Διοκλητιανός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Διοκλητιανός
Περίοδος20 Νοεμβρίου 284 - 1 Απριλίου 286 (μόνος του)
1 Απριλίου 286 - 1 Μαΐου 305 (ως Αύγουστος στο ανατολικό τμήμα, με τον Μαξιμιανό ως Αύγουστο στο δυτικό)[1]
ΠροκάτοχοςΝουμεριανός
ΔιάδοχοςΚωνστάντιος Α΄ Χλωρός και Γαλέριος
Γέννηση22 Δεκεμβρίου 244
Διόκλεια (στο σημερινό Μαυροβούνιο) ή Σαλώνα (στη σημερινή Κροατία)
Θάνατος3 Δεκεμβρίου 311 (66 ετών)[2]
Παλάτι του Διοκλητιανού (στο σημερινό Σπλιτ της Κροατίας)
Τόπος ταφήςΚαθεδρικός του Αγίου Δόμνιου, Σπλιτ, Κροατία
ΣύζυγοςΠρίσκα
ΕπίγονοιΓαλερία Βαλερία
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Διοκλητιανός πλήρες όνομα Γάιος Αυρήλιος Βαλέριος Διοκλητιανός ή Ιόβιος (242/245 - 311/312) ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας (284 - 305).[3] Με καταγωγή από οικογένεια χαμηλής τάξης από τη Ρωμαϊκή επαρχία της Δαλματίας το αρχικό του όνομα ήταν "Διοκλής", ανέβηκε ταχύτατα όλες τις στρατιωτικές τάξεις μέχρι που έγινε αρχηγός του ιππικού στον στρατό του αυτοκράτορα Κάρου. Όταν ο Κάρος και ο γιος του Νουμεριανός βρήκαν τον θάνατο σε εκστρατεία στην Περσία ο Διοκλητιανός ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματα. Τον τίτλο διεκδίκησε και ο δεύτερος γιος του Κάρου Καρίνος αλλά ηττήθηκε από τον Διοκλητιανό στη Μάχη του ποταμού Μάργου. H κυβέρνηση του Διοκλητιανού σταθεροποίησε την αυτοκρατορία μετά την Κρίση του 3ου αιώνα, ο Μαξιμιανός πήρε τον τίτλο του Αυγούστου και διορίστηκε Συναυτοκράτορας (286). Ο Διοκλητιανός κυβέρνησε την Ανατολική, τη μετέπειτα Βυζαντινή αυτοκρατορία και ο Μαξιμιανός τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι μεταρρυθμίσεις προχώρησαν περισσότερο όταν διορίστηκαν δύο νέοι Συναυτοκράτορες ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός με τον τίτλο του Καίσαρα, με την Τετραρχία κάθε Συναυτοκράτορας κατείχε το 1/4 της αυτοκρατορίας.

Ο Διοκλητιανός εξασφάλισε τα σύνορα της αυτοκρατορίας νικώντας τους εξωτερικούς εχθρούς, νίκησε τους Σαρμάτες και τους Καπρί (285-299), τους Αλαμαννούς (288) και σφετεριστές από την Αίγυπτο (297-298). Ο Διοκλητιανός και ο Γαλέριος προχώρησαν σε επιτυχή εκστρατεία απέναντι στην Αυτοκρατορία των Σασσανιδών παραδοσιακή εχθρό των Ρωμαίων, λεηλάτησαν την πρωτεύουσα τους Κτησιφών, τελικά έκλεισαν ειρήνη με ευνοϊκούς όρους. Ο Διοκλητιανός προχώρησε σε σημαντικές διοικητικές και στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις που στηρίχθηκαν στη Γραφειοκρατία, ίδρυσε νέα κέντρα στην Αρχαία Νικομήδεια, τα Μεδιόλανα, το Σίρμιο και το Τριρ. Η πολιτική του στηρίχτηκε στον Απολυταρχισμό, στη μεγάλη άνοδο τις εξουσίας του αυτοκράτορα που θεοποιήθηκε, συνοδεύτηκε με μεγαλοπρεπείς τελετές και αρχιτεκτονικά κτίσματα. Η συντήρηση της Γραφειοκρατίας και οι πολλές στρατιωτικές εκστρατείες ανέβασαν τους φόρους, αυτό ανάγκασε τον Διοκλητιανό να μεταρρυθμίσει το φορολογικό σύστημα ώστε να είναι πιο δίκαιο αν και υψηλότερο, οι μεταρρυθμίσεις ολοκληρώθηκαν το 297. Τα σχέδια του Διοκλητιανού δεν είχαν όλα την ίδια επιτυχία, με το "Έδικτο του ελέγχου τιμών" έγιναν προσπάθειες να γίνονται Έλεγχοι τιμών ώστε να ελεγχθεί ο πληθωρισμός, σύντομα αγνοήθηκε. Οι Εμφύλιοι πόλεμοι της Τετραρχίας έφεραν την κατάρρευση από τις κληρονομικές απαιτήσεις του Μαξέντιου και του Κωνσταντίνου γιων του Μαξιμιανού και του Κωνστάντιου του Χλωρού αντίστοιχα. Οι διώξεις του Διοκλητιανού απέναντι στους χριστιανούς (303-312) ήταν οι τελευταίες και μεγαλύτερες που έγιναν στην αυτοκρατορία, στόχος να σταματήσει η εξάπλωση τους. Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού παρά τις ατέλειες τους θα δώσουν νέα ανάσα στην αυτοκρατορία που θα παραμείνει πανίσχυρη για άλλους δύο αιώνες, την εποχή που ήταν νέος ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Ο Διοκληριανός παραιτήθηκε λόγω ασθένειας (1 Μαίου 305), ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που έκανε αυτή την κίνηση, αποσύρθηκε στο Παλάτι του Διοκλητιανού στις Δαλματικές ακτές που θα γίνει ο πυρήνας για να οικοδομηθεί μετέπειτα το Σπλιτ στην Κροατία.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άνοδος στον θρόνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Διοκλητιανός γεννήθηκε στη Δαλματία, πιθανότατα στην πόλη Σαλώνα, εκεί αποσύρθηκε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Το όνομα του ήταν "Διοκλής" πιθανόατατα από το όνομα της μητέρας του και από το χωριό που γεννήθηκε.[4][5] Η ημερομηνία γέννησης του έχει καταγραφεί η 22η Δεκεμβρίου αλλά το έτος βρίσκεται την περίοδο 242-245 με βάση την ηλικία που πέθανε, τα 68 έτη.[6] Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευτρόπιο "άλλοι συγγραφείς των αναφέρουν σαν γιο ενός γραφιά, άλλοι ενός Υπάτου με το όνομα Ανουλίνος". Τα πρώτα σαράντα χρόνια της ζωής του ήταν σκοτεινά, χωρίς πηγές.[7] Ο Διοκλητιανός ανήκε στην ομάδα των Ιλλυριών αυτοκρατόρων, τον είχε εκπαιδεύσει ο Αυρηλιανός.[8] Ο Βυζαντινός χρονικογράφος Ιωάννης Ζωναράς σημειώνει ότι είχε τον τίτλο του Δούκα της Μοισίας, αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων του Κάτω Δούναβη.[9][10] Η συχνά αναξιόπιστη Ιστορία των Αυγούστων σημειώνει ότι υπηρετούσε στη Γαλατία, αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί από άλλες πηγές και αγνοήθηκε.[11] Η πρώτη επιβλητική εμφάνιση του Διοκλητιανού ήταν όταν ο αυτοκράτορας Κάρος τον διόρισε διοικητή των ιππικών του στρατευμάτων και Ύπατο (283), με την ιδιότητα αυτή συμμετείχε στην Περσική εκστρατεία.[12] Ο αυτοκράτορας Κάρος πέθανε σε μια εκστρατεία του στην Περσία κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, άλλοι πιστεύουν ότι χτυπήθηκε από κεραυνό και άλλοι ότι δολοφονήθηκε από Πέρση στρατιώτη.[13][14] Ο Καρίνος εγκατέλειψε γρήγορα τη θέση του στη Ρώμη, σαν αυτοκρατορικός απεσταλμένος, έφτασε εκεί τον Ιανουάριο του 284 και ανακυρήχθηκε αυτοκράτορας στη δύση, ο Νουμεριανός αντίστοιχα στην Ανατολή.[15]

Οι Ρωμαίοι οπισθοχώρησαν από την Περσία αλλά ο Βαράμης Β΄ της Περσίας δεν μπόρεσε να τους καταδιώξει επειδή ήταν απασχολημένος με ανταρσίες στο εσωτερικό της χώρας του.[16] Τον Μάρτιο του 284 ο Νουμεριανός έφτασε στη Χομς στη Συρία, τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου στη Μικρά Ασία.[17] Όταν έφτασε στην Έμεσα ήταν υγιέστατος αλλά εγκαταλείποντας την πόλη υπέφερε από μια σπάνια πάθηση των ματιών, ο Άπερ τη χαρακτήρισε φλεγμονή των ματιών.[18][19] Σε ένα ταξίδι στη γειτονική ακτή η άμαξα του έφτασε στη Βιθυνία, οι στρατιώτες μύρισαν μια περίεργη οσμή άνοιξαν την άμαξα και τον βρήκαν νεκρό.[20][21] [22] Ο Ευτρόπιος και ο Αυρήλιος Βίκτωρ αποδίδουν τον θάνατο του Νουμεριανού σε δολοφονία.[23] Με την άφιξη των νέων για τον θάνατο του Νουμεριανού τον Νοέμβριο στην Αρχαία Νικομήδεια σημερινό Ιζμίτ οι στρατηγοί του Νουμεριανού συγκάλεσαν συμβούλιο και ανακύρηξαν νέο αυτοκράτορα τον Διοκλητιανό παρά τις αντιδράσεις του Άπερ να κερδίσει υποστήριξη.[24][25] Ο στρατός συγκεντρώθηκε σε έναν λόφο 5 χιλιόμετρα έξω από τη Νικομήδεια και έστεψε αυτοκράτορα τον Διοκλητιανό με όλες τις πρέπουσες τιμές.[26] Ο Διοκλητιανός ορκίστηκε ότι δεν είχε καμιά σχέση με τον θάνατο του Νουμεριανού, κατηγόρησε ααν υπεύθυνο τον Άπερ, σήκωσε το σπαθί του και τον σκότωσε.[27] Αμέσως μετά τη στέψη του ο "Διοικλής" άλλαξε το όνομα του σε "Διοκλητιανός", πλήρες όνομα "Γάιος Ιούλιος Βαλέριος Διοκλητιανός".[28]

