Χάζαροι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χαγανάτο των Χαζάρων
Hazar Kağanlığı
650969
Τοποθεσία
Το Χαγανάτο των Χαζάρων, 650-850 μ.Χ.
Πρωτεύουσα Μπαλαντζάρ (650-720)
Σαμαντάρ (720-750)
Ατίλ (750-969)
Γλώσσες Χαζαρική
Θρησκεία Βουδισμός
Ιουδαϊσμός[1]
Χριστιανισμός
Ισλάμ
Παγανισμός
Συγκρητισμός[2]
Πολίτευμα Χαγανάτο
Ιστορική εποχή Μεσαίωνας
 -  Ίδρυση 650
 -  Διάλυση 969
Πληθυσμός
 -  7ος αιώνας[3] εκτ. 1.400.000 
Η θέση του Χαζαρικού Χαγανάτου (κυανό) το 10ο αιώνα, λίγο πριν την κατάλυσή του. Οι περιοχές του Καυκάσου δεν ήταν οργανικά ενταγμένες, ήταν όμως φόρου υποτελείς στο Ατίλ.

Οι Χάζαροι ή Χαζάροι (περσικά: خزر‎, αζέρικα: Xəzərlər, ουκρανικά: Хоза́ри, Khozáry, ρωσικά: Хаза́ры, Khazáry)[4] ήταν ένας ημινομαδικός τουρκικός λαός με μία ομοσπονδία από φυλές που μιλούσαν τουρκικές γλώσσες που στα τέλη του 6ου αιώνα εδραίωσαν μία μεγάλη εμπορική αυτοκρατορία[5] , ευρισκόμενοι πάνω σε μία από τις σημαντικότερες εμπορικές αρτηρίες μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και Νοτιοδυτικής Ασίας.[6] Επρόκειτο για την ισχυρότερη πολιτεία που αναδύθηκε από τη διάλυση του Δυτικού Τουρκικού Χαγανάτου. Η Χαζαρία κυριάρχησε στο δυτικό τμήμα του Δρόμου του Μεταξιού και έπαιξε βασικό εμπορικό ρόλο ως σταυροδρόμι μεταξύ Κίνας, Μέσης Ανατολής και Ευρωπαϊκής Ρωσίας. Επί τρεις περίπου αιώνες (650-965) οι Χάζαροι κυριαρχούσαν στη μεγάλη περιοχή που εκτείνεται από τις στέπες του Βόλγα και του Ντον, μέχρι την ανατολική Κριμαία και το βόρειο Καύκασο.[7][8] Έπαψαν να υπάρχουν γύρω στον 11ο - 12ο αιώνα. Βρίσκονταν συγκεντρωμένοι δυτικά και βόρεια της Κασπίας Θάλασσας, κυρίως στο βόρειο Καύκασο και την ευρασιατική στέπα. Πέραν της αδιαμφισβήτητης τουρκικής καταγωγής τους, η ακριβής προέλευσή τους δεν είναι ακόμα εξακριβωμένη. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, προήλθαν από την ανάμειξη κάποιων τουρκομογγολικών φύλων με απομεινάρια των Ούννων και τοπικά φύλα της ΒΔ Κασπίας. Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία τουρκική ρίζα «qaz-» (καζ), που σημαίνει «περιπλανώμαι».

Η Χαζαρία λειτούργησε επί μακρόν ως ουδέτερο κράτος μεταξύ αφενός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αφετέρου τόσο των νομάδων των βόρειων στεπών, όσο και της Αυτοκρατορίας των Ομεϋαδών, αφού λειτούργησε πρωτύτερα ως εντολοδόχος του Βυζαντίου κατά της περσικής Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών. Η συμμαχία διαλύθηκε γύρω στα 900 μ.Χ., καθώς οι Βυζαντινοί άρχισαν να ενθαρρύνουν τους Αλανούς να επιτεθούν στη Χαζαρία και να αδυνατίσουν τις θέσεις της στην Κριμαία και τον Καύκασο, επιδιώκοντας να πετύχουν συμμαχία με την ανερχόμενη δύναμη των Ρως στα βόρεια της Χαζαρίας, που φιλοδοξούσε να τους προσηλυτίσει στο Χριστιανισμό. Μεταξύ 965 και 969 ο ηγεμόνας των Ρως του Κιέβου Σβιατοσλάβος Α΄ κατέλαβε την πρωτεύουσα Ατίλ και κατέλυσε το κράτος των Χαζάρων.

Το χαγανάτο των Χαζάρων ήταν πολύγλωσσο και πολυεθνικό. Το μητρικό τους θρήσκευμα ήταν ο Τενγκρισμός όπως και των Βόρειων Καυκάσιων Ούννων και άλλων τουρκικών φυλών.[9] Το πολυεθνικό ευρύ κοινό του χαγανάτου φαίνεται πως ήταν ένα μωσαϊκό παγανιστών, τενγκριστών, ιουδαϊστών, χριστιανών και μουσουλμάνων.[9] Ωστόσο, ίσως η κυβερνώσα αριστοκρατία μεταστράφηκε στον Ιουδαϊσμό περί τον 8ο αιώνα για ασαφή αίτια. Μια σύγχρονη θεωρία, ότι ο πυρήνας των Ασκεναζιτών Εβραίων προέκυψε από μια υποθετική διασπορά Χαζάρων Εβραίων, αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από ορισμένους μελετητές και ερευνητές, αλλά υποστηρίζεται από άλλους.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον Γκιούλα Νέμεθ (Ούγγρος γλωσσολόγος και τουρκολόγος, μέλος της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών), σε συνέχεια των απόψεων του Ζόλταν Γκόμπος (Ούγγρος γλωσσολόγος), η λέξη Χάζαροι προέρχεται από ένα υποθετικό «Κασάρ», που αντιστοιχεί σε μια τουρκική ρίζα «καζ» («περιπλανώμαι»), υποθετική παραλλαγή του κοινού τουρκικού «κεζ». Με την έκδοση αποσπασμάτων των επιγραφών Τες και Τέρκινς της αυτοκρατορίας των Ουιγούρων (744-840), όπου απαντάται ο τύπος «Κασάρ» - αν και παραμένει αβέβαιο αν αυτός αντιπροσωπεύει προσωπικό ή φυλετικό όνομα - σταδιακά εμφανίσθηκαν άλλες υποθέσεις. Κατά τον Λουί Μπαζέν (Γάλλος ασιατολόγος) προέρχεται από το τουρκικό «κας» (τυραννώ, καταπιέζω, τρομοκρατώ), στη βάση της φωνητικής ομοιότητας με το φυλετικό όνομα των Ουιγούρων, Κασάρ. Ο Άντρας Ρόνα Τας (Ούγγρος ιστορικός και γλωσσολόγος) το συνδέει με το «Κέσαρ», τη μεταγραφή στα Μεσαιωνικά Περσικά του ρωμαϊκού τίτλου Καίσαρ.

Ο Ν.Μ. Ντάνλοπ (Βρετανός ασιατολόγος) προσπάθησε να συνδέσει τον κινεζικό όρο για τους «Χαζάρους» με ένα από τα φυλετικά ονόματα των Ουιγούρων Τοκούζ Ογούζ, συγκεκριμένα το «Γκεσά». Υπάρχουν οι αντιρρήσεις ότι το «Γκεσά (κινεζικά) /Κασάρ (τουρκικά)» των Ουιγούρων δεν ήταν φυλετικό όνομα αλλά μάλλον το επώνυμο του αρχηγού της φυλής Σικάρι (στη σογδιανή γλώσσα) των Τοκούζ Ογούζ, και ότι στα Μεσαιωνικά Κινεζικά το εθνώνυμο «Χάζαροι», πάντα προλεγόμενο με τη λέξη Τουγιουέ, που σημαίνει «Τούρκος» (Τουγιουέ Κεσά μπου: 突厥可薩部; Τουγιουέ Χεσά: 突厥曷薩), μεταγράφεται με διαφορετικούς χαρακτήρες από εκείνους που χρησιμοποιούνται για ν΄ αποδώσουν το «κα» στη λέξη των Ουιγούρων «Κασάρ». Μετά τον προσηλυτισμό τους έχει αναφερθεί ότι υιοθέτησαν την εβραϊκή γραφή και είναι πολύ πιθανό ότι, αν και μιλούσαν μια τουρκική γλώσσα, οι κυβερνητικοί των Χαζάρων υπό τον Ιουδαϊσμό αλληλογραφούσαν στα Εβραϊκά.

Φυλετική προέλευση και αρχαία ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι φυλές που θα αποτελούσαν την αυτοκρατορία των Χαζάρων δεν ήταν μια εθνική ένωση, αλλά ένα άθροισμα νομάδων της στέπας και λαών κατόπιν υποτελών τους, που στηρίζονταν σε μια κεντρική τουρκική ηγεσία. Ήδη, πολλές τουρκικές ομάδες, όπως οι ογουρικοί λαοί, μεταξύ αυτών οι Σαράγουροι, Ογούροι, Ονόγουροι και Πρωτοβούλγαροι, που αποτελούσαν πρωτύτερα τμήμα της συνομοσπονδίας των Τιέλε, έχοντας αρκετά νωρίς εκδιωχθεί δυτικά από τις πατρίδες τους από τους Σαβίρους (τουρκικό λαό), που με τη σειρά τους εκδιώχθηκαν από τους Ασιάτες Αβάρους, άρχισαν να ξεχύνονται στην περιοχή Βόλγα-Κασπίας-Πόντου ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ., και αναφέρονται από τον Πρίσκο να κατοικούν στις στέπες της Δυτικής Ευρασίας από το 463. Εμφανίζονται δε να προήλθαν από τη Μογγολία και τη Νότια Σιβηρία, στον απόηχο της διάλυσης των νομαδικών κοινοτήτων των Ούννων/Σιονγκ-νου. Μια ποικίλλουσα ομοσπονδία φυλών υπό την ηγεσία των Τούρκων αυτών, η οποία πιθανόν περιελάμβανε μια σύνθεση ιρανικών, πρωτομογγολικών, ουραλικών και παλαιοσιβηρικών πατριών, συνέτριψε το Χαγανάτο των Ρουράν των ηγεμονικών Αβάρων της κεντρικής Ασίας το 552 και μετακινήθηκε προς τα δυτικά, συμπαρασύροντας άλλους νομάδες της στέπας, καθώς και λαούς από τη Σογδιανή.

Η κυβερνώσα οικογένεια αυτής της συνομοσπονδίας πιθανόν να προερχόταν από τη φυλή Ασίνα των δυτικών τουρκικών φυλών, αν και ο Κονσταντίν Ζούκερμαν (Γαλλοεβραίος ιστορικός) αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τους Ασίνα και τον κεντρικό τους ρόλο στη διαμόρφωση των Χαζάρων. Ο Πήτερ Γκόλντεν (Αμερικανός ιστορικός) σημειώνει ότι κινεζικές και αραβικές αναφορές είναι σχεδόν ταυτόσημες, ενισχύοντας τη συγγένειά τους και συμπεραίνει ότι ηγεμόνας τους ίσως να ήταν ο Γιπισεκούι, που έχασε την εξουσία ή σκοτώθηκε γύρω στα 651. Μετακινούμενη προς τα δυτικά η συνομοσπονδία έφτασε στη χώρα των Ακατζίρων, που ήταν σημαντικοί σύμμαχοι του Βυζαντίου, πολεμώντας το στρατό του Αττίλα.

Άνοδος του κράτους των Χαζάρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα εμβρυακό κράτος της Χαζαρίας άρχισε να σχηματίζεται λίγο μετά το 630 μ.Χ., προκύπτοντας μετά την κατάρρευση του μεγαλύτερου χαγανάτου των Γκιοκτούρκων. Οι στρατιές των Γκιοκτούρκων είχαν περάσει το Βόλγα το 549, εκδιώκοντας τους Αβάρους (ή αυτούς που είχαν οικειοποιηθεί το όνομα των Αβάρων, τους "Ψευδοαβάρους"), που αναγκάστηκαν τότε να διαφύγουν στο καταφύγιο της πεδιάδας της Παννονίας. Η φυλή Ασίνα, που το φυλετικό της όνομα ήταν «Τουρκ» («οι δυνατοί»), εμφανίσθηκε σύμφωνα με κινεζικά χρονικά στη σκηνή το 552, όταν ως ηγέτιδα φυλή της συνομοσπονδίας νομαδικών τουρκικών φύλων με την ονομασία Τουρούκ (Κινεζικά: Τουτζιουέ, μεταγραφή στα Ελληνικά: Τούρκοι), ανέτρεψε τους Ρουράν και ίδρυσε το Χαγανάτο των Γκιοκτούρκων (Gök= γαλάζιος, ουράνιος, θεϊκός στα Τουρκικά). Το 568 αυτοί οι Γκιοκτούρκοι επεδίωξαν μια συμμαχία με το Βυζάντιο για να επιτεθούν στην Περσία. Μερικές δεκαετίες αργότερα ξέσπασε ένας εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους αρχαιότερους Γκιοκτούρκους και το νεότερο Δυτικό Τουρκικό Χαγανάτο τους, όταν μετά το θάνατο του χαγάνου Τασπάρ, μια διαφωνία για τη διαδοχή οδήγησε σε δυναστική κρίση μεταξύ του επιλεγμένου από τον Τασπάρ διαδόχου του, του χαγάνου Άπα, και του ηγεμόνα που είχε εκλεγεί από το ανώτερο φυλετικό συμβούλιο "Ασίνα Σέτου", του χαγάνου Ισμπάρα.

Τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα, ο γιαμπγκού (=αντιβασιλέας, υπεύθυνος για το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας) των Ασίνα, Τονγκ, κατόρθωσε να παγιώσει το δυτικό κράτος, αλλά μετά το θάνατό του, αφού παρείχε πρώτα αποφασιστική στρατιωτική βοήθεια στο Βυζάντιο για την καταδίωξη του στρατού των Σασσανιδών στην περσική ενδοχώρα, το Δυτικό Τουρκικό Χαγανάτο διαλύθηκε υπό την πίεση των επιτιθέμενων στρατιών της κινέζικης δυναστείας Τανγκ, και διασπάσθηκε σε δύο ανταγωνιστικές ομοσπονδίες, που καθεμιά αποτελείτο από πέντε φυλές, συλλογικά γνωστές ως τα «Δέκα Βέλη» («Ον Οκ»), που για λίγο αμφισβήτησαν την ηγεμονία των Τανγκ στο ανατολικό Τουρκεστάν (σημερινό Ουζμπεκιστάν και τμήματα γειτονικών χωρών). Στο μεταξύ δύο νέα νομαδικά κράτη γεννήθηκαν δυτικότερα, η συνομοσπονδία της Παλαιάς Μεγάλης Βουλγαρίας, υπό τον Κουμπράτ, ηγέτη της φυλής Ντουολού, και η συνομοσπονδία Νουσίμπι, που αποτελείτο επίσης από πέντε φυλές. Οι Πρωτοβούλγαροι προσέβαλαν τους Αβάρους στην περιοχή του ποταμού Κουμπάν - Θάλασσας του Αζόφ. Το Χαζαρικό Χαγανάτο εδραιώθηκε ακόμα δυτικότερα, κατά τα φαινόμενα υπό μία δυναστεία των Ασίνα. Μετά από μια συντριπτική νίκη επί των φυλών το 657, σχεδιασμένη από τον Κινέζο στρατηγό Σου Ντινγκφάνγκ, η κινέζικη επικυριαρχία επιβλήθηκε στην Ανατολή μετά από μια τελική εκκαθαριστική επιχείρηση το 659, αλλά οι δύο ομοσπονδίες Βουλγάρων και Χαζάρων πολέμησαν για την κυριαρχία στις δυτικές στέπες, και με την επικράτηση των τελευταίων, οι πρώτοι είτε υπέκυψαν στην κυριαρχία των Χαζάρων, είτε, υπό τον Ασπαρούχ, γιο του Κουρμπάτ, μετακινήθηκαν ακόμη δυτικότερα περνώντας το Δούναβη, για να θέσουν τα θεμέλια της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια (679).

Έτσι το Χαγανάτο των Χαζάρων σχηματίσθηκε από τα ερείπια της νομαδικής αυτοκρατορίας των Γκιοτούρκων, που διαλύθηκε υπό την πίεση των στρατιών της κινεζικής δυναστείας Τανγκ στα ανατολικά, κάπου μεταξύ 630 - 650. Μετά την κατάκτηση της περιοχής του Κάτω Βόλγα στην Ανατολή και μιας έκτασης προς τα δυτικά μεταξύ Δούναβη και Δνείπερου, και την υποταγή της ένωσης Ονογούρων - Πρωτοβουλγάρων, κάπου γύρω στα 670, εμφανίζεται ένα σωστά οργανωμένο Χαζαρικό Χαγανάτο, γινόμενο το δυτικότερο διάδοχο κράτος του Χαγανάτου των Γκιοκτούρκων μετά τη διάλυση του τελευταίου. Σύμφωνα με τον Ομέλιαν Πρίτσακ (Ουκρανός ιστορικός) η γλώσσα της ομοσπονδίας Ονογούρων - Πρωτοβουλγάρων έμελλε να γίνει η lingua franca της Χαζαρίας, καθώς αυτή εξελίχθηκε σε αυτό που ο Λεβ Γκουμιλιόφ (Σοβιετικός ιστορικός, εθνολόγος και ανθρωπολόγος) ονόμασε μία «Ατλαντίδα της στέπας». Το υψηλό κύρος που αυτή η αυτοκρατορία απέκτησε στο βορρά πιστοποιείται από τη «Φαρσνάμα» (Βιβλίο της Φαρς, γράφτηκε το 1100) του Ιμπν αλ Μπάλχι, που αναφέρει ότι ο σάχης των Σασσανιδών Χοσρόης Α΄ Ανουσιρβάν θεωρούσε τρεις θρόνους σε ίση μοίρα με το δικό του, της Κίνας, του Βυζαντίου, και των Χαζάρων. Αν και αναχρονιστικός τοποθετώντας τους Χαζάρους στην περίοδο αυτή, ο μύθος θέτοντας τον Χάζαρο χαγάνο σε θρόνο ίσου κύρους με τους αυτοκράτορες των άλλων δύο υπερδυνάμεων, μαρτυρά τη φήμη που είχαν αποκτήσει οι Χάζαροι από την αρχαία εποχή.

Το κράτος των Χαζάρων: πολιτισμός και θεσμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασιλική Δυαρχία και ιερό Χαγανάτο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Χαζαρία ανέπτυξε δύο αξιοσημείωτους θεσμούς: τη δυαδική βασιλεία, χαρακτηριστικό τουρκικό νομαδικό θεσμό, αποτελούμενη από έναν «σαντ/μπεκ» και έναν «χαγάνο», και ένα ιερό χαγανάτο. Σε αραβικές πηγές ο κατώτερος βασιλιάς ονομαζόταν «ίσα» και ο ανώτερος «Χάζαρ χαγάν», με τον πρώτο να διαχειρίζεται τόσο τις κρατικές και κοινωνικές υποθέσεις, όσο και τη διοίκηση του στρατού, ενώ ο ρόλος του ανώτερου βασιλιά ήταν πρωτίστως ιερός, λιγότερο ασχολούμενου με τις καθημερινές υποθέσεις. Επιλεγόταν από το χαζαρικό οίκο των ευγενών σε μια ιεροτελεστία στραγγαλισμού, όπου ο υποψήφιος σχεδόν στραγγαλίζεται μέχρι να δηλώσει τον αριθμό των ετών που επιθυμούσε να βασιλεύσει, μετά την παρέλευση των οποίων εκτελείτο. Ο αντιβασιλέας μπορούσε να παρουσιαστεί στον απομονωμένο ανώτερό του χαγάνο μόνο με εξαιρετικό τελετουργικό, πλησιάζοντας με γυμνά πόδια, γονατίζοντας στη σκόνη και κατόπιν ανάβοντας ένα κομμάτι ξύλου σαν καθαρτήριο πυρ, και περιμένοντας ταπεινά και ήρεμα να προσκληθεί. Ιδιαίτερα περίτεχνα τελετουργικά συνόδευαν τη βασιλική ταφή. Κάποια εποχή οι ταξιδιώτες έπρεπε να αφιππεύσουν, να υποκλιθούν προ του τάφου του ηγεμόνα και κατόπιν να φύγουν με τα πόδια. Στη συνέχεια ο τόπος ταφής του αποκρυβόταν από τη θέα των ανθρώπων με μια ανακτορική κατασκευή («Παράδεισος»), που κατασκευαζόταν και κατόπιν κρυβόταν κάτω από νερά εκτροπής ποταμού, για να αποτραπεί η ενόχληση από κακά πνεύματα και επόμενες γενιές. Τέτοιες βασιλικές ταφές είναι χαρακτηριστικές λαών της Έσω Ασίας. Τόσο ο ίσα όσο και ο χαγάν προσηλυτίστηκαν στον Ιουδαϊσμό κάποτε τον 8ο αιώνα, ενώ οι υπόλοιποι, σύμφωνα με τον Πέρση περιηγητή Άχμαντ ιμπν Ρουστάχ (10ος αι.), πιθανότατα ακολουθούσαν την παλαιά τουρκική θρησκεία.

Η κυβερνώσα ελίτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελίτ, όπως εκείνη αργότερα των Τσιγκισιδών της Χρυσής Ορδής, ήταν μια σχετικά μικρή ομάδα που διέφερε εθνοτικά και γλωσσικά από τους υποτελείς της λαούς, που πιστεύεται ότι ήταν οι Αλανοί και ογουρικές τουρκικές φυλές, που πλειοψηφούσαν μέσα στη Χαζαρία. Οι Χάζαροι χαγάνοι, ενώ έπαιρναν συζύγους και παλλακίδες από τους υποτελείς λαούς, προστατεύονταν από ένα σώμα φρουρών από τη Χωρεσμία, ονόματι Αρσίγια. Αλλά σε αντίθεση με πολλά άλλα γειτονικά κράτη, προσλάμβαναν στρατιώτες (μισθοφόρους). Στην ακμή της αυτοκρατορίας τους διέθεταν μια συγκεντρωτική φορολογική διοίκηση με ένα μόνιμο στρατό κάπου 7.000-12.000 ανδρών, που εν ανάγκη μπορούσε να διπλασιαστεί η τριπλασιαστεί, στρατολογώντας εφέδρους από τους ακολούθους των ευγενών τους. Άλλα στοιχεία για το διαρκή μόνιμο στρατό δείχνουν ότι αριθμούσε μέχρι εκατό χιλιάδες. Έλεγχαν και αποσπούσαν φόρους από 25-30 διαφορετικά έθνη και φυλές, που κατοικούσαν τα απέραντα εδάφη ανάμεσα στον Καύκασο, τη Λίμνη Αράλη, τα Ουράλια Όρη και τις ουκρανικές στέπες. Οι χαζαρικές στρατιές υπό τον χαγάνο Μπεκ διοικούνταν από υφισταμένους του αξιωματικούς, γνωστούς ως «ταρκάν». Όταν ο Μπεκ απέστελλε ένα εκστρατευτικό σώμα, δεν έπρεπε να υποχωρήσουν υπό οιεσδήποτε συνθήκες. Αν είχαν ηττηθεί, όποιος επέστρεφε εκτελείτο.

Οι οικισμοί κυβερνώνταν από διοικητικά στελέχη, γνωστά ως «τουντούν». Σε μερικές περιπτώσεις, όπως οι βυζαντινές αποικίες στη νότια Κριμαία, ένας «τουντούν» διοριζόταν για μια πόλη που βρισκόταν κατ' όνομα στη σφαίρα επιρροής άλλου κράτους. Άλλοι αξιωματούχοι στην κυβέρνηση των Χαζάρων ήταν οι αναφερόμενοι από τον Ιμπν Φαλντάν (Άραβας περιηγητής του 10ου αιώνα) ως «γιαβισίγκρ» και «κουντούρ», αλλά οι αρμοδιότητές τους είναι άγνωστες.

Ο λαός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχει εκτιμηθεί ότι 25 έως 28 διαφορετικές εθνικές ομάδες αποτελούσαν τον πληθυσμό του Χαζαρικού Χαγανάτου, πέρα από την εθνική ελίτ. Η κυβερνώσα ελίτ φαίνεται ότι συνίστατο από εννέα φυλές, και οι ίδιες εθνικά ετερογενείς, απλωμένες ίσως σε εννέα επαρχίες ή πριγκηπάτα, που καθένα τους αντιστοιχούσε σε μια φυλή. Με όρους κάστας ή τάξης κάποια στοιχεία δείχνουν ότι υπήρχε μια διάκριση, ασαφές αν ήταν φυλετική ή κοινωνική, ανάμεσα στους «Λευκούς Χαζάρους» (Ακ-Χαζάρ) και «Μαύρους Χαζάρους» (Καρά-Χαζάρ). Ο μουσουλμάνος γεωγράφος του 10ου αιώνα Αλ-Ιστακρί υποστήριζε ότι οι Λευκοί Χάζαροι ήταν εξαιρετικά όμορφοι, με κοκκινωπά μαλλιά, λευκό δέρμα και μπλε μάτια, ενώ οι Μαύροι Χάζαροι ήταν μαυριδεροί, αγγίζοντας τα όρια του μαύρου, σαν να ήταν «ένα είδος Ινδών». Πολλά τουρκικά έθνη είχαν παρόμοια (πολιτική, όχι φυλετική) διαίρεση μεταξύ μιας «λευκής» κυβερνώσας πολεμικής κάστας και μιας «μαύρης» τάξης κοινών πολιτών. Η επικρατούσα άποψη μεταξύ των μελετητών είναι ότι ο Ιστακρί μπερδεύτηκε από τα ονόματα που δίνονταν στις δύο ομάδες. Εντούτοις οι Χάζαροι περιγράφονται γενικά από τις πρώτες αραβικές πηγές ότι είχαν λευκή επιδερμίδα, μπλε μάτια και κοκκινωπά μαλλιά. To ίδιο το όνομα της εικαζόμενης ιδρυτικής φυλής τους, Ασίνα, ίσως φανερώνει ετυμολογία δηλωτική σκούρου χρώματος. Η διάκριση φαίνεται να επέζησε της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας των Χαζάρων. Μεταγενέστερα ρωσικά χρονικά, σχολιάζοντας το ρόλο των Χαζάρων στη δημιουργία της Ουγγαρίας, αναφέρονται σε αυτούς ως «Λευκούς Ογούρους» και στους Μαγυάρους (Ούγγρους) ως «Μαύρους Ογούρους».

