Ιαπωνία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 35°09′22″N 136°03′36″E / 35.1561°N 136.06°E / 35.1561; 136.06

Ιαπωνία
日本国

Σημαία

Εθνόσημο
Εθνικός ύμνος: Kimi Ga Yo (Είθε η βασιλεία σου να διαρκεί για πάντα)
Τοποθεσία της χώρας στον κόσμο
και μεγαλύτερη πόληΤόκιο
35°41′N 139°46′E / 35.68°N 139.76°E / 35.68; 139.76 (Τόκιο)
Ιαπωνικά
Ενιαία Συνταγματική Κοινοβουλευτική Μοναρχία
Ναρουχίτο
Φουμίο Κισίντα
Συγκρότηση
Ημέρα Εθνικής Ίδρυσης
Σύνταγμα Μεϊτζί
Ισχύον Σύνταγμα

11 Φεβρουαρίου 660 π.Χ.

29 Νοεμβρίου 1890
3 Μαΐου 1947
 • Σύνολο
 • % Νερό
Ακτογραμμή

377.975 [1] km2 (62η)
0,8
33.889 km
Πληθυσμός
 • Εκτίμηση 1-2024 
 • Απογραφή 2010 
 • Πυκνότητα 

124.090.000[2] (11η) 
128.057.352[3]  
328,3 κατ./km2 (41η) 
ΑΕΠ (ΙΑΔ)
 • Ολικό  (2022)
 • Κατά κεφαλή 

$6.110 τρις. ()  
$48.814 [4] (35η) 
ΑΕΠ (ονομαστικό)
 • Ολικό  (2020)
 • Κατά κεφαλή 

$5.057 τρις. [4] ()  
$40.163 [4] (26η) 
ΔΑΑ (2021)Αύξηση 0,925[5] (19η) – πολύ υψηλός
ΝόμισμαΓιέν (¥) (JPY)
JST (UTC +9)
ISO 3166-1.jp
Internet TLDJP
Οδηγούν στααριστερά
Κωδικός κλήσης+81
Το Εθνόσημο χρησιμοποιείται αποκλειστικά από τον Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας

Η Ιαπωνία (ιαπωνικά: 日本‎‎ επίσημα: 日本国, προφορά▶) είναι νησιωτική χώρα της Ανατολικής Ασίας. Έχει έκταση 377.975 τ.χλμ. και πληθυσμό 124.090.000 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024[2]. Η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Ιαπωνίας, είναι το Τόκιο, το οποίο μαζί με τη μητροπολιτική περιοχή έχει περισσότερους από 37 εκατομμύρια κατοίκους και αποτελεί τη μεγαλύτερη Μητροπολιτική Περιοχή στον κόσμο.

Η Ιαπωνία, εκτείνεται σε μεγάλο μέρος του Ιαπωνικού Αρχιπελάγους, στον βορειοδυτικό Ειρηνικό ωκεανό και κατά μήκος των ακτών της Ρωσίας και της Κορέας, από τις οποίες χωρίζεται από τη Θάλασσα της Ιαπωνίας. Αποτελείται από τέσσερα μεγάλα νησιά, Χοκκάιντο, Σικόκου, Κιούσου και Χονσού, τα οποία συνοδεύονται επίσης από χιλιάδες μικρότερα (για την ακρίβεια το αρχιπέλαγος της Ιαπωνίας αποτελείται από 6.852 νησιά).[1] Τα περισσότερα από αυτά είναι ορεινά και ηφαιστειακά· για παράδειγμα η ψηλότερη κορυφή της Ιαπωνίας το όρος Φούτζι, είναι ηφαίστειο.

Οι Ιάπωνες ή Νιχόν-τζιν (日本人) την αποκαλούν Νιχόν (Nihon) ή Νιππόν (Nippon) και το όνομά της είναι συνδυασμός δύο ιδεογραμμάτων, που σημαίνουν ήλιος και αρχή αντίστοιχα. Είναι γνωστή επίσης ως Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου. Οι Ιάπωνες αποτελούν το 98,5% του πληθυσμού της χώρας. Από τη μεταρρύθμιση του 1947, η χώρα έχει έναν Αυτοκράτορα και εκλεγμένο κοινοβούλιο που ονομάζεται Εθνική Δίαιτα.

Η Ιαπωνία αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο σε ονομαστικό ΑΕΠ (πρόσφατοι αριθμοί της κυβέρνησης από την Κίνα υποστηρίζουν ότι η Κίνα είναι σήμερα η δεύτερη)[6] και η τέταρτη μεγαλύτερη σε αγοραστική δύναμη. Επίσης, είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο και ο τέταρτος μεγαλύτερος εισαγωγέας. Είναι, επίσης, σήμερα μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Παρόλο που η Ιαπωνία έχει επισήμως παραιτηθεί του δικαιώματός της να κηρύξει πόλεμο, διατηρεί σύγχρονο και εκτεταμένο στρατό που απασχολείται με την αυτοάμυνα και τη διατήρηση της ειρήνης. Πρόκειται για μια ανεπτυγμένη χώρα με πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο (δέκατος ένατος υψηλότερος Δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης). Μετά τη Σιγκαπούρη, η Ιαπωνία έχει τα χαμηλότερα ποσοστά ανθρωποκτονιών (συμπεριλαμβανομένης της απόπειρας ανθρωποκτονίας) στον κόσμο.[7] Η Ιαπωνία έχει το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής από οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου (σύμφωνα τόσο με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ και του ΠΟΥ) και το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας.[8][9]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ιαπωνική ιστορία

Προϊστορία και αρχαία ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι επιστήμονες πιστεύουν πως οι Ιάπωνες ως ενιαίο σύνολο προέρχονται από πολλές ομάδες, οι οποίες μετανάστευσαν στα νησιά από άλλα σημεία της Ασίας, στα οποία περιλαμβάνονται η Κίνα και η Κορέα. Οι αρχαιολογικές έρευνες, ωστόσο, υποδεικνύουν πως τα ιαπωνικά νησιά κατοικούνταν ήδη από το 30.000 π.Χ.. Αυτό ακολουθήθηκε στην αρχή της περιόδου Τζόμον (περίπου 14.000 π.Χ.) από ένα μεσολιθικό προς νεολιθικό ημινομαδικό πολιτισμό κυνηγών και τροφοσυλλέκτων, που περιλαμβάνουν τους προγόνους των σύγχρονων Αϊνού και Γιαμάτο,[10][11] και χαρακτηρίζεται από κατοικίες λάκκους και στοιχειώδεις καλλιέργειες.[12] Διακοσμημένα πήλινα αγγεία αυτής της περιόδου αποτελούν μερικά από τα παλαιότερα σωζόμενα ίχνη αγγειοπλαστικής στον κόσμο. Περίπου το 300 π.Χ., οι Γιαγιόι άρχισαν να φτάνουν στα ιαπωνικά νησιά και να αναμειγνύονται με τους Τζόμον.[13] Η περίοδος Γιαγιόι αρχίζει περίπου το 500 π.Χ. και κατά τη διάρκειά της άρχισε η καλλιέργεια σε ορυζώνες,[14] νέος ρυθμός διακόσμησης αγγείων[15] και η μεταλλουργία, που εισήχθη από την Κίνα και την Κορέα.[16]

Η Ιαπωνία εμφανίζεται για πρώτη φορά στη γραφόμενη ιστορία στο κινεζικό βιβλίο Χανσού.[17] Σύμφωνα με τα Χρονικά των Τριών Βασιλείων, το πιο ισχυρό βασίλειο στο αρχιπέλαγος κατά τον 3ο αιώνα ονομαζόταν Γιαματαϊκόκου. Ο Βουδισμός εισήχθη στην Ιαπωνία από τον Μπαεκτζέ της Κορέας, αλλά η μετέπειτα ανάπτυξη του ιαπωνικού βουδισμού επηρεάστηκε κυρίως από την Κίνα.[18] Παρά τις αρχικές αντιστάσεις, ο Βουδισμός προήχθη στις εξουσιάζουσες τάξεις και είχε ευρεία αποδοχή ξεκινώντας από τη περίοδο Ασούκα (592-710).[19]

