Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πολιτική φιλοσοφία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Πολιτική φιλοσοφία ή πολιτική θεωρία είναι η φιλοσοφική μελέτη της διακυβέρνησης, η οποία εξετάζει ερωτήματα σχετικά με τη φύση, το πεδίο εφαρμογής και τη νομιμότητα των δημόσιων φορέων και θεσμών και τις μεταξύ τους σχέσεις. Τα θέματά της είναι η πολιτική, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ιδιοκτησία, τα δικαιώματα, το δίκαιο και η επιβολή των νόμων από την εξουσία: τι είναι, εάν χρειάζονται, τι κάνει μια κυβέρνηση νόμιμη, ποια δικαιώματα και ελευθερίες πρέπει να προστατεύει, ποια μορφή πρέπει να έχει, τι είναι νόμος και ποια καθήκοντα έχουν οι πολίτες σε μια νόμιμη κυβέρνηση, και πότε αυτή μπορεί να ανατραπεί νόμιμα, αν αυτό είναι δυνατό.

Η πολιτική θεωρία εμπεριέχει επίσης ευρύτερα ερωτήματα, όπως η πολιτική φύση φαινομένων και καθώς και η ταυτότητα, ο πολιτισμός, η σεξουαλικότητα, η φυλή, πλούτος, οι σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον του, η ηθική, η θρησκεία και άλλα.

Η πολιτική επιστήμη, η επιστημονική μελέτη της πολιτικήςείναι συνυφασμένη με την πολιτική φιλοσοφία.[1]

Η πολιτική φιλοσοφία είναι κλάδος της φιλοσοφίας[2], αλλά έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και στην πολιτική επιστήμη, εντός της οποίας έχει δοθεί ιστορικά μεγάλη σημασία τόσο στην ιστορία της πολιτικής σκέψης όσο και στη σύγχρονη πολιτική θεωρία.

Στο Oxford Handbook of Political Theory (2009), το πεδίο περιγράφεται ως: «ένα διεπιστημονικό εγχείρημα του οποίου το κέντρο βάρους βρίσκεται στην πλερυά των ανθρωπιστικών επιστημών...».[3]

Αρχαίες παραδόσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ινδική πολιτική φιλοσοφία στην αρχαιότητα έκανε σαφή διάκριση μεταξύ (1) έθνους και κράτους (2) θρησκείας και κράτους. Τα συντάγματα των κρατών της Ινδίας εξελίχθηκαν με την πάροδο του χρόνου και βασίστηκαν σε πολιτικές και νομικές πραγματείες και σε επικρατούντες κοινωνικούς θεσμούς. Οι θεσμοί του κράτους χωρίστηκαν σε γενικές γραμμές σε διακυβέρνηση, διπλωματία, διοίκηση, άμυνα, νόμο και τάξη. Το Μαντράνγκα, το κύριο διοικητικό όργανο αυτών των πολιτειών, αποτελούνταν από τον βασιλιά, τον πρωθυπουργό, τον αρχηγό του στρατού και τον αρχιερέα. Ο πρωθυπουργός ήταν επικεφαλής της επιτροπής των υπουργών και επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας (μάχα αμάτια).

Ο Τσανάκια ήταν Ινδός πολιτικός φιλόσοφος του 4ου αιώνα π.Χ. Το Αρθασάστρα αναφέρεται στην επιστήμη της πολιτικής για έναν σοφό ηγεμόνα, σε πολιτικές για τις εξωτερικές υποθέσεις και τους πολέμους, στο σύστημα ενός κατασκοπευτικού κράτους, στην επιτήρηση και την οικονομική σταθερότητα του κράτους.[4] Ο Τσανάκια αναφέρει αρκετές αρχές και περιγράφει τον εαυτό του ως απόγονο μιας γενιάς πολιτικών φιλοσόφων, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του.[5] Μια άλλη σημαντική ινδική πραγματεία για την πολιτική φιλοσοφία είναι η Σούκρα Νέετι.[6][7] Ένα παράδειγμα νομικού κώδικα στην αρχαία Ινδία είναι οι Μανούσμρτι ή Νόμοι του Μανού.[8]

