Ιστοριογραφία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αντίγραφο χειρογράφου του 10ου αιώνα με απόσπασμα από την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη.

Με τον όρο ιστοριογραφία εννοείται το γραπτό αρχείο όσων είναι γνωστά για τον άνθρωπο και τις κοινωνίες του παρελθόντος και αφορά στον τρόπο με τον οποίο προσπάθησαν να κατανοήσουν και τα δύο οι ιστορικοί[1]. Σε έναν εναλλακτικό ορισμό η ιστοριογραφία είναι η συγγραφή της ιστορίας, ιδιαίτερα εκείνη που θεμελιώνεται στην κριτική εξέταση των πηγών και τη σύνθεση επιλεγμένων τμημάτων από αυτές τις πηγές σε μία αφηγηματική συνέχεια που αντέχει στην ακαδημαϊκή δοκιμασία κριτικών μεθόδων[2]. Οι θεματικές ακόμη και οι ιδεολογικές αναλύσεις αυτών των γραπτών αρχείων παράγουν εξειδικευμένες ιστοριογραφίες, όπως είναι για παράδειγμα η μαρξιστική ιστοριογραφία, η αρχαιοελληνική ιστοριογραφία, η ρωμαϊκή ιστοριογραφία κ.ο.κ.

Ιστοριογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από την ειδική περίπτωση της προσωπικής μαρτυρίας, τα ιστορικά γεγονότα γίνονται γενικώς γνωστά από πρωτογενείς ή δευτερογενείς πηγές, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ζωντανές μαρτυρίες, σώματα κειμένων προηγούμενων ιστοριών, τα απομνημονεύματα, οι βιογραφίες, οι αυτοβιογραφίες[3], οι επιστολές, νομικά και οικονομικά αρχεία δικαστηρίων, νομοθετικών σωμάτων, θρησκευτικών οργάνων, ή των επιχειρήσεων και οι μη γραπτές μαρτυρίες που αντλούνται από τα υπολείμματα προηγούμενων πολιτισμών, όπως η αρχιτεκτονική, η τέχνη και οι τέχνες κ.ά.

Το σύνολο αυτών των πηγών διαμορφώνει το υπόβαθρο, πάνω στο οποίο ο ιστορικός προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τα ιστορικά γεγονότα. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ της πληροφορίας και του γεγονότος, είναι τις περισσότερες φορές έμμεση, καθώς φιλτράρεται από πολλαπλές ιδεολογίες και πλαίσια, καθώς επίσης και γλωσσικές εννοιολογικές διαφορές.

Ιστοριογραφικά προβλήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακριβώς όπως συμβαίνει με την ιστορία, η ιστοριογραφία διαμορφώνεται σε μια διακριτή χωροχρονική τιμή, παραδοσιακά εκείνη ενός ιδιαίτερου έθνους-κράτους. Κατά συνέπεια, η ιστοριογραφία παράγει συχνά ερμηνείες των ιστοριογραφικών εξελίξεων σε εθνικά πλαίσια, παραμελώντας τις διεθνείς διαστάσεις των γεγονότων[4]. Στον αντίποδα η υλιστική φιλοσοφία προσπάθησε να καθορίσει την ιστοριογραφία με όρους ιστορικής συνείδησης. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (1848) από τον Καρλ Μαρξ και τον Φρίντριχ Ένγκελς, για παράδειγμα, ξεκινά με όρους παγκόσμιας ιστοριογραφίας («Η ιστορία όλων των κοινωνιών είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων») κάτι που εξετάζουν οι συγγραφείς μέσω της αποκαλούμενης μαρξιστικής ιδεολογίας και περνά κατόπιν σε μια εξειδικευμένη ιστοριογραφική κριτική του καπιταλισμού και άλλων μορφών πολιτικής αλλαγής, στην τελική υπεράσπιση του κομμουνισμού και της ιδιαίτερης φιλοσοφικής του αντίληψής του για την ιστορική πράξη[5]

