Μετάβαση στο περιεχόμενο

Θεοδώριχος ο Μέγας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Θεοδώριχος ο Μέγας
Νόμισμα τού Θεοδώριχου που κρατά Νίκη, επιγρ.: REX THEODERICVS PIVS PRINCIS. Κόπηκε το 493-526 και φυλάσσεται στη Ρώμη, Παλάτσο Μάσιμο.
Περίοδος475 – 526
ΠροκάτοχοςΘεοδέμιρος
ΔιάδοχοςΑταλάριχος
Περίοδος511 - 526
Γέννηση12 Μαΐου 454
Παννονία
Θάνατος30 Αυγούστου 526 (72 ετών)
Ραβέννα, Ιταλία
Τόπος ταφήςΡαβέννα, Ιταλία
ΣύζυγοςΑυδοφλέδα
ΕπίγονοιΑμαλασούνθα
(νόθη) Θεοδεγόθα
(νόθη) Οστρογότθα
ΟίκοςΔυναστεία των Αμαλών
ΠατέραςΘεοδέμιρος
ΜητέραΕρελέουβα
ΘρησκείαΑρειανισμός
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )
Μπρούτζινο άγαλμα του Θεοδώριχου, στο μνημείο του Μαξιμιλιανού Α΄ στην Αυλική εκκλησία τού Ίνσμπρουκ, στην Αυστρία.

Ο Θεοδώριχος ο Μέγας (γοτθικά: Þiudareiks, «βασιλεύς/δύναμη του λαού» [α] , λατ.: Flavius Theodericus, 12 Μαΐου 45430 Αυγούστου 526), επίσης γνωστός ως Θεοδώριχος Αμαλός ή Θευδέριχος, ήταν βασιλεύς των Οστρογότθων (475-526) ως Θεοδώριχος (Α΄),[2], κυβερνήτης της Ιταλίας (493-526), βασιλιάς των Βησιγότθων (511-526) ως Θεοδώριχος Γ΄ και πατρίκιος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Θεοδώριχος υπήρξε το πρότυπο του θρυλικού ήρωα της γερμανικής παράδοσης και λογοτεχνίας Ντίτριχ φον Μπερν .[3]

Ο Θευδέριχος ο Μέγας γεννήθηκε κοντά στη Λίμνη του Νόιζιντλ της σημερινής Αυστρίας το 454, ένα χρόνο μετά την αποτίναξη της κατοχής των Οστρογότθων από τους Ούνους που διήρκεσε έναν αιώνα, και ήταν γιος του βασιλιά Θεοδέμιρου και της συζύγου του Ερελέουβας.[4] Ο Θευδέριχος στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη όταν ήταν ακόμα παιδί ως όμηρος, προκειμένου να πειστούν οι Οστρογότθοι να τιμήσουν τη συνθήκη ειρήνης του Θεοδέεμιρου με τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Λέοντα Α΄. Έζησε στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης για πολλά χρόνια και εξοικειώθηκε με τις διοικητικές και πολεμικές πρακτικές των Βυζαντινών, κάτι που τον βοήθησε σημαντικά όταν αργότερα ανέλαβε την ηγεσία του ανομοιογενούς, αλλά σχετικά εκρωμαϊσμένου, «βαρβαρικού λαού» του. Ο Λέων Α' και ο Ζήνων (βασίλευσαν μεταξύ 457-474 και 476-491 αντίστοιχα) τον κράτησαν υπό την προστασία τους και τον διόρισαν στρατηγό (483) και αργότερα ύπατο της Αυτοκρατορίας. Ο Θευδέριχος επέστρεψε για να ζήσει ανάμεσα στους ομοεθνείς του, όταν ήταν 31 χρονών και ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Γότθων το 488.

Το βασίλειο του Θευδέριχου.

