Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ελληνοκύπριοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ελληνοκύπριοι
Σημαία χρησιμοποιούμενη από Ελληνοκυπρίους, συνδυάζοντας στοιχεία της σημαίας της Ελλάδας και της σημαίας της Κύπρου.
Συνολικός πληθυσμός
π. 1,5 εκατομμύριο[1][2]
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Κύπρος 966.400 (απογραφή 2023)[1]
≈500.000 στην διασπορά (εκτίμηση 2011)[2]
Ηνωμένο Βασίλειο270.000
Αυστραλία, Νότιος Αφρική, Ελλάδα, ΗΠΑ, Γερμανία και άλλες≈230.000
Γλώσσες
Διάλεκτοι της Νεοελληνικής γλώσσας (Κυπριακή διάλεκτος και Νέα Ελληνικά)
Θρησκεία
Χριστιανισμός
Ανατολικός Ορθόδοξος (Ελληνορθόδοξοι)
Ρωμαιοκαθολικός ("Λατίνοι"), (Μαρωνίτες)
Αρμένιοι
Σχετικές εθνότητες
Άλλες Ελληνικές υποομάδες

Ελληνοκύπριοι ή απλώς Κύπριοι αποκαλείται ο εθνικός ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου,[3][4][5][6] σχηματίζοντας τη μεγαλύτερη εθνογλωσσική κοινότητα του νησιού. Σύμφωνα με την απογραφή του 2023, οι κάτοικοι της περιοχής που ελέγχεται από την Κυπριακή Δημοκρατία ανέρχονται σε 966.400. Αυτά τα στοιχεία δεν περιλαμβάνουν τους 40.761 πολίτες της Ελλάδας (κοινώς Ελλαδίτες) και άλλων χωρών που διαμένουν στην Κύπρο, τους απόδημους ή τον ελάχιστο ελληνικό πληθυσμό της παράνομα κατεχόμενης Βόρειας Κύπρου.[7] Ο πληθυσμός της Κύπρου, τον Δεκέμβριο του 2011, ανερχόταν στις 952.100, από τις οποίες 681.000 (71,5%) ανήκαν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, 90.100 (9,5%) στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και 181.000 (19,0%) ήταν ξένοι που κατοικούσαν στην Κύπρο. Η ελληνική και η τουρκική είναι οι επίσημες γλώσσες του κράτους, ενώ ευρέως διαδεδομένη είναι και η αγγλική γλώσσα.

Η πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων είναι μέλη της Εκκλησίας της Κύπρου, μιας αυτοκέφαλης Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας εντός της ευρύτερης κοινότητας του Ανατολικού Ορθόδοξου Χριστιανισμού.[5][8] Όσον αφορά το Σύνταγμα της Κύπρου του 1960, ο όρος περιλαμβάνει επίσης Μαρωνίτες, Αρμένιους και Ρωμαιοκαθολικούς της Λατινικής Εκκλησίας ("Λατίνους"), στους οποίους δόθηκε η επιλογή να συμπεριληφθούν είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική κοινότητα και ψήφισαν να ενταχθούν στην πρώτη, λόγω κοινής θρησκείας.

"Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα δύο πρώτα άρθρα του, αναφέρεται[9]:

ΑΡΘΡΟΝ 1: «Η Κυπριακή Πολιτεία είναι ανεξάρτητος και κυρίαρχος ∆ηµοκρατία, προεδρικού συστήµατος, της οποίας ο Πρόεδρος είναι Έλλην και ο Αντιπρόεδρος Τούρκος, εκλεγόµενοι αντιστοίχως υπό της ελληνικής και της τουρκικής κοινότητος της Κύπρου, ως εν τω Παρόντι Συντάγματι ορίζεται.»
ΑΡΘΡΟΝ 2: «Την ελληνικήν κοινότητα αποτελούσιν άπαντες οι πολίται της ∆ηµοκρατίας, οίτινες είναι ελληνικής καταγωγής και έχουσιν ως µητρικήν γλώσσαν την ελληνικήν ή µετέχουσι των ελληνικών πολιτιστικών παραδόσεων ή ανήκουσιν εις την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν.»".
Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας

Οι όροι «Ελληνοκύπριοι» και «Τουρκοκύπριοι», «ελληνοκυπριακή» και «τουρκοκυπριακή» κοινότητα, δεν αναφέρονται ούτε και μία φορά στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Σύνταγμα αναφέρεται σε Έλληνες και Τούρκους, ελληνική και τουρκική κοινότητα.