Η περίοδος Νάρα (710-784) του 8ου αιώνα σημαδεύτηκε από την άνοδο ενός ισχυρού ιαπωνικού κράτους, επικεντρωμένο στην αυτοκρατορική αυλή στο Χεϊτζό-Κυό (σύγχρονη Νάρα). Η περίοδος Νάρα χαρακτηρίστηκε από την εμφάνιση λογοτεχνίας καθώς και την ανάπτυξη τέχνης και αρχιτεκτονικής εμπνευσμένης από τον Βουδισμό.[20] Η επιδημία ευλογιάς του 735-737 θεωρείται ότι σκότωσε περίπου το ένα τρίτο που πληθυσμού της Ιαπωνίας.[21] Το 784, ο αυτοκράτορας Κάμμου μετακίνησε την πρωτεύουσα από τη Νάρα στο Ναγκαόκα-Κυό και στη συνέχεια στο Χεϊάν-κυό (Κυότο) το 794. Αυτό σήμανε την έναρξη της περιόδου Χεϊάν (794-1185), κατά τη διάρκεια της οποίας δημιουργήθηκε ένας ευδιάκριτα ιθαγενής ιαπωνικός πολιτισμός, αξιοσημείωτος για την τέχνη, την ποίηση και τη λογοτεχνία του. Το Γκέντζι Μονογκατάρι (Ιστορίες του πρίγκιπα Γκέντζι) της Μουρασάκι Σικίμπου και οι στίχοι του εθνικού ύμνου της Ιαπωνίας Kimi Ga Yo γράφηκαν εκείνη την περίοδο.[22]

Φεουδαρχική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σαμουράι αντιμετωπίζουν τους Μογγόλους

Η φεουδαρχική εποχή της Ιαπωνίας χαρακτηρίστηκε από την εμφάνιση και την κυριαρχία μιας άρχουσας τάξης πολεμιστών, των σαμουράι. Το 1185, μετά την ήττα της φυλής Ταΐρα στον πόλεμο Γκενπέι, που τραγουδιέται στην επική ιστορία του Χεϊκέ, ο σαμουράι Μιναμότο νο Γιοριτόμο διορίστηκε σογκούν με έδρα την Καμακούρα. Μετά τον θάνατό του, η γενιά Χότζο ήρθε στην εξουσία ως αντιβασιλείς για τους σογκούν. Η σχολή Βουδισμού Ζεν εισήχθη από την Κίνα κατά την περίοδο Καμακούρα (1185-1333) και έγινε δημοφιλής στην τάξη των σαμουράι.[23] Ο σογκούν Καμακούρα απώθησε τις επιδρομές των Μογγόλων το 1274 και το 1281, αλλά νικήθηκε τελικά από τον αυτοκράτορα Γκο-Νταϊγκό. Ο Γκο-Νταϊγκό νικήθηκε από τον Ασίκαγκα Τακαούτζι το 1336.

Ο Ασίκαγκα Τακαούτζι ίδρυσε το σογκουνάτο στο Μουρομάτσι, Κιότο. Αυτό ήταν το ξεκίνημα της περιόδου Μουρομάτσι (1336-1573). Το σογκουνάτο Ασίκαγκα απέκτησε δόξα την εποχή του Ασίκαγκα Γιοσιμίτσου, και ο πολιτισμός που βασίζεται στον Ζεν Βουδισμό (τέχνη Μιγιάμπι) ευημερούσε. Αυτός εξελίχθηκε στον πολιτισμό Χιγκασιγιάμα και άκμασε μέχρι τον 16ο αιώνα. Από την άλλη πλευρά, το επόμενο σογκουνάτο Ασίκαγκα απέτυχε να ελέγξει τους φεουδάρχες πολέμαρχους (νταΐμιο), και ένας εμφύλιος πόλεμος (ο πόλεμος Ονίν) ξεκίνησε το 1467, αρχίζοντας την εκατονταετή περίοδο Σενγκόκου («εμπόλεμα κράτη»).[24]

Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, έμποροι και Ιησουίτες ιεραπόστολοι από την Πορτογαλία έφτασαν στην Ιαπωνία για πρώτη φορά, αρχίζοντας άμεσες εμπορικές και πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ της Ιαπωνίας και της Δύσης. Ο Όντα Νομπουνάγκα νίκησε πολλούς άλλους νταΐμιο χρησιμοποιώντας ευρωπαϊκή τεχνολογία και όπλα. Αφότου δολοφονήθηκε το 1582, ο διάδοχός του Τογιοτόμι Χιντεγιόσι ένωσε το έθνος το 1590. Ο Χιντεγιόσι εισέβαλε στην Κορέα δύο φορές, αλλά μετά τις ήττες από τις κορεατικές και κινεζικές δυνάμεις των Μινγκ και τον θάνατο του Χιντεγιόσι, τα ιαπωνικά στρατεύματα αποσύρθηκαν το 1598.[25] Αυτή η εποχή ονομάζεται Αζούτσι-Μομογιάμα (1573-1603).

Ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου υπηρέτησε ως αντιβασιλέας για τον γιο του Χιντεγιόσι και χρησιμοποίησε τη θέση του για να κερδίσει πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, νίκησε τις αντίπαλες φυλές στη μάχη του Σεκιγκαχάρα το 1600 και ο Ιεγιάσου διορίστηκε σογκούν το 1603 και ίδρυσε το σογκουνάτο Τοκουγκάβα στο Έντο (σημερινό Τόκιο).[26] Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα θέσπισε μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του μπούκε σοχάτο, ως κώδικα δεοντολογίας για τον έλεγχο των αυτόνομων νταΐμιο[27] και το 1639, η απομονωτική πολιτική σακόκου («κλειστή χώρα») κράτησε για δυόμισι αιώνες αδύναμης πολιτικής ενότητας γνωστή ως περίοδος Έντο (1603-1868).[28] Η μελέτη των δυτικών επιστημών, που είναι γνωστή ως ρανγκάκου, συνεχίστηκε μέσα από την επαφή με τον ολλανδικό θύλακα στο Ντετζίμα στο Ναγκασάκι. Η περίοδος Έντο έδωσε επίσης αφορμή για κοκουγκάκου («εθνικές μελέτες»), τη μελέτη της Ιαπωνίας από τους Ιάπωνες.[29]

Ο Αυτοκράτορας Μεϊτζί το 1888

Σύγχρονη περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 31 Μαρτίου 1854 ο Μάθιου Πέρι και τα «Μαύρα Πλοία» του ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών ανάγκασαν το άνοιγμα της Ιαπωνίας προς τον έξω κόσμο με τη Σύμβαση της Καναγκάβα. Μεταγενέστερες παρόμοιες συνθήκες με τις δυτικές χώρες κατά την περίοδο Μπακουμάτσου έφεραν οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Η παραίτηση του σογκούν οδήγησε στον πόλεμο Μποσίν και στη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού κράτους που ενοποιήθηκε στο πρόσωπο του αυτοκράτορα (η Αποκατάσταση Μεϊτζί).[30]

Υιοθετώντας δυτικούς πολιτικούς, δικαστικούς και στρατιωτικούς θεσμούς, το Υπουργικό Συμβούλιο οργάνωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο εισήγαγε το Σύνταγμα Μεϊτζί και την Αυτοκρατορική Δίαιτα. Η Αποκατάσταση Μεϊτζί μετέτρεψε την Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας σε μια βιομηχανοποιημένη παγκόσμια δύναμη που επιδιώκει στρατιωτική σύγκρουση για να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της. Μετά τις νίκες στον Α΄ Σινοϊαπωνικό πόλεμο (1894-1895) και στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο (1904-1905), η Ιαπωνία απέκτησε τον έλεγχο της Ταϊβάν, της Κορέας και του νότιου μισού της Σαχαλίνης.[31] Ο πληθυσμός της Ιαπωνίας αυξήθηκε από 35 εκατομμύρια το 1873 σε 70.000.000 το 1935.[32]

Οι αρχές του 20ου αιώνα είδαν μια σύντομη περίοδο «δημοκρατίας Ταϊσό» που επισκιάστηκε από την αύξηση του επεκτατισμού και της στρατιωτικοποίησης. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βοήθησε την Ιαπωνία, από την πλευρά των νικητών Συμμάχων, να διευρύνει την επιρροή της και την εδαφική έκταση. Συνέχισε την επεκτατική πολιτική της καταλαμβάνοντας τη Μαντζουρία το 1931. Ως αποτέλεσμα της διεθνούς καταδίκης αυτής της κατοχής, η Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας παραιτήθηκε από την Κοινωνία των Εθνών δύο χρόνια αργότερα. Το 1936 η Ιαπωνία υπέγραψε το σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν με τη ναζιστική Γερμανία και το 1940, με το Τριμερές Σύμφωνο, έγινε μία από τις Δυνάμεις του Άξονα.[33] Το 1941, η Ιαπωνία διαπραγματεύτηκε το Σοβιετικοϊαπωνικό Σύμφωνο Ουδετερότητας.[34]

Η στιγμή της συνθηκολόγησης της Ιαπωνίας και της λήξης του Β' παγκοσμίου πολέμου στις 2 Σεπτεμβρίου 1945.

