Ιστορία του παπισμού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ιστορία του παπισμού, του αξιώματος που κατέχει ο πάπας ως επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας, εκτείνεται από την εποχή του Αγίου Πέτρου μέχρι σήμερα.[1] Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής, πολλοί από τους επισκόπους της Ρώμης υπέστησαν μαρτύρια εξαιτίας των διωγμών εναντίον του πρώιμου Χριστιανισμού, ενώ πολλοί από αυτούς είναι σχετικά ασαφείς μορφές.

Κατά την πρώιμη Εκκλησία, οι επίσκοποι της Ρώμης δεν είχαν καμία κοσμική εξουσία. Μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476), ο παπισμός επηρεάστηκε από τους διάφορους ηγεμόνες της ιταλικής χερσονήσου. Αυτές οι περίοδοι είναι γνωστές ως Οστρογοτθικός Παπισμός, Βυζαντινός Παπισμός και Φραγκικός Παπισμός. Με την πάροδο του χρόνου, ο παπισμός παγίωσε τις εδαφικές του αξιώσεις σε ένα τμήμα της χερσονήσου που έγινε γνωστό ως Παπικά Κράτη. Στη συνέχεια, ισχυρές ρωμαϊκές οικογένειες ανέβηκαν διαδοχικά στον παπικό θρόνο.[2]

Από το 1048 έως το 1257, ο παπισμός ήρθε σε σύγκρουση με τους ηγέτες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Η σύγκρουση με την Κωνσταντινούπολη κορυφώθηκε με το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών (1054). Από το 1257 έως το 1377, ο πάπας, αν και επίσκοπος της Ρώμης, εγκαταστάθηκε διαδοχικά στο Βιτέρμπο, το Ορβιέτο, την Περουσία και την Αβινιόν. Την επιστροφή των παπών στη Ρώμη, μετά τον Αιχμαλωσία της Αβινιόν, ακολούθησε το Δυτικό Σχίσμα, όταν η Δυτική Εκκλησία περιλάμβανε δύο και, για ένα διάστημα, τρεις διεκδικητές του παπικού αξιώματος.[3]

Ο Παπισμός της Αναγέννησης είναι γνωστός για την καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική του αιγίδα, την παρέμβαση στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή και τις θεολογικές προκλήσεις κατά της παπικής εξουσίας.[4][5] Μετά την έναρξη της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, ο Μεταρρυθμιστικός Παπισμός και ο Μπαρόκ Παπισμός οδήγησαν την Καθολική Εκκλησία στην Αντιμεταρρύθμιση. Οι πάπες έγιναν μάρτυρες της μεγαλύτερης απαλλοτρίωσης πλούτου στην ιστορία της Εκκλησίας, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και των εξεγέρσεων που ακολούθησαν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το Ρωμαϊκό Ζήτημα, που προέκυψε από την Ιταλική Ενοποίηση, είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια των Παπικών Κρατών και τη δημιουργία της Πόλης του Βατικανού.[6][7]

Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (μέχρι το 493)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμος Χριστιανισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ρωμαιοκαθολικοί αναγνωρίζουν τον πάπα ως τον διάδοχο του Αγίου Πέτρου, τον πρώτο επίσκοπο της Ρώμης.[8][9][10] Οι επίσημες διακηρύξεις της Εκκλησίας αναφέρουν ότι οι πάπες κατέχουν στο Κολλέγιο των Επισκόπων μια θέση ανάλογη με εκείνη που κατείχε ο Πέτρος στο «κολλέγιο» των Αποστόλων, δηλαδή του Πρίγκιπα των Αποστόλων. Με τον ίδιο τρόπο, το Κολλέγιο των Επισκόπων, θεωρείται από ορισμένους ως διάδοχο σχήμα του κολλεγίου των Αποστόλων.[11][12]

