Πάπας Βενέδικτος ΙΕ΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πάπας
Βενέδικτος ΙΕ΄
Από3 Σεπτεμβρίου 1914
Έως22 Ιανουαρίου 1922
ΠροκάτοχοςΠίος Ι΄
ΔιάδοχοςΠίος ΙΑ΄
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση21 Νοεμβρίου 1854
Θάνατος22 Ιανουαρίου 1922
Προσφωνήσεις του
Πάπα
Προσφώνηση αναφοράςΑγιότατος
Προφορική προσφώνησηΑγιότατε
Θρησκευτική προσφώνησηΆγιος Πατέρας
Μεταθανάτια προσφώνησηΔ/Δ

Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ΄ (λατινικά: Benedictus PP. XV, ιταλικά: Benedetto XV, γενν. 21 Νοεμβρίου 1854 - θαν. 22 Ιανουαρίου 1922), γεννημένος Τζάκομο Πάολο Τζοβάνι Μπατίστα ντέλα Κιέζα (ιταλικά: Giacomo Paolo Giovanni Batista della Chiesa). Η Παποσύνη του διήρκεσε από τις 3 Σεπτεμβρίου 1914 έως τις 22 Ιανουαρίου 1922, διαδεχόμενος τον Πάπα Πίο Ι΄ (1903-1914). Η θητεία του επηρεάστηκε έντονα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις πολιτικές, κοινωνικές και ανθρωπιστικές συνέπειες του στην Ευρώπη.

Μεταξύ 1846 και 1903, η Εκκλησία βίωσε τα δύο μακρύτερα ποντιφικάτα στην ιστορία μέχρι τότε. Μαζί με τον Πίο Θ΄ και τον Λέοντα ΙΓ΄ κυβέρνησε επί 57 έτη. Το 1914 οι Καρδινάλιοι επέλεξαν τον Ντέλα Κιέζα στην ηλικία των 59, δείχνοντας την επιθυμία τους για ακόμη ένα μακρόβιο ποντιφικάτο στο ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, τον οποίο χαρακτήρισε ως “την αυτοκτονία της πολιτισμένης Ευρώπης.”[1] Ο πόλεμος και οι συνέπειές του ήταν το κύριο θέμα επικέντρωσης του Βενέδικτου. Διακήρυξε την ουδετερότητα της Αγίας Έδρας και προσπάθησε από αυτή την προοπτική να διαμεσολαβήσει για ειρήνη το 1916 και το 1917. Αμφότερες οι πλευρές απέρριψαν τις πρωτοβουλίες του. Οι Γερμανοί Προτεστάντες απέρριψαν κάθε “Παπική Ειρήνη” ως προσβλητική. Ο Γάλλος πολιτικός Ζορζ Κλεμανσό θεώρησε την πρωτοβουλία του Βατικανού ως αντιγαλλική.[2]

Έχοντας αποτύχει με τις διπλωματικές πρωτοβουλίες, ο Πάπας επικεντρώθηκε σε ανθρωπιστικές προσπάθειες για να ελαχιστοποιήσει τις συνέπειες του πολέμου, όπως η επίσκεψη σε αιχμαλώτους πολέμου, η ανταλλαγή τραυματισμένων στρατιωτών και οι παραδόσεις τροφίμων σε πληθυσμούς που τα είχαν ανάγκη στην Ευρώπη. Μετά τον πόλεμο, αποκατέστησε τις πληγείσες σχέσεις με τη Γαλλία, η οποία επανεγκαθίδρυσε σχέσεις με το Βατικανό το 1921. Κατά το ποντιφικάτο του, οι σχέσεις με την Ιταλία βελτιώθηκαν επίσης, καθώς ο Πάπας πλέον επέτρεψε στους Καθολικούς πολιτικούς με ηγέτη τον Ντον Λουίτζι Στούρτσο να συμμετάσχουν στα εθνικά πολιτικά της Ιταλίας.