Η Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας εισέβαλε σε άλλα μέρη της Κίνας το 1937, επισπεύδοντας τον Δεύτερο Σινοϊαπωνικό πόλεμο (1937-1945). Ο Αυτοκρατορικός Ιαπωνικός Στρατός κατέλαβε γρήγορα την πρωτεύουσα Ναντζίνγκ και διεξήγαγε τη Σφαγή της Ναντσίνγκ.[35] Το 1940, η Αυτοκρατορία στη συνέχεια εισέβαλε στη Γαλλική Ινδοκίνα, μετά την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν εμπάργκο πετρελαίου στην Ιαπωνία.[36] Τις 7 Δεκεμβρίου 1941, η Ιαπωνία επιτέθηκε στη ναυτική βάση των ΗΠΑ στο Περλ Χάρμπορ και κήρυξε τον πόλεμο, φέρνοντας τις ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[37][38] Μετά τη σοβιετική εισβολή στη Μαντζουρία και τη ρίψη ατομικών βομβών σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι το 1945, η Ιαπωνία συμφώνησε σε άνευ όρων παράδοση στις 15 Αυγούστου.[39] Ο πόλεμος στοίχισε στην Ιαπωνία και στην υπόλοιπη Σφαίρα Συν-Ευημερίας της Ευρύτερης Ανατολικής Ασίας εκατομμύρια ζωές και άφησε ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανίας και των υποδομών της χώρας κατεστραμμένο. Οι Σύμμαχοι (με επικεφαλής τις ΗΠΑ) επαναπάτρισαν εκατομμύρια των εθνοτικών Ιαπώνων από τις αποικίες και τα στρατόπεδα σε όλη την Ασία, εξαλείφοντας σε μεγάλο βαθμό την ιαπωνική αυτοκρατορία και αποκατέστησαν την ανεξαρτησία των κατακτημένων εδαφών της.[40] Οι Σύμμαχοι συγκάλεσαν επίσης το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο για την Άπω Ανατολή στις 3 Μαΐου 1946 για τη δίωξη κάποιων Ιαπώνων ηγετών για εγκλήματα πολέμου. Ωστόσο, οι βακτηριολογικές ερευνητικές μονάδες και τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας που ενεπλάκησαν στον πόλεμο είχαν απαλλαγεί από ποινικές διώξεις από τον Ανώτατο Συμμαχικό Διοικητή παρά τις εκκλήσεις για δίκη και για τις δύο ομάδες.[41] Το 1947, η Ιαπωνία υιοθέτησε νέο σύνταγμα, τονίζοντας φιλελεύθερες δημοκρατικές πρακτικές. Η συμμαχική κατοχή έληξε με τη Συνθήκη του Σαν Φρανσίσκο το 1952[42] και η Ιαπωνία εντάχθηκε στα Ηνωμένα Έθνη το 1956. Η Ιαπωνία αργότερα γνώρισε ταχεία ανάπτυξη και έγινε η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, μέχρι να ξεπεραστεί από την Κίνα το 2010. Αυτό τελείωσε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν η Ιαπωνία υπέστη σοβαρή οικονομική ύφεση. Στις αρχές του 21ου αιώνα, η θετική ανάπτυξη έχει σηματοδοτήσει σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας.[43]

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ιαπωνία αποτελεί νησιωτική χώρα, με κυριότερα νησιά το Χονσού, το Χοκκάιντο, το Κιούσου και το Σικόκου, στα οποία μπορούν να προστεθούν περίπου 3.000 μικρότερα νησιά. Ορεινή και ηφαιστειογενής είναι η αλυσίδα των νησιών της, με τα πολυάριθμα ηφαίστειά της, 192 στον αριθμό. Βρίσκεται στην ηφαιστειακή ζώνη του Ειρηνικού Ωκεανού (γνωστή και ως «Δαχτυλίδι της Φωτιάς»), στη συμβολή τριών τεκτονικών πλακών, κάτι που ευθύνεται και για τους συχνούς σεισμούς που συμβαίνουν στην περιοχή. Το έδαφός της είναι κατά βάση ορεινό, με δύο κύριες οροσειρές. Στη μία από αυτές ξεχωρίζει η οροσειρά των Ιαπωνικών Άλπεων που χωρίζει στη μέση το νησί Χονσού και εκτείνεται μέχρι το ηφαίστειο Φούτζι. Οι ποταμοί της Ιαπωνίας έχουν γενικά μικρό μήκος με μόλις έξι από αυτούς να υπερβαίνουν τα 200 χιλιόμετρα. Χαρακτηρίζεται ακόμα από αρκετές λίμνες, πολλές από τις οποίες σχηματίζονται στον κρατήρα των ηφαιστείων της.

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω της μεγάλης έκτασης της χώρας, το κλίμα της Ιαπωνίας υφίσταται διαφοροποιήσεις ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος και το υψόμετρο. Η μέση θερμοκρασία το καλοκαίρι είναι 30 °C, ενώ τον χειμώνα 4,7 °C. Οι νότιες ακτές χαρακτηρίζονται από ήπιο κλίμα, ενώ στον βορρά τους χειμερινούς μήνες καταγράφονται γενικά πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Ειδικότερα, διακρίνονται έξι ξεχωριστές κλιματικές ζώνες:

  • Χοκκάιντο: Το Χοκκάιντο διαθέτει γενικά ήπιο κλίμα με χαμηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
  • Θάλασσα της Ιαπωνίας: Χαρακτηρίζεται από ισχυρές χιονοπτώσεις λόγω των βορειοδυτικών ανέμων κατά τους χειμερινούς μήνες. Το καλοκαίρι η περιοχή είναι ψυχρότερη από την πλευρά του Ειρηνικού Ωκεανού, αν και υπό ορισμένες συνθήκες μπορούν να αναπτυχθούν και πολύ υψηλές θερμοκρασίες.
  • Κεντρικές ορεινές περιοχές (Τσούο-κότσι): Χαρακτηρίζονται από έντονες θερμοκρασιακές διαφορές μεταξύ του καλοκαιριού και του χειμώνα.
  • Σέτο-ναϊκάι: Είναι η εσωτερική θαλάσσια περιοχή που συνδέει τον Ειρηνικό Ωκεανό με τη Θάλασσα της Ιαπωνίας. Λόγω της παρουσίας των βουνών Τσουγκόκου και Σικόκου, η περιοχή χαρακτηρίζεται από ασθενείς ανέμους και ήπιο κλίμα, με μικρές διαφοροποιήσεις στη θερμοκρασία ανάμεσα στους χειμερινούς και καλοκαιρινούς μήνες.
  • Ειρηνικός Ωκεανός: Χαρακτηρίζεται από χαμηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα με ελαφρές χιονοπτώσεις και υψηλές θερμοκρασίες και υγρασία το καλοκαίρι.
  • Νοτιοδυτικά νησιά: Χαρακτηρίζονται από ημιτροπικό κλίμα με ζεστούς χειμώνες και υψηλές θερμοκρασίες τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η εμφάνιση τυφώνων είναι σύνηθες φαινόμενο (το 2004 εμφανίστηκαν συνολικά 10 τυφώνες).

Βιοποικιλότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ιαπωνία έχει εννέα δασικές οικολογικές εκτάσεις που αντικατοπτρίζουν το κλίμα και τη γεωγραφία των νησιών. Κυμαίνονται από υποτροπικά υγρά πλατύφυλλα δάση στα νησιά Ριουκιού και Μπονίν, σε εύκρατα πλατύφυλλα και μικτά δάση στις ήπιες κλιματολογικές περιοχές των κύριων νησιών, σε εύκρατα κωνοφόρα δάση στα κρύα, χειμερινά τμήματα των βόρειων νησιών. Η Ιαπωνία έχει πάνω από 90.000 είδη άγριας ζωής, συμπεριλαμβανομένης της καφέ αρκούδας, του ιαπωνικού μακακίου, του ιαπωνικού σκύλου ρακούν, του ιαπωνικού δασοποντικού και της ιαπωνικής σαλαμάνδρας. Έχει δημιουργηθεί ένα μεγάλο δίκτυο εθνικών πάρκων για την προστασία σημαντικών περιοχών χλωρίδας και πανίδας.

Περιβάλλον[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην περίοδο της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περιβαλλοντικές πολιτικές υποβαθμίστηκαν από την κυβέρνηση και τις βιομηχανικές εταιρείες. Ως εκ τούτου, η περιβαλλοντική ρύπανση ήταν ευρέως διαδεδομένη στη δεκαετία του 1950 και του 1960. Ανταποκρινόμενη στην αυξανόμενη ανησυχία για το πρόβλημα, η κυβέρνηση εισήγαγε αρκετούς νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος το 1970. Η πετρελαϊκή κρίση το 1973 ενθάρρυνε επίσης την αποδοτική χρήση της ενέργειας λόγω της έλλειψης φυσικών πόρων στην Ιαπωνία. Τα τρέχοντα περιβαλλοντικά ζητήματα περιλαμβάνουν την αστική ατμοσφαιρική ρύπανση, τη διαχείριση αποβλήτων, τον ευτροφισμό του νερού και την κλιματική αλλαγή.

