Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄
Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος
1ος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
Περίοδος
16 Αυγούστου 1960 – 15 Ιουλίου 1974
ΑντιπρόεδροςΦαζίλ Κιουτσούκ
Ραούφ Ντενκτάς
ΠροκάτοχοςΗ θέση δημιουργήθηκε
ΔιάδοχοςΝίκος Σαμψών (De facto, έγινε πρόεδρος κατόπιν πραξικοπήματος)
Περίοδος
7 Δεκεμβρίου 1974 – 3 Αυγούστου 1977
ΠροκάτοχοςΓλαύκος Κληρίδης
ΔιάδοχοςΣπύρος Κυπριανού
Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου
Περίοδος
18 Σεπτεμβρίου 1950 – 3 Αυγούστου 1977
ΠροκάτοχοςΑρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β΄
ΔιάδοχοςΑρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α΄
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση13 Αυγούστου 1913 (1913-08-13), Παναγιά, Επαρχία Πάφου, Βρετανική Κύπρος
Θάνατος3 Αυγούστου 1977 (63 ετών)
Λευκωσία, Κύπρος
Εθνότητα Ελληνική
Υπηκοότητα Κυπριακή
Πολιτικό κόμμαΑνεξάρτητος
ΣπουδέςΘεολογία

Νομική

Κοινωνιολογία της θρησκείας
ΕπάγγελμαΚληρικός
ΘρήσκευμαΧριστιανός Ορθόδοξος
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄ (κατά κόσμον: Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος, Πάνω Παναγιά Πάφου, 13 Αυγούστου 1913 - Λευκωσία, 3 Αυγούστου 1977) ήταν Ελληνοκύπριος επίσκοπος και πολιτικός, που διατέλεσε προκαθήμενος της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου από το 1950 μέχρι τον θάνατό του και πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις 16 Αυγούστου 1960 μέχρι τον θάνατό του στις 3 Αυγούστου 1977.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τη γέννηση έως την εκλογή του ως Αρχιεπίσκοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος γεννήθηκε στο ορεινό χωριό της Πάφου, Πάνω Παναγιά. Ο πατέρας του βιοποριζόταν από έναν μικρό αμπελώνα και ένα κοπάδι αιγοπροβάτων που κατείχε. Ενώ βοηθούσε τον πατέρα του στις δουλειές, φοιτούσε στο μονοθέσιο σχολείο του χωριού, στο οποίο ήταν εξαιρετικός μαθητής (πήρε βαθμό 9,5 με άριστα το 10). Ο δάσκαλος έκανε εισήγηση να συνεχίσει τις σπουδές του και, επειδή η οικογένειά του ήταν φτωχή για να τον υποστηρίξει σε κάτι τέτοιο, έκανε αίτηση να ενταχθεί ως δόκιμος στη Μονή Κύκκου. Μετά από εκτενείς εξετάσεις, ο νεαρός Μούσκος έγινε δεκτός το 1926[α].

Κατά τη διαμονή του στη Μονή Κύκκου ολοκλήρωσε το τριτάξιο Προγυμνάσιο (ελληνική σχολή) με τόσο καλούς βαθμούς, που το 1933 η μονή τον έστειλε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας. Και εκεί είχε εντυπωσιακή επιτυχία ως μαθητής, ώστε το 1936, όταν επέστρεψε στη μονή, ανέλαβε διευθυντής της ελληνικής σχολής. Το 1938 έλαβε υποτροφία για να σπουδάσει Θεολογία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ωστόσο, από το 2ο έτος άρχισε να σπουδάζει παράλληλα και στη Νομική Σχολή, από όπου αποφοίτησε το 1943. Μετά την κατάληψη της Αθήνας από τις δυνάμεις του Άξονα, το 1941, δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Κύπρο, οπότε παρέμεινε στην Αθήνα και μάλιστα εντάχθηκε στην Οργάνωση Χ. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1944, ο Μακάριος παρέμεινε στην Αθήνα και, στις αρχές του 1946, χειροτονήθηκε ιερωμένος και τοποτηρητής με τίτλο Αρχιμανδρίτη στον ναό της Αγίας Παρασκευής Πειραιά[1].

Τον Σεπτέμβριο του 1946 του προσφέρθηκε υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, στη Μασσαχουσέτη των ΗΠΑ. Εκεί, πέραν της θεολογίας, παρακολούθησε μαθήματα Θρησκευτικής Κοινωνιολογίας[1]. Το 1948, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εξελέγη εν τη απουσία του Επίσκοπος Κιτίου και επέστρεψε στην Κύπρο[1]. Λίγο αργότερα, μετά την ενθρόνιση του ως Επίσκοπος Κιτίου, ανέλαβε διευθυντής του τετραμελούς Γραφείου της Εθναρχίας, με σκοπό το συντονισμό του αγώνα για την «Ενωση»[1], αποστολή της οποίας στάθηκε σκληρός υποστηρικτής. Σε κήρυγμα του, στις 4 Δεκεμβρίου 1949, κατά την περίοδο του Ενωτικού Δημοψηφίσματος, έλεγε: «Δεν πιστεύουμε, όπως κάνουν μερικοί προδότες και αγγλόφιλοι, πως η Ένωση θα πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της αγγλοελληνικής φιλίας. Η Ένωση δε χαρίζεται, κερδίζεται με συνεχή αγώνα»[β] Μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β', τo 1950, ο 37χρονος τότε Μακάριος εξελέγη νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Στον λόγο του, υποσχέθηκε στον λαό ότι θα εργαστεί άοκνα για την Ένωση Κύπρου-Ελλάδας[2].

Από Αρχιεπίσκοπος έως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο νεαρός Αρχιεπίσκοπος στράφηκε στην ελληνική κοινή γνώμη για να στηρίξει τον αγώνα της Ενώσεως από το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. Ο Παπάγος δεν είχε διάθεση να συγκρουστεί με την Αγγλία, μιας και η Ελλάδα ήταν ακόμη εξασθενημένη από τον Εμφύλιο. Ωστόσο αναγκάστηκε να δραστηριοποιηθεί υπό την πίεση της κοινής γνώμης[3]. Ωστόσο η Ελλάδα απευθύνθηκε συνολικά 5 φορές στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ζητώντας την αυτοδιάθεση της Κύπρου και πάντα προσέκρουε στην αντίθεση της Μεγάλης Βρετανίας και της Τουρκίας. Ακολούθησε ο θυελλώδης αγώνας της ΕΟΚΑ το 1955-1959, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Μακάριος εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες. Κατά την διάρκεια του αγώνα, ο Μακάριος απέρριψε τόσο το σχέδιο Χάρντινγκ όσο και το σχέδιο Ράντκλιφ καθώς δεν υπήρχε σαφής οδικός χάρτης για αυτοδιάθεση[4][5]. Τελικά αναγκάστηκε, μετά από αρκετές αμφιταλαντεύσεις, και προ της απειλής του Σχεδίου Μακμίλλαν, που προέβλεπε διχοτόμηση της Κύπρου, να προσυπογράψει τη λύση της εγγυημένης ανεξαρτησίας με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου[3] και επέστρεψε θριαμβευτικά στη Κύπρο.

Πρόεδρος Κύπρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την υπογραφή των συμφωνιών, έγιναν οι πρώτες εκλογές στην Κύπρο. Υποψήφιοι ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, τον οποίο υποστήριζε το νεοϊδρυθέν Ενιαίο Δημοκρατικό Μέτωπο Αναδημιουργίας (ΕΔΜΑ) στο οποίο εντάχθηκαν αρκετοί αγωνιστές της ΕΟΚΑ και ο Ιωάννης Κληρίδης (πατέρας του μετέπειτα προέδρου Γλαύκου Κληρίδη), ο οποίος ήταν επικεφαλής της Δημοκρατικής Ένωσης Κύπρου και υποστήριζε και το ΑΚΕΛ. Ο Μακάριος κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 66,29%[6].

Γενικά από την ανάληψη των καθηκόντων του στη Προεδρία της Κύπρου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, λόγω ακριβώς της προϊστορίας του αλλά και του ρόλου του, ειδικά στον κυπριακό αγώνα, αποτελούσε για τον ίδιο τον κυπριακό λαό (Έλληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους) αναγνωρισμένη προσωπικότητα του τότε Ελληνισμού. Το κύρος και η ηθική του επιβολή του είχαν προσδώσει διεθνή ακτινοβολία ακόμα και στον αλλόθρησκο αραβικό κόσμο. Συμμετέχοντας δε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, η διεθνής του αναγνώριση ήταν ακόμη περισσότερο δεδομένη ενώ ο σεβασμός στο σχήμα του αρχιεπισκόπου δεν αμφισβητούνταν[εκκρεμεί παραπομπή].

Περίοδος από την Ανεξαρτησία έως το 1974[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρόεδρος Μακάριος κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στο Βερολίνο το 1962

Οι συμφωνίες της Ζυρίχης κατέρρευσαν τον Δεκέμβριο του 1963, μετά την απόφαση του Μακαρίου για τροποποίηση 13 σημείων του Συντάγματος. Το επιχείρημα του Μακαρίου ήταν πως το σύνταγμα ήταν ανεφάρμοστο. Ωστόσο, τα 13 αυτά σημεία καταργούσαν την δικοινοτικότητα του κράτους[7]. Ο Μακάριος υποστήριζε από την αρχή της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας οτι οι συμφωνίες ήταν αποτέλεσμα εκβιασμού και τις αντιμετώπιζε ως λύση ανάγκης. Για παράδειγμα, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1962 ο Μακάριος έφτασε στην Αθήνα και έγινε δεκτός στο αεροδρόμιο Ελληνικού από τον βασιλιά Παύλο. Την 1η Οκτωβρίου έδωσε συνέντευξη Τύπου, όπου μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι «η δοθείσα δια των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου λύσις εις το Κυπριακόν δεν ήτο εκείνη δια την οποίαν διεξήχθη ο αγών. Ήτο, όμως, η μόνη εφικτή... Η εν Ελλάδι διατύπωσις αντιρρήσεων δια την δοθείσαν λύσιν σημαίνει εν τινι μέτρω, προσπάθειαν αντλήσεως κομματικών ωφελημάτων»[8].

