Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καμερούν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 5°07′00″N 11°55′00″E / 5.1167°N 11.9167°E / 5.1167; 11.9167

Δημοκρατία του Καμερούν
République du Cameroun
Republic of Cameroon

Σημαία

Εθνόσημο
Εθνικό σύνθημα: "Paix - Travail - Patrie" (Γαλλικά)
(Ειρήνη - Εργασία - Πατρίδα)
Εθνικός ύμνος: Ô Cameroun, Berceau de nos Ancêtres (Γαλλικά)
(Καμερούν, Λίκνο των Προγόνων μας)
Τοποθεσία της χώρας στον κόσμο
Η θέση του Καμερούν (πράσινο)
Γιαουντέ
3°52′N 11°31′E / 3.867°N 11.517°E / 3.867; 11.517 (Γιαουντέ)
Μεγαλύτερη πόλη
Ντουάλα
Γαλλικά, Αγγλικά
Ημιπροεδρική Δημοκρατία
Πολ Μπιγιά
Τζόζεφ Ενγκούτε
Ανεξαρτησία
Από Συμβούλιο Κηδεμονιών ΟΗΕ υπό γαλλική διοίκηση
Ισχύον Σύνταγμα

1η Ιανουαρίου 1960



2 Ιουνίου 1972α
 • Σύνολο
 • % Νερό
 • Σύνορα
Ακτογραμμή

475.442 km2 (54η)
1,3
4.591 km
402 km
Πληθυσμός
 • Εκτίμηση 2024 
 • Απογραφή 2005 
 • Πυκνότητα 

28.758.503[1] (52η) 
17.463.836[2]  
60,5 κατ./km2 (156η) 
ΑΕΠ (ΙΑΔ)
 • Ολικό  (2017)
 • Κατά κεφαλή 

81,535 δισ. $[3]  
3.358 $[3]  
ΑΕΠ (ονομαστικό)
 • Ολικό  (2017)
 • Κατά κεφαλή 

29,547 δισ. $[3]  
1.217 $[3] () 
ΔΑΑ (2021)Μείωση 0,576[4] (151η) – μεσαίος
ΝόμισμαΦράγκο CFA Κεντρικής Αφρικής (XAF)
WAT (UTC +1)
Internet TLD.cm
Οδηγούν σταδεξιά
Κωδικός κλήσης+237
α Αναθεωρήθηκε τον Ιανουάριο του 1996.

Το Καμερούν (επίσημα Δημοκρατία του Καμερούν, γαλλικά: République du Cameroun‎‎) είναι κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει με τη Νιγηρία στα δυτικά, το Τσαντ στα βορειοανατολικά, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία στα ανατολικά και την Ισημερινή Γουινέα, την Γκαμπόν και τη Δημοκρατία του Κονγκό στα νότια. Στα δυτικά βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό. Έχει έκταση 475.440 τ.χλμ. και πληθυσμό 28.758.503 κατοίκους,[1] σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024. Το Καμερούν χαρακτηρίζεται από μεγάλη μορφολογική αλλά και πολιτισμική ποικιλότητα. Στην επικράτειά του υπάρχουν παραλίες, έρημοι, βουνά, τροπικά δάση και σαβάνες και ζουν πάνω από 200 διαφορετικές εθνοτικές και γλωσσικές ομάδες. Πρωτεύουσα είναι η Γιαουντέ και μεγαλύτερη πόλη η Ντουάλα. Επίσημες γλώσσες είναι τα Γαλλικά και τα Αγγλικά.

Ετυμολογία του ονόματός του

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομά του προέρχεται από την ονομασία Rio dos Camarões (Ποταμός των γαρίδων) που έδωσαν στην περιοχή Πορτογάλοι εξερευνητές τον 15ο αιώνα. Τον 19ο αιώνα η ισλαμική εθνοτική ομάδα των Φούλα ίδρυσε το Εμιράτο Ανταμάουα στα βόρεια της χώρας ενώ άλλες ομάδες ίδρυσαν τα δικά τους βασίλεια στα δυτικά και τα βορειοδυτικά. Το 1884 το Καμερούν έγινε γερμανική αποικία. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η περιοχή μοιράστηκε μεταξύ Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας στα πλαίσια της Εντολής της Κοινωνίας των Εθνών. Το κόμμα Union des Populations du Cameroun (Ένωση των λαών του Καμερούν) επεδίωξε ανεξαρτησία αλλά τέθηκε εκτός νόμου τη δεκαετία του 1950. Το 1960 το Γαλλικό Καμερούν έγινε ανεξάρτητο ως Δημοκρατία του Καμερούν με πρόεδρο τον Αχμαντού Αχιτζό. Το νότιο τμήμα του Βρετανικού Καμερούν ενώθηκε μαζί του το 1961 σχηματίζοντας την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία του Καμερούν. Η χώρα έγινε ενιαία δημοκρατία το 1972 και το 1984 μετονομάστηκε σε Δημοκρατία του Καμερούν.

Πολιτική και κοινωνική σταθερότητα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε σχέση με άλλες χώρες της Αφρικής το Καμερούν έχει μεγαλύτερη πολιτική και κοινωνική σταθερότητα. Αυτό έχει επιτρέψει την ανάπτυξη της γεωργίας, του μεταφορικού δικτύου αλλά και της βιομηχανίας πετρελαιοειδών και ξυλείας. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού όμως, ιδίως του αγροτικού, εξακολουθεί να ζει στη φτώχεια. Η εξουσία βρίσκεται στα χέρια του προέδρου Πολ Μπιγιά και του κόμματός του Rassemblement démocratique du Peuple Camerounais (Λαϊκό Δημοκρατικό Κίνημα του Καμερούν) και η διαφθορά είναι εκτεταμένη. Η αγγλόφωνη κοινότητα της χώρας αποξενώνεται από την κυβέρνηση και αγγλόφωνοι πολιτικοί ζητούν μεγαλύτερη αποκέντρωση μέχρι και της απόσχισης των πρώην βρετανικών περιοχών.

Η περιοχή του σημερινού Καμερούν κατοικείται από τη Νεολιθική περίοδο. Τη μακρύτερη συνεχόμενη παρουσία έχουν εθνοτικές ομάδες όπως οι Μπάκα.[5] Ο πολιτισμός Σάο αναπτύχθηκε περίπου το 500 μ.Χ. και έδωσε τη θέση του στην Αυτοκρατορία Κανέμ και τη διάδοχή της Αυτοκρατορία Μπορνού. Διάφοροι τύποι βασιλείων δημιουργήθηκαν στα δυτικά. Σε πολλά απ' αυτά ο ανώτερος άρχοντας έχει τον παραδοσιακό καμερουνέζικο τίτλο του Φον.

