Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία
Първата българска държава

 

 

681 – 1018
 

Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Η Βουλγαρία επί Συμεών Α'
Πρωτεύουσα Σκόπια
Οχρίδα (πόλη)
Μπίτολα
Γλώσσες Βουλγάρικη
Μεσαιωνική ελληνική
Παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική
Θρησκεία Παγανισμός
Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Πολίτευμα Απόλυτη Μοναρχία
Μονάρχης
 -  681-700 Ασπαρούχ (πρώτος)
 -  1015-1018 Ιβάν Βλαντισλάβ (τελευταίος)
Ιστορική εποχή Μεσαίωνας
 -  Ίδρυση 680
 -  Εκχριστιανισμός 864
 -  Κατάλυση 1018

Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία[1] είναι ο ιστοριογραφικός όρος για το χανάτο, που ιδρύθηκε από τους Πρωτοβούλγαρους περί το 681, όταν εγκαταστάθηκαν στα βορειοανατολικά Βαλκάνια, υπέταξαν ή εξεδίωξαν τους Βυζαντινούς και έκαναν συμμάχους τους τους Νότιους Σλάβους εποίκους. Εξελίχθηκε σε πριγκιπάτο το 864 και σε αυτοκρατορία περί το 913-927. Στο απόγειο της δύναμής της η Βουλγαρία εκτεινόταν από την Καμπή του Δούναβη (σήμερα σύνορα Ουγγαρίας-Σλοβακίας) μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και από τον Ποταμό Δνείπερο μέχρι την Αδριατική Θάλασσα. Καθώς το κράτος εδραίωσε τη θέση του στα Βαλκάνια, μπήκε σε μια μακραίωνη αλληλεπίδραση με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Βουλγαρία αναδείχθηκε σε κύριο ανταγωνιστή του Βυζαντίου προς βορράν του, με αποτέλεσμα αρκετούς πολέμους. Οι δύο δυνάμεις έζησαν επίσης περιόδους ειρήνης και συμμαχίας, ιδίως κατά τη Δεύτερη Αραβική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, όπου ο Βουλγαρικός στρατός έλυσε την πολιορκία και κατέστρεψε τον Αραβικό στρατό, αποτρέποντας έτσι μια Αραβική εισβολή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Το Βυζάντιο άσκησε έντονη πολιτιστική επιρροή επί της Βουλγαρίας, που επίσης οδήγησε στην τελική υιοθέτηση του Χριστιανισμού το 864. Μετά τη διάλυση του Χαγανάτου των Αβάρων η χώρα επεξέτεινε τα εδάφη της βορειοδυτικά μέχρι την Παννονική Πεδιάδα. Αργότερα οι Βούλγαροι αντιμετώπισαν την προέλαση των Πετσενέγων και των Κουμάνων και πέτυχαν αποφασιστική νίκη επί των Ούγγρων, αναγκάζοντάς τους να εγκατασταθούν μόνιμα στην Παννονία.

Στα τέλη του 9ου και τις αρχές του 10ου αιώνα ο Συμεών Α΄ πέτυχε μια σειρά νίκες επί των Βυζαντινών, αναγνωρίσθηκε με τον τίτλο του Αυτοκράτορα και επεξέτεινε το κράτος του στη μέγιστη έκτασή του. Μετά τον αφανισμό του Βυζαντινού στρατού στη μάχη της Αγχιάλου το 917, οι Βούλγαροι πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη το 923 και το 924. Οι Βυζαντινοί τελικά ανέκαμψαν και το 1014, υπό το Βασίλειο Β´ κατέφεραν συντριπτική ήττα επί των Βουλγάρων στη Μάχη του Κλειδίου. Μέχρι το 1018 τα τελευταία Βουλγαρικά οχυρά είχαν παραδοθεί στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία έπαψε να υπάρχει. Τη διαδέχθηκε η Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία το 1185.

Μετά την υιοθέτηση του Χριστιανισμού η Βουλγαρία έγινε το πολιτιστικό κέντρο της Σλαβικής Ευρώπης. Η ηγετική πολιτιστική θέση της εδραιώθηκε περαιτέρω με την εφεύρεση του Γλαγολιτικού και του Παλαιού Κυριλλικού αλφαβήτου λίγο αργότερα στην πρωτεύουσα Πρεσλάβα και η λογοτεχνία που παρήχθη στην Παλαιά Βουλγαρική άρχισε γρήγορα να διαδίδεται βορειότερα. Η Παλαιά Βουλγαρική έγινε η lingua franca στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης και έγινε γνωστή ως Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική. Το 927 αναγνωρίσθηκε επίσημα το πλήρως ανεξάρτητο Βουλγαρικό Πατριαρχείο.

Μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα οι Πρωτοβούλγαροι και άλλες φυλές της αυτοκρατορίας απορροφήθηκαν σταδιακά από τους πιο πολυάριθμους Σλάβους, υιοθετόντας μια Νότια Σλαβική γλώσσα. Από τα τέλη του 10ου αιώνα επικράτησε το όνομα Βούλγαροι και έγιναν μόνιμες ονομασίες για τον τοπικό πληθυσμό, τόσο στα γραπτά όσο και στην ομιλούμενη γλώσσα.

Η ανάπτυξη της Παλαιάς Εκκλησιαστικής Σλαβονικής γραφής και ανάγνωσης είχε ως αποτέλεσμα την αποτροπή της αφομοίωσης των Νότιων Σλάβων από τους γειτονικούς πολιτισμούς και συγχρόνως την ενίσχυση της δημιουργίας μιας διακριτής Βουλγαρικής ταυτότητας.

Η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία έγινε γνωστή απλώς ως Βουλγαρία, μετά την αναγνώρισή της από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 681. Μερικοί ιστορικοί χρησιμοποιούν τους όρους Βουλγαρία του Δούναβη, Πρώτο Βουλγαρικό Κράτος ή Πρώτο Βουλγαρικό Τσαράτο (Αυτοκρατορία). Μεταξύ 681 και 864 η χώρα ήταν επίσης γνωστή ως Βουλγαρικό Χανάτο, ή Βουλγαρικό Χανάτο του Δούναβη, για να διαφοροποιείται από τη Βουλγαρία του Βόλγα, που αναδείχθηκε από άλλη Πρωτοβουλγαρική ομάδα. Κατά την αρχική της φάση η χώρα ονομαζόταν επίσης Βουλγαρικό κράτος ή Βουλγαρικό χαγανάτο. Μεταξύ 864 και 917/927 η χώρα ήταν γνωστή ως Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας ή Κνιάζεστβο Μπουλγκάρια.

