Στρατολόγηση
Στρατολόγηση είναι η υποχρεωτική στράτευση των πολιτών μιας χώρας για προσφορά εθνικής υπηρεσίας, συνήθως ως στρατιωτική θητεία. Χρονολογείται από την αρχαιότητα και συνεχίζεται σε ορισμένες χώρες έως σήμερα. Το σύγχρονο σύστημα καθολικής στρατολόγησης των νέων ανδρών χρονολογείται μετά τη Γαλλική Επανάσταση το 1789,[1] και εδραιώθηκε από το Μέγα Ναπολέοντα που δημιούργησε στη συνέχεια έναν μεγάλο στρατό. Τα περισσότερα ευρωπαϊκά έθνη αργότερα υιοθέτησαν αυτό το σύστημα σε καιρό ειρήνης, ώστε οι άνδρες μετά από κάποια ηλικία να υπηρετούν ορισμένα χρόνια ενεργής θητείας και μετά να λογίζονται ως εφεδρική δύναμη.
Η στρατολόγηση είναι αμφιλεγόμενη για διάφορους λόγους, συμπεριλαμβανομένης της αντίρρησης συνείδησης σε στρατιωτικές υποχρεώσεις για θρησκευτικούς ή φιλοσοφικούς λόγους. Επίσης, λόγω πολιτικής αντίρρησης, για παράδειγμα απέναντι σε μια μη συμπαθή κυβέρνηση ή ενάντια σε μια επιζήμια πολεμική προετοιμασία, και λόγω ιδεολογικής αντίρρησης, όπως η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι αρνητές στράτευσης μπορούν να αποφύγουν την υπηρεσία, μερικές φορές αφήνοντας τη χώρα και αναζητώντας πολιτικό άσυλο σε άλλη χώρα. Ορισμένα συστήματα στρατολόγησης μεριμνούν για αυτές τις περιπτώσεις παρέχοντας εναλλακτικές υπηρεσίες εκτός των ρόλων μάχης ή ακόμη και έξω από το στρατό, όπως η Siviilipalvelus (εναλλακτική δημόσια υπηρεσία) στη Φινλανδία, και η Zivildienst (υποχρεωτική κοινωνική υπηρεσία) στην Αυστρία και την Ελβετία.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα, πολλά κράτη έχουν καταργήσει την υποχρεωτική στράτευση για τους πολίτες τους, στηριζόμενοι αντ' αυτού σε επαγγελματίες στρατιώτες που στελεχώνουν με τη θέλησή τους τις ένοπλες δυνάμεις. Πολλά απ' αυτά τα κράτη διατηρούν ωστόσο τη δυνατότητα να την επαναφέρουν σε περίπτωση πολέμου ή έκτακτης ανάγκης. Η στρατολόγηση συνήθως εφαρμόζεται σε κράτη που βρίσκονται σε πόλεμο ή αντιπαλότητα με άλλα κράτη. Επιπλέον, οι χώρες με δημοκρατικό πολίτευμα είναι λιγότερο πιθανό να εφαρμόσουν στρατολόγηση σε σχέση με άλλα συστήματα διακυβέρνησης.[2]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχαία εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεσοποταμία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη βασιλεία του Χαμουραμπί (1791-1750 π.Χ.) στη Βαβυλώνα εφαρμόστηκε ένα σύστημα στρατολόγησης που ονομαζόταν ilkum. Σύμφωνα με αυτό το σύστημα, όσοι επιλέγονταν έπρεπε να υπηρετήσουν στη βασιλική φρουρά σε περίοδο πολέμου. Σε ειρηνική περίοδο ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν εργασία για άλλες δραστηριότητες του κράτους. Σε αντάλλαγμα για την υπηρεσία αυτή, οι στρατιώτες αποκτούσαν το δικαίωμα να κατέχουν γη. Είναι πιθανόν να μην περιέρχονταν στην ιδιοκτησία τους, απλά να τους παραχωρούνταν για χρήση. [3]
Παρατηρήθηκαν ακόμη και εκείνη την εποχή προσπάθειες αποφυγής της στρατολόγησης. Παρ' όλο που είχε απαγορευτεί από τον Κώδικα του Χαμουραμπί, η πρόσληψη αντικαταστατών φέρεται να εφαρμοζόταν το ίδιο με πριν. Μεταγενέστερα στοιχεία δείχνουν ότι η υποχρέωση ilkum συχνά ανταλλάσσονταν. Σε άλλα περιπτώσεις, οι υπόχρεοι εγκατέλειπαν την περιοχή που κατοικούσαν για να αποφύγουν τη στράτευση. Μια άλλη επιλογή ήταν να αποποιηθούν τις εκτάσεις του ilkum και τις δεσμεύσεις μαζί τους. Με εξαίρεση μερικές κατηγορίες απαλλαγών, αυτό απαγορεύτηκε από τον Κώδικα του Χαμουραμπί.
Ελλάδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Αρχαία Σπάρτη όλοι οι πολίτες υπόκεινταν σε μια μορφή υποχρεωτικής στρατολόγησης. Στην ουσία ήταν στρατιώτες για σχεδόν όλη τους τη ζωή. Οι γονείς ανέτρεφαν το αρσενικό παιδί τους μόνο μέχρι τα επτά του έτη, όταν την ευθύνη για την ανατροφή του αναλάμβανε η Πολιτεία. Στη Σπάρτη υπήρχε η αντίληψη ότι οι στρατιώτες έπρεπε να γυρίσουν από τη μάχη νικητές ή πεθαμένοι, αν και δεν υπήρχε νόμος που καταδίκαζε αυτούς που εγκατέλειπαν τη μάχη, αλλά περιθωριοποιούνταν από την κοινωνία, όπως ο Αριστόδημος που έφυγε από τις Θερμοπύλες με διαταγή του Λεωνίδα να ειδοποιήσει ότι οι Έλληνες είχαν περικυκλωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν πάνε στη μάχη, όταν η μητέρα έδινε την ασπίδα στο γιο της, έλεγε " ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς " , που σήμαινε ότι "ή με αυτήν θα γυρίσεις νικητής ή επάνω σε αυτήν νεκρός".
Μεσαίωνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη μεσαιωνική Σκανδιναβία το leiðangr (παλιά νορβηγικά), leidang (νορβηγικά), leding (δανικά), ledung (σουηδικά), lichting (ολλανδικά), expeditio (λατινικά) ή leþing (παλιά αγγλικά) ήταν μια μορφή στρατολόγησης αγροτών, που κατατάσσονταν σε πολεμικούς στόλους για συγκεκριμένες εκστρατείες ή για υπεράσπιση των βασιλείων.
Το κύριο μέρος του Αγγλοσαξονικού στρατού, που ονομαζόταν fyrd, απαρτίζονταν από στρατιώτες που προέρχονταν από τους ελεύθερους γηγενείς κάθε επαρχίας. Οι νόμοι του Ine (690 μ.Χ), περιλάμβαναν τρία επίπεδα πρόστιμων στις διάφορες κοινωνικές τάξεις για παραμέληση της στρατιωτικής θητείας [4]. Κάποιοι σύγχρονοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η στρατολόγηση περιοριζόταν στην τάξη των αριστοκρατών γαιοκτημόνων (thegns) , οι οποίοι έπρεπε να υπηρετούν με τη δική τους πανοπλία και όπλα για ένα συγκεκριμένο αριθμό ημερών κάθε χρόνο. Χαρακτηριστικά, ο ιστορικός David Sturdy είχε πει:
"Η επίμονη παλιά πεποίθηση ότι οι αγρότες και οι μικροκαλλιεργητές συγκεντρώθηκαν για να σχηματίσουν έναν εθνικό στρατό ή αλλιώς fyrd είναι μια αστεία ψευδαίσθηση που ονειρεύτηκαν οι αρχαιολόγοι στα τέλη του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα για να δικαιολογήσουν την καθολική υποχρεωτική στρατολόγηση." [5]
Στην Πολωνία, η στρατολόγηση κατά το Μεσαίωνα ήταν γνωστή ως pospolite ruszenie.
Στρατιώτες σκλάβοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το σύστημα της στρατιωτικής δουλείας χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη Μέση Ανατολή, ξεκινώντας με τη δημιουργία ενός σώματος Τούρκων στρατιωτών σκλάβων (ghulams ή mamluks) από τον χαλίφη al-Mu'tasim μεταξύ 820 και 830 μ.Χ. Τα τουρκικά στρατεύματα σύντομα ξεκίνησαν να κυριαρχούν στην κυβέρνηση [6], εγκαθιστώντας ένα πρότυπο σε όλο τον ισλαμικό κόσμο μιας κυβερνώσας στρατιωτικής τάξης, διαχωριζόμενη συχνά από τη μάζα του πληθυσμού, με βάση την εθνότητα, τον πολιτισμό ακόμη και τη θρησκεία. Το πρότυπο αυτό έφτασε στο απόγειό του με τους Mamluk της Αιγύπτου και τους Γενίτσαρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συγκροτήσεις που επέζησαν μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.