Ο Βενέδικτος εξέδωσε το 1917 τον πρώτο στην ιστορία Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τη δημιουργία του οποίου είχε προετοιμάσει με τον Πιέτρο Γκασπάρι και τον Εουτζένιο Πατσέλλι κατά το ποντιφικάτο του Πίου Ι΄. Ο νέος Κώδικας Κανονικού Δικαίου θεωρείται τώρα ότι έχει αναζοωγονήσει την θρησκευτική ζωή και τις δραστηριότητες σε όλη την Εκκλησία.[3] Ονόμασε τον Πιέτρο Γκασπάρι Καρδινάλιο Γραμματέα του Κράτους και προσωπικά χειροτονήθηκε ως Αρχιεπίσκοπος Νούντσιος Ευγένιος Πατσέλλι στις 13 Μαΐου 1917, την ίδια ημέρα της εορτής της εμφάνισης της Παναγίας στη Φάτιμα. Ο Παγκοσμίος Πολέμος προκάλεσε μεγάλες ζημιές στις αποστολές των Καθολικών σε όλο τον κόσμο. Ο Βενέδικτος αναζωογόνησε τις δραστηριότητες αυτές, ζητώντας να συμμετάσχουν στο Maximum Illud οι Καθολικοί από ολόκληρο τον κόσμο.

Η τελευταία ανησυχία του ήταν η αναδυόμενη δίωξη της Εκκλησίας στη Σοβιετική Ρωσία και ο λοιμός εκεί μετά την επανάσταση. Ο Βενέδικτος ήταν ένθερμος υποστηρικτής του δόγματος της Παρθένου Μαρίας, αφιερωμένος στην προσκύνηση της Παναγίας και ανοιχτός σε νέες προοπτικές της Ρωμαιοκαθολικής Μαριολογίας. Υποστήριξε τη θεολογική θέση της Μεσίτριας Παναγίας και εξουσιοδότησε τη γιορτή της Παναγίας Μεσίτριας όλων των Χαρίτων.[4] Μετά από επτά χρόνια στην εξουσία, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ΄ πέθανε στις 22 Ιανουαρίου 1922. Με τις διπλωματικές του ικανότητες και το άνοιγμά του προς τη σύγχρονη κοινωνία, "κέρδισε το σεβασμό για τον εαυτό του και τον παπισμό".[3]

Πρώιμος βίος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζιάκομο το 1866 στην ηλικία των δώδεκα

Ο Τζιάκομο ντε λα Κιέζα γεννήθηκε στην Ιταλία, σε ένα προάστιο της Γένοβα (το Pegli), ήταν ο τρίτος γιος του Μαρκήσιου Τζιουζέπε ντε λα Κιέζα και της συζύγου του Μαρκησίας Τζιοβάννα Μιλιοκράτι.[5]

Η επιθυμία του να γίνει ιερέας απορρίφθηκε νωρίς από τον πατέρα του, ο οποίος επέμενε σε μια νομική καριέρα για τον γιο του.[6] Στις 2 Αυγούστου 1875, σε ηλικία 21 ετών, απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στα νομικά. Είχε παρακολουθήσει μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας, στην οποία μετά την ενοποίηση της Ιταλίας, είχε κυριαρχήσει σε μεγάλο βαθμό αντι-Καθολική και αντι-κληρική πολιτική. Με το διδακτορικό του στα νομικά και ενήλικος πλέον, ζήτησε και πάλι από τον πατέρα του την άδεια να μελετήσει στο ιερατείο, η οποία πλέον του χορηγήθηκε αν και απρόθυμα. Ωστόσο, επέβαλε στον γιο του, να διεξάγει τις θεολογικές σπουδές του στη Ρώμη και όχι στη Γένοβα, έτσι ώστε να μην καταλήξει ένας ιερέας του χωριού ή της επαρχίας.[7]

Ο Ντε λα Κιέζα γράφτηκε στο Κολλέγιο Καπράνικα (Capranica) έτσι ήταν στη Ρώμη, το 1878, όταν ο Πάπας Πίος Θ΄ πέθανε και τον ακολούθησε ο Πάπας Λέων ΙΓ΄. Ο νέος Πάπας δέχθηκε τους μαθητές του Καπράνικα σε ιδιωτική ακρόαση λίγες μόλις ημέρες μετά τη στέψη του. Λίγο αργότερα, ο Ντε λα Κιέζα χειροτονήθηκε ιερέας από τον Καρδινάλιο Πατρίτσι στις 21 Δεκεμβρίου 1878.[8]