Ο συνήθης όρος (της κοινής νεοελληνικής) που χρησιμοποιείται από Έλληνες της Ελλάδας ή του εξωτερικού, είναι Κύπριος,-ία και σπανιότερα Κυπριώτης,-ισσα. Στην κυπριακή διάλεκτο, ο αντίστοιχος όρος είναι Κυπραίος ή Κυπραία[10].

Συχνά, κυρίως στον δημοσιογραφικό και πολιτικό λόγο, χρησιμοποιείται και ο όρος "Ελληνοκύπριοι" ή Έλληνες Κύπριοι για να ξεχωρίζουν από τους Τουρκοκύπριους. Στην Κύπρο, η ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας αποδίδεται με τον όρο "Υπηκοότητα" ή "Ιθαγένεια".

Οι πρώτοι Έλληνες στην Αρχαία Κύπρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Βασιλιάς Ευαγόρας Α΄ της Σαλαμίνας

Η Κύπρος ήταν μέρος του μυκηναϊκού πολιτισμού με τοπική παραγωγή μυκηναϊκών αγγείων που χρονολογούνται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ (1400–1050 π.Χ.). Η ποσότητα αυτής της κεραμικής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στο νησί υπήρχαν πολυάριθμοι Μυκηναίοι άποικοι, αν όχι οικισμοί.[11] Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες δείχνουν ότι ο ελληνικός εποικισμός ξεκίνησε μη συστηματικά περίπου το 1400 π.Χ., στη συνέχεια σταθεροποιήθηκε (πιθανώς λόγω Δωριέων εισβολέων στην ηπειρωτική χώρα) με ορισμένους οικισμούς που ιδρύθηκαν περίπου το 1200 π.Χ.[12] Η στενή σύνδεση της Αρκαδικής διαλέκτου με αυτές της Παμφυλίας και της Κύπρου, δείχνει ότι η μετανάστευση προήλθε από την Αρχαία Αχαΐα.[13] Η αχαϊκή φυλή μπορεί να ήταν ένας αρχικός πληθυσμός της Πελοποννήσου, της Παμφυλίας και της Κύπρου, που ζούσε στην τελευταία πριν από την εισβολή των Δωριέων και όχι μια μεταγενέστερη ομάδα μεταναστών. Τα δωρικά στοιχεία στην αρκαδική λείπουν στην κυπριακή.[13] Αχαιοί εγκαταστάθηκαν στον παλαιό πληθυσμό και ίδρυσαν την Σαλαμίνα.[14] Τα Κύπρια Έπη, που χρονολογούνται στον 7ο αιώνα π.Χ., μπορεί να προέρχονται από την Κύπρο.[15]

Μεσαιωνική Κύπρος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Βυζαντινή πριγκίπισσα Ελένη Παλαιολογίνα, Βασιλική σύζυγος της Κύπρου

Η βυζαντινή εποχή διαμόρφωσε βαθιά τον ελληνοκυπριακό πολιτισμό. Ο θεσμός του ελληνορθόδοξου χριστιανισμού έγινε σύντομα αναπόσπαστο μέρος της ελληνοκυπριακής ταυτότητας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και η κληρονομιά του παρέμεινε υπό ξένη κυριαρχία στους επόμενους αιώνες. Εφόσον η Κύπρος δεν ήταν ποτέ ο «τελικός στόχος» οποιωνδήποτε εξωτερικών φιλοδοξιών –στο βαθμό που η καταστροφή του πολιτισμού και των πολιτών της δεν έγινε στρατιωτικός στόχος ή αναγκαιότητα– το νησί απλώς έπεσε στην κυριαρχία όποιας δύναμης ήλεγχε την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου εκείνη την εποχή.

