Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εμίρης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η αυλή του Εμιράτου Ντουράνι στο Αφγανιστάν το 1839

Ο Εμίρης (أمير, Αμίρ στα αραβικά) σημαίνει ηγεμόνας, διοικητής, στρατηγός ή πρίγκιπας και γενικώς αποτελεί τίτλο υψηλού διοικητικού αξιώματος. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρέως στον ισλαμικό κόσμο και με διάφορες παραφθορές και αλλού. Ως εμίρηδες θεωρούνται γενικώς οι υψηλόβαθμοι σεΐχηδες, αλλά στα μοναρχικά κράτη ο όρος χρησιμοποιείται επίσης και για τους πρίγκιπες, με τον όρο εμιράτο να αποτελεί το αντίστοιχο του πριγκιπάτου[1].

Η θηλυκή μορφή είναι η εμίρα (أميرة ʾamīrah)

Ο Εμίρης του Κάνο Σανούσι Λαμίντο Σανουσί
Ο Φαρούκ της Αιγύπτου, εμίρης του Βασίλειο της Αιγύπτου και του Σουδάν, στην ενθρόνιση του ως βασιλιάς Φαρούκ Α΄

Η λέξη αμίρ, που σημαίνει κύριος, προέρχεται από την αραβική ρίζα α-μ-ρ, που σημαίνει "οδηγώ, είμαι επικεφαλής". Χρησιμοποιήθηκε αρχικά για αναφορά σε κυβερνήτες, συνήθως σε μικρότερα κράτη, ενώ στα σύγχρονα αραβικά είναι ισοδύναμη με την λέξη πρίγκιπας[2]. Ήταν ένας από τους τίτλους του μωαμεθανού προφήτη Μωάμεθ.

  1. The West: A Narrative History, Volume Two (2 έκδοση). CTI Reviews. 2016. σελ. 661. ISBN 9781478439394. Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2017. Emir ('commander' or 'general', also 'King'; also transliterated as amir, aamir or ameer) is a high title of nobility or office, used throughout the Muslim world. Emirs are usually considered high-ranking sheikhs, but in monarchical states the term is also used for princes, and princesses with 'Emirate' being analogous to principality in this sense. [νεκρός σύνδεσμος]
  2. Harper, Douglas. «amir (n.)». Online Etymology Dictionary. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2017. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Emirs στο Wikimedia Commons
  • Λεξιλογικός ορισμός του εμίρης στο Βικιλεξικό