Από το 1878 μέχρι το 1883 έμεινε στη Ρώμη και σπούδασε στην Παπική Εκκλησιαστική Ακαδημία. Ήταν εκεί, που κάθε Πέμπτη, οι φοιτητές ήταν υποχρεωμένοι να υπερασπιστούν μια ερευνητική εργασία, ενώπιον καλεσμένων που ήταν καρδινάλιοι και υψηλά μέλη της ρωμαϊκής κοινωνίας. Εκεί τον γνώρισε ο καρδινάλιος Μαριάνο Ράμπολλα και, το 1882, τον προώθησε στη διπλωματική υπηρεσία του Βατικανού, όπου τον προσέλαβε ως γραμματέα και σύντομα τον τοποθέτησε στη Μαδρίτη.[9] Όταν στη συνέχεια ο Ράμπολλα διορίστηκε Καρδινάλιος Γραμματέας του Βατικανού, ο Ντε λα Κιέζα τον ακολούθησε. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών ο Ντε λα Κιέζα βοήθησε στις διαπραγματεύσεις για την επίλυση της διαφοράς μεταξύ της Γερμανίας και της Ισπανίας πάνω στο θέμα των Νήσων της Καρολίνας, καθώς και να οργανώσουν τη βοήθεια κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας χολέρας.

Η φιλόδοξη μητέρα του, Μαρκησία Ντελα Κιέζα, λέγεται ότι ήταν δυσαρεστημένη με την καριέρα του γιου της, στρέφεται στον Ράμπολλα και του επισημαίνει, ότι κατά τη γνώμη της, ο Τζιάκομο δεν αναγνωρίζεται όσο θα έπρεπε στο Βατικανό. Ο Ράμπολλα φέρεται ότι απάντησε, Κυρία μου, ο γιος σας θα κάνει μόνο λίγα βήματα, αλλά αυτά θα είναι γιγαντιαία.[10]

Αμέσως μετά τον θανάτο του Πάπα Λέοντος ΙΓ΄ και του Καρδινάλιου Βολπίνι, ο Ράμπολλα προσπάθησε να κάνει τον Ντελα Κιέζα γραμματέα του κονκλαβίου. Όμως η Ιερά Ακαδημία εκλεγεί τον Καρδινάλιο Ραφαέλ Μέρρυ Ντελ Βαλ, έναν συντηρητικό νεαρό ιεράρχη, αυτό ήταν και το πρώτο σημάδι ότι ο Ράμπολλα δεν θα είναι ο επόμενος Πάπας. Ο Ντελα Κιέζα όμως διατηρήθηκε στη θέση του όταν ο Καρδινάλιος Ράμπολλα εγκατέλειψε τη δική του, μετά την εκλογή του αντιπάλου του Πάπα Πίου Ι΄, όπου τον διαδέχθηκε ο Καρδινάλιος Μέρρυ Ντελ Βαλ.

Μπολόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πάπας Πίος Ι΄ χειροτονεί τον μέλλοντα διάδοχό του Πάπα Βενέδικτο ΙΕ΄ ως Επίσκοπο Τζιάκομο ντε λα Κιέζα στο Βατικανό στις 18 Δεκεμβρίου 1907

Αρχιεπίσκοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά τη σύνδεση του Ντελα Κιέζα με τον Ράμπολα, τον αρχιτέκτονα της εξωτερικής πολιτικής του Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ (1878–1903), η θέση του στη Γραμματεία του Κράτους υπό το νέο ποντιφικάτο ήταν κάπως άβολη.