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εισαγωγή και εξαγωγή ξένων εμπορευμάτων και τα εισοδήματα που προέρχονταν από τη φορολόγηση της διέλευσής τους ήταν βασικό γνώρισμα της οικονομίας των Χαζάρων, αν και λέγεται ότι παρήγαν επίσης προϊόντα από κύστες ψαριών. Ξεχωρίζοντας ανάμεσα στα νομαδικά κράτη της στέπας, το Χαζαρικό Χαγανάτο ανέπτυξε μια αυτάρκη εγχώρια οικονομία, συνδυασμό παραδοσιακής κτηνοτροφίας - που επέτρεπε την εξαγωγή προβάτων και βοοειδών -, εκτεταμένης γεωργίας, άφθονης χρήσης των αλιευτικών αποθεμάτων του Βόλγα, μαζί με βιοτεχνία, με διαφοροποίηση σε επικερδείς αποδόσεις από τη φορολόγηση του διεθνούς εμπορίου, δεδομένου του καίριου ελέγχου τους των κύριων εμπορικών δρόμων. Οι Χάζαροι αποτελούσαν τον ένα από τους δύο βασικούς προμηθευτές σκλάβων στη μουσουλμανική αγορά (ο άλλος ήταν οι Ιρανοί Σαμανίδες εμίρηδες), εφοδιάζοντάς τη με αιχμαλωτισμένους Σλάβους και ιθαγενείς της Βόρειας Ευρασίας. Τα κέρδη από αυτό τους έδιναν τη δυνατότητα να διατηρούν μόνιμο στρατό μουσουλμάνων στρατιωτών από τη Χωρεσμία. Η πρωτεύουσα Ατίλ αντανακλούσε τη διαίρεση: στη δυτική όχθη το Χαραζάν, όπου ζούσε ο βασιλιάς και η χαζαρική ελίτ του, με μια ακολουθία 4.000 περίπου ανδρών, και στα ανατολικά το κυρίως Ατίλ, κατοικούμενο από Εβραίους, χριστιανούς, μουσουλμάνους, ειδωλολάτρες και σκλάβους, και από τεχνίτες και ξένους εμπόρους. Η κυβερνώσα ελίτ περνούσε το χειμώνα στην πόλη, αλλά από την άνοιξη έως τα τέλη του φθινοπώρου στους αγρούς της στα προάστια. Μια μεγάλη περιοχή πρασίνου, αρδευόμενη από κανάλια από τον ποταμό Βόλγα, βρισκόταν έξω από την πρωτεύουσα, όπου λιβάδια και αμπελώνες εκτείνονταν σε περίπου 20 «φαρσάκ» (περίπου 100 χιλιόμετρα). Επιβάλλονταν δε τελωνειακοί δασμοί στους εμπόρους και φόροι και δεκάτη αποσπούνταν από 25-30 φυλές, με εισφορά ενός δερμάτινου ζεμπιλιού (μεγάλος σάκος με ανοιχτό στόμιο και δύο λαβές, για πρόχειρες μεταφορές οικοδομικών υλικών κτλ.), ξιφών, ντιρχάμ (το επίσημο νόμισμα) ανά νοικοκυριό ή με εισφορά υνιών, ή κεριών, μελιού ή ζωικού κεφαλαίου, ανάλογα με την περιοχή. Οι εμπορικές διαφορές επιλύονταν από ένα δικαστήριο εμπορικών διαφορών στο Ατίλ, αποτελούμενο από 7 δικαστές, δύο για τους κατοίκους κάθε μονοθεϊστικής θρησκείας (Εβραίους, μουσουλμάνους, χριστιανούς), και έναν για τους ειδωλολάτρες.

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο προσδιορισμός της καταγωγής και της φύσης των Χαζάρων συνδέεται στενά με τις θεωρίες για τις τουρκικές γλώσσες, αλλά είναι ιδιαίτερα δύσκολο ζήτημα, καθώς δεν έχουν διασωθεί ιθαγενείς καταγραφές στη Χαζάρικη γλώσσα και το ίδιο το κράτος ήταν πολύγλωσσο και πολυεθνικό. Ενώ η βασιλική ή κυβερνώσα ελίτ πιθανότατα μιλούσε μια διάλεκτο της Κοινής Τουρκικής (Σαζ Τουρκική), οι υποτελείς φυλές μιλούσαν διαλέκτους του Ογουρικού κλάδου των Τουρκικών γλωσσών, όπως η Ογουρική, μια γλώσσα που ανήκει στο ίδιο παρακλάδι γλωσσών με την Πρωτοβουλγαρική, την Τσουβασική και την Ουννική (η τελευταία βάσει του ισχυρισμού του Πέρση ιστορικού Αλ-Ιστακρί ότι η Χαζάρικη γλώσσα ήταν διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη γνωστή γλώσσα). Μία μέθοδος για την ανίχνευση της προέλευσής τους είναι η ανάλυση των πιθανών ετυμολογιών πίσω από το ίδιο το εθνώνυμο των Χαζάρων.

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τενγκρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν υπάρχουν πολλές άμεσες πηγές για τη θρησκεία των Χαζάρων, αλλά πιθανότατα εξασκούσαν μια παραδοσιακή τουρκική μορφή λατρευτικών πρακτικών, γνωστές ως Τενγκρισμό, που εστίαζαν στον θεό του ουρανού, Τένγκρι. Η φύση της μπορεί εν μέρει να συναχθεί από ότι γνωρίζουμε για τις τελετουργίες και πεποιθήσεις συγγενικών φυλών, όπως οι Ούννοι του Βορείου Καυκάσου. Σ' αυτή την ανώτερη θεότητα γίνονταν θυσίες αλόγων. Οι τελετές περιελάμβαναν προσφορές στη φωτιά, στο νερό και στη σελήνη, περίεργα όντα και στους «θεούς του δρόμου» (στα Παλαιοτουρκικά «γιολ τενγκρί», ίσως θεός της τύχης). Φυλαχτά του ήλιου ήταν διαδεδομένα σαν λατρευτικά στολίδια. Υπήρχε επίσης ένα λατρευτικό δένδρο. Οτιδήποτε χτυπιόταν από κεραυνό, άνθρωπος ή αντικείμενο, εθεωρείτο θυσία στον ανώτερο θεό του ουρανού. Η μετά θάνατον ζωή, κρίνοντας από τις ανασκαφές αριστοκρατικών τύμβων, πιστευόταν ως συνέχεια της επίγειας ζωής, έτσι οι πολεμιστές θάβονταν με τα όπλα, τα άλογά τους και μερικές φορές συνοδεία ανθρωποθυσιών: στην κηδεία ενός «τουντούν» το 711-712, 300 στρατιώτες θυσιάστηκαν για να τον συνοδέψουν στον άλλο κόσμο. Έχει διαπιστωθεί λατρεία των προγόνων. Η βασική θρησκευτική μορφή φαίνεται να ήταν ένα σαμανιστικό «καμ», και ήταν αυτά («κοζμίμ») που εκδιώχθηκαν, σύμφωνα με τις ιστορίες του ιουδαϊκού προσηλυτισμού των Χαζάρων.

Πολλές πηγές δείχνουν, και σημαντικός αριθμός ερευνητών έχει συμφωνήσει, ότι η χαρισματική φυλή Ασίνα έπαιξε βασικό ρόλο στο πρώιμο χαζαρικό κράτος, αν και ο Ζούκερμαν απορρίπτει την ευρέως δεκτή άποψη για τον καίριο ρόλο τους ως μυθεύματα. Οι Ασίνα συνδέονταν στενά με τη λατρεία του Τένγκρι, της οποίας οι πρακτικές περιελάμβαναν τελετές για να εξασφαλίσει μια φυλή την προστατευτική πρόνοια του θεού. Ο χαγάνος θεωρείτο ότι κυβερνούσε με τη δύναμη του «κουτ» (ουράνια εντολή/καλοτυχία να κυβερνά).

Ιουδαϊσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο προσηλυτισμός των Χαζάρων στον Ιουδαϊσμό αναφέρεται κατά κύριο λόγο από εξωτερικές πηγές καθώς και στη Χαζαρική Αλληλογραφία, συλλογή εβραϊκών εγγράφων, των οποίων η αυθεντικότητα επί μακρόν αμφισβητείτο, αλλά τώρα είναι ευρέως αποδεκτά μεταξύ των ειδικών, ως αντικατοπτρίζοντα εσωτερικές χαζαρικές παραδόσεις. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες αφετέρου για τον προσηλυτισμό παραμένουν αόριστες, πράγμα που ίσως οφείλεται είτε στις ελλιπείς ανασκαφές είτε στο ότι το στρώμα των πραγματικών πιστών ήταν μικρό. Ο προσηλυτισμός φυλών της στέπας ή της περιφέρειάς της σε μια παγκόσμια θρησκεία είναι φαινόμενο αρκετά βεβαιωμένο, και ο προσηλυτισμός των Χαζάρων στον Ιουδαϊσμό, αν και ασυνήθης, δεν ήταν μοναδικός. Στα νότια των Χαζάρων τόσο το Ισλάμ όσο και ο βυζαντινός Χριστιανισμός προσηλύτιζαν μεγάλες δυνάμεις. Οι βυζαντινές επιτυχίες στο βορρά ήταν σποραδικές, αν και ιεραποστολές της Αρμενίας και της (καυκασιανής) Αλβανίας (σημερινό Αζερμπαϊτζάν) από το Ντερμπέντ, έχτιζαν εντατικά εκκλησίες στις παραθαλάσσιες περιοχές του Νταγκεστάν, τότε χαζαρική περιοχή, ο δε Βουδισμός είχε επίσης ασκήσει έλξη στους ηγέτες τόσο του Ανατολικού (552-742), όσο και του Δυτικού Χαγανάτου (552-659), από τα οποία το δεύτερο ήταν πρόγονος του κράτους των Χαζάρων.

Το 682, σύμφωνα με το Αρμένικο Χρονικό του Μόβσες Ντασκουράντζι, ο βασιλιάς της Καυκασιανής Αλβανίας, Βαράζ Τρντατ, απέστειλε έναν επίσκοπο ονόματι Ισραγιέλ να προσηλυτίσει τους Καυκασιανούς «Ούννους», που ήταν υποτελείς στους Χαζάρους, και κατόρθωσε να κάνει τον Αλπ Ιλουτουέρ, γαμπρό του Χαζάρου χαγάνου, και το στρατό του, να εγκαταλείψουν τις σαμανιστικές λατρείες τους και να ενταχθούν στο Χριστιανισμό. Ο Άραβας Γεωργιανός μάρτυρας Άγιος Άμπο, που προσηλυτίσθηκε στο Χριστιανισμό εντός του χαζαρικού βασιλείου γύρω στα 779-780, περιγράφει τους τοπικούς Χαζάρους ως άθρησκους. Ορισμένες αναφορές καταγράφουν χριστιανική πλειοψηφία στο Σαμαντάρ (πόλη της Χαζαρίας στη δυτική ακτή της Κασπίας) ή μουσουλμανικές πλειοψηφίες σε διάφορες περιοχές της Χαζαρίας. Επίσης είναι γνωστό ότι Εβραίοι τόσο από τον ισλαμικό κόσμο όσο και από το Βυζάντιο είχαν μεταναστεύσει στη Χαζαρία σε περιόδους διωγμών επί Ηρακλείου, Ιουστινιανού Β´, Λέοντος Γ΄ και Ρωμανού Λεκαπηνού. Το σχήμα είναι εκείνο του προσηλυτισμού μιας ελίτ, που την ακολούθησε σε μεγάλη κλίμακα υιοθέτηση της νέας θρησκείας από το γενικό πληθυσμό, που συχνά αντιστεκόταν στην επιβολή της. Σημαντική προϋπόθεση για το μαζικό προσηλυτισμό ήταν ένα πάγιο αστικό κράτος, όπου εκκλησίες, συναγωγές ή τζαμιά παρείχαν μια θρησκευτική εστία, σε αντίθεση με τον ελεύθερο νομαδικό τρόπο ζωής στις ανοιχτές στέπες. Μια παράδοση των Ιρανών ορεσίβιων Εβραίων (ή Εβραίων του Καυκάσου) ισχυρίζεται ότι οι πρόγονοί τους ήταν υπεύθυνοι για τον προσηλυτισμό των Χαζάρων.

Τόσο ο χρόνος του προσηλυτισμού όσο και η έκταση της επιρροής του πέρα από την ελίτ, που συχνά υποτιμάται από τους λόγιους, είναι αντικείμενο διαφωνίας, αλλά κάποια στιγμή μεταξύ 740 και 920 οι Χάζαροι βασιλιάδες και ευγενείς φαίνεται να είχαν προσηλυτιστεί στον Ιουδαϊσμό, ίσως εν μέρει, υποστηρίζεται, για να αποκρούσουν τις ανταγωνιστικές πιέσεις από Άραβες και Βυζαντινούς να δεχθούν το Ισλάμ ή την Ορθοδοξία. Ο Κριστιάν του Σταβελό στο «Expositio in Matthaeum Evangelistam» (Ερμηνεία του Ευαγγελίου του Ματθαίου, περίπου 860-880) αναφέρεται σε αυτούς ως απογόνους των δαιμόνων Γκογκ και Μαγκόγκ, που είχαν κάνει περιτομή και τηρούσαν όλους τους νόμους του Ιουδαϊσμού. Νέα νομισματικά ευρήματα από κέρματα χρονολογούμενα το 837/838 που φέρουν τις επιγραφές «αρντ αλ-χαζάρ» (Χώρα των Χαζάρων) ή «Μούσα Ρασούλ Αλάχ» (Μωυσής ο Απεσταλμένος του Θεού, σε απομίμηση της ισλαμικής φράσης σε νόμισμα: «Μουχάμμαντ Ρασούλ Αλλάχ», δηλ. Μωάμεθ ο Απεσταλμένος του Θεού), υποδηλώνει για πολλούς ότι ο προσηλυτισμός έλαβε χώρα αυτή τη δεκαετία. Ο Όλσον υποστηρίζει ότι η μαρτυρία του 837/838 σημαίνει μόνο την αρχή ενός μακρόχρονου και δύσκολου εξιουδαϊσμού, που ολοκληρώθηκε μερικές δεκαετίες αργότερα. Άλλη άποψη δέχεται ότι το 10ο αιώνα, ενώ η βασιλική φυλή αποδέχθηκε επίσημα τον Ιουδαϊσμό, μια ακανόνιστη διαδικασία εξισλαμισμού έλαβε χώρα στην πλειοψηφία των Χαζάρων.