Την εποχή εκείνη, οι Οστρογότθοι κατοικούσαν σε Βυζαντινό έδαφος ως σύμμαχοι της αυτοκρατορίας, αλλά παρέμεναν άτακτοι και ο Ζήνων δυσκολευόταν να διαχειριστεί τη σχέση του μαζί τους. Λίγο μετά την άνοδο τού Θεοδώριχου στο θρόνο, οι δύο ηγεμόνες προσπάθησαν να συμβιβάσουν την κατάσταση προς όφελος και των δύο λαών. Ενώ οι Οστρογότθοι χρειάζονταν ζωτικό χώρο, ο Ζήνων είχε προβλήματα με τον βασιλιά της Ιταλίας Οδόακρο, που είχε προηγουμένως καταλύσει τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αν και επισήμως αντιπρόσωπος της Αυτοκρατορίας (τού Βυζαντίου) στην Ιταλία, ο Οδόακρος απειλούσε διαρκώς τις Ρωμαϊκές (Βυζαντινές) κτήσεις και είχε ελάχιστο σεβασμό στα δικαιώματα των Ρωμαίων κατοίκων της Ιταλίας, παρά τις υποσχέσεις του. Ως αποτέλεσμα, με την ενθάρρυνση του Ζήνωνα, ο Θεοδώριχος εισέβαλε στο βασίλειο του Οδόακρου το 488 και κέρδισε απανωτές μάχες στο Σόντιο και τη Βερόνα το 489, και στον Άδδα το 490.[5][6] Στις 25 Φεβρουαρίου 493, ο επίσκοπος της Ραβέννας Ιωάννης, διαπραγματεύτηκε μία συμφωνία μεταξύ του Οδόακρου και του Θεοδώριχου, σύμφωνα με την οποία οι δύο άνδρες θα μοιραζόντουσαν τη διακυβέρνηση της Ιταλίας. Για να εορτάσουν το γεγονός, οι δυο πλευρές οργάνωσαν συμπόσιο, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Θεοδώριχος δολοφόνησε τον Οδόακρο με τα ίδια του τα χέρια.[7][8][9]

Όπως και ο προκάτοχός του, ο Θεοδώριχος ήταν φαινομενικά βασιλικός αντιπρόσωπος της Κωνσταντινούπολης. Στην πραγματικότητα, όμως, οι Ρωμαίοι (Βυζαντινοί) δεν είχαν κανέναν τρόπο να τον ελέγξουν και οι κάθε λογής διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών γίνονταν ως ίσος προς ίσο. Ο Θεοδώριχος, παρ'όλα αυτά, σεβάστηκε την επιθυμία τού Ζήνωνα και επέτρεψε στους Ρωμαίους πολίτες να συνεχίζουν να υπάγονται στο ρωμαϊκό δίκαιο, παρά το γεγονός ότι οι Γότθοι κάτοικοι του βορρά ζούσαν με τους δικούς τους νόμους. Επιπλέον, όταν το 519 ένας εξαγριωμένος όχλος κατέστρεψε τη συναγωγή της Ραβέννας, ο βασιλιάς απαίτησε να την ξανακτίσουν με δική τους χρηματική επιβάρυνση.

Το παλάτι του Θευδέριχου στη Ραβέννα. Μωσαϊκό στη βασιλική του Αγίου Απολλινάριου του Νέου.

Ο Θεοδώριχος επεδίωξε τη συμμαχία ή την υποταγή όλων των άλλων γερμανικών λαών της Δύσης. Συμμάχησε με τους Φράγκους μέσω του γάμου του με την Αυδοφλέδα, αδερφή τού Κλόβι Α΄, και πάντρεψε τις δικές του γυναίκες-συγγενείς με πρίγκιπες και βασιλείς των Βησιγότθων, των Βανδάλων και των Βουργουνδών. Προσπάθησε να σταματήσει τις επιδρομές των Βανδάλων, απειλώντας τον αδύναμο βασιλιά τους τον Θρασαμούνδο με πόλεμο και όταν τελικά τον πάντρεψε με την αδελφή του την Αμαλαφρίδα το 500, απέστειλε μαζί της φρουρά 5.000 στρατιωτών για να τον ελέγχει. Κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της εξουσίας του, ο Θευδέριχος υπήρξε de facto ηγέτης των Βησιγότθων, όντας συμβασιλέας του ανιψιού του -και μωρού ακόμα- Βησιγότθου διαδόχου Αμαλάριχου, καθώς ο Αλάριχος Β΄ είχε σκοτωθεί πρόωρα από τους Φράγκους τού Κλόβι Α΄ το 507. Αν και οι Φράγκοι κατάφεραν τελικά να τού αποσπάσουν τον έλεγχο της Ακουιτανίας, ο Θευδέριχος υπερασπίστηκε τα υπόλοιπα Βησιγοτθικά εδάφη με ευκολία.