Πορτογάλοι ναυτικοί έφτασαν στις ακτές της περιοχής το 1472. Παρατήρησαν αφθονία σε γαρίδες και καραβίδες στον ποταμό Wouri, τον οποίο ονόμασαν Rio dos Camarões (Ποταμός των γαρίδων). Από αυτή τη φράση προέκυψε η σύγχρονη ονομασία του Καμερούν. Κατά τους επόμενους αιώνες αναπτύχθηκε το εμπόριο μεταξύ των Ευρωπαίων και των λαών που ζούσαν κοντά στις ακτές, ενώ χριστιανοί ιεραπόστολοι προχώρησαν στην ενδοχώρα. Στις αρχές του 19ου αιώνα ιδρύθηκε στον βορρά το Εμιράτο Ανταμάουα, όταν ο Μοντίμπο Αντάμα οδήγησε τους στρατιώτες της ισλαμικής φυλής των Φούλα σε τζιχάντ εναντίον αλλόθρησκων πληθυσμών. Αυτό είχε ως συνέπεια σημαντική ανακατανομή πληθυσμού, καθώς οι λαοί που εγκατέλειψαν την περιοχή μετακινήθηκαν στον νότο.[6]

Αποικιακή ιστορία
  Γερμανικό Καμερούν - Kamerun
  Βρετανικό Καμερούν - Cameroons
  Γαλλικό Καμερούν - Cameroun
  Δημοκρατία του Καμερούν

Το 1884 η Γερμανική Αυτοκρατορία ίδρυσε στην περιοχή αποικία και ξεκίνησε να καταλαμβάνει εδάφη προς την ενδοχώρα. Οι Γερμανοί έκαναν έργα για να βελτιώσουν την υποδομή της αποικίας, βασιζόμενοι σε ένα σκληρό σύστημα καταναγκαστικής εργασίας.[7] Μετά την ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η περιοχή εντάχθηκε στην Εντολή της Κοινωνίας των Εθνών και μοιράστηκε μεταξύ Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας το 1919. Το Βρετανικό Καμερούν περιελάμβανε δύο περιοχές, το Νότιο και Βόρειο Καμερούν. Οι Γάλλοι ενοποίησαν την οικονομία της περιοχής τους με την οικονομία της Γαλλίας[8] και βελτίωσαν τις υποδομές με επενδύσεις, εξειδικευμένους εργάτες και την πρακτική της καταναγκαστικής εργασίας.[7] Οι Βρετανοί διοικούσαν τη δική τους περιοχή από τη γειτονική Νιγηρία. Οι κάτοικοι θεωρούσαν ότι αυτό τους καθιστούσε μια παραμελημένη «αποικία της αποικίας». Νιγηριανοί μετανάστες συνέρρευσαν στο υπό βρετανική διοίκηση Νότιο Καμερούν, τερματίζοντας το καθεστώς καταναγκαστικής εργασίας, αλλά παράλληλα εξοργίζοντας τους γηγενείς πληθυσμούς.[9] Η Εντολή της Κοινωνίας των Εθνών μετατράπηκε σε Συμβούλιο Κηδεμονιών το 1946 και το ζήτημα της ανεξαρτησίας έγινε πιεστικό στο Γαλλικό Καμερούν.[8] Η Γαλλία έθεσε εκτός νόμου το πιο ριζοσπαστικό πολιτικό κόμμα, την «Ένωση των πληθυσμών του Καμερούν» (Union des Populations du Cameroun - UPC) στις 13 Ιουλίου 1955. Αυτό προκάλεσε μια μακρά περίοδο ανταρτοπόλεμου και τη δολοφονία του ηγέτη του κόμματος Ruben Um Nyobé.[10] Στο Βρετανικό Καμερούν αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στην ενοποίηση με το γαλλικό τμήμα και την προσάρτηση στη Νιγηρία.

Την 1η Ιανουαρίου 1960 το Γαλλικό Καμερούν κέρδισε την ανεξαρτησία του από τη Γαλλία υπό τον πρόεδρο Αχμαντού Αχιτζό. Την 1η Οκτωβρίου 1961 ενοποιήθηκε με το μέχρι πρότινος υπό βρετανική διοίκηση Νότιο Καμερούν, σχηματίζοντας την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία του Καμερούν. Ο Αχίτζο χρησιμοποίησε τον συνεχιζόμενο πόλεμο με το UPC και τον φόβο εθνοτικών συγκρούσεων για να συγκεντρώσει εξουσίες στην προεδρία και συνέχιζε να το κάνει ακόμα και μετά την καταστολή του UTC το 1971.[10] Το πολιτικό του κόμμα, η Εθνική Ένωση του Καμερούν (Cameroon National Union - CNU), έγινε το μόνο νόμιμο την 1η Σεπτεμβρίου 1966 και το 1972 καταργήθηκε το ομοσπονδιακό σύστημα υπέρ μιας ενιαίας δημοκρατίας με πρωτεύουσα τη Γιαουντέ.[11] Η οικονομική πολιτική του Αχίτζο ήταν μια μίξη καπιταλιστικών και σοσιαλιστικών πρακτικών. Έδωσε προτεραιότητα στη γεωργική παραγωγή και στην εκμετάλλευση κοιτασμάτων πετρελαίου. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα έσοδα από το πετρέλαιο για τη δημιουργία εθνικού αποθέματος, για να πληρώσει τους αγρότες και να χρηματοδοτήσει μεγάλα αναπτυξιακά έργα. Ο Αχίτζο διόρισε ξένους συμβούλους για να διευθύνουν προγράμματα, πολλά από τα οποία απέτυχαν.[12]

Ο Αχίτζο παραιτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1982 και σύμφωνα με το Σύνταγμα τον διαδέχθηκε ο τότε πρωθυπουργός Πολ Μπιγιά. Ωστόσο ο Αχίτζο διατήρησε τον έλεγχο του κόμματος CNU και επιχείρησε να διοικήσει τη χώρα από το παρασκήνιο μέχρις ότου ο Μπιγιά και οι σύμμαχοί του τον πίεσαν να παραιτηθεί. Στην αρχή της προεδρίας του ο Μπιγιά κινήθηκε προς μία πιο δημοκρατική διακυβέρνηση, ένα όμως αποτυχημένο πραξικόπημα τον ώθησε πιο κοντά στον τρόπο ηγεσίας του προκατόχου του.[13] Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ξέσπασε οικονομική κρίση, ως αποτέλεσμα των διεθνών οικονομικών συνθηκών και της χρόνιας διαφθοράς, κακοδιαχείρισης και ευνοιοκρατίας. Το Καμερούν δέχτηκε εξωτερική βοήθεια και προχώρησε σε περικοπές δαπανών και ιδιωτικοποιήσεις κρατικών βιομηχανιών. Τον Δεκέμβριο του 1990 το Καμερούν επέστρεψε στο πολυκομματικό σύστημα και από τότε αγγλόφωνες ομάδες ζητούν περισσότερη αυτονομία, με ορισμένες από αυτές να τάσσονται υπέρ της πλήρους απόσχισης και της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους με το όνομα Δημοκρατία της Αμπαζονία.[14] Τον Φεβρουάριο του 2008 το Καμερούν αντιμετώπισε το χειρότερο ξέσπασμα βίας για 15 χρόνια όταν η απεργία ενός συνδικάτου κλιμακώθηκε σε βίαιες διαμαρτυρίες σε 31 δήμους.[15]

Ο Πρόεδρος του Καμερούν Πολ Μπιγιά

Το πολίτευμα του Καμερούν είναι Προεδρική Δημοκρατία και Πρόεδρος από το 1982 είναι ο Πολ Μπιγιά. Ο Πρόεδρος του Καμερούν έχει ευρείες εξουσίες που του επιτρέπουν να διαμορφώνει πολιτική, να διοικεί τις κυβερνητικές υπηρεσίες και τις ένοπλες δυνάμεις, να διαπραγματεύεται και να επικυρώνει συνθήκες καθώς και να κηρύσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης.[16][17] Ο πρόεδρος διορίζει κυβερνητικούς λειτουργούς σε όλα τα επίπεδα, από τον Πρωθυπουργό (που επίσημα θεωρείται ο αρχηγός της κυβέρνησης), τους περιφερειακούς κυβερνήτες αλλά και τα μέλη δημοτικών συμβουλίων σε μεγάλες πόλεις. Ο πρόεδρος εκλέγεται από τον λαό για θητεία επτά χρόνων. Σε μικρές πόλεις ο δήμαρχος και οι δημοτικοί σύμβουλοι είναι αιρετοί.