Οι Ελληνοκύπριοι, ωστόσο, υπέμειναν την καταπιεστική κυριαρχία τόσο υπό τους Λουζινιάν, όσο και υπό τη διαδοχική Βενετική Δημοκρατία, από τη δεκαετία του 1190 έως το 1570. Ο βασιλιάς Αμωρί Β΄ – που διαδέχθηκε τον αδελφό του, Γκυ των Λουζινιάν, το 1194 – ήταν γνωστός ότι ήταν ιδιαίτερα μισαλλόδοξος προς την Ορθόδοξη Εκκλησία και είδε ελληνοκυπριακή γη να χρησιμοποιείται από νεοιδρυθείσες Λατινικές εκκλησίες σε μεγάλες πόλεις του νησιού. Επιπλέον, επιβλήθηκε καταπιεστική φορολογία στους ντόπιους από τις δυνάμεις κατοχής, με την είσπραξη φόρων όπου γινόταν, με πληρεξούσιο, υπό τη διοίκηση των Λατινικών εκκλησιών.

To τζαμί Τεκές Χαλά Σουλτάνας, κατασκευής 1817, ήταν ένα από τα πολλά ορόσημα που κατασκευάστηκαν από τους Οθωμανούς Τούρκους στην Κύπρο.

Η οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου το 1571 αντικατέστησε την ενετική κυριαρχία. Παρά την εγγενή καταπίεση της ξένης υποτέλειας, η περίοδος της Τουρκοκρατίας (1570–1878) είχε περιορισμένο αντίκτυπο στον ελληνοκυπριακό πολιτισμό. Οι Οθωμανοί έτειναν να διαχειρίζονται την πολυπολιτισμική τους αυτοκρατορία με τη βοήθεια των υποκειμένων τους μιλλέτ ή θρησκευτικών κοινοτήτων. Το σύστημα του μιλλέτ επέτρεψε στην ελληνοκυπριακή κοινότητα να επιβιώσει, που διοικείτο για λογαριασμό της Κωνσταντινούπολης, ο Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Κύπρου. Οι Κύπριοι Έλληνες ήταν πλέον σε θέση να πάρουν τον έλεγχο της γης στην οποία δούλευαν για αιώνες. Αν και θρησκευτικά ανεκτική, η οθωμανική κυριαρχία ήταν γενικά σκληρή και αναποτελεσματική. Ο Πατριάρχης, που υπηρετούσε τον Οθωμανό σουλτάνο, ενεργούσε ως εθνάρχης ή αρχηγός του ελληνικού έθνους και απέκτησε κοσμικές εξουσίες ως αποτέλεσμα της σταδιακής δυσλειτουργίας της οθωμανικής κυριαρχίας, για παράδειγμα στην απονομή δικαιοσύνης και στην είσπραξη φόρων. Οι Τούρκοι έποικοι υπέφεραν μαζί με τους Ελληνοκύπριους γείτονές τους και οι δύο ομάδες, μαζί, υπέμειναν αιώνες καταπιεστικής διακυβέρνησης από την Κωνσταντινούπολη.[16][17] Μια μειονότητα Ελληνοκυπρίων ασπάστηκε το Ισλάμ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και μερικές φορές αναφέρονται ως "νεομουσουλμάνοι" από τους ιστορικούς.

Το Μνημείο Ελευθερίας (Λευκωσία)

Πολιτικά, η έννοια της Ένωσις – ένωση με την «μητέρα πατρίδα» Ελλάδα– έγινε σημαντική για τους εγγράμματους Ελληνοκύπριους, αφού η Ελλάδα κήρυξε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1821. Σταδιακά, σχηματίστηκε ένα κίνημα για την πραγματοποίηση της ένωσης, στο οποίο η Εκκλησία της Κύπρου διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο κατά τη διάρκεια της Κυπριακής διαμάχης.

"Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τα 'ψη ο Θεός μου,
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει!."
(«Ο Ελληνισμός είναι μια φυλή τόσο γερασμένη όσο ο κόσμος,
κανένας δεν θα μπορούσε να τον εξαφανίσει,
κανένας, γιατί τον προστατεύει από ψηλά ο Θεός μου,
Ο Ελληνισμός θα χαθεί, μόνο όταν φύγει ο κόσμος!)».