Το 10ο αιώνα η επιστολή του χαγάνου των Χαζάρων Ιωσήφ υποστηρίζει ότι μετά το βασιλικό προσηλυτισμό «ο Ισραήλ επέστρεψε (γιασουβού γισραέλ) με το λαό της Χαζαρίας (στον Ιουδαϊσμό) σε πλήρη μετάνοια (μπιτεσουβάχ σελεμάχ)». Ο Πέρσης ιστορικός Ιμπν αλ-Φακίχ έγραψε ότι «όλοι οι Χάζαροι είναι Ιουδαϊστές, αλλά έχουν εξιουδαϊσθεί πρόσφατα». Ο Άχμαντ ιμπν Φαλντάν (Άραβας περιηγητής) βασιζόμενος στην αποστολή του εκ μέρους του χαλίφη της Βαγδάτης στους Πρωτοβούλγαρους του Βόλγα, ανέφερε επίσης ότι «ο πυρήνας του κράτους, οι Χάζαροι, ήταν «εξιουδαϊσμένοι», όπως υπογραμμίζεται από τον Καραΐτη Εβραίο μελετητή Γιακούμπ Κιρκισανί (Γιακούμπ ο Κιρκάσιος) γύρω στα 937. Ο προσηλυτισμός φαίνεται να είχε συμβεί σε ένα περιβάλλον προστριβών, που απέρρεαν από την εντατικοποίηση της βυζαντινής ιεραποστολικής δραστηριότητας από την Κριμαία μέχρι τον Καύκασο, και τις αραβικές προσπάθειες να αποσπάσουν τον έλεγχο του δεύτερου τον 8ο αιώνα, και μια επανάσταση των Καβάρων (Πρωτοβουλγαρική φυλή της Χαζαρίας) που καταπνίγηκε γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα. Οι σύγχρονοι μελετητές βλέπουν γενικά τον προσηλυτισμό ως μια αργή διαδικασία τριών σταδίων, που συμφωνεί με το μοντέλο του Ρίτσαρντ Ήτον της συγκριτικής «ένταξης», της σταδιακής «αναγνώρισης» και τελικά της «εκτόπισης» της παλαιότερης παράδοσης.

Μεταξύ 954 και 961 ο Ισπανοεβραίος Χασντάι ιμπν Σαπρούτ έστειλε μια διερευνητική επιστολή στον ηγεμόνα της Χαζαρίας και έλαβε μια απάντηση από τον χαγάνο Ιωσήφ. Η ανταλλαγή αυτής της λεγόμενης Χαζαρικής Αλληλογραφίας, μαζί με την Επιστολή Σέχτερ, που ανακαλύφθηκε στην αποθήκη της εβραϊκής Συναγωγής Μπεν Εζρά (ή Συναγωγής Γκενίζα) του Καΐρου, και τους περίφημους πλατωνίζοντες διαλόγους του Ισπανοεβραίου Γιεχουντά Χαλεβί, «Σεφέρ χα Κουζάρι» («Ο Χάζαρος»), που ευλόγως βασίστηκε σε αυτές τις πηγές, μας παρέχουν τη μόνη άμεση μαρτυρία των εγχώριων παραδόσεων που αφορούν τον προσηλυτισμό. Αναφέρεται ως παράδοση ότι ο Χάζαρος χαγάνος Μπουλάν εξεδίωξε τους μάγους και δέχθηκε επισκέψεις αγγέλων που τον προέτρεψαν να βρει την αληθινή θρησκεία, μετά τις οποίες, συνοδευόμενος από τον βεζίρη του, ταξίδεψε σε μια ακτή κοντά στα ερημικά όρη της περιοχής Βαρσάν, όπου βρήκε τυχαία ένα σπήλαιο, όπου οι Εβραίοι συνήθιζαν να εορτάζουν το Σάββατο. Εκεί υπέστη περιτομή. Λέγεται τότε ότι ο Μπουλάν συγκάλεσε ένα βασιλικό διάλογο μεταξύ των υποστηρικτών των τριών αβρααμικών θρησκειών. Αποφάσισε να προσηλυτισθεί όταν πείστηκε για την ανωτερότητα του Ιουδαϊσμού. Πολλοί μελετητές τοποθετούν αυτό γύρω στα 740, χρονολογία υποστηριζόμενη και από την περιγραφή του ίδιου του Χαλεβί. Οι λεπτομέρειες είναι τόσο εβραϊκές όσο και τουρκικές. Ένας τουρκικός εθνογενετικός μύθος μιλάει για ένα προγονικό σπήλαιο, στο οποίο έγινε η σύλληψη των Ασίνα από το ζευγάρωμα του ανθρώπινου προγόνου τους και μιας λύκαινας. Αυτές οι περιγραφές δείχνουν ότι υπήρχε ένας ορθολογικοποιημένος συγκρητισμός των ιθαγενών ειδωλολατρικών παραδόσεων με τον εβραϊκό νόμο, μέσω της ιδέας του σπηλαίου, χώρου προγονικών τελετουργικών και αποθετηρίου ξεχασμένων ιερών κειμένων, τουρκικών μύθων περί καταγωγής και εβραϊκών αντιλήψεων λύτρωσης του πεπτωκότος λαού του Ισραήλ. Είναι γενικά αποδεκτό ότι υιοθέτησαν το Ραβινικό και όχι τον Καραϊτικό Ιουδαϊσμό.

Ο Ιμπν Φαλντάν αναφέρει ότι η επίλυση των διαφορών στη Χαζαρία εκδικαζόταν από δικαστές, προερχόμενους ο καθένας από την κοινότητά του, χριστιανική, εβραϊκή, μουσουλμανική ή ειδωλολατρική. Μερικά στοιχεία δείχνουν ότι ο Χάζαρος βασιλιάς έβλεπε τον εαυτό του ως υπερασπιστή των Εβραίων ακόμη και πέρα από τα σύνορα του βασιλείου, προβαίνοντας σε αντίποινα κατά των μουσουλμανικών και χριστιανικών συμφερόντων στην Κριμαία μετά τους ισλαμικούς και βυζαντινούς διωγμούς των Εβραίων στο εξωτερικό. Ο Ιμπν Φαλντάν αφηγείται συγκεκριμένα ένα επεισόδιο όπου ο βασιλιάς της Χαζαρίας γκρέμισε το μιναρέ ενός τζαμιού στο Ατίλ, ως εκδίκηση για την καταστροφή μιας συναγωγής στο Νταρ αλ-Μπαμπουνάι, και φέρεται να είπε ότι θα έκανε χειρότερα αν δεν φοβόταν ότι οι μουσουλμάνοι με τη σειρά τους θα τα ανταπέδιδαν κατά των Εβραίων. Ο Χασντάι ιμπν Σαπρούτ αναζήτησε πληροφορίες σχετικά με τη Χαζαρία, ελπίζοντας να ανακαλύψει ένα μέρος στη γη όπου το βασανισμένο Ισραήλ θα μπορούσε να αυτοκυβερνηθεί, και έγραψε ότι αν αποδεικνυόταν αλήθεια ότι η Χαζαρία είχε έναν τέτοιο βασιλιά, δεν θα δίσταζε να εγκαταλείψει το υψηλό του αξίωμα και την οικογένειά του και να μεταναστεύσει εκεί.

Ο Αβραάμ Χαρκαβί (Ρωσοεβραίος ιστορικός) σημείωνε το 1877 ότι ένα σχόλιο στον Ησαΐα 48:14, αποδιδόμενο στον (ραβίνο) Σααντιά Γκαόν ή στον Καραΐτη μελετητή Βενιαμίν Ναχαβαντί ερμήνευε τη φράση «Ο Κύριος τον είχε αγαπήσει» ως αναφορά «στους Χαζάρους, που θα πάνε να καταστρέψουν τη Βαβέλ (δηλ. τη Βαβυλωνία), όνομα που χρησιμοποιείτο για να ορίζει τη χώρα των Αράβων. Αυτό έχει εκληφθεί ως ένδειξη των ελπίδων των Περσών Εβραίων ότι οι Χάζαροι θα μπορούσαν να ανατρέψουν το χαλιφάτο.

Το 965, καθώς το χαγανάτο αγωνιζόταν κατά της νικηφόρας εκστρατείας του πρίγκηπα των Ρως Σβιατοσλάβου Α΄, ο μουσουλμάνος ιστορικός Ιμπν αλ-Αθίρ αναφέρει ότι όταν η Χαζαρία δέχθηκε επίθεση από τους Ογούζους Τούρκους, ζήτησε βοήθεια από τη Χωρεσμία, αλλά η έκκλησή της απορρίφθηκε γιατί θεωρούνταν «άπιστοι» («αλ-κουφάρ», δηλ. ειδωλολάτρες). Λέγεται ότι οι Χάζαροι, εκτός από τον χαγάνο, προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ για να εξασφαλίσουν τη συμμαχία της Χωρεσμίας, με τη στρατιωτική βοήθεια της οποίας οι Ογούζοι Τούρκοι τελικώς αναχαιτίσθηκαν. Αυτό ήταν, σύμφωνα με τον Ιμπν αλ-Αθίρ, που έκανε και τον ιουδαϊστή βασιλιά των Χαζάρων να ασπασθεί κατόπιν το Ισλάμ.

Χάζαροι και Βυζάντιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χαζαρικό Χαγανάτο και γύρω κράτη, 820, περιοχή άμεσου ελέγχου των Χαζάρων με σκούρο μπλε χρώμα, σφαίρα επιρροής τους με μωβ

Η βυζαντινή διπλωματική πολιτική προς τους λαούς της στέπας συνίστατο γενικά στην ενθάρρυνσή τους να πολεμούν μεταξύ τους. Οι Πετσενέγοι παρείχαν τον 9ο αιώνα σημαντική βοήθεια στους Βυζαντινούς με τακτικά οικονομικά ανταλλάγματα. Το Βυζάντιο επεδίωξε επίσης συμμαχίες με τους Γκιοκτούρκους εναντίον κοινών εχθρών: στις αρχές του 7ου αιώνα μια τέτοια συμμαχία επιτεύχθηκε με τους Δυτικούς Τούρκους κατά των Περσών Σασσανιδών στο Βυζαντινοπερσικό Πόλεμο του 602-628. Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τη Χαζαρία «Τουρκία» και από τον 9ο αιώνα αναφέρονται στους Χαζάρους ως «Τούρκους». Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 626 (από Αβάρους, Σλάβους και Πέρσες) ο Ηράκλειος ζήτησε βοήθεια, μέσω απεσταλμένων και τελικά προσωπικώς, από ένα Γκιοκτούρκο ηγέτη του Δυτικού Τουρκικού Χαγανάτου, τον χαγάνο Τονγκ Γιαγκμπού, δελεάζοντάς τον με δώρα και την υπόσχεση γάμου με την κόρη του Επιφανεία. Ο Τονγκ Γιαγκμπού ανταποκρίθηκε στέλνοντας μια μεγάλη δύναμη να λεηλατήσει την Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, σημειώνοντας την αρχή του τρίτου πολέμου Περσών και Γκιοκτούρκων. Μία συντονισμένη επιχείρηση Βυζαντινών και Γκιοκτούρκων παραβίασε το πέρασμα με την ονομασία «Πύλες της Κασπίας» και λεηλάτησε το Ντερμπέντ (στο Νταγκεστάν) το 627. Κατόπιν πολιόρκησαν μαζί την Τιφλίδα, όπου οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν ρυμουλκούμενους καταπέλτες για να παραβιάσουν τα τείχη, από τους πρώτους που χρησιμοποιήθηκαν από αυτούς. Μετά την εκστρατεία αναφέρεται, με κάποια ίσως υπερβολή, ότι ο Τονγκ Γιαγκμπού άφησε πίσω του 40.000 στρατό με τον Ηράκλειο. Η Περσία των Σασσανιδών δεν συνήλθε ποτέ από την καταστροφική ήττα από αυτή την εισβολή.

Από τη στιγμή που εμφανίσθηκαν οι Χάζαροι, οι Βυζαντινοί άρχισαν επίσης να σχηματίζουν με αυτούς συμμαχίες, δυναστικές και στρατιωτικές. Το 695 ο τελευταίος αυτοκράτορας της δυναστείας του Ηρακλείου, Ιουστινιανός Β´, ο επονομαζόμενος ρινότμητος, αφού ακρωτηριάσθηκε και εκθρονίστηκε, εξορίσθηκε στη Χερσώνα της Κριμαίας, όπου διοικούσε ένας Χάζαρος κυβερνήτης με το αξίωμα του τουντούν (η Χερσώνα ήταν υπό την επικυριαρχία των Βυζαντινών αλλά με Χάζαρο κυβερνήτη). Διέφυγε στο χαζαρικό έδαφος το 704 ή 705 και του δόθηκε άσυλο από τον χαγάνο Μπουσίρ Γκλαβάν (Ἰβουζήρος Γλιαβάνος), που του έδωσε την αδελφή του σε γάμο, αποδεχόμενος ίσως πρόταση του Ιουστινιανού, που μπορεί να σκέφτηκε ότι ένας δυναστικός γάμος θα σφράγιζε με συγγένεια μια ισχυρή χαζαρική στήριξη στις προσπάθειές του να ανακτήσει το θρόνο. Στη συνέχεια η Χαζάρα σύζυγος άλλαξε το όνομά της σε Θεοδώρα. Ο Βυζαντινός σφετεριστής Τιβέριος Γ΄ δωροδόκησε τον Μπουσίρ για να δολοφονήσει τον Ιουστινιανό. Προειδοποιημένος από τη Θεοδώρα ο Ιουστινιανός διέφυγε, δολοφονώντας δύο Χαζάρους αξιωματούχους. Κατέφυγε στη Βουλγαρία, της οποίας ο χαγάνος Τερβέλ τον βοήθησε να ανακτήσει το βυζαντινό θρόνο. Μετά την παλινόρθωσή του, και παρά την προδοσία του Μπουσίρ κατά την εξορία του, έστειλε να φέρουν τη Θεοδώρα. Ο Μπουσίρ συμμορφώθηκε και εκείνη στέφθηκε Αυγούστα.

