Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σπύρος Κυπριανού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σπύρος Κυπριανού
Φωτογραφία του Προέδρου Σπύρου Κυπριανού.
2ος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
Περίοδος
3 Σεπτεμβρίου 1977 – 28 Φεβρουαρίου 1988
ΠροκάτοχοςΑρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄
ΔιάδοχοςΓιώργος Βασιλείου
3ος και 7ος Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων
Περίοδος
20 Σεπτεμβρίου 1976 – 3 Αυγούστου 1977
ΔιάδοχοςΑλέκος Μιχαηλίδης
Περίοδος
6 Ιουνίου 1996 – 6 Ιουνίου 2001
ΠροκάτοχοςΑλέξης Γαλανός
ΔιάδοχοςΔημήτρης Χριστόφιας
1ος Πρόεδρος ΔΗΚΟ
Περίοδος
12 Μαΐου 1976 – 12 Μαΐου 1976
ΔιάδοχοςΤάσσος Παπαδόπουλος
Υπουργός Εξωτερικών
Περίοδος
16 Αυγούστου 1960 – 6 Μαΐου 1972
ΠρόεδροςΑρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄
ΔιάδοχοςΙωάννης Χριστοφίδης
Υπουργός Δικαιοσύνης
Περίοδος
16 Αυγούστου 1960 – 20 Αυγούστου 1960
ΠρόεδροςΑρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄
ΔιάδοχοςΣτέλλα Σουλιώτη
Βουλευτής
Βουλής των Αντιπροσώπων
(Εκλογική Περιφέρεια Λευκωσίας)
Περίοδος
20 Σεπτεμβρίου 1976 – 20 Σεπτεμβρίου 1976
Βουλευτής
Βουλής των Αντιπροσώπων
(Εκλογική Περιφέρεια Λευκωσίας)
Περίοδος
30 Μαΐου 1991 – 30 Μαΐου 1991
Βουλευτής
Βουλής των Αντιπροσώπων
(Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού)
Περίοδος
6 Ιουνίου 1996 – 6 Ιουνίου 2001
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση28 Οκτωβρίου 1932, Λεμεσός, Αγγλοκρατούμενη Κύπρος
Θάνατος12 Μαρτίου 2002 (69 ετών)
Στρόβολος, Κύπρος
Εθνότητα Ελληνική
Υπηκοότητα Κυπριακή
Πολιτικό κόμμαΔΗΚΟ
ΣύζυγοςΜιμή Παπαθεοκλήτου (ν. 1956)
Παιδιά2 υιούς
ΣπουδέςΟικονομικά
οικονομικές επιστήμες
Νομική
Συγκριτικό δίκαιο
ΕπάγγελμαΔικηγόρος
Νομικός σύμβουλος
ΒραβεύσειςΤάγμα της Ισαβέλλας της Καθολικής (1987)[1]
Εθνικό Τάγμα Χοσέ Μαρτίν (1987)
Κολάρο του Τάγματος του Λευκού Λέοντος (11  Ιουνίου 1980)[2]
κολάρο του Τάγματος της Ισαβέλλας της Καθολικής (1987)[1]
ΘρήσκευμαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Σπύρος Κυπριανού (Λεμεσός, 28 Οκτωβρίου 1932 - Στρόβολος, 12 Μαρτίου 2002) ήταν Ελληνοκύπριος πολιτικός και ο δεύτερος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄, από το 1977 έως το 1988.

Γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1932. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από τα Λεύκαρα της Λάρνακας, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη του δημάρχου Λεμεσού Σπύρου Αραούζου[3]. Σπούδασε οικονομικές και εμπορικές επιστήμες στο City of London College και νομική στο Gray's Inn, από όπου έλαβε πτυχίο νομικής το 1954. Ως φοιτητής στο Λονδίνο υπήρξε εκ των ιδρυτών της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης Κυπρίων Αγγλίας (ΕΦΕΚΑ), της οποίας υπήρξε και ο πρώτος πρόεδρος (1953-1954). Τον Φεβρουάριο του 1952 ο Μακάριος τον διόρισε γραμματέα του στο Λονδίνο και το 1954 ανέλαβε το Γραφείο της Κυπριακής Εθναρχίας στο Λονδίνο, με σκοπό κυρίως τη διαφώτιση της βρετανικής κοινής γνώμης για το κυπριακό ζήτημα. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου το 1955-56, η δράση του εντάθηκε και τον Ιούνιο του 1956 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Λονδίνο και μετέβη στην Ελλάδα συνεχίζοντας τον αγώνα του σε συνεργασία με την Πανελλήνια Επιτροπή Αυτοδιάθεσης Κύπρου (ΠΕΑΚ). Από τον Αύγουστο του 1956 ως το Μάρτιο του 1957 αντιπροσώπευσε την Εθναρχία Κύπρου στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Κατά το διάστημα αυτό είχε αναπτύξει πολλές και σημαντικές επαφές με αξιωματούχους του ΟΗΕ και ξένες αντιπροσωπείες. Στη συνέχεια ήλθε στην Αθήνα. Αργότερα, του επετράπη να επιστρέψει στο Λονδίνο, όπου και παρέμεινε μέχρι την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959. Κατά δε το διάστημα της μεταβατικής περιόδου επανήλθε στην Αθήνα όπου και ανέλαβε «λεπτές αποστολές».[4]