Πορτρέτο του Κομφούκιου, π. 1770

Η κινεζική πολιτική φιλοσοφία χρονολογείται από την περίοδο της Άνοιξης και του Φθινοπώρου, και συγκεκριμένα με τον Κομφούκιο τον 6ο αιώνα π.Χ. Η κινεζική πολιτική φιλοσοφία αναπτύχθηκε ως απάντηση στην κοινωνική και πολιτική κατάρρευση της χώρας που χαρακτηρίζει την περίοδο της Άνοιξης και του Φθινοπώρου και την περίοδο των εμπόλεμων κρατών. Οι κύριες σχολές της περιόδου, ο Κομφουκιανισμός, ο Νομικισμός, ο Μοχισμός, ο Αγραριανισμός και ο Ταοϊσμός, είχαν η καθεμία μια πολιτική πτυχή στη φιλοσοφία τους. Φιλόσοφοι όπως Κομφούκιος, Μέγκιος και ο Μόζι εστίασαν στην πολιτική ενότητα και την πολιτική σταθερότητα ως βάση των πολιτικών τους φιλοσοφιών. Ο Κομφουκιανισμός υποστήριζε μια ιεραρχική, αξιοκρατική κυβέρνηση βασισμένη στην ενσυναίσθηση, την πίστη και τις διαπροσωπικές σχέσεις. Ο Νομικισμός υποστήριζε μια άκρως αυταρχική κυβέρνηση. Ο Μοχισμός υποστήριζε μια κοινοτική, αποκεντρωμένη κυβέρνηση με επίκεντρο τη λιτότητα και τον ασκητισμό. Ο Αγραριανισμός υποστήριζε μια συνειδητή κοινότητα αγροτών και την ισότητα.[9] Ο Ταοϊσμός υποστήριζε έναν πρωτοαναρχισμό. Ο Νομικισμός ήταν η κυρίαρχη πολιτική φιλοσοφία της δυναστείας Τσιν, αλλά αντικαταστάθηκε από τον Κρατικό Κομφουκιανισμό κατά τη δυναστεία Χαν. Το κάθε σύστημα είχε θρησκευτικές ή μυθικές πτυχές που επηρέαζαν το πώς έβλεπε τη δικαιοσύνη στη διακυβέρνηση.

Πριν από την υιοθέτηση του κομμουνισμού στην Κίνα, ο Κρατικός Κομφουκιανισμός παρέμεινε η κυρίαρχη πολιτική φιλοσοφία της χώρας μέχρι τον 20ό αιώνα.[10]

Η δυτική πολιτική φιλοσοφία πηγάζει από τη φιλοσοφία της αρχαίας Ελλάδας, όπου η πολιτική φιλοσοφία χρονολογείται τουλάχιστον από την εποχή του Πλάτωνα.[11] Στην αρχαία Ελλάδα κυριαρχούσαν πόλεις-κράτη, που πειραματίστηκαν με διάφορες μορφές πολιτικής οργάνωσης. Ο Πλάτων ομαδοποίησε τις μορφές διακυβέρνησης σε πέντε κατηγορίες με φθίνουσα σειρά σταθερότητας και ηθικής: πολιτεία, τιμοκρατία, ολιγαρχία, δημοκρατία και τυραννία. Ένα από τα πρώτα, εξαιρετικά σημαντικά, κλασικά έργα πολιτικής φιλοσοφίας είναι Πολιτεία του Πλάτωνα,[11] την οποία διαδέχθηκαν τα Ηθικά Νικομάχεια και τα Πολιτικά του Αριστοτέλη.[12] Η ρωμαϊκή πολιτική φιλοσοφία επηρεάστηκε από τους Στωικούς και τον Ρωμαίο πολιτικό Κικέρωνα.[13]

Μεσαιωνικός Χριστιανισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώιμη χριστιανική φιλοσοφία του Αυγουστίνου Ιππώνος επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Πλάτωνα. Μια βασική αλλαγή που επέφερε η χριστιανική σκέψη ήταν ο μετριασμός του Στωικισμού και της θεωρίας της δικαιοσύνης του ρωμαϊκού κόσμου, καθώς και η έμφαση στον ρόλο του κράτους και στην εφαρμογή του ελέους ως ηθικού παραδείγματος. Ο Αυγουστίνος διακήρυξε επίσης ότι κάποιος δεν ήταν πολίτης της πόλης του, αλλά ήταν πολίτης είτε της Πολιτεία του Θεού (Civitas Dei) είτε της Επίγειας Πολιτείας (Civitas Terrena). Η πολιτεία του Θεού του Αυγουστίνου είναι ένα επιδραστικό έργο αυτής της περιόδου που έπληξε τη θέση πολλών Ρωμαίων Χριστιανών ότι η χριστιανική άποψη μπορούσε να πραγματοποιηθεί επί Γης.[14]

Ο Θωμάς Ακινάτης ασχολήθηκε σχολαστικά με τα είδη της φιλοσοφίας του δικαίου. Σύμφωνα με τον Ακινάτη, υπάρχουν τέσσερα είδη νόμων:

  1. Αιώνιος νόμος («η θεϊκή κυβέρνηση σε όλα»)
  2. Θεϊκός θετός νόμος (που έχει «τεθεί» από τον Θεό· έξω από την ανθρώπινη φύση)
  3. Φυσικός νόμος (ο σωστός τρόπος ζωής που μπορεί να ανακαλυφθεί από τη φυσική λογική, μέσα στην ανθρώπινη φύση)
  4. Ανθρώπινος θετός νόμος (αυτό που κοινώς ονομάζουμε «δίκαιο»—συμπεριλαμβανομένου του άγραφος νόμου· το δίκαιο της Τέλειας Πολιτείας)

Ο Ακινάτης δεν αναφέρεται ποτέ στη φύση ούτε σε κατηγοριοποίηση του κανονικού δικαίου. Κάνει επιστημονική συζήτηση γύρω από τη θέση του κανονικού δικαίου εντός του θωμιστικού νομικού πλαισίου.

Ο Ακινάτης ήταν ένας στοχαστής με απίστευτη επιρροή στην παράδοση του Φυσικού Δικαίου.