Σε αγγλόφωνες πηγές η χώρα είναι συχνά γνωστή ως Bulgarian Empire (Βουλγαρική Αυτοκρατορία).

Δημιουργημένη ως ένωση Πρωτοβουλγάρων κασι Σλάβων, για την αμοιβαία προστασίας τους έναντι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα νότια και των Αβάρων στα βορειοδυτικά, η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία διοικήθηκε σύμφωνα με την Πρωτοβουλγαρική παράδοση, με κεφαλή του κράτους ένα Χαν. Οι Σλάβοι διατήρησαν σημαντική αυτονομία και τελικά η γλώσσα και οι παραδόσεις τους διαμόρφωσαν το Βουλγαρικό πολιτισμό και η Βουλγαρία έγινε μια Σλαβική χώρα.

Βουλγαρικοί εποικισμοί μετά την πτώση της Παλαιάς Μεγάλης Βουλγαρίας τον 7ο αιώνα.

Κατά την τελευταία περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας είχαν οργανωθεί σε αρκετές επαρχίες - Μικρά Σκυθία, Μοισία (Ανω και Κάτω), Θράκη, Μακεδονία (Πρώτη και Δεύτερη), Δακία (βόρεια του Δούναβη), Δαρδανία και Ροδόπη και είχε μικτό πληθυσμό εκρωμαϊσμένων Γετών και εξελληνισμένων Θρακών. Αρκετά διαδοχικά κύματα Σλαβικών μεταναστεύσεων τον 6ο και των αρχών του 7ου αιώνα κατέληξαν στο σχεδόν πλήρη εκσλαβισμό της περιοχής, τουλάχιστον γλωσσικά.

Οι Πρωτοβούλγαροι περιελάμβαναν επίσης τις φυλές των Ονογούρων, Ουτιγούρων και Κυτριγούρων. Μεταξύ 630 και 635 ο Χαν Κούβρατος κατάφερε να ενώσει τις κύριες Πρωτοβουλγαρικές φυλές, δημιουργώντας μια πανίσχυρη ομοσπονδία ονομαζόμενη Παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία, γνωστή επίσης ως Ονογουρία. Υπό την ισχυρή πίεση των Χαζάρων η Παλαιά Μεγάλη Βουλγαρία καταλύθηκε το 668. Στη συνέχεια ο Χαν Ασπαρούχ αποχώρησε για να αναζητήσει ασφαλές καταφύγιο. Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο αριθμός των Πρωτοβούλγαρων του Ασπαρούχ, ο Ζλατάρσκι (Βούλγαρος ιστορικός) υποθέτει ότι ο αριθμός τους δεν ήταν μεγάλος, αντίθετα ο Ράνσιμαν θεωρεί ότι η φυλή πρέπει να είχε σημαντικό μέγεθος. Το 680, μετά τη Μάχη του Ονγκάλ, ο Ασπαρούχ ίδρυσε την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία, νότια του Δούναβη σε Βυζαντινό έδαφος. Αναγνωρίσθηκε επίσημα ως ανεξάρτητο κράτος από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 681.

Σχηματισμός της Βουλγαρικής εθνότητας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι πολύ πιθανό ότι οι αρχικοί Πρωτοβούλγαροι ήταν πολύ λιγότεροι από το σλαβικό πληθυσμό, εν μέσω του οποίου εγκαταστάθηκαν. Μεταξύ του 7ου και του 10ου αιώνα σταδιακά απορροφήθηκαν από τους Σλάβους, υιοθετόντας μια Νότια Σλαβική γλώσσα και προσηλυτιζόμενοι στο Χριστιανισμό (του Βυζαντινού τυπικού) υπό το Βόρι Α΄ της Βουλγαρίας το 864. Οι σύγχρονοι Βούλγαροι κατά κανόνα θεωρούνται Νότιας Σλαβικής καταγωγής. Εντούτοις οι Σλάβοι ήταν μία μόνο από τις κοινότητες που βρίσκονταν στην περιοχή που καταλήφθηκε από τους Πρωτοβούλγαρους, οι ίδιοι όντας πρόσφατοι μετανάστες στα Βαλκάνια. Αρκετοί άλλοι λαοί απορροφήθηκαν τελικά στη νέα εθνότητα. Εκείνη την περίοδο η διαδικασία της απορρόφησης των υπολειμμάτων του Θρακορωμαϊκού πληθυσμού ήταν ήδη σημαντική στη διαμόρφωση αυτής της νέας εθνοτικής ομάδας. Το νέο ενιαίας ταυτότητας εθνος θα συνεχίσει να προσδιορίζεται ως Βουλγαρικό και θα επικυρώσει το ομώνυμο κράτος ως δικό του. Οι σύγχρονοι Βούλγαροι συνεχίζουν να τιμούν το αρχικό μη Σλαβικό Πρωτοβουλγαρικό κράτος και τους Θράκες προγόνους, ενώ την ίδια στιγμή ασπάζονται μια Σλαβική ταυτότητα.

Ιδρυση μιας σταθερής βάσης στα Βαλκάνια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Βουλγαρία περί το 700

Μετά την αποφασιστική νίκη στην Ονγκάλα το 680 οι στρατιές των Πρωτοβουλγάρων και των Σλάβων προέλασαν στα νότια του Αίμου, νικώντας πάλι τους Βυζαντινούς, που υποχρεώθηκαν τότε να υπογράψουν μια ταπεινωτική συνθήκη, που αναγνώριζε την ίδρυση ενός νέου κράτους στα σύνορα της Αυτοκρατορίας. Επρεπε επίσης να πληρώνουν ετήσιο φόρο στη Βουλγαρία. Την ίδια στιγμή συνεχιζόταν στην ανατολή ο πόλεμος με τους Χαζάρους και το 700 ο Χαν Ασπαρούχ έχασε τη ζωή του σε μάχη εναντίον τους. Οι Πρωτοβούλγαροι έχασαν τα εδάφη στα ανατολικά του Δνείστερου Ποταμού, αλλά κατόρθωσαν να διατηρήσουν εκείνα στα δυτικά του. Οι Πρωτοβούλγαροι και οι Σλάβοι υπέγραψαν μια συνθήκη σύμφωνα με την οποία αρχηγός του κράτους έγινε ο Χαν των Πρωτοβουλγάρων, που είχε επίσης την υποχρέωση να υπερασπίζεται τη χώρα έναντι των Βυζαντινών, ενώ οι Σλάβοι ηγέτες κέρδισαν σημαντική αυτονομία και έπρεπε να προστατεύουν τα βόρεια σύνορα κατά μήκος των Καρπαθίων Ορέων έναντι των Αβάρων.