Πολιτική σταδιοδρομία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο ημέρες μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κύπρου (16-8-1960) στις 18 Αυγούστου του 1960 διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Υπουργός Δικαιοσύνης και λίγες μέρες αργότερα Υπουργός Εξωτερικών. Εκπροσώπησε επανειλημμένα την Κύπρο στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και στις συνόδους της Γενικής Συνέλευσης, συνοδεύοντας επίσης τον Μακάριο σε χώρες Ευρώπης, Αφρικής, Ασίας και Αμερικής. Το Σεπτέμβριο του 1964 υπέγραψε στη Μόσχα τη Συμφωνία για μεγάλη στρατιωτική βοήθεια προς την Κύπρο που προέβλεπε άρματα, πλοία και αεροπλάνα. Η προμήθεια αυτή που έγινε "εν αγνοία" της ελληνικής κυβέρνησης υπήρξε η κύρια αιτία της πολιτικής κρίσης που ακολούθησε στην Ελλάδα. Στις 5 Μαΐου 1972, πέντε χρόνια μετά το πραξικόπημα των Απριλιανών, παραιτήθηκε από υπουργός, ύστερα από σοβαρή διαφωνία του με τη Χούντα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα επί του χειρισμού του κυπριακού ζητήματος, όπου και αποσύρθηκε από την πολιτική περιοριζόμενος στο επάγγελμα του δικηγόρου.

Μετά το πραξικόπημα του 1974 κατά του Μακαρίου και την πρώτη τουρκική εισβολή (Αττίλας Ι) που ακολούθησε ανέλαβε δράση και την 1η Αυγούστου ήλθε στην Αθήνα όπου και είχε συνομιλίες με τον τότε πρόεδρο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας Κ. Καραμανλή, καθώς και με άλλα πολιτικά πρόσωπα και στη συνέχεια πηγαινοερχόταν μεταξύ Αθηνών και Λονδίνου, όπου διέμενε τότε ο Πρόεδρος Μακάριος. Στη συνέχεια και παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις περί στρατιωτικής βοήθειας του Έλληνα πρωθυπουργού ακολούθησε το δεύτερο στάδιο της τουρκικής εισβολής (Αττίλας ΙΙ) χωρίς καμία από την Ελλάδα βοήθεια συνέπεια της οποίας ήταν η γνωστή τραγωδία της Κύπρου. Το Σεπτέμβριο του 1974 ηγήθηκε της κυπριακής αντιπροσωπείας κατά τη συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ενώ τον Φεβρουάριο του 1975 έλαβε μέρος στη συνεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Είναι γεγονός πως, αν και μέχρι το 1975, ο Μακάριος θεωρούσε πως πιθανότερο να τον διαδεχθεί ήταν ο Γλαύκος Κληρίδης, λόγω της σύγκρουσης που ήλθαν εξαιτίας της αυθαίρετης πράξης του Γλαύκου Κληρίδη να αποδεχθεί το συνταγματικό στον 3ο Γύρο Συνομιλιών της Βιέννης τον Αύγουστο του 1975, καθαιρέθηκε από συνομιλητής.[5]

Μετά τη διάλυση του Ενιαίου Κόμματος και της Προοδευτικής Παρατάξεως μετά το 1974, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος με τον οποίο διατηρούσε άριστες σχέσεις, τον παρότρυνε στην ίδρυση ενός κόμματος που να εξέφραζε τις συντηρητικούς Μακαριακούς. Έτσι 12 Μαΐου 1976 ίδρυσε την Δημοκρατική Παράταξη, που όπως διακήρυξε ήταν ο πολιτικός σχηματισμός «που να εκφράζει το Κέντρο και τη δημοκρατική Δεξιά». Στις Βουλευτικές Εκλογές του ίδιου έτους αναδείχθηκε ως το μεγαλύτερο κόμμα του Μακαριακού Τόξου, με τον Σπύρο Κυπριανού να αναλαμβάνει Πρόεδρος της Βουλής.[5]

Μετά την ανάληψη της Προεδρίας και ιδιαίτερα μετά από διαφωνίες αναφορικά με το Κυπριακό αλλά και εσωτερικά ζητήματα, το 1980 αποσχίστηκε η δεξιά πτέρυγα υπό τον Λεόντιο Ιεροδιακόνου, η οποία εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Συναγερμό, που επίσης είχε ιδρυθεί το 1976 ως δεξιό κόμμα με μετριοπαθή στάση στο Κυπριακό. Επίσης, τότε αποχώρησαν και οι μετριοπαθείς υπό τον Αλέκο Μιχαηλίδη, ο οποίος ίδρυσε τη ΝΕ.ΔΗ.ΠΑ., η οποία αργότερα επίσης εντάχθηκε στο ΔΗ.ΣΥ.