Γενίτσαροι
Στα μέσα του 14ου αιώνα, ο Σουλτάνος Μουράτ Α' ανέπτυξε προσωπικά στρατεύματα που να του είναι πιστά, από έναν στρατό σκλάβων που ονομάστηκε Kapıkulu. Η νέα δύναμη χτίστηκε στρατολογώντας ανήλικους Χριστιανούς από τις πρόσφατα κατακτημένες περιοχές, κυρίως από τα σύνορα της τότε αυτοκρατορίας, με ένα σύστημα που ονομαζόταν devşirme (γνωστό ως "φόρος αίματος" ή "παιδομάζωμα"). Τα αιχμάλωτα παιδιά αναγκαζόταν να ορκιστούν στο Ισλάμ. Οι σουλτάνοι εκπαίδευαν τα ανήλικα αγόρια για αρκετά χρόνια. Όσοι επεδείκνυαν ιδιαίτερες πολεμικές δεξιότητες εκπαιδευόταν σε προχωρημένες τεχνικές πολέμου και τοποθετούνταν στην προσωπική φρουρά του σουλτάνου, μετατρεπόμενοι σε Γενίτσαρους, τον ελίτ κλάδο του Kapıkulu. Ένας αριθμός διακεκριμένων στρατηγών των Οθωμανών, καθώς και οι περισσότεροι από τους διοικητές ή ανώτερους αξιωματούχους της αυτοκρατορίας, όπως ο Πάργαλης Ιμπραήμ Πασάς και ο Σοκολού Μεχμέτ Πασάς, προσλήφθηκαν κατ' αυτόν τον τρόπο [7]. Μέχρι το 1609, οι δυνάμεις Kapıkulu του σουλτάνου αυξήθηκαν σε περίπου 100.000 στρατιώτες. Τα επόμενα χρόνια, στρατολογήθηκαν αιχμάλωτοι των Βερβερίνων πειρατών από τις επιδρομές τους στην Αφρική και τη Μεσόγειο, καθώς και πολλοί Κιρκάσιοι. Το σώμα των Γενίτσαρων είχε γίνει πολύ ισχυρό και αμφίβολης εμπιστοσύνης λόγω της ετερόκλητης σύνθεσης του, έτσι το έτος 1826 ο Μαχμουτ Β' αποφάσισε τη διάλυση του. [8]
Μαμελούκοι
Οι πρώτοι Μαμελούκοι στρατολογήθηκαν από το Χαλιφάτο των Αββασιδών στη Βαγδάτη του 9ου αιώνα. Οι Μαμελούκοι ήταν συνήθως αιχμάλωτοι μη μουσουλμάνοι Ιρανοί και Τούρκοι που είχαν απαχθεί ή αγοραστεί ως δούλοι από τις ακτές της Μπαρμπαριάς.
Αντίστοιχη ήταν η δημιουργία και η ανάπτυξη των Μαμελούκων στην Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, το χαλιφάτο των Αγιουβιδών στρατολογούσε αγόρια και νέους για να γίνουν ισλαμιστές στρατιώτες. Με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε μια ισχυρή στρατιωτική κάστα, που τελικά κατέλαβαν την εξουσία την περίοδο 1250-1382 σχηματίζοντας τη δυναστεία Bahri. Στη συνέχεια ανατράπηκαν από μια άλλη ομάδα σκλάβων που είχαν στρατολογηθεί από τον Καύκασο, οι οποίοι αποτέλεσαν τη δυναστεία Burji και κυβέρνησαν την Αίγυπτο το 1382-1517. Οι πολεμικές δεξιότητες των Μαμελούκων ήταν εξαιρετικές, έτσι κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τόσο τους Σταυροφόρους, όσο και τους Μογγόλους.
Βέρβεροι
Στη δυτική ακτή της Αφρικής, οι Βέρβεροι στρατολογούσαν νεαρούς δούλους, οι οποίοι ασπάζονταν αναγκαστικά το Ισλάμ. Στο Μαρόκο, ο σουλτάνος Moulay Ismail (1672-1727), ο επονομαζόμενος "αιμοδιψής", δημιούργησε ένα σώμα 150.000 μαύρων σκλάβων που ονομάστηκε Μαύρη Φρουρά. Τους χρησιμοποίησε για να επιβάλλει την κυριαρχία του στο εσωτερικό της χώρας. [9]
Σύγχρονη περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γαλλία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μαζική στρατολόγηση των πολιτών υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, για να μπορέσει η Δημοκρατία να αμυνθεί από τις επιθέσεις των ευρωπαϊκών μοναρχιών. Ο Jean-Baptiste Jourdan εξέδωσε τον ομώνυμο νόμο της 5ης Σεπτεμβρίου 1798, του οποίου το πρώτο άρθρο ανέφερε:
"Κάθε Γάλλος είναι στρατιώτης και οφείλει τον εαυτό του στην υπεράσπιση του έθνους".
Αυτό επέτρεψε τη δημιουργία του Μεγάλου Στρατού, τον οποίο αργότερα ο Ναπολέων Βοναπάρτης αποκάλεσε «έθνος υπό τα όπλα». Περισσότεροι από 2,6 εκατομμύρια άνδρες εισήχθησαν στον γαλλικό στρατό με αυτόν τον τρόπο μεταξύ των ετών 1800 και 1813. [10]
Πρωσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ήττα από τους Γάλλους εξέπληξε το καθεστώς της Πρωσίας, το οποίο είχε πιστέψει ότι ο στρατός του ήταν ανίκητος μετά τις επιτυχίες του Φρειδερίκου Β΄. Οι μάχες που δινόταν ως τότε ήταν με ίδιου μεγέθους στρατούς όπου οι Πρώσοι είχαν τεχνική υπεροχή, όμως ο γαλλικός ήταν 10 φορές μεγαλύτερος. Ο στρατηγός Scharnhorst τάχθηκε υπέρ της υιοθέτησης του levée en masse, της μαζικής στρατολόγησης που χρησιμοποίησε η Γαλλία. Το Krümpersystem ήταν η αρχή της βραχυπρόθεσμης υποχρεωτικής υπηρεσίας στη Πρωσία, σε αντίθεση με τη μακροχρόνια στρατολόγηση που είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως. [11]
Ρωσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη Ρωσική Αυτοκρατορία, ο χρόνος στρατιωτικής θητείας που "όφειλαν" οι δουλοπάροικοι ήταν 25 χρόνια στις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1834 μειώθηκε σε 20 χρόνια. Οι νεοσύλλεκτοι δεν έπρεπε να είναι νεότεροι από 17 ετών και όχι μεγαλύτεροι από 35 ετών.[12] Το 1874 η Ρωσία εισήγαγε την καθολική στρατολόγηση στα σύγχρονα πρότυπα, μια καινοτομία που κατέστη δυνατή μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας (serfdom) το 1861. Το νέο στρατιωτικό δίκαιο όριζε ότι όλοι οι Ρώσοι μετά την ηλικία των 20 ετών ήταν επιλέξιμοι να υπηρετήσουν στο στρατό για έξι χρόνια.