Ιδιαίτερη σημασία στην επίλυση, αλλά κυρίως στη συνειδητοποίηση των προβλημάτων της ιστοριογραφίας είχε η ανάπτυξη της φιλοσοφίας της ιστοριογραφίας στον 19ο και 20ό αιώνα. Εξετάζοντας την ιστορία της ταξινόμησης των φιλοσοφιών ο Νίκολας Ρέστσερ (Nicholas Rescher) παρατήρησε ότι η φιλοσοφία της ιστορίας/ιστοριογραφίας εμφανίστηκε ως ανεξάρτητο φιλοσοφικό πεδίο εξαιτίας τη ώθησης που έδωσαν στην ιδέα της φιλοσοφίας οι Φίχτε, Σέλινγκ και Χέγκελ. Από το 1890 έως το 1920 τουλάχιστον στη Βρετανία (σύμφωνα με την Encyclopedia Britannica του 1910) η φιλοσοφία της ιστοριογραφίας/ιστορίας, μαζί με την κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία, θεωρείτο υποπεδίο της ηθικής[6]. Ακόμη και στη δεκαετία του 1980 η φιλοσοφία της ιστοριογραφίας φαίνεται πως ανήκε στο φιλοσοφικό υποπεδίο των παράγωγων φιλοσοφιών μαζί με άλλες μεταεπιστήμες όπως η φιλοσοφία των φυσικών και κοινωνικών επιστημών, η φιλοσοφία των μαθηματικών και της λογικής κ.ο.κ.[7]. τούτη η αντίληψη υποβάθμισε οποιαδήποτε προσπάθεια ανάγνωσης των φιλοσοφικών εννοιών που συνδέονταν στενά με την ανάπτυξη της ιστοριογραφίας

Σύντομη ιστορική επισκόπηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καταγραφή και η ερμηνεία παρελθόντων γεγονότων ξεκίνησε τόσο για τη Δύση όσο και για την Ανατολή μέσω της επανάληψης των μύθων που παραδόθηκαν από προφορικές παραδόσεις. Η επική ποίηση του Ομήρου (περ. 800 π.Χ.) ήταν ενα παράδειγμα τέτοιας προφορικής ιστορίας.

Στην κλασική εποχή της αρχαίας Ελλάδας ο Ηρόδοτος ο «πατέρας» της ελληνικής ιστορίας και ο Θουκυδίδης έγραψαν αφηγήσεις σχετικές με γεγονότα της εποχής τους. Ο Ηρόδοτος με την αφήγηση των περσικών πολέμων και ο Θουκυδίδης με την κλασική μελέτη του πελοποννησιακού πολέμου μεταξύ της πόλης των Αθηνών και της Σπάρτης. Και οι δύο κατέγραψαν σύγχρονα ή κοντινά σε χρονική απόσταση γεγονότα στηριγμένοι σε αυτόπτες μάρτυρες ή άλλες αξιόπιστες μαρτυρίες. Επικεντρώθηκαν στον πόλεμο, την ιστορία των θεσμών και τον χαρακτήρα των πολιτικών ηγετών για να δημιουργήσουν την εικόνα της αρχαιοελληνικής κοινωνίας σε περιόδους της κρίσης ή μετάβασης.

Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. την ελληνική ιστοριογραφική παράδοση στην ελληνιστική περίοδο συνέχισε ο Ξενοφών, ο Θεόπομπος ο Χίος[8] και ο Έφορος. Στον 2ο π.Χ. αιώνα ο ιστορικός Πολύβιος κατέγραψε τη ρωμαϊκή ιστορία, θέμα που επανέλαβε επίσης ο Στράβων ο Γεωγράφος και ο Διονύσιος Αλικαρνασσέας στον επόμενο αιώνα. Στην ίδια περίοδο ο Πλούταρχος βιογράφησε επιφανείς Έλληνες και Ρωμαίους, χρησιμοποιώντας ενίοτε δραματικά στοιχεία και ανέκδοτα υλικά για την απεικόνιση χαρακτήρων και την επίδρασή τους στη δημόσια ζωή[1].