Ο διάδοχος του Χαν Ασπαρούχ, Χαν Τέρβελ βοήθησε τον εκθρονισμένο Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β´ να ανακτήσει το θρόνο του το 705. Ως αντάλλαγμα του δόθηκε η περιοχή Ζαγόρια στη Βόρεια Θράκη, που ήταν η πρώτη επέκταση της χώρας νοτίως του Αίμου. Εντούτοις τρία χρόνια αργότερα ο Ιουστινιανός προσπάθησε να την ανακτήσει με τη βία, αλλά ηττήθηκε στην Αγχίαλο. Το 716 ο Χαν Τέρβελ υπέγραψε με το Βυζάντιο μια σημαντική συνθήκη. Κατά την Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 717-18 έστειλε 50.000 στρατό να βοηθήσουν την πολιορκημένη πόλη. Στην αποφασιστική μάχη οι Βούλγαροι κατέσφαξαν περ'ιπου 30.000 Άραβες και ο Χαν Τέρβελ ονομάστηκε Σωτήρας της Ευρώπης από τους συγχρόνους του.

Εσωτερική αστάθεια και αγώνας για επιβίωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χαν Σεβάριδης, τελευταίος γόνος των Ντούλο (δυναστεία των Πρωτοβουλγάρων), πέθανε το 753. Με το θάνατό του το Χανάτο περιέπεσε σε μακρά πολιτική κρίση, κατά την οποία η νεαρή χώρα βρέθηκε στο χείλος της καταστροφής. Επί μόλις δεκαπέντε χρόνια κυβέρνησαν επτά Χαν, που όλοι δολοφονήθηκαν. Υπήρχαν δύο βασικές παρατάξεις : μερικοί ευγενείς ήθελαν ασυμβίβαστο πολεμο κατά των Βυζαντινών, ενώ άλλοι επεδίωκαν ειρηνική διευθέτηση της σύγκρουσης. Της αστάθειας αυτής επωφελήθηκε ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε΄ (745–775), που εξαπέλυσε εννέα μεγάλες εκστρατείες αποσκοπώντας στην εξάλειψη της Βουλγαρίας. Το 763 νίκησε το Βούλγαρο Χαν Τέλετς στην Αγχίαλο, αλλά οι Βυζαντινοί δεν κατόρθωσαν να προχωρήσουν βορειότερα. Το 775 ο Χαν Τέλεριγκ εξαπάτησε τον Κωνσταντίνο ώστε να του αποκαλύψει τους πιστούς του μέσα στη Βουλγαρική αυλή και στη συνέχεια εξετέλεσε όλους τους Βυζαντινούς κατασκόπους στην πρωτεύουσα Πλίσκα. Επί του διαδόχου του, Χαν Κάρνταμ, ο πόλεμος έλαβε ευνοϊκή τροπή μετά τη μεγάλη νίκη στη Μάχη των Μαρκελλών το 792. Οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν ολοκληρωτικά και αναγκάστηκαν, για μια ακόμη φορά, να πληρώνουν φόρο στους Χαν. Αποτέλεσμα της νίκης ήταν η κρίση τελικά να ξεπεραστεί και η Βουλγαρία να μπει στο νέο αιώνα σταθερή, ισχυρότερη και ενωμένη.

Ο Χαν Κρούμος εορτάζει μετά τη νίκη της Πλίσκας

Υπό το μεγάλο Χαν Κρούμο (803–814), γνωστό επίσης και ως Keanus Magnus, η Βουλγαρία επεκτάθηκε προς τα νότια και τα βορειοδυτικά, καταλαμβάνοντας τα εδάφη μεταξύ του μέσου Δούναβη και της Μολδαβίας, όλη την έκταση της σημερινής Ρουμανίας, τη Σόφια το 809 και την Αδριανούπολη το 813, απειλώντας την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ 804 και 806 οι Βουλγαρικές στρατιές εξάλειψαν τελείως το Χανάτο των Αβάρων, δημιουργώντας΄έτσι σύνορα με τη Φραγκική Αυτοκρατορία κατά μήκος του μέσου Δούναβη. Το 811 ένας μεγάλος Βυζαντινός στρατός υπέστη αποφασιστική ήττα στη μάχη της Πλίσκας. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Νικηφόρος Α´ σφαγιάστηκε, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματός του, και το κρανίο του χρησιμοποιήθηκε ως κούπα οινοποσίας. Ο Κρούμος ανέλαβε αμέσως την πρωτοβουλία και μετέφερε τον πόλεμο προς τη Θράκη, νικώντας τους Βυζαντινούς στη μάχη της Βερσινικίας το 813. Μετά από μία δόλια απόπειρα των Βυζαντινών να δολοφονήσουν τον Κρούμο κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων εκείνος λεηλάτησε όλη τη Θράκη, κατέλαβε την Αδριανούπολη και μετεγκατέστησε τους 10.000 κατοίκους της στην "πέραν του Δούναβη Βουλγαρία". Εκανε τεράστια προετοιμασία για να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη : κατασκευάσθηκαν 5000 άμαξες με σιδερένια επένδυση για να μεταφέρουν τον πολιορκητικό εξοπλισμό και οι Βυζαντινοί ζήτησαν βοήθεια ακόμη και από το Φράγκο Αυτοκράτορα Λουδοβίκο τον Ευσεβή. Λόγω όμως του αιφνίδιου θανάτου του μεγάλου Χαν η εκστρατεία δεν ξεκίνησε ποτέ. Ο Χαν Κρούμος εφάρμοσε νομικές μεταρρυθμίσεις, καθιερώνοντας κοινούς κανόνες και ποινές για όλους τους λαούς που ζούσαν μέσα στα όρια της χώρας, σκοπεύοντας να μειώσει τη φτώχεια και να ενισχύσει τους κοινωνικούς δεσμούς στο τεράστιο διευρυμένο κράτος του.