Μετά από δεκαετίες ο Λέων Γ΄ (βασίλεψε 717-741) έκανε μια παρόμοια συμμαχία, για να συντονίσουν τη στρατηγική τους εναντίον ενός κοινού εχθρού, των μουσουλμάνων Αράβων. Έστειλε πρεσβεία στον Χάζαρο χαγάνο Μπιχάρ και πάντρεψε τον γιο του, τον μέλλοντα Κωνσταντίνο Ε΄ (βασίλεψε 741-775), με την κόρη του Μπιχάρ, πριγκήπισσα που αναφέρεται ως Τζιτζάκ, το 732. Αφού προσηλυτίσθηκε στο Χριστιανισμό, πήρε το όνομα Ειρήνη. Ο Κωνσταντίνος και η Ειρήνη είχαν ένα γιο, τον μέλλοντα Λέοντα Δ΄ (775-780), που στη συνέχεια έφερε το προσωνύμιο «ο Χάζαρος». Ο Λέων πέθανε υπό μυστηριώδεις συνθήκες μετά τη γέννηση από την Αθηναία σύζυγό του, του γιου του, Κωνσταντίνου ΣΤ΄, που το μεγαλύτερο διάστημα συμβασίλεψε με τη χήρα μητέρα του. Αποδείχθηκε αντιδημοφιλής και ο θάνατός του τερμάτισε το δυναστικό δεσμό των Χαζάρων με το βυζαντινό θρόνο. Ήδη τον 8ο αιώνα οι Χάζαροι κυριαρχούσαν στην Κριμαία (650-950) και ακόμη επεξέτειναν την επιρροή τους στη βυζαντινή χερσόνησο της Χερσώνας, μέχρι που αποσπάστηκε ξανά το 10ο αιώνα. Οι Χάζαροι και οι Φεργκάνιοι μισθοφόροι (από την περιοχή Φεργκάνα) αποτελούσαν τμήμα της «Εταιρείας», αυτοκρατορικού βυζαντινού σώματος σωματοφυλακής, μετά τη δημιουργία της το 840, θέση που μπορούσε φανερά να αγοραστεί με 3 κιλά χρυσού.

Αραβοχαζαρικοί πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή του Καυκάσου, περί το 740 μ.Χ.

Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα οι Χάζαροι διεξήγαγαν μια σειρά πολέμων κατά του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών και του διαδόχου του των Αββασιδών. Ο Α΄ Αραβοχαζαρικός πόλεμος άρχισε κατά την πρώτη φάση της μουσουλμανικής επέκτασης. Το 640 οι μουσουλμανικές δυνάμεις είχαν φτάσει στην Αρμενία, και το 642 εξαπέλυσαν την πρώτη τους επιδρομή στον Καύκασο υπό τον Αμπντ αρ-Ραχμάν ιμπν Ραμπία. Το 652 οι αραβικές δυνάμεις προχώρησαν μέχρι την τότε χαζαρική πρωτεύουσα Μπαλαντζάρ, αλλά ηττήθηκαν και υπέστησαν βαριές απώλειες σύμφωνα με Άραβες ιστορικούς, όπως ο Αλ-Ταμπαρί. Και οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν καταπέλτες κατά των αντιπάλων τους. Κάποιες ρωσικές πηγές αναφέρουν το όνομα ενός Χάζαρου χαγάνου αυτής της περιόδου ως Ιρμπίς και τον περιγράφουν ως απόγονο του βασιλικού οίκου των Γκιοκτούρκων, των Ασίνα. Είναι συζητήσιμο αν ποτέ υπήρξε ο Ιρμπίς, όσο και αν μπορεί να ταυτίζεται με έναν από τους πολλούς Γκιοκτούρκους ηγέτες με το ίδιο όνομα.

Λόγω της έκρηξης του Α΄ Μουσουλμανικού Εμφυλίου Πολέμου και άλλων προτεραιοτήτων, οι Άραβες απέφυγαν να επαναλάβουν μια επίθεση κατά των Χαζάρων μέχρι τις αρχές του 8ου αιώνα. Οι Χάζαροι εξαπέλυσαν μερικές επιδρομές στα υπό μουσουλμανική κυριαρχία πριγκηπάτα της Υπερκαυκασίας, μεταξύ αυτών μια μεγάλης κλίμακας επιδρομή το 683-685 κατά το Β΄ Μουσουλμανικό Εμφύλιο Πόλεμο, που τους απέφερε πολλά λάφυρα και αιχμαλώτους. Υπάρχουν στοιχεία από την περιγραφή του Αλ-Ταμπαρί ότι οι Χάζαροι σχημάτισαν ένα ενιαίο μέτωπο με τα υπολείμματα των Γκιοκτούρκων στην Υπερωξιανή.

Ο Β΄ Αραβοχαζαρικός Πόλεμος άρχισε με μια σειρά επιδρομών στον Καύκασο στις αρχές του 8ου αιώνα. Οι Ομεϋάδες σκλήρυναν την καταπίεσή τους στην Αρμενία το 705, μετά την καταστολή μιας μεγάλης εξέγερσης. Το 713 ή 714 ο Ομεϋάδας στρατηγός Μασλαμά ιμπν Αμπντ αλ-Μάλικ κατέλαβε το Ντερμπέντ και εισέβαλε βαθύτερα στο χαζαρικό έδαφος. Ανταποδίδοντας οι Χάζαροι εξαπέλυσαν επιδρομές στην (Καυκασιανή) Αλβανία και το ιρανικό Αζερμπαϊτζάν, αλλά απωθήθηκαν από τους Άραβες υπό τον Χάσαν ιμπν αλ-Νούμαν. Η σύγκρουση κλιμακώθηκε το 722 με την εισβολή 30.000 Χαζάρων στην Αρμενία, όπου κατήγαγαν συντριπτική νίκη. Ο χαλίφης Γιαζίντ Β΄ απάντησε στέλνοντας στα βόρεια στρατό 25.000 Αράβων, απωθώντας τους Χαζάρους στον Καύκασο, ανακαταλαμβάνοντας το Ντερμπέντ και προελαύνοντας στο Μπαλαντζάρ. Οι Άραβες διέσπασαν την άμυνα των Χαζάρων και κατέλαβαν την πόλη, οι περισσότεροι κάτοικοί της σκοτώθηκαν ή έγιναν σκλάβοι, και λίγοι μόνο κατάφεραν να διαφύγουν προς τα βόρεια. Παρά την επιτυχία τους, οι Άραβες δεν είχαν ακόμη νικήσει ολοκληρωτικά το χαζαρικό στρατό και αποσύρθηκαν νότια του Καυκάσου.

Το 724 ο Άραβας στρατηγός Αλ-Τζαράχ ιμπν Αμπνταλλάχ αλ-Χακαμί κατήγαγε συντριπτική νίκη επί των Χαζάρων σε μια μακρά μάχη στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Κύρου και Αράξη, και κατόπιν προχώρησε να καταλάβει την Τιφλίδα, φέρνοντας την Καυκασιανή Ιβηρία υπό τη μουσουλμανική κυριαρχία. Οι Χάζαροι αντεπιτέθηκαν το 726 υπό έναν πρίγκηπα ονόματι Μπαρτζίκ, επιχειρώντας εκτεταμένη εισβολή στην Αλβανία του Καυκάσου και στο ιρανικό Αζερμπαϊτζάν. Το 729 οι Άραβες είχαν χάσει τον έλεγχο της βορειοανατολικής Υπερκαυκασίας και εξαναγκάστηκαν πάλι σε άμυνα. Το 730 ο Μπαρτζίκ εισέβαλε στο ιρανικό Αζερμπαϊτζάν και νίκησε τους Άραβες στο Αρνταμπίλ, σκοτώνοντας τον στρατηγό Αλ-Τζαράχ αλ-Χακαμί και καταλαμβάνοντας για λίγο την πόλη. Ο Μπαρτζίκ ηττήθηκε και σκοτώθηκε τον επόμενο χρόνο στη Μοσούλη, όπου κατηύθυνε χαζαρικές δυνάμεις από ένα θρόνο με το κομμένο κεφάλι του Αλ-Τζαράχ. Αραβικές στρατιές, πρώτα υπό τον πρίγκηπα Μασλαμά και στη συνέχεια τον Μαρουάν ιμπν-Μουχάμμαντ (αργότερα χαλίφη Μαρουάν Β΄) ξεχύθηκαν στον Καύκασο και το 737 νίκησαν ένα χαζαρικό στρατό υπό τον Χαζέρ Ταρκάν, καταλαμβάνοντας για λίγο το ίδιο το Ατίλ. Ο χαγάνος αναγκάσθηκε να δεχθεί όρους που περιελάμβαναν προσηλυτισμό στο Ισλάμ και να υπαχθεί στο χαλιφάτο, αλλά αυτά ήταν βραχύβια καθώς ένας συνδυασμός εσωτερικής αστάθειας των Ομεϋαδών και βυζαντινής υποστήριξης ανέτρεψε τη συμφωνία σε τρία χρόνια και οι Χάζαροι επανέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Ίσως η υιοθέτηση του Ιουδαϊσμού από τους Χαζάρους, που σύμφωνα με αυτή τη θεωρία πρέπει να είχε λάβει χώρα γύρω στα 740, έγινε στο πλαίσιο αυτής της ανάκτησης της ανεξαρτησίας.

Ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις των εκστρατειών του Μαρουάν ιμπν-Μουχάμμαντ, ο πόλεμος μεταξύ Αράβων και Χαζάρων έπαυσε για πάνω από δύο δεκαετίες, μετά το 737. Οι αραβικές επιδρομές συνεχίστηκαν μέχρι το 741 αλλά ο έλεγχός τους της περιοχής ήταν περιορισμένος, γιατί η διατήρηση μιας μεγάλης φρουράς στο Ντερμπέντ εξαντλούσε περισσότερο τον ήδη ταλαιπωρημένο στρατό. Γρήγορα ξέσπασε ο Γ΄ Μουσουλμανικός Εμφύλιος Πόλεμος, που κατέληξε στην Επανάσταση των Αββασιδών και την πτώση της δυναστείας των Ομεϋαδών το 750.

Το 758 ο Αββασίδης χαλίφης Αλ-Μανσούρ προσπάθησε να ενισχύσει τις διπλωματικές σχέσεις με τους Χαζάρους, επιβάλλοντας στον Γιαζίντ ιμπν Ουσαΐντ αλ-Σουλάμι, έναν από τους στρατηγούς του και στρατιωτικό διοικητή της Αρμενίας, να πάρει νύφη από το βασιλικό οίκο των Χαζάρων. Ο Γιαζίντ παντρεύτηκε μια κόρη του Χαζάρου χαγάνου Μπαγκατούρ, η οποία πέθανε αναπάντεχα, πιθανόν κατά τη γέννηση του παιδιού της. Οι ακόλουθοί της επέστρεψαν στην πατρίδα, πεπεισμένοι ότι κάποια αραβική φατρία την είχε δηλητηριάσει, και ο πατέρας της εξοργίστηκε. Ο Χάζαρος στρατηγός Ρας Ταρκάν εισέβαλε νότια του Καυκάσου το 762-764, καταστρέφοντας την Αλβανία, την Αρμενία και την Ιβηρία, ενώ κατέλαβε και την Τιφλίδα. Στη συνέχεια οι σχέσεις μεταξύ των Χαζάρων και των Αββασιδών έγιναν όλο και πιο εγκάρδιες, καθώς η εξωτερική πολιτική των τελευταίων ήταν λιγότερο επεκτατική από εκείνη των Ομεϋαδών και διερράγησαν μόνο από μια σειρά επιδρομών το 799, λόγω πάλι μιας αποτυχημένης γαμήλιας συμμαχίας.

Η άνοδος των Ρως και η κατάρρευση του κράτους των Χαζάρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εμπορικοί δρόμοι της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας, 8ος-11ος αιώνας μ.Χ.

Από τον 9ο αιώνα ομάδες Βαράγγων Ρως, αναπτύσσοντας ένα ισχυρό πολεμικό-εμπορικό σύστημα, άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα νότια στους υδάτινους δρόμους που ελέγχονταν από τους Χαζάρους και το προτεκτοράτο τους, τη Βουλγαρία του Βόλγα, εν μέρει σε αναζήτηση του αραβικού ασημιού που εισέρρεε προς βορράν από τις εμπορικές ζώνες των Χαζάρων και των Βουλγάρων του Βόλγα, και εν μέρει για να εμπορευθούν γούνες και προϊόντα από σίδηρο. Τα βόρεια εμπορικά πλοία που περνούσαν από το Ατίλ (η τελευταία πρωτεύουσα των Χαζάρων) φορολογούνταν με τη δεκάτη, περνώντας από τη βυζαντινή Χερσώνα. Η παρουσία τους πιθανόν να οδήγησε στη δημιουργία ενός κράτους των Ρως, πείθοντας τους Σλάβους, τους Μεριανούς (ιθαγενή φιννικό λαό της Ρωσίας) και τους Τσούντους (λαός φιννικής καταγωγής της Εσθονίας, Καρελίας και βορειοδυτικής Ρωσίας), για να προστατεύσουν τα κοινά τους συμφέροντα έναντι της ληστρικής φορολογίας των Χαζάρων. Συχνά υποστηρίζεται ότι είχε σχηματισθεί στα ανατολικά ένα Χαγανάτο των Ρως κατά το πρότυπο του χαζαρικού κράτους, και ότι ο Βάραγγος αρχηγός του συνασπισμού οικειοποιήθηκε τον τίτλο του «χαγάνου» ήδη από τη δεκαετία του 830. Ο τίτλος επέζησε υποδηλώνοντας τους πρίγκηπες των Ρως του Κιέβου, που η πρωτεύουσά τους, το Κίεβο, συχνά συνδέεται με χαζαρική εγκατάσταση. Η κατασκευή του φρουρίου Σαρκέλ την εποχή αυτή με την τεχνική βοήθεια του Βυζαντίου, συμμάχου της Χαζαρίας, μαζί με την κοπή αυτόνομου χαζαρικού νομίσματος γύρω στη δεκαετία του 830, πιθανόν να ήταν ένα αμυντικό μέτρο κατά των αναδυόμενων απειλών από τους Βαράγγους στο βορρά και τους Μαγυάρους στην ανατολική στέπα. Το 860 οι Ρως είχαν διεισδύσει μέχρι το Κίεβο και, μέσω του Δνείπερου, μέχρι την Κωνσταντινούπολη.