Στην Ανατολή και συγκεκριμένα στην Κίνα ο Σίμα Κιάν (περ. 145 – περ. 85 π.Χ.) είναι γνωστός ως πατέρας της κινεζικής ιστορίας με το έργο του Σιτζί δηλαδή Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού. Οι ρωμαίοι ιστορικοί όπως ο Πούμπλιος Κορνήλιος Τάκιτος, ο Τίτος Λίβιος και ο Γάιος Σουητόνιος Τρανκουίλος έγραψαν έργα που χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα από τους μεταγενέστερους ιστοριογράφους του μεσαίωνα και της αναγέννησης. Στον αραβικό κόσμο ο αλ-Ταμπαρίκ (838 – 923) έγραψε τα Χρονικά, ιστορία του κόσμου από κτίσεώς του έως το 915, ενώ αργότερα ο Ιμπν-Χαλντούν (1332 – 1406) έγραψε το Κιτάμπ αλ-'λμπαρ, δηλαδή το Βιβλίο των Παραδειγμάτων, παράγοντας αφενός μια μείζονα αφήγηση της μουσουλμανικής ιστορίας στη βόρειο Αφρική, αναπτύσσοντας αφετέρου σημαντικές θεωρίες για το ζήτημα της ιστορικής ανάλυσης[9].

Μεσαίωνας, διαφωτισμός, 18ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη μεσαιωνική Ευρώπη και το Βυζάντιο οι ιστοριογράφοι είτε ανήκαν στον μορφωμένο κλήρο είτε ήταν λόγιοι και εν γένει έγραψαν χρονικά. Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα οι Ιταλοί ιστοριογράφοι Νικολό Μακιαβέλι και Φραντσέσκο Γκουικιαρντίνι εισήγαγαν στην ιστοριογραφία την πολιτική ανάλυση. Κατά τον 18ο αιώνα οι θεωρίες του διαφωτισμού εμπότισαν την ιστοριογραφία με μια δόση σκεπτικισμού και ορθολογισμού. Μείζων παραγωγή της ιστοριογραφίας 18ου αιώνα θεωρείται το πολύ γνωστό έργο του Έντουαρντ Γκίμπον Η Ιστορία της παρακμής και της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[10]

19ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του 19ου αιώνα οι Γερμανοί ιστορικοί Μπάρτολντ Γκέοργκ Νίμπουρ (Barthold Georg Niebuhr) και ο Λέοπολντ φον Ράνκε (Leopold von Ranke) άνοιξαν νέους ορίζοντες στη συγγραφή της ιστορίας. Ο Νίμπουρ φέρεται ως ο πρώτος σύγχρονος ιστορικός που ασχολήθηκε με την ιστοριογραφία με επιστημονικό τρόπο, αξιολογώντας με κριτικά τους πρώιμους ρωμαϊκούς μύθους, αποδίδοντας παράλληλα μεγαλύτερη σημασία στην ανάπτυξη των θεσμών και σε κοινωνικά χαρακτηριστικά παρά σε άτομα περιστατικά[11]. Με τη σειρά του, προσπαθώντας να κατανοήσει πώς πραγματικά συνέβησαν τα γεγονότα, ο Ράνκε έθεσε νέα κριτήρια στην ιστορική έρευνα την οποία στήριξε σε κριτικά αξιολογημένες πρωτογενείς πηγές. Παρά το γεγονός ότι το γενικό περίγραμμα παρέμενε στενά εθνικιστικό, η ιστοριογραφική του μέθοδος οδήγησε σε συστηματική συλλογή και ταξινόμηση των πηγών, όπως συνέβη με το Monumenta Germaniae Historicae, 1825 – 1925[12]. Μία άλλη μορφή «επιστημονικής ιστορίας» αναπτύχθηκε μέσω της θετικιστικής πεποίθησης σε υποκείμενους γενικούς νόμους που διέπουν την ιστορία. Πρωτοπόρος στη συγκεκριμένη ιστοριογραφική άποψη υπήρξε ο γάλλος ιστορικός Ογκίστ Κοντ Έναν τέτοιο νόμο, τον νόμο της αλλαγής μέσω της πάλης των τάξεων, παρουσίασε ο Καρλ Μαρξ στη θεωρία του για τον διαλεκτικό υλισμό. Η εστίαση στις οικονομικές εσωτερικές δομές της κοινωνίας θεμελιώθηκε ως αντίλογος ουσιαστικά στη στενή πολιτική θεώρηση.