Ο Χαν Ομουρτάγ (814–831) συνήψε 30-ετή συνθήκη ειρήνης με τους Βυζαντινούς επιτρέποντας έτσι και στις δύο χώρες να αποκαταστήσουν τις οικονομίες και τα οικονομικά τους μετά τις αιματηρές συγκρούσεις της πρώτης δεκαετίας του αιώνα. Τα βορειοδυτικά σύνορα με τη Φραγκική Αυτοκρατορία διευθετήθηκαν οριστικά κατά μήκος του μέσου Δούναβη το 827. Στην πρωτεύουσα Πλίσκα πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη ανοικοδόμηση, περιλαμβάνοντας την κατασκευή μεγαλοπρεπών ανακτόρων, ειδωλολατρικών ναών, κατοικίας του ηγεμόνα, φρουρίου, ακρόπολης, δικτύου ύδρευσης και λουτρών, κυρίως από πέτρα και τούβλα.

Κατά τη σύντομη βασιλεία του Χαν Μαλαμίρ (831–836) ενσωματώθηκε στη χώρα η σημαντική πόλη της Φιλιππούπολης. Υπό το Χαν Πρεσιάν (836–852) οι Βούλγαροι κατέλαβαν ένα μέρος της Βόρειας Μακεδονίας. Οι Βυζαντινοί δεν αναφέρουν κάποια αντίσταση στη Βουλγαρική επέκταση στη Βόρεια Μακεδονία, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό ειρηνική. Μεταξύ 839 και 842 διεξήγαν πόλεμο κατά των Σέρβων αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Η Βουλγαρία υπό το Βόρι Α΄

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βασιλεία του Βόρι Α΄ (852–889) ξεκίνησε με πολλές αντιξοότητες. Επί δέκα χρόνια η χώρα πολεμούσε εναντίον της Βυζαντινής και της Ανατολικής Φραγκικής Αυτοκρατορίας, της Μεγάλης Μοραβίας, των Κροατών και των Σέρβων σχηματίζοντας διάφορες ανεπιτυχείς συμμαχίες και αλλάζοντας πλευρά. Τον Αύγουστο του 863 υπήρξε μια 40ήμερη περίοδος σεισμών και η χρονιά ήταν με μειωμένη παραγωγή, πράγμα που προκάλεσε λιμό σεόλη τη χώρα. Για να συμπληρωθεί το κακό υπήρξε και μια επιδρομή ακρίδων.

Το 863 οι Βυζαντινοί υπό το Μιχαήλ Γ΄ εισέβαλαν στη Βουλγαρία, υποπτευόμενοι ότι ο Χαν Βόρις Α΄ ετοιμαζόταν να δεχθεί το Χριστιανισμό σύμφωνα με το Δυτικό τυπικό. Με την είδηση της εισβολής ο Βόρις άρχισε διαπραγματεύσεις για ειρήνη. Οι Βυζαντινοί επέστρεψαν μερικά εδάφη στη Μακεδονία και η μόνη τους απαίτηση ήταν να δεχθεί το Χριστιανισμό από την Κωνσταντινούπολη και όχι από τη Ρώμη. Ο Χαν Βόρις συμφώνησε με αυτό τον όρο και βαπτίσθηκε το Σεπτέμβριο του 865, παίρνοντας το όνομα του αναδόχου του, Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ, και έγινε Βόρις-Μιχαήλ. Ο ειδωλολατρικός τίτλος "Χαν" καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον τίτλο "Κνυάζ". Η αιτία όμως για τον προσηλυτισμό στο Χριστιανισμό δεν ήταν η Βυζαντινή εισβολή. Στην πραγματικότητα ο Βούλγαρος ηγέτης ήταν διορατικός και προέβλεπε ότι η εισαγωγή μιας μόνο θρησκείας θα ολοκλήρωνε την ενοποίηση του αναδυόμενου βουλγαρικού έθνους, που ήταν ακόμη διαιρεμένο σε θρησκευτική βάση. Ηξερε επίσης ότι το κράτος του δεν ήταν απολύτως σεβαστό από τη Χριστιανική Ευρώπη και οι συνθήκες του θα μπορούσαν να αγνοηθούν από άλλους συνυπογράφοντες σε θρησκευτική βάση.

Σκοπός των Βυζαντινών ήταν να πετύχουν με την ειρήνη ότι δεν κατάφεραν με δύο αιώνες πολέμων : να απορροφήσουν αργά τη Βουλγαρία μέσω της Χριστιανικής θρησκείας και να τη μετατρέψουν σε κράτος-δορυφόρο, καθώς φυσικά τα υψηλότερα αξιώματα στη νεοϊδρυμένη Βουλγαρική Εκκλησία επρόκειτο να καταληφθούν από Βυζαντινούς που κήρυτταν στην Ελληνική γλώσσα. Ο Κνυάζ Βόρις Α΄ το γνώριζε αυτό πολύ καλά και όταν η Κωνσταντινούπολη αρνήθηκε να παραχωρήσει αυτονομία στη Βουλγαρική Εκκλησία το 866, έστειλε αντιπροσωπεία στη Ρώμη, εκδηλώνοντας την επιθυμία του να δεχθεί το Χριστιανισμό σύμφωνα με το Δυτικό τυπικό, μαζί με 115 ερωτήματα προς τον Πάπα Νικόλαο Α΄. Ο Βούλγαρος ηγέτης επιθυμούσε να επωφεληθεί του ανταγωνισμού μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, καθώς βασικός του στόχος ήταν η ίδρυση μιας ανεξάρτητης Βουλγαρικής Εκκλησίας, για να εμποδίσει τόσο τους Βυζαντινούς όσο και τους Καθολικούς να ασκούν επιρροή στα εδάφη του μέσω της θρησκείας. οι λεπτομερείς απαντήσεις του Πάπα στα ερωτήματα του Βόρι παραδόθηκαν από δύο επισκόπους επικεφαλής μιας ιεραποστολής, που σκοπό είχε να διευκολύνει τον προσηλυτισμό του Βουλγαρικού λαού. Εντούτοις ο Νικόλαος Α΄ και ο διάδοχός του Πάπας Αδριανός Β΄ αρνήθηκαν επίσης να αναγνωρίσουν μια αυτόνομη Βουλγαρική Εκκλησία, πράγμα που ψύχρανε τις σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά η στροφή της Βουλγαρίας προς τη Ρώμη έκανε τους Βυζαντινούς πολύ πιο διαλλακτικούς. Το 870 στην Τέταρτη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης η Βουλγαρική Εκκλησία αναγνωρίσθηκε ως Αυτόνομη Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία υπό την ανώτατη διεύθυνση του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Υπήρξε η πρώτη επίσημα αποδεκτή Εκκλησία, πέραν των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Τελικά το 893 η Παλαιά Βουλγαρική έγινε η τρίτη επίσημη που αναγνωρίσθηκε από τις Εκκλησίες και χρησιμοποιείτο στις λειτουργίες και στη Χριστιανική φιλολογία.