Ο Θευδέριχος παρέμεινε πολιτικά και στρατιωτικά ενεργός μέχρι το τέλος του. Παρά το γεγονός ότι είχε παραχωρήσει την κόρη του Αμαλασούνθα στον Βησιγότθο Ευθάριχο, ο τελευταίος απεβίωσε το 522 ή το 523 και έτσι έπαψε να υπάρχει συνέχεια στη δυναστεία Οστρογότθων και Βησιγότθων, που είχε καθιερώσει ο Θευδέριχος. Το 552 ο καθολικός βασιλιάς των Βουργουνδών Σιγισμόνδος σκότωσε το γιό του Σιγέρικο, που ήταν και εγγονός τού Θευδέριχου. Ο Θευδέριχος αντέδρασε άμεσα εισβάλλοντας στην αντίπαλη επικράτεια και προσάρτησε το νότιο κομμάτι της το 523. Το υπόλοιπο συνέχισε να κυβερνάται από τον αδελφό τού Σιγισμούνδου, τον Αρειανό Γκοντομάρ Γ΄, ο οποίος βρισκόταν υπό την προστασία των Γότθων και ενάντια στους Φράγκους, που είχαν αιχμαλωτίσει τον Σιγισμόνδο. Το γεγονός αυτό σήμανε το απόγειο της βασιλείας τού Θευδέριχου (δες χάρτη), αλλά το 523 ή το 524, ο νέος καθολικός βασιλιάς των Βανδάλων Χιλδέριχος φυλάκισε την Αμαλαφρίδα και εξουδετέρωσε τη Γοτθική φρουρά τού Θευδέριχου. Ο Θευδέριχος ετοίμαζε την εκδίκησή του κατά των Βανδάλων όταν, τελικά, απεβίωσε το 526.

Οικογένεια και τέκνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θευδέριχος νυμφεύτηκε μόνο μία φορά, αλλά απέκτησε απογόνους και από μία παλλακίδα που διέθετε στη Μοισία (άγνωστο το όνομά της). Με την τελευταία έκανε δύο κόρες:

  • (νόθη) Θεοδεγόθα (γενν. π. 473), το 494 παντρεύτηκε τον Αλάριχο Β΄ βάσει των σχεδίων τού πατέρα της για συμφιλίωση με τους Βησιγότθους.[10][11][12]
  • (νόθη) Οστρογότθα ή Αρεβαγνή (γενν. π. 475), παντρεύτηκε τον Σιγισμούνδο ηγεμόνα των Βουργουνδών (494 ή 496), ώστε ο πατέρας της να εξασφαλίσει ειρήνη με τους Βουργουνδούς.[13]

Τη μοναδική σύζυγός του, την Αυδοφλέδα των Μεροβιγγείων, αδελφή του Κλόβη Α΄ των Φράγκων, τη νυμφεύτηκε το 493 και μαζί της απέκτησε μία ακόμη κόρη:[14]

  • Αμαλασούνθα, μετέπειτα βασίλισσα των Γότθων. Η Αμαλασούνθα παντρεύτηκε τον Ευθάριχο και είχε δύο παιδιά:[15][16]
    • Αθαλάριχος 516-534, βασιλιάς των Οστρογότθων στην Ιταλία.
    • Ματασούνθα, παντρεύτηκε πρώτα τον Ουίτιγι, και έπειτα -μετά το τέλος τού Ουίτιγι- τον Γερμανό, εξάδελφο του Ιουστινιανού Α΄). Η Ματασούνθα και ο Γερμανός είχαν ένα γιο, που ονομαζόταν επίσης:
      • Γερμανός, που γεννήθηκε μετά το τέλος τού πατέρα του το 550. Τίποτε δεν είναι γνωστό για τη ζωή του, αν και διάφοροι ερευνητές τον έχουν συνδέσει με διάφορους συνονόματους αυτού, που εμφανίζονται στον αυτοκρατορικό περίγυρο προς το τέλος του 6ου αι.