Μαρξιστές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καρλ Μαρξ (1818-1883) ήταν ο ιδρυτής και θεμελιωτής του λεγόμενου μαρξισμού. Ο μαρξισμός ήταν κατά κύρια βάση ένα οικονομικό και κοινωνικό κίνημα που επηρέασε και επηρεάζει ακόμα και σήμερα την πολιτική ζωή της οικουμένης. Παρότι ο Μαρξ υπήρξε κυρίως θεωρητικός της οικονομίας, εντούτοις στις οικονομικές του θεωρίες ενσωμάτωσε ιστορικές μελέτες. Αποτέλεσμα ήταν να καθιερώσει και στην ιστοριογραφία σχολή που φέρει το όνομά του. Ο ιστοριογραφικός Μαρξισμός δεν διέφερε σε πολλά σημεία από το ρεύμα των Annales. Το αυστηρά επιστημονικό ύφος ήταν κοινό γνώρισμα, όπως και οι οικονομικές και κοινωνικές πτυχές των απλών ανθρώπων. Ο όρος που χαρακτήρισε τον μαρξισμό ήταν ο ιστορικός υλισμός, όρος που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις σχέσεις παραγωγής των ανθρώπων. Οι σχέσεις παραγωγής κατέληξαν να είναι η εμμονή των μαρξιστών ιστορικών. Η αλήθεια είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις έβρισκαν αυτές τις σχέσεις να πρωταγωνιστούν π.χ κατά τη διάρκεια της φεουδαρχίας, τον 12ο αιώνα στη Γαλλία. Τότε η εντατική χρήση προηγμένων μεθόδων καλλιέργειας της γης προκάλεσε ανακατάταξη στη διαστρωμάτωση του πληθυσμού, ξεχωρίζοντας τους πιο εξελιγμένους καλλιεργητές από τους φτωχότερους, με τους πρώτους να απολαμβάνουν μεγαλύτερα προνόμια από τους φεουδάρχες, σε σχέση με τους δεύτερους. Άλλο παράδειγμα ήταν ότι οι φεουδάρχες επιδοτούσαν τους αγρότες που εκχέρσωναν τη μη καλλιεργήσιμη γη, με αποτέλεσμα και οι φεουδάρχες να μεγαλώνουν το φέουδο τους αλλά και οι καλλιεργητές τα εισοδήματα τους. Στον Μαρξισμό η κάθε εποχή χωρίζεται ανάλογα με τις σχέσεις παραγωγής. Έτσι υπάρχουν τρεις περίοδοι: η αρχαία όπου κυριαρχεί η δουλεία, η φεουδαρχία και ο καπιταλισμός. Οι τάξεις εντοπίζονται μόνο στον Ευρωπαϊκό χώρο ιδίως η φεουδαρχία. Πολλές φορές οι τάξεις έχουν ασαφή χαρακτηριστικά, οπότε μπορούμε και να τις χωρίσουμε με πολιτικά κριτήρια. Βέβαια η εμμονή των μαρξιστών να αναγάγουν τα πάντα στην πάλη των τάξεων τους, προξένησε πολλά προβλήματα στην επεξήγηση των καθαρά πολιτικών γεγονότων, γι’ αυτό κατέφυγαν, με κάποιες εξαιρέσεις, στη θεωρία ότι οι πολιτικές διαμάχες είναι απόρροια των κοινωνικών αγώνων. Τελικά οι μαρξιστές ιστορικοί δεν κατάφεραν να πάνε μέχρι τέλους την ιστορική πρακτική που ευαγγελίστηκαν. Ειδικά στην Ιστορία του Κουμμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης, έχουμε σαφή αλλοίωση των χαρακτηριστικών του μαρξισμού. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Μαρξ υπήρξε κατά βάση οικονομικός θεωρητικός και μπορεί τα βασικά του έργα να είχαν ιστορικές αναλύσεις, αλλά δεν ήταν ιστορικά[13].

