Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ρωμανός Γ΄ Αργυρός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρωμανός Γ΄ Αργυρός
Μιλιαρήσιο του Ρωμανού Γ΄. Επιγραφή: ΠΑΡΘΕΝΕ CΟΙ ΠΟΛΥΑΙΝΕ / ΟC ΗΛΠΙΚΕ ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΟΡΘΟΙ.
Περίοδος15 Νοεμβρίου 1028 - 11 Απριλίου 1034
ΠροκάτοχοςΚωνσταντίνος Η΄
ΔιάδοχοςΜιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγών
Γέννηση968
Θάνατος11 Απριλίου 1034 (66 ετών)
Κωνσταντινούπολη
ΣύζυγοςΖωή Πορφυρογέννητη
ΟίκοςΔυναστεία των Αργυρών
ΘρησκείαΟρθοδοξία
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Ρωμανός Γ΄ ο Αργυρός ή Ρωμανός Αργυρόπουλος (968 - 11 Απριλίου 1034) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας (1028 - 1034).[1] Ήταν γόνος ευγενούς οικογένειας από την Ιεράπολη της Φρυγίας, λόγιος και πατρίκιος. Κατά χρόνο που ιδιώτευε στη Κωνσταντινούπολη, το Νοέμβριο του 1028, κλήθηκε αιφνίδια στα ανάκτορα από τον ψυχορραγούντα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Η΄ και διατάχθηκε να διαζευχθεί τη σύζυγό του, να νυμφευθεί την 48 ετών πριγκίπισσα Ζωή Πορφυρογέννητη και με αυτή να τον διαδεχθεί στο θρόνο (12 Νοεμβρίου 1028). Μετά από τρεις ημέρες, ο Κωνσταντίνος Η΄ πέθανε.

Ο Ρωμανός Γ΄ αναλαμβάνοντας αυτοκράτορας, αφενός μεν ανακάλεσε όλους τους αδίκως καταδιωχθέντες από τον προκάτοχό του, αφετέρου - παρασυρόμενος στις διαβολές των αυλικών του - καταδίωξε με σκληρότητα πολλούς διακεκριμένους άνδρες, μέχρι και την γυναικαδέλφη του Θεοδώρα, την οποία έκλεισε σε μοναστήρι. Υπήρξε όμως αδέξιος στην επιλογή κατάλληλων ανδρών στα ανώτερα υπουργήματα ενόσω η χώρα απειλείτο από πλείστους εχθρούς. Το αποτέλεσμα ήταν η δολοφονία του έξι χρόνια μετά την άνοδο του στον θρόνο, οπότε τον διαδέχθηκε ο ερωμένος της συζύγου του, Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγών.

Ο Ρωμανός Αργυρός ήταν ένα ανώνυμο μέλος της Φρυγικής οικογένειας των Αργυρόπουλων.[2] Πιθανώς ήταν ο Πόθος Αργυρόπουλος, που νίκησε μια επιδρομή Μαγυάρων (958) ή ο Ευστάθιος Αργυρόπουλος στον οποίο ανατέθηκε η συγγραφή ενός ποιήματος προς τιμή του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ (950).[3] Ο παππούς του ήταν γιος κάποιου άλλου Ρωμανού Αργυρού που παντρεύτηκε την Αγάθη ,κόρη του αυτοκράτορα Ρωμανού του Λεκαπηνού.[4] Τα αδέλφια του ήταν: ο Βασίλειος Αργυρός, που διετέλεσε στρατηγός την εποχή του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, ο Λέων, επίσης στρατηγός του Βασιλείου που σκοτώθηκε στην Ιταλία (1017), η Πουλχερία Αργυροπουλίνα που παντρεύτηκε τον Μάγιστρο Βασίλειο Σκληρό, μια αδελφή που παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Καραντηνό που διετέλεσε Δουξ της Αντιόχειας και η Μαρία Αργυροπουλίνα, που παντρεύτηκε τον Τζιοβάννι Ορσεόλο.[2][5][6]

Αρχικά υπηρέτησε ως δικαστής στο Θέμα Οψίκιον με τον βαθμό Πρωτοσπαθάριος, και από την θέση αυτή καταδίωξε τους αιρετικούς στην Ακμονία.[7] Στην συνέχεια, προήχθη σε Κυαίστορα του ιερού παλατίου και έγινε ένας από τους κύριους δικαστές του Σκεπαστού Ιππόδρομου, της υψηλότερης αυτοκρατορικής αυλής όπως καταγράφει ο Ευστάθιος Ρωμαίος.[8] Αργότερα έγινε Πατρίκιος και Οικονόμος της Αγίας Σοφίας ενώ συνέχισε να προεδρεύει στην υψηλή αυλή.[9] Με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Η΄ διορίστηκε Πολίαρχος της Κωνσταντινούπολης, πρόεδρος της Γερουσίας και έγινε ένας από τους κύριους αυτοκρατορικούς στρατηγούς.[9]

Χρυσό νόμισμα του Ρωμανού Γ΄, με τον Ιησού ένθρονο. Επιγρ.: IHS XIS REX REGNANTIUM.