Η Ιαπωνία κατέχει την 12η θέση στον Δείκτη Περιβαλλοντικής Απόδοσης του 2020, η οποία μετρά τη δέσμευση ενός έθνους για περιβαλλοντική βιωσιμότητα.[44]

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

νόμισμα των πέντε γιεν

Η Ιαπωνία είναι μια από τις ισχυρότερες βιομηχανικές χώρες και μαζί με άλλες αποτελούν σήμερα μια ισχυρή βιομηχανική και εμπορική ζώνη που ανταγωνίζονται τις Η.Π.Α και την Ευρώπη. Η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη της Ιαπωνίας συντελέστηκε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και ύστερα από σημαντικές καταστροφές που είχαν συμβεί στη χωρά κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, γεγονός που αποτέλεσε το ιαπωνικό θαύμα. Πάντως η οικονομία της χώρας τα τελευταία χρόνια μαστίζεται από σοβαρά οικονομικά προβλήματα αφού το δημόσιο χρέος της εκτοξεύτηκε στο 205% που είναι και το μεγαλύτερο στον κόσμο.

Οικονομική ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικά από τα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομικής ανάπτυξης της Ιαπωνίας αναπτύχθηκαν κατά την περίοδο Έντο, όπως το δίκτυο μεταφορών, οδικών και ναυτιλιακών, και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, τραπεζικό και ασφαλιστικό σύστημα των μεσιτών ρυζιού της Οσάκα.[45] Κατά τη διάρκεια της περιόδου Μεϊτζί από το 1868, η Ιαπωνία επεκτάθηκε οικονομικά, εναγκαλιζόμενη την οικονομία της αγοράς.[46] Πολλές από τις σημερινές επιχειρήσεις ιδρύθηκαν εκείνη την εποχή, και την Ιαπωνία αναδείχθηκε ως το πιο ανεπτυγμένο έθνος στην Ασία.[47] Η περίοδος ανάπτυξης της συνολικής πραγματικής οικονομικής από τη δεκαετία του 1960 τη δεκαετία του 1980 έχει χαρακτηριστεί ως το ιαπωνικό μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα: ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν κατά μέσο όρο 7,5% στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 και 3,2% στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990.[48]

Η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε σημαντικά στη δεκαετία του 1990, χρονική περίοδο που οι Ιάπωνες αποκαλούν «χαμένη δεκαετία», κυρίως λόγω των επιπτώσεων της ιαπωνικής φούσκας των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και των εγχώριων πολιτικών που προορίζονταν να στραγγαλίσουν κερδοσκοπικά πλεονάσματα από τα χρηματιστήρια και τις αγορές ακινήτων. Οι προσπάθειες της κυβέρνησης για αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης είχαν μικρή επιτυχία και παρεμποδίστηκαν περισσότερο από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας το 2000.[49] Η οικονομία έδειξε σημαντικά σημάδια ανάκαμψης μετά το 2005: η αύξηση του ΑΕΠ για το ίδιο έτος ήταν 2,8%, ξεπερνώντας τους ρυθμούς ανάπτυξης των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου.[50]

Από το 2012, η Ιαπωνία είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, όσον αφορά το ονομαστικό ΑΕΠ,[51] και η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα και την Ινδία, όσον αφορά την αγοραστική δύναμη.[52] Όσον αφορά τον Δεκέμβριο του 2013, το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας ήταν περισσότερο από 200 τοις εκατό του ετήσιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της, το δεύτερο μεγαλύτερο από κάθε έθνος στον κόσμο. Τον Αύγουστο του 2011, η αξιολόγηση της Moody's υποβάθμισε τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση του δημόσιου χρέους της Ιαπωνίας κατά μια βαθμίδα, από Aa3 σε Aa2, σε αντιστοιχία με το μέγεθος του ελλείμματος και το επίπεδο δανεισμού της χώρας. Τα μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους από την παγκόσμια ύφεση του 2009 και ακολουθούμενα από τον σεισμό και το τσουνάμι τον Μάρτιο 2011 οδήγησαν στην υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης.[53]

Οικονομικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τομέας των υπηρεσιών αποτελεί τα τρία τέταρτα του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.[54] Η Ιαπωνία έχει μεγάλη βιομηχανική βάση, και είναι έδρα μερικών από τους μεγαλύτερους και πιο τεχνολογικά προηγμένους παραγωγούς μηχανοκίνητων οχημάτων, ηλεκτρονικών, εργαλειομηχανών, χάλυβα και μη σιδηρούχων μετάλλων, πλοίων, χημικών ουσιών, κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και επεξεργασμένων τροφίμων. Γεωργικές επιχειρήσεις στην Ιαπωνία καλλιεργούν το 13 τοις εκατό του εδάφους της χώρας, και στην Ιαπωνία αλιεύεται σχεδόν το 15 ​​τοις εκατό των παγκόσμιων αλιευμάτων, δεύτερη μόνο μετά την Κίνα.[49] Το 2010, το εργατικό δυναμικό της Ιαπωνίας αποτελείται από 65.900.000 εργαζομένους.[55] Ιαπωνία έχει χαμηλό ποσοστό ανεργίας, της τάξης του τέσσερα τοις εκατό. Περίπου 20 εκατομμύρια άνθρωποι, περίπου το 17 τοις εκατό του πληθυσμού, ήταν κάτω από το όριο της φτώχειας το 2007.[56] Η στέγαση στην Ιαπωνία χαρακτηρίζεται από περιορισμένη προσφορά γης σε αστικές περιοχές.[57]

Μερικές από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στην Ιαπωνία περιλαμβάνουν τις Toyota, Nintendo, NTT DoCoMo, Canon, Honda, Takeda Pharmaceutical, Sony, Panasonic, Toshiba, Sharp, Nippon Steel και Nippon Oil.[58] Έχει κάποια από τις μεγαλύτερες τράπεζες στον κόσμο και το Χρηματιστήριο του Τόκιο (γνωστό ως Nikkei 225 και TOPIX) είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο με βάση την κεφαλαιοποίηση της αγοράς.[59] Το 2006, στην Ιαπωνία έδρευαν 326 εταιρείες από τις εταιρείες που συμπεριλήφθηκαν στο Forbes Global 2000, ή 16,3 %.[60]

Κύριες εισαγωγές της Ιαπωνίας είναι μηχανήματα και εξοπλισμός, ορυκτά καύσιμα, τρόφιμα (κυρίως βόειο κρέας), χημικά προϊόντα, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και πρώτες ύλες για τις βιομηχανίες της. Με τα μέτρα του μεριδίου αγοράς του 2008, οι εγχώριες αγορές είναι λιγότερο ανοικτές από οποιαδήποτε χώρα του ΟΟΣΑ.[61]

Υποδομές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα σινκανσέν, τρένο υψηλής ταχύτητας

Όσον αφορά το 2011, το 46,1% της ενέργειας στην Ιαπωνία παράγεται από πετρέλαιο, 21,3% από τον άνθρακα, 21,4% από το φυσικό αέριο, 4,0% από πυρηνική ενέργεια και 3,3% εκατό από την υδροηλεκτρική ενέργεια. Η πυρηνική ενέργεια παρήγαγε το 9,2% της ιαπωνικής ηλεκτρικής ενέργειας το 2011, κάτω από 24,9 τοις εκατό σε σχέση με το προηγούμενο έτος.[62] Ωστόσο, όπως τις 5 Μαΐου 2012, το σύνολο των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής της χώρας έχει τεθεί εκτός λειτουργίας, λόγω της συνεχιζόμενης δημόσιας αντιπολίτευσης μετά την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα Νταϊτσί, αν και κυβερνητικοί αξιωματούχοι συνεχίζουν να προσπαθούν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη υπέρ της επαναλειτουργίας τουλάχιστον μερικών από τους 50 πυρηνικούς αντιδραστήρες της Ιαπωνίας.[63] Λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη της εξάρτηση από την εισαγόμενη ενέργεια,[64] η Ιαπωνία έχει ως στόχο να διαφοροποιήσει τις πηγές ενέργειάς της και να διατηρήσει υψηλά επίπεδα ενεργειακής απόδοσης.[65]

Οι δαπάνες για τους δρόμους της Ιαπωνίας υπήρξαν εκτεταμένες.[66] Τα 1.200.000 χιλιόμετρα ασφαλτοστρωμένου δρόμου είναι το κύριο μέσο μετακίνησης.[67] Ένα ενιαίο δίκτυο υψηλής ταχύτητας, διαιρούμενο, περιορισμένης πρόσβασης δρόμοι με διόδια συνδέουν τις μεγάλες πόλεις και τους λειτουργούν επιχειρήσεις που μαζεύουν διόδια. Νέα και μεταχειρισμένα αυτοκίνητα είναι φθηνά, και οι αμοιβές ιδιοκτησίας αυτοκινήτων και οι εισφορές καυσίμων χρησιμοποιούνται για την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης. Ωστόσο, με μόλις το 50 τοις εκατό του συνόλου της διανυόμενης απόστασης, η χρήση των αυτοκινήτων είναι η χαμηλότερη όλων των χωρών του G8.[68] Η οδήγηση γίνεται στα αριστερά.