Το Καμερούν αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα διαφθοράς, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης. Το 1997 ιδρύθηκαν γραφεία καταπολέμησης της διαφθοράς σε 29 υπουργεία, αλλά μόνο το 25% απ' αυτά λειτούργησαν,[18] και το 2007 η Διεθνής Διαφάνεια κατέταξε το Καμερούν 138ο ανάμεσα σε 163 χώρες στον Δείκτη Αντίληψης για τη Διαφθορά.[19] Τον Ιανουάριο του 2006 ο πρόεδρος Μπιγιά ξεκίνησε μια νέα δράση εναντίον της διαφθοράς υπό την εποπτεία του Εθνικού Παρατηρητηρίου Ενάντια στη Διαφθορά.[18]

Το νομικό σύστημα του Καμερούν βασίζεται στο γαλλικό αστικό δίκαιο με επιρροές από το κοινό δίκαιο. Αν και κατ' όνομα ανεξάρτητη, η δικαιοσύνη υπάγεται στο κυβερνητικό Υπουργείο Δικαιοσύνης.[16] Ο πρόεδρος διορίζει δικαστές σε όλα τα επίπεδα. Το δικαστικό σώμα διαιρείται επίσημα σε πρωτοβάθμια δικαστήρια, εφετεία και το Ανώτατο Δικαστήριο. Η Εθνοσυνέλευση εκλέγει τα εννέα μέλη του Ανώτερου Δικαστηρίου, ένα ειδικό δικαστήριο που δικάζει υψηλόβαθμα μέλη της κυβέρνησης που κατηγορούνται ότι διέπραξαν εσχάτη προδοσία ή ότι έβλαψαν την εθνική ασφάλεια.

Διεθνείς οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα καταγγέλλουν ότι η αστυνομία και ο στρατός κακοποιούν ή και βασανίζουν κατηγορούμενους για ποινικά αδικήματα, μέλη μειονοτήτων, ομοφυλόφιλους και πολιτικούς ακτιβιστές.[20][21] Οι κρατούμενοι στις φυλακές συνωστίζονται και δεν έχουν επαρκή πρόσβαση σε τροφή και ιατρική περίθαλψη.[20][22] Επίσης καταγγέλλεται ότι στις φυλακές που διοικούνται από τους τοπικούς άρχοντες του βορρά κρατούνται πολιτικοί αντίπαλοι με εντολή της κυβέρνησης.[21] Ωστόσο από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 έχει αυξηθεί ο αριθμός των αστυνομικών και χωροφυλάκων που διώκονται για κατάχρηση εξουσίας.[22]

Η Εθνοσυνέλευση ασκεί τη νομοθετική εξουσία. Το νομοθετικό σώμα αποτελείται από 180 μέλη που εκλέγονται για πενταετή θητεία και συνεδριάζουν τρεις φορές τον χρόνο. Οι νόμοι ψηφίζονται κατά πλειοψηφία. Η Εθνοσυνέλευση σπάνια τροποποιεί ή απορρίπτει τη νομοθεσία που προτείνει ο Πρόεδρος.[16] Το Σύνταγμα του 1996 θεσπίζει και ένα δεύτερο κοινοβουλευτικό σώμα, την 100-μελή Γερουσία, η οποία όμως δεν έχει μέχρι στιγμής λειτουργήσει.[23] Η κυβέρνηση αναγνωρίζει την εξουσία τοπικών αρχόντων και αρχηγών φυλών να κυβερνούν σε τοπικό επίπεδο και να επιλύουν διαφορές, αρκεί οι αποφάσεις τους να μην είναι αντίθετες με την εθνική νομοθεσία.[24]

Το κόμμα του Προέδρου Πολ Μπιγιά Λαϊκό Δημοκρατικό Κίνημα του Καμερούν ήταν το μόνο νόμιμο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1990. Από τότε έχουν ιδρυθεί πολλά τοπικά και εθνοτικά κόμματα. Αξιωματική αντιπολίτευση είναι το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Μέτωπο (Social Democratic Front) το οποίο έχει μεγάλη επιρροή κυρίως στις αγγλόφωνες περιοχές και αρχηγός του είναι ο Τζον Φρου Ντι (John Fru Ndi).[25] Ο Μπιγιά και το κόμμα του έχουν διατηρήσει τον έλεγχο στην προεδρία και την Εθνοσυνέλευση, αλλά οι πολιτικοί τους αντίπαλοι καταγγέλλουν αδικίες.[14] Διεθνείς οργανώσεις ισχυρίζονται ότι η κυβέρνηση καταστέλλει τις ελευθερίες των οπαδών της αντιπολίτευσης απαγορεύοντας τις διαδηλώσεις και τις συγκεντρώσεις τους και συλλαμβάνοντας πολιτικούς αρχηγούς και δημοσιογράφους.[21]

Το Καμερούν είναι μέλος τόσο της Κοινοπολιτείας όσο και της Γαλλοφωνίας. Στην εξωτερική πολιτική παραδοσιακός σύμμαχός της είναι η Γαλλία.[26] Η άμυνα της χώρας εξακολουθεί να εξαρτάται από τη Γαλλία, αλλά σε μειούμενο βαθμό.[16]

Ο Μπιγιά έχει διένεξη με την κυβέρνηση της Νιγηρίας για την κατοχή της χερσονήσου Μπακάσι (Bakassi) αλλά και είχε προσωπική αντιπαλότητα με τον Πρόεδρο της Γκαμπόν Ομάρ Μπονγκό.[25] Ωστόσο σημαντικότερη απειλή θεωρείται η πιθανότητα εμφυλίου πολέμου, καθώς οι εντάσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων και μεταξύ αγγλόφωνων και γαλλόφωνων παραμένουν σε υψηλά επίπεδα.[27]

Γεωγραφία και κλίμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τοπογραφικός χάρτης Καμερούν

Το Καμερούν έχει έκταση 475.442 τετραγωνικών χιλιομέτρων και είναι η 54η χώρα στον κόσμο σε έκταση. Δυτικά βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό και ειδικότερα από τον Όρμο του Μπόνι που είναι τμήμα του Κόλπου της Γουινέας. Στην ταξιδιωτική λογοτεχνία συχνά ονομάζεται «Αφρική σε μικρογραφία» καθώς περιλαμβάνει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα από τα πολλά διαφορετικά φυσικά τοπία όλης της ηπείρου: ακτές, ερήμους, βουνά, τροπικά δάση και σαβάνες.[28] Συνορεύει με τη Νιγηρία στα δυτικά, το Τσαντ στα βορειοανατολικά, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία στα ανατολικά και την Ισημερινή Γουινέα, την Γκαμπόν και τη Δημοκρατία του Κονγκό στα νότια.

Το Καμερούν διαιρείται σε πέντε μείζονες γεωγραφικές ζώνες με διακριτά χαρακτηριστικά φυσικής μορφολογίας, κλίματος και βλάστησης. Μια παράκτια πεδινή ζώνη εκτείνεται προς το εσωτερικό της χώρας σε βάθος 15 με 150 χιλιομέτρων[29] και έχει μέσο υψόμετρο 90 μέτρων.[30] Αυτή η ζώνη έχει κλίμα ζεστό και υγρό, με μια πολύ σύντομη ξηρή περίοδο, καταλαμβάνεται από πυκνά δάση και δέχεται βροχόπτωση από τις μεγαλύτερες στον κόσμο.[31][32] Ένα τμήμα αυτής της περιοχής ανήκει στο ευρύτερο οικοσύστημα των Παράκτιων δασών Κρος-Σανάγκα-Μπιόκο (Cross-Sanaga-Bioko).

Μετά την παράκτια ζώνη προς το εσωτερικό της χώρας εκτείνονται τα Υψίπεδα του Νότιου Καμερούν με μέσο υψόμετρο 650 μέτρων.[33] Καταλαμβάνονται από ισημερινά τροπικά δάση με εναλλαγή υγρής και ξηρής περιόδου, που τα καθιστούν λιγότερο υγρά απ' αυτά της ακτής. Αυτή τη περιοχή είναι τμήμα του οικοσυστήματος των Παράκτιων Δασών Ισημερινού Ατλαντικού.