Μετά την υιοθέτηση του Χριστιανισμού η χώρα διατήρησε πολλούς θεσμούς του ειδωλολατρικού κράτους των Πρωτοβουλγάρων.

Δημιουργία του Σλαβικού Συστήματος Γραφής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παλαιό κυριλλικό αλφάβητο

Αν και ο Βούλγαρος Κνυάζ πέτυχε να εξασφαλίσει μια αυτόνομη Εκκλησία, ο ανώτερος κλήρος και τα θεολογικά βιβλία της ήταν ακόμη Ελληνικά, πράγμα που εμπόδιζε τις προσπάθειες να προσηλυτισθεί ο λαός στη νέα θρησκεία. Μεταξύ 860 και 863 οι Βυζαντινοί μοναχοί Ελληνικής καταγωγής Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος δημιούργησαν το Γλαγολιτικό αλφάβητο, το πρώτο Σλαβικό αλφάβητο με εντολή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα με σκοπό να προσηλυτίσει τη Μεγάλη Μοραβία στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Εντούτοις αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν κι το 866 οι μαθητές τους Κλήμης της Οχρίδας, Ναούμ της Πρεσλάβας και Αγγελάριος, που εκδιώχηκαν από τη Μεγάλη Μοραβία, έφθασαν στη Βουλγαρία και έγιναν θερμά δεκτοί από το Βόρι Α΄. Ο Βούλγαρος Κνυάζ ανέθεσε στους μαθητές τη δημιουργία δύο θεολογικών ακσδημιών, όπου ο μελλοντικός Βουλγαρικός κλήρος επρόκειτο να εκπαιδευθεί στην τοπική γλώσσα. Ο Κλήμης εστάλη στην Οχρίδα στη Νοτιοδυτική Βουλγαρία, όπου δίδαξε 3500 μαθητές μεταξύ 886 και 893. Ο Ναούμ ίδρυσε τη φιλολογική σχολή στην πρωτεύουσα Πλίσκα, που αργότερα μεταφέρθηκε στη νέα πρωτεύουσα Πρεσλάβα. Κατά τη Σύνοδο της Πρεσλάβας το 893 η Βουλγαρία υιοθέτησε το Γλαγολιτικό αλφάβητο και την Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική (Παλαιά Βουλγαρική) γλώσσα ως επίσημη γλώσσα της εκλησίας και του κράτους και έδιωξε το Βυζαντινό κλήρο. Στις αρχές του 10ου αιώνα στη Φιλολογική σχολή της Πρεσλάβας δημιουργήθηκε η Κυριλλική γραφή.

Δομή της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας τον 9ο και 10ο αιώνα

Στο τέλος του 9ου κστις αρχές του 10ου αιώνα η Βουλγαρία εκτεινόταν στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία στο Νότο, στη Βοσνία στη Δύση και έλεγχε το σύνολο της σημερινής Ρουμανίας και της Ανατολικής Ουγγαρίας στο Βορρά. Το Σερβικό κράτος δημιουργήθηκε στα μέσα του 10ου αιώνα ως αντίδραση στη Βουλγαρική επέκταση δυτικά του Μοράβα. Εναλλάσσοντας συμμαχίες με Βουλγαρία και Βυζαντινούς, οι σέρβοι ηγέτες αντιστάθηκαν με επιτυχία σε αρκετές Βουλγαρικές εισβολές με χρι το 924, οπότε υποτάχθηκαν πλήρως στο στρατηγό και πιθανόν κόμη της Σόφιας Μαρμάις. Υπό τον Τσάρο Συμεών Α΄ (Συμεών το Μέγα), που είχε σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη η Βουλγαρία έγινε πάλι σοβαρή απειλή για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και έφθασε στη μέγιστη εδαφική της επέκταση. Ο Συμεών Α΄ ήλπιζε να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και διεξήγε σειρά πολέμων με τους Βυζαντινούς σε όλη τη μακρά βασιλεία του (893–927). Τα σύνορα στο Νότο, στο τέλος σχεδόν της βασιλεάς του, έφθανα στα βόρεια όρια της Αττικής. Ο Συμεών Α΄ αυτοαναγορεύθηκε "Αυτοκράτορας (Τσάρος) των Βουλγάρων και Αυτοκράτωρ των Ελλήνων", τίτλος που αναγνωρίσθηκε από τον Πάπα, αλλά όχι από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα ούτε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αναγνωρίσθηκε "Αυτοκράτορας (Τσάρος) των Βουλγάρων" από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη μόνο προς το τέλος της βασιλείας του.

Ο Συμεών στέλνει πρέσβεις στο Φατιμήδη Χαλίφη για να σχηματίσεισυμμαχία κατά των Βυζαντινών.

Μεταξύ 894 και 896 νίκησε τους Βυζαντινούς και τους συμμάχους τους Ούγγρους στον "Εμπορικό Πόλεμο", που ονομάστηκε έτσι επειδή πρόσχημα του πολέμου ήταν η μεταφορά της Βουλγαρικής αγοράς από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη. Στην αποφασιστική μάχη του Βουλγαρόφυγου ο Βυζαντινός στρατός ηττήθηκε και ο πόλεμος τελείωσε ευνοϊκά για τη Βουλγαρία, αν και η ειρήνη συχνά παραβιαζόταν από το Συμεών. Το 9ο4 κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, που προηγουμένως είχε λεηλατηθεί από τους Άραβες και την επέστρεψε στους Βυζαντινούς μόνο αφού η Βουλγαρία πήρε όλες τις περιοχές της Μακεδονίας τις κατοικούμενες από Σλάβους και 20 φρούρια στην Αλβανία, περιλαμβανομένης της σημαντικής πόλης Δυρράχιο.