Δεκάδες ιαπωνικές σιδηροδρομικές εταιρείες ανταγωνίζονται σε περιφερειακές και τοπικές αγορές τη μεταφορά επιβατών. Μεγάλες εταιρείες περιλαμβάνουν επτά επιχειρήσεις της JP, την Kintetsu Corporation, Seibu Railway και Keio Corporation. Περίπου 250 σινκανσέν τρένα μεγάλης ταχύτητας συνδέουν μεγάλες πόλεις και τα ιαπωνικά τρένα είναι γνωστά για την ασφάλεια και την ακρίβεια τους.[69][70] Προτάσεις για μια νέα διαδρομή τρένων μαγνητικής αιώρησης (Μαγκλέβ) μεταξύ Τόκιο και Οσάκα βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο.[71] Υπάρχουν 175 αεροδρόμια στην Ιαπωνία.[49] Το μεγαλύτερο εγχώριο αεροδρόμιο είναι το αεροδρόμιο Χανέντα, το οποίο επίσης είναι το δεύτερο πιο πολυσύχναστο αεροδρόμιο της Ασίας.[72] Οι μεγαλύτερες διεθνείς πύλες είναι το διεθνές αεροδρόμιο Ναρίτα, το Διεθνές Αεροδρόμιο Κανσάι και το διεθνές αεροδρόμιο του Τσούμπου.[73] Το λιμάνι της Ναγκόγια είναι το μεγαλύτερο και πιο πολυσύχναστο λιμάνι στη χώρα, αντιπροσωπεύοντας το 10 τοις εκατό της εμπορικής αξίας της Ιαπωνίας.[74]

Διακυβέρνηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχηγός Κράτους είναι ο Αυτοκράτορας Ναρουχίτο, ο οποίος ενθρονίστηκε την 1η Μαΐου 2019 στη θέση του πατέρα του αυτοκράτορα Ακιχίτο.

Εκλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δικαίωμα ψήφου έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω. Το διθάλαμο Κοινοβούλιο αποτελείται από την Άνω Βουλή (Οίκος των Συμβούλων) με 242 μέλη με θητεία εξαετή (εκλογές ανά τριετία) και την Κάτω Βουλή (Βουλή των Αντιπροσώπων) με 480 μέλη.

Ανθρώπινα Δικαιώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Διεθνής Αμνηστία στηλίτευσε το γεγονός ότι η θανατική ποινή ισχύει. Στη χώρα επικρατεί η πρακτική να ειδοποιούνται οι κατάδικοι ότι θα απαγχονιστούν μόλις την ημέρα της εκτέλεσής τους, ενώ οι οικογένειές τους ειδοποιούνται μόνο μετά την εκτέλεση.[75]

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ιαπωνικός πολιτισμός δέχτηκε πολλές επιδράσεις από τον πολιτισμό της Κίνας και της Κορέας. Ο σύγχρονος πολιτισμός περιλαμβάνει επιρροές από την Ασία, Ευρώπη και Βόρεια Αμερική. Παραδοσιακές ιαπωνικές τέχνες περιλαμβάνουν την κεραμική, την υφαντουργία, την κατασκευή σπαθιών, κουκλών και λάκας και παραστάσεις μπουνράκου, καμπούκι, νο, χορού και ρακούγκο. Άλλες τέχνες από την Ιαπωνία είναι το ικεμπάνα, πολεμικές τέχνες, η καλλιγραφία, το οριγκάμι, η τελετουργία του τσαγιού, τα μάνγκα και τα άνιμε και οι γκέισες.

Το θέατρο στην Ιαπωνία γνωρίζει εξαιρετική άνθηση. Στην Ιαπωνία αναπτύχθηκε το θέατρο Νο, λέξη που σημαίνει «παράσταση, εκτέλεση, δράμα». Οι ηθοποιοί την εκτελούν με αργές και γεμάτες θρησκευτικότητα κινήσεις. Η τοπική θρησκεία είναι ο Σιντοϊσμός και έχει 100,000 ιερά και 78,890 σε όλη τη χώρα. Ο Βουδισμός ήρθε στη χώρα το 538 ή το 552, εισηγμένο από το βασίλειο των Μπάεκτζε στην Κορέα.

Εικαστικές τέχνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πίνακας ουκίγιο-ε του 19ου αιώνα Το μεγάλο κύμα έξω από την Καναγκάουα είναι παγκοσμίως ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα ιαπωνικής τέχνης

Τα ιερά της Ίσε θεωρούνται το πρωταρχικό δείγμα ιαπωνικής αρχιτεκτονικής.[76] Οι παραδοσιακοί ναοί και κατοικίες είναι κυρίως από ξύλο και χρησιμοποιούν πατώματα από τατάμι και συρρόμενες πόρτες (σόγκι), τα οποία αποσυνθέτουν την έννοια των δωματίων και του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου.[77] Η ιαπωνική γλυπτική, κυρίως σε ξύλο, και η ιαπωνική ζωγραφική είναι ανάμεσα στις παλαιότερες ιαπωνικές τέχνες, με τις πρώτες εικονιστικές παραστάσεις να χρονολογούνται τουλάχιστον από το 300 π.Χ. Η ιστορία της ιαπωνικής ζωγραφικής χαρακτηρίζεται από τη σύνθεση και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην ιθαγενή ιαπωνική αισθητική και την προσαρμογή εισαγόμενων ιδεών.[78]

Η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε ιαπωνική και ευρωπαϊκή τέχνη ήταν σημαντική, π.χ. το ουκίγιο-ε, το οποίο άρχισε να εξάγεται τον 19ο αιώνα με το κίνημα γνωστό ως Ιαπωνισμός, είχε σημαντική επίδραση στην εξέλιξη της σύγχρονης τέχνης στη δύση, κυρίως στον μεταϊμπρεσιονισμός.[78] Διάσημοι καλλιτέχνες του ουκίγιο-ε ήταν ο Χοκουσάι και ο Χιροσίτζε. Η σύντηξη παραδοσιακής ξυλοτυπίας και δυτικής τέχνης οδήγησε στη δημιουργία των μάνγκα, μια μορφή κόμικς η οποία είναι δημοφιλής τόσο εντός όσο και εκτός Ιαπωνίας.[79] Τα κινούμενα σχέδια τα οποία είναι εμπνευσμένα από τα μάνγκα ονομάζονται άνιμε. Ιαπωνικές παιχνιδομηχανές είναι δημοφιλείς από τη δεκαετία του 1980.[80]

Μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιαπωνική μουσική είναι εκλεκτική και ποικίλη. Πολλά μουσικά όργανα, όπως το κότο, εισήχθησαν τον 9ο και 10ο αιώνα, το συνοδευτικό αφηγηματικό θέατρο Νο από τον 14ο αιώνα και η λαϊκή μουσική, με το σαν κιθάρα σαμισέν, τον 16ο αιώνα.[81] Η δυτική κλασσική μουσική, η οποία εισήχθη στα τέλη του 19ου αιώνα, τώρα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ιαπωνικού πολιτισμού. Η αυτοκρατορική ορχήστρα γκαγκάκου έχει επηρεαστεί από το έργο μερικών σύγχρονων δυτικών συνθετών.[82] Αξιοσημείωτοι κλασσικοί συνθέτες από την Ιαπωνία είναι ο Τόρου Τακεμίστου και ο Ρεντάρο Τάκι.

