Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πείνα στην Κατοχή (Ελλάδα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μεγάλος Λιμός στην Ελλάδα)

Η Πείνα της Κατοχής στην Ελλάδα (1941–1944) ήταν μεγάλος λιμός κατά τη διάρκεια της τριπλής κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα και υπήρξε το αποτέλεσμα κυρίως των αυθαιρεσιών των κατακτητών. Τα περισσότερα θύματα ήταν στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Ιδιαίτερα ο πρώτος κατοχικός χειμώνας του (1941–1942) υπήρξε ο πιο πολύνεκρος. Στην Αθήνα και στον Πειραιά, υπολογίζεται ότι οι νεκροί από τον λιμό έφτασαν τους 63.734, ενώ τα συνολικά θύματα σε όλη την Ελλάδα τους 100.000.[1]

Πείνα στην Κατοχή
Θύμα του Λιμού
ΧώραΕλλάδα
Περίοδος1941-1944
Συνολικοί θάνατοι~250.000[2]

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι κατοχικές δυνάμεις, Γερμανίας, Βουλγαρία, Ιταλίας (Τριπλή Κατοχή της Ελλάδας) προχώρησαν σε συστηματική καταλήστευση των κατεχόμενων χωρών, καθώς τις θεωρούσαν πηγή πρώτων υλών, τροφίμων και εργατικού δυναμικού.[3] Η Ελλάδα βίωσε ιδιαίτερα έντονα την άμετρη δραστηριότητα των κατακτητών με αποτέλεσμα να υποστηριχθεί αργότερα από τον Βρετανό ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ ότι βίωσε τον χειρότερο λιμό από τους αρχαίους χρόνους.

Oι κατεχόμενες ζώνες της Ελλάδας

Οι πρώτες ημέρες της Κατοχής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την κατάληψη της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1941, το ναζιστικό διοικητικό σύστημα είχε ως κύριο στόχο τη δημιουργία μιας στοιχειώδους κρατικής μηχανής στην Ελλάδα και την ύπαρξη πολλών πόλων εξουσίας. Η πρώτη κατοχική κυβέρνηση σχηματίστηκε υπό τον βλακα Τσολάκογλου λίγες ημέρες αφού είχε υπογράψει την συνθηκολόγηση της χώρας κατά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα.

Η Ελλάδα χωρίστηκε σε τρεις ζώνες κατοχής. Οι Γερμανοί περιορίστηκαν σε περιοχές στρατηγικής σημασίας: θύλακες στην Αττική, Θεσσαλονίκη και Κεντρική Μακεδονία, ορισμένα νησιά του Αιγαίου, το μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης και την όχθη του Έβρου. Οι Ιταλοί κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας, ενώ οι Βούλγαροι την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη.

Άμεσες κοινωνικές συνέπειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δοσίλογη κυβέρνηση Τσολάκογλου ήταν αδύνατο να αμβλύνει τις συνέπειες της κατοχικής πραγματικότητας, του υπερπληθωρισμού και των ανεξέλεγκτων επιτάξεων. Χαρακτηριστικά, τα υπέρογκα έξοδα που υποτίθεται ότι όφειλε η Ελλάδα προς τους κατακτητές υπήρξαν τα υψηλότερα κατά κεφαλήν της κατεχόμενης Ευρώπης, φτάνοντας στο 113,7% του Εθνικού Εισοδήματος της χώρας. Επίσης η επιδρομή στα συναλλαγματικά αποθέματα των τραπεζών κατάφερε και αυτή καίρια πλήγματα στα οικονομικά μεγέθη.

Τιμή ελαιόλαδου ανά οκά[4]
Περίοδος Τιμή (σε δραχμές)
Προπολεμικά 44
Οκτώβριος 1941 800
Ιανουάριος 1942 4.500
Δεκέμβριος 1942 14.000