Μετά το τέλος του στη Ραβέννα, τον Θεοδώριχο διαδέχθηκε ο εγγονός του Αθαλάριχος.[17] Λόγω της ανηλικιότητάς του, ο Αθαλάριχος εκπροσωπήθηκε αρχικά από τη μητέρα του Αμαλασούνθα, που έγινε αντιβασίλισσα από το 526 ως το 534. Το βασίλειο των Οστρογότθων βρισκόταν πάντως σε παρακμή και καταλήφθηκε σύντομα από τον Ιουστινιανό Α΄. Οι Ρωμαϊκές επιδρομές κατά των Γότθων ξεκίνησαν με την εξέγερση του 535 και κατέληξαν με τη νικηφόρα μάχη του όρους Λακτάριους.

Το μαυσωλείο του Θευδέριχου στη Ραβέννα

Το 520 μάγιστρος των οφφικίων (πρωθυπουργός) του Θευδέριχου έγινε ο φιλόσοφος Βοήθιος, ένας άνθρωπος των επιστημών και μεγάλος Ελληνιστής που είχε αφοσιωθεί στη μετάφραση όλων των έργων του Αριστοτέλη στα λατινικά, παράλληλα με την αξιοποίηση των έργων του Πλάτωνα. Ο Βοήθιος έχασε την εύνοια του βασιλιά πιθανώς διότι θεωρήθηκε ύποπτος λόγω της συμπάθειάς του για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστίνο (ο Θευδέριχος,όπως και οι περισσότεροι Γερμανοί, ήταν Αρειανός και ελάχιστα συμπαθής στους ως επί το πλείστων Χαλκηδόνιους χριστιανούς Ρωμαίους) και τελικά εκτελέστηκε κατ’ εντολή του Θευδέριχου το 525.

Το Βοήθιο είχε διαδεχθεί, στο ενδιάμεσο, ο ιστορικός Κασσιόδωρος το 523. Ενώ άλλες διάσημες μορφές της εποχής του ακολούθησαν την τύχη του Βοήθιου, ο ιστορικός, χάρη στην ευελιξία του, έγινε φίλος και έμπιστος του βασιλιά. Επί των ημερών του Κασσιόδωρου, το ενυπάρχον χάσμα μεταξύ των παλαιών Ρωμαίων συγκλητικών που ήταν συγκεντρωμένοι στη Ρώμη και των Γερμανών στη βόρεια Ιταλία διογκώθηκε.

Μολονότι ο Θευδέριχος ξεκίνησε τη βασιλεία του δείχνοντας ανεκτικότητα απέναντι στις διάφορες θρησκείες της εποχής του, προς το τέλος του φαίνεται πως ετοίμαζε διώξεις ενάντια στους Χαλκηδόνιους της Ιταλίας ως απάντηση στις διώξεις των Αρειανών της Ανατολής.[18] Η διαμάχη μεταξύ του Θευδέριχου και του Ιουστίνου για το ζήτημα των Αρειανών προκάλεσε σημαντικές τριβές με το Βυζάντιο αλλά οι προσωπικές ικανότητές του απέτρεψαν τη στρατιωτική παρέμβαση της ανατολικής αυτοκρατορίας. Όταν ο Θευδέριχος πέθανε, οι αναστολές των Βυζαντινών εξέλειψαν ταχύτατα.