Η φανταστική απάντηση του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού στην απειλή του Κουτσούκ Μεχμέτ να εκτελέσει τους Ελληνορθόδοξους Χριστιανούς επισκόπους της Κύπρου, στο επικό ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη «Η 9η Ιουλίου 1821 στη Λευκωσία της Κύπρου», γραμμένο το 1884–1895. Το ποίημα θεωρείται βασική λογοτεχνική έκφραση του ελληνοκυπριακού συναισθήματος της Ένωσης.[18]

Κατά την περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας (1878–1960), ιδρύθηκε μια αποτελεσματική αποικιακή διοίκηση, αλλά η κυβέρνηση και η εκπαίδευση διοικούνταν σύμφωνα με εθνοτικές γραμμές, τονίζοντας τις διαφορές τους. Για παράδειγμα, το εκπαιδευτικό σύστημα οργανώθηκε με δύο Εκπαιδευτικά Συμβούλια, ένα ελληνικό και ένα τουρκικό, που ελέγχονταν από την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, αντίστοιχα. Τα προκύπτοντα ελληνοτουρκικά εκπαιδευτικά συστήματα έδωσαν έμφαση στις γλωσσικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές και εθνοτικές διαφορές και υποβάθμισαν τους παραδοσιακούς δεσμούς μεταξύ των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Οι δύο ομάδες ενθαρρύνθηκαν να θεωρήσουν τους εαυτούς τους ως προεκτάσεις των αντίστοιχων πατρίδων τους, οδηγώντας στην ανάπτυξη δύο διακριτών εθνικοτήτων με ανταγωνιστική πίστη.[19]

Η σημασία της θρησκείας στην ελληνοκυπριακή κοινότητα ενισχύθηκε όταν ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄, εξελέγη πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960. Για την επόμενη μιάμιση δεκαετία, η ένωση ήταν βασικό ζήτημα για τους Ελληνοκύπριους και βασική αιτία γεγονότων που οδήγησαν στο πραξικόπημα του 1974 και στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η Κύπρος παραμένει σήμερα διχασμένη, με τις δύο κοινότητες σχεδόν εντελώς χωρισμένες. Πολλοί από αυτούς που έχασαν τα σπίτια, τα εδάφη και τις κτήσεις τους κατά την τουρκική εισβολή, μετανάστευσαν κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία, τη Νότια Αφρική και την Ευρώπη, αν και οι περισσότεροι έφυγαν από την Κύπρο πριν από το 1974. Σήμερα, υπολογίζεται ότι ζουν 335.000 Ελληνοκύπριοι μετανάστες στη Μεγάλη Βρετανία. Η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων στη Μεγάλη Βρετανία ζει σήμερα στην Αγγλία και εκτίμηση για περίπου 3.000 στην Ουαλία και 1.000 στη Σκωτία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ελληνοκυπριακή κοινωνία απολάμβανε υψηλό βιοτικό επίπεδο. Ο οικονομικός εκσυγχρονισμός δημιούργησε μια πιο ευέλικτη και ανοιχτή κοινωνία και έκανε τους Ελληνοκύπριους να μοιραστούν τις ανησυχίες και τις ελπίδες άλλων εκκοσμικευμένων δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών. Η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, εκπροσωπώντας επίσημα ολόκληρο το νησί, αλλά προς το παρόν ανεστάλη στην τουρκοκρατούμενη Βόρεια Κύπρο.

1970 έναντι 1998: Έλληνες με μπλε και Τούρκοι με κόκκινο

Οι Έλληνες στην Κύπρο ανέρχονται σε 659.115, σύμφωνα με την κυπριακή απογραφή του 2011.[20] Υπάρχει μια αξιόλογη κοινότητα Κυπρίων και κυπριακής καταγωγής που ζουν στην Ελλάδα. Στην Αθήνα, η ελληνοκυπριακή κοινότητα αριθμεί, περίπο,υ 55.000 άτομα.[21] Υπάρχει επίσης μεγάλη ελληνοκυπριακή διασπορά, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Κύριο λήμμα: Κυπριακή κουζίνα
Κυπριακοί μεζέδες

Η κυπριακή κουζίνα, όπως και η υπόλοιπη ελληνική κουζίνα, αποτυπώθηκε με τα μπαχαρικά και τα βότανα, που έγιναν κοινά ως αποτέλεσμα των εκτεταμένων εμπορικών δεσμών εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα ονόματα πολλών πιάτων αντικατοπτρίζουν τις πηγές των συστατικών από πολλές χώρες. Τα καφενεία απλώνονται διάχυτα σε όλο το νησί, σε όλες τις μεγάλες πόλεις και σε αμέτρητα χωριά.