Έτσι, το 1980, η Δημοκρατική Παράταξη μετονομάστηκε σε Δημοκρατικό Κόμμα (ΔΗ.ΚΟ.), με καθαρά κεντρώα κρατιστική προσέγγιση, ενστερνιζόμενη τον Μακροχρόνιο Αγώνα στο Κυπριακό πρόβλημα.

Το 1977, στον 6ο γύρο συνομιλιών, όταν μετά από τις διαβεβαιώσεις από τον τότε απεσταλμένο των Η.Π.Α., Κλαρκ Κλίφορντ, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προχώρησε στο Κοινό Ανακοινωθέν του 1977. Ο Σπύρος Κυπριανού και ο Βάσος Λυσσαρίδης είχαν εκ των πρωτέρων διαφωνήσει με την πρόθεση αυτή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.

Τελικά, η όλη διαδικασία κατέρρευσε, καθώς η τουρκική πλευρά αποχώρησε χωρίς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της. Μετά από αυτό, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, συμφωνώντας με τον Σπύρο Κυπριανού και τον Βάσο Λυσσαρίδη, άρχισε να επεξεργάζεται την αλλαγή πορείας στο Κυπριακό, από την προτεινόμενη ομοσπονδιακή λύση, η οποία αποδείχθηκε από τότε έωλη στη βάση της.

Αυτό οδήγησε στη διακήρυξη του Μακροχρόνιου Αγώνα στην τελευταία δημόσια ομιλία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις 20 Ιουλίου 1977. Βάσει αυτής, καθοριζόταν μια μακρά στρατηγική διαφύλαξης και ανάπτυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, με βάση την αμυντική θωράκισή της, σταθερή πολιτική γραμμή αναφορικά με τα κεκτημένα και τη νομιμότητα του κράτους, και σύμπνοια Αθηνών και Λευκωσίας στη διεκδίκηση των δικαίων της Κύπρου, αποσκοπώντας στην απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών, με την αποχώρηση των στρατευμάτων και την αποκατάσταση των εδαφών υπό την νόμιμη οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ενιαία βάση.

Στις 3 Αυγούστου του 1977 με τον θάνατο του Μακαρίου ανέλαβε σύμφωνα με το σύνταγμα Προεδρεύων της Δημοκρατίας και ένα μήνα μετά στις 3 Σεπτεμβρίου 1977 εκλέχθηκε ομόφωνα Πρόεδρος της Δημοκρατίας για τη συμπλήρωση του υπόλοιπου της προεδρικής θητείας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που έληγε στις 27 Φεβρουαρίου του 1978. Στις προεδρικές εκλογές που ακολούθησαν την επομένη της 28ης Φεβρουαρίου 1978 επανεξελέγη αναγκαστικά αφού δεν υπήρχε άλλος ανθυποψήφιος, καθώς στη συνέχεια και στις προεδρικές εκλογές της 13ης Φεβρουαρίου 1983 με την υποστήριξη του ΑΚΕΛ. Μετά τις βουλευτικές εκλογές της 26ης Μαΐου 1996 εξελέγη Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων (Κύπρου).

Πολιτική επί Κυπριακού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναλαμβάνοντας την Προεδρία ο Σπύρος Κυπριανού είχε ως βάση του την πολιτική του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του κεντρώου χώρου για Μακροχρόνιο αγώνα. Ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Μακαρίου όπου στο μεταξύ είχε συνομολογηθεί η Κοινό Ανακοινωθέν του 1977 η οποία είχε ήδη ατονίσει λόγο της αποχωρίσεις της Τουρκικής Πλευράς χωρίς να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Ο ΟΗΕ υπέβαλλε ένα "Σχέδιο" επανάληψης των συνομιλιών το οποίο φέρονταν τότε με την ονομασία "Αγγλοαμερικανοκαναδικό σχεδιο".

Ο Σπύρος Κυπριανού το απέρριψε λίγες ημέρες μετά την υποβολή του, καθώς προέβλεπε λύση Δ.Δ.Ο την οποία δεν αποδεχόταν, και σε αβάσιμο κυριαρχικό καθεστώς. Παρότι φημολογείτο ότι αυτό προέβλεπε μεταξύ άλλων και την επιστροφή των Βαρωσίων, εντούτοις αυτό δεν ίσχυε καθότι οι οροί έλεγαν για επανεγκατάσταση υπό όρους η οποία θα διαπραγματευόταν μετά την αποδοχή του σχεδίου.