Ο πάπας Κλήμης Α΄, ένας από τους πρώτους Πατέρες της Εκκλησίας, ταυτίζεται με τον Κλήμη που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στην Επιστολή προς Φιλιππησίους. Η Α´ Επιστολή του Κλήμεντος προς τους Κορινθίους αποτελεί το «πρώτο γνωστό παράδειγμα άσκησης και αποδοχής» της εκκλησιαστικής εξουσίας του παπισμού. Ο Κλήμης διέταξε τους Κορινθίους να διατηρήσουν την ενότητα μεταξύ τους και να τερματίσουν το σχίσμα που είχε διχάσει την Εκκλησία σε εκείνη την περιοχή. Αυτή η παπική επιστολή του Κλήμεντος απέκτησε τέτοια σημασία που θεωρήθηκε από ορισμένους ως μέρος της Καινής Διαθήκης. Ο Διονύσιος, επίσκοπος Κορίνθου, έγραψε στον Πάπα Σωτήρα αναφερόμενος στην επιστολή του πάπα Κλήμη:[13]

Σήμερα τηρήσαμε την ημέρα του Κυρίου μας, κατά την οποία αναγνώσαμε την επιστολή σου, που θα κατέχουμε για να διαβάζουμε και να νουθετούμαστε, όπως η προηγούμενη που στάλθηκε σε εμάς από τον Κλήμη...[14]

Πολλοί αρνούνται ότι ο Άγιος Πέτρος και οι άμεσοι διάδοχοί του είχαν καθολικά αναγνωρισμένη εξουσία επί όλων των πρώιμων Εκκλησιών. Τα πρωτεία επί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας αποτελεί ένα ζήτημα που παραμένει ως σήμερα πεδίο διαμάχης ανάμεσα στην Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, παρότι οι δύο Εκκλησίες παρέμειναν ενωμένες στις πρώτες επτά Οικουμενικές Συνόδους και μέχρι το επίσημο Σχίσμα του 1054.[15]

Από τον Κωνσταντίνο τον Μέγα στον Οδόακρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θρύλος γύρω από τη νίκη του Κωνσταντίνου Α΄ στη Μάχη της Μιλβίας Γέφυρας (το 312) αναφέρει ότι ο Αυτοκράτορας οραματίστηκε το σημάδι ΧΡ, τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματος του Χριστού και τις ελληνικές λέξεις «Ἐν Τούτῳ Νίκα». Τον επόμενο χρόνο, ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος κήρυξαν την ανοχή της χριστιανικής πίστης με το Διάταγμα των Μεδιολάνων. Το 325 ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε και προήδρευσε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας. O πρώτος επίσκοπος της Ρώμης που συγχρόνως αναφέρεται ως πάπας ήταν ο Δάμασος Α΄ (366–84).[16] Με την μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, η Ρώμη έχασε σημαντικά προνόμια που διέθετε για αιώνες.[17]

Η λεγόμενη «Δωρεά του Κωνσταντίνου», ένα πλαστό ρωμαϊκό διάταγμα (έδικτο), το οποίο υποτίθεται ότι εξέδωσε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ το 324 μ.Χ., χρησιμοποιήθηκε για να ενισχύσει την κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία των παπών κατά τον Μεσαίωνα. Ο θρύλος της Δωρεάς ισχυρίζεται ότι ο Κωνσταντίνος πρόσφερε το στέμμα του στον πάπα Σίλβεστρο Α΄ (314–35) και ακόμη ότι ο τελευταίος βάπτισε τον Κωνσταντίνο. Στην πραγματικότητα, ο Κωνσταντίνος βαφτίστηκε (τον Μάιο του 337) από τον Ευσέβιο Νικομηδείας, έναν Αρειανό επίσκοπο.[18] Αν και η «Δωρεά» δεν έγινε ποτέ, ο Κωνσταντίνος παρέδωσε το παλάτι του Λατερανού στον επίσκοπο της Ρώμης και κατασκεύασε την παλιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου στην Ρώμη, γνωστή και ως Κωνσταντίνεια Βασιλική.

Ο πάπας Λέων Α΄ (440–461), ο επονομαζόμενος Λέων ο Μέγας, είχε τόση επιρροή που αργότερα ονομάστηκε Διδάσκαλος της Εκκλησίας, μια διάκριση που μοιράζεται μόνο με έναν άλλο πάπα (τον Γρηγόριο Α΄). Κατά τη διάρκεια του ποντιφικάτου του, ο όρος πάπας (που προηγουμένως προσδιόριζε οποιονδήποτε επίσκοπο) έφτασε να ορίζει αποκλειστικά τον επίσκοπο της Ρώμης.[19]