Μια ακανόνιστη σειρά από βουνά, λόφους και οροπέδια, γνωστή ως Οροσειρά του Καμερούν, εκτείνεται από το Όρος Καμερούν κοντά στην ακτή, ένα ενεργό ηφαίστειο όπου βρίσκεται το υψηλότερο σημείο της χώρας στα 4.095 μέτρα,[34] μέχρι σχεδόν τη λίμνη Τσαντ στο βορειότερο άκρο της χώρας. Αυτή η περιοχή απολαμβάνει ένα ήπιο κλίμα, ειδικά στα δυτικά υψίπεδα, παρόλο που η βροχόπτωση είναι υψηλή. Τα εδάφη της είναι από τα πιο γόνιμα του Καμερούν, ιδίως γύρω από το ηφαιστειακό Όρος Καμερούν.[34] Στην περιοχή βρίσκονται ηφαιστειογενείς λίμνες. Από μία από αυτές, τη λίμνη Νιός, αναδύθηκε στις 21 Αυγούστου 1986 μεγάλη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που προκάλεσε τον θάνατο μεταξύ 1.700 και 2.000 ανθρώπων.[35] Το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση έχει οριοθετήσει αυτή την περιοχή ως το οικοσύστημα Δασών των Υψιπέδων του Καμερούν, με το Όρος Καμερούν να εξετάζεται ξεχωριστά, καθώς ως ενεργό ηφαίστειο έχει διαφορετικό περιβάλλον από τα υπόλοιπα βουνά της περιοχής.

Στα βόρεια της χώρας βρίσκεται το Οροπέδιο Ανταμάουα, το οποίο σχηματίζει ένα φυσικό σύνορο μεταξύ βορρά και νότου. Το μέσο υψόμετρο είναι 1.100 μέτρα[33] και η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 22 °C και 25 °C με υψηλά επίπεδα βροχόπτωσης.[36] Ακόμα πιο βόρεια, ανάμεσα στο οροπέδιο Ανταμάουα και τη λίμνη Τσαντ εκτείνεται μια πεδινή περιοχή με μέσο υψόμετρο από 300 ως 350 μέτρα.[34] Καλύπτεται από χαμηλή βλάστηση και σαβάνες. Είναι μια άγονη περιοχή με χαμηλή βροχόπτωση και υψηλή διάμεση θερμοκρασία.

Το Καμερούν έχει τέσσερις λεκάνες απορροής. Στον νότο, οι μεγαλύτεροι ποταμοί είναι οι Ntem, Nyong, Sanaga και Wouri. Ρέουν προς τα νοτιοδυτικά ή προς τα δυτικά και εκβάλουν στον Κόλπο της Γουινέας. Οι ποταμοί Dja και Kadéï ρέουν νοτιοανατολικά και καταλήγουν στον ποταμό Κονγκό. Στο βόρειο Καμερούν ο ποταμός Bénoué ρέει βόρεια και δυτικά και εκβάλλει στον Νίγηρα. Ο ποταμός Logone ρέει βόρεια και καταλήγει στη λίμνη Τσαντ, την οποία το Καμερούν μοιράζεται με τρεις γειτονικές χώρες.

Διοικητική υποδιαίρεση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι περιφέρειες του Καμερούν

Το Σύνταγμα διαιρεί το Καμερούν σε 10 ημι-αυτόνομες περιφέρειες, οι οποίες διοικούνται από ένα αιρετό περιφερειακό συμβούλιο. Η μετάβαση από επαρχίες σε περιφέρειες έγινε επίσημα με ένα προεδρικό διάταγμα στις 12 Νοεμβρίου 2008.[37] Επικεφαλής της περιφέρειας είναι ο κυβερνήτης, ο οποίος διορίζεται από τον Πρόεδρο. Ο κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για την υλοποίηση της βούλησης του Προέδρου, την υποβολή εκθέσεων για την κατάσταση που επικρατεί στην περιφέρεια, τη διοίκηση των δημόσιων υπηρεσιών, τη διατήρηση της ειρήνης και την επίβλεψη των επικεφαλής των μικρότερων διοικητικών μονάδων. Οι κυβερνήτες έχουν ευρείες εξουσίες: μπορούν να διατάξουν προπαγάνδα στην περιοχή και να καλέσουν τον στρατό, τη χωροφυλακή και την αστυνομία.[17] Οι περιφέρειες υποδιαιρούνται σε 58 νομαρχίες (divisions, Γαλλικά départements). Σ' αυτά επικεφαλής είναι ένας διορισμένος από τον Πρόεδρο νομάρχης (prefet), ο οποίος ασκεί τα καθήκοντα του κυβερνήτη σε μικρότερη κλίμακα. Οι νομαρχίες υποδιαιρούνται περαιτέρω σε δήμους (arrondissements, επικεφαλής sous-prefet). Η μικρότερη διοικητική μονάδα είναι οι περιοχές (districts), οι οποίες υπάρχουν σε δήμους και περιφέρειες που έχουν δύσκολη πρόσβαση.

Στον βορρά βρίσκονται οι περιφέρειες Απώτερου Βορρά (Extrême Nord), Βορρά (Nord) και Ανταμάουα (Adamaoua). Νότια τους οι περιφέρειες Κέντρου (Centre) και Ανατολής (Est). Η περιφέρεια Νότου (Sud) βρίσκεται στον Κόλπο της Γουινέας και περιλαμβάνει μέρος των νότιων συνόρων της χώρας. Το δυτικό Καμερούν χωρίζεται σε τέσσερις περιφέρειες. Η περιφέρεια Λιτοράλ (Littoral) και η Νοτιοδυτική περιφέρεια (Sud-Ouest) βρίσκονται στις ακτές, ενώ η Βορειοδυτική (Nord-Ouest) και Δυτική (Ouest) βρίσκονται στα δυτικά υψίπεδα. Η Βορειοδυτική και η Νοτιοδυτική περιφέρεια άνηκαν στη βρετανική αποικία, οι υπόλοιπες περιφέρειες στη γαλλική.

Το Καμερούν έχει πληθυσμό 28.758.503 κατοίκους,[1] σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024. Ο πληθυσμός είναι νέος σε ηλικία, κατ' εκτίμηση το 42,34% είναι κάτω από 15 και το 96,89% κάτω από 65 (2020) και παρουσιάζει αυξητική τάση με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 2,77% το 2021. Ο ρυθμός γεννήσεων εκτιμάται σε 35,91 ανά 1000 ανθρώπους και ο ρυθμός θανάτων σε 7,93 ανά χίλιους ανθρώπους το 2021.[23]

Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 62,4 χρόνια (60,3 χρόνια οι άνδρες και 64,5 οι γυναίκες).[38]

Ο πληθυσμός του Καμερούν είναι σχεδόν ισόποσα μοιρασμένος σε αστικό και αγροτικό.[39] Η πυκνότητα πληθυσμού είναι υψηλότερη στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα δυτικά υψίπεδα και τα βορειοανατολικά πεδινά.[40] Οι Ντουάλα, Γιαουντέ και Γκαρούα είναι οι μεγαλύτερες πόλεις. Αντίθετα το Οροπέδιο Ανταμάουα, η λεκάνη Bénoué στα νοτιοανατολικά και το μεγαλύτερο μέρος των Υψιπέδων Νότιου Καμερούν είναι αραιοκατοικημένα.[41] Πληθυσμοί από τα πυκνοκατοικημένα δυτικά υψίπεδα και τον υπανάπτυκτο βορρά μετακινούνται προς την ακτή και τα αστικά κέντρα για εύρεση εργασίας.[42] Σε μικρότερο βαθμό πληθυσμοί αναζητούν εργασία σε μονάδες επεξεργασίας ξυλείας και φυτείες στα νότια και τα ανατολικά.[43] Σε εθνικό επίπεδο η αναλογία των φύλων είναι ισόρροπη, όμως επειδή οι εσωτερικοί μετανάστες είναι κατά κύριο λόγο άντρες σε κάποιες περιοχές η αναλογία διαταράσσεται.[44]

