπνοσοφισταί» (Αγγλικά)
- Αριστοτέλης, «Πολιτικά» (Αρχαία Ελληνικά · Αγγλικά Αρχειοθετήθηκε 2011-06-29 στο Wayback Machine.)
- Αριστοφάνης, «Βάτραχοι» (Αρχαία Ελληνικά)
- Αριστοφάνης, «Ειρήνη» (Αρχαία Ελληνικά)
- Αριστοφάνης, «Ιππείς» (Αρχαία Ελληνικά · Γαλλικά · Αγγλικά)
- Αριστοφάνης, «Σφήκες» (Αρχαία Ελληνικά)
- Γαληνός, «De Alimentorum Facultatibus» (Αγγλικά)
- Γαληνός, «Προτρεπτικός»
- Γαληνός, «Προτροπή για τη μελέτη της τέχνης της ιατρικής»
- Γαληνός, «Υγιεινή»
- Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι Φιλοσόφων» (Αρχαία Ελληνικά · Αγγλικά)
- Επίκτητος, «Διατριβαί» (Αρχαία Ελληνικά)
- Ηρόδοτος, «Ιστορίες» (Αρχαία Ελληνικά · Αγγλικά)
- Ησίοδος, «Έργα και Ημέραι» (Αρχαία Ελληνικά)
- Θεόφραστος, «Χαρακτήρες» (Αρχαία Ελληνικά, Μετάφραση και Σχόλια)
- Ιπποκράτης, «Περί Διαίτης Οξέων» (Αγγλικά)
- Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία»
- Ομηρικοί Ύμνοι (Αρχαία Ελληνικά)
- Όμηρος, «Ιλιάδα» (Αρχαία Ελληνικά · Έμμετρη μετάφραση)
- Όμηρος, «Οδύσσεια» (Αρχαία Ελληνικά και έμμετρη μετάφραση)
- Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις» (Αρχαία Ελληνικά · Αγγλικά)
- Πεδάνιος Διοσκουρίδης, «Materia Medica»
- Πλάτων, «Γοργίας» (Αγγλικά)
- Πλάτων, «Νόμοι» (Αρχαία Ελληνικά)
- Πλάτων, «Πολιτεία» (Αρχαία Ελληνικά)
- Πλούταρχος, «Ηθικά»
- Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος» (Αρχαία Ελληνικά · Αγγλικά)
- Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Πελοπίδας» (Αρχαία Ελληνικά · Αγγλικά)
- Πολύαινος, «Στρατηγήματα» (Αγγλικά)
- Πορφύριος, «De abstinentia ab esu animalium» (Αγγλικά)
- Στράβων, «Γεωγραφία» (Αρχαία Ελληνικά και Γαλλικά)
- «Σούδα»
Σύγχρονη βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- (Γαλλικά) Briant, Pierre, «Histoire de l'Empire perse de Cyrus à Alexandre», Fayard, Παρίσι, 1996 (ISBN 2-213-59667-0).
- (Γαλλικά) Corvisier, Jean-Nicolas, «Les Grecs et la mer, Belles Lettres», coll. «Realia», Παρίσι, 2008 (ISBN 978-2-251-33828-6).
- (Αγγλικά) Dalby, Andrew, «Siren Feasts: A History of Food and Gastronomy in Greece», Routledge, Λονδίνο, 1996 (ISBN 0-415-15657-2).
- (Αγγλικά) Davidson, James, «Courtesans and Fishcakes. The Consuming Passions of Classical Athens», Fontana Press, Λονδίνο, 1997 (ISBN 978-0-00-686343-4).
- (Γαλλικά) Delatte, Armand, «Le Cycéon, breuvage rituel des mystères d'Éleusis», Belles Lettres, Παρίσι, 1955.
- (Γαλλικά) Dodds, Eric Robertson, «Les Chamans grecs», στο έργο «Les Grecs et l'irrationnel», Flammarion, συλλ. «Champs», 1977 (1η έκδοση 1959).
- (Ελληνικά) Δρακόπουλος, Βαγγέλης & Ευθυμίου, Γεωργία, «Επίτομο Λεξικό της Ελληνικής Ιστορίας», Αρχαία Ελλάδα/Μέρος 4ο, Δημοσιογραφικός Όμιλος Λαμπράκη.