Ο ετοιμοθάνατος Κωνσταντίνος Η΄, με στόχο να εξασφαλίσει την συνέχεια της δυναστείας, αποφάσισε να παντρέψει την κόρη του Ζωή με τον ικανότατο στρατηγό Κωνσταντίνο Δαλασσηνό, δούκα της Αντιόχειας. Η αυλή του φοβήθηκε και προσπάθησε να πείσει με όλα τα μέσα να ορίσει γαμπρό και διάδοχο τον Ρωμανό Αργυρό, που ήταν λιγότερο ικανός, τελικά το πέτυχε.[10][11] Ο ηλικιωμένος αυτοκράτορας τότε διέταξε τον Ρωμανό να διαζευχθεί την σύζυγό του ώστε να παντρευτεί την κόρη του Ζωή (η Ζωή ήταν τότε 50 ετών και ο Ρωμανός 60).[12] Ο γάμος έγινε (9 Νοεμβρίου 1020) σε τελετή που ο Ρωμανός Αργυρός ανακηρύχτηκε Καίσαρας και ο Κωνσταντίνος Η΄ πέθανε τρεις μέρες αργότερα.

Ο νέος αυτοκράτορας έθεσε ως βασικό του στόχο να μείνει το όνομά του στην ιστορία, έχοντας ως πρότυπά του τον Μάρκο Αυρήλιο στον φιλοσοφικό τομέα και τον Τραϊανό στον στρατιωτικό.[13] Οικοδόμησε πολλά νέα δημόσια κτήρια, μοναστήρια και εκκλησίες.[13] Απομακρύνθηκε από την οικονομική πολιτική των προκατόχων του, που στηρίχτηκαν στην φορολογία της αριστοκρατίας, και μείωσε προκλητικά τους φόρους της προκαλώντας καθίζηση στην οικονομία. Συνεπακόλουθα επιβαρύνθηκαν περισσότερο οι μεσαίες και οι κατώτερες τάξεις και αρνήθηκαν να στελεχώσουν τον στρατό του, που τελικά κατέρρευσε.[14]

Η ήττα από τους Άραβες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μικρογραφία του 11ου αιώνα π.Χ. με παράσταση του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού μετά την νίκη του επί του Κωνσταντίνου Καραντηνού

Οι Άραβες στα σύνορα της Συρίας, ευνοούμενοι από την ανικανότητα και την ανανδρία του στρατηγού της Αντιοχείας Σπονδύλη (από Κωνσταντίνου Η΄) είχαν καταστεί επικίνδυνοι. Ο Εμίρης του Χαλεπίου με συνεχείς επιδρομές αιχμαλώτιζε κατοίκους, καταστρέφοντας κάστρα και θανατώνοντας τις φρουρές. Μετά την αντικατάσταση του Σπονδύλη από τον Κωνσταντίνο Καραντινό και την επιδείνωση της κατάστασης αποφάσισε ο Ρωμανός Γ΄ το 1030 να εκστρατεύσει κατά των Αράβων. Αυτό φαίνεται να φόβισε τον Εμίρη, και όταν ο Ρωμανός έφτασε στο Φιλομήλιο συνάντησε την πρεσβεία του Εμίρη φέρουσα δώρα και αποζητούσα «συμπάθεια», δηλώνοντας ότι με «ευγνωμοσύνη τους ετήσιους φόρους θα προσφέρουν». Οι έμπειροι σύμβουλοι του Αυτοκράτορα του ζήτησαν να δεχθεί τις προτάσεις και να αποφύγει την εκστρατεία κατά τη θερμή εκείνη εποχή του έτους. Ο Ρωμανός όμως φανταζόμενος ότι θα μπορούσε να επαναλάβει τα ανδραγαθήματα των άλλων προκατόχων, του Νικηφόρου Β΄ Φωκά, του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή και του Βασιλείου Β΄ απέπεμψε τους πρέσβεις και μετά πορεία δύο ημερών στρατοπέδευσε στο Αζάζιο.[9]