Σπίτια της φυλής Musgum στην Περιφέρεια Απώτερου Βορρά

Στο Καμερούν εφαρμόζεται και η μονογαμία και η πολυγαμία και οι οικογένειες έχουν πολλά μέλη.[45] Στον βορρά οι γυναίκες φροντίζουν το σπίτι και οι άντρες είναι κτηνοτρόφοι ή αγρότες. Στον νότο οι γυναίκες καλλιεργούν προϊόντα για την τροφή της οικογένειας και οι άντρες παρέχουν το κρέας ή καλλιεργούν προϊόντα προς πώληση. Η καμερουνέζικη κοινωνία είναι πατριαρχική και η καταπίεση και η βία ενάντια των γυναικών είναι συνηθισμένη.[21][22][46]

Στο Καμερούν εκτιμάται ότι ζουν περισσότερες από 200 διαφορετικές εθνοτικές και γλωσσικές ομάδες, με τον ακριβή αριθμό να κυμαίνεται ανάμεσα σε 230 και 282.[47][48] Το Οροπέδιο Ανταμάουα είναι ένα φυσικό σύνορο που σε γενικές γραμμές τις χωρίζει σε βόρειες και νότιες ομάδες. Στον βορρά ζουν ομάδες σουδανέζικης εθνοτικής καταγωγής, οι οποίες συγκεντρώνονται στα κεντρικά υψίπεδα και στις βόρειες πεδιάδες, καθώς και ομάδες Φουλά, οι οποίες έχουν παρουσία σε όλες τις περιοχές του βόρειου Καμερούν. Ένας μικρός αριθμός από Άραβες Shuwa (Baggara) ζουν κοντά στη λίμνη Τσαντ. Το νότιο Καμερούν κατοικείται από γλωσσικές ομάδες Μπαντού και Ημί-Μπαντού. Οι ομιλούντες τις Μπαντού κατοικούν στις παράκτιες και στις ισημερινές ζώνες, ενώ οι ομιλούντες τις Ημί-Μπαντού στα δυτικά λιβάδια. Περίπου 5.000 Πυγμαίοι ζουν περιπλανώμενοι στα νοτιοανατολικά και παράκτια τροπικά δάση ή κατοικούν σε μικρούς οικισμούς κατά μήκος των δρόμων.[49] Η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα αλλοδαπών είναι Νιγηριανοί, κυρίως της φυλής Ίγκμπο.[50] Το 2008 στο Καμερούν ζούσαν περίπου 91.900 πρόσφυγες και αιτούντες ασύλου. Απ' αυτούς περίπου 65.200 ήρθαν από την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, εκτοπισμένοι κυρίως λόγω του πολέμου,[51] 20.000 από το Τσαντ και 3.000 από τη Νιγηρία.[52] Από το 2005 έχουν αυξηθεί οι απαγωγές Καμερουνέζων από Κεντροαφρικανούς ληστές.[53]

Επίσημες γλώσσες είναι τα Γαλλικά και τα Αγγλικά που εισήχθησαν κατά τη διάρκεια της αποικιοκρατίας. Διαιρούν τον πληθυσμό σε αγγλόφωνο, περίπου το ένα πέμπτο του συνολικού με παρουσία στα νοτιοδυτικά και τα βορειοδυτικά, και σε γαλλόφωνο στο υπόλοιπο της χώρας.[54] Μια αγγλική κρεολική γλώσσα (Cameroonian Pidgin English) χρησιμοποιείται ως lingua franca, ειδικά στις περιοχές που ήταν αποικία των Βρετανών.[55] Μια μίξη αυτής της γλώσσας με τα αγγλικά και τα γαλλικά (Camfranglais) αναπτύσσεται στα αστικά κέντρα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970.[56][57]

Το Καμερούν έχει μεγάλη θρησκευτική πολυμορφία και οι κάτοικοι απολαμβάνουν μεγάλο βαθμό θρησκευτικής ελευθερίας.[22] Το 40% του πληθυσμού ασπάζεται αυτόχθονες θρησκείες, το 40% ασπάζεται τον Χριστιανισμό και το 20% το Ισλάμ.[23] Οι χριστιανοί συγκεντρώνονται κυρίως στις νότιες και δυτικές περιοχές. Οι μουσουλμάνοι βρίσκονται σε μεγάλους αριθμούς σε όλες τις περιοχές αλλά συγκεντρώνονται κυρίως στον βορρά. Παρατηρείται μεγάλη εσωτερική μετανάστευση. Οι μεγάλες πόλεις έχουν σημαντικούς πληθυσμούς και των δύο θρησκειών, με τζαμιά και εκκλησίες συχνά να βρίσκονται κοντά μεταξύ τους.[58]

Οι αγγλόφωνες περιοχές στα δυτικά είναι κατά κύριο λόγο προτεσταντικές, ενώ οι γαλλόφωνες στα δυτικά και τα νότια κατά κύριο λόγο καθολικές. Οι εθνοτικές ομάδες του νότου ασπάζονται χριστιανικά και ανιμιστικά δόγματα ή ένα συγκρητικό συνδυασμό και των δύο. Διαδεδομένη είναι η πίστη στη μαγεία, που η κυβέρνηση απαγορεύει.[59] Ύποπτοι για μαγεία συχνά υπόκεινται σε βία του όχλου.[22]

Στις βόρειες περιοχές κυρίαρχη εθνοτική ομάδα είναι οι ως επί το πλείστον μουσουλμάνοι Φουλά, αλλά κάποιες ομάδες διατηρούν τα ανιμιστικά πιστεύω τους και αποκαλούνται Κιρντί από τους Φουλά (που σημαίνει παγανιστές στη γλώσσα τους). Η εθνοτική ομάδα Μπαμούμ στα δυτικά είναι επίσης κατά κύριο λόγο μουσουλμανική. Οι παραδοσιακές αυτόχθονες θρησκείες εξασκούνται σε αγροτικές περιοχές σε όλη τη χώρα, αλλά σπάνια στις πόλεις, εν μέρει επειδή πολλές απ' αυτές έχουν έναν εγγενή τοπικό χαρακτήρα.[58]

Επίσης, σε όλη τη χώρα υπάρχουν 37.844 Μάρτυρες του Ιεχωβά[60] και 1.359 Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών[61].

Χορευτές Μπάκα υποδέχονται επισκέπτες στην Ανατολική Περιφέρεια

Κάθε μία από τις εθνοτικές ομάδες του Καμερούν έχει τις δικές της πολιτιστικές παραδόσεις. Τα έθιμα περιλαμβάνουν γιορτές για γεννήσεις, θανάτους, σπορά, συγκομιδή και θρησκευτικές τελετές.