Μετά την αναταραχή στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που ακολούθησε το θάνατο του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου το 913, ο Συμεών Α΄ εισέβαλε στη Βυζαντινή Θράκη, αλλά πείσθηκε να σταματήσει με αντάλλαγμα την επίσημη αναγνώριση του Αυτοκρατορικού του τίτλου και το γάμο της κόρης του με το νήπιο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄. Ο Συμεών Α΄ υπέθεσε ότι θα γινόταν αντιβασιλέας του Αυτοκράτορα και θα διοικούσε προσωριμά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ομως μετά από μια συνωμοσία στη Βυζαντινή αυλή η Αυτοκράτειρα Ζωή, μητέρα του Κωνσταντίνου Ζ΄, απέρριψε το γάμο και τον τίτλο του Συμεών και οι δύο πλευρές προετοιμάστηκαν για αποφασιστική μάχη. Το 917 ο Συμεών Α΄ διέλυσε κάθε προσπάθεια της Αυτοκρατορίας να σχηματίσει συμμαχία με τους Ούγγρους, τους Πετσενέγους και τους Σέρβους και οι Βυζαντινοί αναγκάσθηκαν να πολεμήσουν μόνοι. Στις 20 Αυγούστου οι δύο στρατοί συγκρούσθηκαν στην Αγχίαλο σε μια από τις μεγαλύτερες μάχες του Μεσαίωνα. Οι Βυζαντινοί υπέστησαν πρωτοφανή ήττα, εγκαταλείποντας 70.000 νεκρούς στο πεδίο της μάχης, ενώ οι καταδιώκουσες Βουλγαρικές δυνάμεις νίκησαν τα υπολείμματα του εχθρικού στρατού στους Κατασύρτες (κοντά στην Κωνσταντινούπολη). Η Κωνσταντινούπολη διασώθηκε από μια Σερβική επίθεση από τα δυτικά, όπου, αν και οι Σέρβοι ηττήθηκαν ολοκληρωτικά, η επίθεσή τους επέτρεψε στο Βυζαντικό ναύαρχο και κατόπιν Αυτοκράτορα Ρωμανό Λεκαπηνό να προετοιμάσει την άμυνα της πόλης. Την επόμενη δεκαετία οι Βούλγαροι απέκτησαν τον έλεγχο ολόκληρης της Βαλκανικής χερσονήσου με την εξαίρεση της Κωνσταντινούπολης και της Πελοποννήσου.

Σε μια Κροατοβουλγαρική μάχη του 926, ονομαζόμενη συνήθως Μάχη των Βοσνιακών Υψιπέδων, ο Δούκας Αλογκόμποτουρ επιτέθηκε στην Κροατία. Οι Κροατικές δυνάμεις, υπό την ηγεσία του Βασιλιά τους Τόμισλαβ, κατέστρεψαν ολοσχερώς το Βουλγαρικό στρατό και τερμάτισαν την επέκταση του Συμεών προς τα δυτικά.

Η Βουλγαρική Αυτοκρατορία υπό το Σαμουήλ

Μετά το θάνατο του Συμεών το 927 η Βουλγαρική ισχύς σιγά-σιγά μειώθηκε. Με μια συνθήκη ειρήνης την ίδια χρονιά οι Βυζαντινοί αναγνώρισαν επίσημα τον Αυτοκρατορικό τίτλο του γιου του Πέτρου Α΄ και του Βουλγαρικού Πατριαρχείου. Η ειρήνη όμως με το Βυζάντιο δεν έφερε ειρήνη στη Βουλγαρία. Από την αρχή της βασιλείας του ο Πέτρος αντιμετώπισε εσωτερικά προβλήματα και αναταραχή με τους αδελφούς του και τη δεκαετία του 930 αναγκάσθηκε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ράσκα. Το μεγαλύτερο πλήγμα ήρθε από το Βορρά : μεταξύ 934 και 965 η χώρα υπέστη πέντε Ουγγγρικές εισβολές. Το 944 η Βουλγαρία δέχθηκε επίθεση των Πετσενέγων, που λεηλάτησαν τις βορειοανατολικές περιοχές της Αυτοκρατορίας. Υπό τον Πέτρο Α΄ και το Βόρι Β΄ η χώρα διαιρέθηκε από την εξισωτική θρησκευτική αίρεση των Βογομίλων.

Το 968 η χώρα δέχθηκε επίθεση των ρως του Κιέβου, των οποίων ο ηγέτης Σβιατοσλάβ Α΄ κατέλαβε την Πρεσλάβα και εγκατέστησε την πρωτεύουσά του στην Πρεσθλαβίτζα. Τρία χρόνια αργότερα ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής παρενέβη στη διένεξη και νίκησε το Σβιάτοσλαβ στο Δορόστολον. Ο Bόρις Β΄ αιχμαλωτίστηκε, απώλεσε τελετουργικά τον αυτοκρατορικό του τίτλο στην Κωνσταντινούπολη και η ανατολική Βουλγαρία ανακηρύχτηκε Βυζαντινό προτεκτοράτο.