Οι Άραβες διασκορπίζοντας το αναγνωριστικό απόσπασμα του πατρικίου Λέοντα Χοιροσφάκτη προήλαυσαν και περικύκλωσαν τον Ρωμανό στερούμενα έτσι τα στρατεύματα τροφών και νερού.[15] Την νύχτα ο Ρωμανός Γ΄ συνέστησε αυτοκρατορικό συμβούλιο στο οποίο αποφάσισε να λύσει την πολιορκία και να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, διέταξε επίσης να καούν οι πολιορκητικές του μηχανές.[16] Ο Ρωμανός καταληφθείς από τρόμο διέταξε την υποχώρηση στην Αντιόχεια. Επειδή όμως ο στρατός τελούσε σε πλήρη εξάντληση, η υποχώρηση έγινε φυγή με πλήρη αποσύνθεση. Ο δε Ρωμανός που κινδύνεψε πολλές φορές να αιχμαλωτιστεί και μόλις που τον διέσωζαν οι σωματοφύλακές του, από δε την Αντιόχεια επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη.[17] Οι λογαριασμοί ποικίλουν σχετικά με την έκβαση της μάχης, o Ιωάννης Σκυλίτζης έγραψε ότι η ήττα του Βυζαντινού στρατού ήταν συντριπτική και πολλοί Βυζαντινοί σκοτώθηκαν μέσα στον πανικό από τους ίδιους τους άντρες τους.[15] Ο Γιαχία Αντιόχειας έγραψε αντίστοιχα ότι είχαν μικρές απώλειες, βρήκαν τον θάνατο δύο ανώτατοι αξιωματούχοι και άλλος ένας συνελήφθη από τους Άραβες.[15][18][19] Μετά την ήττα αυτό ο αυτοκρατορικός στρατός "γελοιοποιήθηκε".[17][20]

Τεταρτηρόν του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού

Παρά ταύτα απερχόμενος διόρισε στρατηγό Αντιοχείας ένα θεράποντα των Ανακτόρων, τον Συμεών. Μετά την κατατρόπωση και αυτού από τους Άραβες ο Ρωμανός απέστειλε επιτέλους τον ικανό στρατηγό Θεόκτιστο ο οποίος κατατρόπωσε τους Άραβες, εκπόρθησε τα φρούριά τους και εξανάγκασε τον Εμίρη του Χαλεπίου να ζητήσει ειρήνη, ο εμίρης δέχτηκε και την τοποθέτηση Έλληνα κυβερνήτη.[21] Στο μεταξύ οι Άραβες στη Σικελία επωφελούμενοι την ανικανότητα του εκεί στρατηγού Ορέστη, αφού κατατρόπωσαν τα βυζαντινά στρατεύματα εισήλθαν στη χώρα. Το 1032 ο Ρωμανός εκστράτευσε πάλι κατά των Αράβων αλλά καθ' οδόν, πληροφορηθείς ότι εξυφαίνονταν συνωμοσία (υπό του Κωνσταντίνου Διογένη και της Θεοδώρας) και ότι οι Πετσενέγοι διαβαίνοντας τον Δούναβη εισέβαλαν στη χώρα ενώ ο στόλος των Αράβων λεηλατούσε τις ακτές της Πελοποννήσου και τα Ιόνια νησιά, έσπευσε να επανέλθει. Αλλά πριν αφιχθεί ο Διογένης είχε αυτοκτονήσει, η δε Θεοδώρα είχε κλειστεί σε μοναστήρι από τη Ζωή Α΄. Και ενώ συνέβαιναν αυτά ο στρατηγός Ευφρατησίας Γ. Μανιάκης νικούσε τους Άραβες και εκπόρθησε το φρούριο της Έδεσσας (σημ. Ούρφα), ο δε ναύαρχος Νικηφόρος Καραντινός κατατρόπωσε όλους τους αραβικούς στόλους.[22] Το επόμενο δε έτος 1033, ο ναύαρχος Τεκνέας επιτέθηκε κατά των Αράβων της Αιγύπτου. Εκεί κατέλαβε την Αλεξάνδρεια και, συλλαμβάνοντας πολλά πλοία και άφθονη λεία, επέστρεψε θριαμβευτής στη Κωνσταντινούπολη. Οι νίκες αυτές κατατρόμαξαν τους Άραβες τόσο ώστε ο Εμίρης Αλέμ παρέδωσε αμαχητί το φρούριο Περκρί, παρά τη Βαβυλώνα, ενώ συγχρόνως έπεμψε τον γιο του στη Κωνσταντινούπολη αλλά μη τυχών των τιμών (λόγω ασθενείας του γέροντα πλέον Ρωμανού) επέστρεψε δυσαρεστημένος κι έπεισε τον πατέρα του να διαρρήξει την προς το Βυζάντιο φιλία. Και πράγματι ο Αλέμ επιτεθείς αιφνίδια ανακατέλαβε το φρούριο και θανάτωσε τη φρουρά. Όμως ο στρατηγός Νικήτας Πηγονίτης ανέκτησε το φρούριο και για τη παρασπονδία του Εμίρη θανάτωσε τον ίδιο και το γιο του. Έτσι αναστηλώθηκε το βυζαντινό γόητρο στη περιοχή ώστε η Αλδή, ηγεμονίδα της Αβασγίας (Καυκάσου), έσπευσε να δηλώσει αυτοπροαίρετα υποτέλεια και συμμαχία και συνάμα παρέδωσε το παραμεθόριο φρούριο της Ανακουφής.