Ισλαμική Πολιτική Εξέλιξη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μουταζιλίτες εναντίον Ασαριτών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η άνοδος του Ισλάμ, που βασίζεται τόσο στο Κοράνι όσο και στον Μωάμεθ, άλλαξε έντονα τις ισορροπίες ισχύος και τις αντιλήψεις για την προέλευση της εξουσίας στην περιοχή της Μεσογείου. Η πρώιμη ισλαμική φιλοσοφία τόνιζε έναν αδυσώπητο δεσμό μεταξύ επιστήμης και θρησκείας και τη διαδικασία του Ιζτιχάντ για την ανακάλυψη της αλήθειας —στην πραγματικότητα όλη η φιλοσοφία ήταν «πολιτική» καθώς είχε πραγματικές επιπτώσεις στη διακυβέρνηση. Αυτή η άποψη αμφισβητήθηκε από τους «ορθολογιστές» Μουταζιλίτες φιλοσόφους, οι οποίοι είχαν μια πιο ελληνική άποψη, βάζοντας τη λογική πάνω από την αποκάλυψη. Υποστηρίχθηκαν από μια κοσμική αριστοκρατία που αναζητούσε ελευθερία δράσης ανεξάρτητη από το Χαλιφάτο. Μέχρι την ύστερη αρχαία περίοδο, ωστόσο, είχε γενικά επικρατήσει η «παραδοσιακή» ασχαριτική άποψη για το Ισλάμ. Σύμφωνα με τους Ασαρίτες, η λογική πρέπει να υποτάσσεται στο Κοράνι και τη Σούνα.[15]

Η ισλαμική πολιτική φιλοσοφία, πράγματι, είχε τις ρίζες της στις ίδιες τις πηγές του Ισλάμ —δηλαδή, στο Κοράνι και τη Σούνα, τον λόγο και τα έργα του Μωάμεθ—καθιστώντας την έτσι ουσιαστικά θεοκρατική. Ωστόσο, στη δυτική σκέψη, γενικά υποτίθεται ότι ήταν μια συγκεκριμένη περιοχή που ήταν ιδιάζουσα μόνο στους μεγάλους φιλοσόφους του Ισλάμ: Αλ-Κίντι (Alkindus), Αλ-Φαράμπι (Abunaser), Αβικέννας (Avicenna) και Αβερρόης (Αβερρόης). Οι πολιτικές αντιλήψεις του Ισλάμ όπως κούντρα (εξουσία), σουλτάνος, Ούμα, υποχρέωση - ακόμα και οι «πυρήνες» όροι του Κορανίου εκλαμβάνονται ως βάση μιας ανάλυσης. Ως εκ τούτου, οι ιδέες όχι μόνο των μουσουλμάνων πολιτικών φιλοσόφων αλλά και πολλών φικχ και ουλεμάδων έθεσαν πολιτικές ιδέες και θεωρίες. Για παράδειγμα, οι ιδέες των χαριζιτών στα πρώιμα χρόνια της ισλαμικής ιστορίας σχετικά με το Χαλιφάτο και την Ούμα, ή αυτές του σιιτικού Ισλάμ για την έννοια της Ιμάμα θεωρούνται ενδείξεις πολιτικής σκέψης. Οι συγκρούσεις μεταξύ Σουνισμού και Σιισμού τον 7ο και 8ο αιώνα είχαν έναν γνήσιο πολιτικό χαρακτήρα. Ωστόσο, η πολιτική σκέψη δεν ήταν καθαρά ριζωμένη στον θεϊσμό. Ο Αριστοτελισμός άκμασε καθώς η Χρυσή Ισλαμική Εποχή είδε την άνοδο ως συνέχεια των περιπατητικών φιλοσόφων που εφάρμοσαν τις ιδέες του Αριστοτέλη στο πλαίσιο του ισλαμικού κόσμου.[16]

Άλλοι αξιόλογοι πολιτικοί φιλόσοφοι της εποχής είναι ο Νιζάμ αλ-Μουλκ, Πέρσης λόγιος και βεζίρης της αυτοκρατορίας των Σελτζούκων που έγραψε το Siyasatnama ή «Βιβλίο της Κυβέρνησης» στα αγγλικά. Σε αυτό, περιγράφει λεπτομερώς τον ρόλο του κράτους όσον αφορά τις πολιτικές υποθέσεις (δηλαδή πώς να αντιμετωπίζει τους πολιτικούς αντιπάλους χωρίς να καταστρέφει την εικόνα της κυβέρνησης), καθώς και το καθήκον του να προστατεύει τους φτωχούς και να επιβραβεύει τους άξιους. Στο άλλο έργο του, εξηγεί πώς το κράτος πρέπει να αντιμετωπίσει άλλα ζητήματα, όπως η παροχή θέσεων εργασίας σε μετανάστες όπως οι Τουρκμένιοι που έρχονταν από το βορρά (σημερινή νότια Ρωσία, το Καζακστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν).[17]