Με την κατάρρευση των συμφωνιών, οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από τις δομές του Κράτους και εγκλείστηκαν σε θύλακες, και ο Μακάριος επανέφερε την Ένωση ως επίσημη πολιτική. Ωστόσο το 1968, μετά από 2 στρατιωτικές κρίσεις (1964, 1967) επανέφερε την πολιτική του ευκταίου, αν και εξακολουθούσε να απορρίπτει την φιλοσοφία των συμφωνιών Ζυρίχης για δικοινοτικό κράτος[9]. Η θέση του Μακαρίου ήταν περίεργη: από τη μια ήταν νομικά και διπλωματικά υποχρεωμένος να εργαστεί στο πλαίσιο της συμφωνίας σύστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, από την άλλη όμως οι Ελληνοκύπριοι τον έβλεπαν ως εθνάρχη τους και προορισμένο να τους οδηγήσει στην Ένωση. Ο βασικός λόγος που εκλεγόταν διαρκώς μέχρι και το 1974 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν επειδή είχε δώσει ελπίδες στους Ελληνοκύπριους ότι η κατάσταση της ανεξαρτησίας ήταν παροδική και σταδιακά θα οδηγούνταν στην Ένωση. Αυτό έπαιξε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην επί σειρά εκλογικών αναμετρήσεων επανεκλογή του, δεδομένου ότι εκείνη την περίοδο η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων ήθελαν διακαώς την Ένωση. Πάντως, για τις προθέσεις του ίδιου του Μακαρίου και κατά πόσο εργαζόταν ή όχι προς την κατεύθυνση της Ένωσης, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου, δεν μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα[10][11].

Από την άλλη μεριά, οι Τουρκοκύπριοι, ενώ ήταν ικανοποιημένοι με τη διακήρυξη ανεξαρτησίας, δεν πείθονταν για την καλή πίστη του Μακαρίου και των Ελληνοκύπριων υπουργών του. Μία από τις πιθανές αιτίες αυτού του σκεπτικισμού ήταν ότι ο Μακάριος δεν εμπιστεύτηκε ποτέ στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρό του, Κιουτσούκ[10]. Τον Αύγουστο του 1964, επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες μεταξύ στρατιωτικών δυνάμεων των δύο κοινοτήτων και δύο τουρκικά αεριωθούμενα βομβάρδισαν ελληνοκυπριακές θέσεις, προκαλώντας και απώλειες αμάχων[12]. Αντίστοιχα, και οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας εκτραχύνθηκαν, με αποκορύφωμα τους διωγμούς κατά της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης το 1964.

Η απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου (1970)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1970 επιφύλαξε μία εξαιρετικά δυσάρεστη έκπληξη στην κυπριακή κυβέρνηση. Οκτώ προσωπιδοφόροι του παράνομου Εθνικού Μετώπου πραγματοποίησαν επιδρομή στις αποθήκες του μεταλλείου Καλαβασού και πήραν τεράστιες ποσότητες εκρηκτικών -2.500 ράβδους δυναμίτη, 250 πυροκροτητές, 700 μέτρα ειδικού βραδύκαυστου φυτιλιού. Πρόκειται για την πιο επικίνδυνη επιχείρηση της οργάνωσης αυτής, η δράση της οποίας είχε αποσταθεροποιήσει την κατάσταση στην Κύπρο κατά τη διάρκεια του 1969.

Η μυστηριώδης και αντιφατική αυτή οργάνωση εμφανίστηκε για πρώτη φορά με προκήρυξή της στις 21 Μαρτίου 1969. Πραγματικός καθοδηγητής της ήταν η ΚΥΠ του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος και το 2ο Γραφείο του Γενικού Επιτελείου της Εθνοφρουράς, δηλαδή των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο. Μέλη της, όμως, ήταν μόνο Κύπριοι, όχι μόνο ακροδεξιοί αλλά και υποστηρικτές του Μακαρίου. Μάλιστα, ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος παραδέχθηκε αργότερα ότι πριν εμφανιστεί δημόσια το Εθνικό Μέτωπο υπήρξε επαφή του με την ηγεσία της οργάνωσης. «Αυτοί οι ανόητοι ήρθαν και μου είπαν πως σκόπευαν να κάμουν μια κίνηση με εθνικούς σκοπούς. Τους είπα πως δεν ήταν επιλήψιμο να επιδιώκουν εθνικούς σκοπούς. Όμως πήγαν και έκαναν μια συμμορία», δήλωσε ο Μακάριος σε δημοσιογράφους.

Το γεγονός ότι το Εθνικό Μέτωπο στις προκηρύξεις του επετίθετο με σφοδρότητα εναντίον του φανατικού εχθρού πλέον του Μακαρίου, τέως παντοδύναμου υπουργού Εσωτερικών Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, συνιδρυτή και οργανωτικού γραμματέα του Συντηρητικού Ενιαίου Κόμματος, του Γλαύκου Κληρίδη, προέδρου της Βουλής και του Ενιαίου Κόμματος, και του Τάσσου Παπαδόπουλου, δεύτερου στην ιεραρχία του κόμματος αυτού, ενώ αντιθέτως οι προκηρύξεις της οργάνωσης ήταν σαφώς φιλικές προς τον Μακάριο, δημιούργησε τη φήμη ότι αρχηγός του Εθνικού Μετώπου ήταν ο ίδιος ο Μακάριος. Η συναίνεση του Μακαρίου στην ίδρυση της οργάνωσης, με την ελπίδα ότι αυτή θα μπορούσε να αντισταθεί δυναμικά σε περίπτωση πραξικοπήματος εναντίον του από τον πανίσχυρο Γιωρκάτζη, ο οποίος εξακολουθούσε να ελέγχει απολύτως την κυπριακή αστυνομία, ενώ η χούντα είχε τον έλεγχο του στρατού, δημιούργησε εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη του Εθνικού Μετώπου. Χουντικοί, γριβικοί, αντιμακαριακοί κάθε απόχρωσης αλλά και φιλομακαριακοί πύκνωναν ταχύτατα τις γραμμές της. Ειδική η διάβρωση της κυπριακής αστυνομίας υπερέβη κάθε όριο. Με το Εθνικό Μέτωπο συνεργάζονταν μέχρι και ο διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Γεώργιος Γεωργιάδης ή ο υπεύθυνος επιχειρήσεων του αρχηγείου της Αστυνομίας Μιχαλάκης Παντελίδης, ο οποίος έγινε αρχηγός Αστυνομίας μετά το πραξικόπημα του 1974 στην Κύπρο. Μάλιστα, ο εκ των ηγετών του Μετώπου Ανδρέας Γαστριώτης αποκάλυψε αργότερα ότι είχε επανειλημμένες συναντήσεις με τον ίδιο τον υπουργό Εσωτερικών Επαμεινώνδα Κωμοδρόμο για να συζητήσουν θέματα σχετικά με τη δράση της οργάνωσης.

Η ηγεσία του Εθνικού Μετώπου αποφάσισε να εξουδετερώσει τον αρχηγό της Αστυνομίας Χαράλαμπο Χασάπη, ο οποίος δεν ήταν συνεργάσιμος. Την Πρωτομαγιά του 1969 έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του και μάλιστα ένας εκ των δύο δραστών ήταν ο αστυνομικός Λοΐζος Χατζηλοΐζου, ειδικός στην αχρήστευση εκρηκτικών μηχανισμών. Παρόλο που ο τραυματισθείς στην κοιλιακή χώρα Χ. Χασάπης επέζησε, το σχέδιο των συνωμοτών στέφθηκε από επιτυχία, γιατί ο Χ. Χασάπης πήρε μακρόχρονη άδεια και αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία, παραιτούμενος από τη θέση του αρχηγού, στην οποία τον αντικατέστησε ο υπαρχηγός Σάββας Αντωνίου.

Θορυβημένος από τη δολοφονική απόπειρα ο Μακάριος άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι η δράση του Εθνικού Μετώπου υπηρετούσε άλλους σκοπούς ή τουλάχιστον εκτροχιαζόταν από την κατεύθυνση που αυτός θεωρούσε πολιτικά συμφέρουσα. Έτσι, σε σύσκεψη με συμμετοχή του υπουργού Εσωτερικών Επ. Κωμοδρόμου και 25 περίπου αξιωματικών της Αστυνομίας, στις 14 Μαΐου 1969, ζήτησε από την Αστυνομία να εξαρθρώσει την οργάνωση αυτή. «Αυτό είναι αδύνατο, διότι σε κάθε βήμα της, η Αστυνομία συναντά υψηλά ιστάμενα πρόσωπα του κράτους», δήλωσε παριστάμενος αξιωματικός. Το υπουργείο Εσωτερικών δεν έκανε τίποτα και ο Μακάριος έδωσε εντολή στον έμπιστό του ανώτερο υπαστυνόμο Φίλιππο Ευρυπίδου να αρχίσει τις προετοιμασίες για τη συγκρότηση εφεδρικού αστυνομικού σώματος, εντελώς ανεξάρτητου από την πλήρως διαβρωμένη Αστυνομία, με στόχο την πάταξη του Εθνικού Μετώπου. Όμως, στις 27 Ιουλίου 1969 ο Ευρυπίδου εκτελέστηκε από δύο δολοφόνους αστυνομικούς, μέλη της οργάνωσης, η οποία στις 10 Αυγούστου τοποθέτησε βόμβα μεγάλης ισχύος κάτω από την αίθουσα συνεδριάσεων της κυπριακής Βουλής.

Δέκα μέρες αργότερα, στις 21 Αυγούστου 1969, το Εθνικό Μέτωπο επιχείρησε να δολοφονήσει τον Κύπριο κυβερνητικό εκπρόσωπο Μιλτιάδη Χριστοδούλου. Οι τρεις σφαίρες που βρήκαν τον Μ. Χριστοδούλου τον τραυμάτισαν επιπόλαια. Στις 28 Αυγούστου το υπουργικό συμβούλιο κήρυξε παράνομη την οργάνωση, ενώ για πρώτη φορά κυκλοφόρησε η φήμη ότι το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας βρισκόταν πίσω από τις δολοφονικές επιθέσεις. Στις 27 Οκτωβρίου 1969 σημειώθηκαν δύο εκρήξεις βομβών στην περίβολο του Προεδρικού Μεγάρου της Κύπρου. Η χούντα διοχέτευσε στον Μακάριο την πληροφορία ότι οι εκρήξεις είναι έργο του αστυνομικού Κυριάκου Πατατάκου, του πιο στενού και αφοσιωμένου συνεργάτη του Π. Γιωρκάτζη, δημιουργώντας έτσι στον αρχιεπίσκοπο ύψιστη ανασφάλεια επικείμενου «γιωρκατζικού» πραξικοπήματος. Ταυτόχρονα, οι δικτάτορες προσέφεραν «ασφάλεια» στον Μακάριο, προτείνοντάς του τη δυνατότητα να μπορεί το κυπριακό υπουργικό συμβούλιο σε έκτακτες περιστάσεις να ζητάει τη βοήθεια της Εθνικής Φρουράς, δηλαδή του ελληνικού στρατού που στάθμευε στην Κύπρο και έτσι να έχει συντριπτική στρατιωτική υπεροχή έναντι οποιουδήποτε επίδοξου Κύπριου πραξικοπηματία.