Τον επόμενο χρόνο, τον Μάιο του 1979 υπό την παρουσία του Γ.Γ. του ΟΗΕ ο Σπύρος Κυπριανού συναντήθηκε με τον Ραούφ Ντενκτάς όπου και συνομολογήθηκε η Συμφωνία Κυπριανού-Ντενκτάς, καλούμενη και "Διάσκεψη των δέκα σημείων". Παρότι και η συμφωνία αυτή τελικά δεν τηρήθηκε εξαιτίας της Τουρκικής αδιαλλαξίας, αλλά και της άρνησης αποδοχής της Δ.Δ.Ο από τον Σπύρο Κυπριανού, την οποία αιτιολογούσε ως Διχοτομική.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1981, ο Γ.Γ. του ΟΗΕ Κουρτ Βαλντχάιμ υποβάλλει και προς τις δύο κυπριακές κοινότητες νέο σχέδιο επίλυσης του κυπριακού το φερόμενο υπό τον τίτλο "αξιολόγηση των ιδεών Βαλντχάιμ", το σχετικό κείμενο της οποίας δημοσίευσε η εφημερίδα το ΒΗΜΑ φ. 8-11-1981. Και το σχέδιο αυτό που δεν έτυχε όμως καμιάς υποστήριξης από καμία πλευρά καθότι σχεδόν όλες οι πρόνοιες του ήταν έωλες.

Στις προεδρικές εκλογές τις 13ης Φεβρουάριου 1983 επανεξελέγη με ποσοστό 56% στην βάση ενός κοινοπραξίας προγράμματος ΔΗ.ΚΟ-Α.Κ.Ε.Λ. Ωστόσο εκείνη την περίοδο επικράτησε έντονη πόλωση μέσο του κομματικού τύπου καθώς αρχικά στις 10/2/1983 η «Σημερινή» και η «Μεσημβρινή», εφημερίδες που υποστήριζαν τον Γλαυκό Κληρίδη, είχαν κατηγορήσει τον Εζεκία Παπαϊωάννου ως πράκτορα της C.I.A και τον Σπύρο Κυπριανού ως πράκτορα της K.G.B. Ωστόσο δυο μέρες αργότερα η «Ελευθεροτυπία», εφημερίδα του ΔΗ.ΚΟ, απαντώντας στον ίδιο τόνο κατηγορούσε τον Γλαυκό Κληρίδη ότι στον ΄Β Π.Π υπήρξε πράκτορας των Ναζί.

Mετά την επανεκλογή του, όπου και ακολούθησε η συμμετοχή του στην 7η Διάσκεψη κορυφής των Αδεσμεύτων χωρών στο Νέο Δελχί, κατόπιν επίσημης πρόσκλησης - παρέμβασης του τότε προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή, ο Σπ. Κυπριανού επισκέφθηκε την Αθήνα, (30-11-1983), όπου και είχε μακρές διαβουλεύσεις με τον πρόεδρο(¹) αλλά και ανταλλαγές απόψεων επί του χειρισμού του κυπριακού με τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου και με άλλους ανώτερους κυβερνητικούς παράγοντες.

Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους όταν ο μέχρι τότε βοηθός του Κουρτ Βαλντχάιμ, Πέρες ντε Γκουεγιάρ ανέλαβε Γ.Γ. του ΟΗΕ, φιλοδοξώντας την επίλυση του κυπριακού, κάλεσε τους εκπροσώπους και των δύο κυπριακών κοινοτήτων να μελετήσουν ένα νέο σχέδιο που θα επέτρεπε την επανάληψη των συνομιλιών επί του κυπριακού που φέρονταν με την ονομασία "Δείκτες του Ντε Γκουεγιάρ". Το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από τον Κυπριανού, καθώς είχε συνομοσπονδιακή βάση και χωρίς εγγυήσεις για αποχώριση των Κατοχικών Στρατευμάτων, παρότι προνοούσε για εδαφικό της Τ/Κ πλευράς ποσοστά 26-27% και παρά τη σθεναρή θέση περί αποδοχής του από τον πρώην συνεργάτη του υπουργό εξωτερικών Νίκο Ρολάνδη.

Στις 15 Νοεμβρίου 1983 ο Ραούφ Ντενκτάς δρομολογώντας τα διχοτομικά του σχέδια προχώρησε στη μονομερή και αυθαίρετη ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», την οποία έσπευσε τότε και αναγνώρισε επίσημα μόνο η Τουρκία, ενώ αντίθετα η Ελλάδα το χαρακτήρισε "Ψευδοκράτος". Η ανακήρυξη αυτή Καταδικάστηκε ως παράνομη από την ολομέλεια των Ηνωμένων Εθνών.