Δημεύσεις και εξαναγκαστική «συνεργασία» με το Γ΄ Ράιχ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήδη από τα μέσα Μαΐου του 1941, αξιωματούχοι του Γραφείου Πολεμικής Οικονομίας της Βέρμαχτ κατέσχεσαν όλα τα διαθέσιμα ζωτικής σημασίας εμπορεύματα και τα βιομηχανικά προϊόντα, προκειμένου να τα αποστείλουν στη Ναζιστική Γερμανία. Επίσης, εξασφάλισαν μακράς διάρκειας παραδόσεις για όλα τα σημαντικά ακατέργαστα υλικά και τα αγροτικά προϊόντα. Κατά παράβαση των κανόνων περί επιτάξεων σε κατεχόμενη χώρα, σύμφωνα με τους Κανονισμούς της Χάγης του 1907, οι γερμανικές και οι ιταλικές κατοχικές Αρχές αντιμετώπισαν τα περισσότερα προϊόντα ως λάφυρα πολέμου.[5] Επιχειρήσεις που δεν δέχονταν να συνεργαστούν με τις κατοχικές Αρχές, δημεύονταν και τα κινητά τους περιουσιακά στοιχεία (μηχανήματα κάθε είδους) αποστέλλονταν στο Γ΄ Ράιχ για εκμετάλλευση.[5]

Γενικότερα, δεν ήταν προτεραιότητα του Γ΄ Ράιχ η προστασία των οικονομικών δομών των κατεχόμενων χωρών ή έστω η διατήρηση του ελάχιστου αποθεματικού σε τρόφιμα και πρώτες ύλες για την επιβίωση του πληθυσμού. Προείχε η στήριξη της στρατιωτικής μηχανής και η νίκη της Γερμανίας στον Παγκόσμιο Πόλεμο, στόχοι ασύμβατοι με τις ανθρωπιστικές ανάγκες. Σε αυτά τα πλαίσια, οι επιτάξεις και δεσμεύσεις δημόσιων και ιδιωτικών αποθεμάτων διοχετεύθηκαν για τη συντήρηση του γερμανικού στρατού και του γερμανικού πληθυσμού του Γ΄ Ράιχ.

Καταστροφή μεταφορών και υποδομών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιπρόσθετα, λόγω και των πολεμικών συγκρούσεων, οι υποδομές της Ελλάδας ήταν κατεστραμμένες: γέφυρες, σιδηροδρομικό δίκτυο, αρδευτικά έργα. Από την άλλη πλευρά οι κατακτητές μετέτρεψαν την χώρα σε βάση ανεφοδιασμού για τα γερμανικά στρατεύματα του Ρόμελ που βρίσκονταν τότε στην Βόρεια Αφρική.[6] Κατά τον βιογράφο του Ρόμελ, φον Έσμπεκ, ο διοικητής του Άφρικα Κορπς δεν έλαβε τίποτε μέσω της Ελλάδας, οι δε θυσίες για την κατάληψη της Κρήτης χρησίμευσαν μόνον για να στέλνουν οι Γερμανοί στρατιώτες τενεκέδες λάδι στις οικογένειές τους[εκκρεμεί παραπομπή]. Η πλήρης αδιαφορία και καταδυνάστευση του άμαχου πληθυσμού από τις κατοχικές αρχές ήταν ποικιλόμορφη: οι μεταφορές τροφίμων από τη μία περιοχή στην άλλη ήταν αδύνατη και ως αποτέλεσμα σχεδόν ποτέ δεν έφτασε στην Αθήνα λάδι από την Κρήτη και τη Μυτιλήνη.[7]

Οι παραδοσιακά εύφορες περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, που παρείχαν την μεγαλύτερο μέρος των τροφίμων σε ολόκληρη την χώρα προπολεμικά, είχαν βρεθεί υπό βουλγαρική κατοχή. Οι βουλγαρικές Αρχές δεν είχαν καμία διάθεση να διοχετεύσουν την παραγωγή προς την υπόλοιπη χώρα, αλλά πλέον τη μετέφεραν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας.

Τον Σεπτέμβριο του 1941, και ενώ τα πρώτα σημάδια του λιμού διαφαίνονταν, η κυβέρνηση του Γ΄ Ράιχ δήλωνε:[8]

«Είναι πολύ πιο επείγον να στηρίξουμε με τρόφιμα το Βέλγιο και ίσως την Ολλανδία και τη Νορβηγία, υπό το πρίσμα των στρατιωτικών μας προσπαθειών, από το να στηρίξουμε την Ελλάδα.»