  1. Για το πρώτο στοιχείο, σύγκρ. το αγγλοσαξονικό þeod (αργότερα thede), το ισλανδικό þjóð, το ιρλανδικό túath, το οσκικό touto and το σαβινικό touta, όλα με τη σημασία «λαός», όπως και το γερμανικό deut[i]sch («του λαού", δηλ. «του γερμανικού λαού», εν αντιθέσει προς τον λατινικό).[1] Για το δεύτερο στοιχείο, σύγκρ. το αγγλικό rich («πλούσιος»), το γερμανικό Reich («αυτοκρατορία»), το λατινικό rex και σανσκριτικό raj («βασιλιάς»). Για τη σημασία του ονόματος, σύγκρ. τα ελλην. Δημοκράτης, Λαοκράτης, Αναξαγόρας κλπ. Από το γοτθικό Þiudareiks προέρχονται μεταξύ άλλων το γερμανικό Dietrich (Dieter), το αγγλικό Derek και το ολλανδικό Dirk.
  1. Langer 1968, σ. 159
  2. Bernard Grun, The Timetables of History: A Horizontal Linkage of People and Events, σελ. 30-31, Νέα Υόρκη: Simon & Schuster (1991) ISBN 0-671-74271-X
  3. Frassetto 2003, σ. 335
  4. Wiemer 2023, σ. 83
  5. Heather 2013, σ. 50
  6. Heather 2013, σσ. 50–51
  7. Heather 2013, σ. 51
  8. Norwich 1988, σ. 179
  9. Halsall 2007, σ. 287
  10. Dailey 2015, σ. 88
  11. Burns 1991, σ. 97
  12. Amory 1997, σ. 269
  13. Burns 1991, σ. 98
  14. Hartmann 2009, σ. 27
  15. Wolfram 1997, σσ. 225–227
  16. Hartmann 2009, σσ. 25–26, 34–36
  17. Wolfram 1997, σ. 225
  18. O'Donnell 1979, ch. 1.
  • Peter Heather, 1996, "The Goths" (Blackwell, Oxford) (Αγγλικά)
  • O'Donnell, James J. 1979, Cassiodorus. (University of California Press) [1] (Αγγλικά)
  • Encyclopaedia Britannica 1911: "Dietrich of Bern"(Αγγλικά)
  • Rolf Badenhausen, "Merovingians by the Svava?": discussion based on the Skokloster Svava, Stockholm catalogued as Skokloster-Codex-I/115&116 quarto, E 9013. (Αγγλικά)
  • John Moorhead, 1992. Theoderic in Italy (Oxford: Oxford University Press) ISBN 0-19-814781-3. (Αγγλικά)
  • Theodoric the Great at MiddleAges.net (Αγγλικά)
  • Theodoric the Goth, 1897, by Thomas Hodgkin, from Project Gutenberg (Αγγλικά)
  • Theodoric the Great at the Catholic Encyclopedia (Αγγλικά)
  • Amory, Patrick (1997). People and Identity in Ostrogothic Italy, 489–554. Cambridge; New York: Cambridge University Press.
  • Arnold, Jonathan J. (2014). Theoderic and the Roman Imperial Restoration. Cambridge; New York: Cambridge University Press.
  • Boethius (2000). The Consolation of Philosophy. Translated by P. G. Walsh. Oxford and New York: Oxford University Press.
  • Brown, Peter (1989). The World of Late Antiquity: AD 150–750. New York and London: W.W. Norton and Co.
  • Brown, Thomas S. (2007). "The Role of Arianism in Ostrogothic Italy: The Evidence from Ravenna". In J. B. Barnish; Sam J. Barnish; Federico Marazzi (eds.). The Ostrogoths from the Migration Period to the Sixth Century: An Ethnographic Perspective. Woodridge; Suffolk; Rochester, NY: Boydell Press.
  • Burns, Thomas (1991). A History of the Ostrogoths. Bloomington; Indianapolis: Indiana University Press.
  • Collins, Roger (2004). Visigothic Spain, 409–711. Malden, MA: Blackwell Publishing.
  • Dailey, E. T. (2015). Queens, Consorts, Concubines: Gregory of Tours and Women of the Merovingian Elite. Leiden; Boston: Brill.
  • Delbrück, Hans (1990). The Barbarian Invasions. History of the Art of War. Vol. II. Lincoln and London: University of Nebraska Press.
  • Elton, Hugh (2018). The Roman Empire in Late Antiquity: A Political and Military History. Cambridge and New York: Cambridge University Press.
  • Fletcher, Richard (1997). The Barbarian Conversion: From Paganism to Christianity. New York: Henry Holt.
  • Frassetto, Michael (2003). Encyclopedia of Barbarian Europe: Society in Transformation. Santa Barbara, CA: ABC-CLIO.
  • Fried, Johannes (2015). The Middle Ages. Cambridge and London: The Belknap Press of Harvard University Press.
  • Geary, Patrick J. (1999). "Barbarians and Ethnicity". In G.W. Bowersock; Peter Brown; Oleg Grabar (eds.). Late Antiquity: A Guide to the Postclassical World. Cambridge, MA: The Belknap Press of Harvard University Press.