Η καθημερινή γλώσσα των Ελληνοκυπρίων είναι η Κυπριακή διάλεκτος της ελληνικής γλώσσας, μια διάλεκτος της Νέας Ελληνικής. Μοιράζεται ορισμένα χαρακτηριστικά με ποικιλίες της Κρήτη , της Δωδεκανήσου και της Χίου, καθώς και της Μικράς Ασίας.

Οι Ελληνοκύπριοι, γενικά, εκπαιδεύονται στα τυποποιημένα νέα ελληνικά, αν και τείνουν να τα μιλούν με προφορά και να διατηρούν κάποια ελληνοκυπριακή γραμματική.

Γενετικές μελέτες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ελληνοκύπριοι πρόσκοποι

Μια μελέτη του 2017 διαπίστωσε ότι οι Κύπριοι ανήκουν σε έναν ευρύ και ομοιογενή γενετικό τομέα, μαζί με τους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου (συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης), της Σικελίας και της νότιας Ιταλίας (συμπεριλαμβανομένων των ελληνόφωνων μειονοτήτων της Απουλίας και της Καλαβρίας), ενώ το ηπειρωτικό τμήμα της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης της Πελοποννήσου, εμφανίζεται ως ελαφρώς διαφοροποιημένο, συγκεντρώνοντας τους άλλους πληθυσμούς των νοτίων Βαλκανίων της Αλβανίας και του Κοσσυφοπεδίου. Η μελέτη αποκαλεί αυτόν τον ξεχωριστό γενετικό τομέα, «Μεσογειακό γενετικό συνεχές».[22]

Μια αρχαιογενετική μελέτη του 2017 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο οι Μυκηναίοι Έλληνες όσο και οι Μινωίτες ήταν γενετικά στενά συνδεδεμένοι και ότι και οι δύο σχετίζονται στενά, αλλά όχι πανομοιότυποι, με τους σύγχρονους ελληνικούς πληθυσμούς. Ο δείκτης σταθεροποίησης (F ST) μεταξύ των πληθυσμών της Εποχής του Χαλκού που συμμετείχαν στο δείγμα και των σημερινών Δυτικοευρασιατών υπολογίστηκε, διαπιστώνοντας ότι οι Μυκηναίοι διαφοροποιούνται λιγότερο από τους πληθυσμούς της Ελλάδας, της Κύπρου, της Αλβανίας και της Ιταλίας.[23]

Μια μελέτη του 2017 διαπίστωσε ότι η πατρογονική καταγωγή τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων προέρχεται κυρίως από μια ενιαία προ-οθωμανική τοπική γονιδιακή δεξαμενή. Η συχνότητα των συνολικών απλοτύπων που μοιράζονται[α] ​​μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων είναι 7-8%, με την ανάλυση να δείχνει ότι κανένας από αυτούς δεν βρέθηκε στην Τουρκία, με αποτέλεσμα να μην υποστηρίζεται τουρκική προέλευση για τους κοινόχρηστους απλότυπους. Δεν παρατηρήθηκαν κοινοί απλότυποι μεταξύ Ελληνοκυπρίων και πληθυσμών της ηπειρωτικής Τουρκίας, ενώ οι συνολικοί απλότυποι που μοιράστηκαν μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τούρκων της ηπειρωτικής χώρας ήταν 3%. Και οι δύο κυπριακές ομάδες δείχνουν στενή γενετική συγγένεια με τις πατρογονικές, καταγωγής της Καλαβρίας (νότια Ιταλία) και του Λιβάνου. Η μελέτη αναφέρει ότι η γενετική συγγένεια μεταξύ Καλαβριανών και Κυπρίων μπορεί να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα μιας κοινής αρχαιοελληνικής (Αχαϊκής) γενετικής συνεισφοράς, ενώ η λιβανέζικη συγγένεια μπορεί να εξηγηθεί μέσω πολλών μεταναστεύσεων που έγιναν από το παράκτιο Λεβάντε στην Κύπρο από τη Νεολιθική (πρώιμοι αγρότες), την Εποχή του Σιδήρου (Φοίνικες) (Μαρωνίτες και άλλοι Λεβαντίνοι άποικοι κατά την Φραγκοκρατία). Οι συγγραφείς σημειώνουν, ωστόσο, ότι τα δείγματα της Καλαβρίας που χρησιμοποιήθηκαν στην ανάλυση ήταν σχετικά μικρά (n = 30 συγκριτικά δεδομένα, n = 74 YHRD) και επομένως αυτά τα αποτελέσματα θα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή.

Επιπλέον, από τους ελληνικούς υποπληθυσμούς, οι Έλληνες της Κρήτης βρέθηκαν να είναι οι πιο κοντινοί στους Κύπριους. Όσον αφορά τις γενετικές διαφορές κατά ζεύγη Rst, οι οποίες υποδεικνύουν βαθύτερη κοινή πατρική καταγωγή από τους κοινούς απλότυπους, οι Έλληνες εμφανίζονται γενετικά κοντά στους Κύπριους και σε ίση απόσταση από τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι έχουν παρόμοιες συχνότητες για τις κύριες πατρογραμμικές απλοομάδες τους, με τις κύριες υποκατηγορίες και για τις δύο να είναι οι J2a-M410 (23,8% και 20,3% αντιστοίχως), E-M78 (12,8% και 13,9% αντιστοίχως) και G2-P287% καιsp.7 (12). Το μεγαλύτερο χαρακτηριστικό διαφοροποίησης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων της ηπειρωτικής χώρας είναι η χαμηλή συχνότητα των απλοομάδων I, R1a μεταξύ των Ελληνοκυπρίων, επειδή ο ηπειρωτικός ελληνικός πληθυσμός έχει δεχθεί σημαντικές μεταναστεύσεις κατά τη βυζαντινή εποχή και τον Μεσαίωνα από άλλους βαλκανικούς πληθυσμούς, όπως Σλάβους, Αρμάνους (Βλάχους) και Αλβανούς (Αρβανίτες), ενώ το μεγαλύτερο χαρακτηριστικό διαφοροποίησης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και κατοίκων της Μέσης Ανατολής είναι η πολύ χαμηλότερη συχνότητα απλοομάδας J1 στους Ελληνοκύπριους.

Οι Ελληνοκύπριοι διαφοροποιούνται επίσης από τους Τουρκοκύπριους σε ορισμένες πτυχές. Συγκεκριμένα, οι Τουρκοκύπριοι έχουν 5,6% Ανατολική Ευρασιατική (πιθανώς Κεντρική Ασία/Τουρκική) και 2,1% Βορειοαφρικανική πατρογονική καταγωγή, ενώ οι Ελληνοκύπριοι έχουν 0,6% Ανατολική Ευρασιατική και καμία Βορειοαφρικανική πατρογραμμική καταγωγή.[24]