Ο Ρωμανός Γ΄ αντιμετώπισε μια σειρά από συνομωσίες με πρωταγωνιστή τη γυναικαδέλφη του Θεοδώρα. Στην πρώτη, η Θεοδώρα σχεδίαζε να παντρευτεί τον Βούλγαρο πρίγκιπα Πρεσιάνο Β΄ και να σφετεριστεί τον θρόνο, ο Πρεσιάνος δε τυφλώθηκε και κλείστηκε σε μοναστήρι αλλά η Θεοδώρα δεν τιμωρήθηκε.[23] Η δεύτερη συνομωσία έγινε με τον στρατηγό Κωνσταντίνο Διογένη, και η Θεοδώρα αυτή την φορά τιμωρήθηκε με την κουρά της και την εξορία της σε μοναστήρι.[18][24] Στην προσπάθεια του να βελτιώσει την κατεστραμμένη οικονομία περιόρισε τα έξοδα της συζύγου του, γεγονός που τον έφερε σε σύγκρουση μαζί της, και απέκτησε ερωμένη.[14] Η Ζωή ως αντίποινα απέκτησε ως ερωμένο τον νεαρό Μιχαήλ, αδελφό του πανίσχυρου στρατηγού Ιωάννη του Ορφανοτρόφου.[25] Ο Ρωμανός εν αγνοία του επέτρεψε στον Μιχαήλ να εισέλθει στην αυτοκρατορική αυλή.[26]

Δολοφονήθηκε διά υγρού πνιγμού στο λουτρό των ανακτόρων με εντολή της ίδιας της Ζωής, ενώ για αρκετό διάστημα πριν δολοφονηθεί, η Ζωή τού χορηγούσε μυστικά δηλητήριο, το οποίο όμως, ενώ έπληττε την υγεία του, δεν τον οδηγούσε στον θάνατο[27].[12] Η ταφή του έγινε στην εκκλησία του Αγίου Περίβλεπτου που είχε οικοδομήσει ο ίδιος.[28] Η Ζωή και ο Μιχαήλ παντρεύτηκαν την ίδια μέρα, ο πατριάρχης Αλέξιος ο Στουδίτης κλήθηκε να στέψει τον νέο αυτοκράτορα.[29] Ο πατριάρχης αρνήθηκε αρχικά να στέψει παράνομα τον νέο αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ΄, συμφώνησε όμως αφού δωροδοκήθηκε με 50 χρυσές λίρες.[30][31][32]

Η μόνη του δράση στα εσωτερικά της Αυτοκρατορίας υπήρξε η κατάργηση του «αλληλέγγυου», η επιεικής είσπραξη των φόρων, η απαλλαγή χρεών πολλών πολιτών και η διανομή άφθονων χρημάτων σε ναούς και Μοναστήρια (εξ' ου κατά κάποιους και το προσωνύμιο).

