Σουλτάνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σουλτάνος Μαχμούτ του Γκάζνι (971-1030)

Σουλτάνος (αραβικά: سلطان‎‎, από το سلطة sultah "εξουσία, δύναμη") είναι Ισλαμικός μοναρχικός τίτλος ο οποίος ιστορικά έχει αποκτήσει πολλαπλές σημασίες και πολιτικούς ρόλους. Σε αντίθεση με τους προγενέστερους βασιλικούς τίτλους που συνέχισαν να χρησιμοποιούνται στον μουσουλμανικό κόσμο, ο σουλτανικός τίτλος δημιουργήθηκε σε ένα Ισλαμικό πολιτικό περιβάλλον, και συνδέεται άμεσα με μία θεωρητική εξουσιοδότηση από το πρόσωπο του Χαλίφη.[1]

Ο πρώτος μονάρχης που χρησιμοποίησε τον τίτλο ήταν ο Τούρκος Μαχμούτ του Γκάζνι, του οποίου οι μαμελούκοι ακόλουθοι κατέλαβαν τις ανατολικές επαρχίες του χαλιφάτου. Όντας μουσουλμάνος, χρησιμοποίησε τον καινούργιο τίτλο για να νομιμοποιήσει την πολιτική ανεξαρτησία του από την κοσμική εξουσία του χαλίφη. Η πολιτική κατάρρευση του χαλιφάτου σύντομα οδήγησε στη δημιουργία μεταγενέστερων σουλτανάτων, στα οποία ο σουλτάνος λειτουργούσε ως κυρίαρχος μονάρχης. Παρά αυτήν την εξέλιξη, ο τίτλος δεν ταυτίστηκε με τη βασιλική θέση, και σε μεγάλης έκτασης σουλτανάτα όπως αυτά των Σελτζούκων[2] ή των Αγιουμπιδών[3] ήταν σύνηθες για πολλά μέλη της οικογένειας που λειτουργούσαν ως τοπικοί κυβερνήτες να μοιράζονται τον τίτλο, με τον καθαυτό μονάρχη να διακρίνεται ως ο "μέγας" σουλτάνος. Για πολλούς αιώνες αποτέλεσε κοινό βασιλικό τίτλο του δυτικού μουσουλμανικού κόσμου και της νότιας Ασίας. Ο τίτλος έγινε ευρέως γνωστός στη Δύση υπό την εσφαλμένη αντίληψη πως ήταν ο αυτοκρατορικός τίτλος των Οθωμανών, οι οποίοι όμως χρησιμοποιούσαν τον ανώτερο αυτοκρατορικό τίτλο Πατισάχ (Padeshah, Περσικά: پادشاه, Τούρκικα: Padişah, κύριος βασιλέων).[4] Ο Οθωμανικός οίκος απέδιδε τον σουλτανικό τίτλο στον αυτοκράτορα, τα παιδιά και τη μητέρα του, καθώς και στις υψηλόβαθμες γυναίκες του.[5]

Ο τίτλος έπεσε εκτός ευρείας χρήσης κατά τον 20ο αιώνα, καθώς η πτώση του Οθωμανικού χαλιφάτου και η επιθυμία των σύγχρονων μοναρχιών να αυτονομηθούν από εξωτερικές πηγές εξουσίας οδήγησαν τους κυρίαρχους σουλτάνους να υιοθετήσουν τον τίτλο του βασιλιά (Αραβικά: مَلِك, malik), με τις σημαντικές εξαιρέσεις των σουλτάνων του Ομάν και του Μπρουνέι. Εντούτοις, ο σουλτανικός τίτλος συνεχίζει να χρησιμοποιείται από πληθώρα παραδοσιακών μοναρχιών που δεν κυβερνούν ένα κυρίαρχο κράτος, όπως στη Μαλαισία[6], τη Νιγηρία[7], την Αιθιοπία[8] και τη Σομαλία[9].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Anjum, Tanvir (Summer 2007). "The Emergence of Muslim Rule in India: Some Historical Disconnects and Missing Links". Islamic Studies 46
  2. Lange, Christian· Mecit, Songul (2011). The Seljuqs: politics, society & culture. Great Britain: Edinburgh Academic Press. σελίδες 30–31. ISBN 978 0 7486 3994 6. 
  3. Jackson 1996, p. 36
  4. Finkel, Caroline (2006). Osman's Dream. Great Britain: John Murray. ISBN 0719561124. 
  5. Peirce, Leslei P. (1993). The Imperial HaremΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. USA: Oxford University Press. ISBN 0195086775. 
  6. «Malaysia's Sultans Return to Power - Asia Sentinel». Asia Sentinel (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2015. 
  7. Tukur, Sani (14 Σεπτεμβρίου 2014). «Sultan of Sokoto named 18th most influential Muslim leader in the world». Premium Times. Ανακτήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2015. 
  8. Hanfare, Kadafo Mohd. (18 Σεπτεμβρίου 2014). «A Personal Account of the Sultanate of Awsa». The Panel Online. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2015. 
  9. «Warsangeli Sultanate». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Νοεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2015.