Μια ακόμη απόπειρα δολοφονίας, του αστυνομικού Φάνη Βύρωνος, τα χαράματα της 25 Νοεμβρίου 1969, συνεισέφερε στον παραμερισμό και των τελευταίων δισταγμών του Μακαρίου. Στις 2 Δεκεμβρίου κάλεσε όλους τους βουλευτές στο Προεδρικό Μέγαρο και τους πειθανάγκασε, παρά τις αντιρρήσεις και τις ενστάσεις μερικών, να συναινέσουν στην υπερψήφιση σχετικού νόμου. Τη μεθεπομένη, 4 Δεκεμβρίου, η Βουλή ψήφισε ομόφωνα και χωρίς καν συζήτηση τον «Περί Εθνικής Φρουράς Νόμο (Ειδικές Διατάξεις)». «Δια του προτεινομένου νόμου σκοπείται η παροχή δυνητικής εξουσίας εις τον υπουργόν Εσωτερικών όπως χρησιμοποιή, όταν κρίνη τούτο σκόπιμον διά σκοπούς ασφαλείας, ζωής ή περιουσίας, και τη εγκρίσει του υπουργικού συμβουλίου, άνδρας της Εθνικής Φρουράς διά καθήκοντα εν σχέσει προς την εσωτερικήν ασφάλειαν της Δημοκρατίας...», αναφερόταν στην εισηγητική έκθεση. Η χούντα είχε πετύχει τον στόχο της, τη δημιουργία δηλαδή του θεσμικού πλαισίου για «νόμιμη» πραξικοπηματική δράση των στρατευμάτων της στην Κύπρο, όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες εσωτερικής αναταραχής.

Μέσα σε αυτό το κλίμα έλαβε χώρα η επιδρομή του Εθνικού Μετώπου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1970, προς απόκτηση εκρηκτικών για τις επιχειρήσεις του. Ο υπουργός Εσωτερικών Επαμεινώνδας Κωμοδρόμος απέκρυψε το γεγονός από τον πρόεδρο Μακάριο, ο οποίος ανυποψίαστος, αναχώρησε στις 10.55 το πρωί της Παρασκευής, 2 Ιανουαρίου, για την Αθήνα, καθ' οδόν προς πολυήμερη περιοδεία του σε αφρικανικές χώρες. Μόλις έφυγε από την Κύπρο ο Μακάριος, ο Επ. Κωμοδρόμος ενημέρωσε τον προεδρεύοντα Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος συγκάλεσε εκτάκτως το υπουργικό συμβούλιο για τις 3 το μεσημέρι και μόνο τότε ενημερώθηκε ο Κύπριος πρόεδρος, ο οποίος όμως βρισκόταν ενώπιον του διλήμματος αν πρέπει να συνεχίσει ή όχι το ταξίδι του. Τυχόν ματαίωσή του και επιστροφή στη Λευκωσία θα κλόνιζε σοβαρά διεθνώς το γόητρο της Κύπρου.

Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος συναντήθηκε στην Αθήνα με τον Μακάριο και τον ώθησε προς την επιθυμητή για τη χούντα κατεύθυνση[γ][δ].

Στις 7 Ιανουαρίου ένοπλοι προσωπιδοφόροι του Εθνικού Μετώπου εισέβαλαν στο καφενείο του χωριού Όμοδος της Λεμεσού και πήραν 15 όπλα διαφόρων τύπων και πυρομαχικά από οπαδούς του Γιωρκάτζη. Στις 9 Ιανουαρίου διέρρευσε σχέδιο που είχε καταστρώσει η οργάνωση για ένοπλη κατάληψη κυβερνητικών γραφείων σε όλες τις πόλεις της Κύπρου. Την ίδια ημέρα ο Γλ. Κληρίδης συγκάλεσε και πάλι το υπουργικό συμβούλιο και πρότεινε την ψήφιση νόμου για προληπτική κράτηση υπόπτων μέχρι και τρεις μήνες χωρίς δίκη. Το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε την πρόταση νόμου του Γλ. Κληρίδη, η οποία παραλληλίστηκε με ανάλογο νόμο του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος που εφαρμόστηκε εναντίον των αγωνιστών της ΕΟΚΑ, αλλά έπειτα από αντιδράσεις ανέβαλε την ψήφισή του ως την επιστροφή του Μακαρίου. Στις 10 Ιανουαρίου ο Γλ. Κληρίδης συναντήθηκε με τον αρχηγό της Εθνικής Φρουράς στρατηγό Ηλία Γερακίνη[ε].

Το επόμενο τριήμερο η Κύπρος στρατοκρατούταν πλήρως: οδοφράγματα της αστυνομίας, περιπολίες όλης της δύναμης, έρευνες σε σπίτια υπόπτων. «Ενόσω ζω εγώ δεν θα επιτραπή εις τους παρανόμους να μετατρέψουν την Κύπρον εις κράτος ζούγκλας», δήλωσε στις 13 Ιανουαρίου ο Γλαύκος Κληρίδης σε συνέντευξη Τύπου, αλλά στην πραγματικότητα διέρρευσαν αμέσως στο Εθνικό Μέτωπο ακόμη και όσα συζητήθηκαν στο υπουργικό συμβούλιο.

Στο μεταξύ, ο Μακάριος ειδοποιήθηκε από Αμερικανό διπλωμάτη στο Ναϊρόμπι, ότι ετοιμαζόταν απόπειρα δολοφονίας εναντίον του αμέσως μετά την επιστροφή του στην Κύπρο. Το εξομολογήθηκε ο ίδιος αργότερα στην Ιταλίδα δημοσιογράφο Οριάνα Φαλάτσι. Στην πραγματικότητα, η απόπειρα δολοφονίας ετοιμαζόταν στην Αθήνα, από όπου ο Μακάριος διήλθε και παρέμεινε επί διήμερο πριν επιστρέψει στη Λευκωσία. Ο διοικητής των ελληνικών δυνάμεων καταδρομών στην Κύπρο, αντισυνταγματάρχης Δημήτρης Παπαποστόλου, ο οποίος υποκρινόταν τον φίλο του Μακαρίου, βρέθηκε με άδεια στην Αθήνα. Στις 7 Ιανουαρίου συναντήθηκε με τον Κύπριο φοιτητή της Γεωπονικής Αδάμο Χαρίτωνος, που σπούδαζε στην Αθήνα, και του έδωσε όπλο για να δολοφονήσει τον Μακάριο κατά την άφιξή του στο Διεθνές Αεροδρόμιο Ελληνικού, στις 16 Ιανουαρίου, όπως ομολόγησε αργότερα ο Χαρίτωνος. Στη συνέχεια το σχέδιο άλλαξε και αποφασίστηκε η δολοφονία να γίνει στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία κατά τη διάρκεια συνάντησης του Μακαρίου με Κύπριους φοιτητές. Τελικά, ούτε αυτό το σχέδιο υλοποιήθηκε.

Αντιθέτως, οι άνθρωποι της χούντας στην Κύπρο διέδωσαν ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας του Μακαρίου αμέσως μετά την επιστροφή του στο νησί. Οι κυπριακές αρχές αλλά και η Εθνική Φρουρά της χούντας έλαβαν επιδεικτικά δρακόντεια μέτρα ασφαλείας σε όλο το μήκος της διαδρομής από το αεροδρόμιο ως το προεδρικό μέγαρο στις 18 Ιανουαρίου, ημέρα επιστροφής του Μακαρίου[ζ][η].

Το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας πέτυχε πλήρως τον στόχο του να εμφανισθεί ως προστάτης του Μακαρίου[θ]. Τη νύχτα της 21ης Ιανουαρίου έξι ένοπλοι κουκουλοφόροι του Εθνικού Μετώπου αφόπλισαν δύο φρουρούς του Διοικητηρίου, τους έδεσαν σε πάσσαλο, τους πήραν τα όπλα και τον ασύρματό τους και αναχώρησαν ανενόχλητοι. Παράλληλα απέτυχαν δύο σχέδια δολοφονίας του Μακαρίου, από ανθρώπους του Γιωρκάτζη στις 22 και 26 Ιανουαρίου, χωρίς να ριχτούν πυροβολισμοί, καθώς οι υποψήφιοι εκτελεστές δολοφόνοι δίστασαν την τελευταία στιγμή. Μέσα στο κλίμα αυτό, ο Μακάριος συναίνεσε και στην πρόταση για πολύμηνη φυλάκιση υπόπτων χωρίς δίκη, η οποία ψηφίστηκε σε νόμο στις 29 Ιανουαρίου, με τις ψήφους των βουλευτών του δεξιού κόμματος του Κληρίδη και του αριστερού ΑΚΕΛ, διαφωνούντων των βουλευτών του σοσιαλιστή Βάσου Λυσσαρίδη και του ακροδεξιού Νίκου Σαμψών.

Στις 2 Φεβρουαρίου η εφημερίδα Κύπρος αποκάλυψε: «Εχθρικαί προς την Κύπρον δυνάμεις κατήρτισαν σχέδιον διπλής ενώσεως, του οποίου η πλήρης εφαρμογή προβλέπεται έως τον προσεχή Μάρτιον». Στις 17 Φεβρουαρίου παρενέβη η Ε.Σ.Σ.Δ. μέσω δήλωσης του πρακτορείου Τας, το πλήρες κείμενο της οποίας διανεμήθηκε σε όλα τα κράτη-μέλη του Ο.Η.Ε., δείγμα της σημασίας που απέδιδε η σοβιετική κυβέρνηση στο θέμα[ι][κ].

Στο μεταξύ, με οργανωτή τον Π. Γιωρκάτζη και εγκέφαλο τον Δ. Παπαποστόλου, οργανώθηκε μυστικά η σοβαρότερη επιχείρηση δολοφονίας του Μακαρίου, για το πρωί της 8ης Μαρτίου 1970. Τουλάχιστον τέσσερις ομάδες δολοφόνων, εκ των οποίων η σημαντικότερη αποτελείτο από τους Αδάμο Χαρίτωνος, Γιώργο Ταλιαδώρο, Αντώνη Γεναγρίτη και Πολύκαρπο Πολυκάρπου, πήραν θέσεις τα χαράματα εκείνης της Κυριακής σε σημεία γύρω από την Αρχιεπισκοπή. Γνώριζαν ότι ο Μακάριος στις 7 το πρωί θα επιβιβαζόταν σε ελικόπτερο, με μοναδικό συνοδό τον χειριστή του ελικοπτέρου Ζαχαρία Παπαδογιάννη, για να μεταβεί στον Μαχαιρά και να τελέσει μνημόσυνο για την επέτειο του θανάτου του ήρωα του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου, Γρηγόρη Αυξεντίου.