Μεσαίωνας (493-1417)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οστρογοτθικός Παπισμός (493-537)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος του Οστρογοτθικού Παπισμού διήρκεσε από το 493 έως το 537. Η παπική εκλογή τον Μάρτιο του 483 ήταν η πρώτη που έλαβε χώρα χωρίς την ύπαρξη Δυτικού Ρωμαίου Αυτοκράτορα. Ο παπισμός επηρεάστηκε έντονα από το Βασίλειο των Οστρογότθων, αν και ο πάπας δεν διοριζόταν από τον Βασιλιά των Οστρογότθων. Η επιλογή και η διοίκηση των παπών κατά την περίοδο αυτή επηρεάστηκε έντονα από τον Θεοδώριχο τον Μέγα και τους διαδόχους του Αθαλάριχο και Θεοδάτο. Αυτή η περίοδος έληξε με την ανάκτηση της Ρώμης και της Ιταλίας από τον Ιουστινιανό Α΄, κατά τη διάρκεια του Γοτθικού Πολέμου, εγκαινιάζοντας τον Βυζαντινό Παπισμό (537–752).

Την περίοδο του Οστρογοτθικού Παπισμού, ο πάπας Γελάσιος Α΄ θέλησε να προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη σχέση ανάμεσα στην εξουσία και τη δύναμη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του κλήρου. Υποστήριξε ότι ο κόσμος κυβερνάται με δύο τρόπους: έναν ιερατικό και έναν λαϊκό. Σύμφωνα με τη θεωρία του γελασιανού δόγματος, η εξουσία του κλήρου υπερισχύει εκείνης των λαϊκών, καθώς ο κλήρος φέρει το βαρύτερο φορτίο, από τη στιγμή που λογοδοτεί ενώπιον του Θεού και για τους βασιλείς των ανθρώπων. [20][21]

Ο ρόλος των Οστρογότθων έγινε σαφής το Νοέμβριο του 498, όταν δύο άνδρες διεκδίκησαν τον παπικό θώκο. Ο πάπας Σύμμαχος (498–514) υποστηρίχθηκε από τους Οστρογότθους, ενώ ο πάπας Λαυρέντιος είχε την υποστήριξη του Ρωμαίου Αυτοκράτορα. Η διαμάχη τερματίστηκε με επικράτηση του Σύμμαχου και την διπλωματική ήττα του Αυτοκράτορα Αναστασίου. Ο Σύμμαχος καθιέρωσε την πρακτική των παπών να ονομάζουν τους διαδόχους τους, κάτι που ίσχυσε μόλις μέχρι το 530.[22]

Ο Θεοδώριχος ήταν ανεκτικός απέναντι στην Καθολική Εκκλησία και δεν αναμίχθηκε σε δογματικά ζητήματα. Παρέμεινε όσο το δυνατόν ουδέτερος απέναντι στον πάπα, αν και άσκησε κυρίαρχη επιρροή στις υποθέσεις του παπισμού. Η οστρογοτθική επιρροή έληξε με την ανάκτηση της Ρώμης από τον Ιουστινιανό, ο οποίος καθαίρεσε τον φιλογοτθικό Πάπα Σιλβέριο (536–537) και τον αντικατέστησε με τον Πάπα Βιγίλιο (537–555).[23]

Βυζαντινός Παπισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βυζαντινός Παπισμός ήταν μια περίοδος (από το 537 έως το 752) κατά την οποία οι πάπες επέστρεψαν στον αυτοκρατορικό έλεγχο. Έτσι, ο εκάστοτε πάπας έπρεπε να έχει την αποδοχή των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, ενώ πολλοί πάπες επιλέχθηκαν από τους αποκρισιάριους (συνδέσμους από τον πάπα στον αυτοκράτορα) ή από αξιωματούχους της βυζαντινής Ελλάδας, της Συρίας ή της Σικελίας. Ο Ιουστινιανός Α΄ αποκατέστησε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική κυριαρχία στην Ιταλική Χερσόνησο μετά τον Γοτθικό πόλεμο (535–54) και διόρισε τους επόμενους τρεις πάπες, μια πρακτική συνεχίστηκε από τους διαδόχους του, ενώ μετέπειτα ανατέθηκε στο Εξαρχάτο της Ραβέννας.[24]