Στην αντιμετώπιση της νέας αυτής σοβαρής κρίσης που επήλθε στο Κυπριακό, ο Γ.Γ. Ντε Γκουεγιάρ κάλεσε στις 1 Οκτωβρίου του 1984 τον Κυπριανού και τον Ντενκτάς να προσέλθουν στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη για ξεχωριστές μετ΄ αυτόν συνομιλίες, οι λεγόμενες "εκ του σύνεγγυς συνομιλίες" (proximity talks), που πραγματοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1984, όπου και καθορίστηκε νέα συνάντηση Κυπριανού Ντενκτάς, σε "Διάσκεψη κορυφής", για τον αμέσως επόμενο μήνα, τον Ιανουάριο του 1985.[7]

Ωστόσο η συγκεκριμένη συνάντηση δεν έγινε ποτέ απορριφθείσα δικαίως από τον Σπύρο Κυπριανού, καθώς διαπιστώθηκε από την Κυπριακή Νομική Υπηρεσία ότι αυτό θα οδηγούσε σε έμμεση αναγνώριση του άρτι ανακηρυχθέντος «Ψευδοκράτους». Προτάθηκαν νέοι Δείκτες τους οποίους όμως επίσης απέρριψε ο Σπύρος Κυπριανού για τους ιδίους λόγους καθώς προέβλεπαν έωλη εφαρμογή της Δ.Δ.Ο.

Μετά τη διάλυση του «Μίνιμουμ» προγράμματος ΔΗ.ΚΟ. – Α.Κ.Ε.Λ., το Α.Κ.Ε.Λ. ταυτίστηκε με την πολιτική στάση του τότε κυρίως αντιπολιτευόμενου ΔΗ.ΣΥ. Ωστόσο, το δίπολο των δύο αντιπολιτευόμενων κομμάτων είχε προσφύγει σε μια έντονη πολεμική, μποϊκοτάροντας την κρατική μηχανή, αρνούμενα να ψηφίσουν τον προϋπολογισμό και, μέσω των συντεχνιών τους, εκβιάζοντας καταστάσεις, όπως ήταν η απαίτηση παραίτησης από τον ΔΗ.ΣΥ. της τότε ηγεσίας της Αστυνομίας, που παραλίγο να οδηγήσει στην παραίτηση του τότε Αρχηγού της Αστυνομίας, Σάββα Αντωνίου.

Το αποκορύφωμα ήρθε όταν, τον Μάρτιο του 1985, ΔΗ.ΣΥ. και Α.Κ.Ε.Λ. ψήφισαν ένα αντισυνταγματικό νομοσχέδιο, το οποίο προέβλεπε τη διαχείριση του Κυπριακού ζητήματος και της εξωτερικής πολιτικής γενικότερα από τη Βουλή. Επιπλέον, ενώ η όλη διαχείριση εποπτευόταν από τη νομική συμβουλευτική ομάδα υπό τον εκάστοτε Γενικό Εισαγγελέα, ώστε να διατηρείται η νομιμότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αυτό χαρακτηρίστηκε ως πολιτικό πραξικόπημα, καθώς η εξωτερική πολιτική αποτελεί αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας.

Ωστόσο, το ψήφισμα δεν συγκέντρωσε τα 2/3 της Βουλής και τελικώς κατέπεσε, μετά από προσφυγή της κυβέρνησης στο Ανώτατο Δικαστήριο και τις βουλευτικές εκλογές του 1985, όπου πρόεδρος της Βουλής αναδείχθηκε ο Βάσος Λυσσαρίδης, καθώς η Ε.Δ.Ε.Κ. ήταν επίσης αντιομοσπονδιακό κόμμα.

Στις προεδρικές εκλογές του 1988, ο Σπύρος Κυπριανού ήρθε τρίτος και έμεινε εκτός δευτέρου γύρου.

Το 1956, ο Σπύρος Κυπριανού παντρεύτηκε τη Μιμή Παπαθεοκλήτου, την οποία γνώρισε στο Λονδίνο, όπου εκείνη σπούδαζε Αγγλική Φιλολογία, και στην οποία ήταν μέχρι απολύτως αφοσιωμένος. Η Μιμή Κυπριανού, καταγόμενη από τη Βέροια της Ελλάδας, υπήρξε μια διακριτική αλλά ουσιαστική παρουσία στο πλευρό του, γνωστή για την απλότητά της και το φιλανθρωπικό της έργο. Το ζευγάρι απέκτησε δύο γιους, τον Αχιλλέα και τον Μάρκο. Ο Μάρκος Κυπριανού ακολούθησε πολιτική πορεία, διατελώντας Υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου και Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πέθανε στις 12 Μαρτίου 2002. Κηδεύτηκε στην Λεμεσό.

Ο Σπύρος Κυπριανού είχε δεχθεί έντονη κριτική από την τότε αντιπολίτευση αναφορικά με διάφορα γεγονότα τα οποία είχαν συμβεί, όπως η απαγωγή του γιου του Αχιλλέα, αλλά και οι τρομοκρατικές απειλές της ομάδας του «Κάπτεν Νέμο», η οποία απειλούσε να προβεί σε επίθεση με χημικά.[6]

Επίσης, είχε κατηγορηθεί ότι επέβαλε σε αρκετές περιπτώσεις μια κομματική ευνοιοκρατία στον Κρατικό Μηχανισμό και τη Δημόσια Υπηρεσία, προωθώντας άτομα που προσκείντο στο ΔΗ.ΚΟ.