Στις 07:05 ακριβώς ο Μακάριος κατέβηκε τα σκαλοπάτια της αρχιεπισκοπής και ετοιμαζόταν να μπει στο ελικόπτερο. Ο Ταλιαδώρος ζήτησε από τον Χαρίτωνος την άδεια να πυροβολήσει. «Όχι, εντολή του Παπαποστόλου είναι να σηκωθεί το ελικόπτερο στο ύψος της αρχιεπισκοπής», του απάντησε εκείνος[13]. Μόλις το ελικόπτερο έφτασε στο ύψος της στέγης του κτιρίου της αρχιεπισκοπής, ο Χαρίτωνος πάτησε πρώτος τη σκανδάλη του οπλοπολυβόλου Μπρεν αδειάζοντας 27 σφαίρες εναντίον του στόχου. Οκτώ ακόμη σφαίρες έφυγαν από το Μ1 του Αντώνη Γεναγρίτη και δύο από το Ένφιλντ του Γ. Ταλιαδώρου.

Ο πιλότος του ελικοπτέρου διηγήθηκε πολύ αργότερα:

«Στην αρχή δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι έγινε. Κρότους άκουγα αλλά και το ελικόπτερο ακουγόταν καλά. Αυτά όμως σε δευτερόλεπτα. Όταν αγρίεψαν τα πράγματα, κτυπήθηκα κι εγώ.
Πετάχτηκα από το κάθισμα. Νόμισα ότι ήταν βόμβα, αφού είχα κάποιες υποψίες. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα ένα μεγάλο βάρος. Ένιωσα την καταστροφή στα σωθικά μου. Ένιωσα να καταρρέω. Όπως μου είπαν και οι γιατροί, αργότερα, είχε χυθεί, μέσα σε ένα λεπτό, όλο μου το αίμα. Ο Μακαριώτατος δεν ήξερε ότι κτυπήθηκα και ούτε του το είπα. Όταν κατάλαβα ότι δεν άντεχα άλλο και το ελικόπτερο έβγαζε καπνούς, είπα στον Μακαριώτατο ότι έπρεπε να προσγειωθούμε πάση θυσία. Ο Μακάριος δεν μίλησε.
»Παρ' ολίγον να κτυπούσαμε σε μια στέγη ενός παλιού σπιτιού, απέναντι από την Αρχιεπισκοπή, σε κάποια στιγμή που έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν μας κτύπησαν, άρχισα να ψάχνω για χώρο να προσγειωθώ. Κι έβλεπα μόνο σπίτια χωρίς αυλές. Από μακριά είδα ένα άνοιγμα που δεν το ήξερα προηγουμένως, επειδή ποτέ δεν έφευγα απ' εκεί. Σ' εκείνο το σημείο υπήρχε ένα παλιόσπιτο ετοιμόρροπο, το οποίο λίγες μέρες προηγουμένως είχε κατεδαφιστεί. Και έτσι φανήκαμε τυχεροί. Όμως ήταν πολύ δύσκολο να προσγειωθώ σε εκείνο το σημείο, διότι το ελικόπτερο είχε μια ταχύτητα η οποία ήταν σχεδόν αδύνατο να σταματήσει. Έκανα πράγματα τα οποία ούτε όταν ήμουν στα καλά μου δεν έκανα. Έτσι κατάφερα να ελέγξω την ταχύτητα του ελικοπτέρου.
»Κατάλαβα πλέον ότι δευτερόλεπτο δευτερόλεπτο ο θάνατος πλησιάζει. Και είπα: Μακαριώτατε, προσγειωνόμαστε. Έφτασα στο άδειο οικόπεδο και με διάφορους ελιγμούς κατάφερα να αναστείλω την κίνηση προς τα μπρος. Κακήν κακώς έφερα το ελικόπτερο, πάνω από το οικόπεδο. Έκανα όμως μια βαριά προσγείωση, αρχάριου. Όταν ήμουν ακόμα στον αέρα, θυμάμαι χαρακτηριστικά, παρακαλούσα την Παναγία να φτάσουμε γρήγορα στο έδαφος. Ήμουν σε μια κατάσταση κατάρρευσης. Διερωτώμουν αν θα φτάσουμε ποτέ στο έδαφος.
»Μόλις προσγειωθήκαμε, φώναξα στον Μακαριώτατο να τρέξει για να σωθεί. Πράγματι, άνοιξε την πόρτα και με βήμα ταχύ άρχισε να απομακρύνεται. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταλάβει ότι ήμουν κτυπημένος. Εγώ προσπαθούσα να βγω, αλλά δεν μπορούσα από την αδυναμία μου. Σημειώστε ότι η πόρτα ανοίγει με το μικρό δακτυλάκι του χεριού. Τελικά με μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να ανοίξω, βγήκα και σωριάστηκα στο έδαφος. Φώναξα τότε στον Μακαριώτατο και τότε γύρισε, με είδε και έτρεξε κοντά μου. Άρχισε να με τραβά μακριά από το ελικόπτερο και να φωνάζει βοήθεια».

Με δύο αυτοκίνητα περιοίκων ο Μακάριος, που δεν είχε πάθει τίποτε, και ο βαριά τραυματισμένος πιλότος μεταφέρθηκαν χωρίς προστατευτική συνοδεία στο νοσοκομείο. Λίγα λεπτά αργότερα ο Μακάριος είδε εμβρόντητος να μπαίνει στο νοσοκομείο ο Δ. Παπαποστόλου, ο οποίος κανονικά έπρεπε να βρισκόταν στον Μαχαιρά. Αρνήθηκε την προσφορά του συνωμότη να τον συνοδεύσει στο Προεδρικό Μέγαρο και απαίτησε να μεταβούν στο κτίριο της αρχιεπισκοπής. Από εκεί αναχώρησε με αυτοκίνητο για τον Μαχαιρά, δίνοντας εντολή στον υπουργό Εσωτερικών Επ. Κωμοδρόμο να συλληφθεί αμέσως ο Π. Γιωρκάτζης ως εγκέφαλος της οργάνωσης της δολοφονικής απόπειρας.

Στην Κύπρο, όμως, δεν υπήρχε άνθρωπος που να τολμούσε να συλλάβει τον Γιωργκάτζη. Απλώς ερευνήθηκε το σπίτι του και δεν βρέθηκε τίποτα ενοχοποιητικό. Μόνο δύο περίστροφα, τα οποία του είχε δώσει ο ίδιος ο Μακάριος επιστρέφοντας από την Αμερική, όπου του τα είχαν δωρίσει. Το απόγευμα της ίδιας μέρας η αστυνομία συνέλαβε τον Γεώργιο Ταλιαδώρο και τον Αδάμο Χαρίτωνος, ενώ τρεις μέρες αργότερα, στις 11 Μαρτίου, συνέλαβε και τα άλλα δύο μέλη της ομάδας των επίδοξων δολοφόνων, τον Α. Γεναγρίτη και τον Π. Πολυκάρπου, μαζί με τον στενότατο συνεργάτη του Π. Γιωρκάτζη και πρακτικό οργανωτή της απόπειρας Αντωνάκη Σολομώντος.

Το βράδυ ο Μακάριος απηύθυνε προς τον κυπριακό λαό διάγγελμα, στο οποίο διαφάνηκαν και συγκαλυμμένες αιχμές για ενδεχόμενη ανάμειξη της χούντας στην απόπειρα δολοφονίας: «Σφαίραι δολοφονικαί ερρίφθησαν σήμερον εναντίον μου. Ευχαριστώ τον Θεόν, διότι οι δολοφόνοι απέτυχον εις τον στόχον των... Αλλ' εάν αι σφαίραι δεν έπληξαν και το ιδικόν μου σώμα, έπληξαν όμως και ετραυμάτισαν την ψυχήν μου. Αισθάνομαι δε πράγματι οδύνην βαθυτάτην διότι ευρέθησαν Έλληνες Κύπριοι, ενεργούντες αυτοβούλως ή ως όργανα άλλων, οι οποίοι απετόλμησαν τοιαύτην απόπειραν και ύψωσαν όπλα και έρριψαν κατ' εμού σφαίρας δολοφονικάς... Δεν γνωρίζω ποίον και πότε θα είναι το τέλος της ζωής μου. Θα ήθελον η τελευταία μου πνοή να είναι αποτέλεσμα φυσικού αναλώματος του εαυτού μου εις την υπηρεσίαν του λαού ή, έστω, να αποθάνω εις αγώνα μαχόμενος κατά φανερών εχθρών της Κύπρου. Όχι, όμως, να πέσω από σφαίρας δολοφόνων.».

«Ξέρω κι αυτούς που είναι στο προσκήνιο και τους άλλους που είναι στο παρασκήνιο», δήλωσε ο Κύπριος πρόεδρος στον στενό συνεργάτη του Νίκο Κρανιδιώτη, πρεσβευτή στην Αθήνα, όταν ο τελευταίος του τηλεφώνησε το βράδυ. «Δεν θα τα καταφέρουν εύκολα να με εξοντώσουν. Μη φοβάσαι. Δεν θα τα καταφέρουν εύκολα να υποδουλώσουν την Κύπρο», πρόσθεσε.

Ακριβώς την ημέρα της δολοφονικής απόπειρας κατά του Μακαρίου και αγνοώντας το γεγονός, το δυτικογερμανικό περιοδικό Der Spiegel αποκάλυψε την ύπαρξη σχεδίου του δικτατορικού καθεστώτος της Αθήνας για πραξικόπημα στην Κύπρο, υπό την ονομασία Ερμής[λ].

Εν γνώσει του σχεδίου Ερμής ήταν και η Τουρκία[μ]. Λίγο αργότερα η εφημερίδα της Λευκωσίας «Τα Νέα» αποκάλυψε έγγραφο του Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς, το οποίο περιείχε διαταγή να ληφθούν «πρόσθετα μέτρα επαγρυπνήσεως» και «να περιορισθώσιν εις απολύτως αναγκαίον και λογικόν αριθμόν αι άδειαι αξιωματικών εκτός έδρας των» στις 7, 8 και 9 Μαρτίου -δηλαδή την παραμονή, ανήμερα και την επομένη της δολοφονικής απόπειρας εναντίον του Μακαρίου.

Οι δικτάτορες των Αθηνών αισθάνθηκαν να στενεύει ο κύκλος γύρω τους. Έδωσαν κατεύθυνση στους ανθρώπους τους στην Κύπρο να μιλήσουν ανοιχτά εναντίον του Π. Γιωρκάτζη, ώστε να στρέψουν όλες τις υποψίες αποκλειστικά σε αυτόν. Πάνω απ' όλα έπρεπε να μην αποκαλυφθεί ο ρόλος του διοικητή των καταδρομέων στην Κύπρο Δ. Παπαποστόλου, πόσο μάλλον που δεν είχε ακόμη εκπληρωθεί η αποστολή του. Έτσι, με πηγή φημών τόσο το μακαριακό στρατόπεδο όσο και τους μηχανισμούς της χούντας, αμέσως ολόκληρη η Κύπρος βοούσε ότι ο Γιωρκάτζης ήταν ο άνθρωπος που οργάνωσε την απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου.