Συμμαχικός αποκλεισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τον απάνθρωπο χαρακτήρα των κατοχικών Αρχών, μεγάλο μέρος ευθύνης[9] φέρει και η αγγλική κυβέρνηση για την ανθρωπιστική καταστροφή στην Ελλάδα, με την επιβολή ναυτικού αποκλεισμού. Η απόφαση αυτή στέρησε τον ανεφοδιασμό της Ελλάδας με βασικά είδη διατροφής. Επιπρόσθετα, την κατάσταση επιδείνωσε ο ιδιαίτερα ψυχρός πρώτος κατοχικός χειμώνας του 1941–1942.

Ανθρωπιστικό αδιέξοδο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λιμός έπληξε κυρίως τις μεγάλες πόλεις της χώρας: Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, αλλά και τη νησιωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα τη Μύκονο, τη Σύρο και τη Χίο. Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα υπήρξαν τα πιο ευάλωτα, ενώ στις λίστες των θανάτων μεγάλο τμήμα ήταν άνεργοι, αλλά και οι εργάτες, οι συνταξιούχοι και οι υπάλληλοι καθώς το χρήμα έχανε ραγδαία την αξία του.

Πολλά θύματα υπήρξαν ανάμεσα στους στρατιώτες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Οι τραυματίες και ασθενείς είχαν αφεθεί στα νοσοκομεία χωρίς μέριμνα και οι υγιείς στρατιώτες από την επαρχία δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και γίνονταν επαίτες στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά.

Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922-1923, που ήταν εγκατεστημένοι στα αστικά κέντρα, δοκιμάστηκαν σκληρά καθώς λίγα έτη από την άφιξή τους στη μητροπολιτική Ελλάδα, διέμεναν σε παραπήγματα σε προσφυγικές γειτονιές. Με την οικονομική κρίση, πολλοί πρόσφυγες εργάτες σε βιομηχανίες και βιοτεχνίες έμειναν χωρίς εργασία και εισόδημα. Επιπλέον πολλοί δεν είχαν κοινωνικές διασυνδέσεις με άλλους σε καλύτερη τύχη ούτε χωριά στην ύπαιθρο για να καταφύγουν και να επιβιώσουν.

Οι κάτοικοι είχαν εξοικειωθεί με την εικόνα του θανάτου στους δρόμους. Στα απομνημονεύματα του ο Σουηδός διπλωμάτης και μέλος του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα από το 1942, Πολ Μον, περιγράφει την πρωτεύουσα της χώρας:[10]

«Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονταν με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους, για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τούς σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλο. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί.»

Σύμφωνα με τα αρχεία των κατοχικών Αρχών, που παρουσιάζουν πιο συντηρητικά το μέγεθος του λιμού, ο αριθμός των θανάτων τον χειμώνα του 1941–1942 εκτοξεύτηκε: ο μέσος όρος θανάτων τον Νοέμβριο του 1941 τετραπλασιάστηκε από τον αντίστοιχο της περιόδου 1931–1940, ενώ το διάστημα Ιανουαρίου–Μαρτίου εξαπλασιάστηκε. Η πραγματική έκταση της ανθρωπιστικής καταστροφής ήταν πιο δραματική, καθώς ένας μεγάλος αριθμός θανάτων δεν αναφέρονταν στις τότε Αρχές.[6] Πολλοί θάνατοι δεν αναφέρονταν σκόπιμα, προκειμένου τα κουπόνια διατροφής που χρησιμοποιούσαν για τα συσσίτια να χρησιμοποιηθούν κυρίως από συγγενείς τους.[11]

Με το ένστικτο της επιβίωσης ιδιαίτερα έντονο, ο κόσμος άρχισε να εφευρίσκει ασυνήθιστες διατροφικές μεθόδους, έτσι συνώνυμο της κατοχικής πείνας γίνονται η μπομπότα (καλαμποκάλευρο) και το κουκουτσάλευρο. Παρατηρήθηκαν περιπτώσεις βρώσης σκαντζόχοιρων, μουλαριών και χελωνών.[12]

Τυχεροί μπορούν να θεωρηθούν όσοι ζούσαν σε μέρη όπου υπήρχε παραγωγική, αγροτική και κτηνοτροφική, δραστηριότητα, όσο επέτρεπαν οι κατοχικές συνθήκες. Έτσι στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο δεν σημειώθηκε εκτόξευση του αριθμού των θανάτων από λιμό,[13] παρά μόνο όταν ξεκίνησαν στην περιοχή οι μαζικές εκκαθαρίσεις και εμπρησμοί το 1943.[14]