Μετά τη Βυζαντινή επικράτηση τα εδάφη δυτικά του Ποταμού Ισκαρ παρέμειναν στα χέρια των Βουλγάρων και της αντίστασης εναντίον των Βυζαντινών ηγήθηκαν οι αδελφοί Κομητόπουλοι. Το 976 ο τέταρτος αδελφός Σαμουήλ συγκέντρωσε όλη την εξουσία στα χέρια του μετά το θάνατο των μεγαλύτερων αδελφών του. Οταν ο νόμιμος κληρονόμος του θρόνου Ρωμανός δραπέτευσε από την αιχμαλωσία στην Κωνσταντινούπολη, αναγνωρίσθηκε ως Αυτοκράτορας στο Βιδίνιο , από το Σαμουήλ που παρέμεινε αρχιστράτηγος του Βουλγαρικού στρατού. Λαμπρός στρατηγός και ικανός πολιτικός, κατάφερε να αλλάξει την κατάσταση υπέρ των Βουλγάρων. Ο νέος Βυζαντινός Αυτοκράτορας Βασίλειος Β´ υπέστη αποφασιστική ήττα στη Μάχη στις Πύλες του Τραϊανού (στην περιοχή της Σόφιας) το 986 και μόλις και μετά βίας γλίτωσε. Πέντε χρόνια αργότερα κατέλυσε το Σερβικό κράτος της Ράσκα. Το 997, μετά το θάνατο του Ρωμανού, τελευταίου κληρονόμου της δυναστείας του Κρούμου, ο Σαμουήλ ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας της Βουλγαρίας. Μετά το 1001 όμως ο πόλεμος γύρισε υπέρ των Βυζαντινών, που κατέλαβαν τις παλιές πρωτεύουσες Πλίσκα και Πρεσλάβα και, αρχίζοντας το 1004, εξαπέλυαν ετήσιες εκστρατείες κατά της Βουλγαρίας. Οι Βυζαντινοί επωφελήθηκαν περαιτέρω από ένα πόλεμο μεταξύ της Βουλγαρίας και του νεοϊδρυμένου Βασιλείου της Ουγγαρίας το 1003. Οι Βυζαντινές νίκες στο Σπερχειό και στα Σκόπια αοδυνάμωσαν αποφασιστικά το Βουλγαρικό στρατό και στις ετήσιες εκστρατείες ο Βασίλειος μείωνε μεθοδικά τα βουλγαρικά οχυρά. Τελικά στη Μάχη του Κλειδίου οι Βούλγαροι ηττήθηκαν ολοκληρωτικά. Ο Βουλγαρικός στρατός αιχμαλωτίστηκε. Λέγεται ότι ανά κάθε 100 άνδρες οι 99 τυφλώθηκαν και ο εκατοστός έμεινε με ένα μάτι, έτσι ,ωστε να οδηγήσει τους συμπατριώτες του στην πατρίδα (χαρίζοντας στο Βασίλειο το προσωνύμιο "Βουλγαροκτόνος"). Οταν ο Τσάρος Σαμουήλ είδε τα διαλυμένα απομεινάρια του στρατού του υπέστη καρδιακή προσβολή και πέθανε. Το 1018 τα τελευταία βουλγαρικά οχυρά είχαν παραδοθεί και η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία διαλύθηκε.

Ο Ιππέας της Μάνταρα (π. 710), μεγάλο ανάγλυφο σκαλισμένο σε βράχο στο οροπέδιο Μάνταρα, ανατολικά του Σούμεν, ΒΑ Βουλγαρία.
Η Μεγάλη Βασιλική στην Πλίσκα

Η πολιτιστική κληρονομιά της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας ορίζεται συνήθως στη βουλγαρική ιστοριογραφία ως πολιτισμός Πλίσκας-Πρεσλάβας, από το όνομα των δύο πρωτευουσών, όπου είναι συγκεντρωμένα τα περισσότερα από τα σωζώμενα μνημεία. Πολλά μνημεία της περιόδου αυτής βρίσκονται στις περιοχές Μάνταρα, Σούμεν, Νόβι Παζάρ, το χωριό Χαν Κρούμ στη βορειοανατολική Βουλγαρία, καθώς και στη σημερινή Ρουμανία, όπου Ρουμάνοι αρχαιολόγοι τα ονόμασαν "Πολιτισμό Ντρίντου". Μνημεία της Πρώτης Αυτοκρατορίας έχουν επίσης ανακαλυφθεί στη νότια Βεσσαραβία, διαιρεμένη σήμερα μεταξύ Ουκρανίας και Μολδαβίας.

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της πρώιμης Βουλγαρικής αρχιτεκτονικής ήταν μνημειακές κατασκευές γνωστές στους "Ρωμαίους", που όμως δεν χρησιμοπιείτο στη σύγχρονή της Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι κατασκευών που χρησιμοποιήθηκαν στην οικοδόμηση της Πλίσκας. Στον πρώτο δομικά υλικά ήταν το ξύλο και τα τούβλα. Ο δεύτερος τύπος ήταν η κατασκευή οχυρωματικών τειχών χρησιμοποιώντας λαξευμένους ασβεστολιθικούς ογκόλιθους με ασβαστοκονίαμα. Η ίδια μέθοδος χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή του φρουρίου της Πρεσλάβας, στο στρατόπεδο στο Χαν Κρουμ, στο κυνηγετικό ανάκτορο στα Μάνταρα και στο φρούριο στη Νήσο του Ήλιου. Τα φρούρια βρίσκονταν κυρίως στις πεδιάδες, σε αντίθεση με εκείνα που κατασκευάστηκαν κατά τη Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία.

Μετά την υιοθέτηση του Χριστιανισμού το 864 άρχισε σε όλη την Αυτοκρατορία εντατική κατασκευή εκκλησιών και μοναστηριών, περιλαμβανομένης της Μεγάλης Βασιλικής στην Πλίσκα, που ήταν ένα από τα μεγαλύτερα οικοδομήματα της εποχής με μήκος 99 μέτρα και της υπέροχης Χρυσής Εκκλησίας στην Πρεσλάβα. Οι περισσότερες εκκλησίες που κατασκευάσθηκαν την περίοδο αυτή είχαν τρία κλίτη. Η Βουλγαρική πρωτεύουσα φημιζόταν για τα κεραμικά που κοσμούσαν τα δημόσια και θρησκευτικά της κτίρια. Ωραίες εικόνες και άγιες τράπεζες εκκλησιών κατασκευάσθηκαν από ειδικά κεραμικά πλακίδια. Υπήρχαν πολλά εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας που παρήγαγαν πολύτιμα κοσμήματα.