Ευρώπη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τις δεκαετίες που προηγήθηκαν του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η καθολική στρατολόγηση στα πρότυπα της Πρωσίας έγινε κανόνας για τους ευρωπαϊκούς στρατούς, με τροποποιήσεις που εισήγαγε η κάθε χώρα. Μέχρι το 1914 οι μόνοι αξιόλογοι στρατοί που εξακολουθούσαν να εξαρτώνται πλήρως από την εθελοντική στρατολόγηση ήταν αυτοί της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Ορισμένες αποικιακές δυνάμεις, όπως η Γαλλία, εφάρμοζαν στρατολόγηση μόνο για την προστασία του κράτους τους, ενώ για αποστολές στο εξωτερικό χρησιμοποιούσαν μισθοφόρους.
Παγκόσμιοι Πόλεμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το φάσμα των επιλέξιμων ηλικιών για στρατολόγηση αυξήθηκε για να καλύψει τη ζήτηση κατά τη διάρκεια των Παγκοσμίων Πολέμων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το σύστημα επιλεκτικής υπηρεσίας για τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο καλούσε αρχικά άνδρες απο 21 έως 30 ετών, αλλά το 1918 επεκτάθηκε στα 18 με 45 έτη. [13]
Σε περίπτωση γενικής επιστράτευσης για την άμυνα της χώρας ενάντια σε επίθεση, οι ηλικίες των στρατεύσιμων ήταν υψηλότερες, με τους ηλικιωμένους στρατιώτες να υπηρετούν σε ρόλους που απαιτούσαν μικρότερη κινητικότητα. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στη Βρετανία είχαν στρατολογηθεί άνδρες μέχρι την ηλικία των 51 ετών. Στη ναζιστική Γερμανία το Volkssturm ("θύελλα του λαού") περιλάμβανε παιδιά ηλικίας από 16 ετών και άντρες ηλικίας μέχρι 60 ετών. [14] Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο η Βρετανία όσο και η Σοβιετική Ένωση στρατολόγησαν γυναίκες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσανατολιζόταν προς την επιστράτευση γυναικών σαν νοσοκόμες, εν' όψει προγραμματισμένης εισβολής στην Ιαπωνία. Ωστόσο, οι Ιάπωνες παραδόθηκαν και η ιδέα εγκαταλείφθηκε. [15]
Σημερινή κατάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην παρούσα σύνοψη γίνεται συγκεντρωτική ταξινόμηση όσον αφορά τη στρατιωτική θητεία ανά κράτος:
Εφαρμόζεται στρατολόγηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Χωρίς στρατολόγηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επεξηγηματικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Συνολικά περιλαμβάνονται τα 193 κράτη του ΟΗΕ (εκτός από Λιβύη, Υεμένη που δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες).
Τα κράτη που εφαρμόζουν στρατολόγηση, συνήθως απαλλάσσουν από την υποχρέωση πολίτες με προβλήματα υγείας, για οικογενειακούς λόγους, και σε άλλες περιπτώσεις που διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Μετά τη συμπλήρωση κάποιας ηλικίας, που πάλι διαφέρει ανάλογα με τη χώρα, ο στρατός δεν δέχεται πλέον τους πολίτες για υπηρεσία. Μερικά κράτη δίνουν τη δυνατότητα εναλλακτικής υπηρεσίας, όπως άοπλη θητεία ή κοινωνική υπηρεσία. Κάποια άλλα εφαρμόζουν συστήματα επιλεκτικής στρατολόγησης τμήματος του πληθυσμού, με τυχαία επιλογή ή με βάση διάφορα κριτήρια, και ανάλογα με τις εκάστοτε ελλείψεις σε προσωπικό. Στις ανωτέρω κατηγορίες περιλαμβάνονται αθροιστικά 68 κράτη.
Τα κράτη που δεν εφαρμόζουν στρατολόγηση έχουν συνήθως επαγγελματικό στρατό με αμειβόμενα στελέχη και μισθοφόρους. Χώρες με μεγάλο πληθυσμό, όπως η Κίνα και η Ινδία, ή χώρες με μικρό στρατό αναλογικά με τον πληθυσμό τους, στηρίζονται κυρίως σε εθελοντές για την κάλυψη των θέσεων του στρατεύματος. Επίσης, υπάρχουν και κράτη χωρίς οργανωμένες ένοπλες δυνάμεις, εκτός από παραστρατιωτικές ομάδες ή αστυνομικές δυνάμεις. Τέλος, υπάρχουν χώρες ή περιοχές που έχουν αναθέσει την προστασία τους σε άλλες δυνάμεις ή περιπτώσεις που ο στρατός δεν είναι απαραίτητος (απομακρυσμένες ή αποστρατικοποιημένες περιοχές, νησιά κλπ). Στις προηγούμενες κατηγορίες περιλαμβάνονται αθροιστικά 123 κράτη.