Τέλος, είχε ενοχοποιηθεί για την αυστηρή στάση που τήρησε στο Κυπριακό ζήτημα, στην αντίρρησή του για άμεσες διαπραγματεύσεις και για την απόρριψη διαφόρων σχεδίων φερόμενης λύσης, όπως το Αγγλοαμερικανοκαναδικό Σχέδιο και οι Δείκτες Κουεγιάρ, στη βάση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.

Ωστόσο, οι κατηγορίες για τα διάφορα περιστατικά, όσο ασυνήθιστα κι αν ήταν, δεν ίσχυαν.

Απαγωγή Αχιλλέα Κυπριανού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον «Κλάδο ελαίας» οι συμμετέχοντες στο Πραξικόπημα και στελέχη της ΕΟΚΑ Β΄ δεν διώχθηκαν, ώστε να αποφευχθούν νέες τρομοκρατικές ενέργειες καθώς αν και η κεντρική ηγεσία της ΕΟΚΑ Β΄ ατόνησε, να αφοπλιστούν σταδιακά κατόπιν διαπραγματεύσεων. Αν και αυτό σιγά-σιγά επετεύχθη, το 1977, κατόπιν και πολίτικων σκοπιμοτήτων εις ένδειξη καλής θέλησης για την εμπλοκή των Η.Π.Α στις διαπραγμάτευσης για το Κυπριακό Πρόβλημα, άρχισε νέα ερευνά για την δολοφονία του Αμερικανού Πρέσβη Ρότζερ Ντέιβις στις 19 Αυγούστου 1974. Βάση νέων στοιχείων, μεταξύ αυτού και οπτικοακουστικού υλικού από το ABC, φάνηκαν να οπλοφορούν στον χώρο της Αμερικάνικης Πρεσβείας ο Νεοπτόλεμος Λεφτής και ο Γιάννης Κτηματίας. Η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο τον Μάρτιο του 1977, με την κατηγορία της δολοφονίας του Αμερικανού πρέσβη. Πριν αρχίσει η δίκη η Νομική υπηρεσία τροποποίησε το κατηγορητήριο από φόνο σε παράνομη μεταφορά οπλισμού και οχλαγωγία. Το αιτιολογικό ήταν πως με τη μαρτυρία που υπήρχε η κατηγορία για φόνο μπορούσε να πέσει στο δικαστήριο. Η αλλαγή των κατηγοριών απογοήτευσε την αμερικανική πλευρά, όμως η βαριά ποινή που επέβαλε τελικά το δικαστήριο στο Νεοπτόλεμο Λεφτή πέντε χρόνια, και στον Γιάννη Κτηματία επτά χρόνια. Αυτό ικανοποίησε την αμερικανική πλευρά.

Λόγω της ανάμειξης των συγκεκριμένων στην ΕΟΚΑ Β΄, κατόπιν προτροπής της Νομικής Υπηρεσίας, στις 13 Ιανουαρίου 1977 συνελήφθη ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο τελευταίος αρχηγός της ΕΟΚΑ Β΄ μετά τον θάνατο του στρατηγού Γρίβα. Στη δίκη, η οποία ξεκίνησε στις 24 Ιουνίου 1977, κατηγορήθηκε τόσο για τη συμμετοχή του στην ΕΟΚΑ Β΄ όσο και για το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, με τον τύπο να την αποκαλεί «Δίκη του Πραξικοπήματος». Στις 10 Αυγούστου 1977, μία εβδομάδα μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την ανάληψη της προεδρίας από τον Σπύρο Κυπριανού, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος καταδικάστηκε σε 80 χρόνια φυλάκισης. Βάσει αυτής της δίκης, δημιουργήθηκε νομικό προηγούμενο για τους συμμετέχοντες στο πραξικόπημα και την ΕΟΚΑ Β΄.[6]

Η υπόθεση εφεσιβλήθηκε όμως η έφεση απορρίφθηκε τον Οκτώβριο του 1977, μετά τον θάνατο του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου οπού είχε ήδη αναλάβει την προεδρία ο Σπύρος Κυπριανού. Βάση της Κυπριακής νομοθεσίας, ο μονός τρόπος μείωσης της ποινής ενός κατηγορουμένου, είναι να λάβει προεδρική χάρη.