Η θέση του χαζαρικού φρουρίου στο Σαρκέλ στην περιφέρεια του Ροστόφ στη σημερινή Ρωσία, στην αριστερή όχθη του Κάτω Ντον, τη δεκαετία του 1930 (αεροφωτογραφία από ανασκαφές του Μιχαήλ Αρταμόνοφ

Συχνά οι συμμαχίες άλλαζαν. Το Βυζάντιο, όταν απειλείτο από τους Βαράγγους Ρως επιδρομείς, βοηθούσε τη Χαζαρία και κατά καιρούς η Χαζαρία επέτρεπε στους βόρειους να περνούν από τα εδάφη της με αντάλλαγμα μερίδιο από τα λάφυρα. Από τις αρχές του 10ου αιώνα οι Χάζαροι βρέθηκαν να πολεμούν σε πολλά μέτωπα, καθώς οι νομαδικές επιδρομές εντάθηκαν από εξεγέρσεις πρώην υποτακτικών και εισβολές από πρώην συμμάχους. Η χαζαρική ειρήνη εγκλωβίστηκε μεταξύ των Πετσενέγων της στέπας και της ενδυνάμωσης μιας αναδυόμενης δύναμης των Ρως στο βορρά, που υπονόμευαν την παραποτάμια αυτοκρατορία της Χαζαρίας. Σύμφωνα με την Επιστολή Σέχτερ ο Χάζαρος ηγέτης βασιλιάς Βενιαμίν, γύρω στα 880-890 έδωσε μια μάχη κατά των συμμαχικών δυνάμεων πέντε χωρών, των οποίων οι κινήσεις ίσως ενθαρρύνονταν από το Βυζάντιο. Αν και ο Βενιαμίν νίκησε, ο γιος του Ααρών Β΄ αντιμετώπισε νέα εισβολή, αυτή τη φορά από τους Αλανούς, των οποίων ο ηγέτης είχε προσηλυτισθεί στο Χριστιανισμό και συμμαχήσει με το Βυζάντιο, που υπό τον Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό τούς υποκινούσε κατά των Χαζάρων.

Από το 880 ο έλεγχος των Χαζάρων του Μέσου Δνείπερου από το Κίεβο, όπου συνέλεγαν φόρους από τις ανατολικές σλαβικές φυλές, άρχισε να φθίνει, καθώς ο Ολέγκ του Νόβγκοροντ απέσπασε τον έλεγχο της πόλης από τους Βαράγγους πολεμάρχους Άσκολντ και Ντιρ, και δρομολόγησε αυτό που θα αποδεικνυόταν η ίδρυση της αυτοκρατορίας των Ρως. Οι Χάζαροι είχαν αρχικά επιτρέψει στους Ρως να χρησιμοποιούν τη λεγόμενη Εμπορική Οδό του Βόλγα και να κάνουν επιδρομές προς τα νότια. Σύμφωνα με τον Αλ-Μασούντι ο χαγάνος λέγεται ότι έδωσε τη συγκατάθεσή του υπό την προϋπόθεση οι Ρως να του δώσουν τα μισά λάφυρα. Το 913 όμως, δύο χρόνια αφού το Βυζάντιο είχε συνάψει συνθήκη ειρήνης με τους Ρως (911), μια επιδρομή των Βαράγγων, με την ανοχή των Χαζάρων, σε αραβικά εδάφη, οδήγησε σε αίτημα της χωρεσμιακής ισλαμικής φρουράς προς το χαζαρικό θρόνο να προβεί σε αντίποινα κατά του κύριου όγκου των Ρως κατά την επιστροφή τους. Σκοπός ήταν να εκδικηθούν τις βιαιότητες που η λεηλασία των Ρως είχε επιφέρει στους ομοθρήσκους τους μουσουλμάνους. Η δύναμη των Ρως καταδιώχθηκε και εσφάγη. Οι Χάζαροι ηγέτες απέκλεισαν για τους Ρως το πέρασμα κατάντι του Βόλγα, πυροδοτώντας πόλεμο. Στις αρχές της δεκαετίας του 960 ο Χάζαρος ηγέτης Ιωσήφ έγραψε στον Χασντάι ιμπν Σαπρούτ για τη χειροτέρευση των σχέσεων των Χαζάρων με τους Ρως: «Προστατεύω την εκβολή του ποταμού (Ατίλ-Βόλγα) και εμποδίζω τους Ρως, που φτάνουν με τα πλοία τους, να επιτεθούν κατά των Ισμαηλιτών (Αράβων) και εξίσου όλους τους εχθρούς να επιτεθούν κατά του Μπαμπ (Ντερμπέντ)».

Ο Σβιατοσλάβος Α΄ του Κιέβου (στη βάρκα), καταστροφέας του Χαζαρικού Χαγανάτου

Οι πολέμαρχοι των Ρως ξεκίνησαν αρκετούς πολέμους κατά του Χαζαρικού Χαγανάτου και επέδραμαν μέχρι την Κασπία Θάλασσα. Η Επιστολή Σέχτερ αναφέρει την ιστορία μιας εκστρατείας κατά της Χαζαρίας από τον (πρόσφατα ταυτοποιημένο ως) Ολέγκ του Τσερνίγκοφ γύρω στο 941, κατά την οποία ο Ολέγκ νικήθηκε από τον Χάζαρο στρατηγό Πεσάκ. Η χαζαρική συμμαχία με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει στις αρχές του 10ου αιώνα. Βυζαντινές και χαζαρικές δυνάμεις ενδέχεται να συγκρούστηκαν στην Κριμαία, και μετά το 940 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος εικοτολογούσε στο «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» για τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να απομονώσει τους Χαζάρους και να τους επιτεθεί. Οι Βυζαντινοί την ίδια περίοδο άρχισαν να επιδιώκουν συμμαχίες με τους Πετσενέγους και τους Ρως, με διάφορους βαθμούς επιτυχίας. Ο Σβιατοσλάβος Α΄ κατόρθωσε τελικά να καταστρέψει την αυτοκρατορική εξουσία των Χαζάρων τη δεκαετία του 960 με μια κυκλωτική κίνηση που κυρίευσε τα χαζαρικά φρούρια Σαρκέλ και Ταματάρκα, έφτασε μέχρι τους καυκασιανούς Τσερκέζους και κατόπιν πίσω στο Κίεβο. Το Σαρκέλ έπεσε το 965 με την πρωτεύουσα Ατίλ να ακολουθεί το 968 ή 969.

Στα ρωσικά χρονικά η εξάλειψη των χαζαρικών παραδόσεων συνδέεται με τον προσηλυτισμό του Βλαδίμηρου Α΄ του Κιέβου. Σύμφωνα με το Πρώτο Χρονικό, το 986 οι Χάζαροι Εβραίοι παραβρέθηκαν στο διάλογο του Βλαδίμηρου για να αποφασίσει για τη μελλοντική θρησκεία των Ρως του Κιέβου. Δεν είναι σαφές αν αυτοί ήταν Εβραίοι που είχαν εγκατασταθεί στο Κίεβο ή απεσταλμένοι από κάποιο ιουδαϊκό χαζαρικό κράτος-υπόλειμμα. Ο προσηλυτισμός σε ένα από τα δόγματα των λαών της Αγίας Γραφής ήταν η προϋπόθεση για οποιαδήποτε συνθήκη ειρήνης με τους Άραβες, των οποίων Βούλγαροι πρέσβεις είχαν φτάσει στο Κίεβο μετά το 985.

Ένας επισκέπτης στο Ατίλ έγραφε, αμέσως μετά τη λεηλασία της πόλης, ότι οι αμπελώνες και οι κήποι της είχαν ισοπεδωθεί, ούτε ένα σταφύλι ή σταφίδα δεν υπήρχε στη γη, και δεν υπήρχε ούτε ελεημοσύνη για τους φτωχούς. Ίσως επιχειρήθηκε μια προσπάθεια ανοικοδόμησης, καθώς ο Ιμπν Χαουκάλ (μουσουλμάνος συγγραφέας, γεωγράφος και χρονικογράφος) και ο Αλ-Μουκαντάσι (Άραβας γεωγράφος) αναφέρονται σε αυτό μεταγενέστερα, αλλά την εποχή του Αλ-Μπιρούνι (Πέρσης-Χωρέσμιος λόγιος, 1048 μ.Χ.) κειτόταν σε ερείπια.

Μετά την κατάρρευση: επιρροή, παρακμή και διασπορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και ο Πόλιακ (Ρωσοεβραίος ιστορικός) υποστηρίζει ότι το Χαζαρικό Χαγανάτο δεν υπέκυψε πλήρως στην επίθεση του Σβιατοσλάβου Α΄, αλλά επέζησε μέχρι το 1224, όταν οι Μογγόλοι επιτέθηκαν στους Ρως, οι εκστρατείες Ρως-Ογούζων Τούρκων άφησαν τη Χαζαρία ερημωμένη, με πολλούς ίσως Χαζάρους να φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους στην καλύτερη περίπτωση ένα ήσσονος σημασίας κρατίδιο. Άφησε ελάχιστα ίχνη, εκτός από μερικά τοπωνύμια, και ο περισσότερος πληθυσμός του αφομοιώθηκε αναμφισβήτητα από διαδοχικούς εισβολείς. Ο Αλ-Μουκαντάσι, γράφοντας γύρω στα 985, αναφέρει τη Χαζαρία πέρα από την Κασπία Θάλασσα ως περιοχή «συμφοράς και εξαθλίωσης, με μέλι, πολλά πρόβατα και Εβραίους». Ο Κεδρηνός μνημονεύει από κοινού επίθεση Ρως-Βυζαντινών στη Χαζαρία, κατά την οποία νικήθηκε ο ηγέτης της, Γεώργιος Τζούλας (Τζούλας, oικογένεια στη βυζαντινή επικράτεια από το 650 μ.Χ. που ιδρύθηκε το χαγανάτο έως τη διάλυσή του το 969 μ.Χ.) με το στρατό του, όνομα που υποδηλώνει χριστιανικές πεποιθήσεις. Η περιγραφή ολοκληρώνεται λέγοντας ότι μετά την ήττα του Γεωργίου Τζούλα, ο Χάζαρος ηγέτης της Άνω Μηδίας, Σεναχερίμπ, αναγκάστηκε να κάνει έκκληση για ειρήνη και υποταγή. Το 1024 ο Μστισλάβ του Τσερνίγκοφ (γιος του Βλαδίμηρου Α΄ του Κιέβου) βάδισε κατά του αδερφού του Γιαροσλάβ, με στρατό που περιελάμβανε «Χαζάρους και Κασσόγους» (οι Κασσόγοι ήταν φυλή Κιρκασίων), σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει ένα είδος χαζαρικού τύπου κυριαρχίας στο Κίεβο. Η αναφορά του Ιμπν αλ-Αθίρ (Άραβας ή Κούρδος ιστορικός και βιογράφος) μιας «επιδρομής του Φαλντούν του Κούρδου κατά των Χαζάρων» το 1030, κατά την οποία 10.000 άνδρες του κατατροπώθηκαν από αυτούς, έχει εκληφθεί ως πληροφορία για κάποιο χαζαρικό κατάλοιπο, αλλά ο Μπάρτολντ (Ρώσος ιστορικός) ταυτίζει αυτόν τον Φαλντούν με τον Φαντλ ιμπν Μουχάμμαντ (Σαδαδίδη εμίρη), και τους «Χαζάρους» είτε με Γεωργιανούς είτε με Αμπχάζιους. Ένας πρίγκηπας του Κιέβου ονόματι Ολέγκ, εγγονός του Γιαροσλάβ, φέρεται να απήχθη από «Χαζάρους» το 1079 και να εστάλη στην Κωνσταντινούπολη, αν και οι περισσότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι αυτό είναι αναφορά στους Κιπτσάκους ή άλλους λαούς της στέπας, που τότε κυριαρχούσαν στην περιοχή του Πόντου. Μετά την κατάληψη του Τμουταρακάν (στον Πορθμό του Κερτς) μετά το 1080, ο Ολέγκ Σβιατοσλάβιτς, γιος ενός πρίγκηπα του Τσερνίγκοφ, αυτοανακηρύχθηκε «Άρχων της Χαζαρίας». Λέγεται ότι το 1083 ο Ολέγκ εκδικήθηκε ο ίδιος τους Χαζάρους, όταν ο αδερφός του Ρομάν σκοτώθηκε από τους συμμάχους τους Κουμάνους (αναφερόμενοι ως Πολόβτσι από τους Ρώσους). Μετά από μία ακόμη σύγκρουση με αυτούς τους Κουμάνους το 1106, οι Χάζαροι σβήνουν από την ιστορία.

Στα τέλη του 12ου αιώνα ο Πεταχιάχ του Ράτισμπον (Βοημός ραβίνος) ανέφερε ότι ταξίδευε σε αυτό που ονόμαζε «Χαζαρία» και περιέγραφε τους «μινίμ» (αιρετικούς) της να ζουν μέσα σε ερήμωση και διαρκές πένθος. Φαίνεται η αναφορά να είναι για τους Καραΐτες Εβραίους. Ο Φραγκισκανός ιεραπόστολος Ουίλιαμ του Ρούμπρουκ παρομοίως βρήκε στην περιοχή του κάτω Βόλγα, όπου κάποτε βρισκόταν το Ατίλ, μόνο άθλια βοσκοτόπια. Ο Τζιοβάνο ντι Πλάνο Καρπίνι, παπικός αντιπρόσωπος στην αυλή του Μογγόλου χαγάνου Γκουγιούκ εκείνη την εποχή, ανέφερε μια άλλη ακαθόριστη φυλή, τους Μπρουταχί, ίσως στην περιοχή του Βόλγα. Αν και γίνεται σύνδεση με τους Χαζάρους, αυτή βασίζεται μόνο στην κοινή αποδοχή του Ιουδαϊσμού.