Ο έμπειρος συνωμότης κατάλαβε ότι είχε πλέον καταστεί εύκολος στόχος. Όταν μάλιστα ο Δ. Παπαποστόλου αρνήθηκε να ανταποκριθεί στις απεγνωσμένες προσπάθειες του Π. Γιωρκάτζη να επικοινωνήσει μαζί του, ο τέως υπουργός Εσωτερικών αντιλήφθηκε ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο. Στις 12 Μαρτίου ο Π. Γιωρκάτζης οδηγήθηκε στο δικαστήριο με το πρόσχημα της παράνομης οπλοφορίας για τα όπλα που του χάρισε ο Μακάριος. Η ποινή προστίμου, στην οποία καταδικάστηκε, δεν ήταν σοβαρή, αλλά το πολιτικό μήνυμα ήταν σαφέστατο: Παραπέμποντάς τον εκείνη τη στιγμή σε δίκη, έστω και με φαιδρή αιτιολογία, ο Μακάριος τον στιγμάτισε δημοσίως ως ενεχόμενο στην απόπειρα δολοφονίας εναντίον του.

Ο Γιωρκάτζης κατάλαβε ότι η εκτέλεσή του, αν έμενε στην Κύπρο, ήταν θέμα ημερών. Έτσι την επόμενη κιόλας μέρα, 13 Μαρτίου, αποπειράθηκε να φύγει μυστικά με αεροπλάνο προς τη Βηρυτό. Οι επιβάτες είχαν ήδη επιβιβαστεί στο αεροσκάφος και ο Γιωρκάτζης μπήκε σε αυτό ακριβώς πριν κλείσουν οι πόρτες. Το αεροπλάνο άρχισε να κατευθύνεται προς το διάδρομο απογείωσης, όταν ξαφνικά έκανε στροφή και γύρισε πίσω. Ο ίδιος ο διευθυντής του 2ου γραφείου της Εθνικής Φρουράς, ο συνταγματάρχης Παντελής Λαλαούνης, άνθρωπος της άμεσης εμπιστοσύνης του δικτάτορα Παπαδόπουλου, τον είχε καταδώσει στον Μακάριο, ειδοποιημένος από τους άνδρες της χούντας στο αεροδρόμιο. Ο Κύπριος πρόεδρος επικοινώνησε κατεπειγόντως προσωπικά με τον υπεύθυνο ασφαλείας του αεροδρομίου και αυτός με τον πύργο ελέγχου, ο οποίος έδωσε εντολή στον πιλότο να μην προχωρήσει σε απογείωση. Ο Γιωρκάτζης οδηγήθηκε στο σπίτι του. Η απόπειρα διαφυγής του έπεισε τους πάντες για την ενοχή του.

Στο μεταξύ, την ίδια ημέρα, καθώς ο Π. Γιωρκάτζης ήταν οργανωτικός γραμματέας του Ενιαίου Κόμματος του Γλαύκου Κληρίδη, κυκλοφόρησαν φήμες ότι οι συνωμότες προόριζαν τον Γλ. Κληρίδη για πρόεδρο της Δημοκρατίας, μετά τη δολοφονία του Μακαρίου. Ο αρχιεπίσκοπος εξέφρασε την πλήρη στήριξή του στον πρόεδρο της Βουλής, ο οποίος με δήλωσή του υπογράμμισε ότι δεν είχε καμιά πρόθεση παραίτησης είτε από τη θέση του συνομιλητή με τους Τουρκοκύπριους είτε από την πολιτική. Επιπλέον, με δηλώσεις του στην ανοιχτά φιλοδικτατορική εφημερίδα της Αθήνας «Σημερινά» χαρακτήρισε «πραξικόπημα» την απόπειρα κατά του Μακαρίου και «αισχρούς και κακοήθεις» τους ψιθύρους περί εμπλοκής του στη συνωμοσία. Ο Π. Γιωρκάτζης, πριν αποπειραθεί να διαφύγει στο εξωτερικό, επιχείρησε μάταια να συναντήσει τον Μακάριο. Είχε ετοιμάσει ένα σημείωμα περί παραίτησής του από την πολιτική και κυρίως είχε κατά νου να αποκαλύψει στον Κύπριο πρόεδρο όσα γνώριζε για τις συνωμοτικές κινήσεις της χούντας εναντίον του Μακαρίου. Όμως ο Μακάριος αρνήθηκε να τον δεχθεί και έτσι ο Π. Γιωρκάτζης υποχρεώθηκε να στραφεί και πάλι προς εκείνους που σχεδίαζε να καταδώσει.

Το βράδυ της 13ης Μαρτίου ο Π. Γιωρκάτζης συναντήθηκε μυστικά στον παλιό δρόμο Λευκωσίας-Αμμοχώστου με τον Δ. Παπαποστόλου. Έκλεισε νέο ραντεβού μαζί του για τις 15 Μαρτίου, κοντά στο χωριό Μια Μηλιά, αφού απέτυχε εξαιτίας ολιγόλεπτης καθυστέρησης ένα άλλο ραντεβού τους, το Σάββατο 14 Μαρτίου. Το πρωί της Κυριακής ο Π. Γιωρκάτζης έδωσε στον αφοσιωμένο συνεργάτη του, αστυνομικό Κυριάκο Πατατάκο, ένα φάκελο με έγγραφα που είχε υπεξαιρέσει από το Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς ο υπολοχαγός Κίκης Χαννίδης την προηγούμενη νύχτα και τα είχε επιστρέψει, αφού ο τέως υπουργός Εσωτερικών είχε φροντίσει για τη φωτοτύπησή τους. Ο Γιωρκάτζης είπε στον Πατατάκο να τα κρύψει και να τα παραδώσει αμέσως στον Γλαύκο Κληρίδη, αν ο ίδιος πάθαινε τίποτα. Στις 7.30 το βράδυ της Κυριακής ο Π. Γιωρκάτζης ξεκίνησε για το μοιραίο, όπως αποδείχθηκε, ραντεβού. Τον συνόδευαν ο Κ. Πατατάκος και ένα φιλικό του ζευγάρι -ο Β. Τόφας και η γυναίκα του, η οποία ήταν ιδιαιτέρα γραμματέας του Π. Γιωρκάτζη, όταν αυτός ήταν υπουργός.

Όταν πλησίασαν το χωμάτινο πλαγιόδρομο, διέκριναν στο βάθος τα μικρά φώτα ενός σταθμευμένου αυτοκινήτου. Ο Γιωρκάτζης ελάττωσε ταχύτητα και ετοιμάστηκε να αφήσει τον κύριο δρόμο και να στρίψει αριστερά. Το αυτοκίνητο μόλις που εκινείτο και ο Πατατάκος γλίστρησε στην άκρη του δρόμου. Προχώρησε σκυφτός στους αγρούς και κρύφτηκε πίσω από ένα ανάχωμα. Από εκεί παρακολουθούσε την πορεία του αυτοκινήτου του Γιωρκάτζη, ο οποίος προχωρούσε αργά προς το σταθμευμένο αυτοκίνητο. Ο Πατατάκος, όταν άκουσε τους πυροβολισμούς, τα έχασε. Με το υπηρεσιακό του περίστροφο έριξε στον αέρα δύο πυροβολισμούς για εκφοβισμό. Όμως η απάντηση που πήρε ήταν ακόμη μια ριπή με αυτόματο και πυροβολισμοί με πιστόλι. Ακολούθως είδε το αυτοκίνητο των δολοφόνων να ξεκινά και να φεύγει με μεγάλη ταχύτητα προς την Κυθρέα.

Από τις έρευνες που έγιναν αργότερα σχηματίστηκε και η εικόνα του εγκλήματος: Μόλις ο Γιωρκάτζης έστριψε αριστερά, ο ένας δολοφόνος προχώρησε στο πίσω αριστερό μέρος του αυτοκινήτου και άνοιξε πυρ με αυτόματο όπλο. Οι σφαίρες μπήκαν από το πίσω αριστερό παράθυρο του αυτοκινήτου. Ακυβέρνητο το όχημα κινήθηκε μερικά μέτρα προς τον κατήφορο και σταμάτησε. Ακολούθως ο δεύτερος δολοφόνος άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού, κάθησε δίπλα στον Γιωρκάτζη και τον πυροβόλησε εξ επαφής στο κεφάλι με πιστόλι. Έξι συνολικά σφαίρες τον έπληξαν στο κεφάλι και άλλες τρεις στο πάνω αριστερό μέρος του σώματός του. Ο Πατατάκος περιέγραψε τις επόμενες κινήσεις του στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία: «Έτρεξα προς το σημείο που βρισκόταν ο νεκρός και παρατήρησα ότι η μηχανή ήταν αναμμένη και το αυτοκίνητο ριγμένο σ' ένα χωράφι εκεί δίπλα. Τράβηξα το πόδι του νεκρού από το γκάζι κι έσβησα τη μηχανή. Του φώναξα, αλλά ήταν νεκρός».

Το μήνυμα της δολοφονίας του Π. Γιωρκάτζη διαβιβάστηκε αμέσως στο Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς. Κατά σύμπτωση όμως βάρδια στο κέντρο επικοινωνιών είχε ένας στρατιώτης, ονόματι Αντωνάκης Γρηγόριος, που εργαζόταν ως τυπογράφος στην εφημερίδα Αλήθεια πριν κληθεί να υπηρετήσει, ο οποίος κρυφάκουσε το τηλεφώνημα και ειδοποίησε τον διευθυντή της εφημερίδας του, Αντώνη Φαρμακίδη: «Κάποιος ζήτησε επειγόντας στο τηλέφωνο τον "Αρχηγό". Κρυφάκουσα. Είπε επί λέξει: "Επιχείρησις Γιωρκάτζης εξετελέσθη".».

Στο μεταξύ ο Κ. Πατατάκος έφτασε στο σπίτι του Γλ. Κληρίδη. Ο Κ. Πατατάκος και ο Γλ. Κληρίδης, συνοδευόμενοι από άνδρες της προεδρικής φρουράς, πήγαν και έφεραν στον Μακάριο τον φάκελο που είχε δώσει ο Γιωρκάτζης στον έμπιστό του αστυνομικό. Περιείχε ένα έγγραφο: το σχέδιο πραξικοπήματος «Ερμής»[ν].

Υπήρχαν λεπτομέρειες για τις στρατιωτικές κινήσεις που θα γίνονταν κατά την εκδήλωση του πραξικοπήματος μαζί με κάποιες ηθελημένες ανακρίβειες, ώστε να ήταν δυνατή η αποκήρυξή του ως πλαστού, αν διέρρεε.