20ός αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικονομική άποψη της ιστοριογραφίας συνεχίστηκε και τον 20ό αιώνα. Η αναλιστική προσέγγιση με πρωτοπόρο το περιοδικό Annales d'histoire economique et sociale και ιδρυτές τους Λυσιέν Φεβρ (Lucien Febvre) και Μαρκ Μπλοχ (Marc Bloch), όπως επίσης και το έργο του Φερνάν Μπροντέλ (Fernand Braudel), ώθησαν την ιστοριογραφία προς την κατεύθυνση των δομών μέσα στις οποίες δρουν γενικά οι άνθρωποι, έλκοντας το σχετικό αποδεικτικό υλικό από την ψυχολογία και άλλες κοινωνικές επιστήμες.[14]

Η ανάπτυξη των υπολογιστών οι ποσοτικές τεχνικές έγιναν σημαντικές ως αποδεκτικά στοιχεία σε οικονομικό και δημογραφικό επίπεδο για τους ιστοριογράφους. Οι βρετανοί μαρξιστές ιστοριογράφοι, όπως ο Κρίστοφερ Χιλ και ο Έρικ Χόμπσμπομ και ο Έντουαρντ Πάλμερ Τόμσον, απορρίπτοντας το άκαμπτο δόγμα μιας απόλυτης εσωτερικής δομής που καθορίζει όλους τους ιστορικούς παράγοντες, εφάρμοσαν με δημιουργικό τρόπο τις μαρξιστικές ιδέες για να διαμορφώσουν εκείνο το είδος της ιστορίας που παράγεται «εκ των κάτω»[15].

Η μελέτη του ρόλου των γυναικών στην ανάπτυξη των κοινωνιών, αναπτύχθηκε από το γυναικείο κίνημα της δεκαετίας του 1960, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί αυτό που σήμερα αποκαλείται ιστορία του φύλου. Η πολιτική ιστορία με τη σειρά της αναπτύχθηκε υπό μία νέα οπτική γωνία, χάρη στο έργο του Άλαν Τζον Πέρσιβαλ Τέιλορ (A. J. P. Taylor) ή του Τζέφρεϊ Έλτον (Sir Geoffrey Elton), οι οποίοι έδωσαν έμφαση στην ατομική δράση και την ιστοριογραφική σημασία του αναπάντεχου.