Η λαϊκή μουσική στη μεταπολεμική Ιαπωνία έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές τάσεις, οι οποίες οδήγησαν στην εξέλιξη της J-pop.[83] Το καραόκε είναι πιο κοινή πολιτιστική δραστηριότητα στην Ιαπωνία. Μια έρευνα του 1993 από το Γραφείο Πολιτιστικών Υποθέσεων βρήκε ότι περισσότεροι Ιάπωνες τραγούδησαν καραόκε εκείνο τον χρόνο απ'ότι συμμετείχαν σε παραδοσιακές δραστηριότητες όπως το ικεμπάνα και οι τελετουργίες του τσαγιού.[84]

Κουζίνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιαπωνικό πρωινό

Η ιαπωνική κουζίνα χρησιμοποιεί ως βάση τροφές όπως το ιαπωνικό ρύζι και τα νουντλς, τις οποίες αναμιγνύει με σούπα ή οκάζου - πιάτα από ψάρι, λαχανικά, τόφου κ.ά.- για να τους δώσουν γεύση. Στην αρχή της σύγχρονης περιόδου εισήχθησαν στην Ιαπωνία συστατικά όπως το κόκκινο κρέας τα οποία δεν είχαν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα. Ο οδηγός Μισελέν έχει δώσει στα εστιατόρια στην Ιαπωνία περισσότερα αστέρια απ'ότι σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο μαζί[85]. Η ιαπωνική κουζίνα είναι γνωστή για την έμφαση που δίνει στην εποχικότητα των τροφίμων, την ποιότητα των συστατικών και την παρουσίαση. Η ιαπωνική κουζίνα προσφέρει μια μεγάλη ποικιλία από τοπικές σπεσιαλιτέ για τις οποίες χρησιμοποιούνται παραδοσιακές συνταγές και τοπικά συστατικά.

Τα παραδοσιακά ιαπωνικά γλυκά είναι γνωστά ως ''ουαγκάσι''. Χρησιμοποιούνται συστατικά όπως πάστα κόκκινου φασολιού και μότσι. Οι πιο σύγχρονες γεύσεις περιλαμβάνουν παγωτό πράσινου τσαγιού, μια πολύ δημοφιλής γεύση. Το κακιγκόρι είναι ένα επιδόρπιο θρυμματισμένου πάγου στον οποίο για γεύση προστίθεται σιρόπι ή συμπυκνωμένο γάλα. Συνήθως πωλείται στα καλοκαιρινά φεστιβάλ.

Αθλητισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το παραδοσιακό άθλημα της Ιαπωνίας θεωρείται το σούμο.[86] Πολεμικές τέχνες οι οποίες προέρχονται από την Ιαπωνία είναι το τζούντο, το καράτε, το κέντο, το ζιουζίτσου κ.α. Οι Ιάπωνες είναι αθλητικός λαός και συχνά ασχολούνται με κάποιο άθλημα, είτε παραδοσιακό όπως το καράτε, το αϊκίντο ή το σούμο, είτε κάποιο δυτικό όπως το μπέιζμπολ, το ράγκμπι, το ποδόσφαιρο ή το γκολφ. Στη χώρα είναι ανεπτυγμένος επίσης και ο μηχανοκίνητος αθλητισμός, με αρκετές πίστες για αγώνες σε διάφορες κατηγορίες. Η Ιαπωνία φιλοξένησε τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες το 1964 και το 2021, και έτσι το Τόκιο κατέστη η πρώτη ασιατική πόλη που φιλοξένησε τους ολυμπιακούς αγώνες δύο φορές.[87] και τους χειμερινούς το 1972 στο Σαππόρο και το 1998 στο Ναγκάνο.[88]

Αν και το ποδόσφαιρο δεν είναι δημοφιλές στην Ιαπωνία όσο το μπέιζμπολ, τα τελευταία χρόνια έχει προοδεύσει αρκετά. Υπάρχουν 2 εθνικές κατηγορίες με επαγγελματικούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους (J.LEAGUE). Το ιαπωνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου διεξάγεται από το 1992. Επιτυχίες του ιαπωνικού ποδοσφαίρου σε συλλογικό επίπεδο είναι η κατάκτηση του ασιατικού Τσάμπιονς Λιγκ τη χρονιά 2007 από την Ουράβα Ρέζου, και το 2008 από την Γκάνμπα Όσακα. Σε εθνικό επίπεδο, η ιαπωνική ποδοσφαιρική ομάδα συμμετέχει σε όλα τα Μουντιάλ από το 1998. Επίσης, η Ιαπωνία οργάνωσε επιτυχώς το Μουντιάλ του 2002 μαζί με τη Νότια Κορέα. Η γυναικεία ομάδα ποδοσφαίρου της Ιαπωνίας κατέκτησε το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου το 2011.

Δημογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πληθυσμός, με βάση την απογραφή του 2010, είναι 128.057.352.[3] Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 84,3 χρόνια (81,5 χρόνια οι άνδρες και 86,9 οι γυναίκες).[89]

Η Ιαπωνία διαθέτει τη μεγαλύτερη αναλογία ηλικιωμένων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.[90] Η χώρα αντιμετωπίζει πληθυσμιακή υπεργήρανση σε αγροτικές και αστικές περιοχές. Σύμφωνα με στοιχεία του 2014, το 33% του ιαπωνικού πληθυσμού είναι ηλικίας 60 ετών και άνω, το 25,9% 65 ετών και άνω και το 12,5% 75 ετών και άνω.[91] Τον Σεπτέμβριο του 2018, για πρώτη φορά στην ιστορία, ένας στους πέντε κατοίκους της Ιαπωνίας ήταν ηλικίας 70 ετών και άνω. Επίσης ένας σημαντικός αριθμός Ιαπώνων ανδρών και γυναικών επιλέγει να μην παντρευτεί και να μην αποκτήσει παιδιά. Το 2016 ο αριθμός των ετήσιων γεννήσεων στην Ιαπωνία δεν υπερέβη για πρώτη φορά το 1.000.000. Η μεγάλη αυτή δημογραφική μεταβολή έχει προκαλέσει έναν αριθμό κοινωνικών θεμάτων, καθώς ο αριθμός των ενεργών Ιαπώνων εργαζομένων μειώνεται διαρκώς και οι κοινωνικές δαπάνες αντιμετωπίζουν επίσης μία πιθανή μείωση, καθώς ο αριθμός των συνταξιούχων θα υπερβαίνει αυτόν των εργαζομένων.[92] Το 2050 ο πληθυσμός της Ιαπωνίας αναμένεται να μειωθεί σε 95.000.000 ανθρώπους και το 2100 σε 47.000.000.

Πόλεις της Ιαπωνίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Τόκιο είναι μία από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου με περισσότερους από 12.500.000 κατοίκους. Η Γιοκοχάμα βρίσκεται σε απόσταση 35 χιλιομέτρων και έχει περισσότερους από 3,6 εκατομμύρια κατοίκους.[93] Άλλες μεγάλες πόλεις της είναι το Κιότο, η Οσάκα, η Ναγκόγια και οι ιστορικές πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι, που το 1945 καταστράφηκαν εντελώς από ατομικές βόμβες.

Νομοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης με τους νομούς της Ιαπωνίας σύμφωνα με τη σειρά ISO 3166-2:JP και τα διαμερίσματα

Οι νομοί υπάγονται σε ευρύτερα διαμερίσματα. Η λέξη «νομός» αποδίδει τους ιαπωνικούς όρους το (都), ντόου (道), φου (府) και κεν (県). Η λέξη το (πρωτεύουσα) χρησιμοποιείται μόνο για το Τόκυο ως Τόκυο-το, η λέξη ντόου (δρόμος) μόνο ως Χοκκαϊ-ντόου, η λέξη φου (κυβέρνηση) μόνο για το Κυότο και την Όσακα αντίστοιχα ως Κυότο-φου και Όσακα-φου. Τέλος, για όλους τους άλλους νομούς χρησιμοποιείται η λέξη κεν (Ακίτα-κεν, Ιβάτε-κεν κοκ). Οι νομοί από βόρεια προς νότια είναι (σύμφωνα με τη σειρά ISO):

Χοκκάιντο (Χοκκαϊντόου) (北海道)

1.  Χοκκάιντο (Χοκκαϊντόου) (北海道)

Τοουχόκου (東北)

2.  Αομόρι (青森県)
3.  Ιβάτε (岩手県)
4.  Μιγιάγκι (宮城県)
5.  Ακίτα (秋田県)
6.  Γιαμαγκάτα (山形県)
7.  Φουκουσίμα (福島県)

Κάν'τοου (関東)

8.  Ιμπαράκι (茨城県)
9.  Τοτσίγκι (栃木県)
10.  Γκούνμα (群馬県)
11.  Σαϊτάμα (埼玉県)
12.  Τσίμπα (千葉県)
13.  Τόκυο (Τοουκυόου) (東京都)
14.  Καναγκάβα (神奈川県)

Τσ'ούουμπου (中部)

15.  Νιιγκάτα (新潟県)
16.  Τογιάμα (富山県)
17.  Ισικάβα (石川県)
18.  Φουκούι (福井県)
19.  Γιαμανάσι (山梨県)
20.  Ναγκάνο (長野県)
21.  Γκίφου (岐阜県)
22.  Σιζουόκα (静岡県)
23.  Άιτσι (愛知県)