Οι στέπες του Πόντου το 1015 (οι περιοχές με μπλε χρώμα βρίσκονταν πιθανώς ακόμη υπό χαζαρικό έλεγχο).

Το 10ο αιώνα ο ζωροάστρης Ντένκαρτ κατέγραψε την κατάρρευση της εξουσίας των Χαζάρων, αποδίδοντάς τη στις καταστροφικές συνέπειες της «εσφαλμένης» θρησκείας. Η παρακμή συνέπεσε με εκείνη που υπέστη η αυτοκρατορία των Σαμανιδών της Υπερωξιανής στα ανατολικά, γεγονότα που άνοιξαν το δρόμο για την άνοδο της Μεγάλης Αυτοκρατορίας των Σελτζούκων, των οποίων οι ιδρυτικές παραδόσεις συνδέονται με τους Χαζάρους. Οποιοσδήποτε φορέας κι αν επιβίωσε, δεν μπορούσε πια να λειτουργήσει ως ανάχωμα στις πιέσεις, ανατολικά και νότια, των νομαδικών εξαπλώσεων. Το 1043 οι Κιμέκοι και οι Κιπτσάκοι (τουρκικές φυλές), που προωθούνταν προς τα δυτικά, πίεζαν τους Ογούζους, που με τη σειρά τους ωθούσαν τους Πετσενέγους δυτικά, προς τις βαλκανικές επαρχίες του Βυζαντίου.

Παρόλα αυτά η Χαζαρία άφησε τα σημάδια της στα ανερχόμενα κράτη, και σε μερικές από τις παραδόσεις και τους θεσμούς τους. Πολύ παλαιότερα η Τζιτζάκ, η Χαζάρα σύζυγος του Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου, εισήγαγε στη βυζαντινή αυλή τη συνήθεια της ιππασίας των νομάδων Χαζάρων και το χαρακτηριστικό καφτάνι, το τζιτζάκιον, που υιοθετήθηκε ως επίσημο στοιχείο της αυτοκρατορικής ενδυμασίας. Το κανονικό ιεραρχικό σύστημα διαδοχής των «κλιμάκων» στο Μεγάλο Πριγκηπάτο του Κιέβου είχε πρότυπό του αναμφισβήτητα χαζαρικούς θεσμούς, μέσω του παραδείγματος του Χαγανάτου των Ρως.

Η πρωτοουγγρική φυλή του Πόντου, ενώ απειλούσε ίσως τη Χαζαρία ήδη από το 839 (φρούριο στο Σαρκέλ), ανέπτυξε τα πρότυπα των θεσμών της, όπως η δυαδική εξουσία ενός τυπικού «κέντε-κούντου» και ενός «γκιούλα», που διαχειριζόταν την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση, υπό τη χαζαρική καθοδήγηση. Μία αντιφρονούσα ομάδα των Χαζάρων, οι Κάβαροι (πρωτοβουλγαρικής προέλευσης), ενώθηκαν με τους Ούγγρους στη φυγή τους από τους Πετσενέγους, καθώς μετακινήθηκαν στην Παννονία. Στοιχεία στον ουγγρικό πληθυσμό μπορούν να ειδωθούν ως διαιωνιζόμενες χαζαρικές παραδόσεις σε οιονεί διάδοχο κράτος. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρονται στην Ουγγαρία ως Δυτική Τουρκία, σε αντίθεση με τη Χαζαρία, που αναφέρεται ως Ανατολική Τουρκία. Η σειρά των «γκιούλα» έδωσε τους βασιλιάδες της μεσαιωνικής Ουγγαρίας μέσω καταγωγής από τον Άρπαντ, ενώ οι Κάβαροι διατήρησαν τις παραδόσεις τους επί μακρότερον και ήταν γνωστοί ως «Μαύροι Μαγυάροι» («φέκετε μάγκιαρζαγκ»). Μερικά αρχαιολογικά ευρήματα από το Τσελάρεβο (Σερβία-Βοϊβοντίνα) δείχνουν ότι οι Κάβαροι ακολουθούσαν τον Ιουδαϊσμό, καθώς εκεί βρέθηκαν τάφοι πολεμιστών, και επτάφωτες λυχνίες, σοφάρ, ετρόγκ, λουλάβ, σβεστήρες κεριών, τεφροδόχοι, επιγραφές στα Εβραϊκά και ένα εξάκτινο αστέρι πανομοιότυπο με το Άστρο του Δαβίδ.

Σφραγίδα που ανακαλύφθηκε σε ανασκαφές σε χαζαρικές τοποθεσίες, της οποίας η συμβολική σημασία είναι ασαφής.

Το Χαζαρικό Χαγανάτο ήταν το μόνο ιουδαϊκό κράτος που δημιουργήθηκε μεταξύ της Καταστροφής της Ιερουσαλήμ (67-70 μ.Χ.) και της ίδρυσης του Ισραήλ (1948), και το παράδειγμά του διέγειρε μεσσιανικές προσδοκίες, ήδη από τον Τζούντα (Γιεχούντα) Χαλεβί (1075–1141), Ισπανοεβραίο γιατρό, ποιητή και φιλόσοφο. Την εποχή του Αιγύπτιου βεζίρη Μάλικ αλ-Άφνταλ (απεβίωσε το 1121), κάποιος Σόλομον μπεν Ντούτζι, ταυτιζόμενος συχνά με Εβραίο Χάζαρο, επιχείρησε να ξεσηκώσει μια μεσσιανική σταυροφορία για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης και επιστροφή σε αυτήν όλων των Εβραίων. Έγραψε δε σε πολλές εβραϊκές κοινότητες για να ζητήσει υποστήριξη. Τελικά μετακόμισε στο Κουρδιστάν, όπου ο γιος του Μεναχέμ, μερικές δεκαετίες αργότερα, έλαβε τον τίτλο του Μεσσία και, συγκροτώντας ένα στρατό για το σκοπό αυτό, κατέλαβε το φρούριο της Αμαντίγια, βόρεια της Μοσούλης. Στο σχέδιό του αντέδρασαν οι αρχές των ραβίνων και δηλητηριάστηκε στον ύπνο του. Μια θεωρία υποστηρίζει ότι το Άστρο του Δαβίδ, μέχρι τότε διακοσμητικό μοτίβο ή μαγικό έμβλημα, άρχισε να προσλαμβάνει την εθνική του σημασία στη μεταγενέστερη εβραϊκή παράδοση από την προηγηθείσα συμβολική χρήση του στη σταυροφορία του Μεναχέμ.

Η λέξη Χάζαρος, ως εθνώνυμο, χρησιμοποιήθηκε τελευταία το 13ο αιώνα από ένα λαό στο Βόρειο Καύκασο, που πιστεύεται ότι ακολουθούσε τον Ιουδαϊσμό. Η φύση μιας υποθετικής χαζαρικής διασποράς, εβραϊκής ή άλλης, είναι αμφιλεγόμενη. Ο Αβραάμ ιμπν Νταούντ (Ισπανοεβραίος αστρονόμος, ιστορικός, φιλόσοφος) αναφέρει ότι συνάντησε ραβινικούς σπουδαστές καταγόμενους από τους Χαζάρους μέχρι το Τολέδο (Ισπανία) τη δεκαετία του 1160. Χαζαρικές δε κοινότητες διατηρούντο εδώ κι εκεί. Πολλοί Χάζαροι μισθοφόροι υπηρετούσαν στους στρατούς του Ισλαμικού Χαλιφάτου και άλλων κρατών. Έγγραφα από τη μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη κάνουν λόγο για μια χαζαρική κοινότητα αναμειγμένη με τους Εβραίους του προαστίου του Πέρα, και Χαζάρους εμπόρους που δραστηριοποιούνταν τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στην Αλεξάνδρεια το 12ο αιώνα.

Έχουν γίνει υποθέσεις χαζαρικής προέλευσης ή ότι αφομοίωσαν τους Χαζάρους για πολλούς λαούς, όπως οι Σλάβοι ιουδαΐζοντες Σαββατιανοί, οι Εβραίοι της Μπουχάρα, οι μουσουλμάνοι Κουμύκοι/Κουμούκοι (τουρκικός λαός), οι Καζάκοι, οι Νογκάι, οι Κοζάκοι του Ντον, οι τουρκόφωνοι Κριμτσάκοι Εβραίοι και οι γείτονές τους της Κριμαίας, οι Καραΐτες και οι Τσάγκο της Μολδαβίας, οι Καυκάσιοι Εβραίοι και άλλοι. Οι τουρκόφωνοι (Κριμαϊκή γλώσσα, Καραϊλάρ) Καραΐτες από την Κριμαία στην Πολωνία και στη Λιθουανία ισχυρίζονται ότι κατάγονται από Χαζάρους, αλλά ειδικοί στη χαζαρική ιστορία το αμφισβητούν. Η επιστημονική κοινότητα είναι επίσης επιφυλακτική για τους ισχυρισμούς χαζαρικής καταγωγής των ταταρόφωνων Κριμτσάκων Εβραίων της Κριμαίας.

Μια δημοφιλής, αλλά με ακαδημαϊκούς όρους μειοψηφική θέση, υποστηρίζει ότι ο εβραϊκός χαζάρικος πληθυσμός μετακινήθηκε και ενώθηκε με μια βόρεια εβραϊκή διασπορά και είχε σημαντική επίπτωση στη δημιουργία των Ασκεναζιτών Εβραίων. Με αυτή τη θέση συνδέεται η άποψη ότι η γραμματική των Γίντις περιέχει χαζαρικό υπόστρωμα.

Θεωρίες Ασκεναζιτών-Χαζάρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικοί μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι οι Χάζαροι δεν εξέλιπαν μετά τη διάλυση της αυτοκρατορίας τους, αλλά μετανάστευσαν δυτικά, για να αποτελέσουν τελικά τμήμα του πυρήνα του μεταγενέστερου εβραϊκού πληθυσμού Ασκεναζιτών της Ευρώπης, αλλά η υπόθεση γίνεται δεκτή με σκεπτικισμό ή επιφύλαξη από τους περισσότερους.

Το 1846 ο Ρώσος ασιατολόγος Βασίλι Βασίλιεβιτς Γκριγκόριεφ (1816–1881) διατύπωσε τη θεωρία ότι οι Κριμαίοι Καραΐτες Εβραίοι ήταν χαζαρικού γένους, ισχυρισμός που υιοθετήθηκε γρήγορα από τρίτους, αν και άγνωστος στους ίδιους τους Καραΐτες εκείνη την εποχή. Ο Αβραάμ Ελιαχού Χαρκάβι (Ρωσοεβραίος ιστορικός και ασιατολόγος) υποστήριξε ήδη από το 1869 ότι ίσως υπήρχε σχέση μεταξύ των Χαζάρων και των Ευρωπαίων Εβραίων, αλλά η θεωρία ότι οι Χάζαροι προσήλυτοι αποτελούσαν σημαντικό ποσοστό των Ασκεναζιτών παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε δυτικό κοινό σε διάλεξη από τον Ερνέστ Ρενάν το 1883. Εμφανίστηκαν κατά καιρούς απόψεις ότι υπήρχε μικρό ποσοστό Χαζάρων στους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης, σε έργα των Τζόζεφ Γιάκομπς (1886), Ανατόλ Λερουά-Μπολιέ, κριτικού του αντισημιτισμού (1893), Μαξιμίλιαν Έρνεστ Γκούμπλοβιτς και του Ρωσοεβραίου ανθρωπολόγου Σάμουελ Βάιζενμπεργκ. Το 1909 ο Ούγκο φον Κουτσέρα ανέπτυξε την ιδέα σε μια μελέτη σε μέγεθος βιβλίου, υποστηρίζοντας ότι οι Χάζαροι αποτέλεσαν το θεμελιώδη πυρήνα των σύγχρονων Ασκεναζιτών. Ο Μόρις Φίσμπεργκ εισήγαγε την ιδέα σε αμερικανικό κοινό το 1911. Την ιδέα παρέλαβε επίσης ο Πολωνοεβραίος ιστορικός της οικονομίας και κεντρώος σιωνιστής Γιτζάκ Σίπερ το 1918 και ακαδημαϊκοί ανθρωπολόγοι, όπως ο Ρόλαντ Ντίξον, καθώς και συγγραφείς όπως ο Χ. Τζ. Γουέλς, που τη χρησιμοποίησε για να υποστηρίξει ότι «Το μεγαλύτερο μέρος των Εβραίων δεν ήταν ποτέ στην Ιουδαία», θέση που έμελλε να έχει πολιτική απήχηση μεταγενέστερα. Το 1932 ο Σάμουελ Κράους αποτόλμησε τη θεωρία ότι ο βιβλικός Ασκενάζ αναφερόταν στη βόρεια Μικρά Ασία και τον ταύτισε με τους Χαζάρους, θέση που αμφισβητήθηκε αμέσως από τον Τζέικομπ Μαν. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1942, ο Αβραάμ Ν. Πόλιακ, αργότερα καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, εξέδωσε μια εβραϊκή μονογραφία, όπου κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι Εβραίοι της Ανατολικής Ευρώπης προέρχονταν από τη Χαζαρία. Ο Ν. Μ. Ντάνλοπ, γράφοντας το 1954, αναλογιζόταν ότι ελάχιστα στοιχεία υποστήριζαν αυτό που εκείνος θεωρούσε μια απλή πιθανολόγηση, ότι η θεωρία καταγωγής των Ασκεναζιτών από τους Χαζάρους ξεπερνούσε κατά πολύ ό,τι μας επιτρέπουν τα ατελή στοιχεία να θεωρήσουμε. Ο Λέον Πολιακόφ, ενώ πιθανολογούσε ότι οι Εβραίοι της Δυτικής Ευρώπης προέκυψαν από μια «παμμειξία» την πρώτη χιλιετία, το 1955 υποστήριξε ότι θεωρείτο ευρέως ότι οι Εβραίοι της Ανατολικής Ευρώπης κατάγονταν από μία ανάμειξη Χαζάρων και Γερμανών Εβραίων. Η εργασία του Πόλιακ συνάντησε κάποια υποστήριξη από τον Σάλο Ουιτμάγιερ Μπάρον και τον Μπεν-Ζιόν Ντινούρ, αλλά απορρίφθηκε από τον Μπέρναρντ Ουάινρινμπ ως μυθοπλασία (1962).