Η οριστική ήττα του Καρίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντωνινιανός του Διοκλητιανού

Μετά την άνοδο τους στον θρόνο ο Διοκλητιανός και ο Λεύκιος Καισονίνος Βάσσος έγιναν Ύπατοι και πήραν τις Φάσκες από τον Καρίνο και τον Νουμεριανό.[29] Ο Βάσσος καταγόταν από ευγενή οικογένεια της Καμπανίας, ο Πρόβος αναγνωρίζοντας τις ικανότητες του τον επέλεξε Ύπατο της Αφρικής.[30] Είχε μεγάλες ικανότητες διακυβέρνησης ιδιαίτερα στους τομείς που ο Διοκλητιανός δεν είχε εμπειρία.[31] Η άνοδος του Βάσσου στη θέση του Υπάτου δείχνει ότι ο Διοκλητιανός αρνήθηκε τον Καρίνο, επέλεξε ένα μέλος της Γερουσίας επειδή χρειαζόταν τη στήριξη της για την άνοδο του στον θρόνο.[32] Την εξουσία του Καρίνου αμφισβήτησε και ο σφετεριστής Ιουλιανός της Πανονίας, μετά την άνοδο του Διοκλητιανού κατέλαβε τη βόρεια Ιταλία και την Παννονία.[33] Ο Ιουλιανός έκοψε νομίσματα στο Σίσακ της Κροατία, ανακύρηξε τον εαυτό του αυτοκράτορα και υποσχέθηκε ελευθερίες, παρουσίασε τον Καρίνο σαν αιμοσταγή τύραννο.[34] Οι δυνάμεις του Ιουλιανού ήταν ωστόσο εξασθενημένες και συνετρίβη όταν μετακινήθηκε ο Καρίνος από τη Βρετανία στη βόρεια Ιταλία, ο Διοκλητιανός παρέμεινε η μοναδική απειλή.[35] Τον χειμώνα του 284-285 οι δυνάμεις του Διοκλητιανού προχώρησαν στα Βαλκάνια, λίγο πριν τον Μάιο συνάντησαν τον στρατό του Καρίνου κατά μήκος του ποταμού Μεγάλου Μοράβα στη Μοισία.[36] Η τοποθεσία βρισκόταν πιθανότατα δυτικά από το Σμεντέρεβο και το Βιμινάκιο κοντά στο σημερινό Βελιγράδι στη Σερβία.[37][38] Παρά το γεγονός ότι ο στρατός του Καρίνου ήταν ισχυρότερος βρισκόταν σε ασθενέστερη θέση, η βασιλεία του ήταν αντιδημοφιλής είχε εξαπατήσει τη Σύγκλητο και είχε εξαπατήσει τις συζύγους των Συγκλητικών.[39] Ο κυβερνήτης της Δαλματίας Φλάβιος Κωνστάντιος στις αρχές της άνοιξης αποστάτησε στον Διοκλητιανό.[40] Όταν ξεκίνησε η μάχη του Μάργκους ο νομάρχης του Καρίνου Αριστόβουλος αποστάτησε επίσης στον Διοκλητιανό.[41] Ο Καρίνος δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους άνδρες του, ο Διοκλητιανός ανακηρύχθηκε κατόπιν αυτοκράτορας από τους στρατούς της ανατολής και της δύσης.[42] Ο Διοκλητιανός έδωσε όρκο πίστης στον ηττημένο στρατό και αναχώρησε για την Ιταλία.[43]

Συναυτοκράτορας με τον Μαξιμιανό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά τη Μάχη του Μάργου ο Διοκλητιανός ξεκίνησε εκστρατείες απέναντι στους Κουαντί και τους Μαρκομαννούς, όταν πήγε στη νότια Ιταλία ανακύρηξε την αυτοκρατορική διακυβέρνηση αλλά δεν είναι γνωστό αν επισκέφτηκε τη Ρώμη.[44] Τα νομίσματα δείχνουν ότι έγινε μια Αυτοκρατορική τελετή στη Ρώμη αλλά οι σύγχρονοι ιστορικοί τονίζουν ότι απέφευγε να την επισκεφτεί.[45] Η Γερουσία ήταν πλέον εξασθενημένη αρκετά, ο Διοκλητιανός στηρίχτηκε περισσότερο στον στρατό ακολουθώντας την τακτική του Κάρου.[46] Δεν την παραμέλησε ωστόσο, διατήρησε τον Αριστόβουλο και τους υπόλοιπους Γερουσιαστές.[47] Σε κάθε περίπτωση ο Διοκλητιανός έμεινε στη Ρώμη πολύ λίγο, επέστρεψε στα Βαλκάνια (2 Νοεμβρίου 285) και προχώρησε σε εκστρατεία απέναντι στους Σαρμάτες.[48] Ο Διοκλητιανός αντικατέστησε τον Πολίαρχο της Ρώμης με τον Ύπατο Βάσσο, οι περισσότεροι αξιωματούχοι ωστόσο που υπηρέτησαν τον Καρίνο διατήρησαν τα αξιώματα τους.[49] Οι δολοφονίες του Αυρηλιανού και του Πρόβου έδειξαν ότι είναι επικίνδυνο να κυβερνάει ένας άνθρωπος ολόκληρη την αυτοκρατορία.[50] Οι συγκρούσεις σε ολόκληρη την αυτοκρατορία έδειξαν ότι δεν μπορούσε να ελέγξει μόνος του την κατάσταση ο Διοκλητιανός και έπρεπε να ορίσει Συναυτοκράτορα, στο Μιλάνο επέλεξε τον Μαξιμιανό με τον τίτλο του Καίσαρα (285).[51][52] Η αποδοχή της διανομής της εξουσίας δεν ήταν κάτι που έγινε για πρώτη φορά στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το ίδιο είχαν κάνει παλιότερα ο Οκταβιανός Αύγουστος και ο Μάρκος Αυρήλιος.[53] Ο Κάρος είχε συγκυβερνήσει με τους γιους του αλλά ο Διοκλητιανός βρέθηκε σε μειονεκτική θέση επειδή δεν είχε γιους, είχε μόνο μια κόρη τη Βαλέρια και έπρεπε να επιλέξει πρόσωπο που δεν ανήκε στην οικογένεια του.[54] Μερικοί ιστορικοί αναφέρουν ότι ο Διοκλητιανός υιοθέτησε τον Μαξιμιανό αλλά η άποψη αυτή δεν έγινε αποδεκτή καθολικά.[55][56] O Μαξιμιανός ανέλαβε τη διοίκηση της Δύσης, ενώ ο Διοκλητιανός κυβερνούσε την Ανατολή. Οι σχέσεις μεταξύ του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού έγιναν σύντομα θρησκευτικές, ο Διοκλητιανός πήρε τον τίτλο του Γιούπιτερ και ο Μαξιμιανός του Ρωμαίου Ηρακλή.[57] Οι τίτλοι αυτοί έδειχναν ότι ο Διοκλητιανός είχε τον ρόλο του σχεδιαστή και του εντολέα και ο Μαξιμιανός του εκτελεστή.[58] Ο στόχος δεν ήταν να παρουσιάσουν τους αυτοκράτορες σαν "θεούς" αλλά σαν εκπροσώπους του θεού στη γη.[59] Η μετακίνηση της εξουσίας από τον στρατιωτικό στον θρησκευτικό τομέα θα μπορούσε ταυτόχρονα να μειώσει τον κίνδυνο των διεκδικητών του θρόνου από τον στρατό.[60]

Σαρματία και Περσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νόμισμα του Διοκλητιανού

Μετά την ανακήρυξη του ως Συναυτοκράτορα ο Μαξιμιανός κλήθηκε να αντιμετωπίσει τους Βαγαυδών, επαναστάτες χωρικούς στη Γαλατία. Ο Διοκλητιανός επέστρεψε αργά στην Ανατολή και έφτασε στις 2 Νοεμβρίου στο Πτούι της Σλοβενίας.[61][62] Το καλοκαίρι του 285 συνάντησε Σαρμάτες στα Βαλκάνια, του ζήτησαν βοήθεια ή παραχώρηση γης αλλά εκείνος το αρνήθηκε, πολέμησε μαζί τους αλλά δεν μπόρεσε να τους νικήσει ολοκληρωτικά. Η διαφορά δεν μπορούσε να λυθεί με έναν πόλεμο, οι Σαρμάτες προκαλούσαν συνεχώς, ανάγκασαν τον Διοκλητιανό να έρθει σε νέο πόλεμο μαζί τους.[63] Ο Διοκλητιανός πέρασε τον χειμώνα στην Αρχαία Νικομήδεια, αντιμετώπισε εξέγερση των ανατολικών επαρχιών και τοποθέτησε μετανάστες από την Ασία σε άδεια κτήματα στη Θράκη.[64] Την άνοιξη επισκέφτηκε την Παλαιστίνη με τεράστια διπλωματική επιτυχία, ο Πέρσης βασιλιάς Βαράμης Β΄ του πρόσφερε πλούσια δώρα, διακήρυξε τη φιλία του με την αυτοκρατορία και κάλεσε τον Διοκλητιανό να τον επισκεφτεί (287).[65] Οι Ρωμαϊκές πηγές αναφέρουν ότι την πράξη αυτή την έκανε ο Πέρσης βασιλιάς οικειοθελώς.[66] Την ίδια εποχή που η Περσία διεκδικούσε την Αρμενία αναγνώρισε τη Ρωμαϊκή εξουσία στο δυτικό της τμήμα και νότια του ποταμού Τίγρη, η Δυτική Αρμενία έγινε Ρωμαϊκή επαρχεία. Ο εξόριστος βασιλιάς Τιριδάτης Γ΄ της Αρμενίας είχε καταφύγει στη Ρωμαϊκή αυλή όταν εκθρονίστηκε από τους Πέρσες σε βρεφική ηλικία (252-253), επανήλθε στον θρόνο του και κυβέρνησε την Ανατολική Αρμενία χωρίς αντίδραση από τους Πέρσες (287).[67] Τα δώρα του Βαράμη Β΄ έληξαν τις συγκρούσεις που είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Πέρσες από την εποχή του βασιλιά Κάρου.[68] Ο Διοκλητιανός αναδιοργάνωσε στη συνέχεια τα σύνορα του με τη Μεσοποταμία και εξόπλισε την πόλη Κιρκέσιο στον Ευφράτη.[69]

Ο Μαξιμιλιανός γίνεται Αύγουστος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κεφαλή του Διοκλητιανού στο Εθνικό Μουσείο της Σερβίας.