  • Halsall, Guy (2007). Barbarian Migrations and the Roman West, 376–568. Cambridge and New York: Cambridge University Press.
  • Hartmann, Martina (2009). Die Königen im frühen Mittelalter (in German). Stuttgart: Verlag W. Kohlhammer.
  • Haymes, Edward R.; Samples, Susan T. (1996). Heroic legends of the North: an introduction to the Nibelung and Dietrich cycles. New York: Garland.
  • Heather, Peter (2013). The Restoration of Rome: Barbarian Popes & Imperial Pretenders. Oxford: Oxford University Press.
  • Heinzle, Joachim (1999). Einführung in die mittelhochdeutsche Dietrichepik. Berlin, New York: De Gruyter.
  • Heydemann, Gerda (2016). "The Ostrogothic Kingdom: Ideologies and Transitions". In Jonathan J. Arnold; M. Shane Bjornlie; Kristina Sessa (eds.). A Companion to Ostrogothic Italy. Leiden and Boston: Brill.
  • Hodgkin, Thomas (1896). Italy and Her Invaders. London: Oxford University Press.
  • James, Edward (2014). Europe's Barbarians, AD 200–600. London and New York: Routledge.
  • Johnson, Mark J. (1988). "Toward a History of Theoderic's Building Program". Dumbarton Oaks Papers. 42: 73–96.
  • Kim, Hyun Jin (2013). The Huns, Rome and the Birth of Europe. Cambridge University Press.
  • Koenigsberger, H.G. (1987). Medieval Europe, 400–1500. Essex: Longman.
  • Kulikowski, Michael (2019). The Tragedy of Empire: From Constantine to the Destruction of Roman Italy. Cambridge, MA: The Belknap Press of Harvard University Press.
  • Langer, William L. (1968). "Italy, 489–554". An Encyclopedia of World History. George G. Harrap and Co.
  • Lienert, Elisabeth, ed. (2008). Dietrich-Testimonien des 6. bis 16. Jahrhunderts. Texte und Studien zur mittelhochdeutschen Heldenepik (in German). Vol. 4. Berlin: de Gruyter.
  • Mango, Cyril (2002). "Introduction". In Cyril Mango (ed.). The Oxford History of Byzantium. New York: Oxford University Press.
  • Näsman, Ulf (2008). "Från Attila till Karl den Store". In M. Olausson (ed.). Hem till Jarlabanke: Jord, makt och evigt liv i östra Mälardalen under järnåder och medeltid [Home to Jarlabanke: Land, power and eternal life in eastern Mälardalen during the Iron Age and the Middle Ages] (in Swedish). Lund: Historiska media.
  • Norwich, John Julius (1988). Byzantium: The Early Centuries. London: Guild Publishing.
  • O'Donnell, James (1995). "Cassiodorus". Georgetown University online text. Berkeley, CA: University of California Press.
  • Owen, Francis (1990). The Germanic People: Their Origin, Expansion & Culture. New York: Dorset Press.
  • Ring, Trudy; Salkin, Robert M.; La Boda, Sharon (1996). International Dictionary of Historic Places: Southern Europe. Taylor & Francis.
  • Rosenwein, Barbara H. (2009). A Short History of the Middle Ages. Toronto: University of Toronto Press.
  • Silber, Manfred (1970). The Gallic Royalty of the Merovingians in Its Relationship to the Orbis Terrarum Romanum During the 5th and the 6th Centuries A.D. Zürich: Peter Lang.
  • Steffens, Franz (1903). Lateinische Paläographie: Hundert Tafeln in Lichtdruck, mit gegenüberstehender Transscription, nebst Erläuterungen und einer systematischen Darstellung der Entwicklung der lateinischen Schrift. Freiburg: Universitäts-Buchhandlung.
  • Stenroth, Ingmar (2015). Goternas Historia (in Swedish). Göteborg: Citytidningen CT.
  • Tung, Anthony M. (2001). Preserving the World’s Great Cities: The Destruction and Renewal of the Historic Metropolis. New York: Clarkson Potter.
  • Vasiliev, A. A. (1950). Justin the First. Cambridge, MA: Harvard University Press.
  • Wiemer, Hans-Ulrich (2023). Theoderic the Great: King of Goths, Ruler of Romans. Translated by Noël Dillon. New Haven and London: Yale University Press.
  • Wolfram, Herwig (1988). History of the Goths. Berkeley and Los Angeles: University of California Press.
  • Wolfram, Herwig (1997). The Roman Empire and its Germanic Peoples. Berkeley and Los Angeles: University of California Press.
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Θεοδέμιρος
Βασιλιάς των Οστρογότθων
474 - 526
Διάδοχος
Αταλάριχος