Ο Άραβας λόγιος του 14ου αιώνα Ιμπν Χαλντούν θεωρείται από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς της πολιτικής. Ο Βρετανός φιλόσοφος-ανθρωπολόγος Έρνεστ Γκέλνερ θεωρούσε τον ορισμό του Ιμπν Χαλντούν για τη διακυβέρνηση «...έναν θεσμό που αποτρέπει κάθε άλλη αδικία εκτός από αυτή που διαπράττει», τον καλύτερο στην ιστορία της πολιτικής θεωρίας. Για τον Ιμπν Ιμπν, το κράτος θα πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο, γιατί ως αναγκαίο κακό, αποτελεί περιορισμό των ανθρώπων από άλλους ανθρώπους.[18]

Μεσαιωνική Ευρώπη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεσαιωνική πολιτική φιλοσοφία στην Ευρώπη επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη χριστιανική σκέψη. Είχε πολλά κοινά με την μουταζιλιτική ισλαμική σκέψη, καθώς οι ρωμαιοκαθολικοί πίστευαν ότι η φιλοσοφία υποτάσσεται στη θεολογία δεν υποτάσσει τη λογική στην αποκάλυψη, αλλά στην πίστη όπως οι ασαρίτες του Ισλάμ. Οι σχολαστικοί, συνδυάζοντας τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη με τον Χριστιανισμό του Αυγουστίνου τόνισαν την πιθανή αρμονία που ενυπάρχει στη λογική και την αποκάλυψη.[19] Ίσως ο πιο ισχυρός πολιτικός φιλόσοφος της μεσαιωνικής Ευρώπης ήταν ο Θωμάς Ακινάτης που βοήθησε στην επανεισαγωγή των έργων του Αριστοτέλη, τα οποία είχαν μεταδοθεί στην καθολική Ευρώπη μόνο μέσω της μουσουλμανικής Ισπανίας, μαζί με τα σχόλια του Αβερρόη. Η χρήση τους από τον Ακινάτη ήταν καθοριστική, καθώς η σχολαστική πολιτική φιλοσοφία κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή σκέψη για αιώνες ακόμη και μέχρι την Αναγέννηση.[20]

Ορισμένοι μεσαιωνικοί πολιτικοί φιλόσοφοι, όπως ο Ακινάτης στο Summa Theologica, ανέπτυξαν την ιδέα ότι ένας βασιλιάς που είναι τύραννος δεν είναι καθόλου βασιλιάς και θα μπορούσε να ανατραπεί. Άλλοι, όπως ο Νικόλαος Ορέσμιος στο έργο του Livre de Politiques, αρνήθηκαν κατηγορηματικά το δικαίωμα να ανατρέπεται ένας άδικος ηγεμόνας.

Ο αγγλικός καταστατικός χάρτης Μάγκνα Κάρτα, που θεωρείται από πολλούς ο ακρογωνιαίος λίθος της αγγλοαμερικανικής πολιτικής ελευθερίας, προτείνει ρητά το δικαίωμα εξέγερσης εναντίον του ηγεμόνα για χάρη της δικαιοσύνης. Άλλα έγγραφα παρόμοια με τη Μάγκνα Κάρτα υπάροχυν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία και η Ουγγαρία.[21]

Ευρωπαϊκή Αναγέννηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, η κοσμική πολιτική φιλοσοφία άρχισε να αναδύεται μετά από περίπου έναν αιώνα θεολογικής πολιτικής σκέψης στην Ευρώπη. Ενώ ο Μεσαίωνας είδε την κοσμική πολιτική στην πράξη υπό την κυριαρχία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το ακαδημαϊκό πεδίο ήταν εξ ολοκλήρου σχολαστικό και είχε, επομένως, χριστιανικό χαρακτήρα.

Ένα από τα έργα με τη μεγαλύτερη επιρροή κατά τη διάρκεια αυτής της ακμάζουσας περιόδου ήταν Ο ηγεμόνας του Νικολό Μακιαβέλι, που γράφτηκε μεταξύ 1511-12 και δημοσιεύτηκε το 1532, μετά το θάνατό του. Αυτό το έργο, καθώς και ο Λόγος επί των δέκα πρώτων [βιβλίων] του Τίτου Λίβιου, μια ενδελεχής ανάλυση της κλασικής αρχαιότητας, επηρέασαν πολύ τη σύγχρονη πολιτική σκέψη στη Δύση. Μια μειοψηφία (συμπεριλαμβανομένου του Ζαν-Ζακ Ρουσό) ερμήνευσε τον Ηγεμόνα ως σάτιρα που προοριζόταν να δοθεί στους Μεδίκους μετά την ανακατάληψη της Φλωρεντίας και την επακόλουθη απέλαση του Μακιαβέλι από τη Φλωρεντία.[22] Αν και το έργο γράφτηκε για τον οίκο των Μεδίκων προκειμένου να τους επηρεάσει ίσως να τον επαναφέρουν από την εξορία, ο Μακιαβέλι υποστήριξε τη Δημοκρατία της Φλωρεντίας και όχι την ολιγαρχία των Μεδίκων. Ούτως ή άλλως, ο Μακιαβέλι παρουσιάζει μια πραγματιστική και κάπως συνεπειοκρατική άποψη για την πολιτική, σύμφωνα με την οποία το καλό και το κακό είναι απλώς μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός σκοπού – την απόκτηση και διατήρηση της απόλυτης εξουσίας. Ο Τόμας Χομπς, γνωστός για τη θεωρία του περί κοινωνικού συμβολαίου, επεκτείνει αυτήν την άποψη στις αρχές του 17ου αιώνα κατά την Αγγλική Αναγέννηση. Αν και ούτε ο Μακιαβέλι ούτε ο Χομπς πίστευαν στο θείο δικαίωμα των βασιλέων, και οι δύο πίστευαν στον εγγενή εγωισμό του ατόμου. Αυτή η πεποίθηση αναγκαστικά τους οδήγησε να υιοθετήσουν μια ισχυρή κεντρική εξουσία ως το μόνο μέσο αποτροπής της αποσύνθεσης της κοινωνικής τάξης.[23]

Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ελευθερία οδηγεί τον λαό (1830, Λούβρο) του Ευγένιου Ντελακρουά, φιλοτεχνήθηκε σε μια εποχή που συγκρούστηκαν βίαια οι παλιές και οι σύγχρονες πολιτικές φιλοσοφίες

Κατά την περίοδο του Διαφωτισμού, εμφανίστηκαν νέες θεωρίες σχετικά με το τι ήταν και τι είναι ο άνθρωπος, ποιος είναι ο ορισμός της πραγματικότητας και ο τρόπος που ο άνθρωπος την αντιλαμβανόταν, μαζί με την ανακάλυψη άλλων κοινωνιών στην Αμερική και τις μεταβαλλόμενες ανάγκες των πολιτικών κοινωνιών (ειδικά μετά τον αγγλικό εμφύλιο πόλεμο, την αμερικανική επανάσταση, τη γαλλική επανάσταση και την αϊτινή επανάσταση). Αυτές οι νέες θεωρίες οδήγησαν σε νέα ερωτήματα και νέες ιδέες από στοχαστές όπως οι Τόμας Χομπς, Τζον Λοκ, Μπενζαμέν Κονστάν και Ζαν-Ζακ Ρουσό.

Αυτοί οι θεωρητικοί οδηγήθηκαν από δύο βασικά ερωτήματα: πρώτον, με ποιο δικαίωμα ή με ποια ανάγκη σχηματίζουν οι άνθρωποι κράτη, και δεύτερον, ποια θα μπορούσε να είναι η καλύτερη μορφή για ένα κράτος. Αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα σηματοδοτούσαν εννοιολογική διάκριση μεταξύ των εννοιών «κράτος» και «κυβέρνηση». Αποφασίστηκε ότι το «κράτος» αναφερόταν σε ένα σύνολο διαρκών θεσμών μέσω των οποίων κατανεμόταν η εξουσία και δικαιολογούνταν η χρήση της. Ο όρος «κυβέρνηση» αναφερόταν σε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων που κατείχαν τους θεσμούς του κράτους και δημιουργούσαν τους νόμους και τα διατάγματα με τα οποία θα δεσμευόταν ο λαός αλλά και αυτοί οι ίδιοι. Αυτή η εννοιολογική διάκριση συνεχίζει να λειτουργεί στην πολιτική επιστήμη, αν και ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες, φιλόσοφοι, ιστορικοί και πολιτισμικοί ανθρωπολόγοι έχουν υποστηρίξει ότι η περισσότερη πολιτική δράση σε κάθε δεδομένη κοινωνία συμβαίνει εκτός του κράτους της και ότι υπάρχουν κοινωνίες που δεν είναι οργανωμένες σε κράτη.Χωρίς την έννοια της φυσικής τάξης, οι κοινωνικές επιστήμες δεν μπορούσαν να εξελιχθούν ανεξάρτητα από τη θεϊστική σκέψη. Από την πολιτιστική επανάσταση του 17ου αιώνα στην Αγγλία, η οποία εξαπλώθηκε στη Γαλλία και την υπόλοιπη Ευρώπη, θεωρήθηκε ότ η κοινωνία υπόκειται σε φυσικούς νόμους παρόμοιους με αυτούς του φυσικού κόσμου.[24]

Οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις επηρεάστηκαν δραστικά από αυτές τις θεωρίες, καθώς η έννοια της συντεχνίας υποτάχθηκε στη θεωρία του ελεύθερου εμπορίου και η ρωμαιοκαθολική κυριαρχία της θεολογίας αμφισβητήθηκε ολοένα και περισσότερο από προτεσταντικές εκκλησίες σε κάθε έθνος-κράτος, οι οποίες κήρυτταν τη θρησκεία στην καθομιλουμένη ή τη μητρική γλώσσα κάθε περιοχής. Το ελεύθερο εμπόριο, σε αντίθεση με αυτές τις θρησκευτικές θεωρίες, είναι μια εμπορική πολιτική που δεν περιορίζει τις εισαγωγές ή τις εξαγωγές. Μπορεί επίσης να γίνει κατανοητό ως η ιδέα της ελεύθερης αγοράς που εφαρμόζεται στο διεθνές εμπόριο. Στην κυβέρνηση, το ελεύθερο εμπόριο υποστηρίζεται κυρίως από πολιτικά κόμματα που κατέχουν φιλελεύθερες οικονομικές θέσεις, ενώ τα αριστερά και εθνικιστικά πολιτικά κόμματα υποστηρίζουν γενικά τον προστατευτισμό, δηλαδή το αντίθετο του ελεύθερου εμπορίου. Ωστόσο, ο διαφωτισμός ήταν μια καθαρή επίθεση στη θρησκεία, ιδιαίτερα στον Χριστιανισμό. Ο πιο ένθερμος κριτικός της εκκλησίας στη Γαλλία ήταν ο Βολταίρος, μια αντιπροσωπευτική μορφή του διαφωτισμού.