Η υπόθεση Χαζάρων-Ασκεναζιτών έγινε γνωστή σε πολύ ευρύτερο κοινό με την έκδοση του βιβλίου «Η Δέκατη Τρίτη Φυλή» του Άρθουρ Κέσλερ το 1976, που αφενός αξιολογήθηκε θετικά και αφετέρου απορρίφθηκε ως φαντασιοκόπημα και κάπως επικίνδυνο. Ο πρέσβης του Ισραήλ στη Βρετανία το στιγμάτισε ως «αντισημιτική ενέργεια που χρηματοδοτήθηκε από τους Παλαιστινίους», ενώ ο Μπέρναρντ Λιούις ισχυρίσθηκε ότι η ιδέα δεν στηριζόταν σε κανένα απολύτως στοιχείο και είχε εγκαταλειφθεί από όλους τους σοβαρούς ερευνητές. Ο Ράφαελ Πατάι όμως πρόσφερε κάποια υποστήριξη στην ιδέα ότι υπολείμματα των Χαζάρων είχαν παίξει ρόλο στην ανάπτυξη των ανατολικοευρωπαϊκών εβραϊκών κοινοτήτων, και πολλοί ερασιτέχνες ερευνητές, όπως οι Μπόρις Αλτσούλερ (1994) και Κέβιν Άλαν Μπρουκ την κράτησαν ζωντανή στην κοινή γνώμη. Η θεωρία έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί για την άρνηση της εβραϊκής εθνικής ταυτότητας. Πρόσφατα μια ποικιλία προσεγγίσεων, από τη γλωσσολογία (Πάουλ Βέξλερ) μέχρι την ιστοριογραφία (Σλόμο Σαντ) και τη γενετική των πληθυσμών (Εράν Ελχαΐκ από το Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ) έχει αναβιώσει την υποστήριξη και το ενδιαφέρον για τη θεωρία. Υπό την ευρεία ακαδημαϊκή άποψη τόσο η ιδέα ότι οι Χάζαροι προσηλυτίστηκαν μαζικά στον Ιουδαϊσμό όσο και η θεωρία ότι μετανάστευσαν για να αποτελέσουν τον πληθυσμιακό πυρήνα των Ασκεναζιτών Εβραίων παραμένουν ζητήματα άκρως αμφιλεγόμενα.

Χρήση στην αντισημιτική πολεμική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αργότερα έγινε εκμετάλλευση των εργασιών των Μόρις Φίσμπεργκ και Ρόλαντ Μ. Ντίξον σε ρατσιστική και θρησκευτική πολεμική λογοτεχνία, τόσο στη Βρετανία, στην Αγγλοϊσραηλίτικη θεωρία, όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ιδιαίτερα μετά την έκδοση του βιβλίου Οι Εβραίοι στην Αμερική (1923) του Μπάρτον Τ. Χέντρικ, αυτό έγινε «ευαγγέλιο» μεταξύ των υποστηρικτών των περιορισμών στη μετανάστευση τη δεκαετία του 1920: θεωρητικοί του ρατσισμού όπως ο Λόθροπ Στόνταρντ, αντισημίτες θεωρητικοί συνωμοσιών όπως ο Χίραμ Ουέσλεϊ Έβανς της Κου-Κλουξ-Κλαν, και αντικομμουνιστές πολέμιοι, όπως ο Τζον Ο. Μπίτι και ο Ουίλμοτ Ρόμπερτσον, των οποίων οι απόψεις επηρέασαν τον Ντέιβιντ Ντιουκ. Σύμφωνα με τον Γιεχοσαφάτ Χαρκαμπί (1968) έπαιξε ρόλο στις αραβικές αντισιωνιστικές πολεμικές και πήρε αντισημιτική χροιά. Ο Μπέρναρντ Λιούις, σημειώνοντας το 1987 ότι οι Άραβες ερευνητές την είχαν απορρίψει, παρατηρούσε ότι εμφανιζόταν μόνο κατά καιρούς στον αραβικό πολιτικό λόγο. Έχει παίξει επίσης κάποιο ρόλο στο σοβιετικό αντισημιτικό σωβινισμό και τη σλαβική ευρασιατική ιστοριογραφία, ιδιαίτερα στα έργα ερευνητών όπως ο Λεβ Γκουμιλιόφ. Αν και η χαζαρική υπόθεση δεν έπαιξε ποτέ σημαντικό ρόλο στον αντισημιτισμό και, αν και η ύπαρξη ιουδαϊκού χαγανάτου βορείως του Καυκάσου είχε για πολύ καιρό αμφισβητηθεί από χριστιανούς θρησκευτικούς σχολιαστές, κατέληξε να τύχει εκμετάλλευσης από το "λευκό" ρατσιστικό χριστιανικό κίνημα, ακόμη και από τρομοκρατικές απόκρυφες σέκτες, όπως η ιαπωνική Αούμ Σινρίκυο.

Γενετικές μελέτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπόθεση της χαζαρικής καταγωγής στους Ασκεναζίτες έχει επίσης αποτελέσει αντικείμενο στο νέο πεδίο της γενετικής των πληθυσμών, όπου έχουν προβληθεί ισχυρισμοί με στοιχεία τόσο υπέρ όσο και εναντίον της. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι, αν υπάρχουν ίχνη προέλευσης από τους Χαζάρους στα γονίδια των Ασκεναζιτών, η συμμετοχή τους θα είναι ελάχιστη ή αμελητέα.

Ο Εράν Ελχαΐκ το 2012 μίλησε για ένα σημαντικό χαζαρικό συστατικό στην πατρική γραμμή, που βασίζεται στη μελέτη του Y-DNA των Ασκεναζιτών Εβραίων, χρησιμοποιώντας ως μέσο καυκασιανούς πληθυσμούς, Γεωργιανούς, Αρμένιους και Αζερμπαϊτζανούς Εβραίους.

Ο Κέβιν Μπρουκ το 2022 μίλησε για τις απλοομάδες των Εβραίων Ασκενάζι.[10] Μια σημαντική διαφορά μεταξύ της μελέτης του Μπρουκ και αυτής του Ελχάικ είναι ότι ο Μπρουκ δεν θεωρεί τους Χαζάρους συγγενείς Αρμενίων και Γεωργιανών. Ο Μπρουκ εντόπισε την καταγωγή των Χαζάρων στο πλαίσιο άλλων τουρκικών πληθυσμών από την Κεντρική Ασία, τον Βόρειος Καύκασος και την περιοχή Βόλγα-Ουράλια. Οι Εβραίοι Ασκενάζι στο σύνολό τους δεν έχουν μεγάλη γενετική κληρονομιά από πληθυσμούς που μιλούσαν Τουρκικές γλώσσες. Ωστόσο, οι Εβραίοι Ασκενάζι έχουν δύο απλοομάδες μιτοχονδριακού DNA που συνδέονται στενά με τουρκικούς πληθυσμούς: N9a3a1b1,[11] που σχετίζεται με τους Μπασκίρ, και A-a1b3a1,[12] που σχετίζεται με Τουρκομάνοι.

Σύμφωνα με τον Ναντιά Αμπού Ελ Χάι τα ζητήματα καταγωγής περιπλέκονται από τις δυσκολίες καταγραφής της ιστορίας μέσω γονιδιακών μελετών και τις προκαταλήψεις των συναισθηματικών επενδύσεων σε διαφορετικές αφηγήσεις, αναλόγως αν η έμφαση δίνεται στην άμεση καταγωγή ή στον προσηλυτισμό εντός της εβραϊκής ιστορίας. Δυσκολίες επίσης δημιουργεί η έλλειψη δειγμάτων χαζαρικού DNA, που ίσως επέτρεπε την επαλήθευση.

Στη λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το «Κουζάρι» είναι ένα σημαντικό έργο, γραμμένο από τον μεσαιωνικό Ισπανοεβραίο φιλόσοφο και ποιητή Γεχουντά Χαλεβί (1075-1141). Χωρισμένο σε πέντε κείμενα («μα'αμαρίμ») ενός φανταστικού διαλόγου μεταξύ του ειδωλολάτρη χαγάνου των Χαζάρων και ενός Εβραίου, που είχε προσκληθεί για να του διδάξει τα δόγματα της εβραϊκής θρησκείας. Ο σκοπός του βιβλίου, αν και βασίζεται στην αλληλογραφία του Χασντάι ιμπν Σαπρούτ με τον Χάζαρο χαγάνο, δεν ήταν ιστορικός, αλλά μάλλον να υπερασπισθεί τον Ιουδαϊσμό ως μια εξ αποκαλύψεως θρησκεία, όπως γράφει, αρχικά έναντι των προκλήσεων των Καραϊτών προς την ισπανική ραβινική διανόηση και κατόπιν έναντι των πειρασμών προσαρμογής του Αριστοτελισμού και της ισλαμικής φιλοσοφίας στην εβραϊκή πίστη. Γραμμένο αρχικά στα Αραβικά, μεταφράστηκε στα Εβραϊκά από τον Τζούντα ιμπν Τιμπόν. Το πρώιμο μυθιστόρημα του Μπέντζαμιν Ντισραέλι «Αλρόι» (1833) βασίζεται στην ιστορία του Μεναχέμ μπεν Σολομόν. Το ζήτημα του μαζικού θρησκευτικού προσηλυτισμού και το απροσδιόριστο της αλήθειας των ιστοριών για την ταυτότητα και τον προσηλυτισμό είναι κεντρικά θέματα της ευπώλητης ιστορίας μυστηρίου του Μίλοραντ Πάβιτς «Λεξικό των Χαζάρων». Ο «Ιουστινιανός» του Χ. Τέρτλνταβ, το «Βιβλίο του Αβραάμ και Άνεμος των Χαζάρων» του Μάρεκ Χάλτερ, και «Οι Κύριοι του Δρόμου» του Μάικλ Σέιμπον διαθέτουν ή αναφέρονται σε στοιχεία της ιστορίας των Χαζάρων ή δημιουργούν φανταστικούς χαρακτήρες τους.

Πόλεις σχετιζόμενες με τους Χαζάρους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ατίλ και Χαζαράν στο Δέλτα του Βόλγα. Σαμαντάρ, Μπαλανιάρ, Καζαρκί, Σαμπαλούτ, Σαμιράν στον Καύκασο. Κερτς, Θεοδοσία, Σαμκάρς (αλλιώς Τμουταρακάν) και Σουντάκ στην Κριμαία και στη Χερσόνησο του Ταμάν. Σαρλέλ στην κοιλάδα του Ντον. Αριθμός χαζαρικών οικισμών έχει ανακαλυφθεί στην περιοχή Μαγιάκι-Σάλτοβο. Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι ο χαζαρικός οικισμός του Σαμπάτ αναφέρεται στο μεταγενέστερο Κίεβο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Paul Wexler, The non-Jewish origins of the Sephardic Jews, SUNY (1996) ISBN 978-1-4384-2393-7
  2. Kevin Alan Brook, The Jews of Khazaria, Rowman & Littlefield (2009) ISBN 978-0-7425-4982-1
  3. Joseph Reese Strayer, Dictionary of the Middle Ages, τόμος 4, σελ. 136-148, Charles Scribner's Sons (1989) ISBN 978-0-684-17024-4
  4. Luttwak, Edward (Νοέμβριος 2009). The Grand Strategy of the Byzantine Empire. Harvard University Press. ISBN 9780674035195. 
  5. David Sneath, The Headless State: Aristocratic Orders, Kinship Society, and Misrepresentations of Nomadic Inner Asia, Columbia University Press (2007) ISBN 978-0-231-51167-4
  6. «Khazar | people». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 30 Απριλίου 2019. 
  7. McKitterick, Rosamond· Reuter, Timothy (1995). The New Cambridge Medieval History: Volume 3, C.900-c.1024. Cambridge University Press. ISBN 9780521364478. 
  8. Golden, Peter B. (26 Ιανουαρίου 2011). Central Asia in World History. Oxford University Press. ISBN 9780199793174. 
  9. 9,0 9,1 Golden, Peter B.· Ben-Shammai, Haggai (2007). The World of the Khazars: New Perspectives. BRILL. ISBN 9789004160422. 
  10. Kevin Alan Brook, The Maternal Genetic Lineages of Ashkenazic Jews, Academic Studies Press (2022) ISBN 978-1-64469-984-3
  11. Homo sapiens haplogroup N9a3a1b1 mitochondrion, complete genome, GenBank, αριθμός πρόσβασης OQ732365
  12. Homo sapiens haplogroup A-a1b3a mitochondrion, complete genome, GenBank, αριθμός πρόσβασης OQ732697

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Απόστολος Φ. Κραλίδης, Οι Χάζαροι και το Βυζάντιο, εκδ. Ιστορική και θρησκειολογική προσέγγιση εκδ. Σαββάλας,2003
  • Αλέξης Γ. Κ. Σαββίδης, «Προβλήματα σχετικά με την αποστολή του Κωνσταντίνου-Κυρίλλου στους Χαζάρους. Η βυζαντινή προσπάθεια εκχριστιανισμού στο ανατολικό σύνορο της Ευρώπης τον ένατο αιώνα», Βυζαντιακά, τομ.21 (2001), σελ.77-96 [1]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]