Οι επιχειρήσεις του Μαξιμιανού δεν είχαν την ίδια επιτυχία, οι Βαγαυδοί υπεστάλησαν εύκολα αλλά ο Καραύσιος, ο άνδρας που τοποθέτησε στις επιχειρήσεις στις Σαξονικές ακτές εναντίον των Φράγκων και Νορμανδών πειρατών έκανε κατάσχεση των αγαθών για τον εαυτό του. Ο Μαξιμιανός διέταξε την εκτέλεση του αλλά ο Καραύσιος δραπέτευσε στη Μεγάλη Βρεττανία και ανακήρυξε σε ολόκληρο το νησί και τη βόρεια Γαλλία επανάσταση εναντίον του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού.[70] Οι αρχαιολογικές έρευνες έδειξαν ότι ο Καραύσιος είχε σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στη Βρετανία, είχε ταυτόχρονα δυο βάσεις σε Βρετανία και Νορμανδία. Τα νομίσματα που βρέθηκαν στη Ρουέν δείχνουν ότι κατείχε μεγάλο τμήμα της Ηπειρωτικής Γαλλίας και κέρδισε την ανεξαρτητοποίηση του από την κεντρική Ρωμαϊκή εξουσία.[71] Ο Καραύσιος προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τον Διοκλητιανό και να εμφανιστεί σαν αυτοκράτορας υποτελής σε αυτόν, τα νομίσματα που έκοψε παρίσταναν τον ίδιο ανάμεσα στον Διοκλητιανό και τον Μαξιμιανό με τις επιγραφές "η ειρήνη των τριών Αυγούστων", "ο Καραύσιος και οι αδελφοί του".[72][73] Ο Διοκλητιανός όμως δεν είχε κανέναν στόχο να δει άλλον έναν σφετεριστή όπως ο Πόστουμος να αμφισβητήσει την εξουσία του, αποφάσισε να τον υποτάξει με κάθε μέσο.[74] Ο Μαξιμιανός εκμεταλλεύτηκε την κρίση και ανακήρυξε τον εαυτό του Αύγουστο (1 Απριλίου 286), ο Διοκλητιανός απουσίαζε από την τελετή.[75][76] Πολλοί λένε ότι ο Μαξιμιανός σφετερίστηκε τον τίτλο και τον αναγνώρισε αργότερα ο Διοκλητιανός για να αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο.[77] Οι απόψεις δεν θεωρούνται τόσο βέβαιες, ο Διοκλητιανός είχε παραχωρήσει από την αρχή στον Μαξιμιανό μεγάλη ανεξαρτησία.[78] Ο Διοκλητιανός ήθελε επιπλέον να διατηρήσει πάντα σύμμαχο του τον Μαξιμιανό από φόβο μήπως συμμαχήσει με τον Καραύσιο.[79] Οι περισσότερες πληροφορίες που προέρχονται από τον Καραύσιο σχετίζονται με τη νομισματοκοπεία του.[80] Ο Μαξιμιανός αναγνώρισε ότι δεν μπορούσε να τον υποτάξει και αποφάσισε (287) να προχωρήσει σε εκστρατεία στις φυλές που κατοικούσαν γύρω από τον Ρήνο.[81]

Ο Καραύσιος είχε συμμαχήσει με τους Φράγκους, ο στόχος του Μαξιμιανού ήταν να τους εμποδίσει να του δώσουν περισσότερες βάσεις στην ηπειρωτική Ευρώπη.[82] Την επόμενη άνοιξη ο Μαξιμιανός ετοίμασε τον στόλο του για εκστρατεία εναντίον του Καραύσιου. Ο Διοκλητιανός επέστρεψε τότε από την Ανατολή και αποφάσισαν μαζί κοινή εκστρατεία απέναντι στους Αλαμμανούς, ο Διοκλητιανός θα έκανε επίθεση μέσω της Ρατίας και ο Μαξιμιανός μέσω του Μάιντς. Οι δύο αυτοκράτορες έκαψαν όλα τα σπαρτά στις γύρω περιοχές καταστρέφοντας τις προμήθειες των Γερμανών.[83] Κατακτήθηκαν πολλές περιοχές της Γαλατίας, αυτό επέτρεψε στον Μαξιμιανό να προετοιμαστεί καλύτερα στον πόλεμο εναντίον του Καραύσιου.[84] Με την επιστροφή του στην Ανατολή ο Διοκλητιανός βρέθηκε ξανά σε σύγκρουση με τους Σαρμάτες χωρίς να έχουν σωθεί πολλές λεπτομέρειες, οι επιγραφές δείχνουν ότι ο Διοκλητιανός πήρε τον τίτλο του "Σαρματικού Μάξιμου" (289).[85] Στην ανατολή προσπάθησε με διπλωματία ο Διοκλητιανός να κερδίσει την υποστήριξη όλων των νομαδικών φυλών που κατοικούσαν ανάμεσα στην αυτοκρατορία του και την Περσία. Οι προσπάθειες αυτές αναβίωναν τις παλιές φιλικές σχέσεις που είχε η Ρώμη με την Παλμυριανή Αυτοκρατορία ή ήταν μια προσπάθεια να περιορίσει τις επιδρομές τους.[86][87] Δεν υπάρχουν πολλές λεπτομέρειες για τις διαπραγματεύσεις αυτές, ήθελε να τους εξασφαλίσει ως συμμάχους επειδή πιθανότατα είχαν ξεσπάσει νέες εντάσεις με τους Σασσανίδες.[88][89] Ο Μαξιμιανός έφτιαξε τη διετία 288-289 στόλο στη δύση αλλά την επόμενη χρονιά (290) καταστράφηκε από καταιγίδα, ίσως να ήταν και μια προσπάθεια να καλύψει τη στρατιωτική του ήττα.[90] Ο Διοκλητιανός μετά την περιοδεία του στην ανατολή επέστρεψε στη Χομς (10 Μάϊου 290) και στο Σίρμιο του Δούναβη (1 Ιουλίου 290).[91][92] Την άνοιξη του 290-291 ο Διοκλητιανός συνάντησε τον Μαξιμιανό στο Μιλάνο, πιθανότατα τον Δεκέμβριο του 290 ή τον Ιανουάριο του 291.[93] Η συνάντηση έγινε με έντονους πανηγυρισμούς και μεγαλοπρεπείς τελετές για όλο το διάστημα που έμειναν μαζί, ήθελαν να επιβεβαιώσουν στον λαό τη συμμαχία τους.[94] Μια αντιπροσωπεία από τη Ρωμαϊκή Γερουσία συνάντησε τους αυτοκράτορες και επιβεβαίωσε τα προνόμια της.[95] Η επιλογή του Μιλάνου άφησε μια γεύση έντονης δυσαρέσκειας στους Ρωμαίους, η Ρώμη ωστόσο είχε παραμείνει πρωτεύουσα μόνο σε θρησκευτικά θέματα, οι υπόλοιπες αυτοκρατορικές τελετές είχαν σαν επίκεντρο τον τόπο που ζούσε ο αυτοκράτορας, την ίδια τακτική είχε ακολουθήσει παλιότερα και ο Γαλλιηνός.[96] Το κέντρο της αυτοκρατορίας ήταν στη θέση που έμενε ο αυτοκράτορας, ο ιστορικός του 3ου αιώνα Ηρωδιανός έγραψε "η Ρώμη είναι εκεί που βρίσκεται ο αυτοκράτορας".[97][98] Τα πολιτικά θέματα που συζητήθηκαν παρέμειναν κρυφά, οι δυο Αύγουστοι συναντήθηκαν μεταξύ τους πολύ αργότερα (303).[99]

Τετραρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ίδρυση της Τετραρχίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διανομή της αυτοκρατορίας επί της Τετραρχίας