Με εξαίρεση τον πάπα Μαρτίνο Α΄, κανένας πάπας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν αμφισβήτησε την εξουσία του Βυζαντινού μονάρχη να επιβεβαιώνει την εκλογή του επισκόπου της Ρώμης.[25] Ωστόσο, οι θεολογικές συγκρούσεις ήταν κοινές μεταξύ πάπα και αυτοκράτορα σε τομείς όπως ο μονοθελητισμός και η εικονομαχία. Ελληνόφωνοι από την Ελλάδα, τη Συρία και τη βυζαντινή Σικελία αντικατέστησαν τα μέλη των ισχυρών Ρωμαίων αριστοκρατών ιταλικής καταγωγής που βρίσκονταν στην παπική έδρα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η Ρώμη υπό τους Έλληνες πάπες αποτέλεσε ένα «χωνευτήρι» δυτικών και ανατολικών χριστιανικών παραδόσεων, που αντικατοπτρίζονται τόσο στην τέχνη όσο και στη θεολογία.[26]

Ο πάπας Γρηγόριος Α΄ (590–604) ήταν μια σημαντική προσωπικότητα στη διεκδίκηση της παπικής πρωτοκαθεδρίας. Ο Γρηγόριος έδωσε ιδιαίτερη ενεργητικότητα στην ιεραποστολική δραστηριότητα στη βόρεια Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Αγγλίας.[27] Ο πάπας Ζαχαρίας, τελευταίος πάπας του Βυζαντινού Παπισμού, αντιτάχθηκε στην εικονομαχική πολιτική του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε΄.[28][29]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Roger Collins, Keepers of the Keys: A History of the Papacy (2009).
  2. https://www.ncronline.org/blogs/essays-theology/papacy-1000-years-ago
  3. https://www.britannica.com/event/Avignon-papacy
  4. https://www.metmuseum.org/toah/hd/pape/hd_pape.htm
  5. https://www.britannica.com/topic/papacy/The-Renaissance-and-Reformation-papacy
  6. https://general-history.com/what-was-the-roman-question/
  7. https://www.vqronline.org/essay/settlement-roman-question
  8.  Joyce, G. H. (1913). «Pope». Catholic Encyclopedia. New York: Robert Appleton Company. 
  9. Πρότυπο:Cite CCC
  10. Kirsch, Johann Peter. "St. Peter, Prince of the Apostles." The Catholic Encyclopedia. Vol. 11. New York: Robert Appleton Company, 1911. 21 Jul. 2014
  11. Avery Dulles (1987). The Catholicity of the Church. Oxford University Press. σελ. 140. ISBN 978-0-19-826695-2. .
  12. «Second Vatican Council». σελ. 22. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Σεπτεμβρίου 2014. 
  13. «Pageant of the Popes: First Century». 
  14. «CATHOLIC ENCYCLOPEDIA: Dionysius». 
  15. The Early Christian Church by Chadwick
  16. Baumgartner, 2003, p. 6.
  17. «CONSTANTINE THE GREAT (A.D. 312-37): HIS LIFE, RISE TO POWER AND ACHIEVEMENTS | Facts and Details». 
  18. Pohlsander, Hans. The Emperor Constantine. London & New York: Routledge, 2004 (ISBN 0-415-31937-4)
  19. Asimov, Isaac (1967) The Roman Empire, Houghton Mifflin: Boston, p. 236
  20. https://www.cairn.info/la-notion-d-autorite-au-moyen-age--9782130369851-page-13.htm
  21. https://divinity.uchicago.edu/sightings/articles/two-swords-pope-benedict-xvi-ken-grant
  22. Richards, 1979, p. 70.
  23. Löffler, Klemens. "Ostrogoths." The Catholic Encyclopedia. Vol. 11. New York: Robert Appleton Company, 1911. 21 Jul. 2014
  24. https://www.studysmarter.co.uk/explanations/history/the-crusades/history-of-the-papacy/
  25. https://www.catholicnewsagency.com/saint/st-martin-i-435
  26. https://aleteia.org/2021/09/18/the-five-syrian-popes/
  27. https://www.britannica.com/biography/St-Gregory-the-Great
  28.  Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Zacharias, St» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 20 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 950 
  29.  Kirsch, Johann Peter (1912). «Pope St. Zachary». Catholic Encyclopedia. 15. New York: Robert Appleton Company.