Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μουράτ Α΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μουράτ Α΄
مراد اول
Μπέης
Μέγας Εμίρης
Γαζής
Χάνος
Κυρίαρχος
Σουλτάνος των Σουλτάνων
Βασιλέας των Βασιλέων
Οθωμανική μινιατούρα του 16ου αιώνα.
ΠερίοδοςΜάρτιος 1362 – 28 Ιουνίου 1389
ΠροκάτοχοςΟρχάν
ΔιάδοχοςΒαγιαζήτ Α΄
Γέννηση29 Ιουνίου 1326 (1326-06-29)
Προύσα, Μπεηλίκι των Οθωμανών
Θάνατος28 Ιουνίου 1389 (63 ετών)
Χώρα του Μπράνκοβιτς (σημερινή Πρίστινα, Κόσοβο)
Τόπος ταφήςΤάφος Σουλτάνου Μουράτ Α΄, Πρίστινα, Κόσοβο
αργότερα Τουρμπές Σουλτάνου Μουράτ Α΄, Οσμανγαζή, Προύσα
ΣύζυγοςΓκιουλτσιτσέκ Χατούν
Μαρία Ταμάρα Χατούν
Πασά Μελέκ Χατούν
Φουλντανέ Χατούν
ΑπόγονοιΓιακούπ Τσελεμπή
Βαγιαζήτ Α΄
Σαβτσί Μπέης
Νεφισέ Μελέκ Χατούν
Πλήρες όνομα
   Μουράτ μπιν Ορχάν Άλπ
ΟίκοςΟσμανιδών
ΠατέραςΟρχάν
ΜητέραΝιλουφέρ Χατούν
ΘρησκείαΙσλάμ
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Μουράτ Α΄ (οθωμανικά τουρκικά: مراد اول· τουρκικά: I. Murad· 29 Ιουνίου 1326 – 15 Ιουνίου 1389), ο επονομαζόμενος ως Κυρίαρχος (Khodāvandgār, εκ του περσικού خداوندگار), διετέλεσε σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1362 έως το 1389,[1] ως διάδοχος του πατέρα του, Ορχάν Γαζή.[2][3] Μητέρα του ήταν η Ελληνίδα Νιλουφέρ Χατούν. Ο Μουράτ Α΄ ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του ετεροθαλούς αδελφού του, Σουλεϊμάν Πασά. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, κατέκτησε την Αδριανούπολη τη δεκαετία του 1360 και την ανακήρυξε νέα πρωτεύουσα του Σουλτανάτου. Στη συνέχεια, επέκτεινε σημαντικά τα όρια της αυτοκρατορίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο, υπάγοντας μεγάλο μέρος των Βαλκανίων υπό οθωμανική κυριαρχία. Επέβαλε φόρο υποτέλειας στους ηγεμόνες της Σερβίας, στον αυτοκράτορα της Βουλγαρίας, καθώς και στον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο.[4] Σε διοικητικό επίπεδο, αναδιοργάνωσε την επικράτεια της αυτοκρατορίας, διαιρώντας την σε δύο κύριες επαρχίες: την Ανατολία (Μικρά Ασία) και τη Ρούμελη (Βαλκάνια),[5] καθιερώνοντας έτσι ένα πρότυπο διοικητικής διαίρεσης που θα επηρέαζε τη μετέπειτα οθωμανική διοικητική δομή. Το 1383 καθιέρωσε τον τίτλο του Σουλτάνου ως τον απόλυτο άρχοντα της αυτοκρατορίας, οργάνωσε το πρώτο τάγμα Γενιτσάρων και καθόρισε ουσιαστικά τη στρατιωτική δικαιοσύνη της κυβέρνησής του.

Σύμφωνα με τις οθωμανικές πηγές, οι τίτλοι του Μουράτ Α΄ περιλάμβαναν τους εξής: Μπέης, Μέγας Εμίρης (Emîr-i aʿzam), Γαζής, Κυρίαρχος, Χάνος, Παντισάχ, Σουλτάνος των Σουλτάνων (Sultânü’s-selâtîn) και Βασιλέας των Βασιλέων (Melikü’l-mülûk).Στις βουλγαρικές και σερβικές πηγές, αναφέρεται με τον τίτλο Τσάρος, γεγονός που αντανακλά την αντίληψη των βαλκανικών λαών για την αυτοκρατορική φύση της εξουσίας του. Σε γενουατικό έγγραφο, τέλος, απαντά με την ονομασία «Κύριος και Αρχηγός των Τούρκων» (dominus armiratorum Turchie), τίτλος που υποδηλώνει τον σεβασμό και την αναγνώριση της ηγεμονικής του θέσης ακόμη και από τις δυτικές δυνάμεις της εποχής.[1]