Ενάντια στη στρατολόγηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Διακρίσεις λόγω φύλου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κοινωνικές ομάδες όπως οι ομοφυλόφιλοι, το Φεμινιστικό κίνημα και οργανώσεις της Αριστεράς τηρούν πάγια στάση ενάντια στην υποχρεωτική στρατιωτική θητεία.[16][17][18] Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι ο στρατός είναι ένας σεξιστικός θεσμός που προάγει την ανισότητα μεταξύ των δυο φύλων, και ότι η στρατολόγηση των ανδρών τείνει να νομιμοποιεί τη βία ως κοινωνικά αποδεκτή πρακτική, ενισχύοντας τις αυταρχικές δομές. Θεωρούν την πατριαρχία ως ένα σύστημα που οδηγεί de facto σε συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων ως μέσο επίλυσης διαφορών, και κατ' επέκταση σε πολεμικές αντιπαραθέσεις όσον αφορά τα κράτη.
Οι φεμινίστριες και άλλοι πολέμιοι του ρατσισμού, ήταν διοργανωτές και συμμετέχοντες σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά της στρατολόγησης σε αρκετές χώρες. Μεταξύ άλλων διαδηλώνουν υπέρ των δικαιωμάτων των ανδρών, για την ανισότητα που προκύπτει από την υποχρέωση τους σε στράτευση λόγω φύλου.[19][20]
Καταπάτηση Ανθρωπίνων δικαιωμάτων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η φιλόσοφος Άυν Ραντ αντιτάχθηκε στη στρατολόγηση, δηλώνοντας ότι:
"Από όλες τις κρατικές παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων σε μια μικτή οικονομία, η στρατιωτική θητεία είναι το χειρότερο. Είναι στέρηση των δικαιωμάτων. Καταργεί το θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου - το δικαίωμα στη ζωή - και καθιερώνει τη βασική αρχή του κρατισμού: ότι η ζωή ενός ανθρώπου ανήκει στο κράτος και το κράτος μπορεί να τη διεκδικήσει, υποχρεώνοντάς τον να θυσιαστεί στη μάχη." [21]
Η υποχρεωτική στρατολόγηση, χωρίς να ζητείται η συγκατάθεση ή όχι ενός πολίτη, έρχεται σε αντίθεση με άλλο ένα θεμελιακό δικαίωμα, αυτό της ελευθερίας. Ο Ron Paul, πρώην προεδρικός υποψήφιος είχε πει:
"Η στρατολόγηση συνδέεται λανθασμένα με τον πατριωτισμό, ενώ αντιπροσωπεύει πραγματικά τη δουλεία και την καταναγκαστική εργασία." [22]
Μέλη διάφορων θρησκευτικών οργανώσεων, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, έχουν αγωνιστεί σθεναρά κατά της στρατολόγησης. Διαχρονικά εναντιώνονται να μετέχουν στο στράτευμα, ενώ τιμωρήθηκαν ακόμη και με θάνατο, υπερασπιζόμενοι την ειρηνική πίστη τους και αρνούμενοι να παραλάβουν όπλο[23]. Το 2014, μια από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στην ιστορία του Ισραήλ, οργανώθηκε από μαθητές της Yeshiva ενάντια στη στρατολόγηση.
Ατομικά και πολιτικά δικαιώματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο καλούμενος για στρατολόγηση όταν κατατάσσεται στο στρατόπεδο υποχρεούται να παραδώσει την πολιτική του ταυτότητα. Αυτομάτως χάνει σημαντικά δικαιώματα που αφορούν στη δικαιοσύνη, τη συλλογική διεκδίκηση, την πολιτική δραστηριότητα, την ελεύθερη έκφραση, την ιδιωτικότητα και την αξιοπρεπή μεταχείριση. [24][25][26] Πλέον υπόκειται στη δικαιοδοσία του στρατού, ο οποίος λειτουργεί με βάση την πειθαρχία, και σύμφωνα με το στρατιωτικό ποινικό κώδικα. Η ελεύθερη βούληση καταπατείται από τη στιγμή που δεν υπάρχει η δυνατότητα επιλογής και ο στρατιώτης είναι υποχείριο ενός "ανώτερου" στην ιεραρχική δομή, με την υποχρέωση να εκτελεί αναντίρρητα τις εντολές. Η καθημερινή δραστηριότητα σε ένα στρατόπεδο καθορίζεται από αποφάσεις στις οποίες δεν έχει το δικαίωμα συμμετοχής, και δεν προκύπτουν κατόπιν συζήτησης με τον άμεσα ενδιαφερόμενο. Η ισότιμη μεταχείριση πάλι δεν είναι εξασφαλισμένη, καθώς δε μπορεί να ασκηθεί η λεγόμενη αναφορά στις αρχές δηλαδή να υπάρξει δημοκρατικός έλεγχος από τους φαντάρους στη στρατιωτική εξουσία. Η υλοποίηση των κανονισμών εξαρτάται από έναν υπεύθυνο, ο οποίος μπορεί να επηρεαστεί από διάφορους παράγοντες ή να αποφασίζει διαφορετικά ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις, χωρίς να μπορεί να αμφισβητηθεί. Έτσι ευνοείται η ανάπτυξη σχέσεων υποτέλειας, με ευνοϊκή μεταχείριση στους πιο "συνεργάσιμους" ή σημαντικούς ανάλογα με τις γνωριμίες (βύσματα).[27]
Το παραπάνω πρότυπο μεταφέρεται εν δυνάμει στον κοινωνικό ιστό αργότερα, δημιουργώντας ανταγωνιστικές σχέσεις και ατομισμό, αντίθετα με προηγμένα κράτη της Βόρειας Ευρώπης όπου προωθείται η συνεργασία, η αλληλοβοήθεια και το κράτος δικαίου. Επίσης η ποιότητα της δημοκρατίας υποβαθμίζεται, οδηγώντας προς τον απολυταρχισμό και τη μισαλλοδοξία. Οι πελατειακές σχέσεις επεκτείνονται πέρα από το κράτος και στις εταιρίες, όπου τη θέση καταλαμβάνει κυρίως ο γνωστός και όχι ο πιο ικανός.
Υγεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι συνθήκες διαβίωσης, οι καθημερινές ασκήσεις, τα ωράρια υπηρεσίας (συμπεριλαμβανομένης της σκοπιάς) και το πιεστικό περιβάλλον θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των στρατολογημένων. Δεν είναι λίγες οι φορές που δημοσιεύονται περιστατικά νοσημάτων, τραυματισμών, θανάτων, διακίνησης ναρκωτικών, και αυτοκτονιών σε στρατόπεδα.[28][29] Η κυρίαρχη αξία στο στρατό είναι η δύναμη, γι' αυτό δεν υπάρχει ιδιαίτερη μέριμνα υπέρ των αδυνάτων. Η ψυχική υγεία διατρέχει τον ίδιο κίνδυνο, ειδικά σε περιπτώσεις στρατολογημένων που αναγκάστηκαν να ζήσουν τον πόλεμο κατά τη διάρκεια κάποιας εκστρατείας, πολλώ δε μάλλον αν αφαίρεσαν ανθρώπινη ζωή παρά τη θέληση τους.[30]
Οικονομική επιβάρυνση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υποστηρίζεται από οικονομολόγους ότι σε περίοδο ειρήνης η χρησιμότητα της στρατολόγησης είναι αμφιλεγόμενη. Όσον αφορά την ανάπτυξη, το πλέον καταρτισμένο και παραγωγικό τμήμα της κοινωνίας τίθεται εκτός εργασίας για μήνες ή και χρόνια, στερώντας πολύτιμο εργατικό δυναμικό. Το πρόβλημα μπορεί να είναι μικρότερο σε ένα αγροτικό ή λιγότερο ανεπτυγμένο κράτος, όπου το επίπεδο εκπαίδευσης είναι γενικά χαμηλό και ο εργαζόμενος μπορεί να αντικαθίσταται από κάποιον άλλο. Ωστόσο, είναι δυνητικά πιο δαπανηρό σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία όπου το μορφωτικό επίπεδο είναι υψηλότερο. Οι εργαζόμενοι αποκτούν μεγάλη εξειδίκευση, έτσι είναι δύσκολο να βρεθεί αντικαταστάτης.[31] Επίσης τα έξοδα για τη συντήρηση και τον εξοπλισμό ενός μεγάλου στρατεύματος χωρίς άμεση χρησιμότητα βαρύνουν τον προϋπολογισμό, ενώ έχουν εκφραστεί ενστάσεις και από στρατιωτικούς για το κατά πόσο είναι αποτελεσματικό ένα σώμα από απρόθυμους φαντάρους. Σε περίπτωση μάχης, στρατιώτες με βασική εκπαίδευση και απροετοίμαστοι για καιρό μετά από τη βραχύβια θητεία τους, θα έχουν αμφίβολη αποτελεσματικότητα συγκρινόμενοι με έναν μικρότερο επαγγελματικό στρατό ίσου κόστους.
Από την πλευρά του πολίτη που καλείται για υποχρεωτική υπηρεσία, η οικονομική επιβάρυνση είναι διπλή. Αρχικά, χάνει τη δυνατότητα να δημιουργήσει εισόδημα για όσο χρόνο τον δεσμεύει η θητεία του, καθώς δεν μπορεί να εργαστεί. Επιπλέον επιβαρύνεται ο ίδιος και η οικογένεια του με παραπάνω έξοδα, εφ' όσον σε κάποιες περιπτώσεις, όπως και στην Ελλάδα, ο μισθός είναι συμβολικός.
Απώλεια χρόνου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η στρατολόγηση υπό την έννοια υποχρεωτικής υπηρεσίας, στερεί από το άτομο τη δυνατότητα να ορίζει το χώρο στον οποίο βρίσκεται (περιορίζοντάς τον αντίστοιχα με ένα σωφρονιστικό ίδρυμα), αλλά και να διαχειρίζεται ο ίδιος το χρόνο του, ή τις δραστηριότητες στις οποίες θα τον διαθέσει. Η στέρηση χρόνου από τη ζωή του καθενός έχει την ίδια βαρύτητα σαν γεγονός ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα για το οποίο συμβαίνει. Σαν χαμένος χρόνος μπορεί να υπολογίζεται επιπρόσθετα η περίοδος πριν τη στράτευση για την οποία ανατρέπεται οποιοσδήποτε προγραμματισμός στόχων ή καριέρας, καθώς και ο χρόνος μέχρι την επανένταξη στην αγορά εργασίας.