Maximum Illud[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Maximum Illud είναι ένα αποστολικό γράμμα του Βενέδικτου ΙΕ΄ εκδοθέν στις 30 Νοεμβρίου 1919 στο έκτος έτος του ποντιφικάτου του. Ασχολείται με τις Καθολικές ιεραποστολές μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Βενέδικτος ΙΕ΄ αναπολούσε τους μεγάλους Αποστόλους του Ευαγγελίου που συνεισέφεραν πολλά στην Επέκταση των Ιεραποστολών. Εξέταζε την πρόσφατη ιστορία των ιεραποστολών και διατύπωνε τον σκοπό του Αποστολικού γράμματος.[11] Η εγκύκλιος πρώτα στρεφόταν προς τους επισκόπους και του ανωτέρους που ήταν υπεύθυνοι για τις Καθολικές ιεραποστολές, σημειώνοντας την ανάγκη να εκπαιδευτεί ο τοπικός κλήρος. Στους Καθολικούς ιεραποστόλους υπενθυμίζει ότι ο στόχος τους είναι πνευματικός , ο οποίος πρέπει να επιτευχθεί με αυταπάρνηση.[12]

Ο Πάπας υπογράμμιζε την αναγκαιότητα κατάλληλης προετοιμασίας για το έργο σε ξένους πολιτισμούς και την ανάγκη απόκτησης γλωσσικών δεξιοτήτων πριν τη μετάβαση εκεί. Ζητά συνεχόμενη προσωπική ιερότητα και επαινεί την ανιδιοτελή εργασία των γυναικών στις ιεραποστολές.[13] Η ιεραποστολή δεν είναι μόνο για τους ιεραποστόλους, όλοι οι Καθολικοί πρέπει να συμμετέχουν, μέσω της Αποστολικής Διακονίας της Προσευχής τους, υποστηρίζοντας τα ταλέντα και παρέχοντας οικονομική βοήθεια[14] Η εγκύκλιος κατέληγε με την επισήμανση αρκετών οργανισμών που συντονίζουν και επιβλέπουν ιεραποστολικές δραστηριότητες μέσα στην Καθολική Εκκλησία.[15]

Ο τάφος του Πάπα Βενέδικτου ΙΕ΄ στις κατακόμβες της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό.

Θάνατος και κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ΄ αρρώστησε με πνευμονία στις αρχές Ιανουαρίου του 1922 και υπέκυψε στην εν λόγω ασθένεια στις 22 Ιανουαρίου.

Άγαλμα του Βενέδικτου ΙΕ΄ στην αυλή του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Πνεύματος στην Κωνσταντινούπολη.

Ίσως ο πιο γνωστός Πάπας του εικοστού αιώνα, ο Βενέδικτος ΙΕ΄, υπήρξε ένας από τους αφανείς ήρωες για τις γενναίες προσπάθειές του να τερματίσει τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 2005, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ αναγνώρισε τη σημασία των, πριν από καιρό, προσπαθειών για την ειρήνη του προκατόχου του λαμβάνοντας το ίδιο όνομα με αυτόν. Ο Βενέδικτος ΙΕ΄ ήταν μοναδικός στην ανθρώπινη προσέγγισή του στον κόσμο του 1914-1918, η οποία ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με εκείνη των άλλων μεγάλων μοναρχών και ηγετών της εποχής. Η αξία του αντανακλάται στο αφιέρωμα που είναι χαραγμένο στη βάση του αγάλματός του στην Κωνσταντινούπολη, ένα μνημείο που βρίσκεται στην αυλή του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Πνεύματος, το οποίο αναρτήθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι δεν είναι ούτε Καθολικοί, ούτε Χριστιανοί:

Απόψεις των διαδόχων του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πάπας Πίος ΙΒ΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πάπας Πίος ΙΒ΄ έδειξε μεγάλη εκτίμηση για τον Βενέδικτο, ο οποίος τον είχε χειροτονήσει Επίσκοπο στις 13 Μαΐου 1917, την επομένη της αναφερομένης εμφανίσεως της Παναγίας της Φατιμά. Ενώ ο Πίος που θεωρείται ένας ακόμα Βενέδικτος, σαν τον Βενέδικτο ΙΔ΄, ο οποίος μέσα στα πλαίσια της ιερότητας και της ερευνητικής δραστηριότητάς του είναι αντάξιος του τίτλου του Δόκτωρ της Εκκλησίας,[16] θεώρησε ότι ο Βενέδικτος ΙΕ΄ κατά τη διάρκεια της μικρής θητείας του ήταν πραγματικά ένας άνθρωπος του Θεού που εργάστηκε για την ειρήνη.[17] Βοήθησε αιχμαλώτους πολέμου και πολλούς άλλους που χρειάζονταν βοήθεια στην δύσκολη εκείνη εποχή και ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος προς τη Ρωσία.[18] Τον επαίνεσε ως Μαριανό Πάπα που προώθησε την αφοσίωση στην Παναγία της Λούρδης,[19] για τις εγκυκλίους Ad Beatissimi Apostolorum (Οι πιο ευλογημένοι Απόστολοι), Humani Generis Redemptionem (Η λύτρωση του ανθρωπίνου γένους), Quod Iam Diu (Εδώ και πολύ καιρό) και Spiritus Paraclitus (Το Πνεύμα του Παρηγορητή), καθώς και για τη μελέτη της κωδικοποίησης του Κανονικού Δικαίου.[20]