Annales[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο τέλος του 19ου αιώνα όμως ξεκίνησε μια διαφορετική στροφή στην ιστοριογραφία. Πολλοί από τους ιστορικούς της εποχής, ακόμα και στην ίδια τη Γερμανία αμφισβήτησαν και άσκησαν κριτική στο έργο των θετικιστών. Οι νέοι επιστήμονες της ιστορίας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ιστορία δεν μπορεί να είναι μόνο οι πολιτικές και διπλωματικές υποθέσεις. Είχε φτάσει η ώρα που η Ιστορία ως επιστήμη θα έπρεπε να εντρυφήσει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή των ανθρώπων. Η απλή συλλογή των γεγονότων όπως γινόταν μέχρι τότε δεν ικανοποιούσε τους ιστορικούς. Ένας μάλιστα απ΄ αυτούς, ο Α. Μπερ, διατύπωσε τη σκέψη ότι: «μια απλή συλλογή και καταγραφή των γεγονότων δεν είχε μεγαλύτερη αξία από μια συλλογή γραμματοσήμων». Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα 1920, στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου συναντώνται οι ιστορικοί Λ. Φεβρ και Μ. Μπλοχ και ιδρύουν το περιοδικό Annales d’ Histoire Economique et Sociale (Χρονικά Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας) το 1929. Σκοπός των ιδρυτών ήταν να αναβαθμίσουν τη συνεργασία της επιστήμης της ιστορίας με άλλες επιστήμες, όπως η γεωγραφία και η κοινωνιολογία. Τη συνεργασία αυτή μεταξύ των επιστημών τη θεωρούσαν αναγκαία, προκειμένου η ιστορία να φτάσει σε σφαιρικά και ολοκληρωμένα αποτελέσματα. Η έκδοση του περιοδικού θα μεταφερθεί στο Παρίσι, όπου και θα ενταχθεί στους συνεργάτες του η καταλυτική μορφή του Φερνάν Μπρωντέλ (Fernand Braundel 1902-1985). Αν και, όπως είπαμε παραπάνω, τα Annales στράφηκαν κατά των θετικιστών, εν τούτοις δε διατύπωσαν καμία θεωρία για την ιστοριογραφία. Κεντρικό μέλημα των ιστορικών που ανήκουν στο κίνημα αυτό, ήταν η πραγματοποίηση σύνθετων μελετών που περιλαμβάνουν όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική. Το κίνημα των Annales πέρασε από διάφορες φάσεις, χρονικές κυρίως, επηρεάστηκε επίσης από προσωπικότητες της ιστορικής επιστήμης που είτε υπήρξαν ιδρυτικά του μέλη είτε συνεργάστηκαν σε μεταγενέστερους χρόνους. Ένα από τα ιδρυτικά του μέλη, που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του ήταν ο Μαρκ Μπλοχ (1886-1944). Ο Μπλοχ στα έργα του επικεντρώθηκε κυρίως στους απλούς ανθρώπους της εποχής που εξέταζε. Θεωρούσε ότι ο ιστορικός πρέπει να έχει γνώσεις και άλλων επιστημών όπως γεωγραφίας, γλωσσολογίας κ.α. Ενώ χρησιμοποιούσε την αρχαιολογία, ειδικά για την ελληνορωμαϊκή περίοδο όπου οι γραπτές πηγές ήταν περιορισμένες. Τέλος ο Μπλοχ έλεγε ότι «η κατανόηση του παρελθόντος ξεκινάει από το παρόν και η κατανόηση του παρόντος να γίνεται με το φως του παρελθόντος». Η επόμενη, και ίσως η μεγαλύτερη, μορφή των Annales ήταν ο Φερνάν Μπρωντέλ (1902-1985). Ο Μπρωντέλ με το έργο του Η Μεσόγειος την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας εισαγάγει στην ιστορία τη σημασία της γεωγραφία, της δημογραφίας, της περιβαντολλογίας και της οικονομίας. Περιγράφει την περιοχή της Μεσογείου, που φαινομενικά διατηρείται η ίδια από την εποχή της αρχαιότητας, αποδεικνύοντας τις κλιματικές, κοινωνικές, δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί δια μέσου των αιώνων. Ο Μπρωντέλ περνά επιφανειακά τα διάφορα πολιτικά ή στρατιωτικά γεγονότα π.χ τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, δίνοντας περισσότερο βάση στα αποτελέσματα που αυτά παρήγαγαν. Οι ιστορικοί που επηρεάστηκαν από το Annales υποστηρίζουν ότι δεν αποτελούν σχολή της ιστοριογραφίας και ότι στις τάξεις βρίσκονται ιστορικοί από όλες τις τάσεις. Η πραγματικότητα είναι όμως ότι επηρέασαν καταλυτικά την έρευνα και τη συγγραφή της ιστορίας.[16] Οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι μετά τους Annales μπήκαν και αυτοί στο κάδρο της ιστορικής μελέτης.[13]