Αμέσως μετά την επιστροφή του (293) ο Διοκλητιανός απέσυρε τον Μαξιμιανό από τον πόλεμο εναντίον του Καραύσιου, ανέλαβε ο Φλάβιος Κωνστάντιος ένας άνδρας μεγάλης στρατιωτικής εμπειρίας όπως φάνηκε στις εκστρατείες του Αυρηλιανού εναντίον της Ζηνοβίας (272-273). Ο Κωνστάντιος ήταν νομαρχιακός διοικητής των Ρωμαίων στη Γαλατία και είχε παντρευτεί την κόρη του Μαξιμιανού Φλαβία Μαξιμιανή Θεοδώρα. Ο Μαξιμανός έδωσε στο Μιλάνο τον τίτλο του Καίσαρα στον Φλάβιο Κωνστάντιο (1 Μαρτίου 293).[100] Την άνοιξη του 293 ο Διοκλητιανός έκανε την ίδια πράξη στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας ή στο Σίρμιο απέναντι στον Γαλέριο σύζυγος της κόρης του Βαλερίας που ήταν επίσης διοικητικός νομάρχης του. Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός ανέλαβε τη διοίκηση στη Βρετανία και τη Γαλατία, ο Γαλέριος τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και συνοριακές περιοχές στα ανατολικά.[101] Το νέο καθεστώς πήρε το όνομα "Τετραρχία" που μεταφράζεται στην Ελληνική γλώσσα ως "Κυβέρνηση των τεσσάρων".[102] Οι τέσσερις Συναυτοκράτορες είχαν απόλυτη εξουσία στα εδάφη τους και ταξίδευαν συνεχώς με τις αυτοκρατορικές τους αυλές και στρατούς.[103] Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιλιανός ενώθηκαν με δεσμούς αίματος σαν "αδελφοί", ενώθηκαν επίσης με δεσμούς αίματος με τους γαμπρούς τους ως "υιοθετημένοι γιοι" (293). Η σχέση τους είχε ανταπόκριση στη διαδοχή, ο Γαλέριος και ο Κωνστάντιος θα έπαιρναν τον τίτλο του Αυγούστου μετά την αποχώρηση των πεθερών τους, ο γιος του Μαξιμιανού Μαξέντιος και ο γιος του Κωνστάντιου ο μελλοντικός Μέγας Κωνσταντίνος θα έπαιρναν τον τίτλο του Καίσαρα. Ο Κωνσταντίνος και ο Μαξέντιος εκπαιδεύτηκαν στην αυλή του Διοκλητιανού στη Νικομήδεια.[104]

Ήττα του Καραύσιου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κωνστάντιος πριν παραλάβει τον τίτλο του Καίσαρα έσπευσε να αντιμετωπίσει τον Καραύσιο από τη βάση του στη Γαλατία, ανέκτησε τη Βουλώνη μετά από σκληρή μάχη, ο Καραύσιος έπεσε και τον διαδέχθηκε ο Άλεκτος που μπόρεσε να κρατήσει άλλα τρια χρόνια τη Βρετανία. Ο Πραίτορας του Κωνστάντιου Ασκληπιόδοτος μετά από νέα σκληρή μάχη θανάτωσε τον Άλεκτο ανοίγοντας τον δρόμο για την προσάρτηση της Βρετανίας. Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός μπήκε θριαμβευτής στο Λονδίνο και πήρε τον τίτλο του ελευθερωτή της Βρετανίας. Ένα μετάλλιο που κόπηκε εκείνη την εποχή προς τιμή του Κωνστάντιου του Χλωρού τον παρουσιάζει έφιππο με την επιγραφή "επανέφερε το αιώνιο φως".[105] Η λήξη της Φράγκικης απειλής επέτρεψε στον Κωνστάντιο και τον Μαξιμιανό να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση των νέων απειλών. Ο Κωνστάντιος προχώρησε σε εκστρατεία στον Ρήνο εναντίον των Φράγκων πειρατών και νομάδων, ο Μαξιμιανός πήγε στην Αφρική και έκανε επιβλητική είσοδο στην Καρχηδόνα (10 Μαρτίου 298).[106] Η αποτυχία ωστόσο του Μαξιμιανού να αντιμετωπίσει τον Καραύσιο και τον Άλεκτο έριξαν το κύρος του κάτι που στοίχισε στον γιο του Μαξέντιο, στη θέση του Αύγουστου ανέβηκε ο αντίπαλος διεκδικητής ο γιος του Κωνστάντιου Κωνσταντίνος.[107]

Συγκρούσεις σε Βαλκάνια και Αίγυπτο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αψίδα της Τετραρχίας

Την άνοιξη του 293 ο Διοκλητιανός και ο Γαλέριος ταξίδευσαν στην Κωνσταντινούπολη, ο Διοκλητιανός επέστρεψε στο Σίρμιο και έμεινε εκεί τον επόμενο χειμώνα και την άνοιξη. Το φθινόπωρο του 294 προχώρησε σε νέα εκστρατεία εναντίον των Σαρματών, τους νίκησε, τους έδιωξε μακριά από τον Δούναβη και έκτισε μια μεγάλη σειρά από κάστρα βόρεια του Δούναβη.[108][109] Την άνοιξη του 296 πέτυχε νέα νίκη απέναντι στους Καπρί.[110] Την περίοδο 299-302 ο Διοκλητιανός έμεινε στην ανατολή και ήταν ο Γαλέριος αυτή τη φορά που πέτυχε νικηφόρα εκστρατεία στον Δούναβη.[111] Στα τέλη της βασιλείας του ο Διοκλητιανός είχε όλο τον έλεγχο των περιοχών κατά μήκος του Δούναβη, τοποθέτησε πολλές λεγεώνες, το κόστος ήταν ψηλό αλλά απαραίτητο για μια περιοχή που δεν μπορούσε να ελέγξει εύκολα.[112][113] Ο Γαλέριος είχε δυσκολίες στην Άνω Αίγυπτο όπου αντιμετώπισε εξέγερση (291-293).[114] Οι προσπάθειες του Διοκλητιανού να καθιερώσει το Αιγυπτιακό φορολογικό σύστημα στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε εξεγέρσεις.[115] Ο σφετεριστής Δομίτιος Δομιτιανός ανακήρυξε το καλοκαίρι του 297 τον εαυτό του Αύγουστο, τον αναγνώρισε ολόκληρη η Αίγυπτος ιδιαίτερα η Αλεξάνδρεια.[116] Ο Διοκλητιανός μετέβη στην Αίγυπτο να τον καταστείλει, υπέταξε το φθινόπωρο του 297 τη Θηβαΐς και κατόπιν πήγε να πολιορκήσει την Αλεξάνδρεια.[117] Ο Δομητιανός πέθανε τον Δεκέμβριο του 297 σε μια περίοδο που ο Διοκλητιανός είχε υπό τον έλεγχο του ολόκληρη την Αιγυπτιακή ύπαιθρο, ο διάδοχος του Αυρήλιος Αχιλλεύς μπόρεσε να κρατήσει την Αλεξάνδρεια μέχρι τον Μάρτιο του 298.[118][119] Ο Διοκλητιανός ολοκλήρωσε το γραφειοκρατικό σύστημα και προχώρησε σε απογραφή, η Αλεξάνδρεια τιμωρήθηκε για την εξέγερση της και καταργήθηκε η ανεξαρτησία της.[120][121] Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού συνδυάστηκαν με αυτές που έκανε ο Σεπτίμιος Σευήρος στην Αίγυπτο, οι μορφές της διοίκησης στην Αίγυπτο έγιναν όμοιες με τις Ρωμαϊκές.[122] Το επόμενο καλοκαίρι ο Διοκλητιανός ταξίδευσε κατά μήκος του Νείλου, επισκέφτηκε την Οξύρρυγχο και την Ελεφαντίνη.[123] Όταν βρέθηκε στη Νουβία έκλεισε ειρήνη με τη Νοβαδία και τους Βλέμμυες, τα Ρωμαϊκά σύνορα μετακινήθηκαν βόρεια της νήσου Φίλαι, οι δύο φυλές δέχτηκαν ετήσιο επίδομα. Τον Σεπτέμβριο του 298 μετά την υπογραφή της συνθήκης ο Διοκλητιανός μετακινήθηκε στην Άνω Αίγυπτο, τον Φεβρουάριο του 299 πήγε στη Συρία και συνάντησε τον Γαλέριο στη Μεσοποταμία.[124]

Πόλεμοι με τους Πέρσες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ναρσής μικρότερος γιος του Σαπώρη του Μέγα ανέβηκε στον θρόνο της Περσίας (294), ο ανεψιός του Βαράμης Β΄ της Περσίας είχε πεθάνει την προηγούμενη χρονιά (293) και ο ανίκανος γιος του Βαράμης Γ΄ της Περσίας ανατράπηκε από τον θείο του πατέρα του.[125] Ο Ναρσής έστειλε τα συνηθισμένα δώρα στη Ρωμαϊκή αυλή αλλά οι στόχοι του δεν ήταν να συνεχιστεί η ειρήνη που είχε κλείσει ο Βαράμης Β΄, ακολούθησε την τακτική του πολεμοχαρή παππού του Αρδασίρ Α΄ της Περσίας και του πατέρα του Σαπώρη Α΄ που είχε βασανίσει τον αυτοκράτορα Βαλεριανό (260).[126] Ο Ναρσής κήρυξε τον πόλεμο στους Ρωμαίους (295), επιτέθηκε στην Αρμενία και ανέτρεψε τον Τιριδάτη Γ΄ που είχε τοποθετηθεί βασιλιάς μετά την ειρήνη (287).[127] Μετακινήθηκε κατόπιν στη Μεσοποταμία, συνάντησε τον Γαλέριο στην περιοχή ανάμεσα στη Χαρράν και στη Ράκκα και τον συνέτριψε.[128][129] Δεν είναι γνωστό αν συμμετείχε στη μάχη ο Διοκλητιανός, το βέβαιο είναι ότι έριξε όλες τις ευθύνες της ήττας στον Γαλέριο και τον υπέβαλε σε δημόσιο εξευτελισμό.[130][131] Ο Γαλέριος ενισχύθηκε με νέες δυνάμεις από τις περιοχές του Δούναβη και αποφάσισε να αντιμετωπίσει δυναμικά τους Πέρσες.[132] Δεν είναι γνωστό αν συμμετείχε ο Διοκλητιανός στην εκστρατεία, μάλλον απουσίαζε, ο Ναρσής εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημα για να ξεκινήσει την επίθεση. Το έδαφος ωστόσο ήταν ακατάλληλο για το Περσικό ιππικό, ευνοούσε το Ρωμαικό που συνέτριψε τον Ναρσή και πήρε ομήρους ολόκληρο τον βασιλικό θησαυρό του, την οικογένεια και το χαρέμι του.[133] Ο Γαλέριος μετακινήθηκε κατόπιν νότια του Τίγρη, κατέλαβε τη Ρωμαϊκή πρωτεύουσα Κτησιφόντα και επέστρεψε στη Ρωμαϊκή επικράτεια του Ευφράτη.[134]