Υπέρ της στρατολόγησης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κοινωνική διάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ είχε εκφράσει την αντίθεση του στον επαγγελματικό στρατό, θεωρώντας ότι ήταν προνόμιο και δικαίωμα του κάθε πολίτη να συμμετέχει στην υπεράσπιση της πατρίδας του, αντίθετα σημάδι ηθικής παρακμής το να ανατεθεί αυτή η αρμοδιότητα σε επαγγελματίες. Στήριζε την άποψη του στην εξέλιξη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία κατέρρευσε όταν μετέτρεψε το ρωμαϊκό στρατό από υποχρεωτική υπηρεσία σε επαγγελματική δύναμη [32].
Ο Νικολό Μακιαβέλι υπερασπίστηκε έντονα τη στρατολόγηση [33], θεωρώντας τον επαγγελματικό στρατό ως αιτία διάσπασης της κοινωνικής συνοχής στην Ιταλία. Ο στρατός ενισχύει τον πατριωτισμό, και συνεισφέρει στην κοινωνική συνοχή δημιουργώντας την αίσθηση του κοινού συμφέροντος. Στον αντίποδα, οι σημερινές πολυπολιτισμικές κοινωνίες απειλούνται σε κάποιο βαθμό, όταν στο στρατό ευδοκιμούν ξενοφοβικά και ρατσιστικά αισθήματα.
Οι Jonathan Alter και Mickey Kaus υποστήριξαν ότι η στρατολόγηση ενισχύει την κοινωνική ισότητα εξαλείφοντας τις ταξικές διαφορές, και δημιουργεί κοινωνική συνείδηση γαλουχώντας τους νέους στην υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος.[34][35][36]
Άλλοι υπέρμαχοι της στρατολόγησης όπως ο Γουίλιαμ Τζέιμς, θεωρούσαν ότι η υποχρεωτική στράτευση ως εθνική υπηρεσία συντελεί κατά έναν τρόπο στην ωρίμανση των νεαρών ενηλίκων [37].
Ο στρατός παλαιότερα, όπου η ηλικία στράτευσης τοποθετούνταν αμέσως μετά την εφηβεία, αποτελούσε ένα σημαντικό φορέα κοινωνικοποίησης και προσέφερε τη δυνατότητα στον νέο να γνωρίσει μέρη εκτός της κατοικίας του. Σήμερα προσφέρει αυτή τη δυνατότητα κυρίως σε άτομα που δεν θα συνεχίσουν τις σπουδές τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και δεν έχουν κάποια άλλη ευκαιρία να φύγουν από τον τόπο που διαμένουν.
Ασφάλεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε παλιότερες εποχές που η έκβαση των πολέμων στηριζόταν κυρίως στο μέγεθος του στρατού, ο πληθυσμός κάθε χώρας εκπαιδευόταν στη χρήση όπλων και κατόπιν τίθονταν στην εφεδρεία. Αυτή η μέθοδος εξασφάλιζε την άμυνα έναντι απειλής, αν και δε λειτούργησε αποτρεπτικά όσον αφορά δύο παγκοσμίους πολέμους. Σήμερα, η πιθανότητα ένοπλης σύρραξης είναι μικρή, καθώς οι αντιπαραθέσεις μεταξύ κρατών εκφράζονται σε οικονομικούς όρους και κυβερνοεπιθέσεις. Ακόμα και σε μια ένοπλη αντιπαράθεση όμως, οι τεχνολογικές εξελίξεις στην πολεμική βιομηχανία απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό, με συνεχή εκπαίδευση και ετοιμοπόλεμο. Εξ' άλλου σύμφωνα με έρευνα σε ευρωπαϊκές χώρες, το ποσοστό των ανθρώπων που είναι διατεθειμένοι να υπερασπιστούν τη χώρα τους θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή ή τη σωματική τους ακεραιότητα είναι χαμηλό.[38] Γι' αυτό το λόγο άλλωστε από τις αρχές του 21ου αιώνα μέχρι σήμερα σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν καταργήσει τη στρατολόγηση.
Στήριξη απομακρυσμένων περιοχών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Ελλάδα, τα στρατόπεδα που λειτουργούν σε παραμεθόριες περιοχές ή απομακρυσμένα νησιά συνεισφέρουν στην τοπική οικονομία και είναι ένας παράγοντας συγκράτησης του πληθυσμού, ώστε αυτές οι περιοχές να μην ερημώσουν. Εναλλακτικά, το κράτος θα μπορούσε να προωθήσει δομές και συνθήκες για την αποκέντρωση, να στηρίξει τη λειτουργία επιχειρήσεων και τουριστικών μονάδων στην επικράτεια της χώρας, να επιδοτεί τους αγρότες, να βοηθά οικονομικά κατοίκους μικρών πληθυσμιακά και απομονωμένων οικισμών της επαρχίας.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Jourdan law». Academic Dictionaries and Encyclopedias.