Παραπομπές και σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Historiography». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2009. 
  2. historiography. (2009). στην Encyclopædia Britannica. Ανάκτηση 25 Ιουλίου, 2009, από Encyclopædia Britannica Online: http://www.britannica.com/EBchecked/topic/267436/historiography
  3. Jaume Aurell «Autobiographical Texts as Historiographical Sources:Rereading Fernand Braudel and Annie Kriegel».
  4. Lorenz Chris 1999, «Comparative Historiography: Problems and Perspectives», History and Theory, Vol. 38, No. 1 (Feb.), 25-39.
  5. Jarzom Mark 1991, «The Crisis of Interdisciplinary Historiography», Journal of Architectural Education, Vol. 44, No. 3 (May), 150-155.
  6. Nicholas Rescher 1994, 135-151.
  7. Tucker Aviezer 2001, «The Future of the Philosophy of Historiography», History and Theory, Vol. 40, No. 1 (Feb.), 37-56.
  8. Βλ. επίσης Bruce I.A.F. 1970, «Theopompus and Classical Greek Historiography», History and Theory, Vol. 9, No 1, 86-109.
  9. Βλ. Συνοπτική ανάλυση στη βιβλιοπαρουσίαση του Al-Azmeh Aziz 2003, Ibn Khaldun: An Essay in Reinterpretation, Central European University Press, Budapest[νεκρός σύνδεσμος].
  10. "historiography" A Dictionary of World History. Oxford University Press, 2000. Ανάκτηση 25 Ιουλίου 2009 <http://www.oxfordreference.com/views/ENTRY.html?subview=Main&entry=t48.e1701>
  11. "Niebuhr, Barthold Georg", The Oxford Companion to English Literature. Ed. Margaret Drabble. Oxford University Press, 2000. Ανάκτηση 26 Ιουλίου 2009, <http://www.oxfordreference.com/views/ENTRY.html?subview=Main&entry=t113.e5438>
  12. Βλ. «online έκδοση των MGH». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2009. 
  13. 13,0 13,1 Αρώνη-Τσίχλη, Καίτη (2008), Ιστορικές σχολές και μέθοδοι. Εισαγωγή στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία.
  14. Γκέορκ Ίγκερς, Η Ιστοριογραφία στον 20ό Αιώνα, 4η έκδοση, Νεφέλη, 2006, σσ. 73-90.
  15. "historiography", A Dictionary of World History. Oxford University Press, 2000. Ανάκτηση 26 Ιουλίου 2009 <http://www.oxfordreference.com/views/ENTRY.html?subview=Main&entry=t48.e1701>
  16. Μπέλσης, Κωνσταντίνος (2016). «Η ιστοριογραφία ως διακύβευμα και ως κοινωνικό πρόταγμα». Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες. Πανεπιστήμιο Πάτρας. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2019. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αρώνη-Τσίχλη, Καίτη (2008), Ιστορικές σχολές και μέθοδοι. Εισαγωγή στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.
  • Bruce, I.A.F. (1970), «Theopompus and Classical Greek Historiography», History and Theory, Vol. 9, No. 1, pp. 86-109.
  • Jarzombek, Mark (1991), «The Crisis of Interdisciplinary Historiography», Journal of Architectural Education, Vol. 44, No. 3 (May), pp. 150-155.
  • Lorenz, Chris (1999), «Comparative Historiography: Problems and Perspectives», History and Theory, Vol. 38, No. 1 (Feb.), pp. 25-39.
  • Rescher, Nicholas (1994), A System of Pragmatic Idealism, Volume III: Metaphilosophical Inquiries, Princeton University Press, Princeton.
  • Tucker, Aviezer (2001), «The Future of the Philosophy of Historiography», History and Theory, Vol. 40, No. 1 (Feb.), pp. 37-56.

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Aurell, Jaume (2015), «Rethinking historical genres in the twenty-first century», Rethinking History: The Journal of Theory and Practice, Vol. 19, No. 2, pp. 145-157.
  • Βόγλη, Ελπίδα Κ. (2015), Τι πρέπει να γνωρίζει ο ιστορικός για την επιστήμη και το επάγγελμά του;, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα.
  • Iggers, Georg G. (2006), Η Ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα. Από την επιστημονική αντικειμενικότητα στην πρόκληση του μεταμοντερνισμού, μτφρ. Παρασκευάς Ματάλας, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα (4η έκδοση).