Σύναψη ειρήνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ναρσής έστειλε αντιπροσώπους στον Γαλέριο, τον παρακάλεσε να του επιστρέψει τη γυναίκα του και τα παιδιά του αλλά εκείνος τον αγνόησε.[135] Οι πρώτες ειρηνικές διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν την άνοιξη του 299 όταν οι αντιπρόσωποι του Βαλέριου και του Διοκλητιανού πήγαν στον Ναρσή να του παραδώσουν τη Συνθήκη του Νίσιβις.[136] Οι όροι ήταν πολύ σκληροί, η Αρμενία θα επέστρεφε στη Ρώμη, το Βασίλειο της Ιβηρίας θα ήταν υποτελής στους Ρωμαίους και το Νίσιβις θα γινόταν Ρωμαϊκό, θα ήταν το μοναδικό σημείο εμπορίου ανάμεσα στη Ρώμη και την Περσία.[137] Οι πέντε επαρχίες ανάμεσα στον Τίγρη και την Αρμενία θα γινόντουσαν Ρωμαϊκές, περιείχαν τα όρη του Αντίταυρου και τα στενά του Μπιτλίς.[138] Με τις κατοχές αυτές η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα μπορούσε να ελέγξει όλους τους σταθμούς βόρεια από την Κτησιφώντα και να εμποδίσει την Περσική προέλαση.[139] Ο Τιριδάτης Γ΄ ανέκτησε ξανά τον θρόνο και τα κληρονομικά του δικαιώματα, ξεκίνησε ο εκχριστιανισμός της Αρμενίας.[140][141] Ο Διοκλητιανός θα ξεκινήσει την κατασκευή ενός δρόμου που ένωσε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τους Άραβες (300), θα είναι αρκετά χρήσιμος στην αρχή αλλά σταδιακά θα αποδειχτεί αναποτελεσματικός.[142]

Θρησκευτική πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διώξεις των Μανιχαϊστών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη σύναψη της Ειρήνης του Νίσιβις ο Διοκλητιανός και ο Γαλέριος επέστρεψαν στην Συριακή Αντιόχεια.[143] Την ίδια εποχή οι δυο αυτοκράτορες προχώρησαν σε μια τελετή Θυσίας στους θεούς σε μια προσπάθεια τους να προβλέψουν το μέλλον. Οι ιερείς δεν μπορούσαν να προβλέψουν το μέλλον από τα εντόσθια των θυσιασμένων ζώων, κατηγόρησαν στον αυτοκράτορα τους χριστιανούς. Οι αυτοκράτορες διέταξαν τα νοικοκυριά τους και όλους τους στρατηγούς της αυτοκρατορίας να τελέσουν θυσίες στους θεούς για να τους εξευμενίσουν.[144] Ο Διοκλητιανός ήταν ένας άνθρωπος βαθιά θρησκευόμενος και πιστός στο παλιό Ρωμαϊκό Πάνθεον, ήταν αποφασισμένος να σταματήσει την αποστασία στην παραδοσιακή θρησκεία με κάθε μέσο.[145] Ο Ευσέβιος της Καισαρείας ωστόσο, ο Λακτάντιος και ο Μέγας Κωνσταντίνος έγραψαν ότι ο σκληρότερος διώκτης των χριστιανών ήταν ο Γαλέριος και όχι ο Διοκλητιανός.[146] Ο Γαλέριος ήταν πραγματικά περισσότερο φανατικός από τον Διοκλητιανό, είδε μεγάλο πολιτικό πλεονέκτημα με τις διώξεις και αποφάσισε να τις ξεκινήσει.[147] Την περίοδο 299-302 ο Διοκλητιανός χρησιμοποιούσε σαν κύρια κατοικία την Αντιόχεια, ο Γαλέριος βρισκόταν σε μετακινήσεις ανάμεσα στον Άνω και τον Κάτω Δούναβη.[148] Τον χειμώνα του 301-302 ο Διοκλητιανός επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια, μετά από μερικές συγκρούσεις με τους Μανιχαϊστές διέταξε οι αρχηγοί της θρησκείας των οπαδών του Μάνη να καούν ζωντανοί. Ο Διοκλητιανός κήρυξε κατόπιν γενικό διωγμό στους οπαδούς του Μανιχαϊσμού, όσοι ανήκαν στις χαμηλές τάξεις θα σφάζονταν, στις υψηλές θα στέλνονταν στην Προκόννησο για καταναγκαστικά έργα. Οι περιουσίες τους θα κατάσχονταν και θα τις έπαιρνε το αυτοκρατορικό ταμείο για να ενισχυθεί.[149] Ο Μανιχαϊσμός σύμφωνα με τον Διοκλητιανό ήταν μια θρησκεία με ξένη καταγωγή και ξένη στα Ρωμαϊκά έθιμα που έφερνε τη διαφθορά και την οργή των θεών αλλά δεν θα παραμείνει η μοναδική θρησκεία, επόμενος στόχος του ο Χριστιανισμός.[150][151]

Διώξεις των Χριστιανών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φθινόπωρο του 302 ο Διοκλητιανός επέστρεψε στην Αντιόχεια, διέταξε να κόψουν τη γλώσσα στον διάκονο Ρωμανό της Καισάρειας, τον έριξαν φυλακή και στη συνέχεια τον εκτέλεσαν (17 Νοεμβρίου 303). Ο Διοκλητιανός πίστευε ότι ο Ρωμανός της Καισάρειας ήταν ένας αλαζόνας, είχε εγκαταλείψει τον χειμώνα τη Νικομήδεια για να συνοδεύσει τον Γαλέριο.[152] Ο Λακτάντιος γράφει ότι ο Διοκλητιανός και ο Γαλέριος συναντήθηκαν στη Νικομήδεια, αποφάσισαν τη δίωξη των χριστιανών αλλά είχαν σημαντικές διαφωνίες σχετικά με τον βαθμό της δίωξης. Ο Διοκλητιανός ήθελε τον αποκλεισμό των χριστιανών από ολόκληρο το γραφειοκρατικό σύστημα και τον στρατό, ο Γαλέριος ήθελε τη θανάτωση όλων. Οι δύο άντρες πήγαν στο Μαντείο του Απόλλων στα Δίδυμα Μιλήτου για να ζητήσουν συμβουλές.[153] Το Μαντείο τους έδωσε να καταλάβουν ότι ο Απόλλων δεν μπορούσε να ελέγξει την κατάσταση στον κόσμο χάρη στην ασέβεια, ο ρήτωρ Ευσέβιος έγραψε "ο άρχων της γης ...".[154] Μετά την προφητεία λύθηκε η δυσπιστία του Διοκλητιανού και αποφάσισε γενική δίωξη όλων των χριστιανών όπως πρότεινε ο Γαλέριος.[155][156] Ο Διοκλητιανός διέταξε να κατεδαφιστεί η νέα εκκλησία που ανηγέρθη στη Νικομήδεια (23 Φεβρουαρίου 303), διέταξε να καούν όλες οι χριστιανικές κατασκευές και να κατασχεθεί η περιουσία τους για το θησαυροφυλάκιο.[157] Την επόμενη μέρα ο Διοκλητιανός δημοσιοποίησε επίσημα το πρώτο "Έδικτο εναντίον των χριστιανών".[158] Το Έδικτο καθόριζε ότι όλοι οι τόποι λατρείας των χριστιανών θα έπρεπε να καταστραφούν και την απαγόρευση της χριστιανικής λατρείας.[159] Στα τέλη του Φεβρουαρίου μια πυρκαγιά κατέστρεψε τα αυτοκρατορικά ανάκτορα.[160] Ο Γαλέριος έπεισε ξανά τον Διοκλητιανό ότι οι εμπρηστές ήταν οι χριστιανοί που συνεργάστηκαν με τους Ευνούχους των ανακτόρων αλλά δεν βρέθηκε καμιά απόδειξη. Οι εκτελέσεις ξεκίνησαν, οι ευνούχοι Δωρόθεος και Γοργόνιος θανατώθηκαν, ο Πέτρος ο Κουβικουλάριος, γδύθηκε, σηκώθηκε ψηλά, μαστιγώθηκε, στο τέλος έβαλαν ξύδι και αλάτι στις πληγές του και τον έκαψαν. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν μέχρι τις 24 Απριλίου 303, έξι επιφανείς χριστιανικές προσωπικότητες ανάμεσα τους και ο Άνθιμος Α΄ Νικομηδείας Αποκεφαλίστηκαν.[161] Σε 16 μέρες μετά την πρώτη φωτιά ξέσπασε δεύτερη φωτιά στα ανάκτορα, ο Γαλέριος δραπέτευσε στη Ρώμη διαλαλώντας ότι η Νικομήδεια είναι ανασφαλής, τον ακολούθησε και ο Διοκλητιανός.[162][163]