Οι ιστορικοί έχουν χαρακτηρίσει την περιγραφή του Βολταίρου για την ιστορία του Χριστιανισμού «προπαγανδιστική». Ο Βολταίρος ευθύνεται εν μέρει για την εσφαλμένη απόδοση της έκφρασης Credo quia absurdum στους Πατέρες της Εκκλησίας. Σε μια επιστολή προς τον Φρειδερίκο Β', βασιλιά της Πρωσίας, με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1767, έγραφε για τον Χριστιανισμό: La nôtre [θρησκεία] est sans contredit la plus ridicule, la plus παράλογο, et la plus sanguinaire qui ait jamais infecté le monde. "Η δική μας [δηλαδή, η χριστιανική θρησκεία] είναι σίγουρα η πιο γελοία, η πιο παράλογη και η πιο αιματηρή θρησκεία που έχει μολύνει ποτέ αυτόν τον κόσμο. Η Μεγαλειότητά σας θα προσφέρει στο ανθρώπινο γένος αιώνια υπηρεσία εξολοθρεύοντας αυτήν την διαβόητη δεισιδαιμονία, δεν λέω ανάμεσα στους ταραξίες, που δεν είναι άξιοι να διαφωτιστούν και που τους ταιριάζει κάθε ζυγός· λέω ανάμεσα σε έντιμους ανθρώπους, ανάμεσα σε ανθρώπους που σκέφτονται, ανάμεσα σε αυτούς που θέλουν να σκεφτούν... Για το μόνο που μετανιώνω είναι που θα πεθάνω χωρίς να μπορέσω να σας βοηθήσω σε αυτό το ευγενές εγχείρημα, το καλύτερο και το πιο αξιοσέβαστο που μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους». Μετά τον Βολταίρο, η θρησκεία δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια στη Γαλλία.[25]

Επίσης, δεν υπήρξε εξάπλωση αυτού του δόγματος εντός του Νέου Κόσμου και των προηγμένων πολιτισμών των Αζτέκων, των Μάγια, των Ίνκας, των Μοϊκανών, των Ντελαγουέρ, των Χιούρον και ιδιαίτερα των Ιροκουά. Η φιλοσοφία των Ιροκουά, ειδικότερα, έδωσε πολλά στη χριστιανική σκέψη της εποχής και ενέπνευσε ορισμένους θεσμούς που υιοθετήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες: ο Βενιαμίν Φραγκλίνος ήταν μεγάλος θαυμαστής ορισμένων μεθόδων των Ιροκουά και μεγάλο μέρος της πρώιμης αμερικανικής λογοτεχνίας έδωσε έμφαση στην πολιτική φιλοσοφία των ιθαγενών. Οι Ιροκουά είναι μια ιστορικά ισχυρή συνομοσπονδία ιθαγενών στη Βόρεια Αμερική.[26]

Ο Τζον Λοκ αναφέρθηκε ιδιαιτέρως σε ναυτή τη νέα εποχή της πολιτικής θεωρίας στο έργο του Δύο πραγματείες περί κυβερνήσεως. Σε αυτό, ο Λοκ προτείνει ένα κράτος φυσικής θεωρίας της που συμπληρώνει άμεσα την αντίληψή του για την πολιτική ανάπτυξη και πώς αυτή μπορεί να θεμελιωθεί μέσω της συμβατικής υποχρέωσης. Ο Λοκ ήθελε να αντικρούσει τη θεμελιωμένη πολιτική θεωρία του σερ Ρόμπερτ Φίλμερ υπέρ ενός συστήματος βασισμένου στη φύση σε ένα συγκεκριμένο δεδομένο σύστημα. Η θεωρία του θείου δικαιώματος των βασιλέων έγινε μια παροδική φαντασίωση, εκτεθειμένη στη γελοιοποίηση με την οποία την αντιμετώπισε ο Τζον Λοκ. Σε αντίθεση με τον Μακιαβέλι και τον Χομπς, αλλά όπως ο Ακινάτης, ο Λοκ θα αποδεχόταν την ιδέα του Αριστοτέλη ότι ο άνθρωπος επιδιώκει να είναι ευτυχισμένος σε μια κατάσταση κοινωνικής αρμονίας ως κοινωνικό ζώο. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη άποψη του Ακινάτη για τη σωτηρία της ψυχής από το προπατορικό αμάρτημα, ο Λοκ πιστεύει ότι το μυαλό του ανθρώπου έρχεται σε αυτόν τον κόσμο ως tabula rasa. Για τον Λοκ, η γνώση δεν είναι ούτε έμφυτη, δεν αποκαλύπτεται ούτε βασίζεται στην εξουσία, αλλά υπόκειται σε αβεβαιότητα που μετριάζεται από τη λογική, την ανεκτικότητα και το μέτρο. Σύμφωνα με τον Λοκ, ο απόλυτος άρχων όπως προτείνεται από τον Χομπς είναι περιττός, γιατί ο φυσικός νόμος βασίζεται στη λογική και στην αναζήτηση της ειρήνης και της επιβίωσης για τον άνθρωπο.