Η μουσική και ο χορός είναι αναπόσπαστο κομμάτι των καμερουνέζικων γιορτών, κοινωνικών εκδηλώσεων αλλά και της διήγησης ιστοριών.[62] Οι παραδοσιακοί χοροί είναι πολύ χορογραφημένοι και ξεχωρίζουν τους άντρες και τις γυναίκες ή απαγορεύουν εντελώς το ένα φύλο.[63] Υπάρχουν χοροί για διάφορους σκοπούς, από την απλή διασκέδαση μέχρι τη θρησκευτική τελετουργία.[64] Παραδοσιακά η μουσική μεταδίδεται προφορικά. Σε μια τυπική εκτέλεση μια χορωδία τραγουδιστών ακολουθεί έναν σολίστα.[65] Η μουσική υπόκρουση μπορεί να είναι απλώς παλαμάκια ή χτύπημα των ποδιών,[66] ενώ παραδοσιακά όργανα που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνουν κουδούνια που φορούν χορευτές, τύμπανα, φλάουτα, κόρνες, κουδινίστρες, γκουίρο, έγχορδα, σφυρίχτρες και ξυλόφωνα, με τον ακριβή συνδυασμό να διαφέρει ανάλογα με την εθνοτική ομάδα και την περιοχή. Κάποιοι μουσικοί ερμηνεύουν ολόκληρα τραγούδια μόνοι τους, με συνοδεία ενός οργάνου που μοιάζει με άρπα.[65][67]

Η μουσική του Καμερούν περιλαμβάνει πολλά διαφορετικά μουσικά είδη, όπως ambasse bey, assiko, mangambeu και tsamassi.[68] Η νιγηριανή μουσική έχει επηρεάσει τους αγγλόφωνους καμερουνέζους μουσικούς και το τραγούδι «Sweet Mother» του Νιγηριανοκαμερουνέζου Prince Nico Mbarga είναι ένα από τα δημοφιλέστερα αφρικανικά τραγούδια.[69] Τα δύο πιο δημοφιλή είδη είναι τα makossa και bikutsi. Το makossa αναπτύχθηκε στην Ντουάλα και αναμιγνύει παραδοσιακή μουσική, highlife, σόουλ και μουσική του Κονγκό (soukous). Καλλιτέχνες όπως οι Manu Dibango, Francis Bebey, Moni Bilé, και Petit-Pays έκαναν το είδος γνωστό σε όλο τον κόσμο τις δεκαετίες του 70 και του 80. Το bikutsi ξεκίνησε ως πολεμική μουσική των Ewondo. Καλλιτέχνες όπως η Anne-Marie Nzié το ανέπτυξαν σε δημοφιλή χορευτική μουσική τη δεκαετία του 40, ενώ οι Mama Ohandja και Les Têtes Brulées το πρόβαλαν διεθνώς κατά τις δεκαετίες 60, 70 και 80.[70]

Η κουζίνα ποικίλει ανάλογα με την περιοχή, αλλά σε όλη τη χώρα συνηθίζεται ένα μεγάλο, ενός πιάτου, απογευματινό γεύμα. Ένα τυπικό πιάτο μπορεί να περιέχει τάρο, καλαμπόκι, μανιόκα, κεχρί, μπανάνες μούσα, πατάτες, ρύζι, ή γιαμ συχνά χτυπημένο σε κους κους. Σερβίρεται με σάλτσα, σούπα ή στιφάδο χορταρικών, φυστίκια, φοινικέλαιο ή άλλα συστατικά.[71] Η προσθήκη κρέατος ή ψαριού είναι δημοφιλής αλλά και ακριβή.[72] Τα πιάτα είναι συνήθως πολύ ζεστά και καρυκεύονται με αλάτι, κόκκινη πιπεριά και ζωμό.[73] Παραδοσιακά ποτά που συνοδεύουν το γεύμα είναι νερό, κρασί από φοινικόδεντρα και μπύρα από κεχρί, αν και η μπύρα, το κρασί και τα αναψυκτικά γίνονται επίσης δημοφιλή. Μαχαιροπίρουνα υπάρχουν αλλά συνήθως το φαγητό τρώγεται με το δεξί χέρι. Το πρωινό αποτελείται από περισσεύματα ψωμιού και φρούτων με καφέ ή τσάι. Μικρά και πρόχειρα γεύματα επίσης συνηθίζονται, ειδικά στις μεγάλες πόλεις όπου πωλούνται από πλανόδιους πωλητές.[74]

Μια γυναίκα πλέκει ένα καλάθι κοντά στη λίμνη Όσα στην Περιφέρεια Λιτοράλ

Παραδοσιακές τέχνες ασκούνται σε όλη τη χώρα για εμπορικούς, διακοσμητικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Ιδιαίτερα συνηθισμένη είναι η παραγωγή ξυλόγλυπτων και γλυπτών.[75] Ο υψηλής ποιότητας πηλός των δυτικών υψιπέδων είναι κατάλληλος για αγγειοπλαστική.[64] Άλλες τέχνες που ασκούνται είναι καλαθοπλεκτική, χειροτεχνίες με χάντρες, χαλκό και μπρούντζο, σκάλισμα και ζωγραφική σε κολοκύθα, κέντημα και κατασκευή δερμάτινων. Στο χτίσιμο των σπιτιών γίνεται χρήση τοπικά διαθέσιμων υλικών και οι κατασκευές ποικίλουν, από προσωρινές κατασκευές με ξύλο και φύλλα της φυλής Mbororo μέχρι τα ορθογώνια σπίτια από λάσπη και άχυρα των φυλών του νότου. Όλο και πιο συχνά χτίζονται κατοικίες από υλικά όπως τσιμέντο και κασσίτερος.[76]

Η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος του Καμερούν επικεντρώνεται τόσο σε ευρωπαϊκά όσο και αφρικάνικα θέματα. Συγγραφείς της εποχής της αποικιοκρατίας, όπως ο Louis-Marie Pouka και ο Sankie Maimo, έλαβαν εκπαίδευση από ευρωπαϊκές ιεραποστολές και υποστήριξαν την αφομοίωση του Καμερούν με τον δυτικό κόσμο.[77] Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγγραφείς όπως ο Mongo Beti και ο Ferdinand Oyono ανέλυσαν και επέκριναν την αποικιοκρατία και απέρριψαν την αφομοίωση.[78][79] Λίγο μετά την ανεξαρτησία κινηματογραφιστές όπως ο Jean-Paul Ngassa και η Thérèse Sita-Bella καταπιάστηκαν με παρόμοια θέματα.[80] Τη δεκαετία του 1960 ο Mongo Beti και άλλοι συγγραφείς ασχολήθηκαν με τη μετα-αποικιοκρατική εποχή, τα προβλήματα ανάπτυξης της Αφρικής και την ανάκτηση της αφρικανικής ταυτότητας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι σκηνοθέτες Jean-Pierre Dikongué Pipa και Daniel Kamwa ασχολήθηκαν με τη σύγκρουση μεταξύ παραδοσιακής και μετα-αποικιοκρατικής κοινωνίας. Στις επόμενες δεκαετίες ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία επικεντρώθηκε περισσότερο σε αποκλειστικά καμερουνέζικα θέματα.[81]

Ο αθλητισμός υποστηρίζεται έντονα σε όλες του τις μορφές με εθνική πολιτική. Παραδοσιακά αθλήματα είναι οι αγώνες με κανό και η πάλη, ενώ εκατοντάδες δρομείς συμμετέχουν στον ετήσιο, μήκους 40 χλμ. «Αγώνα Ελπίδας του Όρους Καμερούν».[82] Το Καμερούν είναι μία από τις λίγες τροπικές χώρες που έχουν πάρει μέρος σε Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Το εθνικό σπορ της χώρας όμως είναι το ποδόσφαιρο. Υπάρχουν πάρα πολλά ερασιτεχνικά σωματεία, οργανωμένα κατά εθνοτικές ομάδες ή υποστηριζόμενα από εταιρικούς χορηγούς. Η εθνική ομάδα είναι πάρα πολύ πετυχημένη και στο Μουντιάλ του 1990 έφτασε μέχρι τα προημιτελικά. Έχει κερδίσει τέσσερις φορές το Κύπελλο Εθνών Αφρικής και το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του 2000.[83]

Το Καμερούν είναι μία από τις ισχυρότερες οικονομίες της Υποσαχάριας Αφρικής με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης) να εκτιμάται για το 2009 στα 2.147 δολάρια ΗΠΑ.[3] Οι σημαντικότερες εξαγωγικές αγορές είναι η Γαλλία, Ιταλία, Νότια Κορέα, Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.[23] Το Καμερούν είναι μέλος της Τράπεζας των κρατών της Κεντρικής Αφρικής (BEAC), της Οικονομικής και Τελωνειακής Ένωσης της Κεντρικής Αφρικής (UDEAC) και του Οργανισμού για την Εναρμόνιση του Δικαίου των Επιχειρήσεων στην Αφρική (OHADA).[84] Νόμισμα είναι το Φράγκο CFA Κεντρικής Αφρικής. Η γραφειοκρατία, οι υψηλοί φόροι και η διαφθορά έχουν εμποδίσει την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Το 2001 η ανεργία ήταν κατ' εκτίμηση 30% και υπολογίζεται ότι περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας.[85] Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 το Καμερούν ακολουθεί προγράμματα της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για τη μείωση της φτώχειας, την ιδιωτικοποίηση βιομηχανιών και την αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης.[16] Ο τουρισμός είναι ένας αναπτυσσόμενος τομέας, ιδιαίτερα στην παράκτια περιοχή, γύρω από το Όρος Καμερούν, και στον βορρά.