- (Γαλλικά) Felsenheld, E., «Galien et la gymnastique : science sans conscience n'est que ruine du corps», BAGB 2, (2009).
- (Γαλλικά) Flacelière, Robert, «La Vie quotidienne en Grèce au temps de Périclès», Hachette, 1988 (1η έκδ. 1959) (ISBN 2-01-005966-2).
- (Αγγλικά) Flint-Hamilton, K.B., «Legumes in Ancient Greece and Rome: Food, Medicine, or Poison?», Hesperia, τόμος.68, νο3 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1999), σελ. 371-385.
- (Αγγλικά) Garnsey, Peter, «Cities, Peasants and Food in Classical Antiquity: Essays in Social and Economic History», Cambridge University Press, 2004 (ISBN 978-0521892902).
- (Αγγλικά) Garnsey, Peter, «Food and Society in Classical Antiquity (Key Themes in Ancient History)», Cambridge University Press, 1999 (ISBN 978-0521645881).
- (Γαλλικά) Jouanna, Jacques, «Hippocrate», Fayard, 1992 (ISBN 978-2213028613).
- (Ελληνικά) Κωνσταντινίδη, Ελένη Μ.: «Πρόσκληση σε γεύμα στην Αρχαία Ελλάδα», Περισκόπιο της Επιστήμης, τεύχος 219 (Ιούλιος-Αύγουστος 1998), σσ. 36-45
- (Ελληνικά) Levy, Edmont, «Σπάρτη : Κοινωνική και πολιτική ιστορία έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση », μετάφραση Αθαν. Δ. Στεφάνης, 1η έκδοση, Αθήνα : Πατάκη, 2008 (ISBN 978-960-16-1694-0).
- (Γαλλικά) Migeotte, Léopold, «L'Économie des cités grecques», Ellipses, συλλ. « Antiquité : une histoire », 2002 (ISBN 2-7298-0849-3).
- (Γαλλικά) Pietrobelli, Antoine, «Démonstrations géométriques de Galien», BAGB 2, 2009.
- (Αγγλικά) Ricotti, Eugenia Salza Prina, «Meals and Recipes from Ancient Greece», Getty Publications, 2007 (ISBN 978-0892368761).
- (Γαλλικά) Schmitt-Pantel, Pauline, «La Cité au banquet : histoire des repas publics dans les cités grecques», École française de Rome, 2000.
- (Αγγλικά) Sparkes, B.A., «The Greek Kitchen», The Journal of Hellenic Studies, τόμος 82, 1962.
- (Ελληνικά) Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, Τόμος 3, Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, Αθήνα 1993
- (Αγγλικά) Wilkins, John, «Boastful Chef: Discourse of Food in Ancient Greek Comedy», Oxford University Press, USA, 2001 (ISBN 9780199240685). (e-book)
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Ο Άρτος από την Αρχαιότητα έως Σήμερα»[νεκρός σύνδεσμος], αναδρομή στην ιστορία του άρτου από το περιοδικό «Ο Αρτοποιός» (Τεύχος 7, Σεπ-Οκτ 2002)
- «Οίνος στην αρχαία ελληνική γραμματεία» Αρχειοθετήθηκε 2010-01-30 στο Wayback Machine., άρθρο του Α. Εμμανουήλ, στον ιστότοπο του Ομίλου Οινοφίλων Κύπρου
- «Το λάδι στην αρχαιότητα», άρθρο της Α. Παπαευθυμίου - Παπανθίμου, Καθηγήτριας Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Τμήμα Αρχαιολογίας και Ιστορίας, ΑΠΘ. Ιστότοπος: www.thassos-island.gr.
- «Τα ψάρια στην αρχαιότητα», άρθρο στον ιστότοπο www.mirsini.gr.
- Φακλάρης, Παναγιώτης Β. (18 Ιουλίου 1999). ««Αι αφύαι, ο θεόπαις λάβραξ και ο ορφώς»». Ιστοσελίδα εφημερίδας «Το Βήμα» (Δ.Ο.Λαμπράκη). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-04-30. https://web.archive.org/web/20120430011002/http://www.tovima.gr/default.asp/?pid=2.
- «Αρχαία Αγγεία ~ Σχήματα και Χρήση». Ιστότοπος pantheon.20m.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Νοεμβρίου 2004. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2010.