Ο Μουράτ Α΄ διεξήγαγε εκστρατείες τόσο στην Ανατολία όσο και στα Βαλκάνια, επιδιώκοντας τη διεύρυνση και εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας. Στην Ανατολία, συγκρούστηκε με το ισχυρό μπεηλίκι των Καραμανιδών, ενώ στην Ευρώπη αντιμετώπισε τους Σέρβους, τους Αλβανούς, τους Βουλγάρους και τους Ούγγρους. Ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε η σερβική εκστρατεία με σκοπό την εκδίωξη των Οθωμανών από την Αδριανούπολη, η οποία οργανώθηκε υπό την ηγεσία των Σέρβων αδελφών, του βασιλιά Βουκάσιν και του δεσπότη Ούγκλιεσα. Η εκστρατεία αυτή κατέληξε σε ολέθρια ήττα για τους Σέρβους στις 26 Σεπτεμβρίου 1371, στη μάχη του Έβρου, από τις δυνάμεις του Λαλά Σαχίν Πασά, ικανού στρατηγού και πρώτου μπεηλέρμπεη της Ρούμελης. Στα επόμενα έτη, οι Οθωμανοί σημείωσαν σημαντικές προελάσεις. Το 1385, η Σόφια, μία από τις σημαντικότερες βουλγαρικές πόλεις, καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς, γεγονός που ενίσχυσε την παρουσία τους στη βαλκανική ενδοχώρα. Έναν χρόνο αργότερα, το 1386, ο πρίγκιπας Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς κατόρθωσε να επιφέρει σημαντική ήττα στις οθωμανικές δυνάμεις στη μάχη του Πλότσνικ. Η σύγκρουση αυτή προκάλεσε βαριές απώλειες στον οθωμανικό στρατό, ο οποίος, κατά την υποχώρησή του, απέτυχε να καταλάβει τη Νις.

Μάχη του Κοσσυφοπεδίου και θάνατος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1389, ο στρατός του Μουράτ Α΄ συγκρούστηκε με τον σερβικό στρατό και τους συμμάχους του, υπό την ηγεσία του πρίγκιπα Λάζαρου, στη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου. Οι πηγές της εποχής διαφέρουν ως προς τον ακριβή τρόπο και τη χρονική στιγμή του θανάτου του Μουράτ: οι σύγχρονες του γεγονότος αναφορές περιορίζονται στο ότι η μάχη διεξήχθη και ότι τόσο ο πρίγκιπας Λάζαρος όσο και ο ίδιος ο σουλτάνος σκοτώθηκαν στη διάρκειά της. Οι μεταγενέστερες εκδοχές και οι θρύλοι σχετικά με τις συνθήκες του θανάτου του Μουράτ εμφανίζονται κυρίως στον 15ο αιώνα και έπειτα, αρκετές δεκαετίες μετά το γεγονός, αποτελώντας περισσότερο προϊόντα προφορικής παράδοσης και πολιτικής μυθοπλασίας. Σύμφωνα με μια δυτική πηγή, κατά τις πρώτες ώρες της μάχης, ο Μουράτ δολοφονήθηκε από τον Σέρβο ευγενή και ιππότη Μίλος Όμπιλιτς, ο οποίος τον μαχαίρωσε θανάσιμα.[6][7] Αντιθέτως, οι περισσότεροι Οθωμανοί χρονικογράφοι, μεταξύ αυτών και ο Δημήτριος Καντεμίρ,[8] αναφέρουν ότι ο σουλτάνος δολοφονήθηκε αφού η μάχη είχε λήξει, την ώρα που επιθεωρούσε το πεδίο. Μία επιστολή της Συγκλήτου της Φλωρεντίας, γραμμένη από τον Κολούτσιο Σαλουτάτι και απευθυνόμενη στον βασιλιά Τβρτκο Α΄ της Βοσνίας (20 Οκτωβρίου 1389), παρέχει μια άλλη λεπτομερή περιγραφή του περιστατικού. Σε αυτήν αναφέρεται ότι μια ομάδα δώδεκα Σέρβων αριστοκρατών διέσπασε τις οθωμανικές γραμμές που φρουρούσαν τον Μουράτ, και ότι ένας εξ αυτών, πιθανότατα ο Όμπιλιτς, κατάφερε να εισέλθει στη σκηνή του σουλτάνου και να τον σκοτώσει με μαχαιριές στον λαιμό και στην κοιλιά.[9]

Μετά τον θάνατό του, την εξουσία ανέλαβε ο πρωτότοκος γιος του, Βαγιαζήτ, ο οποίος διοικούσε το αριστερό κέρας του οθωμανικού στρατού. Ο άλλος του γιος, Γιακούμπ Τσελεμπή, που είχε την ευθύνη του δεξιού κέρατος, κλήθηκε στη σκηνή της διοίκησης με πρόσχημα τη συνάντηση με τον πατέρα του, αλλά, όταν έφτασε, στραγγαλίστηκε κατόπιν εντολής του Βαγιαζήτ. Με αυτόν τον τρόπο, ο τελευταίος εξασφάλισε άμεσα τη διαδοχή και ανακηρύχθηκε μοναδικός διεκδικητής του θρόνου. Τα εσωτερικά όργανα του Μουράτ θάφτηκαν στο πεδίο του Κοσσυφοπεδίου, εντός μαυσωλείου που ονομάστηκε Μεσέντ-ι Χουνταβεντιγκιάρ. Σήμερα το μνημείο έχει αποκτήσει θρησκευτική σημασία για τους μουσουλμάνους της περιοχής. Τα υπόλοιπα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη Προύσα, την πρωτεύουσά της ανατολικής μεριάς της Αυτοκρατορίας, όπου ενταφιάστηκαν επίσης σε μαυσωλείο που φέρει το όνομά του.[10]