Κεραμεική εικόνα του Αγίου Θεοδώρου, Πρεσλάβα, περί το 900, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Σόφια

Ενα από τα πιο διάσημα χαρακτηριστικά του πολιτισμού Πλίσκας-Πρεσλάβας ήταν η διακόσμηση των ανακτόρων και των εκκλησιών με βερνικωμένα κεραμικά πλακίδια , που ίσως δείχνουν Μεσανατολική (Αραβική) επιρροή. Τα κεραμικά πλακίδια ήταν ζωγραφισμένα κυρίως με γεωμετρικά ή φυτικά στοιχεία, ενώ λίγα με απεικονίσεις αγίων. Μεταξύ των πιο αξιόλογων από αυτές είναι η καλοδιατηρημένη , 20 πλακιδίων, Εικόνα του Αγίου Θεοδώρου, που βρέθηκε στα ερείπια της Μονής του Αγίου Παντελεήμονα στα περίχωρα της Πρεσλάβας. Τα πλακίδια ήταν επίπεδα ή σωληνοειδή και διατεταγμένα ώστε να σχηματίζουν διαζώματα ή επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Λόγω της καταστροφής της Πλίσκας και της Πρεσλάβας έχουν σωθεί μόνο θραύσματα και λεπτομέρειες της κεραμεικής διακόσμησης. Τα περισσότερα ευρήματα πλακιδίων, καθώς και αρχαιολογικές μαρτυρίες των εργαστηρίων που τα παρήγαγαν, προέρχονται από την Πρεσλάβα και τη γύρω περιοχή (ιδιαίτερα το χωριό Πατλέινα).

Οι βασικές πηγές βουλγαρικών αγγείων οικιακής χρήσης είναι οι νεκροπόλεις στο Νόβι Παζάρ, στη Ντέβνυα και στη Βάρνα. Τα αγγεία κατασκευάζονταν με έναν αγγειοπλαστικό τροχό, σε αντίθεση με τη Σλαβική πρακτική. Για την ανόπτηση των αγγείων χρησιμοποιούντο δυόροφοι φούρνοι. Τα σχήματα και η διακόσμηση της πρώιμης βουλγαρικής κεραμεικής ήταν παρόμοια με εκείνη που έχει βρεθεί στο βόρειο Καύκασο, στην Κριμαία και στις ακτές της Θάλασσας του Αζόφ

Η Βουλγαρική λογοτεχνία είναι η αρχαιότερη από όλες τις Σλαβικές. Ιεραπόστολοι από τη Θεσσαλονίκη, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, επινόησαν το Γλαγολιτικό αλφάβητο, που υιοθετήθηκε στη Βουλγαρική Αυτοκρατορία περί το 886. Το αλφάβητο και η Παλαιά Βουλγαρική γλώσσα οδήγησαν σε πλούσια συγγραφική και πολιτιστική δραστηριότητα, επικεντρωμένη γύρω από τις Σχολές της Πρεσλάβας και της Οχρίδας, που ιδρύθηκαν με εντολή του Βόρι Α΄ το 886. Στις αρχές του 10ου αιώνα δημιουργήθηκε ένα νεό αλφάβητο, το Κυριλλικό, με βάση την Ελληνική και τη Γλαγολιτική γραφή στη Φιλολογική Σχολή της Πρεσλάβας. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία το αλφάβητο επινοήθηκε στη Φιλολογική Σχολή της Οχρίδας από τον Αγιο Κλήμεντα της Οχρίδας, Βούλγαρο λόγιο και μαθητή του Κύριλλου και του Μεθόδιου. Ενας ευσεβής μοναχός και ερημίτης, ο Αγιος Ιβάν (Ιωάννης) της Ρίλα (Ιβάν Ρίλσκι , 876–946) έγινε ο προστάτης άγιος της Βουλγαρίας.

Επί της βασιλείας του ο Συμεών συγκέντρωσε στην αυλή του πολλούς λόγιους που μετέφρασαν τεράστιο αριθμό βιβλίων από τα Ελληνικά και έγραψαν πολλά νέα έργα. Από τις σημαντικότερες μορφές ήταν ο Κωνσταντίνος της Πρεσλάβας, ο Ιωάννης Εξαρχος και ο Τσερνορίζετς Χράμπαρ, που μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι ήταν ο ίδιος ο Συμεών. Ο Τσερνορίζετς Χράμπαρ έγραψε το δημοφιλές έργο του Λόγος περί Επιστολών, ο Κλήμης της Οχρίδας εργάσθηκε σε μεταφράσεις από τα Ελληνικά και του πιστώνονται αρκετά σημαντικά θρησκευτικά βιβλία, ο Ιωάννης Εξαρχος έγραψε τη συλλογή Σέστοντνεφ και μετέφρασε το Επί της Ορθοδόξου Πίστεως του Ιωάννη του Δαμασκηνού, ο Ναούμ της Πρεσλάβας είχε επίσης σημαντική συμβολή. Οι Βούλγαροι λόγιοι και τα έργα τους επηρέασαν το μεγαλύτερο μέρος του Σλαβικού κόσμου, διαδίδοντας την Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική και το Κυριλλικό και το Γλαγολιτικό αλφάβητο στους Ρως του Κιέβου, στη μεσαιωνική Σερβία και στη μεσαιωνική Κροατία, καθώς και στη μη Σλαβική μεσαιωνική Βλαχία και Μολδαβία.

Απεικόνιση του βαπτίσματος του Βόρι Α΄ στο Χρονικό του Μανασσή

Μετά τη δημιουργία του Βουλγαρικού κράτους οι Πρωτοβούλγαροι και οι Σλάβοι συνέχισαν να ασκούν τις αυτόχθονες θρησκείες τους. Η θρησκεία των Πρωτοβουλγάρων ήταν μονοθεϊστική και πίστευαν στον Τάνγκρα, Θεό του Ουρανού. Οταν ο Ομουρτάγ και ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος συνήψαν συνθήκη ειρήνης το 815, ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας έπρεπε να κάνει έναν όρκο σύμφωνα με τις βουλγαρικές παραδόσεις. Βυζαντινοί ιστορικοί κατέγραψαν ότι ο "πιο Χριστιανός" ηγέτης έπρεπε να εκτελέσει διάφορες ειδωλολατρικές ιεροτελεστίες όπως την κοπή σκύλων και τη χρησιμοποίησή τους ως μαρτύρων για τον όρκο του. Οι Σλάβοι λάτρευαν διάφορες θεότητες και ανώτερος θεός τους ήταν ο Περούν. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο Χριστιανισμός δεν ήταν ευρέως διαδεδομένος στη Βουλγαρία τα πρώτα 100 χρόνια της ύπαρξής της. Στα μέσα του 9ου αιώνα ο Βόρις Α΄ αποφάσισε να υιοθετήσει τον Χριστιανισμό για να ενώσει σταθερά τον πληθυσμό της χώρας.