Ο Μακάριος βρέθηκε μπροστά στο πολιτικό δίλημμα: Η δημοσιοποίηση του σχεδίου του πραξικοπήματος σήμαινε ανοιχτή σύγκρουση με τη χούντα, την οποία η Κύπρος ήταν αδύνατον να αντέξει. Όμως, η ύπαρξη του σχεδίου «Ερμής» ήταν πλέον αδύνατον να κρατηθεί κρυφή. Αποφάσισε έτσι να ακολουθήσει «Φαναριώτικη» πολιτική, όπως τη χαρακτήρισε ο πρέσβης Ν. Κρανιδιώτης, και να προσποιηθεί ότι το έγγραφο ήταν πλαστό[ξ]. Από εκεί και έπειτα τηρήθηκε γραμμή συγκάλυψης της υπόθεσης. Σε δίκη παραπέμφθηκαν στις 29 Σεπτεμβρίου και καταδικάστηκαν μόνο οι Αντωνάκης Σολομώντος, Αδάμος Χαρίτωνος, Αντωνάκης Γεναγρίτης και Γεώργιος Ταλιαδώρος. Παρόλο που καταδικάστηκαν σε 14 χρόνια φυλάκιση, οι μεν Σολομώντος και Ταλιαδώρος ζήτησαν από τον Μακάριο να τους συγχωρήσει και πραγματικά τους απένειμε χάρη, οι δε Χαρίτωνος και Γεναγρίτης απέδρασαν από τις φυλακές μετά διετία.

Παράλληλα το Εθνικό Μέτωπο, το οποίο ήδη πριν από την απόπειρα εναντίον του Μακαρίου, σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες, έπνεε πλέον τα λοίσθια. Στις 22 Μαΐου 1970 ήταν το κύκνειο άσμα του. Στη 1.30 μετά τα μεσάνυχτα δύο ομάδες ενόπλων της φατρίας του Ιερού Λόχου κατέλαβαν τον αστυνομικό σταθμό της Λεμεσού και χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός συνέλαβαν και κλείδωσαν στο κρατητήριο 20 αστυνομικούς, μαζί με τους αξιωματικούς τους. Φεύγοντας πήραν μια εκπληκτική λεία σε οπλισμό: 205 τυφέκια, 21 αυτόματα, 5 βαριά πολυβόλα, 100 χειροβομβίδες, 42 πιστόλια και 20.000 σφαίρες.

Ο Μακάριος κατάλαβε ότι πλέον έπρεπε να τελειώνει μαζί τους. Μετέβη ο ίδιος στη Λεμεσό επικεφαλής κλιμακίου αξιωματικών της Αστυνομίας, μετέθεσε όλη την αστυνομική δύναμη της πόλης και καθοδήγησε τις προσπάθειες σύλληψης των Ιερολοχιτών. Συνελήφθησαν εκατοντάδες άτομα και στις 27 Μαΐου ο Μακάριος ανήγγειλε σε συνέντευξη Τύπου τη διάλυση του Εθνικού Μετώπου.

Ταυτόχρονα, όμως, η σύνθεση των συλληφθέντων έθεσε σε κίνδυνο το πολιτικό σύστημα της Κύπρου. Όχι μόνο το 70% των αστυνομικών της Λεμεσού αποκαλύφθηκε ότι ανήκε στο Εθνικό Μέτωπο αλλά και επιπλέον πάμπολλοι επιφανείς Κύπριοι. Παρασκηνιακές ρυθμίσεις και διευθετήσεις συνέτειναν στην εξεύρεση συμβιβαστικών λύσεων. Από τους παράγοντες του Εθνικού Μετώπου 27 έστειλαν επιστολή στον Μακάριο και δήλωσαν: «Με καρδίαν παλλομένην από συγκίνησιν κλίνομεν το γόνυ ενώπιον της Υμετέρας Μακαριότητος και Σας παρακαλούμε όπως μας συγχωρήσετε, εάν δια των πράξεών μας ήλθαμεν έστω και προς στιγμήν αντιμέτωποι του μεγάλου εθνικού έργου το οποίον επιτελείτε... Σας δηλούμεν ότι ευρισκόμεθα παρά το πλευρόν Σας». Άλλοι 13 δέχτηκαν να πάνε ως μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη των 22 που τελικά παραπέμφθηκαν. Αυτοί που δικάστηκαν, περί τα μέσα Δεκεμβρίου, κρίθηκαν όλοι ένοχοι και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης 4-5 ετών ο καθένας, αλλά έμειναν στη φυλακή μόνο ένα μήνα καθώς στις 19 Ιανουαρίου 1971 ο Μακάριος τους απένειμε χάρη, με πρόσχημα την ονομαστική του εορτή. Ο συμβιβασμός όμως του Κύπριου προέδρου με τους συνωμότες αποδείχθηκε ατελέσφορος, καθώς διαψεύστηκαν οι ελπίδες του ότι η μεγαλοψυχία του θα απέτρεπε την εκδήλωση νέων συνωμοσιών από τα ίδια άτομα: Όλη η ηγεσία του Εθνικού Μετώπου εντάχθηκε στη συνέχεια στη συνωμοτική φιλοχουντική οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄[15].

Αντιμετώπιση εκκλησιαστικού πραξικοπήματος 1972-1973[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την αρχιεπισκοπία του Μακαρίου Γ', οι Μητροπολίτες Πάφου Γεννάδιος, Κυρηνείας Κυπριανός και Κιτίου Άνθιμος, προέβησαν σε εκκλησιαστικό πραξικόπημα. Ο Κιτίου Άνθιμος προοριζόταν για αντικαταστάτης του Μακαρίου από τη χούντα του Παπαδόπουλου. Η τριάδα των ιεραρχών από τον Μάρτιο του 1972, ζητούσε επίμονα την παραίτηση του Μακαρίου από την προεδρία της Δημοκρατίας, απειλώντας να τον κηρύξουν έκπτωτο από τον αρχιεπισκοπικό του θρόνο. Ακολούθως με ενέργειες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο συγκλήθηκε «Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος» στις 14 Ιουλίου 1973 που αποφάσισε την απομάκρυνση των τριών μητροπολιτών από τούς θρόνους τους λόγω παρασυναγωγής εναντίον του Πρώτου. Επίσης με πρωτοβουλία του Μακαρίου δημιουργήθηκαν δύο νέες Mητροπόλεις: η Μητρόπολη Λεμεσού, η οποία αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Κιτίου, και η Μητρόπολη Μόρφου, η οποία αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Κυρηνείας. Ακολούθως εξελέγησαν οι νέοι Μητροπολίτες Λεμεσού Χρύσανθος και Μόρφου Χρύσανθος.[16][17]

Πραξικόπημα και τούρκικη εισβολή του 1974[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πραξικόπημα πραγματοποιήθηκε από την Εθνική Φρουρά της Κύπρου, την ΕΛΔΥΚ και την ΕΟΚΑ Β΄, κατ' εντολή της Χούντας των Αθηνών, με σκοπό την ανατροπή του Μακαρίου και την επίτευξη της ένωσης με την Ελλάδα [18][19][20]. Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε στις 8:15 της 15ης Ιουλίου 1974, ενώ ο Μακάριος υποδεχόταν μια σχολική αντιπροσωπία από την Αίγυπτο[21]. Δυο φάλαγγες με άρματα και μονάδες ΛΟΚ επιτέθηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο και στο φιλομακαριακό Εφεδρικο Αστυνομικό Σώμα, που έδρευε περίπου 1 χλμ. μακρύτερα του Προεδρικού Μεγάρου.[21] Ο Μακάριος κατάφερε να διαφύγει και, μέσω του Τρόοδους, κατέληξε στην Πάφο, όπου εξεφώνησε διάγγελμα προς τον λαό, ανακοινώνοντάς του ότι είναι ακόμη ζωντανός.[21]

«Ελληνικέ κυπριακέ λαέ. Γνώριμη είναι η φωνή που ακούης. Γνωρίζετε ποιος σάς ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι αυτός, που εκλέξατε αρχηγό σας. Είμαι συμπολεμιστής και ηγήτοράς σας στον κοινό αγώνα. Το πραξικόπημα της χούντας απέτυχε. Ήμουν ο στόχος. Και όσο είμαι ζωντανός, η χούντα στην Κύπρο δεν θα περάσει. Ο λαός της Κύπρου δεν ανέχεται πραξικοπήματα και δικτάτορες. Η χούντα χρησιμοποίησε τανκς και τεθωρακισμένα, για να πετύχει το πραξικόπημά της. Αλλά, η αντίσταση της προεδρικής φρουράς σταμάτησε τα τανκς και τα τεθωρακισμένα. Το μοναδικό κατόρθωμα της χούντας ήταν να κυριεύσει το Σταθμό Ραδιοφωνίας, ώστε να μεταδώσει ανακρίβειες και να μιλήσει για αλλαγή κυβέρνησης. Μην υπακούετε καμία οδηγία ή διαταγές που μεταδίδει η χούντα από το σταθμό αυτό. Ελληνικέ λαέ της Κύπρου, Η χούντα αποφάσισε να καταστρέψει την Κύπρο, να τη διχοτομήσει, αλλά δεν θα το επιτύχει. Αντισταθείτε στη χούντα με κάθε τρόπο. Μη φοβάστε, δείξτε καθαρά τη θέση σας και την απόφασή σας να αντισταθείτε, να πολεμήσετε. Καταταγείτε όλοι σας στις νόμιμες δυνάμεις του κράτους. Η χούντα δεν πρέπει να περάσει και δεν θα περάσει. Ο αγώνας είναι ιερός και η νίκη είναι δική μας. Ζήτω η ελευθερία, ζήτω ο ελληνοκυπριακός λαός, ζήτω το έθνος.»