Άρση του αγγλικού αποκλεισμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανθρωπιστική βοήθεια, περισσότερο συμβολική και όχι ουσιαστική, προσέφερε αρχικά το τουρκικό πλοίο Κουρτουλούς. Αμέσως μετά επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των εμπόλεμων πλευρών και συστάθηκε σουηδοελβετική επιτροπή που διένειμε τρόφιμα στην Ελλάδα. Έτσι από το φθινόπωρο του 1942 ξεκίνησαν τα φορτία τροφίμων του Ερυθρού Σταυρού να εφοδιάζουν διάφορα μέρη της χώρας.[15]

Ναζιστικό πρόγραμμα διάσωσης προς αποφυγή χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας, που τότε ήταν πολύ πιθανή, θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στον διοικητικό-οικονομικό μηχανισμό της Ναζιστικής Γερμανίας και στην ασφάλεια των στρατευμάτων της στην Ελλάδα. Με αυτό το κίνητρο και όχι λόγω της καθαυτής επιβίωσης του ελληνικού πληθυσμού, καθώς και εν όψει του διαφαινόμενου κινδύνου χρεοκοπίας, ο ίδιος ο Χίτλερ διόρισε ως εντεταλμένο για οικονομικά θέματα στην Ελλάδα των πρώην δήμαρχο Βιέννης, Χέρμαν Νόιμπαχερ. Ο τελευταίος, μαζί με τον Ιταλό ομόλογό του Ντ' Αγκοστίνο, αποκατέστησε στοιχειωδώς τα βασικά μεγέθη της οικονομίας, κάτι που επιτεύχθηκε στη πραγματικότητα και από την ανθρωπιστική βοήθεια που προσέφερε ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός.

Ο Νόιμπαχερ, για την επίτευξη αυτού του σκοπού και πιστός στο πνεύμα της πλήρους οικειοποίησης των τοπικών πόρων και της λεηλασίας των κατοίκων της χώρας, δεν δίστασε να προβεί στην πώληση περίπου ενός εκατομμυρίου χρυσών λιρών μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος. Το ποσό αυτό προερχόταν από την καταλήστευση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, ενώ αργότερα δαπανήθηκαν αποθέματα της Κεντρικής Γερμανικής Τράπεζας, που υπήρξαν επίσης προϊόντα λεηλασίας κατεχόμενων χωρών.

Η επόμενη δοσίλογη κυβέρνηση του Λογοθετόπουλου κινήθηκε στα ίδια αδύναμα πλαίσια χωρίς να μετριάσει τις συνέπειες της εξαθλίωσης, παρόλο όμως που η πορεία οικονομικής δυσπραγίας είχε κάπως ομαλοποιηθεί. Η πτώση της όμως επισπεύσθηκε λόγω των μαζικών εκδηλώσεων και απεργιών στην Αθήνα στις αρχές του 1943, εξαιτίας έντονης φημολογίας ότι το ναζιστικό καθεστώς ετοίμαζε τη βίαιη μεταφορά Ελλήνων εργατών σε εργοστάσια στη Γερμανία.

Επίδραση στη μεταπολεμική κοινωνία και τον πολιτισμό

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω των ακραίων καταστάσεων που βίωσε ο άμαχος πληθυσμός της Ελλάδας από την έλλειψη τροφής, ακόμη και σήμερα στην καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα ο όρος Κατοχή είναι σχεδόν συνώνυμος με την πείνα και την εξαθλίωση.[16]

  1. Φλάισερ, 1995: 195-196.
  2. Χαραλαμπίδης 2023, σελ. 57.
  3. Kojak, 2006: 4.
  4. Hionidou, 2006: 23.
  5. 5,0 5,1 Χριστόπουλος & Μπαστιάς, 2000: 58.
  6. 6,0 6,1 Matalas & Grivetti, 2007: 132.
  7. Kojak, 2006: 10.
  8. Papastratis, 2006: 208.
  9. Neelsen & Stratmann, 2017: 10.
  10. Μον, 2005.
  11. Hionidou, 2006: 11.
  12. Matalas & Grivetti, 2007: 134-137.
  13. Hionidou, 2006: 17.
  14. Hionidou, 2006: 30.
  15. Kojak, 2006: 14.
  16. Hionidou, 2006: 13.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]