Απεικονίσεις στην τέχνη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύζυγοι

Παιδιά

Εμφάνιση και προσωπικότητα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μουράτ Α΄ περιγράφεται στις πηγές της εποχής του ως άνδρας μετρίου αναστήματος, στρογγυλού προσώπου και γαμψής ρινός, γνωστός για τη φιλανθρωπία και τη δικαιοσύνη του. Παρουσιάζεται ως ηγεμόνας που αφιέρωσε τη ζωή του στον ιερό πόλεμο (τζιχάντ), επιδεικνύοντας αφοσίωση στο καθήκον και στην εδραίωση της ισλαμικής πίστης μέσω της αυτοκρατορικής ισχύος.[1] Αντίθετα, οι βυζαντινές πηγές προσφέρουν μια πιο σύνθετη, ενίοτε αντιφατική εικόνα. Ο Μουράτ περιγράφεται ως σιωπηλός αλλά εύγλωττος όταν μιλούσε, με έφεση στο κυνήγι και ακούραστος στη δράση. Παρουσιάζεται ως ηγεμόνας επιεικής προς τους χριστιανούς υπηκόους του, αν και αυστηρός απέναντι στα σφάλματα και ικανός να επιβάλει σκληρότητα όταν το έκρινε αναγκαίο. Παράλληλα, τονίζεται η στρατιωτική του ικανότητα και η σταθερή επιτυχία του έναντι των εχθρών του, γεγονός που συνέβαλε καθοριστικά στην εμπέδωση του κύρους και της ισχύος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και την Ανατολία.

  1. 1 2 3 Halil İnalcık (2006). «Murad I» (στα Turkish). TDV Encyclopedia of Islam, Vol. 31 (Muhammedi̇yye – Münâzara). Istanbul: Turkiye Diyanet Foundation, Centre for Islamic Studies, σσ. 156–164. ISBN 978-975-389-458-6. https://islamansiklopedisi.org.tr/murad-i.
  2. Peirce, Leslie P. (1994). Imperial Harem: Women and Sovereignty in the Ottoman Empire. Studies in Middle Eastern History. New York: Oxford University Press. σελίδες 33–35. ISBN 978-0-19-508677-5.
  3. Lowry, Heath (2003). The Nature of the Early Ottoman State. Albany: SUNY Press. σελίδες 153. ISBN 0-7914-5636-6.
  4. «Murad I». Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα.
  5. "In 1363 the Ottoman capital moved from Bursa to Edirne, although Bursa retained its spiritual and economic importance." Ottoman Capital Bursa. Official website of Ministry of Culture and Tourism of the Republic of Turkey. Retrieved 19 December 2014.
  6. Helmolt, Ferdinand (1907). The World's History. W. Heinemann. σελ. 293.
  7. Fine, John (1994). The Late Medieval Balkans. University of Michigan Press. σελ. 410. ISBN 0-472-08260-4.
  8. Καντεμίρ, Δημήτριος (1734). History of the Growth and Decay of the Osman Ottoman Empire. Λονδίνο.
  9. Vucinich, Wayne S.· Emmert, Thomas Allan (1991). Kosovo: Legacy of a Medieval Battle. University of Minnesota. ISBN 978-99922-875-5-2.
  10. «sultanmurad.com - sultanmurad Resources and Information». www.sultanmurad.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2025.

Επιπρόσθετη βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Harris, Jonathan (2010). The End of Byzantium. Νιου Χέιβεν & Λονδίνο: Yale University Press. ISBN 978-0-300-11786-8. 
  2. Imber, Colin (2009). The Ottoman Empire, 1300–1650: The Structure of Power (2η έκδοση). Μπεϊσινγκστόουκ: Palgrave Macmillan. ISBN 978-1-1370-1406-1. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Μουράτ Α΄ στο Wikimedia Commons
Μουράτ Α΄
Γέννηση: 29 Ιουνίου 1326 Θάνατος: 28 Ιουνίου 1389(63 ετών)
Αυτοκρατορικός Οίκος των Οθωμανών
Προκάτοχος
Ορχάν
Σουλτάνος της Οθωμανική Αυτοκρατορίας
Μάρτιος 1362 - 28 Ιουνίου 1389
Διάδοχος
Βαγιαζήτ Α΄