  1. Kazhdan 1991, σ. 1807
  2. 2,0 2,1 Cheynet & Vannier 2003, σ. 68
  3. Cheynet & Vannier 2003, σσ. 64–65
  4. Cheynet & Vannier 2003, σσ. 63–64, 68
  5. Cheynet & Vannier 2003, σσ. 72–73
  6. Cheynet & Vannier 2003, σ. 73
  7. Cheynet & Vannier 2003, σ. 69
  8. Cheynet & Vannier 2003, σσ. 69–70
  9. 9,0 9,1 9,2 Cheynet & Vannier 2003, σ. 70
  10. Patlagean 2007, σσ. 131–132
  11. Treadgold 1997, σ. 584
  12. 12,0 12,1 Duggan 2002, σ. 145
  13. 13,0 13,1 Ostrogorsky 1969, σ. 322
  14. 14,0 14,1 Ostrogorsky 1957, σ. 286
  15. 15,0 15,1 15,2 Wortley 2010, σσ. 359–360
  16. Zakkar 1971, σ. 116
  17. 17,0 17,1 Norwich 1991, σ. 273
  18. 18,0 18,1 Kazhdan, σ. 1807
  19. Sewter 1966, σ. 43
  20. Shepard 2010, σ. 102
  21. Stevenson 1968, σ. 256
  22. Angold 2004, σ. 224
  23. Garland 1999, σσ. 161–162
  24. Finlay 1853, σ. 471
  25. Norwich 1991, σ. 276
  26. Schreiner, Peter (1977). Die byzantinischen Kleinchroniken 2. Corpus Fontium Historiae Byzantinae XII(2). σ. 142
  27. Παΐδας, Κωνσταντίνος (2022). Ματωμένο στέμμα. Πολιτικές δολοφονίες και απόπειρες πολιτικών δολοφονιών στις ιστοριογραφικές πηγές του 11ου αι. (Μ.Ψελλός, Μ.Ατταλειάτης, Ι.Σκυλίτζης). Μελέτη Αφηγηματολογική. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη. σελ. 120-166. 
  28. Norwich 1991, σσ. 279–280
  29. Norwich, σ. 279
  30. Garland, Zoë Porphyrogenita
  31. Treadgold, σ. 586
  32. Finlay, σ. 478
  • Ματωμένο στέμμα. Πολιτικές δολοφονίες και απόπειρες πολιτικών δολοφονιών στις ιστοριογραφικές πηγές του 11ου αι. (Μ.Ψελλός, Μ.Ατταλειάτης, Ι.Σκυλίτζης). Μελέτη Αφηγηματολογική, Αθήνα 2022.
  • Angold, Michael (2004). "The Byzantine Empire, 1025–1118". In Luscombe, David; Riley-Smith, Jonathan (eds.). The New Cambridge Medieval History, Volume 4, c.1024–c.1198, Part 2. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Cheynet, J.-C.; Vannier, J.-F. (2003). "Les Argyroi". Zbornik Radova Vizantološkog Instituta (in French). 40: 57–90.
  • Duggan, Anne J., ed. (2002) [1997]. Queens and Queenship in Medieval Europe. Rochester: The Boydell Press.
  • Finlay, George (1853). History of the Byzantine Empire: from 716 to 1057. Edinburgh.
  • Garland, Lynda (1999). Byzantine Empresses: Women and Power in Byzantium AD 527–1204. London, New York: Routledge.
  • Norwich, John (1991). Byzantium: the Apogee. London: Penguin.
  • Ostrogorsky, George (1957). History of the Byzantine State. Translated by Hussey, Joan. New Brunswick: Rutgers University Press.
  • Ostrogorsky, George (1969) [1957]. History of the Byzantine State. Translated by Hussey, Joan. New Brunswick: Rutgers University Press.
  • Patlagean, Évelyne (2007). Un Moyen Âge Grec: Byzance, IXe–XVe siècle (in French). Paris, France: Albin Michel.
  • Sewter, Edgar Robert Ashton, ed. (1966). The Chronographia of Michael Psellus. New Haven, Connecticut: Yale University Press.
  • Shepard, J. (2010). "Battle of Azaz". In Rogers, Clifford J. (ed.). The Oxford Encyclopedia of Medieval Warfare and Military Technology.
  • Stevenson, William B. (1968). Tanner, J.R.; Previte-Orton, C.W.; Brooke, Z.N. (eds.). The Cambridge Medieval History.
  • Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press.
  • Wortley, John, ed. (2010). John Skylitzes: A Synopsis of Byzantine History, 811–1057.
  • Zakkar, Suhayl (1971). The Emirate of Aleppo: 1004–1094. Aleppo: Dar al-Amanah.
  • Kazhdan, Alexander, ed. (1991), "Romanos III Argyros", Oxford Dictionary of Byzantium.
  • Thurn, Hans, ed. (1973). Ioannis Scylitzae Synopsis historiarum. Berlin-New York: De Gruyter.
  • Lauritzen, F. (2009). "The Miliaresion Poet: the dactylic inscription on a silver coin of Romanos III Argyros". Byzantion. 79: 231–240.
Προκάτοχος:
Κωνσταντίνος Η΄
Βυζαντινός Αυτοκράτορας Διάδοχος:
Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγόνας