Μετάβαση στο περιεχόμενο

Όλυμπος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 40°05′00″N 22°21′00″E / 40.0833°N 22.35°E / 40.0833; 22.35

Όλυμπος


Άποψη του βουνού από τα ανατολικά

Όλυμπος is located in Ελλάδα
Όλυμπος
Όλυμπος
Ύψος 2.917,727[1] μέτρα
Κορυφή Μύτικας
Γεωγραφικά στοιχεία
Γεωγραφικό Διαμέρισμα Θεσσαλία
Μακεδονία
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Όλυμπος (αποσαφήνιση).

Ο Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας,[2][3] γνωστό παγκοσμίως για το μυθολογικό του πλαίσιο, καθώς στην κορυφή του (Μύτικας, ακριβές υψόμετρο 2.917,727[1] μέτρα) κατοικούσαν οι Δώδεκα «Ολύμπιοι» Θεοί σύμφωνα με τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων. Είναι επίσης το δεύτερο σε ύψος βουνό στα Βαλκάνια, με πρώτο τη Ρίλα (περίπου 7 μέτρα διαφορά) στη Βουλγαρία.[4][5] Ο συμπαγής ορεινός του όγκος βρίσκεται στα όρια[6] της Θεσσαλίας με τη Μακεδονία, μια σειρά από ψηλές κορυφές που αυλακώνουν βαθιές χαράδρες, γύρω από τις οποίες εκτείνεται μια περιοχή ιδιαίτερης βιοποικιλότητας. Για την προστασία της περιοχής, ανακηρύχθηκε το 1938 ως ο πρώτος Εθνικός Δρυμός της Ελλάδας, ενώ αργότερα το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού ανακήρυξε τον Όλυμπο ως αρχαιολογικό και ιστορικό τόπο λόγω των διάσπαρτων μνημείων του.[7]

Για την ετυμολογία της ορεωνυμίας «Όλυμπος» έχουν εκφραστεί διάφορες εκδοχές (ουρανός, λαμπρός, ψηλός, βράχος κ.ά.). Σύμφωνα με μία εκδοχή, η λέξη Όλυμπος είναι προελληνικό τοπωνύμιο άγνωστης προέλευσης, του οποίου η αρχική σημασία θα πρέπει να ήταν απλά «βουνό».[8]

Ο Όλυμπος, το υψηλότερο βουνό της Ελλάδας βρίσκεται στα νοτιοδυτικά όρια της Μακεδονίας με τη Θεσσαλία, ορίζοντας τα σύνορα των νομών Πιερίας και Λάρισας. Η επίδραση της βροχής και του ανέμου σε συνδυασμό με τις συχνά βίαιες δυνάμεις της φύσης διαμόρφωσαν τη σημερινή μορφή του Ολύμπου που υψώνεται σχεδόν στα 3.000 μέτρα. Βρίσκεται περίπου 18 χλμ. από την παραλία του Λιτόχωρου.

Δορυφορική φωτογραφία της περιοχής του Ολύμπου

Τα όρια του βουνού εκτείνονται σχεδόν κυκλικά σε περίμετρο 150 χλμ., με μέση διάμετρο 26 χλμ. ως εξής: στα βορειοδυτικά, ξεκινώντας από το βλαχοχώρι του Κοκκινοπηλού, το Μακρύρεμα χωρίζει τον Όλυμπο από τον ορεινό όγκο της Βουλγάρας και στις βορειοανατολικές υπώρειες συναντούμε τα χωριά Πέτρα, Βροντού και Δίον ενώ στην ανατολική πλευρά υπάρχει η κωμόπολη του Λιτόχωρου, όπου καταλήγει το φαράγγι του Ενιπέα (Βύθου), που κόβει στη μέση τον ορεινό όγκο. Στη νοτιοανατολική πλευρά η χαράδρα της Ζηλιάνας αποτελεί φυσικό διαχωριστικό όριο από τον Κάτω Όλυμπο ενώ στις νοτιοδυτικές υπώρειες βρίσκονται τα χωριά Συκαμινέα και Καρυά. Δυτικά τα όρια ορίζονται από τη Μονή Αγίας Τριάδας Σπαρμού και το χωριό Πύθιο.

Στις υπώρειες του Ολύμπου εκτείνεται το Ξηροκάμπι, ζώνη με χαμηλή βλάστηση και μικροπανίδα και πιο ανατολικά η εύφορη πεδιάδα του Δήμου Δίου, την οποία διασχίζουν τα ρέματα του Ολύμπου, προτού καταλήξουν στο Θερμαϊκό Κόλπο.

Ο Όλυμπος είναι ένα συμπαγές, σχετικά μικρό σε έκταση (600 τετραγωνικά χιλιόμετρα) αλλά πολύκορφο και βραχώδες βουνό με σχεδόν κυκλικό σχήμα. Από τα σχετικά νεώτερα βουνά, αφού η ηλικία των κυρίως πετρωμάτων του υπολογίζεται ότι δεν ξεπερνά τα 200.000.000 χρόνια, όταν το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδας -και της Μεσογείου- βρισκόταν στον πυθμένα μιας ρηχής θάλασσας, όπου αποτέθηκαν τα κύρια υλικά, από τα οποία αργότερα σχηματίσθηκαν τα σημερινά πετρώματα. Τα διάφορα γεωλογικά γεγονότα που ακολούθησαν, προκάλεσαν την ανάδυση όλης της περιοχής και τον βυθό της Θάλασσας.

Πριν από 1.000.000 χρόνια οι παγετώνες κάλυψαν τον Όλυμπο και δημιούργησαν τα πλατώματα και τα κοιλώματα του βουνού. Με την άνοδο της θερμοκρασίας που ακολούθησε οι πάγοι έλιωσαν και οι χείμαρροι που δημιουργήθηκαν παρέσυραν μεγάλες ποσότητες θρυμματισμένων πετρωμάτων στα χαμηλότερα σημεία σχηματίζοντας τα αλλουβιακά ριπίδια που απλώνονται σ' ολόκληρη την περιοχή από τους πρόποδες του βουνού μέχρι την θάλασσα.

Ο Όλυμπος, όπως φαίνεται από την Πέτρα Πιερίας
3D μοντελοποίηση του Ολύμπου

Η πολύπλοκη γεωλογική ιστορία της περιοχής καταφαίνεται και από τη μορφολογία του Εθνικού Δρυμού και όλου του Ολύμπου: Χαρακτηριστικό του είναι οι βαθιές χαράδρες και οι δεκάδες ομαλές κορυφές, αρκετές από τις οποίες με υψόμετρο πάνω από 2.000 μ., όπως ο Άγιος Αντώνιος (2.815 μ.),ο Καλόγερος (2.700 μ.), η Τούμπα (2.801 μ.) και ο Προφήτης Ηλίας (2.803 μ.). Ωστόσο, οι κεντρικές, σχεδόν κάθετες βραχώδεις κορυφές είναι αυτές που εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη, στο ύψος του Λιτόχωρου όπου το ανάγλυφο του βουνού διαγράφει στον ορίζοντα ένα εμφανές «V» ανάμεσα σε δύο σχεδόν ισοϋψείς κορυφές: Στο αριστερό σκέλος είναι η ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας, ο Μύτικας (γνωστή και ως Πάνθεον[9] - 2.917,727 μ.) ενώ στο δεξιό, το Στεφάνι («Θρόνος Διός» – 2.909,94 μ.[10]), συνιστά την πιο εντυπωσιακή και απόκρημνη κορυφή του Ολύμπου, με τα τελευταία 200 μ., που υψώνονται κατακόρυφα, να είναι τα πιο απαιτητικά στην ανάβαση. Νοτιότερα, το Σκολιό (τρίτη σε ύψος κορυφή στα 2.905,45 μέτρα[10]), ολοκληρώνει ένα τόξο περίπου 200 μοιρών, με τις ορθοπλαγιές να σχηματίζουν στη δυτική πλευρά ως τείχος μια εντυπωσιακή βαραθρώδη αμφιθεατρική κοιλότητα βάθους 700 μ. και περιφέρειας 1.000 μ.: τα «Μεγάλα Καζάνια». Στην ανατολική πλευρά των ψηλών κορυφών, οι απότομες πλαγιές τους σχηματίζουν παράλληλες ζωνοειδείς πτυχώσεις, τα «Ζωνάρια». Από εκεί, ακόμα στενότερες και απότομες χαρακώσεις, τα «Λούκια» οδηγούν στην κορυφή.

Ο Θρόνος του Δία (Στεφάνι)

Στη βόρεια πλευρά, ανάμεσα στο Στεφάνι και τον Προφήτη Ηλία, εκτείνεται το «Οροπέδιο των Μουσών» στα 2.550 μ. ενώ νοτιότερα, στο κέντρο σχεδόν του ορεινού όγκου, συναντάμε το εκτεταμένο αλπικό λιβάδι της Μπάρας σε υψόμετρο 2.350 μ.

Οι πολλές χαράδρες και ρεματιές δίνουν στον Όλυμπο μια εικόνα σπάνιας ομορφιάς. Χαρακτηριστικότερες χαράδρες αυτή του Μαυρόλογγου-Ενιπέα (14 χλμ.) και του Μαυρατζά-Σπαρμού (13 χλμ.) που ενώνονται σχεδόν στη θέση Μπάρα και «κόβουν» τον ορεινό όγκο σε δύο ελλειψοειδή τμήματα. Στους νότιους πρόποδες, η μεγάλη ρεματιά της Ζιλιάνας, μήκους 13 χλμ. αποτελεί φυσικό σύνορο που χωρίζει το βουνό από τον Κάτω Όλυμπο. Επίσης υπάρχουν αρκετά βάραθρα καθώς και μια σειρά από σπήλαια, πολλά από τα οποία μένουν ακόμα ανεξερεύνητα.

Ο καταρράκτης στον Ενιπέα, Πριόνια

Η φύση και η διάταξη των πετρωμάτων σε συνδυασμό με το κλίμα ευνοούν την εμφάνιση πολλών πηγών, κυρίως κάτω από τα 2.000 μ., μικρών εποχιακών λιμνών και χειμάρρων, και ενός μικρού ποταμού, του Ενιπέα, που οι πηγές του βρίσκονται στη θέση Πριόνια και οι εκβολές του στο Αιγαίο.

Το σχήμα του Ολύμπου, η πολύμορφη και ευμετάβλητη γοητεία της φύσης του, οι ψηλές κορυφές του, γεμάτες ομίχλη και χαμηλά σύννεφα που φέρνουν συχνά καταιγίδες, προκάλεσαν δέος και θαυμασμό στον προϊστορικό άνθρωπο που κατοίκησε στους πρόποδές του, όπου η αρχαιολογική σκαπάνη αποκαλύπτει σήμερα ευρήματα από οικισμούς της εποχής του σιδήρου. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι της περιοχής θα δημιουργήσουν τους θρύλους που αργότερα θα αποδώσουν το Δωδεκάθεο των Αρχαίων Ελλήνων.

Οι δώδεκα θεοί κατοικούν στα φαράγγια, «τις πτυχές του Ολύμπου» όπως τα αποκαλεί ο Όμηρος- όπου βρίσκονται και τα παλάτια τους. Το Πάνθεον (ο σημερινός Μύτικας), είναι το σημείο συνάντησής τους. Ο θρόνος του Δία (το σημερινό Στεφάνι), φιλοξενεί αποκλειστικά τον αρχηγό των θεών, τον Δία (Ζευς). Ο Όλυμπος στην Ιλιάδα ονομάζεται μέγας, μακρύς, αιγλήεις (δηλ. λαμπρός), πολύδενδρος.

Στις ανατολικές παρυφές του Ολύμπου, στην Πιερία, η μυθολογική παράδοση τοποθέτησε τις εννέα Μούσες, προστάτιδες των Καλών Τεχνών, θυγατέρες του Δία και της Τιτανίδας Μνημοσύνης.

Η ιστορία στάθηκε πολυτάραχη στον Όλυμπο, η ευρύτερη περιοχή του οποίου, πέρα από ιερό προσκύνημα, αποτέλεσε πεδίο μαχών για τον έλεγχο της πρόσβασης από τη Θεσσαλία στη Μακεδονία από τα αρχαία χρόνια. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας το βουνό υπήρξε κρησφύγετο και ορμητήριο διασήμων κλεφτών και αρματολών.

Στον Όλυμπο ιδρύθηκε το δεύτερο αρματολίκι στην Ελλάδα, με επικεφαλής τον Καρά Μιχάλη, το 1489. Η δράση των κλεφτών στον Όλυμπο έκαναν τους Τούρκους να ξεσπάσουν την οργή τους στη σύμμαχο των κλεφτών (στα τέλη του 17ου αιώνα) Μηλιά, την οποία κατέστρεψαν. Την περίοδο εκείνη έδρα του αρματολικίου του Ολύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας γίνεται το Λιβάδι Ολύμπου και πρώτος αναγνωρισμένος διοικητής του ανέλαβε ο Πάνος Ζήδρος. Το 18ο αιώνα οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να αντικαταστήσουν τους αρματολούς (οι οποίοι μεταπήδησαν πολλές φορές στην τάξη των κλεφτών) με Τουρκαλβανούς αρματολούς, οι οποίοι λυμαίνονταν την ύπαιθρο της Μακεδονίας. Ωστόσο, μέχρι τη συνθηκολόγησή τους με τον Αλή Πασά, οι αρματολοί του Ολύμπου δε σταμάτησαν να αγωνίζονται σε στεριά και σε θάλασσα. Μεγάλα ονόματα που έδρασαν εκεί και σε άλλες περιοχές συμπεριλαμβάνουν τον Νικοτσάρα, τον Γεωργάκη Ολύμπιο και την οικογένεια των Λαζαίων.

Στις αρχές του 20ού αιώνα έως και τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, έδρασαν εδώ ληστές -γνωστότερος ο διαβόητος Γιαγκούλας. Κατά την εισβολή των Γερμανών το 1941 ο ελληνικός στρατός μαζί με μονάδες Νεοζηλανδών και Αυστραλών έδωσαν σημαντικές μάχες. Αμέσως μετά φώλιασε εδώ η Εθνική Αντίσταση ενώ λίγο αργότερα στο Λιτόχωρο άναψε η σπίθα που οδήγησε στον εμφύλιο.

Η κατάκτηση των κορυφών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Έλληνας κυνηγός και ορειβάτης, Χρήστος Κάκαλος

Στις κορυφές του Ολύμπου, «Πάνθεον» και «Θρόνο Διός» (Μύτικας και Στεφάνι αντίστοιχα), όπου τοποθέτησαν την κατοικία του Δωδεκάθεου, οι αρχαίοι πιθανότατα δεν επιχείρησαν ποτέ να πατήσουν, όπως φανερώνει η απουσία σχετικών στοιχείων. Φθάνανε όμως σίγουρα μέχρι την πλησιέστερη κορυφή, που σήμερα ονομάζεται Άγιος Αντώνιος, απ'όπου είχαν οπτική επαφή με την κορυφή και εκεί άφηναν τα αφιερώματά τους, όπως μαρτυρούν σχετικά πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα.

Τα νεώτερα χρόνια μια σειρά εξερευνητών προσπάθησε να μελετήσει το βουνό και να κατακτήσει, ανεπιτυχώς, την κορυφή του: ενδεικτικά αναφέρουμε τον Γάλλο αρχαιολόγο Λεόν Οζέ (1855), τον Γερμανό γεωγράφο Χάινριχ Μπατ (1862) και τον Γερμανό μηχανικό Ε. Ρίχτερ, που το 1911, προσπαθώντας να κατακτήσει την κορυφή πιάστηκε αιχμάλωτος από ληστές, που πιθανότατα είχαν πολιτικά κίνητρα, καθώς η περιοχή βρισκόταν ακόμα υπό τουρκικό ζυγό.

Ήταν ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση, στις 2 Αυγούστου[11] του 1913, που κατακτήθηκε η απάτητη -μέχρι εκείνη τη στιγμή- κορφή του Ολύμπου. Οι Ελβετοί Φρεντερίκ Μπουασονά και Ντανιέλ Μπο Μποβί, με τη βοήθεια ενός κυνηγού αγριοκάτσικων από το Λιτόχωρο, του Χρήστου Κάκαλου, έγραψαν το όνομά τους στην ιστορία της ψηλότερης κορυφής της Ελλάδας. Ο Κάκαλος, που είχε μεγάλη εμπειρία στον Όλυμπο, ήταν και ο πρώτος από τους τρεις που σκαρφάλωσε στο Μύτικα. Στη συνέχεια και μέχρι το θάνατό του, το 1976, θα γίνει ο επίσημος οδηγός του Ολύμπου. Μαζί του θα κατακτήσει το 1921 ο Ελβετός Μαρσέλ Κουρτς τη δεύτερη κορυφή του Ολύμπου, το Στεφάνι, δίνοντας του για πρώτη φορά και το υψόμετρό του (2.909,94μ.), όπως έδωσε και στον Μύτικα (2.917,85 μ.)[10] με την μέθοδο της στερεο-φωτογραμμετρίας.

Αποτέλεσμα των εξερευνήσεων του Κουρτς ήταν η έκδοση, το 1923, του βιβλίου «Le Monte Olympé»[12] που περιελάμβανε και τον πρώτο λεπτομερή χάρτη των κορυφών.[13] Το 1928 θα ανεβεί με τον Κάκαλο στον Όλυμπο και ο ζωγράφος Βασίλης Ιθακήσιος, φθάνοντας στη σπηλιά που θα ονομάσει «Άσυλο των Μουσών» και θα περάσει πολλά καλοκαίρια, ζωγραφίζοντας θέματα από το βουνό. Αργότερα, ο Όλυμπος θα φωτογραφηθεί και θα χαρτογραφηθεί αναλυτικά ενώ στις πιο απόκρημνες κορυφές του θα λάβουν χώρα μια σειρά από επιτυχημένες αναρριχήσεις καθώς και χειμερινές αναβάσεις υπό δύσκολες καιρικές συνθήκες.

Αρχαία και μεσαιωνικά μνημεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ολόκληρος ο Πιερικός Όλυμπος κηρύχθηκε αρχαιολογικός και ιστορικός χώρος προκειμένου να διαφυλαχθεί η μνημειακή και ιστορική του όψη. Στα 5 χλμ. από την θάλασσα, βρίσκεται το Δίον, ιερή πόλη των αρχαίων Μακεδόνων αφιερωμένη στο Δία και στους δώδεκα Θεούς. Η ακμή του τοποθετείται ανάμεσα στον 5ο π.Χ. και τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Οι συνεχιζόμενες ανασκαφές, που άρχισαν το 1928, αποκάλυψαν πλούσια ευρήματα της μακεδονικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. Σήμερα, ένα μοναδικό αρχαιολογικό πάρκο 2.000 στρεμμάτων περιμένει τον επισκέπτη στο Δίον, με την αρχαία πόλη και τους λατρευτικούς χώρους-ιερά, που βρισκόταν έξω από τα τείχη της. Πολλά αγάλματα και άλλα ανεκτίμητης αξίας αντικείμενα φυλάσσονται στο γειτονικό μουσείο του Δίου.

Η Πίμπλεια και τα Λείβηθρα, άλλες δύο αρχαίες πόλεις στην περιοχή του Ολύμπου, σχετίζονται με τον μύθο του Ορφέα και τα ορφικά μυστήρια. Τον Ορφέα, γιο του Απόλλωνα και της Μούσας Καλλιόπης, η παράδοση θέλει να διδάσκει από εδώ τις μυστηριακές τελετές λατρείας του Διονύσου. Δίπλα στη θάλασσα, σε στρατηγική θέση στις πύλες της Μακεδονίας, ορθώνεται το κάστρο του Πλαταμώνα, που κτίστηκε ανάμεσα στον 7ο και 10 μ.Χ. αιώνα στην αρχαία πόλη Ηράκλεια.

Χριστιανικά μνημεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Θέα από τη Μονή Αγίας Τριάδας

Στην περιοχή του Ολύμπου υπάρχουν και αρκετά χριστιανικά μνημεία, ανάμεσά τους και το ξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, στην ομώνυμη κορυφή (2.803 μ.), το οποίο κτίστηκε τον 16ο αιώνα από τον Όσιο Διονύσιο τον εν Ολύμπω, που ίδρυσε και την σημαντικότερη μονή της περιοχής.

Η Παλαιά Μονή Αγίου Διονυσίου βρίσκεται σε υψόμετρο 820 μ. μέσα στη χαράδρα του ποταμού Ενιπέα, που είναι και οδικά προσβάσιμη από το Λιτόχωρο. Λεηλατήθηκε και κάηκε από τους Τούρκους, ενώ το 1943 καταστράφηκε από τους Γερμανούς κατακτητές, που υποπτεύονταν ότι αποτελούσε άντρο ανταρτών. Σήμερα έχει μερικώς αναστηλωθεί και λειτουργεί ως μετόχι της Νέας Μονής Διονυσίου, που βρίσκεται έξω από το Λιτόχωρο. Κοντά στο παλιό μοναστήρι, υπάρχει ακόμα το παρεκκλήσι της Γέννησης, σε ένα τοπίο μέσα σε ένα σπήλαιο με μια πηγή που αναβλύζει από το βράχο, όπου και πρωτομόνασε ο Όσιος Διονύσιος. Η μνήμη του Οσίου Διονυσίου εορτάζεται στις 23 Ιανουαρίου.

Σε δεσπόζουσα θέση σε υψόμετρο 820 μ. στην χαράδρα της Ζηλιάνας, στις νότιες παρυφές του Ολύμπου βρίσκεται η Μονή Κανάλων, σε απόσταση 8 χλμ. από το χωριό Καρυά. Ιδρύθηκε το 1684 και από το 2001 ανακαινίστηκε και λειτουργεί ως γυναικεία μονή. Δυτικότερα, στην έξοδο του ρέματος του Μαυρατζά και σε υψόμετρο 1.020 μ. βρίσκεται η Μονή Αγίας Τριάδας του Σπαρμού, που ήκμασε στις αρχές του 18ου αιώνα και διέθετε μεγάλη περιουσία και βοήθησε να ιδρυθεί η μεγάλη σχολή της Τσαριτσάνης. Είχε εγκαταλειφθεί το 1932 και από το 2000 ανακαινίστηκε πλήρως και επαναλειτουργεί ως αντρικό μοναστήρι, υπαγόμενο στη Μητρόπολη Ελασσόνας.

Η κορυφή του Μύτικα.

Σε γενικές γραμμές το κλίμα στον Όλυμπο μπορεί να χαρακτηριστεί μεσογειακού τύπου με ηπειρωτική επίδραση. Οι κατά τόπους διαφοροποιήσεις που παρουσιάζονται, είναι αποτέλεσμα της επίδρασης της θάλασσας και του έντονου ανάγλυφου της περιοχής.

Στις χαμηλότερες περιοχές (Λιτόχωρο και πρόποδες) το κλίμα είναι τυπικά μεσογειακό, δηλαδή θερμό και ξηρό το καλοκαίρι – υγρό και ψυχρό τον χειμώνα. Στις υψηλότερες περιοχές είναι πιο υγρό και πιο τραχύ, με εντονότερα φαινόμενα: σ' αυτές τις περιοχές πέφτει συχνά χιόνι όλο το χειμώνα, ενώ η βροχή και το χιόνι είναι συνηθισμένα φαινόμενα και το καλοκαίρι. Η θερμοκρασία κυμαίνεται το χειμώνα από -10 °C μέχρι 20 °C και το καλοκαίρι γενικά από 0 °C μέχρι 20 °C, ενώ οι άνεμοι είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Σε γενικές γραμμές, κάθε 200 μ. υψόμετρου η θερμοκρασία πέφτει κατά 1 °C. Όσο ανεβαίνει το υψόμετρο, τα φαινόμενα γίνονται εντονότερα και οι διακυμάνσεις στη θερμοκρασία και την υγρασία συχνά απότομες. Οι παραθαλάσσιες βορειανατολικές πλευρές του Ολύμπου δέχονται περισσότερες βροχές από τις ηπειρωτικές νοτιοδυτικές, με αποτέλεσμα σαφή διαφορά στη βλάστηση, που είναι πλουσιότερη στις πρώτες. Ο πιο θερμός μήνας είναι ο Αύγουστος ενώ ο πιο ψυχρός ο Φεβρουάριος.

Η ψηλότερη ζώνη του βουνού, πάνω από τα 2.000 μ., καλύπτεται από χιόνια για εννέα περίπου μήνες (Σεπτέμβριο - Μάιο). Σε ορισμένα σημεία οι άνεμοι συγκεντρώνουν χιόνι πάχους 8-10 μέτρων (ανεμοσούρια), ενώ σε μερικές βαθιές χαράδρες το χιόνι διατηρείται σε όλη τη διάρκεια του έτους (αιώνιο χιόνι). Για την αλπική αυτή περιοχή του Ολύμπου έγιναν μετρήσεις τη δεκαετία του 1960 από το πρώτο ορεινό μετεωροσκοπείο στην Ελλάδα, που λειτούργησε στην κορυφή Άγιος Αντώνιος (2.815 μ.), παρέχοντας μια σειρά από ενδιαφέροντα στοιχεία για το κλίμα του βουνού. Η μέση θερμοκρασία είναι -5 °C το χειμώνα και 10 °C το καλοκαίρι. Τα μέσα ετήσια βροχομετρικά ύψη κυμαίνονται από 149 cm στα Πριόνια (1.100 μ.) έως 170 cm στον Άγιο Αντώνιο, από τα οποία τα μισά περίπου είναι καλοκαιρινές βροχοπτώσεις-χαλαζοπτώσεις και τα υπόλοιπα χειμερινές χιονοπτώσεις. Μέσα στην ίδια ημέρα ο καιρός μπορεί να αλλάξει αρκετές φορές.

Τους καλοκαιρινούς μήνες οι βροχοπτώσεις είναι πολύ συχνές και συνήθως εκδηλώνονται ως απογευματινές καταιγίδες, που αρκετές φορές συνοδεύονται από χαλαζόπτωση και ισχυρούς ανέμους. Παρ' όλα αυτά, οι πηγές νερού πάνω από τα 2.000 μ. είναι σπάνιες και οι επισκέπτες θα πρέπει να μεριμνήσουν ώστε να έχουν πάντα μαζί τους νερό και φυσικά τον απαραίτητο ρουχισμό για κάθε καιρικό ενδεχόμενο.

Η έρευνα των φυτών του Ολύμπου άρχισε πριν 150 χρόνια: το 1836 ο Γάλλος βοτανολόγος Οσέρ-Ελουά μελέτησε τα φυτά του Ολύμπου. Σύμφωνα με τις μελέτες τους, ο Εθνικός Δρυμός χαρακτηρίζεται από τις πλουσιότερες σε χλωρίδα περιοχές της Ελλάδας, με περίπου 1.700 είδη και υποείδη, που αντιστοιχούν περίπου στο 25% της ελληνικής χλωρίδας. Από αυτά, τα 187 χαρακτηρίζονται ως σημαντικά, 56 είναι ενδημικά ελληνικά εκ των οποίων 23 τοπικά ενδημικά, δηλ. βρίσκονται μόνο στον Όλυμπο και 16 είναι σπάνια στην Ελλάδα ή και εμφανίζουν τα ακραία όρια εξάπλωσής τους στη Βόρεια Ελλάδα. Τα περισσότερα από αυτά που βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο είναι τα συνηθισμένα μεσογειακά και κεντροευρωπαϊκά είδη. Το είδος Jankaea heldreichii, φυτικό λείψανο από την εποχή των παγετώνων, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους επιστήμονες.

Η έντονη ποικιλότητα του ανάγλυφου, ο διαφορετικός προσανατολισμός των πλαγιών και η θέση τους σε σχέση με την Θάλασσα επηρεάζουν κατά τόπους το κλίμα του Ολύμπου με αποτέλεσμα να επικρατούν τοπικές συνθήκες μικροκλίματος που σε συνδυασμό με το γεωλογικό υπόβαθρο και το έδαφος, ευνοούν την ανάπτυξη ιδιαιτέρων τύπων βλάστησης και χαρακτηριστικών βιοτόπων αντίστοιχα.

Η βλάστηση του Ολύμπου και ιδιαίτερα η κατατομή της, παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες.[14] Γενικά, η βορειοανατολική πλευρά του Ολύμπου είναι πυκνά δασωμένη και ναπώδης, αφού δέχεται και τις περισσότερες βροχές, ενώ η νοτιοδυτική έχει σημαντικά αραιότερη βλάστηση. Επίσης, ενώ στις γειτονικές οροσειρές των Πιερίων, του Κάτω Ολύμπου και της Όσσας υπάρχει μια σαφής διαδοχή των ζωνών βλάστησης, ακολουθώντας το υψόμετρο, στον Όλυμπο παρατηρείται αναρχία στη διαδοχή των ζωνών βλάστησης. Το γεγονός αυτό οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία μικροκλιμάτων που δημιουργεί το ανάγλυφο της περιοχής.

Υπάρχουν γενικά τέσσερις διαδοχικές ζώνες βλάστησης που παρατηρούνται στον Όλυμπο χωρίς σαφή όρια μεταξύ τους και είναι οι ακόλουθες:

Μεσογειακή ζώνη βλάστησης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το υψόμετρο των 300 μ. μέχρι και τα 500 μ. απαντάται η μεσογειακή ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων (μακκία). Εκτός από την αριά (Quercus ilex) και τη γλυστροκουμαριά (Arbutus andrachne), απαντώνται το πουρνάρι (Quercus coccifera), η ήμερη κουμαριά (Arbutus unedo), το φυλλίκι ή ή φυλλιρέα (Phillyrea latifolia), η δάφνη (Laurus nobilis), το αγριόκεδρο (Juniperus oxycedrus) και άλλα. Από τα φυλλοβόλα είδη τα συνηθέστερα είναι ο φράξος (Fraxinus ornus), το τρίλοβο σφενδάμι (Acer monspessulanum), η κουτσουπιά (Cercis siliquastrum), η κοκορεβιθιά (Pistacia terebinthus), ο κότινος (Cotinus coggygria), η οστρυά (Ostrya carpinifolia), η κρανιά (Cornus mas) και άλλα.

Ζώνη δασών οξιάς – ελάτης και ορεινών κωνοφόρων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Δάσος μαυροπεύκης (Pinus nigra) κοντά στο καταφύγιο του Σταυρού
Δάσος από οξιές στο μονοπάτι από τα Πριόνια προς τον κυρίως Όλυμπο.

Η ζώνη των αείφυλλων πλατύφυλλων αντικαθίσταται βαθμιαία από τα οικοσυστήματα της μαύρης πεύκης (Pinus nigra var.pallasiana) που σχηματίζει συμπαγείς συστάδες και είναι χαρακτηριστικό ότι λείπει παντελώς η ενδιάμεση ζώνη των φυλλοβόλων δρυών, αν και άτομα των ειδών αυτών απαντώνται σποραδικά μέσα σε συστάδες μαύρης πεύκης. Στις βόρειες πλαγιές της κοιλάδας του Ξηρόλακκου και σε υψόμετρο μεταξύ 600 και 700 μ. βρίσκεται υψηλό δάσος χνοώδους δρυός (Quercus pubescens) εκτάσεως περίπου 1.200 στρ..

Η μαύρη πεύκη κυριαρχεί στην ανατολική και βόρεια πλευρά του βουνού από τα 500 έως τα 1.700 μ. υψόμετρο. Στη ζώνη αυτή εμφανίζεται επίσης η υβριδογενής ελάτη (Abies hybridogenus borissi-regis) σε μικρές ομάδες και λόχμες, μέχρι και μικρές συστάδες, ιδιαίτερα στη χαμηλότερη περιοχή και στις θέσεις Ναούμη (δυτικά) και Σταλαματιά και Παλιόκαστρο (ανατολικά), όπου απαντάται σε μίξη με τη μαύρη πεύκη και το ρόμπολο (Pinus heldreichii). Επίσης, στη ζώνη αυτή απαντάται και η οξιά (Fagus sylvatica), η οποία, ενώ στα γειτονικά βουνά της Όσσας και των Πιερίων δημιουργεί εκτεταμένη ζώνη βλάστησης, στον Όλυμπο περιορίζεται σε μικρές συστάδες, που εμφανίζονται σαν νησίδες και βρίσκονται κυρίως στις υγρότερες θέσεις και στα καλύτερα εδάφη.

Ιδιαίτερα πλούσια ποικιλία δένδρων και θάμνων βρίσκεται στην κοιλάδα του Ενιπέα. Εκεί μπορεί να δει κανείς τη φτελιά (Ulmus glabra), την αγριοκερασιά (Prunus cerasifera), τον ίταμο (Taxus baccata), τη λεπτοκαρυά (Corylus avellana), το αρκουδοπούρναρο (Ilex aquifolium), την κρανιά (Cornus mas), ο φράξος (Fraxinus ornus) και το σφενδάμι (Acer monspessulanum) και μια σημαντική ποικιλία από ποώδη φυτά. Τα φαράγγια και οι ρεματιές καλύπτονται από πλατάνια (Platanus orientalis), ιτιές (Salix cínerea), σκλήθρα και παρόχθια βλάστηση.

Ζώνη ψυχρόβιων κωνοφόρων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χαρακτηριστικό είδος της ζώνης αυτής είναι το ρόμπολο (Pinus heldreichii). Το σπάνιο αυτό είδος πεύκης εμφανίζεται σποραδικά από τα 1000 μ. υψόμετρο και βαθμιαία αντικαθιστά τη μαύρη πεύκη, ενώ από τα 1400 μ. και πάνω, δημιουργεί σχεδόν αμιγές δάσος. Από τα 2000 μ. υψόμετρο το δάσος αρχίζει και αραιώνει, ενώ φτάνει μέχρι τα 2750 μ. δημιουργώντας έτσι το υψηλότερο δασοόριο (ανώτατο όριο στο οποίο αναπτύσσονται δάση) των Βαλκανίων και της Ευρώπης γενικότερα.

Χαρακτηριστικό του είδους αυτού είναι ότι πάνω από τα 2500 μ., τα δέντρα αποκτούν μια έρπουσα μορφή. Η περιοχή που αναπτύσσεται το ρόμπολο είναι συνήθως ξηρή και οι πλαγιές πετρώδεις. Στη ζώνη αυτή δεν υπάρχουν πηγές ή ρέματα με νερό. Η βλάστηση που αναπτύσσεται στην περιοχή αυτή είναι προσαρμοσμένη στις ειδικές τοπικές συνθήκες και αντιπροσωπεύεται από χαρακτηριστικούς θάμνους, αγρωστώδη, χασμόφυτα κ.ά., ενώ η χλωρίδα περιλαμβάνει πολλά ενδημικά είδη των Βαλκανίων.

Εξωδασική ζώνη υψηλών ορέων (αλπική ζώνη)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη ζώνη του ρόμπολου ακολουθεί μια εκτεταμένη και γυμνή από δέντρα ζώνη με αλπικά λιβάδια, που συντίθεται από μωσαϊκό λιβαδικών οικοσυστημάτων, ανάλογα με το ανάγλυφο, την κλίση και τον προσανατολισμό του εδάφους. Σε γενικές γραμμές η αλπική αυτή βλάστηση, στην οποία συναντώνται περισσότερα από 150 είδη φυτών, διακρίνεται σε λιβάδια με χιονοστρώσεις, χλοώδεις βάλτους, αλπικούς λιθώνες και σχισμές βράχων. Στα λιβάδια, στους βράχους και στις απότομες πλαγιές ζουν τα περισσότερα ενδημικά φυτά του Ολύμπου, κυρίως μερικά από τα ωραιότερα ελληνικά αγριολούλουδα. Από αυτά τα μισά βρίσκονται μόνο στην Βαλκανική χερσόνησο και τα 23 μόνο στον Όλυμπο και πουθενά αλλού.

Αγριολούλουδο στα όρια της Αλπικής Ζώνης του Ολύμπου

Τα Ενδημικά φυτά του Ολύμπου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σαλαμάνδρα στο φαράγγι του Ενιπέα

Η πανίδα του Ολύμπου, που δεν έχει μελετηθεί συστηματικά μέχρι σήμερα, περιλαμβάνει σημαντική ποικιλία και χαρακτηρίζεται από την παρουσία σημαντικών, σπάνιων και απειλούμενων ειδών. Τα μεγάλα θηλαστικά, που ζούσαν παλαιότερα στην περιοχή, όπως το ελάφι, έχουν πλέον εξαφανιστεί από τον Όλυμπο. Στην αρχαιότητα υπήρχαν λιοντάρια (Παυσανίας) ενώ τουλάχιστον μέχρι τον 16ο αιώνα υπήρχαν αρκούδες (Βίος Αγίου Διονυσίου του Νεωτέρου).

Κοκκινολαίμης (Erithacus rubecula) στη θέση Πηγαδούλι στον Όλυμπο

Έχουν καταγραφεί 32 είδη θηλαστικών, στα οποία περιλαμβάνονται το αγριόγιδο (Rυρicapra rupicapra), το ζαρκάδι (Capreolus capreolus), το αγριογούρουνο (Sus scrofa), η αγριόγατα (Felis sylvestris), το κουνάβι (Martes foina), η αλεπού (Vulpes vulpes), ο σκίουρος (Sciurus vulgaris) κ.ά. Έχουν εντοπιστεί επίσης 108 είδη πτηνών (όπως τσιχλογέρακο, μαυρόγυπας, πετροπέρδικα, λευκοπελαργός, αγριοπερίστερο, κοκκινολαίμης, χρυσογέρακο, πετρίτης, δεντρογέρακο, χρυσαετός, φιδαετός, σταυραετός, τσαλαπετεινός) πολλά από τα οποία, ιδιαίτερα τα αρπακτικά, είναι σπάνια και προστατεύονται αυστηρά από διεθνείς συμβάσεις.

Υπάρχουν ακόμα τα συνηθισμένα ερπετά του ελληνικού χώρου (22 είδη όπως φίδια, χελώνες, σαύρες κ.λπ.) και ορισμένα αμφίβια (8 είδη) στα ρέματα και τις εποχιακές λίμνες, καθώς και μια μεγάλη ποικιλία εντόμων, κυρίως πεταλούδες, για τις οποίες ο Όλυμπος φημίζεται.

Αγριόγιδα στο οροπέδιο Μουσών

Ο Όλυμπος ήταν η πρώτη περιοχή στην Ελλάδα για την οποία εφαρμόστηκε πριν από 50 χρόνια, ειδικό καθεστώς προστασίας, με την κήρυξή του ως Εθνικού Δρυμού το 1938. Σκοπός της κήρυξης αυτής ήταν «...η διατήρηση στο διηνεκές του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, δηλαδή της άγριας χλωρίδας, της πανίδας και του φυσικού τοπίου, καθώς και των πολιτιστικών και άλλων αξιών της...». Ακόμα, η ανακήρυξη του Δρυμού έγινε με σκοπό την ενίσχυση της επιστημονικής έρευνας παράλληλα με την περιβαλλοντική εκπαίδευση του κοινού και την ανάπτυξη του τουρισμού στην ευρύτερη περιοχή.

Με ειδική νομοθεσία έχει απαγορευτεί κάθε είδους εκμετάλλευση στην ανατολική πλευρά του βουνού σε έκταση 40.000 στρεμμάτων περίπου που αντιπροσωπεύει τον πυρήνα του Δρυμού. Μια ευρύτερη περιοχή γύρω από τον πυρήνα, χαρακτηρίστηκε «περιφερειακή ζώνη του Δρυμού», ώστε η διαχείριση και εκμετάλλευσή της να γίνεται έτσι ώστε να μην επηρεάζει αρνητικά την προστασία του πυρήνα.

Σήμερα, μετά από ειδική μελέτη, ο Δρυμός έχει επεκταθεί σε μιαν έκταση 234.000 στρεμμάτων. Διοικητικά ο Δρυμός ανήκει στους Νομούς Πιερίας και Λάρισας, η οριογραμμή του διατρέχει περιοχές των δήμων Δίου, Λιτοχώρου, Ανατολικού Ολύμπου, Πέτρας, Ολύμπου και της κοινότητας Καρυάς. Το χαμηλότερο υψόμετρο βρίσκεται στα 600 μ., ενώ η κορυφή του, ο Μύτικας στα 2.917,727 μ.

Το 1981 η UNESCO ανακήρυξε τον Όλυμπο «Διατηρητέο Οικοσύστημα της Παγκόσμιας Βιόσφαιρας». Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει συμπεριλάβει τον Όλυμπο στις «Σημαντικές για την Ορνιθοπανίδα Περιοχές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας». Έχει επίσης καταχωρηθεί στον κατάλογο του ευρωπαϊκού Δικτύου Natura 2000 ως «ζώνη ειδικής προστασίας» και «τόπος κοινοτικού ενδιαφέροντος».

Το μονοπάτι για το Καταφύγιο, Πριόνια

Μετά την ανακήρυξη του Εθνικού Δρυμού Ολύμπου ο Θεσμός των Εθνικών Δρυμών επεκτάθηκε.

Πηγή Τσουβάλι

Κανονισμός Εθνικού Δρυμού Ολύμπου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Δρυμός προστατεύεται με ειδική νομοθεσία. Για τους παραβάτες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν.Δ. 86/1969, του Ν.Δ. 996/1971 του νόμου 177/1975 και του νόμου 998/1979. Βάσει του «Ειδικού Κανονισμού», η είσοδος στον Δρυμό επιτρέπεται μόνο από τους υπάρχοντες δρόμους και η κυκλοφορία επιτρέπεται από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου μόνο στα διαμορφωμένα μονοπάτια. Ο επισκέπτης πρέπει επίσης να ξέρει ότι δεν επιτρέπονται τα παρακάτω:

  • Η είσοδος σε παιδιά κάτω των 14 χρονών χωρίς συνοδό.
  • Η στάθμευση σε χώρους άλλους εκτός από τους ειδικούς χώρους στάθμευσης.
  • Η κοπή δέντρων, η μεταφορά φυτοχώματος, το ξερίζωμα και η συλλογή θάμνων, φυτών, σπόρων.
  • Το κυνήγι κάθε ζώου με οποιοδήποτε μέσο σε όλη την διάρκεια του χρόνου.
  • Η καταστροφή και η συλλογή φωλιών, αυγών ή νεοσσών και γενικά η ενόχληση και καταστροφή ειδών της πανίδας.
  • Η πρόκληση ζημιών σε γεωλογικούς σχηματισμούς.
  • Η ελεύθερη κυκλοφορία οποιονδήποτε ζώων που συνοδεύουν επισκέπτες.

Πρόσβαση στην περιοχή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ορεινός όγκος του Ολύμπου βρίσκεται στο μέσο περίπου της ηπειρωτικής Ελλάδας και η προσπέλασή του είναι εύκολη από το εθνικό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο Αθηνών-Θεσσαλονίκης και από επαρχιακούς δρόμους που συνδέουν τις πόλεις και χωριά γύρω από το βουνό, με κυριότερη βάση για τις εξορμήσεις τη γραφική κωμόπολη του Λιτόχωρου, όπου λειτουργούν αρκετά ξενοδοχεία και ταβέρνες. Επίσης, στην παραλιακή ζώνη της Πιερίας υπάρχουν πολλά κάμπινγκ και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Το πλησιέστερο διεθνές αεροδρόμιο είναι αυτό της Θεσσαλονίκης και οι κοντινότεροι στον Όλυμπο σιδηροδρομικοί σταθμοί λειτουργούν στο Λιτόχωρο, την Κατερίνη και τη Λεπτοκαρυά. Υπάρχουν συχνά δρομολόγια των λεωφορείων ΚΤΕΛ ενώ η πιάτσα των Ταξί βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του Λιτόχωρου.

  • Με αεροπλάνο: Αεροδρόμιο «Μακεδονία» Θεσ/νίκης. Απόσταση από την Κατερίνη 80 χλμ. και από την Ελασσόνα 150 χλμ.
  • Με τρένο: Αθήνα - Λεπτοκαρυά (με απλό τρένο) ή Αθήνα - Κατερίνη (με Intercity) ή Θεσ/νίκη - Λιτόχωρο (με Προαστιακό σε τακτά διαστήματα)
  • Με λεωφορείο: Αθήνα - Κατερίνη (437 χλμ.), Θεσ/νίκη -Κατερίνη (68 χλμ.), Κατερίνη-Λιτόχωρο (25 χλμ.), Αθήνα-Λάρισα (354 χλμ.), Λάρισα-Ελασσόνα, Ελασσόνα-Κοκκινοπηλός (22 χλμ.) Ελασσόνα-Κάρυα (36 χλμ.),
  • Οδικώς:
    • Για Λιτόχωρο μέσω του οδικού άξονα Π.Α.Θ.Ε. (412 χλμ. από Αθήνα, 93 χλμ. από Θεσ/νίκη)
    • Για Ελασσόνα μέσω της Εθνικής Οδού Αθηνών-Λάρισας (354 χλμ.) και μέσω της Εθνικής Οδού Λάρισας-Ελασσόνας (38 χλμ.)
    • Για Κάρυα μέσω του οδικού άξονα Λάρισα - Ροδιά - Συκαμινέα - Κάρυα (48 χλμ. από τα οποία τα 6 χλμ. είναι χωματόδρομος)
    • Μέσω του οδικού άξονα Π.Α.Θ.Ε. και του άξονα Λεπτοκαρυά - Κάρυα (24 χλμ.), ή του άξονα Νέος Παντελεήμονας- Καλλιπεύκη- Κάρυα (37 χλμ.)
    • Για Κοκκινοπηλό από Ελασσόνα ή μέσω του οδικού άξονα Κατερίνη- Φωτεινά- Ελασσόνα (46 χλμ.) ή μέσω του δασικού δρόμου Φωτεινά- Πέτρα- Κοκκινοπηλός.

Πεζοπορικές διαδρομές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το μονοπάτι στο πέρασμα Λαιμού-Γιόσου (θέση "Σκούρτα").

Ο Όλυμπος αναφέρεται ως το πιο δημοφιλές βουνό της Ελλάδας για πεζοπόρους, ορειβάτες και αναρριχητές. Το εντυπωσιακό του ύψος, η μυθική του γοητεία και η εύκολη προσβασιμότητα τον καθιστούν πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες από κάθε γωνιά του κόσμου. Οι δρόμοι και τα μονοπάτια που διασχίζουν τον ορεινό όγκο, δίκτυο άριστα διατηρημένο στην πλειοψηφία του, δίνει την ευκαιρία στον πεζοπόρο και στον επισκέπτη που δεν έχει ειδικά ορειβατικά ενδιαφέροντα ή γνώσεις να γνωρίσει από κοντά τον Όλυμπο, τις ποικιλίες της χλωρίδας και της πανίδας και το φυσικό κάλλος του. Κυριότερο είναι το Ευρωπαϊκό Μονοπάτι Ε4 που κινείται δυτικά από Λιτόχωρο προς τις κορυφές, μέσα από το φαράγγι του Ενιπέα. Επίσης υπάρχει το Εθνικό Μονοπάτι Ο2, που συνδέει τις κορυφές προς τα νότια με το Πήλιο.

Σε πολλά σημεία υπάρχουν καθιστικά κοντά σε πηγές και βρύσες που προσφέρουν στιγμές ξεκούρασης και περισυλλογής στους επισκέπτες. Η Δασική Υπηρεσία (Διεύθυνση Δασών Πιερίας) έχει τοποθετήσει σε διάφορα σημεία ενημερωτικές πινακίδες με τον χάρτη του Εθνικού Δρυμού και χρήσιμες οδηγίες. Οι επισκέπτες που έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους, ιδανικά μπορούν να ανεβούν στην κορυφή από τη δεύτερη διαδρομή και να κατεβούν από την πρώτη, διανυκτερεύοντας στα καταφύγια.

Ορειβατικές διαδρομές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ορειβάτες κατευθύνονται προς το Οροπέδιο των Μουσών.
Η θέα από τις κορυφές

Οι καλοκαιρινές αναβάσεις στο Όλυμπο αρχίζουν συνήθως από τις αρχές Ιουνίου και τελειώνουν στο τέλος του Σεπτέμβρη. Είναι η εποχή που τα καταφύγια κάτω από τις κορυφές είναι ανοικτά και ο καιρός επιτρέπει ανάβαση χωρίς τον εξοπλισμό χιονιού και την ορειβατική εμπειρία που απαιτεί ο χειμώνας. Η ανάβαση στις ψηλές κορυφές κατά τη χειμερινή περίοδο μπορεί να γίνει μόνο από έμπειρους ορειβάτες, για τους οποίους υπάρχουν επίσης προκλητικές διαδρομές με αναρριχήσεις στις απότομες ορθοπλαγιές. Οι αρχάριοι επισκέπτες θα πρέπει να περιοριστούν στους θερινούς μήνες, οπότε λειτουργούν κανονικά και τα καταφύγια.

Οι δύο κύριες διαδρομές για την εξερεύνηση του Ολύμπου ξεκινούν από το Λιτόχωρο και φθάνουν μέχρι τις κορυφές του βουνού. Η πρώτη ακολουθεί τη χαράδρα του Ενιπέα και ο επισκέπτης μετά από περίπου πέντε ώρες επίπονης πεζοπορίας, αφού περάσει τη θέση "Πόρτες"[15], το σπήλαιο του Αγίου Διονυσίου[16] και τη Μονή Αγίου Διονυσίου[17], φθάνει στη Θέση «Πριόνια», (υψόμετρο 1.100 μ.)[17], όπου παλιά λειτουργούσε πριονιστήριο ξυλιάς και σήμερα υπάρχει εστιατόριο για φαγητό, πηγή και θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων. Στην ίδια θέση, στα «Πριόνια», μπορεί να φθάσει κανείς εναλλακτικά και με αυτοκίνητο μετά από μια διαδρομή 18 χλμ. (υπάρχει φυλάκιο όπου παρέχονται πληροφορίες για τον εθνικό δρυμό, στην είσοδό του). Από τα «Πριόνια», ακολουθώντας το Ευρωπαϊκό Μονοπάτι «Ε4» σε δύο και μισή περίπου ώρες ο ορειβάτης φθάνει στις κορυφές του Ολύμπου.

Στην οδική διαδρομή για Πριόνια στο 10o χιλιόμετρο από το Λιτόχωρο, στη θέση «Σταυρός» υπάρχει το καταφύγιο «Δημ. Μπουντόλας» (υψόμετρο 944 μ.) που λειτουργεί, μετά την κατασκευή του δρόμου, κυρίως ως εστιατόριο-καφετέρια. Κατά μήκος του δρόμου υπάρχουν θέσεις όπου μπορεί κανείς να σταματήσει και να απολαύσει το τοπίο. Τέσσερα χιλιόμετρα πριν από το τέρμα του δρόμου για τα Πριόνια, στη θέση «Γκορτσιά» (1.120 μ.), όπου υπάρχει χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, αρχίζει ένα δεύτερο, εναλλακτικό μονοπάτι που οδηγεί στις κορυφές του Ολύμπου. Από το σημείο αυτό μετά από πέντε περίπου ώρες πεζοπορία, αφού περάσει διαδοχικά από τις θέσεις «Μπάρμπα», «Πετρόστρουγγα», «Σκούρτα» και «Λαιμό», ο ορειβάτης φθάνει στο «Οροπέδιο των Μουσών» σε υψόμετρο 2600 μ. όπου λειτουργούν διάφορα καταφύγια. Από εδώ η διαδρομή για την κορυφή του βουνού είναι σχετικά εύκολη και φθάνει κανείς σε μία περίπου ώρα.

Οι κύριες διαδρομές ανάβασης στις κορυφές είναι οι εξής:

  • «Πριόνια - Καταφύγιο Σπήλιος Αγαπητός - Κορυφές»

Από τα 1.100 μ. στα 2.100 μ. του καταφυγίου «Σπήλιος Αγαπητός» σε φαρδύ, όμορφο μονοπάτι μέσα σε δάσος πεύκου και οξιάς. Από το καταφύγιο προς τις καθαρά πεζοπορικές κορυφές «Σκάλα», «Σκολιό», «Άγιο Αντώνιο» και τον δυσκολότερο «Μύτικα» κινούμαστε σε δάσος με ρόμπολα στην αρχή και αλπικό τοπίο στη συνέχεια με μονοπάτια σε καλή κατάσταση. Από το καταφύγιο προς «Ζωνάρια», «Μύτικα», «Στεφάνι» και «Οροπέδιο των Μουσών» το μονοπάτι είναι άνετο, αλλά σε σαθρό πεδίο, κάτω από λούκια και ορθοπλαγιές. Από το καταφύγιο προς το «Οροπέδιο των υπάρχει και το «Κοφτό», συντομότερο αλλά πιο δύσκολο μονοπάτι, με πέρασμα χιονιού με τη βοήθεια συρματόσχοινου.

  • «Γκορτσιά - Οροπέδιο των Μουσών - Κορυφές»

Από τα 1.100 μ. στα 2.700 μ. του Οροπεδίου των Μουσών. Η διαδρομή περιλαμβάνει πορεία μέσα σε δάσος πεύκου και οξιάς μέχρι τα 2.000 μέτρα, κατόπιν ακολουθεί πορεία σε δάσος με ρόμπολα και στη συνέχεια σε αλπικό τοπίο με καλό μονοπάτι. Από την κορυφή «Σκούρτα» στα 2.450 μ. μέχρι τα καταφύγια, στενό πέρασμα «Λαιμός» και σαθρό πεδίο «Καγκέλια», με άνετο όμως μονοπάτι οδηγούν στο Οροπέδιο. Μεγάλη διαδρομή χωρίς νερό με πολλές ώρες στην αλπική ζώνη πού σημαίνει απαραίτητα πρωινό ξεκίνημα. Από το Οροπέδιο των Μουσών προς τις καθαρά πεζοπορικές κορυφές «Σκολιό» και «Άγιο Αντώνιο» αλλά και προς τα δυσκολότερα λούκια του «Στεφανιού» και του «Μύτικα» οι ορειβάτες κινούνται κάτω από το «Στεφάνι» προς τα «Ζωνάρια» σε σαθρό αλλά φαρδύ μονοπάτι, κάτω από ορθοπλαγιές και λούκια.

  • «Μύτικας» και «Στεφάνι»

Προσεγγίζουμε χρησιμοποιώντας τις προηγούμενες διαδρομές με τη διαφορά ότι στην τελική προσπάθεια κινούμαστε για μια περίπου ώρα σε δύσκολο πεδίο, χωρίς μονοπάτι και με κλίσεις που απαιτούν αναρρίχηση. Α)Από «Σκάλα» προς «Μύτικα»: Εύκολη αναρρίχηση χωρίς υλικά ασφαλείας, σε σαθρό όμως βράχο και τοπικά πολύ ολισθηρό βράχο, με πλάγιο πέρασμα στην αρχή. Β)Από το «Λούκι» στο «Μύτικα»: Εύκολη αναρρίχηση χωρίς υλικά ασφαλείας, σε σαθρό όμως βράχο με συχνές λιθοπτώσεις, που προκαλούνται από προπορευόμενες ομάδες. Γ)Από το λούκι του «Στεφανιού»: Τα ίδια με το «Λούκι» του «Μύτικα» με τη διαφορά ότι η ανάβαση τελειώνει λίγο πριν την κορυφή «Στεφάνι» καθώς για τα τελευταία μέτρα απαιτούνται υλικά αναρρίχησης.

Στην ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου λειτουργούν 9 οργανωμένα καταφύγια που παρέχουν διάφορες υπηρεσίες σε τουρίστες, ορειβάτες, αναρριχητές κλπ κάποιες περιόδους ή και κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους, καθώς και 6 καταφύγια ανάγκης, τα οποία δεν διαθέτουν προσωπικό.

Οργανωμένα καταφύγια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον Όλυμπο λειτουργούν τα οργανωμένα καταφύγια «Σπήλιος Αγαπητός» (στη θέση «Μπαλκόνι» ή «Εξώστης» στα 2.100 μ.), «Γιώσος Αποστολίδης» (στο οροπέδιο των Μουσών, σε υψόμετρο 2.696 μ.), «Βρυσοπούλες»[19] (στην ομώνυμη θέση, σε υψόμετρο 1.800 μέτρων), «Χρήστος Κάκαλος» (πρώην «Βασιλεύς Παύλος», στο οροπέδιο των Μουσών, σε υψόμετρο 2.648 μ.[20]), «Κορομηλιά» (κοντά στο Ρέμα του Ορλιά στα 1020 μέτρα), «Δημήτριος Μπουντόλας» (στην ανατολική πλευρά του Ολύμπου, σε υψόμετρο 930 μέτρων), «Πετρόστρουγκα» (στο μονοπάτι της διαδρομής Δ10 του Ολύμπου, στα 1900 μέτρα), καθώς και άλλα δύο καταφύγια στις θέσεις «Κορομηλιές» Λεπτοκαρυάς και «Κρεβάτια» Βροντούς (αμφότερα σε υψόμετρο 950 μέτρων).

Οργανωμένο καταφύγιο.

Καταφύγια ανάγκης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα έξι καταφύγια ανάγκης του Ολύμπου είναι τα «Κώστας Μιγκοτσίδης» (σε υψόμετρο 2450 μ.), «Άγιος Αντώνιος» (στην ομώνυμη κορυφή ύψους 2.817 μ.), «Χριστάκη» (2550 μέτρα), «Άνω Πηγάδι» (1400 μέτρα), «Σαλατούρα» (1850 μέτρα) και «Λιβαδάκι» (2100 μέτρα).

Χρήσιμες πληροφορίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Όλυμπος είναι ένα βουνό με δύσκολο ανάγλυφο, μεγάλες διαδρομές και απότομες και σαθρές κορυφές. Εντύπωση προκαλούν οι ξαφνικές αλλαγές καιρού με καταιγίδες και πολύ ισχυρούς ανέμους και οι χαμηλές θερμοκρασίες που αγγίζουν το μηδέν μετά τη δύση του ήλιου. Πριν από κάθε εξόρμηση πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, τόσο οι καιρικές συνθήκες, όσο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε διαδρομής.

Στον Όλυμπο έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή δεκάδες ορειβάτες, έμπειροι και μη, σε μια σειρά από ατυχήματα που υπογραμμίζουν την ανάγκη να τηρούνται ευλαβικά οι κανόνες ασφαλείας. Σε περίπτωση προβλήματος ή ανάγκης υπάρχει το 112 (δωρεάν τηλεφωνικός αριθμός επείγουσας ανάγκης για όλη την Ευρώπη) και, στον ασύρματο, η συχνότητα VHF 146.500 της Ελληνικής Ομάδας Διάσωσης.

Συλλογή φωτογραφιών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 Ampatzidis, Dimitrios; Moschopoulos, Georgios; Mouratidis, Antonios; Styllas, Michael; Tsimerikas, Alexandros; Deligiannis, Vasileios-Klearchos; Voutsis, Nikolaos; Perivolioti, Triantafyllia-Maria; Vergos, Georgios S.; Plachtova, Alexandra (2023). «Revisiting the determination of Mount Olympus Height (Greece)». Journal of Mountain Science 20(4). doi:10.1007/s11629-022-7866-8. ISSN 1672-6316. https://www.researchgate.net/publication/369998667_Revisiting_the_determination_of_Mount_Olympus_Height_Greece. 
  2. Θεριού, Μπέλλα (7 Φεβρουαρίου 2024). «Όλυμπος: Το βουνό των δώδεκα θεών που στέκεται αγέρωχο στο ύψος του». ertnews.gr. Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2024. 
  3. Παπαδόπουλος, Γιάννης (30 Ιανουαρίου 2024). «Ο Ολυμπος παραμένει στο ύψος του». Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (στα greek). Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2024. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  4. Dinchev, Evgeniĭ (2001). A Guide to Bulgaria (στα Αγγλικά). Βουλγαρία: Alexander Tour. σελ. 2. ISBN 978-954-9942-18-7. Pirin mountain is comparable to the Swiss Alps and the most beautiful in Bulgaria. It is the second highest after the Rila mountain (in Bulgaria) and third in the Balkan peninsula (after the mythical "Olympus" of Greece with its Mitika peak standing at 2917 meters above sea level). 
  5. Armenakis, Terina (2019). of the longest-lived and most famous cultural festivals in the country takes place under the shadow of Mount Olympus, the highest mountain in Greece and the second-tallest in the Balkan Peninsula.&hl=en&sa=X&ved=2ahUKEwiSmbSKrI_vAhVbCRAIHTjeDc8Q6AEwAHoECAAQAg#v=onepage&q=One of the longest-lived and most famous cultural festivals in the country takes place under the shadow of Mount Olympus, the highest mountain in Greece and the second-tallest in the Balkan Peninsula.&f=false A Greek Folk Journey: Travel, Culture and Gastronomy Check |url= value (βοήθεια) (στα Αγγλικά). Νότια Αυστραλία: Wakefield Press. σελ. 201. ISBN 978-1-74305-678-3. One of the longest-lived and most famous cultural festivals in the country takes place under the shadow of Mount Olympus, the highest mountain in Greece and the second-tallest in the Balkan Peninsula. 
  6. Κυρίτσης, Ιωάννης Ε. (1998). Ανάπτυξη στοχαστικών μοντέλων ανάπτυξης κοινωνικών και τουριστικών παραμέτρων στα πλαίσια προστασίας και αξιοποίησης της περιοχής Ολύμπου. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ-Διδακτορική Διατριβή. σελ. 15. 
  7. «Γενικές Πληροφορίες – Καθεστώς Προστασίας». olympusfd.gr. Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Ολύμπου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2020. 
  8. Σύμφωνα με το «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του Καθηγητή Γλωσσολογίας Γεωργίου Μπαμπινιώτη.
  9. Σύγχρονος Εγκυκλοπαιδεία Ελευθερουδάκη. 19ος (πέμπτη έκδοση). Αθήναι: Εγκυκλοπαιδικαί Εκδόσεις Ν. Νίκας και ΣΙΑ Ε.Ε. 1964. σελ. 62. 
  10. 10,0 10,1 10,2 University of California, England) (1921). The Alpine Journal Vol 34 1921-1922. London : Longmans, Green and Co. σελ. 173. 
  11. Μιχαηλίδης, Γιώργος (2004). Νέζης, Νίκος, επιμ. Συμβολή στην ιστορία της ελληνικής αναρρίχησης (PDF). Αθήνα: Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας - Αναρρίχησης. σελ. 15. 
  12. Kurz, Marcel (1923). Le mont Olympe (Thessalie). Monographie. -Paris, Attinger 1923. X, 232 S. Neuchatel, Éditions Victor Attinger. 
  13. Feldmann, Hans-Uli (2005). «Der Topograph Charles Jacot-Guillarmod (1868–1925): Einer der Pioniere der Schweizer Felsdarstellung». Cartographica Helvetica (31). http://www.kartengeschichte.ch/ch/texts/pdf31a.pdf. 
  14. Ράπτης, Δημήτριος Ι. (2011). Προσδιορισμός των χαρακτηριστικών φυσικών συστάδεων μαύρης πεύκης υπό το πρίσμα της δασοκομίας πολλαπλών σκοπών στην περιοχή του Ν.Α. Ολύμπου. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ-Διδακτορική Διατριβή. σελ. 38. 
  15. The Doors "Πόρτες" Enipeas Olympus Litochoro | στις Πόρτες του Ενιπέα στον Όλυμπο | flypath, https://www.youtube.com/watch?v=7Kf_W5TFb2A, ανακτήθηκε στις 2023-10-03 
  16. Δίου-Ολύμπου, Δήμος. «Άγιο Σπήλαιου Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω – Δήμος Δίου-Ολύμπου». Ανακτήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2023. 
  17. 17,0 17,1 «Ανατολικός Όλυμπος: Πριόνια–Άγιο Σπήλαιο–Παλαιά μονή Αγίου Διονυσίου». topoguide.gr. Ανακτήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2023. 
  18. «Καταφύγια». mountolympussummits.com. Mount Olympus Summits. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2019. 
  19. Ανήκει στον Ελληνικό Στρατό και για διανυκτέρευση απαιτείται στρατιωτική άδεια.
  20. Μπασγιουράκης, Θεόφιλος (Νοέμβριος 2012). «Όλυμπος: 17 χρόνια μετά». Ελληνικό Πανόραμα (90): 153. https://olympus.noblogs.org/files/2019/07/2012-Ελληνικό-Πανόραμα-Όλυμπος-17-χρόνια-μετά-Θ.-Μπασγιουράκης.pdf. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]