Το έργο του Τζον Στιούαρτ Μιλ στην πολιτική φιλοσοφία ξεκινά στο Περί ελευθερίας. Το Περί ελευθερίας είναι η πιο σημαντική δήλωση των φιλελεύθερων αρχών του. Ξεκινά ξεχωρίζοντας παλιές και νέες απειλές για την ελευθερία. Η παλιά απειλή για την ελευθερία βρίσκεται σε παραδοσιακές κοινωνίες στις οποίες κυριαρχεί ένας (μοναρχία) ή λίγοι (αριστοκρατία). Αν και κάποιος θα μπορούσε να ανησυχεί για τους περιορισμούς της ελευθερίας από καλοπροαίρετους μονάρχες ή αριστοκράτες, η παραδοσιακή ανησυχία είναι ότι όταν οι κυβερνώντες δεν δίνουν λογαριασμό έναντι των κυβερνώμενων, κυβερνούν για τα δικά τους συμφέροντα και όχι για τα συμφέροντα των κυβερνωμένων. Η ρητή θεωρία των δικαιωμάτων του Μιλ εισάγεται στο Κεφάλαιο Ε΄ του Ωφελιμισμού. Στη συνέχεια, ο Μιλ εισάγει τη δικαιοσύνη ως μέρος του καθήκοντος. Η δικαιοσύνη περιλαμβάνει καθήκοντα που είναι τέλεια—δηλαδή καθήκοντα που συσχετίζονται με δικαιώματα. Η δικαιοσύνη συνεπάγεται κάτι που δεν είναι μόνο σωστό να κάνουμε και λάθος να μην κάνουμε, αλλά το οποίο κάποιος μπορεί να διεκδικήσει από εμάς ως δικαίωμα. Αυτά τα τέλεια καθήκοντα θα δημιουργήσουν έτσι ελευθερία και συλλογική ελευθερία μέσα σε ένα κράτος. Στο Περί ελευθερίας αναφέρεται στην ισότητα των φύλων στην κοινωνία. Για τον Μιλ, ο ωφελιμισμός ήταν το τέλειο εργαλείο για να δικαιολογηθεί η ισότητα των φύλων αναφερόμενος στην πολιτική, νόμιμη και κοινωνική υποταγή των γυναικών. Όταν μια γυναίκα παντρευόταν, έμπαινε σε μια νομικά δεσμευτική κάλυψη από τον σύζυγό της, από τη στιγμή που παντρευόταν, η νόμιμη ύπαρξή της ως άτομο έμπαινε σε αναστολή βάσει της «συζυγικής ενότητας». Ενώ είναι εύκολο να υποθέσει κανείς ότι μια γυναίκα δεν θα παντρευόταν υπό αυτές τις συνθήκες, το να μένει ανύπαντρη είχε κοινωνικές συνέπειες. Μια γυναίκα θα μπορούσε να προοδεύσει κοινωνικά και οικονομικά μόνο αν είχε πλούσιο σύζυγο. Ο Μιλ χρησιμοποιεί τη ωφελιμιστική του ηθική για να δείξει πώς η ισότητα των φύλων θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί «το μεγαλύτερο καλό για τους περισσότερους»: «Η αρχή που ρυθμίζει τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων… είναι πλέον ένα από τα κύρια εμπόδια στην ανθρώπινη βελτίωση…».

Το «κύριο εμπόδιο» για τον Μιλ σχετίζεται με τη διανοητική ικανότητα των γυναικών. Στο έργο του Για την υποτέλεια των γυναικών υποστηρίζει ότι η μείωση του πνευματικού δυναμικού των γυναικών σπαταλά τις γνώσεις και τις δεξιότητες του μισού πληθυσμού. Μια τέτοια χαμένη γνώση θα μπορούσε να διατυπώσει ιδέες που ίσως μεγιστοποιούσαν την ευχαρίστηση για την κοινωνία.

Μπέντζαμιν Κονστάντ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας από τους πρώτους στοχαστές που ονομάστηκε «φιλελεύθερος», ο Κονστάντ στράφηκε στη Βρετανία και όχι στην αρχαία Ρώμη για να βρει ένα πρακτικό μοντέλο ελευθερίας σε μια μεγάλη, εμπορική κοινωνία. Έκανε μια διάκριση μεταξύ της «Ελευθερίας των Αρχαίων» και της «Ελευθερίας των Συγχρόνων». Η Ελευθερία των Αρχαίων ήταν μια συμμετοχική δημοκρατική ελευθερία, η οποία έδινε στους πολίτες το δικαίωμα να επηρεάζουν άμεσα την πολιτική μέσω συζητήσεων και ψηφοφοριών στη δημόσια συνέλευση. Προκειμένου να υποστηριχθεί αυτός ο βαθμός συμμετοχής, η ιδιότητα του πολίτη ήταν μια επαχθής ηθική υποχρέωση που απαιτούσε σημαντική επένδυση χρόνου και ενέργειας. Γενικά, αυτό απαιτούσε μια υποκοινωνία σκλάβων ου θα αναλάμβανε το μεγάλο μέρος της παραγωγικής εργασίας, αφήνοντας τους πολίτες ελεύθερους να συζητούν για τις δημόσιες υποθέσεις. Η Ελευθερία των Αρχαίων περιοριζόταν επίσης σε σχετικά μικρές και ομοιογενείς κοινωνίες, στις οποίες οι άνθρωποι μπορούσαν να συγκεντρωθούν άνετα σε ένα μέρος για να συζητούν τα κοινά.