  1. Ο κοινός απλότυπος % αντιπροσωπεύει το ποσοστό ατόμων μεταξύ Ελληνοκυπρίων (344 δείγματα) και Τουρκοκυπρίων (380 δείγματα) που έχουν ακριβή αντιστοίχιση απλότυπου 17/17 Y-STR στους καθορισμένους πληθυσμούς.
  • Γ. Μπαμπινιώτη Μικρό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας
  • Η Κύπρος Με Μια Ματιά, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Κυπριακή Δημοκρατία
  1. 1,0 1,1 «ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ 2023». Στατιστική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. 15 Ιανουαρίου 2025. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2025. 
  2. 2,0 2,1 Papadakis, Yiannis (2011), «Cypriots, Greek», στο: Cole, Jeffrey E., επιμ., Ethnic Groups of Europe: An Encyclopedia, ABC-CLIO, σελ. 92, ISBN 978-1-59884-302-6 
  3. «The Constitution – Appendix D: Part 01 – General Provisions». Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Republic of Cyprus. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2025. 
  4. «About Cyprus – History – Modern Times». Government Web Portal – Areas of Interest. Κυβέρνηση της Κύπρου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2025. 
  5. 5,0 5,1 Solsten, Eric (Ιανουαρίου 1991). «A Country Study: Cyprus». Federal Research Division. Library of Congress. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2025. 
  6. «The Orthodox Church of Cyprus». Catholic Near East Welfare Association. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Δεκεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2025. 
  7. «ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΕΣ 2023». Στατιστική Υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. 15 Ιανουαρίου 2025. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2025. 
  8. «About Cyprus – Towns and Population». Government Web Portal – Areas of Interest. Κυβέρνηση της Κύπρου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2010. 
  9. http://www.cylaw.org/nomoi/arith/syntagma.pdf
  10. http://www.sigmalive.com/simerini/analiseis/180335/oi-amfisvitiseis-apo-tous-apatrides-tis-ellinikis-katagogis
  11. V. R. d'A. Desborough (5 Φεβρουαρίου 2007). The Last Mycenaeans and Their Successors: An Archaeological Survey, c.1200 – c.1000 B.C. Wipf & Stock Publ. σελίδες 196–. ISBN 978-1-55635-201-0. 
  12. Hill, George (23 Σεπτεμβρίου 2010). A History of Cyprus. Cambridge University Press. σελίδες 84–. ISBN 978-1-108-02062-6. 
  13. 13,0 13,1 Hill 2010, σελ. 85.
  14. Hill 2010, σελίδες 85–86.
  15. Hill 2010, σελίδες 90–93.
  16. Peter Alford Andrews, Ethnic Groups in the Republic of Turkey, Dr. Ludwig Reichert Verlag, 1989, (ISBN 3-89500-297-6)
  17. Savile, Albany Robert, Cyprus, 1878, p. 130
  18. Admin (9 July 2017). «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου – Βασίλης Μιχαηλίδης». http://www.apotipomata.com/ennati-iouliou-vasilis-michaelidis/. Ανακτήθηκε στις 2018-10-14. 
  19. Xypolia, Ilia (2011). «Cypriot Muslims among Ottomans, Turks and Two World Wars». Bogazici Journal 25 (2): 109–120. doi:10.21773/boun.25.2.6. 
  20. «Population – Country of Birth, Citizenship Category, Country of Citizenship, Language, Religion, Ethnic/Religious Group, 2011». Statistical Service of the Republic of Cyprus. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιουνίου 2018. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2025. 
  21. Madianou 2012, σελ. 41.
  22. Sarno, Stefania; Boattini, Alessio; Pagani, Luca; Sazzini, Marco; De Fanti, Sara; Quagliariello, Andrea; Gnecchi Ruscone, Guido Alberto; Guichard, Etienne και άλλοι. (16 May 2017). «Ancient and recent admixture layers in Sicily and Southern Italy trace multiple migration routes along the Mediterranean». Scientific Reports 7 (1): 1984. doi:10.1038/s41598-017-01802-4. ISSN 2045-2322. PMID 28512355. Bibcode2017NatSR...7.1984S. 
  23. Lazaridis, Iosif; Mittnik, Alissa; Patterson, Nick; Mallick, Swapan; Rohland, Nadin; Pfrengle, Saskia; Furtwängler, Anja; Peltzer, Alexander και άλλοι. (2 August 2017). «Genetic origins of the Minoans and Mycenaeans». Nature 548 (7666): 214–218. 10 August 2017. doi:10.1038/nature23310. ISSN 0028-0836. PMID 28783727. Bibcode2017Natur.548..214L. 
  24. Heraclides, Alexandros; Bashiardes, Evy; Fernández-Domínguez, Eva; Bertoncini, Stefania; Chimonas, Marios; Christofi, Vasilis; King, Jonathan; Budowle, Bruce και άλλοι. (16 June 2017). «Y-chromosomal analysis of Greek Cypriots reveals a primarily common pre-Ottoman paternal ancestry with Turkish Cypriots». PLOS One 12 (6): e0179474. doi:10.1371/journal.pone.0179474. ISSN 1932-6203. PMID 28622394. Bibcode2017PLoSO..1279474H.