Κανσάι (関西)

24.  Μίε (三重県)
25.  Σίγκα (滋賀県)
26.  Κυότο (Κυόουτο) (京都府)
27.  Οσάκα (Οοσάκα) (大阪府)
28.  Χυόουγκο (兵庫県)
29.  Νάρα (奈良県)
30.  Βακαγιάμα (和歌山県)

Τσ'ουουγκόκου (中国

31.  Τόττορι (鳥取県)
32.  Σιμάνε (島根県)
33.  Οκαγιάμα (岡山県)
34.  Χιροσίμα (広島県)
35.  Γιαμαγκούτσι (山口県)

Σικόκου (四国)

36.  Τοκουσίμα (徳島県)
37.  Καγκάβα (香川県)
38.  Εχίμε (愛媛県)
39.  Κόουτσι (高知県)

Κυούσου (Κυουουσ'ούου) (九州)

40.  Φουκουόκα (福岡県)
41.  Σάγκα (佐賀県)
42.  Ναγκασάκι (長崎県)
43.  Κουμαμότο (熊本県)
44.  Οοϊτά (大分県)
45.  Μιγιαζάκι (宮崎県)
46.  Καγκοσίμα (鹿児島県)
47.  Οκινάουα (沖縄県)

Ελληνική Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονομασία "Ιαπωνία" προέρχεται από τη γαλλική "Japon" με την προσθήκη της κατάληξης "ια" η οποία παρατηρείται στις ελληνικές ονομασίες πολλών χωρών. Το νεολατινικό γράμμα "J" προέρχεται από το λατινικό "Ι" το οποίο βασίζεται στο ελληνικό. Η μετατροπή του "ο" σε "ω" παρατηρείται σε αρκετά ελληνικοποιημένα ονόματα όπως "Ρωσσία", "Φλώριδα", και "Κωνσταντίνος".