Έτσι προέκυψε η απαγωγή του Αχιλλέα Κυπριανού, από πρώην μέλη της ΕΟΚΑ Β΄, τα οποία απάγοντας τον γιο του τότε Προέδρου Σπύρου Κυπριανού ευελπιστούσαν να τον εκβιάσουν στο να δώσει χάρη γενικά όσα μέλη της ΕΟΚΑ Β΄ είχαν καταδικαστεί, εννοώντας ιδικά τους άρτι καταδικασθέντες Λευτέρη Παπαδόπουλο, Νεοπτόλεμο Λεφτή και Γιάννη Κτηματία. Εκ των υστέρων οι απαγωγείς τον παρέδωσαν τον Αχιλλέα Κυπριανού, αλλά στην συνέχεια συνελήφθησαν οι Βάσος Παυλίδης, Ανδρέας Χριστοφή Ροδοθέου και ο Μενέλαος Αθηνής.

Λόγω της απαγωγής, αλλά και της μη ευνοϊκής πολιτικής κατάστασης που επικρατούσε τότε για τη δεξιά παράταξη, ο Γλαύκος Κληρίδης απέσυρε την υποψηφιότητά του για τις εκλογές του 1978.

Όσο για το περιστατικό με τον «Κάπτεν Νέμο», η απειλή αυτή κινητοποίησε τις αρχές, οι οποίες σε συνεργασία με τη Σκότλαντ Γιαρντ διεξήγαγαν έρευνες για έξι εβδομάδες υπό την κωδική ονομασία «ΝΤΡΙΦΤΕΡ». Ο ένοχος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση στις φυλακές του Γουόρμγουντ Σκραμπς. Αν και δεν είχε τα όπλα τα οποία επικαλείτο, ο μουσουλμάνος ένοχος σχεδίασε το όλο σχέδιο καθώς θεωρούσε την Κύπρο φιλοδυτικό κράτος.

Αναφορικά με τον κομματικό συγκεντρωτισμό, ήταν ένα φαινόμενο που υπήρξε σε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις από συνεργάτες του, χωρίς ο ίδιος να έχει κάποια άμεση εμπλοκή. Ωστόσο, αυτό χρησιμοποιείτο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως πρόφαση για μποϊκοτάρισμα της κρατικής μηχανής, αρνούμενα να ψηφίσουν τον προϋπολογισμό και με τις συντεχνίες τους να εκβιάζουν καταστάσεις, όπως ήταν η απαίτηση παραίτησης από τον ΔΗ.ΣΥ της τότε ηγεσίας της αστυνομίας, που τελικώς οδήγησε στην παραίτηση του τότε αρχηγού Σάββα Αντωνίου.

Δυστυχώς, αυτό το φαινόμενο είχε παρατηρηθεί και σε επόμενες κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων του ΔΗ.ΣΥ και του Α.Κ.Ε.Λ.

Αναφορικά με το Κυπριακό Πρόβλημα, ο Σπύρος Κυπριανού ήταν ο πιο Αντιομοσπονδιακός πρόεδρος, ακόμα και από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Θεωρούσε, και επιβεβαιώθηκε, πως ο δικοινοτικός διάλογος θα έδινε de facto νομιμοποίηση στην Τουρκική πλευρά, που συνέχιζε την παράνομη κατοχή.

Σύμφωνα με τα γραπτά της Φανούλας Αργύρου, ιστορικής ερευνήτριας ειδικευμένης στο Κυπριακό, ο Σπύρος Κυπριανού υιοθέτησε μια σταθερή και πατριωτική προσέγγιση, επιδιώκοντας την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων, καθώς και την κατάργηση των εγγυήσεων, πριν από οποιαδήποτε συμφωνία για το εδαφικό και το συνταγματικό καθεστώς της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ενιαία βάση.

Αντιτάχθηκε σε προτάσεις που θεωρούσε ότι θα υπονόμευαν την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς όλες προωθούσαν λύση στα πλαίσια Δ.Δ.Ο, η οποία θεωρείτο ως διχοτομική.

Επισημαίνεται επίσης ότι ο Κυπριανού υποστήριζε την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και το ΝΑΤΟ, προσπάθειες που ξεκίνησε μεταξύ των ετών 1983-1986. Θεωρούσε ότι αυτές οι ενέργειες θα ενίσχυαν την ασφάλεια και την ενότητα της χώρας, αφαιρώντας την ανάγκη για εξωτερικές εγγυήσεις.

Αρνείτο την αποδοχή οποιασδήποτε ομοσπονδιακής διαπραγμάτευσης και καταδίκαζε ευθέως τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Τελικώς, η βρετανο-τουρκική πρόταση για τη Δ.Δ.Ο έγινε αποδεκτή ως λύση στο Κυπριακό από τον επόμενο πρόεδρο Γιώργο Βασιλείου το 1989, ο οποίος την επισημοποίησε και ως βάση λύσης με το ψήφισμα 649/1990 του Ο.Η.Ε.

Για τον λόγο αυτό είχε έρθει σε έντονη αντιπαράθεση με τα δύο μεγάλα κόμματα, ΔΗ.ΣΥ και Α.Κ.Ε.Λ, σε ένα εκρηκτικό εσωτερικό κλίμα. Είναι γεγωνός πως ήταν ο Πρόεδρος που υπέστη την εντονότερη αντιπολίτευση.