Οι φυσικοί πόροι του Καμερούν είναι κατάλληλοι για την ανάπτυξη της γεωργίας και της δενδροκαλλιέργειας. Εκτιμάται ότι το 70% του πληθυσμού είναι αγρότες και το 2006 η γεωργία αποτελούσε το 45,2% του ΑΕΠ.[23] Οι περισσότεροι αγρότες καλλιεργούν για την οικογενειακή τους κατανάλωση με απλά εργαλεία. Πωλούν το πλεόνασμα της παραγωγής τους, ενώ κάποιοι διατηρούν ξεχωριστές εκτάσεις για εμπορική εκμετάλλευση. Στα αστικά κέντρα η παροχή τροφίμων βασίζεται ιδιαίτερα στη γεωργία σε μικρή κλίμακα. Το έδαφος και το κλίμα των παράκτιων περιοχών ευνοούν την καλλιέργεια μπανανιάς, κακαόδεντρου, ααβόρας, δέντρου καουτσούκ και τσαγιού. Στα Υψίπεδα του Νότιου Καμερούν παράγονται για εμπορική εκμετάλλευση καφές, ζάχαρη και ταμπάκο, στα δυτικά υψίπεδα καφές ενώ στον βορρά οι φυσικές συνθήκες ευνοούν καλλιέργειες όπως βαμβάκι, φιστίκι και ρύζι. Η εξάρτηση από τις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων καθιστούν την οικονομία του Καμερούν ευάλωτη στις μεταβολές των τιμών τους.[23]

Η κτηνοτροφία ασκείται σε όλη τη χώρα. Η αλιεία απασχολεί περίπου 5.000 άτομα και παράγει 20.000 τόνους θαλασσινών τον χρόνο. Το κυνήγι, από παλιά βασικό είδος διατροφής για τις αγροτικές περιοχές, σήμερα είναι δημοφιλές στα αστικά κέντρα. Το εμπόριο κρέατος θηραμάτων έχει σήμερα ξεπεράσει την αποψίλωση των δασών ως η κύρια απειλή για την άγρια ζωή στο Καμερούν.

Τα τροπικά δάση στον νότο έχουν τεράστια αποθέματα ξυλείας και υπολογίζεται ότι καλύπτουν το 37% της συνολικής έκτασης της χώρας. Ωστόσο μεγάλες περιοχές του δασών δεν έχουν εύκολη πρόσβαση. Στην υλοτομία δραστηριοποιούνται κυρίως ξένες εταιρίες και ο τομέας παρέχει στην κυβέρνηση έσοδα 60 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ τον χρόνο. Υπάρχουν αυστηροί νόμοι για την ασφαλή και βιώσιμη εκμετάλλευση των δασών, στην πράξη όμως ο κρατικός έλεγχος είναι ανεπαρκής.

Η βιομηχανία παρήγαγε το 16,1% του ΑΕΠ το 2006.[23] Το 75% της βιομηχανικής παραγωγής συγκεντρώνεται στην Ντουάλα και την Bonabéri. Το Καμερούν έχει σημαντικά αποθέματα ορυκτών πόρων, τους οποίους όμως δεν εκμεταλλεύεται σε μεγάλη έκταση.[16] Η παραγωγή πετρελαίου έχει πέσει από το 1985, παραμένει όμως ένας σημαντικός τομέας και οι πτώσεις στην τιμή του έχουν μεγάλη επίπτωση στην οικονομία. Οι ποταμοί στον νότο έχουν σημεία ορμητικής ροής και καταρράκτες που επιτρέπουν τη δημιουργία υδροηλεκτρικών εργοστασίων, μέσω των οποίων καλύπτεται το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών αναγκών της χώρας. Το μεγαλύτερο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο βρίσκεται στον ποταμό Sanaga. Η υπόλοιπη ενέργεια παράγεται από θερμικές μονάδες πετρελαίου. Ωστόσο μεγάλο μέρος της χώρας παραμένει χωρίς αξιόπιστη πηγή ενέργειας.

Οι μεταφορές στο Καμερούν είναι συχνά δυσχερείς. Οι δρόμοι που συνδέουν τις μεγάλες πόλεις είναι σχετικά καλοί, έχουν μια λωρίδα κυκλοφορίας και για τη διέλευσή τους χρεώνονται διόδια. Οι υπόλοιποι δρόμοι δεν συντηρούνται επαρκώς και είναι εκτεθειμένοι στις κακές καιρικές συνθήκες, καθώς μόνο το 10% του οδικού δικτύου είναι ασφαλτοστρωμένο.[23] Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά. Συχνά στήνονται οδοφράγματα από αστυνομικούς και χωροφύλακες με σκοπό την είσπραξη δωροδοκιών από τους ταξιδιώτες.[86] Οι ληστείες στον δρόμο, που από καιρό παρεμποδίζουν την κυκλοφορία κατά μήκος των ανατολικών και δυτικών συνόρων, έχουν αυξηθεί στα ανατολικά λόγω της περαιτέρω αποσταθεροποίησης της Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας.[53] Οι μεγάλες πόλεις συνδέονται με γραμμές υπεραστικών λεωφορείων που εκμεταλλεύονται πολλές ιδιωτικές εταιρίες. Αν και τα λεωφορεία σπάνια τηρούν το χρονοδιάγραμμα, καθώς περιμένουν να πωληθούν όλα τα εισιτήρια για να αναχωρήσουν, είναι το δημοφιλέστερο μέσο μεταφοράς. Το σιδηροδρομικό δίκτυο είναι κρατικό και εκτείνεται από την Kumba στα δυτικά ως στο Bélabo στα ανατολικά και τη Ngaoundéré στον βορρά. Υπάρχουν δύο διεθνή αεροδρόμια στην Ντουάλα και την Γκαρουά καθώς και ένα μικρότερο στη Γιαουντέ. Το αεροδρόμιο της Bamenda έχει κλείσει. Το κύριο θαλάσσιο λιμάνι της χώρας είναι στην Ντουάλα, στις εκβολές του ποταμού Wouri. Στον βορρά ο ποταμός Bénoué είναι εποχικά πλωτός από την Γκαρουά ως το εσωτερικό της Νιγηρίας.