Βενέδικτος ΙΣΤ΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ έδειξε τον θαυμασμό του για τον Βενέδικτο ΙΕ΄ μετά την εκλογή του ως Πάπας στις 19 Απριλίου 2005. Η εκλογή ενός νέου Πάπα συχνά συνοδεύεται από εικασίες γύρω από την επιλογή του παπικού ονόματος· πιστεύεται ευρέως ότι ένας Πάπας επιλέγει το όνομα ενός προκατόχου του οποίου τις διδασκαλίες και την κληρονομιά θέλει να συνεχίσει. Η επιλογή του ονόματος "Βενέδικτος" εκ μέρους του Ράτσινγκερ φάνηκε ως σημάδι ότι οι απόψεις του Βενέδικτου για την ανθρωπιστική διπλωματία, και την στάση του απέναντι στον σχετικισμό και τον μοντερνισμό των Ρωμαιοκαθολικών, θα πρέπει να υιοθετηθούν κατά τη διάρκεια της θητείας του νέου Πάπα.

Στις 27 Απριλίου 2005, κατά την πρώτη του εμφάνιση στο κοινό στην Πλατεία του Αγία Πέτρου, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ απέτισε φόρο τιμής προς τον Πάπα Βενέδικτο ΙΕ΄, όταν εξήγησε την επιλογή του ονόματός του:

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Franzen, σελ. 379.
  2. Franzen, σελ. 380.
  3. 3,0 3,1 Franzen, σελ. 382.
  4. AAS 1921, σελ. 345.
  5. George L. Williams, Papal Genealogy: The Families and Descendants of the Popes (2004:133), reports that his father's family had produced Pope Callistus II (1119–1124) and claimed descent from Berengar II of Italy, and that the Migliorati had produced Innocent VII 1404–1406).
  6. De Waal, σελ. 7.
  7. De Waal, σελ. 14–15.
  8. De Waal, σελ. 19.
  9. De Waal, σελ. 43.
  10. Pollard, σελ. 15.
  11. Maximum Illud, σσ. 5–7.
  12. Maximum Illud, σσ. 19–21.
  13. Maximum Illud, σελ. 30.
  14. Maximum Illud, σσ. 30–36.
  15. Maximum Illud, σσ. 37–40.
  16. Pio XII, Discorsi, Roma 1939–1958, Vol. VIII, 419.
  17. Discorsi, I 300.
  18. Discorsi, II 346.
  19. Discosri XIX, 877.
  20. Discorsi XIII, 133.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Peters, Walter H. The Life of Benedict XV. 1959. Milwaukee: The Bruce Publishing Company.
  • Daughters of St. Paul. "Popes of the Twentieth Century". 1983. Pauline Books and Media
  • Pollard, John F. "The Unknown Pope". 1999. London: Geoffrey Chapman

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

τίτλοι της Καθολικής Εκκλησίας
Προκάτοχος
Ντομένικο Σβάμπα
Αρχιεπίσκοπος της Μπολόνια
18 Δεκεμβρίου 1907 – 3 Σεπτεμβρίου 1914
Διάδοχος
Τζιόρτζιο Γκουσμίνι
Προκάτοχος
Πίος Ι΄
Πάπας
3 Σεπτεμβρίου 1914 – 22 Ιανουαρίου 1922
Διάδοχος
Πίος ΙΑ΄