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Επίσημα στοιχεία
  2. 2,0 2,1 «Monthly Report». Statistics Bureau of Japan. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2024. 
  3. 3,0 3,1 Απογραφή 2010
  4. 4,0 4,1 4,2 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα imf.
  5. Human Development Report 2021-22: Uncertain Times, Unsettled Lives: Shaping our Future in a Transforming World (PDF). hdr.undp.org. United Nations Development Programme. 8 Σεπτεμβρίου 2022. σελίδες 272–276. ISBN 978-9-211-26451-7. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. 
  6. Altucher, James (2010-01-08). «There's no stopping China». New York Post. http://www.nypost.com/p/news/business/there_no_stopping_china_0H8GJaMgzHCYenL038Yh2N. Ανακτήθηκε στις 2010-08-02. 
  7. «Ninth United Nations survey of crime trends and operations of criminal justice systems» (PDF). United Nations Office on drugs and crime. σελίδες 1–9. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2006. CS1 maint: Unfit url (link)
  8. «WHO: Life expectancy in Israel among highest in the world». Haaretz. Μάιος 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιανουαρίου 2010. 
  9. United Nations World Population Propsects: 2006 revision – Table A.17 for 2005–2010
  10. Matsumara, Hirofumi; Dodo, Yukio; Dodo, Yukio (2009). «Dental characteristics of Tohoku residents in Japan: implications for biological affinity with ancient Emishi». Anthropological Science 117 (2): 95–105. doi:10.1537/ase.080325. https://www.jstage.jst.go.jp/article/ase/117/2/117_080325/_article. 
  11. Hammer, Michael F., et al; Karafet, TM; Park, H; Omoto, K; Harihara, S; Stoneking, M; Horai, S (2006). «Dual origins of the Japanese: common ground for hunter-gatherer and farmer Y chromosomes». Journal of Human Genetics 51 (1): 47–58. doi:10.1007/s10038-005-0322-0. PMID 16328082. http://www.nature.com/jhg/journal/v51/n1/abs/jhg20068a.html. 
  12. Travis, John. «Jomon Genes». University of Pittsburgh. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2011. 
  13. Denoon, Donald; Hudson, Mark (2001). Multicultural Japan: palaeolithic to postmodern. Cambridge University Press. σελίδες 22–23. ISBN 0-521-00362-8. 
  14. «Road of rice plant». National Science Museum of Japan. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Απριλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2011. CS1 maint: Unfit url (link)
  15. «Kofun Period». Metropolitan Museum of Art. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2011. 
  16. «Yayoi Culture». Metropolitan Museum of Art. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2011. 
  17. Takashi, Okazaki· Goodwin, Janet (1993). «Japan and the continent». The Cambridge history of Japan, Volume 1: Ancient Japan. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 275. ISBN 0-521-22352-0. 
  18. Brown, Delmer M., επιμ. (1993). The Cambridge History of Japan. Cambridge University Press. σελίδες 140–149. 
  19. Beasley, William Gerald (1999). The Japanese Experience: A Short History of Japan. University of California Press. σελ. 42. ISBN 0-520-22560-0. 
  20. Totman, Conrad (2002). A History of Japan. Blackwell. σελίδες 64–79. ISBN 978-1-4051-2359-4. 
  21. Hays, J.N. (2005). Epidemics and pandemics: their impacts on human history. ABC-CLIO. σελ. 31. ISBN 1-85109-658-2. 
  22. Totman, Conrad (2002). A History of Japan. Blackwell. σελίδες 79–87, 122–123. ISBN 978-1-4051-2359-4. 
  23. Totman, Conrad (2005). A History of Japan (2nd ed.). Blackwell. σελίδες 106–112. ISBN 1-4051-2359-1. 
  24. Sansom, George (1961). A History of Japan: 1334–1615. Stanford University Press. σελίδες 42, 217. ISBN 0-8047-0525-9. 
  25. Turnbull, Stephen (2002). Samurai Invasion: Japan's Korean War. Cassel. σελ. 227. ISBN 978-0-304-35948-6. 
  26. Turnbull, Stephen (2010). Toyotomi Hideyoshi. Osprey Publishing. σελ. 61. ISBN 978-1-84603-960-7. 
  27. Totman, Conrad (2005). A History of Japan (2nd ed.). Blackwell. σελίδες 142–143. ISBN 1-4051-2359-1. 
  28. Toby, Ronald P. (1977). «Reopening the Question of Sakoku: Diplomacy in the Legitimation of the Tokugawa Bakufu». Journal of Japanese Studies 3 (2): 323–363. doi:10.2307/132115. 
  29. Ohtsu, M.; Ohtsu, Makoto (1999). «Japanese National Values and Confucianism». Japanese Economy 27 (2): 45–59. doi:10.2753/JES1097-203X270245. 
  30. Totman, Conrad (2005). A History of Japan (2nd ed.). Blackwell. σελίδες 289–296. ISBN 1-4051-2359-1. 
  31. Matsusaka, Y. Tak (2009). «The Japanese Empire». Στο: Tsutsui, William M. Companion to Japanese History. Blackwell. σελίδες 224–241. ISBN 9781-4051-1690-9. 
  32. Hiroshi, Shimizu· Hitoshi, Hirakawa (1999). Japan and Singapore in the world economy: Japan's economic advance into Singapore, 1870–1965. Routledge. σελ. 17. ISBN 978-0-415-19236-1. 
  33. «The Axis Alliance». iBiblio. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2011. 
  34. Totman, Conrad (2005). A History of Japan (2nd ed.). Blackwell. σελ. 442. ISBN 1-4051-2359-1. 
  35. «Judgment International Military Tribunal for the Far East, Chapter VIII: Conventional War Crimes (Atrocities)». iBiblio. Νοέμβριος 1948. 
  36. Worth, Roland H., Jr. (1995). No Choice But War: the United States Embargo Against Japan and the Eruption of War in the Pacific. McFarland. σελίδες 56, 86. ISBN 0-7864-0141-9. 
  37. «インドネシア独立運動と日本とスカルノ(2)». 馬 樹禮 (στα Ιαπωνικά). 産経新聞社. Απρίλιος 2005. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2009. 
  38. «The Kingdom of the Netherlands Declares War with Japan». iBiblio. Ανακτήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2009. 
  39. Pape, Robert A. (1993). «Why Japan Surrendered». International Security 18 (2): 154–201. doi:10.2307/2539100. https://archive.org/details/sim_international-security_fall-1993_18_2/page/154. 
  40. Watt, Lori (2010). When Empire Comes Home: Repatriation and Reintegration in Postwar Japan. Harvard University Press. σελίδες 1–4. ISBN 978-0-674-05598-8. 
  41. Thomas, J.E. (1996). Modern Japan. Longman. σελίδες 284–287. ISBN 0-582-25962-2. 
  42. Coleman, Joseph (6 Μαρτίου 2007). «'52 coup plot bid to rearm Japan: CIA». The Japan Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2007. 
  43. «Japan scraps zero interest rates». BBC News. 2006-07-14. http://news.bbc.co.uk/2/hi/business/5178822.stm. Ανακτήθηκε στις 2006-12-28. 
  44. «Δείκτης Περιβαλλοντικής Απόδοσης» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 22 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 3 Μαΐου 2021. 
  45. Howe, Christopher (1996). The Origins of Japanese Trade Supremacy. Hurst & Company. σελίδες 58f. ISBN 1-85065-538-3. 
  46. Totman, Conrad (2005). A History of Japan (2nd ed.). Blackwell. σελίδες 312–314. ISBN 1-4051-2359-1. 
  47. McCargo, Duncan (2000). Contemporary Japan. Macmillan. σελίδες 18–19. ISBN 0-333-71000-2. 
  48. Ryan, Liam (2000-01-01). «The "Asian economic miracle" unmasked: The political economy of the reality». International Journal of Social Economics 27 (7–10): 802–815. doi:10.1108/03068290010335235. 
  49. 49,0 49,1 49,2 Ιαπωνία Αρχειοθετήθηκε 2018-12-26 στο Wayback Machine. CIA World Factbook
  50. Masake, Hisane (2006-03-02). «A farewell to zero». Asia Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2006-11-20. https://web.archive.org/web/20061120013846/http://www.atimes.com/atimes/Japan/HC02Dh01.html. Ανακτήθηκε στις 2011-01-16. 
  51. Inman, James (2011-01-21). «China confirmed as World's Second Largest Economy». The Guardian (London). http://www.guardian.co.uk/business/2011/jan/21/china-confirmed-worlds-second-largest-economy. Ανακτήθηκε στις 2011-01-21. 
  52. «Japan». International Monetary Fund. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουνίου 2014. 
  53. «Moody's cuts Japan's debt rating on deficit concerns». BBC News. 2011-08-24. http://www.bbc.co.uk/news/business-14625969. 
  54. «Manufacturing and Construction». Statistical Handbook of Japan. Statistics Bureau. Ανακτήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2011. 
  55. «Background Note: Japan». US State Department. Ανακτήθηκε στις 19 Μαρτίου 2011. 
  56. Fackler, Martin (2010-04-21). «Japan Tries to Face Up to Growing Poverty Problem». The New York Times. http://www.nytimes.com/2010/04/22/world/asia/22poverty.html?source=patrick.net. Ανακτήθηκε στις 2011-01-16. 
  57. «2008 Housing and Land Survey». Statistics Bureau. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2011. 
  58. «Japan 500 2007». Financial Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-07-26. https://web.archive.org/web/20120726122226/http://www.ft.com/cms/s/0/1b939a9a-2587-11dc-b338-000b5df10621.html. Ανακτήθηκε στις 2011-01-23. 
  59. «Market Data». New York Stock Exchange. 31 Ιανουαρίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2007. 
  60. «The Forbes 2000». Forbes. http://www.forbes.com/lists/2006/18/06f2000_The-Forbes-2000_Rank.html. Ανακτήθηκε στις 2011-01-07. 
  61. «Economic survey of Japan 2008». OECD. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2010. 
  62. «Energy». Statistical Handbook of Japan 2013. Statistics Bureau. Ανακτήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2014. 
  63. Tsukimori, Osamu (2012-05-05). «Japan nuclear power-free as last reactor shuts». Reuters. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-07-18. https://web.archive.org/web/20140718185518/http://www.reuters.com/article/2012/05/05/us-nuclear-japan-idUSBRE84405820120505. Ανακτήθηκε στις 2012-05-08. 
  64. «Can nuclear power save Japan from peak oil?». Our World 2.0. 2 Φεβρουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 15 Μαρτίου 2011. 
  65. «Japan». U.S. Department of State. Ανακτήθηκε στις 15 Μαρτίου 2011. 
  66. Pollack, Andrew (1997-03-01). «Japan's Road to Deep Deficit is Paved with Public Works». The New York Times. http://query.nytimes.com/gst/fullpage.html?res=9500E3DC1031F932A35750C0A961958260. Ανακτήθηκε στις 2011-01-16. 
  67. «Transport». Statistical Handbook of Japan 2007. Statistics Bureau. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Απριλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2014. 
  68. «Transport in Japan». International Transport Statistics Database. International Road Assessment Program. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2009.  Απαιτεί συνδρομή
  69. «About the Shinkansen – Safety». Central Japan Railway Company. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2011. 
  70. «Corporate Culture as Strong Diving Force for Punctuality- Another "Just in Time"». Hitachi. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2009. 
  71. «Japan to approve plans for a new super-train». The Independent (London). 2011-04-27. http://www.independent.co.uk/travel/news-and-advice/japan-to-approve-plans-for-new-supertrain-2275308.html. Ανακτήθηκε στις 2011-05-11. 
  72. «Year to Date Passenger Traffic». Airports Council International. 11 Νοεμβρίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2014. 
  73. Nakagawa, Dai· Matsunaka, Ryoji (2006). Transport Policy and Funding. Elsevier. σελ. 63. ISBN 0-08-044852-6. 
  74. «Port Profile». Port of Nagoya. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2011. 
  75. «Ποινή θανάτου στον πολιτισμό μας». Ελευθεροτυπία. 24 Μαρτίου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Μαρτίου 2009. 
  76. Tange, Kenzo· Kawazoe, Noboru (1965). Ise: Prototype of Japanese Architecture. Massachusetts Institute of Technology Press. 
  77. Kazuo, Nishi· Kazuo, Hozumi (1995). What is Japanese Architecture?: A Survey of Traditional Japanese Architecture with a List of Sites and a Map. Kodansha. ISBN 978-4-7700-1992-9. 
  78. 78,0 78,1 Arrowsmith, Rupert Richard (2010). Modernism and the Museum: Asian, African, and Pacific Art and the London Avant-Garde. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-959369-9. 
  79. «A History of Manga». NMP International. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιανουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2014. 
  80. Herman, Leonard· Horwitz, Jer· Kent, Steve· Miller, Skyler (2002). «The History of Video Games». GameSpot. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2007. 
  81. Malm, William P. (2000). Traditional Japanese music and musical instruments (Νέα έκδοση). Kodansha International. σελίδες 31–45. ISBN 978-4-7700-2395-7. 
  82. Π.χ., Olivier Messiaen, Sept haïkaï (1962), (Olivier Messiaen: a research and information guide, Routledge, 2008, By Vincent Perez Benitez, page 67) και (Messiaen the Theologian, Ashgate Publishing, Ltd., 2010, page 243-65, από τον Andrew Shenton)
  83. Campion, Chris (2005-08-22). «J-Pop History». The Observer (London). http://www.guardian.co.uk/music/2005/aug/21/popandrock3. Ανακτήθηκε στις 2007-04-01. 
  84. Martinez, D.P., επιμ. (1998). The worlds of Japanese popular culture: gender, shifting boundaries and global cultures. Cambridge University Press. σελ. 76. ISBN 978-0-521-63729-9. 
  85. «「ミシュランガイド東京・横浜・鎌倉2011」を発行 三つ星が14軒、 二つ星が54軒、一つ星が198軒に» (στα Ιαπωνικά). Michelin Japan. 24 Νοεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2011. 
  86. «Sumo: East and West». PBS. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2007. 
  87. IOC selects Tokyo as host of 2020 Summer Olympic Games
  88. «Olympic History in Japan». Japanese Olympic Committee. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2011. 
  89. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, Προσδόκιμο ζωής και υγιές προσδόκιμο ζωής, Δεδομένα ανά χώρα
  90. «CBS News/New York Times/Tokyo Broadcasting System Japan Poll and Call-Back, June 1993». ICPSR Data Holdings. 19 Οκτωβρίου 1994. Ανακτήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2020. 
  91. «Population and social statistics». United Nations Statistical Yearbook (Ser. S). 2016-10-05. doi:10.18356/525d9da4-en-fr. ISSN 2412-1436. http://dx.doi.org/10.18356/525d9da4-en-fr. 
  92. Ando, Albert; Moro, Andrea; Cordoba, Juan Pablo; Garland, Gonzalo (1995-09). «Dynamics of demographic development and its impact on personal saving: case of Japan». Ricerche Economiche 49 (3): 179–205. doi:10.1016/0035-5054(95)90001-2. ISSN 0035-5054. http://dx.doi.org/10.1016/0035-5054(95)90001-2. 
  93. «Πόλεις της Ιαπωνίας». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 6 Μαΐου 2009.  World Gazetteer

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]