Λήξη των διωγμών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Έδικτα δίωξης των χριστιανών συνεχίστηκαν, διέταζαν τη σύλληψη όλου του χριστιανικού κλήρου και των πιστών που τελούσαν τη λατρεία, ο διωγμός ωστόσο ήταν αποτυχής, οι περισσότεροι χριστιανοί παρέμειναν πιστοί αφού η θρησκεία έγινε συμπαθής λόγω της δίωξης. Τα βασανιστήρια των μαρτύρων ενίσχυσαν περισσότερο το χριστιανικό φρόνημα.[164] Ο Μαξιμιανός και ο Κωνστάντιος ο Χλωρός ωστόσο στη δύση δεν θα ακολουθήσουν την ίδια τακτική, δεν θα διώξουν τους χριστιανούς.[165] Ο Γαλέριος αναγνώρισε ότι οι διωγμοί δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και με Έδικτο (311) καθόριζε τη διακοπή τους λόγω αποτυχίας. Οι λίγοι χριστιανοί που αναγκάστηκαν από φόβο να αλλαξοπιστήσουν θα έχουν σημαντικό ρόλο αργότερα στη δημιουργία του Δονατισμού.[166] Σε 15 χρόνια ο γιος του Κωνστάντιου του Χλωρού Κωνσταντίνος ο Μέγας θα κυρήξει την ανεξιθρησκεία, επέστρεψε όλες τις χριστιανικές περιουσίες που είχαν κατασχεθεί στους ιδιοκτήτες τους.[167] Με τον Μέγα Κωνσταντίνο ο χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.[168] Ο Διοκλητιανός δαιμονοποιήθηκε από τους χριστιανούς αργότερα σαν κάτι το απόλυτο κακό, καταγράφεται τόσο στην Αποκάλυψη όπως αναφέρει ο Λάκταμος όσο και στη Σέρβικη μυθολογία ως "Διοκλής, ο εχθρός του θεού".[169]

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραίτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Διοκλητιανός εισήλθε στη Ρώμη στις αρχές του φθινοπώρου του 303, γιόρτασε με τον Μαξιμιανό τα 20 χρόνια της βασιλείας τους, τα 10 χρόνια της Τετραρχίας και τον θρίαμβο απέναντι στους Πέρσες (20 Νοεμβρίου 303). Ο Διοκλητιανός σύντομα βαρέθηκε την πόλη, ο Έντουαρντ Γκίμπον στηριζόμενος στον Λακτάντιο περιγράφει την κατάσταση ως "εκφυλισμένη οικειότητα".[170] Ο Ρωμαϊκός λαός τον έβλεπε περισσότερο σαν μέλος της ανώτερης αριστοκρατίας παρά σαν μονάρχη. Ο Διοκλητιανός ύστερα από μια σύντομη παραμονή στη Ρώμη αναχώρησε για τον βορρά (20 Δεκεμβρίου 303).[171] Οι προγραμματισμένες τελετές έγιναν τελικά στη Ραβένα αντί για τη Ρώμη (1 Ιανουαρίου 304).[172] Πολλές πηγές αναφέρουν ότι ο Διοκλητιανός είχε στόχο να μεταφέρει την πρωτεύουσα από τη Ρώμη, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές ο Μαξιμιανός ορκίστηκε στον ναό του Δία να ακολουθήσει τα σχέδια του Διοκλητιανού.[173] Από τη Ραβένα ο Διοκλητιανός μετέβη στον Δούναβη όπου πέτυχε άλλη μια νίκη απέναντι στους Καπρί.[174] Στη διάρκεια της μάχης αρρώστησε, με τις μέρες η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευσε έντονα και αποφάσισε να επιστρέψει επειγόντως στη Νικομήδεια. Ο Διοκλητιανός εμφανίστηκε σε δημόσια τελετή στα εγκαίνια του τσίρκου της Νικομήδειας (20 Νοεμβρίου 304), στη διάρκεια της τελετής κατέρρευσε. Τον χειμώνα του 304-305 δεν εμφανίστηκε ξανά στο κοινό, φήμες έλεγαν ότι είχε πεθάνει και είχαν σκοπό να κρατήσουν μυστικό τον θάνατο του μέχρι την επιστροφή του Γαλέριου, στα τέλη του χρόνου (13 Δεκεμβρίου 304) ανακοινώθηκε ψευδής φήμη ότι αυτοκτόνησε. Ο λαός της Νικομήδειας θρηνούσε τον θάνατο του αυτοκράτορα μέχρι που ανακοινώθηκε ότι είναι ζωντανός, εμφανίστηκε σε δημόσια τελετή (1 Μαρτίου 305) αλλά αρκετά εξασθενημένος και αγνώριστος.[175]

Ο Γαλέριος έφτασε στην πόλη τον Μάρτιο, σύμφωνα με τον Λακτάντιο ήταν αποφασισμένος να διαλύσει την Τετραρχία και να πιέσει τον Διοκλητιανό σε παραίτηση με πρόσχημα την υγεία του, τελικά αναγκάστηκε να συμφωνήσει. Ο Λακτάντιος αναφέρει ότι ο Γαλέριος έκανε το ίδιο στον Μαξιμιανό όταν βρισκόντουσαν στο Σίρμιο.[176] Ο Διοκλητιανός συγκάλεσε Συνέλευση των στρατηγών του (1 Μάϊου 305) σε ένα χιλιόμετρο έξω από το Σίρμιο, στο ίδιο σημείο που ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας. Με κλάματα μπροστά στο άγαλμα του Ζούπιτερ εξήγησε στον λαό την αδυναμία του να κυβερνήσει λόγω της κακής κατάστασης της υγείας του και ήταν ανάγκη να πάρει την εξουσία του ένας υγιέστερος και ισχυρότερος. Ο Διοκλητιανός έγινε με αυτόν τον τρόπο ο πρώτος αυτοκράτορας που παραιτήθηκε οικειοθελώς από τον τίτλο του.[177] Ο λαός είχε αναγνωρίσει ότι οι διάδοχοι του ήταν ο Μαξέντιος και ο Κωνσταντίνος γιοι των δύο αυτοκρατόρων, έπρεπε να προετοιμαστούν εντατικά για τον ρόλο τους στον θρόνο, πήραν τον τίτλο του Καίσαρα. Ο Κωνσταντίνος ταξίδευσε στην Παλαιστίνη για να βρεθεί στο πλευρό του Διοκλητιανού, τον συνάντησε στη Νικομήδεια (303, 305), ο Μαξέντιος έκανε το ίδιο.[178] Σύμφωνα με τον Λακτάντιο όταν ανακοίνωσε την παραίτηση του ο Διοκλητιανός στράφηκε το πλήθος στον Κωνσταντίνο.[179] Ο Φλάβιος Βαλέριος Σεβήρος και ο Μαξιμίνος ήταν ωστόσο αυτοί που ανακηρύχτηκαν Καίσαρες, ο Μαξιμίνος φόρεσε το ένδυμα του Διοκλητιανού και ο Σεβήρος έκανε το ίδιο πράγμα στο Μιλάνο. Ο Κωνστάντιος ο Χλωρός διαδέχθηκε τον Μαξιμιανό ως Αύγουστος στη δύση αλλά ο Κωνσταντίνος και ο Μαξιμίνος αγνοήθηκαν. Οι πράξεις αυτές δεν προβλέπονταν ευνοϊκές για το μέλλον της Τετραρχίας.[180]

Ιδιωτική ζωή στα ανάκτορα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Διοκλητιανός αποσύρθηκε στα ανάκτορα του που ήταν ισχυρά εξοπλισμένα στις ακτές της Αδριατικής κοντά στα Σάλωνα, είναι καλοδιατηρημένο στις μέρες μας και ο πηρύνας στον οποίο δημιουργήθηκε η μετέπειτα πόλη Σπλιτ στην Κροατία. Ο Μαξιμιανός αποσύρθηκε στα κτήματα του στην Καμπανία και τη Λουκανία.[181] Οι δύο πρώην αυτοκράτορες παρακολουθούσαν συνεχώς τις πολιτικές εξελίξεις με επεμβάσεις όταν χρειαζόταν και βρισκόντουσαν μεταξύ τους σε επικοινωνία.[182] Ο Γαλέριος φόρεσε τις Φάσκες μαζί με τον Διοκλητιανό (308), τον Οκτώβριο του ίδιου έτους συναντήθηκαν ξανά στο Καρνους. Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός ήταν παρόντες όταν διορίστηκε ο Λικίνιος Αύγουστος στη θέση του Σεβήρου που δολοφονήθηκε από τον Μαξέντιο (11 Νοεμβρίου 308). Μόλις είδε ότι ο Μαξιμιανός ήταν έτοιμος να επιστρέψει ο Διοκλητιανός τον διέταξε να μην το κάνει. Ο λαός του Καρνους παρακάλεσε τον Διοκλητιανό να επιστρέψει στον θρόνο για να λύσει τις διαφορές που είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στον Κωνσταντίνο και τον σφετεριστή Μαξέντιο.[183] Ο Διοκλητιανός απάντησε "αν σας δείξω το λάχανο που έχω φυτέψει στον κήπο με τα χέρια μου δεν θα θέλατε να αντικαταστήστε την ηρεμία και την ειρήνη με τις ταραχές της εξουσίας".[184] Ο Διοκλητιανός έζησε ειρηνικά στην αυλή του περισσότερο από τέσσερα χρόνια, πιέστηκε για τρίτη φορά να επανέλθει στην εξουσία αλλά αρνήθηκε. Πέθανε μετά από ασθένεια από φυσικά αίτια ή σύμφωνα με μερικές πηγές αυτοκτόνησε.[185][186]


Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε την Πρίσκα και είχε τέκνο:

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Timothy D. Barnes, The New Empire of Diocletian and Constantine, σελ. 4, Cambridge, MA: Harvard University Press (1982) ISBN 0-7837-2221-4
  2. Timothy D. Barnes, "Lactantius and Constantine", σελ. 32-35, The Journal of Roman Studies 63 (1973)
  3. Williams, 58–59
  4. Cambi, Nenad (2012). "Tetrarchic Practice in Name Giving". In A. Demandt; A. Goltz; H. Schlange-Schoningen (eds.). Diokletian und die Tetrarchie. Vol. 98. De Gruyter. σσ. 38–45
  5. Barnes 1982, p. 31; Williams, σσ. 22, 237
  6. Barnes 1982, σσ. 30–31; Williams, σσ. 22, 238
  7. Eutropius, Breviarium, 9.19; Barnes, Constantine and Eusebius, 4; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 68; Potter, 280; Williams, 22–23
  8. Wilkes, John J. (1992). The Illyrians. Oxford, United Kingdom: Blackwell Publishing. σ. 263
  9. Zonaras, 12.31; Southern, 331; Williams, 26
  10. Mathisen, "Diocletian"; Williams, 26
  11. SHA, Vita Carini 14–15; Williams, 26
  12. Williams, 33
  13. Williams, 36
  14. Theodor Mommsen, A History of Rome Under the Emperors. London: Routledge, 1999, σ. 348
  15. Barnes, Constantine and Eusebius, 4
  16. Southern, 133
  17. Barnes, Constantine and Eusebius, 4; Leadbetter, "Numerianus."
  18. Codex Justinianeus 5.52.2; Leadbetter, "Numerianus"; Potter, 279
  19. Williams, 34
  20. Southern, 133
  21. Leadbetter, "Numerianus."
  22. Barnes, Constantine and Eusebius, 4; Leadbetter, "Numerianus"; Odahl, 39; Williams, 35
  23. Eutropius, Breviarium, 9.19; Aurelius Victor, 39.1
  24. Potter, 280
  25. Barnes, Constantine and Eusebius, 4; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 68; Williams, 35–36
  26. Barnes, Constantine and Eusebius, 4–5; Odahl, 39–40; Williams, 36–37
  27. Barnes, Constantine and Eusebius, 4–5; Leadbetter, "Numerian"; Odahl, 39–40; Williams, 37
  28. Corcoran, "Before Constantine", 39
  29. Barnes, Constantine and Eusebius, 5; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 69; Potter, 280; Southern, 134
  30. Barnes, Constantine and Eusebius, 5
  31. Potter, 280
  32. Barnes, Constantine and Eusebius, 5
  33. Barnes, Constantine and Eusebius, 5; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 69; Leadbetter, "Carinus"; Southern, 134–35; Williams, 38. See also Banchich
  34. Southern, 134–35; Williams, 38
  35. Barnes, Constantine and Eusebius, 5; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 69; Leadbetter, "Carinus."
  36. Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 69; Potter, 280
  37. Barnes, Constantine and Eusebius, 5
  38. Barnes, Constantine and Eusebius, 5; Odahl, 40; Southern, 135
  39. Barnes, Constantine and Eusebius, 5; Williams, 37–38
  40. Potter, 280; Williams, 37
  41. Potter, 280
  42. Barnes, Constantine and Eusebius, 5; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 69; Odahl, 40; Williams, 38
  43. Southern, 135; Williams, 38
  44. Barnes, Constantine and Eusebius, 5; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 69
  45. Roman Imperial Coinage 5.2.241 no. 203–04; Barnes, Constantine and Eusebius, 5, 287; Barnes, New Empire, 50
  46. Williams, 41
  47. Aurelius Victor, De Cesaribus, 37.5, quoted in Carrié & Rousselle, L'Empire Romain, 654
  48. Potter, 281
  49. Barnes, Constantine and Eusebius, 5–6; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 69; Barnes, New Empire, 113; Williams, 41–42
  50. Potter, 280
  51. Barnes, Constantine and Eusebius, 6; Southern, 136
  52. Barnes, Constantine and Eusebius, 6; Barnes, New Empire, 4; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 69; Bleckmann; Corcoran, "Before Constantine", 40; Potter, 280–81; Williams, 43–45
  53. Corcoran, "Before Constantine", 40. See also: Williams, 48–49
  54. Potter, 280; Southern, 136; Williams, 43
  55. Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 69; Odahl, 42–43; Southern, 136; Williams, 45
  56. Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 69; Southern, 136
  57. Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 70–71; Corcoran, "Before Constantine", 40; Liebeschuetz, 235–52, 240–43; Odahl, 43–44; Williams, 58–59
  58. Barnes, Constantine and Eusebius, 11–12; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 70–71; Corcoran, "Before Constantine", 40; Odahl, 43; Southern, 136–37; Williams, 58
  59. Barnes, Constantine and Eusebius, 11; Cascio, "The New State of Diocletian and Constantine" (CAH), 172
  60. Williams, 58–59. See also: Cascio, "The New State of Diocletian and Constantine" (CAH), 171
  61. Barnes, Constantine and Eusebius, 6; Southern, 137
  62. Codex Justinianeus 4.48.5; Fragmenta Vaticana 297; Barnes, Constantine and Eusebius, 6; Barnes, New Empire, 50; Potter, 281
  63. Southern, 143; Williams, 52
  64. Panegyrici Latini 8(5)21.1; Barnes, Constantine and Eusebius, 6
  65. Barnes, Constantine and Eusebius, 6; Millar, 177
  66. Southern, 242
  67. Barnes, Constantine and Eusebius, 6; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 73; Potter, 292, 651; Southern, 143; Williams, 52
  68. Southern, 242, 360–61
  69. Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 73; Millar, 180–81; Southern, 143; Williams, 52
  70. Barnes, Constantine and Eusebius, 6–7; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 70–71; Potter, 283–84; Southern, 137–41; Williams, 45–47
  71. Potter, 284
  72. Southern, 138 & 140
  73. http://www.dot-domesday.me.uk/empires2.htm
  74. Williams, 61/62
  75. Barnes, Constantine and Eusebius, 6–7; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 69; Potter, 282; Southern, 141–42; Williams, 47–48
  76. Barnes, Constantine and Eusebius, 7; Bleckmann; Corcoran, "Before Constantine", 40; Potter, 282; Southern, 141–42; Williams, 48
  77. Potter, 649
  78. Potter, 282; Williams, 49
  79. Southern, 141
  80. Southern, 140
  81. Barnes, Constantine and Eusebius, 7; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 71; Corcoran, "Before Constantine", 40
  82. Williams, 62
  83. Rees, Layers of Loyalty, 31; Southern, 142–43; Williams, 50
  84. Barnes, Constantine and Eusebius, 7; Corcoran, "Before Constantine", 40; Southern, 143
  85. Barnes, New Empire, 255; Southern, 144
  86. Potter, 285
  87. Williams, 63
  88. Southern, 144
  89. Williams, 78
  90. Southern, 143; Williams, 55
  91. Codex Justinianeus 9.41.9; Barnes, New Empire, 51; Potter, 285, 650
  92. Codex Justinianeus 6.30.6; Barnes, New Empire, 52; Potter, 285, 650
  93. Barnes, Constantine and Eusebius, 8; Barnes, New Empire, 52; Potter, 285
  94. Potter, 285
  95. Panegyrici Latini 11(3)2.4, 8.1, 11.3–4, 12.2; Barnes, Constantine and Eusebius, 8, 288; Potter, 285, 650; Williams, 56
  96. Elsner, Imperial Rome, 73
  97. Elsner, Imperial Rome, 73
  98. Panegyrici Latini 11(3)12, qtd. in Williams, 57
  99. Potter, 285
  100. Barnes, Constantine and Eusebius, 8–9; Barnes, New Empire, 4, 36–37; Potter, 288; Southern, 146; Williams, 64–65
  101. Barnes, Constantine and Eusebius, 8–9; Williams, 67
  102. Southern, 145
  103. Corcoran, "Before Constantine", 45–46; Williams, 67
  104. Barnes, Constantine and Eusebius, 8–9
  105. Williams, 74
  106. Williams, 75
  107. Jill Harris, "Imperial Rome"
  108. Odahl, 59
  109. Barnes, Constantine and Eusebius, 17; Williams, 76–77
  110. Barnes, Constantine and Eusebius, 17; Odahl, 59; Southern, 149–50
  111. Carrie & Rousselle, L'Empire Romain, 163–164
  112. Carrié & Rousselle, L'Empire Romain, 164
  113. Williams, 77
  114. Carrié & Rousselle, L'Empire Romain, 163
  115. Barnes, Constantine and Eusebius, 17. See also Southern, 160, 338
  116. Barnes, Constantine and Eusebius, 17
  117. Odahl, 59
  118. DiMaio, "Domitius"
  119. Barnes, Constantine and Eusebius, 17; DiMaio, "Domitius"
  120. Barnes, Constantine and Eusebius, 17–18; Southern, 150
  121. Southern, 150
  122. Harries, 173
  123. Southern, 150
  124. Barnes, Constantine and Eusebius, 17–18
  125. Potter, 292; Williams, 69
  126. Williams, 69–70
  127. Ammianus Marcellinus 23.5.11; Barnes, Constantine and Eusebius, 17; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 81; " Potter, 292; Southern, 149
  128. Eutropius 9.24–25; Barnes, Constantine and Eusebius, 17; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 81; Millar, 177–78
  129. Millar, 177–78
  130. Potter, 652
  131. Eutropius 9.24–25; Theophanes, anno 5793; Barnes, Constantine and Eusebius, 17; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 81; Potter, 292–93
  132. Barnes, Constantine and Eusebius, 18; Bowman, "Diocletian and the First Tetrarchy" (CAH), 81; Millar, 178
  133. Barnes, Constantine and Eusebius, 18; Potter, 293
  134. Barnes, Constantine and Eusebius, 18; Millar, 178
  135. Barnes, Constantine and Eusebius, 18
  136. Barnes, Constantine and Eusebius, 18
  137. Potter, 293
  138. Millar, 178–79; Potter, Roman Empire at Bay, 293
  139. Potter, 293
  140. Barnes, Constantine and Eusebius, 18
  141. Potter, 293
  142. Heather, P. J. (Peter J.) (2018). Rome resurgent: war and empire in the age of Justinian. New York
  143. Southern, 151
  144. Lactantius, De Mortibus Persecutorum 10.1–5; Barnes, "Sossianus Hierocles", 245; Barnes, Constantine and Eusebius, 18–19; Burgess, "Date of the Persecution", 157–58; Helgeland, "Christians and the Roman Army", 159; Liebeschuetz, 246–8; Odahl, 65
  145. Barnes, Constantine and Eusebius, 20; Corcoran, "Before Constantine", 51; Odahl, 54–56, 62
  146. Lactantius, De Mortibus Persecutorum 10.6, 31.1; Eusebius, Historia Ecclesiastica 8, a1, 3; Constantine, Oratio ad Coetum Sanctum 22; Barnes, Constantine and Eusebius, 19, 294
  147. Barnes, Constantine and Eusebius, 19
  148. Barnes, New Empire, 49; Carrié & Roussele, L'Empire Romain, 163–164
  149. Inscriptiones Latinae Selectae 660; Barnes, Constantine and Eusebius, 20
  150. Lactantius, De Mortibus Persecutorum 33.1; Barnes, Constantine and Eusebius, 20; Williams, 83–84
  151. Barnes, Constantine and Eusebius, 20
  152. Barnes, Constantine and Eusebius, 20–21
  153. Lactantius, De Mortibus Persecutorum 10.6–11; Barnes, Constantine and Eusebius, 21; Odahl, 67
  154. Eusebius, Vita Constantini 2.50
  155. Barnes, Constantine and Eusebius, 21; Odahl, 67; Potter, 338
  156. The Persecution of Diocletian: A Historical Essay by Arthur James Mason M.A.; Deighton Bell and Co publishers, Cambridge, 1876; σ. 63
  157. Barnes, Constantine and Eusebius, 22; Odahl, 67–69; Potter, 337; Southern, 168
  158. Barnes, Constantine and Eusebius, 22; Williams, 176
  159. Barnes, Constantine and Eusebius, 22; Liebeschuetz, 249–50
  160. Barnes, Constantine and Eusebius, 24; Southern, 168
  161. Barnes, Constantine and Eusebius, 24
  162. Barnes, Constantine and Eusebius, 24; Southern, 168
  163. Barnes, Constantine and Eusebius, 24
  164. Treadgold, 25
  165. Southern, 168
  166. Tilley, 11
  167. Barnes, Constantine and Eusebius, 48–49, 208–213
  168. Barnes, Constantine and Eusebius, 208–213
  169. Š. Kulišić, P. Ž. Petrović, and N. Pantelić, Српски митолошки речник (Belgrade: Nolit, 1970), 111–12
  170. Gibbon, Decline and Fall, I, 153 and 712, note 92
  171. Potter, 341
  172. Barnes, Constantine and Eusebius, 24–25
  173. Panegyrici Latini 7(6)15.16; Lactantius, De Mortibus Persecutorum 20.4; Southern, 152, 336
  174. Potter, 341
  175. Barnes, Constantine and Eusebius, 25; Southern, 152
  176. Lactantius, De Mortibus Persecutorum 18.1–7; Barnes, Constantine and Eusebius, 25; Southern, 152
  177. Barnes, Constantine and Eusebius, 25–27; Lenski, "Reign of Constantine," 60; Odahl, 69–72; Potter, 341–42
  178. Barnes, Constantine and Eusebius, 25–26
  179. Lactantius, De Mortibus Persecutorum 19.2–6; Barnes, Constantine and Eusebius, 26; Potter, 342
  180. Lenski, "Reign of Constantine," 60–61; Odahl, 72–74; Southern, 152–53
  181. Barnes, Constantine and Eusebius, 27; Southern, 152
  182. Southern, 152
  183. Barnes, Constantine and Eusebius, 31–32; Lenski, 65; Odahl, 90
  184. Aurelius Victor, Epitome de Caesaribus 39.6
  185. Nakamura, Byron J. (July 2003). "When Did Diocletian Die? New Evidence for an Old Problem". Classical Philology. 98 (3): 283–89
  186. Barnes, Constantine and Eusebius, 41

