Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αχιλλέας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Αχιλλέας (αποσαφήνιση).
Αχιλλέας
Σύζυγος-οιΔηιδάμεια και Ελένη
Σύντροφος-οιΠάτροκλος, Διομήδη, Πενθεσίλεια, Βρισηίδα και Ελένη
ΓονείςΠηλέας και Θέτις
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Στην ελληνική μυθολογία, ο Αχιλλέας (αρχαία ελληνικά: Ἀχιλλεύς), υιός του Πηλέα και εγγονός του Αιακού (Αχιλλέας Πηλείδης ή Αιακίδης) ήταν ο μεγαλύτερος και ο κεντρικός, αλλά και ο γενναιότερος, ήρωας της Ιλιάδας του Ομήρου.

Ο θυμός/μήνις του Αχιλλέα, αποτελεί το κύριο θέμα του έπους του Ομήρου, Ιλιάδα.

Μετά την επίθεση και την καταστροφή που προκάλεσε ο Αχιλλέας, στο τόπο της Βρισηίδας, καθώς και τον θάνατο του άνδρα της, για να την παρηγορήσει ο Πάτροκλος, της υποσχέθηκε να την παντρέψει με τον απαγωγέα της, του οποίου έγινε η ευνοούμενη και αγαπημένη σκλάβα. Αργότερα, όταν η συνέλευση των πολιορκητών στον Τρωικό Πόλεμο υποχρέωσε τον Αγαμέμνονα, ύστερα από συμβουλή του μάντη Κάλχα, να επιστρέψει τη σκλάβα του, Χρυσηίδα, στον πατέρα της, ο Αγαμέμνων ζήτησε ως αντάλλαγμα τη Βρισηίδα. Απέστειλε τους αγγελιαφόρους του, τον Ταλθύβιο και τον Ευρυβάτη, και πήραν τη Βρισηίδα από τον Αχιλλέα. Μετά από αυτό, ο Αχιλλέας θύμωσε και αρνήθηκε να πολεμήσει. Αυτός ο θυμός («μήνις, θυμός») του Αχιλλέα αποτελεί το θέμα του έπους Ιλιάδα του Ομήρου, όπως γράφουν και οι πρώτοι δύο στίχοι του διάσημου αυτού έργου.

Η ετυμολογία είναι αμφίβολη. Σύμφωνα με τον καθηγητή και μεταφραστή της Ιλιάδας Στ. Κακριδή, επρόκειτο για αρχαίο θεό του νερού, εξού και η ινδοευρωπαϊκή ρίζα αχ-, που εξέπεσε στη θέση του ημίθεου στα ομηρικά χρόνια. Κατά μία άλλη άποψη, ο Ἀχιλλεύς στην αρχ. ελλ. ετυμολογία προέρχεται από το «ἄχος» (αρσ.) (θλίψη, πόνος) και το «ἴλλω» (περιπλανιέμαι, τριγυρνώ) δηλαδή «αυτός που τριγυρίζει θλιμμένος». Κατά μια άλλη, πιο πρόσφατη άποψη, μπορεί να προέρχεται και από το «ἄχος» και το «λεώς» (λαός), δηλαδή «αυτός που προκαλεί θλίψη ή και πόνο στο λαό», δηλαδή στους εχθρούς.

Νόμισμα από την Κρεμαστή Λάρισας του 302-308 π.Χ., με αναπαράσταση του Αχιλλέα

Ο Αχιλλέας ήταν γιος του Πηλέως (γι' αυτό τον αποκαλούσαν και Πηλείδη), βασιλιάς των Μυρμιδόνων στη Φθία (πιθανόν στη νότια Θεσσαλία, η περιοχή γύρω από τα Φάρσαλα[1]) και της Νηρηίδας Θέτιδος. Ο θεός Δίας και ο θεός Ποσειδώνας συναγωνίστηκαν για το χέρι της μέχρι που ένα μαντείο αποκάλυψε ότι θα γεννούσε ένα γιο καλύτερο και πιο δυνατό από τον πατέρα του, οπότε και πολύ σοφά επέλεξαν να τη δώσουν σε κάποιον άλλο. Σύμφωνα με το μετα-Ομηρικό μύθο, η Θέτις προσπάθησε να κάνει τον Αχιλλέα άτρωτο, βουτώντας τον στα νερά της Στύγας, (περιοχή της Ορεινής Αιγιάλειας, Αχαΐα), όμως πιάνοντάς τον από τη φτέρνα, τον άφησε τρωτό σ' αυτό το σημείο. (Δείτε Αχίλλειος πτέρνα). Ο Όμηρος, εν τούτοις, αναφέρει ένα ελαφρύ τραυματισμό του στην Ιλιάδα. Σε μια νεότερη και λιγότερο δημοφιλή εκδοχή, η Θέτιδα άλειφε το αγόρι με αμβροσία κι έπειτα το έβαζε κάθε βράδυ πάνω από τη φωτιά ώστε να κάψει τα θνητά μέρη του κορμιού του. Όταν μια νύχτα ο Πηλέας είδε τη Θέτιδα να κάνει κάτι τέτοιο τρόμαξε (επειδή νόμιζε ότι ήθελε να σκοτώσει το παιδί) και γι'αυτό γρήγορα πήγε και τράβηξε τον Αχιλλέα από τη φωτιά. Εξοργισμένη, η Θέτιδα εγκατέλειψε πατέρα και γιο και επέστρεψε στη θάλασσα, κοντά στις αδερφές της, τις Νηρηίδες. Ο Πηλέας τον έδωσε μαζί με τον μικρό φίλο του, τον Πάτροκλο στον κένταυρο Χείρωνα, στο όρος Πήλιο, να τον μεγαλώσει.

Ο Αχιλλέας πριν τον Τρωικό Πόλεμο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αχιλλέας στην αυλή του Λυκομήδη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε μια μετα-Ομηρική (αλλά δημοφιλή) εκδοχή του μύθου, ο μάντης Κάλχας δήλωσε ότι οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να νικήσουν δίχως τη βοήθεια του Αχιλλέα, όμως η μητέρα του, η Θέτιδα, ήξερε ότι η μοίρα του ήταν να πεθάνει αν πήγαινε στην Τροία. Έτσι τον έκρυψε στην αυλή του Λυκομήδη στη Σκύρο, μεταμφιεσμένο σε κορίτσι. Εκεί είχε ένα δεσμό με τη Δηιδάμεια με αποτέλεσμα ένα γιο, το Νεοπτόλεμο. Ανακαλύφθηκε, όμως, από τον πανούργο Οδυσσέα, που αφότου έμαθε που κρυβόταν ο Αχιλλέας, έφτασε στη Σκύρο μαζί με τον παιδικό φίλο του Αχιλλέα, τον Πάτροκλο και το δάσκαλο του, τον Φοίνικα. Μεταμφιεσμένος σε γυρολόγο με κοσμήματα και φορέματα πήγε στο παλάτι του Λυκομήδη και εκεί συνάντησε τον ίδιο, τις κόρες του και τον Αχιλλέα. Ο Οδυσσέας με άδεια του Λυκομήδη, άφησε τα κοσμήματα και τα φορέματα μπροστά στις βασιλοπούλες. Όμως ο Οδυσσέας είχε κρύψει και ένα σπαθί κάτω από τα φορέματα. Έτσι ενώ οι κοπέλες δοκίμαζαν τα φορέματα ο Αχιλλέας βρήκε το σπαθί το τράβηξε και έτσι ο Οδυσσέας κατάλαβε ποιος είναι. Εναλλακτικά, εντοπίστηκε με τον ήχο μίας σάλπιγγας, όπου αντί να δειλιάσει, άρπαξε ένα δόρυ ώστε να απωθήσει τους εισβολείς. Από εκεί και πέρα χρειάστηκε ελάχιστη πειθώ από τον Οδυσσέα, τον Πάτροκλο και τον Φοίνικα για να αποφασίσει να πάει στην Τροία.

Λογομαχία Αχιλλέα - Οδυσσέα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αγαμέμνονας πήγε σε ένα μαντείο και ρώτησε εάν η εκστρατεία στην Τροία θα είναι επιτυχημένη. Το μαντείο αποκρίθηκε στο ερώτημα του Αγαμέμνονα και του απάντησε ότι εάν δει δύο από τους πιο γενναίους Αχαιούς βασιλιάδες να λογομαχούν τότε η εκστρατεία θα έχει επιτυχία. Πραγματικά σε ένα δείπνο συζητήθηκε το πώς θα κατακτηθεί η Τροία. Ο Αχιλλέας υποστήριζε ότι η Τροία θα κατακτηθεί με τη δύναμη των χεριών ενώ ο Οδυσσέας υποστήριζε ότι η Τροία θα πέσει με τον δόλο. Ο Αγαμέμνονας γνωρίζοντας για την εκπλήρωση του χρησμού καθώς δεν το είχε πει σε κανέναν, έβλεπε το καβγά χαμογελώντας.

Όταν οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα για πρώτη φορά, έκαναν θυσίες στους θεούς και έπειτα ξεκίνησαν να πλέουν για την Τροία. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, σταμάτησαν στη Μυσία, η οποία είχε για βασιλιά τον Τήλεφο. Νομίζοντας πως είναι η Τροία, οι Αχαιοί ξεσηκώθηκαν για να πολεμήσουν. Στη μάχη που επακολούθησε ο Αχιλλέας πολέμησε γενναία με τον Πάτροκλο καθώς σκότωναν πολλούς στρατιώτες του Τήλεφου. Αλλά ο ίδιος ο Τήλεφος σκότωσε πολλούς Αχαιούς ανάμεσα τους και τον Θέρσανδρο, τον γιο του Πολυνείκη ο οποίος είχε πάρει μέρος στη δεύτερη πολιορκία της Θήβας μαζί με τους υπόλοιπους Επίγονους. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Αχιλλέας κυνήγησε τον Τήλεφο. Εκείνος φοβισμένος το έβαλε στα πόδια όμως μπλέχτηκε σε ένα κλήμα αμπελιού και έπεσε. Έτσι ο Αχιλλέας κατάφερε να τον πληγώσει στον μηρό με ένα κοντάρι που ο κένταυρος Χείρωνας του είχε δώσει. Όμως ακόμα και πληγωμένος ο Τήλεφος κατάφερε να αναγκάσει τους Αχαιούς να αποσυρθούν από τη Μυσία. Κατά τη διάρκεια του γυρισμού, το καράβι του Αχιλλέα όπως και όλων των Αχαιών έπεσε σε θαλασσοταραχή. Έτσι όταν οι Έλληνες ξαναγύρισαν στις πατρίδες τους, ήταν πάρα πολύ ταλαιπωρημένοι. Εν τω μεταξύ η πληγή του Τήλεφου δεν έκλεινε κι έτσι ο Τήλεφος ρώτησε ένα μαντείο του θεού Απόλλωνα στη Λυκία το οποίο δήλωσε «ο τρώσας και ιάσεται» δηλαδή ότι «αυτός που πλήγωσε θα θεραπεύσει».

Σύμφωνα με αναφορές άλλων περί το χαμένο έργο του Ευριπίδη, ο Τήλεφος πήγε στην Αυλίδα, προσποιούμενος το ζητιάνο και ζήτησε από τον Αχιλλέα να του γιατρέψει την πληγή. Ο Αχιλλέας τού αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε ιατρικές γνώσεις. Εναλλακτικά, ο Τήλεφος κράτησε τον Ορέστη όμηρο σε αντάλλαγμα με τη βοήθεια του Αχιλλέα στη θεραπεία της πληγής. Ο Οδυσσέας συμπέρανε πως το δόρυ δημιούργησε την πληγή, άρα το δόρυ θα έπρεπε να τη γιατρέψει. Ξύσματα χαλκού από το δόρυ τοποθετήθηκαν στην πληγή και ο Τήλεφος γιατρεύτηκε. Ο ίδιος μάλιστα από την ευγνωμοσύνη του προς τους Έλληνες, τους υποσχέθηκε την ουδετερότητά του σε αυτόν τον πόλεμο και ότι θα τους δείξει τον δρόμο προς την Τροία.

Δεύτερη συγκέντρωση στην Αυλίδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν οι Έλληνες ξαναποφάσισαν να κάνουν μια εκστρατεία στην Τροία, συγκεντρώθηκαν πάλι στην Αυλίδα. Όταν όμως ξεκίνησαν, τα καράβια δεν μπορούσαν να κινηθούν λόγω της άπνοιας που είχε προκαλέσει η θεά Άρτεμις. Η θεά είχε προκαλέσει αυτή την άπνοια γιατί ο Αγαμέμνονας είχε σκοτώσει ένα ωραίο ελάφι στο άλσος της Αρτέμιδος χωρίς να το ξέρει και μάλιστα ο ίδιος καυχήθηκε ότι ούτε η θεά Άρτεμις δεν θα σημάδευε τόσο καλά. Ο μάντης Κάλχας αποκάλυψε στον Αγαμέμνονα ότι για να εξιλεωθεί η θεά θα πρέπει να θυσιάσει την κόρη του, την Ιφιγένεια. Ο Αγαμέμνονας με βαριά καρδιά αποφάσισε να θυσιάσει την κόρη του, όμως ο μόνος τρόπος για να καταφέρει να φέρει την Ιφιγένεια χωρίς τον φόβο της Κλυταιμνήστρας ήταν ο δόλος. Ο Οδυσσέας κατάφερε να φέρει την Ιφιγένεια με την πρόφαση πως θα παντρευόταν τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας ο ίδιος δεν ήξερε τίποτα για αυτήν την απόφαση. Πραγματικά, η Κλυταιμνήστρα έρχεται με την Ιφιγένεια στολισμένη μαζί με το νυφικό της έπειτα όμως μαθαίνει από τον Αχιλλέα ότι δεν γίνεται κανένας γάμος. Η βασίλισσα αγανακτισμένη προσπαθεί να πάρει με το μέρος της τον Αχιλλέα ο οποίος έχει θυμώσει που οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το όνομα του χωρίς την άδεια του. Όμως η Ιφιγένεια βλέποντας τόσους άνδρες αποφασισμένους να πεθάνουν για την τιμή της Ελλάδας, δέχεται να πεθάνει. Όταν η θυσία είναι έτοιμη, ο Κάλχας παίρνει ένα μαχαίρι για να θυσιάσει την Ιφιγένεια, όμως αμέσως η θεά Άρτεμις παίρνει την Ιφιγένεια και την πηγαίνει στη χώρα των Ταύρων και την κάνει ιέρειά της ενώ ταυτόχρονα αφήνει στη θέση της Ιφιγένειας ένα ελάφι. Έτσι οι Έλληνες μεταξύ τους και ο Αχιλλέας μπορούν να πάνε στην Τροία.

Το ταξίδι και η άφιξη στην Τένεδο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ελληνικός στόλος αφού φεύγει από την Αυλίδα, φτάνει στη Δήλο. Εκεί βρισκόταν ο Άνιος, γιος του θεού Απόλλωνα ο οποίος ήταν μάντης. Μάλιστα πρόβλεψε ότι η Τροία θα κατακτηθεί σε δέκα χρόνια και τους προσέφερε κατοικία για εννέα χρόνια τα οποία ισοδυναμούσαν με τα εννέα άκαρπα χρόνια του Τρωικού Πολέμου. Οι Έλληνες με πρώτο τον Αχιλλέα αρνήθηκαν και αφού αποχαιρέτησαν τον Άνιο, έφυγαν από τη Δήλο.

Απόβαση στη Τένεδο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ελληνικός στρατός λίγο πριν να φτάσει στην Τροία, άραξε στην Τένεδο στην οποία βασίλευε ο Τένης, ο γιος του Κύκνου. Ο Τένης ήταν σύμμαχος των Τρώων και οι Έλληνες αποφάσισαν να πλήξουν την Τένεδο. Ο Αχιλλέας μόλις αράζει το πλοίο του, βγαίνει αμέσως έτοιμος για πόλεμο αψηφώντας την εντολή της μητέρας του η οποία ήταν να μην σκοτώνει τους γιους ή τους εγγονούς του θεού Απόλλωνα γιατί μία μέρα θα σκοτωθεί από τον ίδιο τον θεό. Στη μάχη που ακολουθεί ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Τένη και η αδελφή του, η Ημιθέα καταπίνεται από τη γη, λίγο πριν βιαστεί από τον Αχιλλέα.

Λογομαχία Αγαμέμνονος - Αχιλλέως και Αχιλλέως - Οδυσσέως

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αφού η Τένεδος λεηλατήθηκε και έγινε προπύργιο των Ελλήνων, οι Αχαιοί κάνουν ένα μεγάλο συμπόσιο. Σε μία στιγμή όμως ο Αχιλλέας θυμώνει επειδή ο Αγαμέμνονας όταν καλούσε έναν, έναν τους Αχαιούς δεν τον κάλεσε από τους πρώτους έτσι όπως αρμόζει σε γιο θεάς. Οι Αχαιοί με πρώτο τον Οδυσσέα προσπαθούν να τον ηρεμήσουν χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος, η Θέτις αναγκάζεται να βγει από τη θάλασσα για να συμφιλιώσει τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα. Το συμπόσιο συνεχίζεται όμως έπειτα ο Αχιλλέας ξαναμπλέκεται σε τσακωμό αυτή τη φορά με τον Οδυσσέα με θέμα τον τρόπο κατάκτησης της Τροίας ακριβώς όπως την τελευταία φορά.

Άφιξη και μάχη με τον Κύκνο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο αχαϊκός στόλος έφτασε στην Τροία, κανένας δεν τολμούσε να βγει από το καράβι του, καθώς η μητέρα του Αχιλλέα, η Θέτις είχε πει πως όποιος ακουμπήσει πρώτος το έδαφος της Τροίας, θα σκοτωθεί αμέσως. Η κατάσταση χειροτέρεψε, καθώς μια ομάδα από Τρώες με αρχηγό τον Έκτορα, άρχισε να πετροβολεί τα καράβια των Αχαιών. Τη λύση έδωσε ο Οδυσσέας ο οποίος βγήκε από το καράβι, πήρε την ασπίδα μαζί του και λίγο πριν ακουμπήσει την τρωική γη, ακούμπησε πάνω στην ασπίδα του ώστε να μη πραγματοποιηθεί ο χρησμός της Θέτιδας. Το ίδιο έκανε και ο Πρωτεσίλαος αλλά κατά λάθος ακούμπησε για λίγο το χώμα και πέθανε αμέσως από το κοντάρι του Έκτορα. Έπειτα από αυτό το γεγονός, οι Αχαιοί ευχαριστημένοι για τη λύση του χρησμού ταυτόχρονα όμως και λυπημένοι για τον θάνατο του φίλου τους, βγήκαν έξω και η μάχη άρχισε. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Αχιλλέας μονομάχησε με τον Κύκνο που είχε την ικανότητα να μην τον πληγώνει κανένα χάλκινο όπλο. Έτσι με δυσκολία, ο Αχιλλέας τον νίκησε, ρίχνοντας του μια μεγάλη πέτρα στο κεφάλι του. Η μάχη αυτή ήταν τόσο σφοδρή έτσι που όταν ανέφεραν τις επιτυχίες του Αχιλλέα, ανέφεραν τη μάχη του με τον Κύκνο μαζί με τις μάχες του με τον Έκτορα και τον Μέμνονα.

Πρεσβεία στους Τρώες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπειτα τη μονομαχία του Αχιλλέα και του Κύκνου, οι Τρώες από τον φόβο τους μπήκαν μέσα στη πόλη τους φοβισμένοι. Εν τω μεταξύ οι Αχαιοί διαλέγουν αρχηγούς για τη πρεσβεία που θέλουν να στείλουν στους Τρώες. Ο Αχιλλέας αρνείται να γίνει μέρος της πρεσβείας και έτσι ο Οδυσσέας και ο Μενέλαος πηγαίνουν στην Τροία χωρίς εκείνον.

Ο Αχιλλέας στα εννέα πρώτα χρόνια του Τρωικού Πολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Αχιλλέας επιδένει το τραύμα του Πάτροκλου (Ερυθρόμορφη Κύλιξ του 500 π.Χ., Άλτες Μουζέουμ,
Βερολίνο
)

Η συνάντηση του Αχιλλέως και της Ωραίας Ελένης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έτσι όπως λέγεται κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Αχιλλέας αναρωτιόταν για ποια πολεμούσε καθώς ποτέ δεν είχε γνωρίσει την Ωραία Ελένη. Αυτό το αίτημα το εκπλήρωσε η Θέτις με τη βοήθεια της θεάς Αφροδίτης. Κατά τη διάρκεια μιας νύχτας, η θεά Αφροδίτη έβγαλε την Ωραία Ελένη από την αγκαλιά του Πάρη και την οδήγησε στον Αχιλλέα. Κι οι δύο συζήτησαν αλλά η πηγή που αναφέρει το περιστατικό (δηλαδή τα Κύπρια Έπη) δεν έχουν σωθεί ολόκληρα.

Οι εκστρατείες του Αχιλλέα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Έλληνες πολιορκούσαν την Τροία επί δέκα χρόνια. Οι περισσότερες πληροφορίες που διασώζονται αφορούν το τελευταίο έτος του πολέμου, με αποτέλεσμα για τα εννέα πρώτα χρόνια να διαθέτουμε λιγότερα στοιχεία. Μετά την αρχική αποβίβαση και την εδραίωσή τους στην παράκτια ζώνη της Τρωάδας, άρχισαν να λεηλατούν την ύπαιθρο, να κατακτούν τις παρακείμενες στην Τροία σύμμαχές της πόλεις, ακόμη και να λεηλατούν τις απέναντι θρακικές ακτές. Η Τροία δεν είχε δεχτεί κάποια συνδυασμένη μαζική πολιορκία ως και το ένατο έτος των επιχειρήσεων και η επικοινωνία της με τη μικρασιατική ενδοχώρα συνεχίζονταν ανενόχλητα. Από την πλευρά τους οι Έλληνες δέχονταν σημαντικές στρατιωτικές ενισχύσεις ακόμη και πριν το τέλος του πολέμου. Παρόλα αυτά δεν κατάφεραν να διεισδύσουν στην ενδοχώρα και να περικυκλώσουν τους Τρώες, οι οποίοι διατηρούσαν επαφές ακόμη και με τους συμμάχους τους στην ευρωπαϊκή ακτή.

Ο Αχιλλέας ήταν ο πιο ενεργός ήρωας των Αχαιών. Σύμφωνα με τον Όμηρο κατέλαβε 11 πόλεις και 12 νησιά. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο λεηλάτησε τη χώρα του Αινεία, στην περιοχή της Τρωάδας και έκλεψε τα κοπάδια του. Επίσης κατέλαβε τη Λυρνησσό, την Πηδασσό, τη Λέσβο, την Κολοφώνα, τις Κλαζομενές και πολλές άλλες γειτονικές πόλεις.

Ανάμεσα στα λάφυρα από τις λεηλασίες ήταν και οι ιέρειες Βρισηίδα, από τη Λυρνησσό και η Χρυσηίδα, από τις Ιπποπλάκιες Θήβες, η οποία προσφέρθηκε στον Αγαμέμνονα. Ο Αχιλλέας αιχμαλώτισε και τον Λυκάονα, έναν από τους γιους του Πριάμου. Ο Πάτροκλος τον πούλησε αργότερα ως σκλάβο στη Λήμνο, όμως τον αγόρασε ο Αιτίωνας από την Ίμβρο και επανήλθε στην Τροία. Τον σκότωσε τελικά ο Αχιλλέας 12 ημέρες μετά το θάνατο του Πάτροκλου.

Η πολιορκία της Τροίας δεν ήταν τόσο στενή και έτσι οι Τρώες μπορούσαν να βγαίνουν από τη πόλη τους για βοσκή και άλλες σημαντικές για τους Τρώες δουλειές. Έτσι μια μέρα η Πολυξένη και ο αδελφός της ο Τρωίλος που ήταν 18 χρονών βγήκαν από την Τροία για να πάρουν νερό. Ο Τρωίλος ήταν καβάλα σε ένα άλογο ενώ η Πολυξένη είχε μια στάμνα μαζί της. Δυστυχώς για τα αδέλφια, ο Αχιλλέας είχε στήσει ενέδρα στη πηγή γιατί ένας χρησμός έλεγε ότι εάν ο Τρωίλος γινόταν 19 χρονών, τότε η Τροία θα έμενε απόρθητη. Καθώς η Πολυξένη γέμιζε τη στάμνα της, ο Αχιλλέας ορμά. Φοβισμένη φεύγει αλλά ξεχνάει τον αδελφό της, τον Τρωίλο ο οποίος τρέχει με το άλογο. Αλλά ο Αχιλλέας τον φτάνει, τον πιάνει και τον σκοτώνει στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα.

Η ανταρσία των Αχαιών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον ένατο χρόνο του πολέμου οι Αχαιοί στρατιώτες επαναστάτησαν. Ο λόγος της ανταρσίας ήταν η κόπωση που υπέστησαν σε αυτά τα εννέα χρόνια και η έλλειψη τροφής. Με μεγάλη δυσκολία ο Αγαμέμνονας και ο Αχιλλέας υπενθύμισαν το χρέος τους ενώ ο Παλαμήδης πήγε στη Δήλο για να φέρει τις Οινότροπες.

2η Λογομαχία Αγαμέμνονος - Αχιλλέως

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την Ιλιάδα, Ο Χρύσης, ιερέας του Απόλλωνα και πατέρας της Χρυσηίδας, προσήλθε στον Αγαμέμνονα και ζήτησε την απελευθέρωση της κόρης του. Όμως ο Αγαμέμνονας ήταν ανυποχώρητος και προσέβαλε βάναυσα τον ιερέα, ο οποίος προσευχήθηκε στον Απόλλωνα να πάρει εκδίκηση για την απαράδεκτη αυτή συμπεριφορά (ύβρις). Ο Απόλλωνας ανταποκρίθηκε και τιμώρησε με εξοντωτικό λοιμό τον αχαϊκό στρατό. Είναι χαρακτηριστικό της επικής ποίησης ότι οι Ολύμπιοι Θεοί τάσσονται με το ένα ή με το άλλο στρατόπεδο και κάποιοι μάλιστα (Αθηνά, Αφροδίτη, Άρης) παίρνουν μέρος κ’ οι ίδιοι στις μάχες. Τελικά, ο Αγαμέμνονας, για να απαλλαγεί από αυτή τη συμφορά αναγκάστηκε να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της. Για να καλυφθεί το κενό που δημιουργήθηκε απαίτησε και πήρε τη Βρισηίδα του Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας, το θεώρησε μεγάλη ατίμωση και αρνήθηκε να συνεχίσει να μάχεται. Η οργή του (μήνις) ήταν τόσο μεγάλη που παρακάλεσε τη μητέρα του Θέτιδα να μεσολαβήσει στον Δία για να προσφέρει συνεχείς επιτυχίες στους εχθρούς του Τρώες στις πολεμικές επιχειρήσεις. Καθώς η παλίρροια του πολέμου στρέφεται εναντίον των Αχαιών, ο Πάτροκλος πείθει τον Αχιλλέα να τον αφήσει να οδηγήσει τον στρατό των Μυρμιδόνων σε μάχη φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα, ώστε να νομίζουν οι Τρώες πως είναι ο ίδιος ο Αχιλλέας. Ο Πάτροκλος καταφέρνει να απωθήσει τις δυνάμεις των Τρώων, αλλά σκοτώνεται στη μάχη από τον Έκτορα. Τα νέα του θανάτου του Πάτροκλου φτάνουν στον Αχιλλέα μέσω του Αντίλοχου, και τον ρίχνουν σε βαθιά θλίψη. Ο πρώην απρόσβλητος και άθραυστος Αχιλλέας λυγίζει από πένθος, αλείβοντας το πρόσωπό του με τέφρα και επιβάλλοντας στο σώμα του νηστεία. Η οργή που ακολουθεί τον θάνατο του Πάτροκλου γίνεται το κύριο κίνητρο για τον Αχιλλέα να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης. Επιστρέφει στη μάχη με μοναδικό σκοπό να εκδικηθεί τον θάνατο του αγαπητού του φίλου με τη δολοφονία του Έκτορα, παρά την προειδοποίηση της μητέρας του Θέτιδος, ότι αυτό θα του κοστίσει τη ζωή. Μετά από τη θριαμβευτική νίκη του έναντι του Έκτορα, ο Αχιλλέας σέρνει το νεκρό σώμα γύρω από τα τείχη της Τροίας δεμένο πίσω από το άρμα του, πανηγυρίζοντας υβριστικά τη νίκη του.

Θάνατος του Αχιλλέα/Πολεμιστή της Τροίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αχιλλέας Θνήσκων στο Αχίλλειο μέγαρο στην Κέρκυρα

Οι θεοί βλέποντας ότι ο Αχιλλέας είχε σκοτώσει τόσους πολλούς, όρισαν ότι ήρθε η ώρα να πεθάνει, έτσι ένα δηλητηριώδες βέλος του Πάρη κατευθυνόμενο από τον θεό Απόλλωνα τον πέτυχε στην πτέρνα, το μόνο τρωτό του σημείο και τον σκότωσε. Κατά μία άλλη εκδοχή, ο Αχιλλέας έπεσε βαθιά ερωτευμένος με μια από τις Τρωικές πριγκίπισσες, την Πολυξένη και έτσι ζητάει από τον Πρίαμο το χέρι της σε γάμο. Ο Πρίαμος είναι πρόθυμος να το δώσει, επειδή έτσι θα σήμαινε το τέλος του πολέμου και θα κέρδιζε μια συμμαχία με τον μεγαλύτερο πολεμιστή του κόσμου. Όμως, ενώ ο Πρίαμος επιβλέπει τον ιδιωτικό γάμο της Πολυξένης και του Αχιλλέα, ο Πάρις, που θα έπρεπε να εγκαταλείψει την Ελένη αν ο Αχιλλέας παντρευτεί την αδελφή του, κρύβεται στους θάμνους και πετυχαίνει τον Αχιλλέα με θεϊκό βέλος, σκοτώνοντάς τον. Και οι δύο εκδοχές συμφωνούν ότι ο δολοφόνος του ενήργησε ύπουλα και χωρίς αξιοπρέπεια, λόγω της κοινής αντίληψης ότι ο Πάρις ήταν δειλός και όχι αντάξιος με τον αδερφό του, Έκτορα. Έτσι, δεν του αποδίδουν τιμές και θεωρείται ότι ο Αχιλλέας παρέμεινε αήττητος στο πεδίο της μάχης. Μετά τον θάνατο του, οι Αχαιοί ανέμειξαν τα οστά του με αυτά του Πάτροκλου και διοργάνωσαν επικήδειους αγώνες. Μετά τον θάνατο του πηγές αναφέρουν ότι, βρέθηκε παντρεμένος με την Ιφιγένεια στη Νήσο Λευκή. Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει επίσης τη συνάντηση του Αχιλλέα και του Πατρόκλου στον Άδη.

  1. Roller, Duane W. (11 Ιανουαρίου 2018). A Historical and Topographical Guide to the Geography of Strabo. Cambridge University Press. σελ. 675. ISBN 978-1-316-85070-1. 
  2. Kiriakou, Evangelos. «Βιώσιμη Ανάπτυξη». Municipality of Aigialeia. 
  • Gary B. Holland (1993). «Berkeley Linguistics Department - The name of Achilles:a revised etymology» (PDF).  (Αγγλικά)
  • Lorenzo Rocci (1956). Vocabolario Greco-Italiano. Società Ed. Dante Alighieri srl. σελ. 6.  (Ιταλικά)
  • Ιωάννης Κακριδής (2014). Ελληνική Μυθολογία, Τεύχος 5:Τρωικός Πόλεμος. Εκδοτική Αθηνών. σελίδες 22 – 160.  (Ελληνικά)
  • Βασίλειος Μανδηλαράς (1992) Παυσανία, Ελλάδος Περιήγησις, Αχαϊκά, Εκδόσεις Κάκτος