Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ανί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Αρχαιολογικός χώρος του Ανί
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.

Ο αρχαιολογικός χώρος Ανί όπως φαίνεται από την πλευρά της Αρμενίας
Χάρτης
Χώρα μέλος Τουρκία
ΤύποςΠολιτιστικό
Κριτήριαii, iii, iv
Ταυτότητα1518
ΣυντεταγμένεςΣυντεταγμένες: 40°30′27″N 43°34′22″E / 40.5075°N 43.572778°E / 40.5075; 43.572778
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή2016 (40ή συνεδρίαση)

Το Ανί (μεσαίωνικά ελληνικά: Άνιον[1], αρμένικα: Անի, τουρκικά: Ani, λατινικά: Abnicum[2]), γνωστό και ως Ανίον, είναι μια ερειπωμένη μεσαιωνική πόλη η οποία βρίσκεται στην επαρχία του Καρς της Τουρκίας στα σύνορα με την Αρμενία. Η πόλη είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.464 μέτρων και στο παρελθόν ήταν η πρωτεύουσα του μεσαιωνικού βασιλείου της Αρμενίας, το οποίο επεκτεινόταν στην περιοχή της σημερινής Αρμενίας και της ανατολικής Τουρκίας.

Το Ανί είναι χτισμένο σε μια τριγωνική γεωγραφική περιοχή με φυσική οχύρωση ανατολικά από το φαράγγι του ποταμού Ακχουριάν και δυτικά από την κοιλάδα Μποστανιάρ/Τζαγκοτζαντβόρ. Ο ποταμός Ακχουριάν ο οποίος είναι παρακλάδι του ποταμού Αράξ, οριοθετεί τα σημερινά σύνορα μεταξύ της Τουρκίας και της Αρμενίας. Το Ανί αποκαλείται «η πόλη με τις 1001 εκκλησίες» και στο παρελθόν ήταν σταυροδρόμι εμπορικών δρόμων. Τα θρησκευτικά μνημεία, τα παλάτια και οι οχυρώσεις θεωρούνται από τα καλύτερες κατασκευές από τεχνική και αισθητική πλευρά στον κόσμο.[3][4] Στην ακμή της, η πόλη είχε πληθυσμό 100.000–200.000 κατοίκους και ανταγωνιζόταν την Κωνσταντινούπολη, τη Βαγδάτη και το Κάιρο.[5] Παρόλα τα μεγαλεία, η πόλη εγκαταλείφθηκε και ξεχάστηκε για αιώνες.[2][6]

Ετυμολογία ονόματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Αρμένιοι χρονογράφοι Γιεγκίσε και Γκαζάρ Παρπετσί αναφέρουν για πρώτη φορά το Ανί το 5ο μ.Χ. αιώνα Περιέγραψαν το Ανί ως ένα ισχυρό φρούριο χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου το οποίο είχε η Αρμένικη δυναστεία των Καμσαρακάνων (Kamsarakan). Η πόλη είχε πάρει το όνομα του φρουρίου και ήταν παγανιστικό κέντρο του Ανί-Καμάκχ το οποίο βρισκόταν στην περιοχή του Νταρανάγκι στη βόρεια Αρμενία. Το Ανί ήταν προηγουμένο γνωστό ως Κχνάμκ (Խնամք) αν και οι ιστορικοί δεν είναι βέβαιοι γιατί είχε την ονομασία αυτή. Ο Γερμανός φιλόλογος και γλωσσολόγος Γιόχαν Χέϊνριχ Χούμπσχαμαν, ο οποίος μελετούσε την Αρμένικη γλώσσα, υποστήριξε ότι η λέξη ίσως προέρχεται από την αρμένικη λέξη "κχναμέλ" (խնամել), ένα απαρέμφατο το οποίο σημαίνει «να φροντίζω».[5]

Πρωτεύουσα του βασιλείου των Βαγρατιδών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Αρμενία κατά τον μεσαίωνα – χάρτης της δυναστείας Βαγρατιδών το έτος 1000 μ.Χ.

Στις αρχές του 9ου αιώνα τα πρώην εδάφη των Καμσαρακάνων στην περιοχή Αρσαρουνίκ (Arsharunik) και Σιράκ (Shirak) (οι οποίες συμπεριλάμβαναν το Ανί) ενώθηκαν με τα εδάφη της Αρμένικης Δυναστείας των Βαγρατιδών.[7] Ο αρχηγός της δυναστείας, ο Ασότ Μσάτερ (Ασότ ο κρεατοφάγος) (806–827) πήρε το τίτλο του πρίγκιπα (ισκχάν) της Αρμενίας από χαλιφάτο το 804.[8] Οι Βαγρατίδοι είχαν την πρώτη πρωτεύουσά τους στο Μπαραγκάν, 40 χιλιόμετρα νότια του Ανί, πριν αυτή μεταφερθεί στο Σιρακαβάν (Shirakavan), 25 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Ανί. Το 929 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Καρς. Το 961 ο βασιλιάς Ασχότ Γ΄ (953–977) μετέφερε την πρωτεύουσα από το Καρς στο Ανί. Το Ανί αναπτύχθηκε με γοργούς ρυθμούς κατά τη διάρκεια της βασιλεία του Σμπάτ Β΄ (977–989). Το 992 το Αρμένικο Καθολικάτο μετέφερε την έδρα στο Ανί. Κατά τον 10ο αιώνα ο πληθυσμός της πόλης εκτιμάται σε 50.000–100.000.[9] Στις αρχές του 11ου αιώνα ο πληθυσμός ξεπέρασε τις 100.000 και η πόλη απέκτησε τη φήμη «της πόλης με τις σαράντα πύλες» και «της πόλης με τις χίλιες και μία εκκλησίες».