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Banchich, Thomas M. "Iulianus (ca. 286–293 A.D.)". De Imperatoribus Romanis (1997). Accessed 8 March 2008.
  • Barnes, Timothy D. "Lactantius and Constantine." The Journal of Roman Studies 63 (1973): 29–46.
  • Barnes, Timothy D. "Two Senators under Constantine." The Journal of Roman Studies 65 (1975): 40–49.
  • Barnes, Timothy D. Constantine and Eusebius. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press, 1981.
  • Barnes, Timothy D. (1982). The New Empire of Diocletian and Constantine. Cambridge, MA: Harvard University Press.
  • Bleckmann, Bruno. "Diocletianus." In Brill's New Pauly, Volume 4, edited by Hubert Cancik and Helmut Schneider, 429–38. Leiden: Brill, 2002.
  • Bowman, Alan, Averil Cameron, and Peter Garnsey, eds. The Cambridge Ancient History, Volume XII: The Crisis of Empire. New York: Cambridge University Press, 2005.
  • Brown, Peter (1989). The World of Late Antiquity: AD 150–750. New York and London: W.W. Norton and Co.
  • Brown, Peter. The Rise of Western Christendom. Oxford: Blackwell Publishing, 2003.
  • Burgess, R. W. "The Date of the Persecution of Christians in the Army". Journal of Theological Studies 47:1 (1996): 157–58.
  • Carrié, Jean-Michel & Rousselle, Aline. L'Empire Romain en mutation- des Sévères à Constantin, 192–337. Paris: Seuil, 1999.
  • Corcoran, Simon. The Empire of the Tetrarchs, Imperial Pronouncements and Government AD 284–324. Oxford: Clarendon Press, 1996.
  • Christol, Michel & Nony, Daniel."Rome et son empire".Paris: Hachette, 2003.
  • Corcoran, Simon. "Before Constantine." In The Cambridge Companion to the Age of Constantine, edited by Noel Lenski, 35–58. New York: Cambridge University Press, 2006.
  • Digeser, Elizabeth DePalma. Lactantius and Rome: The Making of a Christian Empire. Ithaca: Cornell University Press, 1999.
  • DiMaio, Jr., Michael. "L. Domitius Domitianus and Aurelius Achilleus (ca. 296/297–ca. 297/298)." De Imperatoribus Romanis (1996c). Accessed 8 March 2008.
  • Elliott, T. G. The Christianity of Constantine the Great. Scranton, PA: University of Scranton Press, 1996.
  • Elsner, Jas. Imperial Rome and Christian Triumph. Oxford & New York: Oxford University Press, 1998.
  • Gibbon, Edward. Decline and Fall of the Roman Empire. Chicago, London & Toronto: Encyclopædia Britannica, Inc., 1952 (Great Books of the Western World coll.). In two volumes.
  • Harries, Jill. Law and Empire in Late Antiquity. Cambridge: Cambridge University Press, 1999.
  • Helgeland, John. "Christians and the Roman Army A.D. 173–337." Church History 43:2 (1974): 149–163, 200.
  • Jones, A.H.M. The Later Roman Empire, 284–602: A Social, Economic and Administrative Survey. Oxford: Basil Blackwell, 1964.
  • Leadbetter, William. "Carus (282–283 A.D.)." De Imperatoribus Romanis (2001a). Accessed 16 February 2008.
  • Leadbetter, William. "Numerianus (283–284 A.D.)." De Imperatoribus Romanis (2001b). Accessed 16 February 2008.
  • Leadbetter, William. "Carinus (283–285 A.D.)." De Imperatoribus Romanis (2001c). Accessed 16 February 2008.
  • Lewis, Naphtali, and Meyer Reinhold. Roman Civilization: Volume 2, The Roman Empire. New York: Columbia University Press, 1990.
  • Liebeschuetz, J. H. W. G. Continuity and Change in Roman Religion. Oxford: Oxford University Press, 1979.
  • Mackay, Christopher S. "Lactantius and the Succession to Diocletian." Classical Philology 94:2 (1999): 198–209.
  • Mathisen, Ralph W. "Diocletian (284–305 A.D.)." De Imperatoribus Romanis (1997). Accessed 16 February 2008.
  • Millar, Fergus. The Roman Near East, 31 B.C.–A.D. 337. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press, 1993.
  • Nakamura, Byron J. "When Did Diocletian Die? New Evidence for an Old Problem." Classical Philology 98:3 (2003): 283–289.
  • Odahl, Charles Matson. Constantine and the Christian Empire. New York: Routledge, 2004.
  • Potter, David S. The Roman Empire at Bay: AD 180–395. New York: Routledge, 2005.
  • Rees, Roger. Layers of Loyalty in Latin Panegyric: AD 289–307. New York: Oxford University Press, 2002.
  • Rees, Roger. Diocletian and the Tetrarchy. Edinburgh: Edinburgh University Press, 2004.
  • Rostovtzeff, Michael. The Social and Economic History of the Roman Empire. Oxford: Oxford University Press, 1966.
  • Southern, Pat. The Roman Empire from Severus to Constantine. New York: Routledge, 2001.
  • Tilley, Maureen A. Donatist Martyr Stories: The Church in Conflict in Roman North Africa. Liverpool: Liverpool University Press, 1996.
  • Treadgold, Warren. A History of the Byzantine State and Society. Stanford: Stanford University Press, 1997.
  • Williams, Stephen (1985). Diocletian and the Roman Recovery. London: B.T. Batsford.
  • Arnheim, M. T. W. (1972). The senatorial aristocracy in the later Roman empire. Oxford: Clarendon Press.
  • Brauer, George C. (1975). The age of the soldier emperors: Imperial Rome, A.D. 244–284. Park Ridge, N.J.: Noyes Press.
  • Cameron, Averil (1993). The later Roman empire: AD 284–430. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press.
  • Sutherland, C. H. V. (1935). "The State of the Imperial Treasury at the Death of Diocletian". Journal of Roman Studies. 25 (2): 150–62.
  • Sutherland, C. H. V. (1955). "Diocletian's Reform of the Coinage". Journal of Roman Studies. 45: 116–18.
  • Sutherland, C. H. V. (1961). "The Denarius and Sestertius in Diocletian's Coinage Reform". Journal of Roman Studies. 51 (1–2): 94–97.
Προκάτοχος:
Νουμεριανός & Καρίνος
Αυτοκράτορας της Ρώμης
Συναυτοκράτορας: 284-305
Διάδοχος:
Κωνστάντιος Χλωρός & Γαλέριος