Ακολούθως, ο Μακάριος, μέσω Μάλτας και Λονδίνου, έφτασε στη Νέα Υόρκη, όπου, στις 19 Ιουλίου, έλαβε μέρος στην σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στο Λονδίνο είχε συνάντηση με τον Πρωθυπουργό Χάρολντ Ουίλσον. Στις 19 Ιουλίου και από το βήμα του Οργανισμού, ο Μακάριος εξαπέλυσε έναν ιστορικό του λόγο, στον οποίο κατηγόρησε δριμύτατα την ελληνική χούντα για σχεδίαση του πραξικοπήματος και «εισβολή στην Κύπρο». Έκλεισε λέγοντας:

«...Καλώ τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να τεθεί ένα τέλος στην αφύσικη αυτή κατάσταση, που δημιουργήθηκε με το πραξικόπημα των Αθηνών. Καλώ το Συμβούλιο Ασφαλείας να κάνει χρήση όλων των τρόπων και μέσων που διαθέτει, ώστε να αποκατασταθούν χωρίς καθυστέρηση η συνταγματική τάξη και τα δημοκρατικά δικαιώματα του λαού της Κύπρου. Όπως ανέφερα ήδη, τα γεγονότα της Κύπρου δεν αποτελούν εσωτερική υπόθεση των Ελληνοκυπρίων. Αφορούν και επηρεάζουν και τους Τουρκοκυπρίους. Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας αποτελεί εισβολή και οι συνέπειές του πλήττουν ολόκληρο τον κυπριακό λαό, Έλληνες και Τούρκους. Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν εγκαταστήσει μία ειρηνευτική δύναμη στην Κύπρο. Η παρουσία της δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, υπό συνθήκες πραξικοπήματος. Το Συμβούλιο Ασφαλείας πρέπει να καλέσει το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς να αποσύρει τους Έλληνες αξιωματικούς που υπηρετούν στην κυπριακή εθνοφρουρά και να θέσει τέλος στην εισβολή τους στην Κύπρο. Πιστεύω, με όσα στοιχεία παρέθεσα ενώπιόν σας, να σάς έδωσα μία ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης. Δεν έχω ουδεμία αμφιβολία πως μία αρμόζουσα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας θα θέσει τέλος στην εισβολή και θα αποκαταστήσει την παραβιασμένη ανεξαρτησία της Κύπρου και τα δημοκρατικά δικαιώματα του κυπριακού λαού»[22]

Στις 20 Ιουλίου, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, ενώ η πραξικοπηματική κυβέρνηση του Νίκου Σαμψών στην Κύπρο και η Χούντα των Αθηνών κατέρρευσαν, μη μπορώντας να αντιδράσουν στρατιωτικά.

Ο τάφος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στο θρονί της Παναγίας του Κύκκου.

Επιστροφή στην Κύπρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άγαλμα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου δίπλα από τον τάφο του.

Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1974, περίπου 4,5 μήνες μετά την διάσωση και φυγή του και 3,5 μήνες μετά την τραγωδία της Κύπρου. Εκεί του επιφυλάχθηκε παλλαϊκή υποδοχή, αφού προηγουμένως είχε διέλθει από την Αθήνα, όπου παρέμεινε για λίγες ημέρες. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1977 συνομολογήθηκε η Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς, κατά την οποία αποδέχθηκε τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία[23].

Ο Μακάριος απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 1977, μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου, σε ηλικία 63 ετών.

Υποσημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ο Ρίχτερ σχολιάζει ότι υπάρχουν ελάχιστες πηγές για τα πρώτα χρόνια του Μακαρίου[1].
  2. Ο Ρίχτερ παραπέμπει στο βιβλίο του Stanley Mayes, Cyprus and Makarios, Putnam, Λονδίνο 1960, σελ. 22Ρίχτερ 2011, σελ. 60.
  3. «Ο Έλλην πρωθυπουργός είπε προς τον Μακαριώτατον: "Χρησιμοποιήσατε εν ανάγκη την Εθνικήν Φρουράν"», μετέδωσε την επομένη ο απεσταλμένος του «Φιλελεύθερου» από την ελληνική πρωτεύουσα
  4. Η εφημερίδα «Μάχη» ανέφερε στις 6 Ιανουαρίου του 1970: «Έγκυροι πληροφορίαι μας αναφέρουν ότι ο υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης κ. Επ. Κωμοδρόμος προτίθεται να ζητήση από το υπουργικόν συμβούλιον όπως του παράσχη εξουσιοδότησιν διά να χρησιμοποιήση απόσπασμα της Εθνικής Φρουράς, συμφώνως με των υπό του σχετικού νόμου παρεχομένων εις αυτό προνοιών, διά να ενισχύση το αστυνομικόν σώμα εις την εξάσκησιν των πολυπληθών καθηκόντων του...».
  5. Την επομένη τα «Νέα» της σοσιαλιστικής ΕΔΕΚ έγραψαν σχετικά: «Η Εθνοφρουρά ετέθη εις επιφυλακήν και είναι ετοίμη ανά πάσαν στιγμήν όπως επέμβη και εντός ελαχίστης ώρας συντρίψη οιανδήποτε πραξικοπηματικήν κίνησιν... Υπήρχαν φόβοι και υπόνοιαι ότι παράνομοι οργανώσεις και άλλαι ομάδες, εκμεταλλευόμεναι την απουσίαν του μακαριωτάτου, δυνατόν να απεπειρώντο διενέργειαν πραξικοπήματος προς ανάληψιν της εξουσίας...»
  6. Η εβδομαδιαία εφημερίδα Το Θάρρος του μετέπειτα πραξικοπηματία Ν. Σαμψών έγραψε στις 19 Ιανουαρίου: «Συγκλονιστικαί πληροφορίαι περιήλθον ενωρίς χθες υπ' όψιν των αρμοδίων αρχών της Κύπρου. Αύται ανέφερον ότι οι κύκλοι της ανωμαλίας εσχεδίαζον την δολοφονίαν του μακαριωτάτου κατά την διαδρομήν του εκ του αεροδρομίου εις Λευκωσίαν. Η πηγή η οποία παρέσχε τας πληροφορίας ήτο σοβαρωτάτη, συνεπεία δε τούτου εκινητοποιήθησαν ειδικαί υπηρεσίαι του Στρατού. Αυτή ήτο και η αιτία διά την οποίαν διά πρώτην φοράν ο Στρατός εζήτησε και ανέλαβε την φρούρησιν του μακαριωτάτου... Ο Στρατός όμως δεν θα παύση επιτηρών την κατάστασιν»
  7. Στις 20 Ιανουαρίου και τα σοσιαλιστικά «Νέα» του Β. Λυσσαρίδη είχαν πρώτο θέμα την «ματαιωθείσα δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου», η οποία απετράπη επειδή «ελήφθησαν από την Εθνική Φρουρά έκτακτα μέτρα ασφαλείας»
  8. Στις 21 Ιανουαρίου τα Νέα υπαινίχθηκαν σαφώς ότι τη δολοφονική απόπειρα είχε σχεδιάσει ο Π. Γιωρκάτζης.
  9. «Η ένταση της εγκληματικής δραστηριότητας ενάντια στο κυπριακό κράτος δεν είναι καθόλου τυχαία. Αποτελεί συστατικό μέρος ενός γενικού σχεδίου "διευθέτησης" του Κυπριακού ζητήματος με στρατιωτικά μέσα, μιας διευθέτησης που έχει καλλιεργηθεί για πολύ καιρό σε ορισμένους κύκλους του ΝΑΤΟ», υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων στη δήλωση.
  10. Στις 20 Φεβρουαρίου η Πράβντα προειδοποίησε με σχόλιό της τους «ιμπεριαλιστικούς κύκλους του ΝΑΤΟ και τα όργανά τους στην Κύπρο», να μη θίξουν την ανεξαρτησία της Κύπρου. Την ίδια ημέρα η Ισβέστια αναδημοσίευσε δημοσίευμα της λιβανέζικης εφημερίδας Ας Σάαμπ, σύμφωνα με το οποίο «οι τρομοκράτες του Εθνικού Μετώπου ετοιμάζουν απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Μακαρίου», στο πλαίσιο της προώθησης «σχεδίων νατοϊκής ένωσης-διαμελισμού της Κύπρου και μετατροπής της σε μόνιμη επιθετική βάση του ΝΑΤΟ».
  11. Αναφέρει μεταξύ άλλων το περιοδικό: «Ο αρχηγός του πραξικοπήματος προσέφερεν ήδη εις τους Αμερικανούς βάσεις, επί μίας Ελληνικής επαρχίας της Κύπρου -ως αβύθιστον αεροπλανοφόρον- προ της Μέσης Ανατολής, ως εσχολίασεν απειλητικώς η Πράβδα της Μόσχας.
    ...Ο ειδικός του πραξικοπήματος Παπαδόπουλος διαλαλεί μεν συνεχώς επισήμως τας καλάς του σχέσεις με τον Μακάριον, μυστικά όμως επεξειργάσθη το σχέδιον Ερμής το οποίον εις τρία στάδια θα ωδήγη εις Ένωσιν:
    α) Πτώσις Μακαρίου
    β) Διαχωρισμός Ελληνικού και Τουρκικού πληθυσμού
    γ) Προσάρτησις της Κύπρου εις την Ελλάδα.
    Την διεκπεραίωσιν του σχεδίου ανέθεσεν ο Παπαδόπουλος εις εμπείρους διά πραξικοπήματα: Δημήτριον Ιωαννίδη (Αρχηγόν της Στρατιωτικής Αστυνομίας), Αντώνιον Λέκκαν (Επιτηρητήν εις το Στρατιωτικόν Επιτελείον) και Κωνσταντίνον Ασλανίδην (Γενικό Γραμματέα Αθλητισμού).
    Η πρώτη φάσις της Ενώσεως θα εσχηματίζετο υπό ανικανοποιήτων, ωργανωμένων πρώην ανταρτών εις το Εθνικόν Μέτωπον, με οικονομικήν βοήθειαν εξ Αθηνών. Έτσι διένειμε ο φίλος των αθλητών Ασλανίδης αδείας διά ΠΡΟ-ΠΟ σε ομόφρονας φίλους και συνέδραμε ούτως ώστε ποδοσφαιρικαί ομάδες να μετατραπούν σε μαχητικάς ομάδας".
  12. Ο Νίκος Κρανιδιώτης γράφει μεταξύ άλλων: Από τα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου, φαίνεται ότι η Άγκυρα ανέμενε, εντός του Μαρτίου, την πραγματοποίηση του σχεδίου και ετοιμαζόταν για τη δική της επέμβαση. «Η ανατροπή της ελληνοκυπριακής διοίκησης είναι ζήτημα χρόνου», έγραψε τότε η Μποζγκούρτ. Ενώ η Τζουμχουριέτ καθόριζε και την ημερομηνία (19 Μαρτίου 1970) που οι ελλαδικές δυνάμεις θα ανέτρεπαν τον Μακάριο και θα αναλάμβαναν αυτές την εξουσία. Είναι προφανές ότι υπήρχε στο θέμα αυτό στενή συνεργασία ανάμεσα στις μυστικές υπηρεσίες της Ελλάδας, του ΝΑΤΟ και της Τουρκίας, υπογραμμίζει ο Κύπριος πρέσβης[14].
  13. Ο Γλ. Κληρίδης αφηγείται σχετικά στο βιβλίο του «Η Κατάθεσή Μου»:
    «Την Κυριακή, 15 Μαρτίου 1970, γύρω στις 9.30, βρισκόμουν μόνος σπίτι μου και διάβαζα... Τη σιγή που επικρατούσε στο σπίτι τάραξε ο παρατεταμένος, επίμονος ήχος του κουδουνιού της μπροστινής πόρτας. Ανοίγοντας, είδα μπροστά μου τον Πατατάκο, τον οποίο γνώριζα. Φαινόταν ταραγμένος, ατημέλητος κι ήταν γεμάτος σκόνη και λεκέδες από αίμα. Μου είπε: "Σκότωσαν τον Γιωρκάτζη, πρέπει να φύγετε αμέσως, θα σας σκοτώσουν και θα γίνει στρατιωτικό πραξικόπημα".
    ...Τον πήρα μαζί μου στην αρχιεπισκοπή για να συναντήσουμε τον Μακάριο. Όταν φτάσαμε στο γραφείο του, ο Μακάριος μιλούσε στο τηλέφωνο με τον κ. Αναστασίου, γενικό διευθυντή του υπουργείου Εσωτερικών.
    Ο Πατατάκος αφηγήθηκε στον Μακάριο όλη την ιστορία. Φαινόταν πεπεισμένος ότι θα γινόταν σύντομα πραξικόπημα. Ενώ ο Πατατάκος εξιστορούσε τα γεγονότα, ανέφερε ότι ο Γιωρκάτζης είχε τηλεφωνική επαφή με τον Παπαποστόλου. Ρώτησα τον Πατατάκο αν ο Γιωρκάτζης θυμόταν τον αριθμό τηλεφώνου του Παπαποστόλου απ' έξω ή αν το είχε κάπου σημειωμένο. Μου απάντησε: "Τον είχε σ' ένα κομμάτι χαρτί, που το είχε φυλαγμένο στην τσέπη του γιλέκου του". Καθ' υπόδειξή μου, ο αρχηγός της αστυνομίας κ. Χασάπης πήγε στον τόπο της δολοφονίας, στη Μια Μηλιά, όπου αστυνομική δύναμη φρουρούσε το πτώμα του Γιωρκάτζη, που βρισκόταν ακόμα μέσα στο αυτοκίνητο. Αποστολή του ήταν να ψάξει τις τσέπες του γιλέκου του Γιωρκάτζη και ν' αναφέρει τι βρήκε. Ο αρχηγός της αστυνομίας επέστρεψε στην αρχιεπισκοπή με ένα κομμάτι χαρτί που είχε βρει στην τσέπη του γιλέκου του Γιωρκάτζη και στο οποίο ήταν σημειωμένος ο αριθμός τηλεφώνου του Παπαποστόλου.
    Είπα στον Μακάριο ότι έπρεπε να καλέσουμε στην αρχιεπισκοπή τον Έλληνα πρέσβυ κ. Αλεξανδράκη και τη στρατιωτική ηγεσία, ενώ ο Πατατάκος κι εγώ θα πηγαίναμε στην Αγλαντζιά να φέρουμε το έγγραφο, το οποίο, σύμφωνα με ό,τι είχε πει ο Γιωρκάτζης στον Πατατάκο, περιείχε το σχέδιο του στρατιωτικού πραξικοπήματος».
  14. Γράφει σχετικά ο Κύπριος πρεσβευτής:
    Τα έγγραφα αυτά στοιχειοθετούσαν βαρύτατη ενοχή της Χούντας και των ανθρώπων της στην Κύπρο. Ο Αρχιεπίσκοπος, όμως, για να αποφύγει ανοικτή ρήξη με την Κυβέρνηση των Αθηνών, ακολούθησε και πάλι Φαναριώτικη πολιτική, και, προσποιούμενος άγνοια, χαρακτήρισε το σχέδιο «Ερμής» πλαστό και απαράδεκτο το δημοσίευμα των «Νέων». «Επειδή», δήλωσε, «ανεγράφη εις τον Τύπον ότι ο υπαστυνόμος Πατατάκος παρέδωσεν εις την Κυβέρνησιν εμπιστευτικόν προς αυτόν υπό του δολοφονηθέντος Πολύκαρπου Γιωρκάτζη έγγραφον ρίπτον φως εις τας πτυχάς τής κατ' εμού δολοφονικής αποπείρας, θεωρώ σκόπιμον να είπω τα ακόλουθα: Ο Πατατάκος παρέδωσε, πράγματι, εις εμέ μετά την δολοφονίαν του Γιωρκάτζη φωτοτυπίαν ωρισμένου εγγράφου, το οποίον απεδίδετο εις Έλληνα αξιωματικόν, και ωμίλησε, παρόντος και του Προέδρου της Βουλής κ. Κληρίδη, περί του τρόπου με τον οποίον το έγγραφο περιήλθεν εις χείρας του Γιωρκάτζη, κατονομάσας και το πρόσωπον, το οποίον, ως είπεν, υπεξήρεσε το έγγραφον. Εκάλεσα χθες το κατονομασθέν υπό του Πατατάκου πρόσωπον και εζήτησα παρ' αυτού σχετικάς πληροφορίας και εξηγήσεις. Το εν λόγω πρόσωπον αδιστάκτως ωμολόγησεν ότι το έγγραφον ήτο πλαστόν, μου έδωσε δε λεπτομερείς πληροφορίας αναφερομένας εις τους συντάκτας του εγγράφου και τον σκοπόν, διά τον οποίον τούτο θα εχρησιμοποιείτο. Μένω, πέραν πάσης αμφιβολίας, πεπεισμένος περί της πλαστότητος του εγγράφου. Πολλαί επίσης φήμαι διαδίδονται και ψίθυροι ακούονται εις βάρος Ελλήνων αξιωματικών, σχετικώς προς τους δολοφόνους του Πολυκάρπου Γιωρκάτζη. Ουδόλως συμμερίζομαι ας τοιαύτας φήμας, αι οποίαι διασπούν την ψυχικήν ενότητα μεταξύ λαού και στρατού, ψυχικήν ενότητα, ήτις αποτελεί το κυριώτερον έρεισμα του Ελληνισμού της Κύπρου».