  1. 1,0 1,1 1,2 «PROJECTIONS DEMOGRAPHIQUES ET ESTIMATIONS DES CIBLES PRIORITAIRES DES DIFFERENTS PROGRAMMES ET INTERVENTIONS DE SANTE». Institut National de la Statistique. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2024. 
  2. «Rapport de présentation des résultats définitifs» (PDF) (στα Γαλλικά). Institut national de la statistique. σελ. 6. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 13 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2012. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 «Καμερούν». ΔΝΤ. 
  4. Human Development Report 2021-22: Uncertain Times, Unsettled Lives: Shaping our Future in a Transforming World (PDF). hdr.undp.org. United Nations Development Programme. 8 Σεπτεμβρίου 2022. σελίδες 272–276. ISBN 978-9-211-26451-7. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. 
  5. DeLancey & DeLancey 2.
  6. Fanso 84.
  7. 7,0 7,1 DeLancey & DeLancey 125.
  8. 8,0 8,1 DeLancey & DeLancey 5.
  9. DeLancey & DeLancey 4.
  10. 10,0 10,1 DeLancey & DeLancey 6.
  11. DeLancey & DeLancey 19.
  12. DeLancey & DeLancey 7.
  13. DeLancey & DeLancey 8.
  14. 14,0 14,1 DeLancey & DeLancey 9.
  15. Andy Matthews (12 Μαρτίου 2008). «Cameroon protests in USA». AfricaNews. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-12-06. https://web.archive.org/web/20081206040327/http://www.africanews.com/site/list_messages/16465. Ανακτήθηκε στις 24-09-2009. 
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 16,5 «Background Note: Cameroon». U.S. Department of State - Υπουργείο Εξωτερικών ΗΠΑ. Σεπτέμβριος 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιανουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2009. 
  17. 17,0 17,1 Neba 250.
  18. 18,0 18,1 «CAMEROON: New anti-corruption drive leaves many sceptical». IRIN. 27 Ιανουαρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2009. 
  19. «Corruption Perceptions Index 2007». Διεθνής Διαφάνεια. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Απριλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2009. 
  20. 20,0 20,1 «Cameroon - Report 2009». Human rights by country. Διεθνής Αμνηστία. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Νοεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2009. 
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 «Cameroon (2009)». Map of Freedom 2009. Freedom House. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Φεβρουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2009. 
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 «Cameroon». 2006 Country Reports on Human Rights Practices. U.S. Department of State - Υπουργείο Εξωτερικών ΗΠΑ. 6 Μαρτίου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2009. 
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 23,5 23,6 23,7 Καμερούν CIA World Factbook
  24. Neba 252.
  25. 25,0 25,1 West 11.
  26. DeLancey & DeLancey 126, Ngoh 328.
  27. MacDonald 69.
  28. DeLancey & DeLancey 16.
  29. Fomensky et al. 6.
  30. Neba 14.
  31. Neba 28.
  32. «Global Measured Extremes of Temperature and Precipitation». National Climatic Data Center - Εθνικό Κέντρο Μετεωρολογικών Δεδομένων ΗΠΑ. 9 Αυγούστου 2004. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2009. 
  33. 33,0 33,1 Neba 16.
  34. 34,0 34,1 34,2 Neba 17.
  35. DeLancey & DeLancey 161 αναφέρει 1.700 νεκροί, Hudgens & Trillo 1054 αναφέρει τουλάχιστον 2.000, West 10 αναφέρει περισσότεροι από 2.000.
  36. Gwanfogbe et al. 20, Neba 29.
  37. «Décret N° 2008/376 du 12 novembre 2008». Ιστοσελίδα Προεδρίας της Δημοκρατίας Καμερούν. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2009. 
  38. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, Προσδόκιμο ζωής και υγιές προσδόκιμο ζωής, Δεδομένα ανά χώρα
  39. West 3.
  40. Neba 109–11.
  41. Neba 111.
  42. Neba 105–6.
  43. Neba 106.
  44. Neba 103–4.
  45. Mbaku 139.
  46. Mbaku 141.
  47. Neba 65, 67.
  48. West 13.
  49. Neba 48.
  50. Neba 108.
  51. «Cameroon: Population Movement; DREF Bulletin no. MDRCM004». Διεθνές Κίνημα Ερυθρού Σταυρού και Ερυθράς Ημισελήνου. 28 Μαΐου 2007. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2009. 
  52. «World Refugee Survey 2009». U.S. Committee for Refugees and Immigrants. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2009. 
  53. 53,0 53,1 Tansa Musa (27 Ιανουαρίου 2007). «Gunmen kill one, kidnap 22 in Cameroon near CAR». Reuters. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-06-29. https://web.archive.org/web/20070629170646/http://www.alertnet.org/thenews/newsdesk/L27787695.htm. Ανακτήθηκε στις 2009-09-18. 
  54. DeLancey & DeLancey 28.
  55. Neba 94.
  56. DeLancey & DeLancey 131.
  57. Francis Ngwa Niba (20 Φεβρουαρίου 2007). «New language for divided Cameroon». BBC. Ανακτήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2009. 
  58. 58,0 58,1 «Cameroon». International Religious Freedom Report 2007. U.S. Department of State - Υπουργείο Εξωτερικών ΗΠΑ. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2009. 
  59. Geschiere 169–70.
  60. Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 2014, Watch Tower Bible And Tract Society of Pennsylvania, σελ. 180
  61. "Facts and Statistics", mormonnewsroom.org
  62. Mbaku 189; West 18.
  63. Mbaku 204.
  64. 64,0 64,1 West 18.
  65. 65,0 65,1 Mbaku 189.
  66. Mbaku 191.
  67. West 18–9.
  68. DeLancey and DeLancey 184.
  69. Mbaku 200.
  70. DeLancey and DeLancey 51; Nkolo & Ewens 443.
  71. West 84–5.
  72. Mbaku 121–2.
  73. Hudgens and Trillo 1047, Mbaku 122, West 84.
  74. Mbaku 121; Hudgens and Trillo 1049.
  75. West 17.
  76. Mbaku 110–3.
  77. Mbaku 80–1
  78. Fitzpatrick 38, Mbaku 77, 83–4
  79. Volet, Jean-Marie (10 Νοεμβρίου 2006). «Cameroon Literature at a glance». Reading women writers and African literatures. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2009. 
  80. DeLancey and DeLancey 119–20, West 20.
  81. DeLancey and DeLancey 120.
  82. West 127.
  83. West 92–3, 127.
  84. «Le portail du droit des affaires en Afrique». Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2009. 
  85. «Human Development Indices» (PDF). Human Development Report. United Nations Development Programme. Ανακτήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 2009. 
  86. Hudgens & Trillo 1036.
  • DeLancey, Mark W., and Mark Dike DeLancey (2000): Historical Dictionary of the Republic of Cameroon (3rd ed.). Lanham, Maryland: The Scarecrow Press.
  • Fitzpatrick, Mary (2002). "Cameroon." Lonely Planet West Africa, 5th ed. China: Lonely Planet Publications Pty Ltd.
  • Fomensky, R., M. Gwanfogbe, and F. Tsala, editorial advisers (1985) Macmillan School Atlas for Cameroon. Malaysia: Macmillan Education Ltd.
  • Geschiere, Peter (1997). The Modernity of Witchcraft: Politics and the Occult in Postcolonial Africa. Charlottesville: University Press of Virginia.
  • Gwanfogbe, Mathew, Ambrose Meligui, Jean Moukam, and Jeanette Nguoghia (1983). Geography of Cameroon. Hong Kong: Macmillan Education Ltd.
  • Hudgens, Jim, and Richard Trillo (1999). West Africa: The Rough Guide. 3rd ed. London: Rough Guides Ltd.
  • MacDonald, Brian S. (1997). "Case Study 4: Cameroon", Military Spending in Developing Countries: How Much Is Too Much? McGill-Queen's University Press.
  • Mbaku, John Mukum (2005). Culture and Customs of Cameroon. Westport, Connecticut: Greenwood Press.
  • Neba, Aaron (1999). Modern Geography of the Republic of Cameroon, 3rd ed. Bamenda: Neba Publishers.
  • Nkolo, Jean-Victor, and Graeme Ewens (2000). "Cameroon: Music of a Small Continent". World Music, Volume 1: Africa, Europe and the Middle East. London: Rough Guides Ltd.
  • West, Ben (2004). Cameroon: The Bradt Travel Guide. Guilford, Connecticut: The Globe Pequot Press Inc.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]