- ↑ Asal, Victor; Conrad, Justin; Toronto, Nathan (2017-08-01). «I Want You! The Determinants of Military Conscription» (στα αγγλικά). Journal of Conflict Resolution 61 (7): 1456–1481. doi: . ISSN 0022-0027.
- ↑ N., Postgate, J. (1992). Early Mesopotamia : society and economy at the dawn of history. London: Routledge. ISBN 0415008433. 24468109.
- ↑ Great Britain· Attenborough, F. L. (Frederick Levi) (1922). The laws of the earliest English kings. [Cambridge] : Cambridge University Press.
- ↑ Smyth, Alfred P. (16 Νοεμβρίου 1995). King Alfred the Great. Oxford University Press. ISBN 9780198229896.
- ↑ «Αναρχία στη Σαμάρα» (στα αγγλικά). Wikipedia. 2018-08-11. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BD%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%AF%CE%B1_%CF%83%CF%84%CE%B7_%CE%A3%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CF%81%CE%B1.
- ↑ LEWIS, BERNARD (18 Ιουνίου 1992). Race and Slavery in the Middle East. Oxford University Press. σελίδες 3–15. ISBN 9780195053265.
- ↑ «Janissaries - LookLex Encyclopaedia». i-cias.com. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Internet History Sourcebooks Project». sourcebooks.fordham.edu. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Conscription». www.webcitation.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Οκτωβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Bucholz, Arden (2005-09). «Preussische Heeresreformen, 1807–1870: Militärische Innovation und der Mythos der “Roonschen Reform.” By Dierk Walter. Krieg in der Geschichte (KRiG), volume 16. Edited by, Stig Förster, , Bernhard R. Kroener, and Bernd Wegner. Paderborn: Ferdinand Schöningh, 2003. Pp. 654. €88.00.». The Journal of Modern History (3): 837–839. doi: . ISSN 0022-2801. http://dx.doi.org/10.1086/497772.
- ↑ «Military service in Russia Empire». web.archive.org. 4 Μαρτίου 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Records of the Selective Service System (World War I)». National Archives (στα Αγγλικά). 15 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Lone Sentry: The German Volkssturm (U.S. WWII Intelligence Bulletin, February 1945)». www.lonesentry.com. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «CBC News Indepth: International military». web.archive.org. 18 Μαΐου 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Mika, Kitty; McAllister, Pam (1985). «Reweaving the Web of Life: Feminism and Nonviolence». Frontiers: A Journal of Women Studies (2): 71. doi: . ISSN 0160-9009. http://dx.doi.org/10.2307/3346061.
- ↑ «No to Equality in Militarism! | Countering the Militarisation of Youth». antimili-youth.net. Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Women — Independent Voices». voices.revealdigital.com. Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Berlatsky, Noah (29 Μαΐου 2013). «When Men Experience Sexism». The Atlantic (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Benatar, David (7 Μαΐου 2012). The Second Sexism: Discrimination Against Men and Boys. John Wiley & Sons. ISBN 9780470674512.
- ↑ «Draft». Ayn Rand Lexicon (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Paul, Ron (14 Ιανουαρίου 2003). «Conscription Is Slavery». Antiwar.com Original (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Facts about Jehovah's Witnesses and War». www.jwfacts.com. Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Στρατός και Ατομικά Δικαιώματα». Curia.gr. Νομική Εφημερίδα. 1 Νοεμβρίου 2015.
- ↑ Team (ISSAT), International Security Sector Advisory. «Handbook on Human Rights and Fundamental Freedoms of Armed Forces Personnel». Geneva Center for Security Sector Governance. Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. σελίδες 56, 161, 219. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2021.
- ↑ Jurgens, Erik. «Human rights of conscript soldiers». Council of Europe | Parliamentary Assembly.
- ↑ «Φαντάρε πού πας (χωρίς βύσμα);». www.news247.gr. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «12,5% των χρηστών είχε την πρώτη επαφή με ναρκωτικές ουσίες στον Στρατό». ΤΑ ΝΕΑ. 20 Μαΐου 1997. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Ναρκωτικά μέσα στα στρατόπεδα |Tvxs». tvxs.gr. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Epochi, rizospastis gr | Synchroni (8 Φεβρουαρίου 2009). «rizospastis.gr - «Επιδημία» οι αυτοκτονίες στον αμερικανικό στρατό». ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Singleton, John D. (16 Ιουνίου 2016). Slaves or Mercenaries? Milton Friedman and the Institution of the All-Volunteer Military. Oxford University Press. ISBN 9780191773761.
- ↑ Rousseau, Jean-Jacques. The Social Contract.
- ↑ Rees, Patricia· Lock, Andrew (27 Ιουλίου 2000). Machiavelli, Marketing and Management. Routledge. ISBN 9780415216692.
- ↑ PM, Newsweek Staff On 7/30/95 at 8:00 (30 Ιουλίου 1995). «Cop-Out On Class». Newsweek (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Interview with Mickey Kaus | RealClearPolitics». www.realclearpolitics.com. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ Edition, Virginia Postrel from the October 1995 issue-view article in the Digital (1 Οκτωβρίου 1995). «Overcoming Merit». Reason.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «William James: The Moral Equivalent of War». www.constitution.org. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2019.
- ↑ «Global Survey Shows Three in Five Willing to Fight for Their Country». Gallup International. 7 Μαΐου 2015.