Το Ανί έφτασε την ακμή κατά τη μακρά βασιλεία του βασιλιά Γκαγκίκ Α΄ (989–1020). Μετά τον θάνατό του οι δύο υιοί του ήρθαν σε διαμάχη για τη διαδοχή. Ο πρωτότοκος γιος ο Χοβχάνες Σμπατ (1020–1041) απέκτησε τον έλεγχο του Ανί και ο νεότερος αδελφός του Ασχότ IV (1020–1040) απέκτησε τον έλεγχο άλλων εδαφών της δυναστείας των Βαγρατιδών. Ο Χοβχάνες Σμπατ, φοβούμενος ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία θα επιτεθεί στο αδύναμο βασίλειο έκανε τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Βασίλειο κληρονόμο του. Τον Ιανουάριο του 1022 ο Πατριάρχης Πέτρος παράδωσε στον Βασίλειο Β', ο οποίος ξεχειμώνιαζε με τον στρατό του στην Τραπεζούντα, ένα έγγραφο από τον Χοβχάνες Σμπατ με το οποίο θα έπαιρνε ενέχυρο το βασίλειο σε περίπτωση που αυτός θα πέθαινε.[10] Όταν ο Χοβχάνες Σμπατ πέθανε το 1041, ο διάδοχος του Βασίλειου Β' ισχυρίστηκε κυριαρχία στο Ανί. Ο νέος βασιλιάς του Ανί Γααγκίκ Β΄ (1042–1045) ήταν αντίθετος σε αυτή την κυριαρχία και πολλές βυζαντινές επιδρομές οι οποίες ακολούθησαν απωθήθηκαν με επιτυχία. Το 1045 μετά την αιχμαλώτιση του βασιλιά Ασχότ της δυναστείας Βαγρατιδών και την υποκίνηση φιλοβυζαντινών ανάμεσα στον πληθυσμό του Ανί η πόλη παραδόθηκε στον βυζαντινό έλεγχο.[5]

Πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ανί δεν βρισκόταν πάνω σε κάποια σημαντική εμπορική γραμμή αλλά λόγω του μεγέθους, τη δύναμη και τον πλούτο έγινε σημαντικό εμπορικό κέντρο μεταξύ Βυζαντινών, Περσών, Αράβων αλλά και των μικρότερων λαών της νότιας Ρωσίας και της Κεντρικής Ασίας.[5] Ο δρόμος του μεταξιού με τον οποίο γινόταν εμπόριο μεταξύ της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και της Κίνας περνούσε από το Ανί.[4]

Λεηλασία και ερήμωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1064 μια μεγάλη στρατιά Σελτζούκων Τούρκων καθοδηγούμενη από τον Σουλτάνο Αλπ Αρσλάν μαζί με Καυκασιανούς Γεωργιανούς υπό την καθοδήγηση του Βασιλιά Βαγκράτ επιτέθηκε στο Ανί. Μετά από πολιορκία 25 ημερών έγινε κατάληψη της πόλης και ο πληθυσμός σφαγιάστηκε. Ένας απολογισμός των λεηλασιών και των σφαγών περιγράφεται από τον Άραβα ιστορικό Σιβτ ιμπν αλ-Γκάβζι ο οποίος παρουσιάζει τις περιγραφές ενός αυτόπτη μάρτυρα:

Ο στρατός εισέβαλε στην πόλη, σφαγίασε τους κατοίκους, λεηλάτησε και έκαψε, αφήνοντας ερείπια και αιχμαλωτίζοντας όλους όσους είχαν παραμείνει ζωντανοί... Τα νεκρά σώματα ήταν τόσα πολλά που οι δρόμοι είχαν μπλοκάρει και κανείς δεν μπορούσε να πάει πουθενά χωρίς να πατάει πάνω σε αυτά. Ο αριθμός των αιχμαλώτων δεν ήταν μικρότερος από 50.000. Είμαι αποφασισμένος να μπω στην πόλη και να δω την καταστροφή με τα ίδια μου τα μάτια. Προσπάθησα να βρω ένα δρόμο στο οποίο μπορώ να περπατήσω χωρίς να πατάω σε πτώματα αλλά ήταν αδύνατον.[11]

Το 1072 οι Σελτζούκοι πούλησαν το Ανί στους Σανταντίντ (Shaddadid), μια μουσουλμανική Κούρδικη δυναστεία η οποία προερχόταν από την Γκαντζά. Οι Σανταντίντ επιδίωξαν γενικά μια συμφιλιωτική πολιτική έναντι των Αρμενίων και του χριστιανικού πληθυσμού και έγιναν αρκετοί γάμοι με μέλη της Βαγραδίτικης αριστοκρατίας. Κάθε φορά που η κυβέρνηση των Σανταντίντ γινόταν αδιάλλακτη ο πληθυσμός της πόλης έκανε έκκληση για βοήθεια από το χριστιανικό βασίλειο της Γεωργίας. Οι Γεωργιανοί κατέλαβαν το Ανί το 1124, 1161 και το 1174 αλλά κάθε φορά η πόλη επέστρεφε στους Σανταντίντ.

Το 1199 οι δυνάμεις της Γεωργιανής βασίλισσας Ταμάρ κατέλαβαν το Ανί και εκτόπισαν τους Σανταντίτ και η διακυβέρνηση της πόλης δόθηκε στους Αρμένιους στρατηγούς Ζακάρε και Ιβάνε Ζακαρίντ.[12] Στο Ανί η νέα δυναστεία είναι γενικά γνωστή ως η δυναστεία των Ζακαριδών (από το όνομα του ιδρυτή Ζακάρε). Η δυναστεία αυτή θεωρούσε ότι είναι οι διάδοχος της δυναστείας των Βαγρατιδών. Στο Ανί ακολούθησε ευημερία, η οχύρωση της πόλης ενισχύθηκε και αρκετές νέες εκκλησίες χτίστηκαν. Διάδοχος του Ζακαρίντ έγινε ο γιος του Σαχανσχάχ.

Οι Μογγόλοι χωρίς επιτυχία πολιόρκησαν το Ανί 1226. Το 1236 κατάφεραν να καταλάβουν και λεηλάτησαν την πόλη, σφάζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η πόλη έπεσε τη στιγμή που απουσίαζε ο Σαχανσχάν. Όταν επέστρεψε στην πόλη η δυναστεία των Ζακαρίδων συνέχισε να κυβερνά το Ανί, ως υποτελείς των Μογγόλων και όχι των Γεωργιανών. Το Ανί ξεκίνησε σταδιακά να παρακμάζει μέχρι την ολοκληρωτική παρακμή κατά την περίοδο των Μογγόλων. Κατά το 14ο αιώνα η πόλη κυβερνήθηκε με τη διαδοχή των τοπικών Τουρκικών δυναστειών συμπεριλαμβανομένων των Γιαλαϊρίδων (Jalayrids) και των Καρά Κογιουνλού (Τουρκμένικο φύλο Μαύρο Πρόβατο) οι οποίο έκαναν το Ανί πρωτεύουσα. Ο Ταμερλάνος κατέκτησε το Ανί τη δεκαετία του 1380. Μετά τον θάνατό του οι Καρά Κογιουνλού πήραν πάλη την κυριαρχία της πόλης και μετέφεραν την πρωτεύουσά του στο Γερεβάν. Το 1441 το Αρμένικο Καθολικάτο μετέφερε επίσης την έδρα στο Γερεβάν. Η δυναστεία των Πέρσων Σαφαβιδών στη συνέχεια κυβέρνησαν το Ανί μέχρι που έγινε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1579. Μια μικρή πόλη συνέχισε να διατηρείται εντός των τειχών τουλάχιστον μέχρι το μέσο του 17ου αιώνα, αλλά ο χώρος εντελώς εγκαταλείφθηκε στα μέσα στου 18ου αιώνα. Η μείωση του πληθυσμού έγινε παράλληλα με τη γενικότερη μείωση της αγροτικής ενδοχώρας ως αποτέλεσμα της πολιτικής αναταραχής στην περιοχή μεταξύ των συνόρων των Οθωμανικών-Ιρανικών πολέμων και του κατακερματισμού του κεντρικού ελέγχου των αυτοκρατοριών.

Φωτογραφία του Νικολάϊ Μαρ από τις ανασκαφές του Ανί το 1905 - στα ερείπια του Αγίου Γρηγορίου (Βασιλιά Γκαγκίκ).

Το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, Ευρωπαίοι ταξιδιώτες ανακάλυψαν το Ανί και έγινε γνωστό στη δύση, δημοσιεύοντας περιγραφές σε επιστημονικά και ταξιδιωτικά περιοδικά. Το 1878 η περιοχή του Καρς, συμπεριλαμβανομένου και του Ανί, ενώθηκε με τα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Το 1892 οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές έγιναν στο Ανί, χρηματοδοτούμενες από την Ακαδημία των Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης και καθοδηγούμενες από τον Ρώσο αρχαιολόγο Νικολάϊ Μαρ (1864-1934). Οι ανασκαφές του Μαρ στο Ανί ξανάρχισαν το 1904 και συνέχισαν κάθε χρόνο μέχρι το 1917. Σε μεγάλο μέρος της πόλης έγιναν ανασκαφές, μεγάλος αριθμός κτηρίων βγήκε στην επιφάνεια και έγιναν μετρήσεις οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν σε μελέτες και δημοσιεύσεις σε ακαδημαϊκά περιοδικά, οδηγοί για τα μνημεία γράφτηκαν.[13] Έγιναν επιδιορθώσεις σε κτήρια τα οποία είχαν μεγάλο κίνδυνο να κατολισθήσουν. Ένα μουσείο δημιουργήθηκε για να στεγάσει τα δεκάδες χιλιάδες ευρήματα των ανασκαφών. Το μουσείο στεγάστηκε σε δύο κτήρια, στο Τέμενος Μινουτσίχρ (Minuchihr) και σε ένα ειδικά κτισμένο πέτρινο κτήριο για το σκοπό αυτό.[14]

Χαρακτικό σχέδιο του Ανί (1885).

Το 1918, κατά τη διάρκεια των τελευταίων σταδίων του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ο στρατός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πολέμαγε στην περιοχή κατά του νεοσύστατου κράτους της Αρμενίας, καταλαμβάνοντας το Καρς τον Απρίλιο του 1918. Στο Ανί έγιναν προσπάθειες να μεταφερθούν τα εκθέματα του μουσείου καθώς οι Τούρκοι στρατιώτες πλησίαζαν την περιοχή. Περίπου 6.000 αντικείμενα (αντικείμενα που ήταν εύκολο να μεταφερθούν) αφαιρέθηκαν από τον Αρμένιο αρχαιολόγο Ασχκχαρμπέκ Καλαντάρ (ο οποίος στο παρελθόν συμμετείχε στις ανασκαφές του Νικολάϊ Μαρ). Κατόπιν εντολής του Ιωσήφ Ορμπέλι (Αρμένιος Οριενταλιστής) τα εκθέματα σήμερα είναι μέρος της συλλογής του Κρατικού Μουσείου Αρμένικης Ιστορίας στο Γερεβάν.[15] Ό,τι έκθεμα έμεινε στο Ανί αργότερα είτε λεηλατήθηκε είτε καταστράφηκε.[16] Για μικρό διάστημα κατά τα τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το Ανί δόθηκε στην Αρμενία. Το 1920 με επίθεση των Τούρκων κατά της Αρμενίας το Ανί επανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους. Το 1921 με την υπογραφή της Συνθήκης του Καρς επισημοποιήθηκε η ένταξη του εδάφους που περιέχει το Ανί στην Τουρκία.

Τον Μάιο 1921 η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας εξέδωσε εντολή στον διοικητή του Ανατολικού Μετώπου Καζίμ Καραμπεκίρ «τα μνημεία του Ανί να σβηστούν από το πρόσωπο της γης».[17] Ο Καραμπεκίρ σημειώνει στα απομνημονεύματά του ότι αυτός απάντησε περιφρονητικά στην εντολή αυτή,[18] αλλά η εξαφάνιση των ιχνών από τις ανασκαφές και τις επισκευές των κτιρίων από τον Νικολάϊ Μαρ υποδηλώνει ότι η εντολή εν μέρει είχε πραγματοποιηθεί.[19]

Σημερινή κατάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με με άρθρο στο περιοδικό "The Economist" το Ανί ακόμη και ως ερείπιο διεκδικήθηκε γεωπολιτικά από την Τουρκία και την Αρμενία. Το 1921 όταν το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στην Τουρκία οι Αρμένιοι δυσαρεστήθηκαν και από τότε κατηγόρησαν τους Τούρκους για παραμέληση του αρχαιολογικού χώρου και μίλησαν για πνεύμα σοβινισμού. Οι Τούρκοι ανταπαντούν ότι οι εκρήξεις από το λατομείο των Αρμενίων δίπλα στο Ανί (από την πλευρά των συνόρων της Αρμενίας) δημιουργούν δονήσεις στον αρχαιολογικό χώρο.[4] Σύμφωνα με την ιστοσελίδα "Virtual Ani" το Ανί σήμερα είναι μια πόλη φάντασμα, ακατοίκητη για πάνω από τρεις αιώνες και βρίσκεται μέσα σε στρατιωτική ζώνη στα σύνορα με την Αρμενία. Η παραμέληση, οι σεισμοί, οι βανδαλισμοί, τα λατομεία, οι ερασιτεχνικές αναστηλώσεις και ανασκαφές αλλά και οι πολιτικές «πολιτισμικών εκκαθαρισμών» τα τελευταία χρόνια έχουν συμβάλει στην περαιτέρω καταστροφή των μνημείων.[3] Σύμφωνα με τον οργανισμό «Ίδρυμα Λάντμαρκς» (Landmarks Foundation) ο χώρος του Ανί θα πρέπει να προστατευτεί ανεξάρτητα σε ποιανού τη δικαιοδοσία εμπίπτει. Οι Σεισμοί του 1319, 1832 και 1988 όπως και η παραμέληση έχει καταστροφική συνέπεια για την αρχιτεκτονική της πόλης. Η πόλη του Ανί είναι ιερός τόπος ο οποίος χρειάζεται συνεχή προστασία.[6]

Πανοραμική εικόνα του βόρειου οχυρώματος στο Ανί - Απρίλιος 2011.

Μέχρι το 2004 υπήρχαν περιορισμοί στους επισκέπτες που ήθελαν να επισκεφτούν το Ανί γιατί η περιοχή ήταν κάτω από στρατιωτικό έλεγχο και χρειαζόταν ειδική άδεια.[20] Σήμερα παρόλο που η περιοχή του Ανί βρίσκεται κάτω από στρατιωτικό έλεγχο δεν υπάρχουν περιορισμοί στην επίσκεψη και ο οδηγός της Lonely Planet εκδόσεων Μαρτίου 2011 προτείνει την επίσκεψη στο Ανί ανάμεσα στα 18 καλύτερα μέρη της Τουρκίας.[21] Οι Τουρκικές αρχές έχουν δηλώσει ότι καταβάλουν κάθε προσπάθεια για να διατηρηθεί και να αναπτυχθεί ο χώρος.[4] Τον Οκτώβριο 2010 μια έκθεση της «Global Heritage Fund» συμπεριέλαβε και το Ανί στη λίστα με τα μνημεία από όλο τον κόσμο όπου κινδυνεύουν από ανεπανόρθωτη απώλεια και καταστροφή επικαλούμενη ως αίτια την ανεπαρκή διαχείριση και λεηλασία.[22][23]

Όλες οι κατασκευές στο Ανί είχαν κατασκευαστεί με τοπικό ηφαιστειογενές πέτρωμα βασάλτη το οποίο εύκολο λαξεύεται και υπάρχει σε ποικιλία χρωμάτων, από κρεμώδες κίτρινο έως τριανταφυλλί-κόκκινο και το κατάμαυρο. Τα πιο σημαντικά μνημεία που έχουν διατηρηθεί ακολουθούν:

Χάρτης του αρχαιολογικού χώρου.

Τα τείχη της πόλης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια γραμμή από τείχη περιέβαλε όλη την πόλη του Ανί. Τα οχυρώματα ήταν πιο ενισχυμένα στο βόρειο μέρος της πόλης όπου δεν υπήρχε φυσική προστασία από ποτάμια ή κοιλάδες. Εκεί υπήρχαν διπλά τείχη και το εσωτερικό τείχος ήταν ψηλότερο με διάσπαρτους αρκετούς πύργους. Οι σύγχρονοι χρονογράφοι έγραψαν ότι ο Βασιλιάς Σμπατ (977-989) έκτισε αυτά τα τείχη. Οι μεταγενέστεροι κυβερνήτες ενίσχυσαν τα τείχη του Σμπατ κάνοντάς τα πιο ψηλά και χονδρά και προσθέτοντας περισσότερους πύργους. Αρμένιες επιγραφές του 12ου και 13ου αιώνα δείχνουν ότι ιδιώτες πλήρωσαν για τους νεότερους πύργους. Στα βόρεια τείχη υπήρχανε τρεις πύλες: η Πύλη των Λεόντων, η πύλη του Καρς και η Πύλη Ντβιν ή οποία από πάνω έχει ένα πάνελ από κόκκινες και μαύρες πέτρες.[24]

Στη νότιο πλευρά του αρχαιολογικού χώρου υπάρχουν τα ερείπια του κάστρου. Αυτό το μέρος είναι γνωστό ως το "Εσωτερικό Οχύρωμα" (Μιντζναβέρντ στα Αρμένικα) ή απλούστερα γνωστό ως το «κάστρο». Το κάστρο ήταν περιτειχισμένα μια μια γραμμή από τείχη και λόγω της φυσικής τοποθεσίας πάνω στον λόφο είχε επιπλέον φυσική οχύρωση τα απόκρημνα βράχια που το περιτριγυρίζουν. Το τείχος είχε πύργους στη βόρεια πλευρά και η κύρια είσοδος ήταν στη νοτιοδυτική γωνία. Κομμάτια από τα τείχη του κάστρου χρονολογούνται από την εποχή της δυναστείας των Καμσαρακάνων που κυβέρνησε το Ανί τον 7ο αιώνα μ.Χ. αλλά και από τον 13ο αιώνα.[25]

Στο κάστρο σώζονται τα ερείπια της εκκλησίας του Παλατιού[26] και του Μαυσωλείου των Παιδιών Πριγκίπων.[27]

Το Παλάτι 12ου–13ου αιώνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Παλάτι χρονολογείται τέλος 12ου και 13ου αιώνα και βρίσκεται στην άκρη του Ανί βορειοδυτικά. Δεν υπάρχει κάποια επιγραφή που να δείχνει ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης του παλατιού. Μια θεωρία αναφέρει ότι ήταν ένα στρατιωτικό κτήριο για την άμυνα της πόλης. Επίσης πιθανολογείται ότι ήταν η κατοικία ενός πλούσιου έμπορα ή κάποιου πρίγκιπα ή κάποιου επισκόπου της πόλης. Μια θεωρία αναφέρει ότι ήταν η κατοικία του έμπορου Τιγκράν Χονέντς με δεδομένο ότι ο τάφος του βρίσκεται σε βράχο στην κοιλάδα απέναντι από το παλάτι. Αξιοπρόσεχτη είναι η διακοσμημένη πύλη στην ανατολική πρόσοψη του κτηρίου. Τα νότια τείχη του παλατιού είχαν πέσει μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, αποκαλύπτοντας τα θησαυροφυλάκια του υπόγειου. Τη δεκαετία του 1990 έγιναν αναστηλώσεις στο κτήριο. Το 1999 έγιναν ριζικές αναστηλώσεις. Ανάμεσα στις ριζικές αναστηλώσεις, έγινε και αναστήλωση και της κεντρικής πύλης. Αυτές οι πρόσφατες αναστηλώσεις έχουν λάβει αρνητική κριτική.[28]

Ο καθεδρικός ναός του Ανί (989–1010)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ναός είναι γνωστός και ως «Σουρπ Ασντβαντζαντζίν» (εκκλησία της Αγίας Μητέρας του Θεού). Η κατασκευή ξεκίνησε το 989 κάτω από τη βασιλεία του Βασιλιά Σμπατ Β΄. Οι εργασίες σταμάτησαν μετά τον θάνατό του και ο Ναός ολοκληρώθηκε το 1001 (ή το 1010 κάτω από μια άλλη ερμηνεία της επιγραφής του κτηρίου). Ο σχεδιασμός του Ναού είναι δουλειά του αρχιτέκτονα Τρντάτ. Ο Τρντάτ ήταν διάσημος αρχιτέκτονας τη Μεσαιωνική Αρμενία. Ο καθεδρικός ναός είναι μια βασιλική με τρούλο (ο τρούλος κατέρρευσε το 1319). Το εσωτερικό του ναού περιέχει αρκετά προοδευτικά χαρακτηριστικά όπως χρήση οξυκόρυφων τόξων και μεσόβαθρων που προσδίδουν Γκοθική αρχιτεκτονική (ένα αρχιτεκτονικό στυλ που προηγήθηκε πολλούς αιώνες).[29]

Η εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου - Τιγράν Χονέντς (1215)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκκλησία ολοκληρώθηκε το 1215 και είναι από τα πιο καλά διατηρημένα μνημεία στο Ανί. Ανοικοδομήθηκε την περίοδο των Ζακαριδών κατόπιν παραγγελίας του του πλούσιου Αρμένιου έμπορα Τιγράν Χονέντς. Στην είσοδο υπάρχουν τα ερείπια ενός νάρθηκα και ενός μικρού ναού τα οποία ανήκουν σε μεταγενέστερη περίοδο. Το εξωτερικό της εκκλησίας είναι θεαματικά διακοσμημένο. Τα διακοσμημένα πέτρινα γλυπτά με πραγματικά ζώα συμπληρώνουν τα τόξα στις τέσσερις πλευρές του του ναού. Το εσωτερικό της εκκλησίας περιέχει μια μοναδική σειρά από τοιχογραφίες (φρέσκος) τα οποία ανακυκλώνουν δύο θέματα: στο ανατολικό τμήμα της εκκλησίας παρουσιάζεται η ζωή του Άγιου Γρηγόριου του Φωτιστή και στο μεσαίο μέρος η ζωή του Χριστού. Τέτοιου είδους επαναλήψεις στη θεματολογία είναι σπάνιες στην Αρμένικη αρχιτεκτονική. Έχει θεωρηθεί ότι οι τοιχογραφίες έγιναν από Γεωργιανούς καλλιτέχνες, και ότι παρουσιάζονται και σκηνές από τη ζωή του Αγίου Νίνο, ο οποίος έφερε τον χριστιανισμό στους Γεωργιανούς. Στον νάρθηκα και στον εκεί ναό επιζούν μέρη τοιχογραφιών που είναι περισσότερο Βυζαντινής τεχνοτροπίας.[30]

Η εκκλησία της Αγίας Σωτηρίας (1035)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός ολοκληρώθηκε λίγο μετά το έτος 1035 και είχε μοναδικό εξωτερικό και εσωτερικό σχεδιασμό. Χτίστηκε από τον πρίγκιπα Αμπλγκχάριμπ Παχλαβίδ για να στεγάσει κομμάτι του Τίμιου Σταυρού. Η εκκλησία είχε διατηρηθεί σε καλό βαθμό μέχρι το 1955 όταν το ανατολικό μισό κατέρρευσε κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας.[31]

Το Τέμενος Μινουτσίρ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Τέμενος Μινουτσίρ ιδρύθηκε από τον Μινουτσίχρ (από τον οποίο πήρε και το όνομα), πρώτο μέλος της δυναστείας Σανταντίντ ο οποίος κυβέρνησε το Ανί μετά το 1072. Το παλαιότερο μέρος του τζαμιού που σώζεται μέχρι και σήμερα είναι ο μιναρές. Στον μιναρέ υπάρχει αραβική επιγραφή που γράφει «εις το όνομα του Θεού» σε καλλιγραφική μορφή «κουφίκ». Ο χώρος της προσευχής ο οποίος σώζεται, χρονολογείται από την τελευταία περίοδο του 12ου και 13ου αιώνα. Το 1906 το τέμενος είχε επισκευαστεί για να γίνει μουσείο στο οποίο εκτίθονταν τα αρχαιολογικά ευρήματα που είχε βρει ο αρχαιολόγος Νικολάι Μαρ στο Ανί.[32]

Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ακριβή ημερομηνία κατασκευής δεν είναι γνωστή, αλλά η τελευταία επιγραφή με ημερομηνία στα τείχη αναφέρει το 1031. Η εκκλησία θεμελιώθηκε από την οικογένεια Παχλαβούνι και είχε χρησιμοποιηθεί από τους αρχιεπίσκοπους του Ανί (πολλοί από τους οποίους ανήκαν στην ίδια δυναστεία).[33]

Ζωροαστρικό Τέμπλο της Φωτιάς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Τέμπλο της Φωτιάς.

Τα θεμέλια του Ζωροαστρικού Τέμπλου της φωτιάς ανακαλύφθηκαν από τις ανασκαφές του Νικολάϊ Μαρ κατά την περίοδο των ανασκαφών το 1909. Το μνημείο χρονολογείται από τις αρχές του πρώτου αιώνα μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. Υπάρχει θεωρία που αναφέρει ότι είναι πρώιμο χριστιανικό μνημείο 4ου ή 5ου αιώνα μ.Χ. Είναι από τις αρχαιότερα μνημεία στο Ανί και αν είναι τέμπλο της φωτιάς αυτό αποδεικνύει την ύπαρξη σημαντικών μνημείων στο Ανί πριν τη χριστιανική περίοδο. Αργότερα το μνημείο μετατράπηκε σε ναό προσθέτοντας κυρτωτά-καμπυλωτά τείχη γύρω από τις αρχικές κολώνες.[34]

Η εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου των Αμπουγχανρέντς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτός ο μικρός ναός πιθανόν χρονολογείται από το τέλος του 10ου. Χτίστηκε ως ιδιωτικός ναός της οικογένειας Παχλαβούνι. Από το μαυσωλείο της οικογένειας το οποίο κτίστηκε το 1040 στο βόρειο μέρος του ναού έχουν μείνει μόνο τα θεμέλια.[35]

Η Γεωργιανή Εκκλησία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παλαιά φωτογραφία Γεωργιανής Εκκλησίας και η σημερινή κατάσταση

Η εκκλησία χρονολογείται, σύμφωνα με τις επιγραφές τον 13ο αιώνα όταν το Ανί είχε διοίκηση Γεωργιανή. Επίσης πιθανολογείται ότι ίσως ανοικοδομήθηκε αρχές του 11ου αιώνα. Στο νότιο τείχος υπήρχε μια επιγραφή στα Γεωργιανά, χρονολογίας 1288.

Στις ανασκαφές του 1910 βρέθηκαν και άλλες επιγραφές στη Γεωργιανή γλώσσα και τα κομμάτια με τις επιγραφές είχαν μεταφερθεί στο μουσείο του Ανί το οποίο στεγαζόταν στο Τέμενος Μινουτσίρ. Μετά το Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι επιγραφές χάθηκαν αλλά το 1998 πέντε από χαμένα κομμάτια βρέθηκαν ότι είχαν χρησιμοποιηθεί για την ανοικοδόμηση σπιτιών στη γειτονικό χωριό Οτσακλί που βρίσκεται δίπλα στον αρχαιολογικό χώρο.[36]

Ο ναός του Αγίου Γρηγορίου (του Βασιλιά Γκαγκίκ)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη βασιλεία του βασιλιά Γκαγκίκ Ι (989-1020) ο διάσημος Αρμένιος αρχιτέκτονας Τρντάτ (ο οποίος σχεδίασε και τον καθεδρινό ναό του Ανί) σχεδίασε τον ναό του Αγίου Γρηγορίου ως κατασκευή της "χιλιετίας" μεταξύ των ετών 1001-1005 (ορισμένες πηγές αναφέρονται στο διάστημα 990-1000).[37] Ο ναός αυτός θεωρείται από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις του Νικολάϊ Μαρ κατά τις ανασκαφές το 1905 και το 1906.[38]

Κατά τις ανασκαφές του ναού ο Νικοκάϊ Μαρ το 1906 ανακάλυψε ένα μεγάλο άγαλμα το οποίο αναπαριστούσε τον Βασιλιά Γκαγκίκ το οποίο αργότερα εκτέθηκε στο μουσείο μέσα στο Τέμενος Μινουτσίρ. Κατά το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες το άγαλμα χάθηκε και μόνο μερικές φωτογραφίες με αυτό διασώθηκαν. Το 1993 βρέθηκε ένα κομμάτι από το πάνω αριστερό χέρι του αγάλματος στην περιοχή της Ερζερούμ και σήμερα εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της ίδιας πόλης.[39]

Η εκκλησία Κιζκαλέ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η εκκλησία Κιζκαλέ.

Στο νοτιότερο μέρος του Ανί, νοτιότερα από τον λόφο με το κάστρο υπάρχει μια χερσόνησος που περιτριγυρίζεται από τον ποταμό Άρπα / Ακχουριάν. Εκεί υπήρχε οχύρωμα το οποίο ενισχυόταν από τα απόκρημνα φυσικά βράχια. Σήμερα στην κορυφή του λόφου υπάρχουν τα ερείπια της εκκλησίας Κιζκαλέ. Η Τουρκική ονομασία Κιζκαλέ (Τουρκικά: Kizkale) μεταφράζεται ως το κάστρο της Κόρης. Η Αρμένικη ονομασία Κουγσιαμρότς έχει την ίδια σημασία και σημαίνει το κάστρο της Παρθένας ή Κουσανάτς που σημαίνει το κάστρο των Παρθένων. Σήμερα δεν είναι επιτρεπτή η πρόσβαση σε Τουρίστες γιατί ολόκληρη η εκεί περιοχή θεωρείται στρατιωτική περιοχή.[40]

Η γέφυρα στον ποταμό Ακχουριάν 11ου-13ου αιώνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα σώζονται τα ερείπια μιας γέφυρας της εποχής Βαγραδιτών (10ου ή 11ου αιώνα ή ίσως και 13ου αιώνα) στον ποταμό Ακχουριάν. Μια επιγραφή που έχει βρεθεί δίπλα στη γέφυρα δηλώνει ότι επισκευές σε αυτή έχουν γίνει στις αρχές του 14ου αιώνα. Το μοναδικό τόξο μήκους 30 μέτρων που είχε η γέφυρα έχει πέσει και σώζονται μόνο ερείπια από τις δύο πλευρές του ποταμού που ίσως από την πλευρά της πόλης του Ανί να υπήρχε οχυρωμένη πύλη. Ταξιδευτές του 19ου αιώνα αναφέρουν ότι δίπλα στη γέφυρα υπήρχε ένα φυλάκιο που σήμερα δεν σώζεται.[41] Σήμερα η μισή γέφυρα ανήκει στην Τουρκία και η άλλη μισή ανήκει στην Αρμενία και η πρόσβαση σε τουρίστες δεν είναι εφικτή.

Μοναστήρι των Παρθένων Χριψιμιάνων 11ου ή 13ου αιώνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μοναστήρι των Παρθένων Χριψιμιάνων βρίσκεται σε ένα βραχώδες ακρωτήριο απομονωμένο από το υπόλοιπο Ανί με θέα τον ποταμό Ακχουριάν. Το όνομα του μοναστηριού προέρχεται από την Παρθένα Μάρτυρα Αγία Χριψιμιάνη και πιθανολογείται ότι υπήρχε εκεί μια κοινότητα καλογριών. Μέσα στα ερειπωμένα τείχη διασώζονται τα ερείπια της ενός παρεκκλησίου πιθανολογείται ότι χρονολογείται από τις αρχές του 13ου αιώνα ή από το πρώτο μισό του 11ου αιώνα.[42]

  1. Garsoïan, Nina G.; Taylor, Alice (1991), «Ani», στο: Kazhdan, Alexander, επιμ., The Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press, ISBN 9780195046526 
  2. 2,0 2,1 Hooper, Horace Everett (1910–1911). «ANI (anc. Abnicum)». Encyclopædia Britannica Eleventh Edition. 2. Cambridge University Press, σσ. 47. http://encyclopedia.jrank.org/ANC_APO/ANI_anc_Abnicum_.html. Ανακτήθηκε στις 2011-05-30.  «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2011. CS1 maint: Unfit url (link)
  3. 3,0 3,1 Sim, Steven. «VirtualANI - Dedicated to the Deserted Medieval Armenian City of Ani». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2011. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 «Ani, a Disputed City Haunted by History». The Economist. 15 Ιουνίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2011. 
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Ghafadaryan, Karo. «Անի» (Ani). Soviet Armenian Encyclopedia. vol. i. Yerevan: Armenian SSR: Armenian Academy of Sciences, 1974, pp. 407-412.
  6. 6,0 6,1 «Sacred Site». Ani, Turkey. Landmarks Foundation. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2011. 
  7. Whittow, Mark (996). The Making of Byzantium, 600-1025. Berkeley: University of California Press. σελίδες 213–214. ISBN 978-0-520-20497-3. 
  8. Garsoian, Nina. "The Arab Invasions and the Rise of the Bagratuni (649-684)" in The Armenian People from Ancient to Modern Times, Volume I, The Dynastic Periods: From Antiquity to the Fourteenth Century. Richard G. Hovannisian (Ed.) New York: Palgrave Macmillan, 1997, p. 146. ISBN 978-0-312-10169-5
  9. The Armenians, Anne Elizabeth Redgate, page 210, 2000
  10. Whittow. Making of Byzantium, p. 383.
  11. Norwich, John Julius (1991). Byzantium: The Apogee. New York: Viking. σελίδες 342–343. ISBN 978-0-394-53779-5. 
  12. Lordkipanidze, Mariam (1987). Georgia in the XI-XII Centuries. Tbilisi: Genatleba. σελ. 150. 
  13. Kalantar, Ashkharbek, The Mediaeval Inscriptions of Vanstan, Armenia, Civilisations du Proche-Orient: Series 2 - Philologie - CDPOP 2, Vol. 2, Recherches et Publications, Neuchâtel, Paris, 1999;ISBN 978-2-940032-11-2
  14. Marr, Nicolas (2001). Ani - Rêve d'Arménie. Anagramme Editions. ISBN 978-2-914571-00-5. 
  15. Kalantar, Ashkharbek (1994). Armenia from the Stone Age to the Middle Ages. Recherches et Publications. ISBN 978-2-940032-01-3. 
  16. Marr, Nikoli Yakovevich: "Ani, La Ville Arménniene en Ruines", Revue des Études Arméniennes. vol. 1 (original series), 1921.
  17. Dadrian, Vahakn N. (1986). «The role of Turkish physicians in the World War I genocide of Ottoman Armenians». Holocaust and Genocide Studies (Oxford University Press) 1 (2): 192. https://archive.org/details/sim_holocaust-and-genocide-studies_1986_1_2/page/192. 
  18. Karabekir, Kazım (1960). Istiklal Harbimiz. Istanbul. σελίδες 960–970. 
  19. Sim, Steven. «The City of Ani: Recent History». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2011. 
  20. Sim, Steven. «The Permit for Visiting Ani». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2011. 
  21. James Bainbridge, Tom Spurling, Jean-Bernard Carillet, Steve Fallon, Brandon Presser, Virginia Maxwell, Brett Atkinson (Μάρτιος 2011). Turkey. Lonely Planet 12th Edition. σελίδες 553. ISBN 978-1-74179-724-4. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  22. «Global Heritage in the Peril: Sites on the Verge». Global Heritage Fund. 23 Οκτωβρίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Απριλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2011. 
  23. John Roach (2010-10-23). «Pictures: 12 Ancient Landmarks on Verge of Vanishing». National Geographic. http://news.nationalgeographic.com/news/2010/10/photogalleries/101023-ancient-landmarks-vanishing-global-heritage-report-pictures/#/world-heritage-fun-sites-threatened-ani-turkey_27808_600x450.jpg. Ανακτήθηκε στις 2011-06-03. 
  24. Sim, Steven. «The city walls of Ani». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. 
  25. Sim, Steven. «The citadel of Ani». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2011. 
  26. Sim, Steven. «The church of the Palace». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2011. 
  27. Sim, Steven. «The Mausoleum of the Child Princes». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2011. 
  28. Sim, Steven. «The Merchant's Palace». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουνίου 2011. 
  29. Sim, Steven. «The cathedral of Ani». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. 
  30. Sim, Steven. «The church of St. Gregory of Tigran Honents». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. 
  31. Sim, Steven. «The church of the Redeemer». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. 
  32. Sim, Steven. «The mosque of Minuchihr». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. 
  33. Sim, Steven. «Church of the Holy Apostles». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. 
  34. Sim, Steven. «The fire temple». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2011. 
  35. Sim, Steven. «The church of St. Gregory of the Abughamir family». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2011. 
  36. Sim, Steven. «The Georgian church». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2011. 
  37. Sim, Steven. «King Gagik's church of Saint Gregory». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2011. 
  38. Sim, Steven. «Nikolai Marr and his excavations at Ani». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2011. 
  39. Sim, Steven. «The statue of King Gagik». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2011. 
  40. Sim, Steven. «The church of Kizkale». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2011. 
  41. Sim, Steven. «The bridge over the Akhurian river». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2011. 
  42. Sim, Steven. «The monastery of the Hripsimian Virgins». VirtualANI. Ανακτήθηκε στις 10 Ιουνίου 2011. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Ani στο Wikimedia Commons