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Ρίχτερ 2011, σελ. 59.
  2. Ρίχτερ 2011, σελ. 60.
  3. 3,0 3,1 Ρίχτερ 2011, σελ. 980.
  4. Αλεξάνδρου, Χαράλαμπος (Σεπτέμβριος 2009). «Οι συνομολίες Harding – Μακαρίου (Οκτώβριος 1955 – Μάρτιος 1956) υπό τον φακό τριών αγγλικών εφημερίδων». Κλειώ (5): 7-40. 
  5. Χριστοδουλίδης, Νίκος (Σεπτέμβριος 2009). «Το 1956 σημείο καμπής για το Κυπριακό: Το βρετανικό σχέδιο Radcliffe». Κλειώ (5): 197-217. 
  6. «Ιστορικό εκλογών 1960-1973». BBC. 7 Φεβρουαρίου 2003. Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2018. 
  7. Δρουσιώτης 2010, σελ. 29.
  8. Συλλογικό έργο (1997). «Επιφανείς ηγέτες στην Αθήνα». Ιστορικό Λεύκωμα 1962. Αθήνα: Καθημερινή. σελ. 66. 
  9. Δρουσιώτης 2010, σελ. 31.
  10. 10,0 10,1 Farid Mirbagheri (1998), σ. 17.
  11. Παπαχελάς, Αλέξης (5 Αυγούστου 2007). «Στα ίχνη του "πραγματικού Μακάριου"». Η Καθημερινή (Αθήνα). https://www.kathimerini.gr/society/294335/sta-ichni-toy-pragmatikoy-makarioy/. Ανακτήθηκε στις 27 Ιουλίου 2023. 
  12. Farid Mirbagheri (1998), σ. 17-23, 26-30.
  13. Μακάριος Δρουσιώτης, Η Εισβολή Της Χούντας Στην Κύπρο, εκδόσεις Στάχυ (1997)
  14. Κρανιδιώτης, Νίκος (2008). Ανοχύρωτη Πολιτεία. Εστία. 
  15. Η απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου, Ιστορικό Λεύκωμα 1970, σελ. 36-45, Καθημερινή (1998)
  16. Χρύσανθος επίσκοπος Μόρφου, olignosi.com
  17. Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού, Ιστορία
  18. Papadakis, Yiannis (2003). «Nation, narrative and commemoration: political ritual in divided Cyprus». History and Anthropology (Routledge) 14 (3): 253-270. doi:10.1080/0275720032000136642. http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/0275720032000136642#.VQmrtNKUd8E. «"[...] culminating in the 1974 coup aimed at the annexation of Cyprus to Greece"». 
  19. Atkin, Nicholas· Biddiss, Michael· Tallett, Frank. The Wiley-Blackwell Dictionary of Modern European History Since 1789. σελ. 184. ISBN 9781444390728. 
  20. Journal of international law and practice, Volume 5. Detroit College of Law at Michigan State University. 1996. σελ. 204. 
  21. 21,0 21,1 21,2 Ιστορική επιθεώρηση "ΤΟΤΕ": "Ιούλιος 1974", τεύχος 13 - Ιούνιος 2005
  22. «Ομιλία Μακαρίου στο Συμβούλιο Ασφαλείας στις 19 Ιουλίου 1974» (PDF). Λύκειο Ελληνίδων. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2017. 
  23. Ελευθεροτυπία, 20/01/2010.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Δρουσιώτης, Μακάριος (2010). Η Μεγάλη Ιδέα της μικρής Χούντας. Λευκωσία: Αλφάδι. ISBN 9789963631117. 
  • Μακάριος Δρουσιώτης, Τα λάθη του Μακαρίου, Ελευθεροτυπία, φ. 20-01-2010.
  • Πολύβιος Πολυβίου, Μακάριος - Τα τρία λάθη, Εκδ. Καστανιώτη - Αθήνα 2009.
  • Πολύβιος Πολυβίου, Το Κυπριακό πρόβλημα - Παραλογισμοί και προβληματισμοί, Εκδ. Καστανιώτη - Αθήνα 2010.
  • Farid Mirbagheri, Cyprus and international peacemaking, Routledge, 1998. ISBN 0-415-91975-4.
  • Μάριος Αδαμίδης, Η Τραγική Αναμέτρηση και Η Προδοσία της Κύπρου-Κύπρος 15-24 Ιουλίου 1974, (2011-E-Book), 2012, Library of Congress, Washington
  • Ρίχτερ, Χάιντς Α. (2007). Ιστορία της Κύπρου, τόμος πρώτος (1878-1949). Αθήνα: Εστία. ISBN 9789600512946. 
  • Ρίχτερ, Χάιντς Α. (2011). Ιστορία της Κύπρου, τόμος δεύτερος (1950-1959). Αθήνα: Εστία. ISBN 978-960-05-1502-2. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

τίτλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Προκάτοχος
Μακάριος Β΄
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου
1950-1977
Διάδοχος
Χρυσόστομος Α΄
Πολιτικά αξιώματα
Προκάτοχος
Ίδρυση
Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
16 Αυγούστου 1960 - 3 Αυγούστου 1977
Διάδοχος
Σπύρος Κυπριανού