Νέα κωμωδία
Η Νέα Κωμωδία είναι η τελευταία φάση της ανάπτυξης της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας, σύμφωνα με τη διαίρεση των αλεξανδρινών φιλολόγων σε αρχαία, μέση και νέα. Η νέα κωμωδία αναπτύσσεται στην ελληνιστική εποχή και ειδικότερα στα χρόνια μετά το 320 π.Χ.[1] Ο κορυφαίος εκπρόσωπός της είναι ο Μένανδρος, που έζησε στην Αθήνα (342-292 π.Χ.).
Η Νέα Κωμωδία είναι μια κωμική και ρομαντική ηθογραφία, χωρίς πολιτικές αιχμές, που διατηρεί την αθυροστομία χωρίς όμως σατιρικά στοιχεία. Περιγράφει κωμικές καταστάσεις και χαρακτηρίζεται από την εξεζητημένη πλοκή της (οικογενειακά ζητήματα, χαμένα παιδιά, γάμους μετ'εμποδίων κ.τ.λ.) Σε αυτήν αναδεικνύονται οι ηθοποιοί, οι οποίοι αντικαθιστούν πλήρως τα χορικά και καταλήγουν να χαίρουν μεγαλύτερου θαυμασμού από τους δραματουργούς.
Η Νέα κωμωδία παραστάθηκε με μεγάλη επιτυχία κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων και επηρέασε αργότερα τη ρωμαϊκή δραματογραφία.
Γενικά χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πολύ πλούσια παραγωγή έργων κατά την περίοδο της νέας κωμωδίας, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, είναι ένδειξη για το γεγονός ότι οι κωμωδίες δεν προορίζονταν μόνο για παράσταση στην Αθήνα στο πλαίσιο των θρησκευτικών γιορτών, αλλά για το ευρύτερο ελληνόφωνο κοινό.[2] Η νέα κωμωδία συνεχίζει την εξέλιξη της μέσης σε τομείς όπως ο περιορισμός του πολιτικού στοιχείου, η μείωση του ρόλου του χορού, η επιλογή αστικών θεμάτων. Παράλληλα, στοιχεία της πλοκής όπως τα έκθετα παιδιά και οι αναγνωρισμοί, είναι στοιχεία που εμφανίζονται και στο έργο του Ευριπίδη.[3]
Οι παρεμβάσεις του χορού, κατεξοχήν στοιχείο του κωμικού και του τραγικού δράματος στην κλασική περίοδο, έχουν χάσει πλέον τη λειτουργικότητά τους σε σχέση με την υπόθεση. Αυτή η εξέλιξη, που είχε ξεκινήσει από τη μέση κωμωδία, παρατηρείται και στην τραγωδία από τον 4ο αι. και ερμηνεύεται από την αλλαγή των πολιτικών συνθηκών.[4] Ο χορός πλέον εμφανίζεται ανάμεσα στις πράξεις ως καθαρά εμβόλιμο στοιχείο.
Στους Επιτρέποντες και τον Δύσκολο του Μενάνδρου εμφανίζεται διαίρεση σε πέντε πράξεις. Η πενταμερής διαίρεση του δράματος εμφανίζεται ως κανόνας στην Ποιητική του Οράτιου, αλλά από τα αποσπάσματα κωμωδιών που σώζονται δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν αυτός ο κανόνας ίσχυε απόλυτα την εποχή της νέας κωμωδίας.[5] Ένα ιδιαίτερο δραματουργικό στοιχείο των κωμωδιών του Μενάνδρου είναι οι εισαγωγικοί πρόλογοι, που προετοιμάζουν το κοινό για την εξέλιξη. Ενδέχεται ακόμη να χρησιμοποιούνταν περισσότεροι από τρεις υποκριτές.[5]
Αν και ήδη από τα όψιμα έργα του Αριστοφάνη έχει καταργηθεί η παράβασις , το τμήμα δηλαδή της αρχαίας κωμωδίας στο οποίο τα μέλη του χορού απευθύνονταν στους θεατές με μια παρέμβαση που διέκοπτε τη δραματική σύμβαση και δεν είχε σχέση με την υπόθεση, η επικοινωνία ηθοποιών και κοινού είναι έντονη και στη νέα κωμωδία, στους προλόγους, σε μονολόγους των ηρώων αλλά και σε σχόλια προς τους θεατές παράλληλα με τη δράση, όταν για παράδειγμα κάποιος σχολιάζει στο κοινό έναν διάλογο που διαδραματίζεται εκείνη την ώρα.[4]
Το περιβάλλον των έργων είναι το αστικό, καθημερινό περιβάλλον, με σπάνιες επικαιρικές αναφορές. Οι υποθέσεις είναι πολύπλοκες και το τέλος ευχάριστο. Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει η Τύχη ως ισχυρή δύναμη που μπορεί να ανατρέψει ριζικά τη ζωή των ανθρώπων.[6] Τα τυποποιημένα πρόσωπα, που έχουν διαμορφωθεί στη μέση κωμωδία, παίζουν και εδώ καθοριστικό ρόλο.