Στην προεδρία του επετεύχθη μια τρομερή αναβάθμιση τόσο της οικονομίας μετά την Εισβολή, όσο και ο εκσυγχρονισμός που πέτυχε στο οδικό δίκτυο, την παραγωγή, τον αγροτικό τομέα μέσω φραγμάτων και αναδασμών, παραμένοντας πιστός στη διαχρονικότητα των θεσμών.

Αξιέπαινη ήταν και η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την πλήρη αναβάθμιση της Εθνικής Φρουράς, από τον ατομικό εξοπλισμό μέχρι και στα σύγχρονα βαρέα όπλα. Αρχικά μέσω της προμήθειας αντιαεροπορικών, του βαρέος πυροβολικού από τη Γιουγκοσλαβία και των αρμάτων Cascavel από τη Βραζιλία, τη διετία 1980-1982, όταν δεχόταν πολεμικές απειλές από την Τουρκία. Ωστόσο, η Κυπριακή πλευρά δεν υποχώρησε, ενώ μετά την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα και την εξαγγελία του Casus belli για την Κύπρο, οι απειλές μετριάστηκαν, χωρίς όμως να σταματήσουν.

Υπήρξε έκτοτε ενίσχυση από την ΕΛ.Β.Ο., αλλά ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη Κυπρο-Γαλλική συμφωνία, στην οποία διαμεσολάβησε ο Ανδρέας Παπανδρέου στον σοσιαλιστή πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν, όπου μεταξύ 1984-1987 η Κύπρος προμηθεύτηκε από: παράκτιο πυροβολικό, Α/Α Mistral, Α/Τ Milan, οχήματα VAP, άρματα AMX-30 B2 και ελικόπτερα Gazelle. Επί των ημερών του επετεύχθη το μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα της Εθνικής Φρουράς, και συγκριτικά με του υπολοίπους πρόεδρους και σε επίπεδο ισχύος, με τις Η.Π.Α. το 1987 να κάνουν λόγο για ισοζύγιο δυνάμεων υπέρ της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως αφορμή την επιβολή εμπάργκο όπλων.

  1. 1,0 1,1 BOE-A-1987-16095.
  2. www.prazskyhradarchiv.cz/file/edee/vyznamenani/cs_rbl.pdf.
  3. Κυπριανού, Σπύρος (2024). Τσαλάκος, Γιώργος Κ., επιμ. Στην μάχη της Ιστορίας, όπως την έζησα. Α΄ 1932-1959. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. σελ. 51-53. 
  4. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος
  5. 5,0 5,1 Βαγενάκης, Γεώργιος. Ανίχνευση μεταλλάξεων στο γονίδιο KAL, στο γονίδιο της GnRH, στο γονίδιο του υποκινητή της GnRH και στο γονίδιο του υποδοχέα της GnRH σε ασθενείς με ανεπάρκεια GnRH. National Documentation Centre (EKT). https://doi.org/10.12681/eadd/25847. 
  6. 6,0 6,1 Πατεράκης, Στυλιανός. Ιδεολογικό υπόβαθρο στην περιοδολόγηση της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. National Documentation Centre (EKT). https://doi.org/10.12681/eadd/53892. 
  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.36ος, σελ.375-376.
  • Εφημερίδα "Σημερινή" φ.28-11-1983
  • Εφημερίδα "Αλήθεια" φ.21-12-1984 και φ.24-1-1985
  • Πολύβιος Πολυβίου "Το Κυπριακό πρόβλημα - Παραλογισμοί και προβληματισμοί" Εκδ. Καστανιώτη - Αθήνα 2010
Πολιτικά αξιώματα
Προκάτοχος
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ΄
Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας
3 Σεπτεμβρίου 1977 - 28 Φεβρουαρίου 1988
Διάδοχος
Γιώργος Βασιλείου
Προκάτοχος
Τάσσος Παπαδόπουλος
Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων
20 Σεπτεμβρίου 1976 - 3 Αυγούστου 1977
Διάδοχος
Αλέκος Μιχαηλίδης
Προκάτοχος
Αλέξης Γαλανός
Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων
6 Ιουνίου 1996 - 6 Ιουνίου 2001
Διάδοχος
Δημήτρης Χριστόφιας
Προκάτοχος
-
Υπουργός Εξωτερικών
16 Αυγούστου 1960 - 6 Μαΐου 1972
Διάδοχος
Ιωάννης Χριστοφίδης
Προκάτοχος
-
Υπουργός Δικαιοσύνης
16 Αυγούστου 1960 - 20 Αυγούστου 1960
Διάδοχος
Στέλλα Σουλιώτη
Κομματικά πολιτικά αξιώματα
Προκάτοχος
-
Πρόεδρος ΔΗΚΟ
12 Μαΐου 1976 – 6 Οκτωβρίου 2000
Διάδοχος
Τάσσος Παπαδόπουλος