Κυριότεροι εκπρόσωποι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας είναι ο Μένανδρος. Σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες έγραψε πάνω από 100 έργα, από τα οποία έχει σωθεί ένα ολόκληρο (Δύσκολος) και αποσπάσματα από άλλα. Η πρώτη του παράσταση τοποθετείται στα 321 π.Χ., με την κωμωδία Οργή. Κάποια έργα του διασκευάστηκαν από τους λατίνους ποιητές Πλαύτο και Τερέντιο. Σημαντικό χαρακτηριστικό της τέχνης του θεωρείται η ικανότητά του να κατασκευάζει ενδιαφέροντες ανθρώπινους χαρακτήρες, ξεπερνώντας τις συμβάσεις των στερεότυπων προσώπων.[7]
Ο Φιλήμων εθεωρείτο από τους αρχαίους κριτικούς ποιητής ισάξιος του Μενάνδρου. Καταγόταν από τις Συρακούσες αλλά έγινε Αθηναίος πολίτης. Κάποιο διάστημα έζησε και στην αυλή των Πτολεμαίων. Νίκησε για πρώτη φορά το 327 π.Χ.. Στο έργο του εντοπίζονται τα χαρακτηριστικά της νέας κωμωδίας, έγραψε όμως και κωμωδίες με μυθολογικό περιεχόμενο, όπως μαρτυρούν οι τίτλοι Μυρμιδόνες και Παλαμήδης. Ο Πλαύτος στις κωμωδίες του Mercator, Trinummus και Mostellaria βασίστηκε στις κωμωδίες του Φιλήμονα Έμπορος, Θησαυρός και Φάσμα αντιστοίχως.
Ένας άλλος σημαντικός κωμωδιογράφος, ο Δίφιλος ο Σινωπεύς, έζησε και αυτός στην Αθήνα. Εκτός από κωμωδίες με αστικό περιεχόμενο, εμπνεύστηκε και από μυθολογικά θέματα. Η κωμωδία του Κληρούμενοι ενέπνευσε την Casina του Πλαύτου, η Σχεδία την Vidularia και οι Συναποθνήσκοντες την κωμωδία Commorientes του ίδιου ποιητή.
Επιτυχημένος ποιητής ήταν και ο Ποσείδιππος από την Κασσάνδρεια της Μακεδονίας, που επηρέασε ρωμαίους ποιητές. Ο Φιλιππίδης, από την Αττική, έδωσε και πολιτική διάσταση στις κωμωδίες του, καυτηριάζοντας την κολακεία με την οποία αντιμετώπισαν αρκετοί Αθηναίοι τον Δημήτριο τον Πολιορκητή.
Γνωρίζουμε ακόμη δύο ποιητές με το όνομα Απολλώδορος. Ο ένας, από τη Γέλα, ήταν σύγχρονος του Μένανδρου. Ο δεύτερος, από την Κάρυστο, ήταν μάλλον λίγο μεταγενέστερος. Δύο έργα του μεταφράστηκαν από τον Τερέντιο: ο Επιδικαζόμενος (Phormio) και η Εκυρά (Hekyra).
Βλ. επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Χάρτνολ, Φύλλις, Ιστορία του θεάτρου, Εκδόσεις υποδομή, 1980