Η Ελευθερία των Συγχρόνων, αντίθετα, βασίστηκε στην κατοχή των πολιτικών ελευθεριών, στο κράτους δικαίου και στην ελευθερία από την υπερβολική κρατική παρέμβαση. Η άμεση συμμετοχή θα ήταν περιορισμένη: απαραίτητη συνέπεια του μεγέθους των σύγχρονων κρατών, αλλά και αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δημιουργίας μιας εμπορικής κοινωνίας στην οποία δεν υπάρχουν σκλάβοι, αλλά σχεδόν όλοι πρέπει να κερδίζουν τα προς το ζην μέσω της εργασίας. Αντίθετα, οι ψηφοφόροι θα εξέλεγαν αντιπροσώπους, οι οποίοι θα συζητούσαν στη Βουλή για λογαριασμό του λαού και θα έσωζαν τους πολίτες από την αναγκαιότητα της καθημερινής πολιτικής ανάμειξης.

Επιπλέον, ο Κονστάντ πίστευε ότι, στον σύγχρονο κόσμο, το εμπόριο ήταν ανώτερο από τον πόλεμο. Επιτέθηκε στην πολεμική τάση του Ναπολέοντα, με το σκεπτικό ότι ήταν ανελεύθερη και δεν ταίριαζε πλέον στη σύγχρονη εμπορική κοινωνική οργάνωση. Η Ελευθερία των Αρχαίων ήταν πολεμική, ενώ ένα κράτος οργανωμένο πάνω στις αρχές της Ελευθερίας των Συγχρόνων θα είχε ειρήνη με όλα τα ειρηνικά έθνη.

Το κύριο πρακτικό συμπέρασμα της πολιτικής θεωρίας του Χομπς είναι ότι το κράτος ή η κοινωνία δεν μπορούν να είναι ασφαλή αν δεν είναι στη διάθεση ενός απόλυτου άρχοντα. Από αυτό προκύπτει η άποψη ότι κανένα άτομο δεν μπορεί να έχει δικαιώματα ιδιοκτησίας έναντι του άρχοντα και ότι ο άρχοντας μπορεί επομένως να πάρει τα αγαθά των υπηκόων του χωρίς τη συγκατάθεσή τους.

Στο έργο του Λεβιάθαν, ο Χομπς εξέθεσε το δόγμα του για την ίδρυση κρατών και νόμιμων κυβερνήσεων και τη δημιουργία μιας αντικειμενικής επιστήμης της ηθικής. Μεγάλο μέρος του βιβλίου ασχολείται με την απόδειξη της αναγκαιότητας μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας για την αποφυγή του κακού της διχόνοιας και του εμφυλίου πολέμου.

Ξεκινώντας από μια μηχανιστική κατανόηση των ανθρώπινων όντων και των παθών τους, ο Χομπς υποθέτει πώς θα ήταν η ζωή χωρίς κυβέρνηση, μια κατάσταση που ονομάζει κατάσταση της φύσης. Σε αυτή την κατάσταση, κάθε άτομο θα είχε δικαίωμα ή άδεια για τα πάντα στον κόσμο. Αυτό, υποστηρίζει ο Χομπς, θα οδηγούσε σε «πόλεμο όλων εναντίον όλων».

Το κοινωνικό συμβόλαιο σκιαγραφεί τη βάση για μια νόμιμη πολιτική τάξη μέσα σε ένα πλαίσιο κλασικού ρεπουμπλικανισμού. Δημοσιεύτηκε το 1762 και έγινε ένα από τα πιο σημαντικά έργα πολιτικής φιλοσοφίας στη δυτική παράδοση. Ανέπτυξε μερικές από τις ιδέες που αναφέρθηκαν σε προηγούμενη εργασία, το άρθρο Λόγος περί πολιτικής οικονομίας, που δημοσιεύτηκε στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό. Η πραγματεία ξεκινά με τις δραματικές εναρκτήριες γραμμές "Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος και είναι παντού αλυσοδεμένος. Όσοι νομίζουν ότι είναι κύριοι των άλλων είναι πράγματι μεγαλύτεροι σκλάβοι από αυτούς".

Ο Ρουσό ισχυρίστηκε ότι η κατάσταση της φύσης ήταν μια πρωτόγονη κατάσταση χωρίς νόμο ή ηθική, την οποία τα ανθρώπινα όντα άφηναν για τα οφέλη και την αναγκαιότητα της συνεργασίας. Καθώς η κοινωνία αναπτύχθηκε, ο καταμερισμός της εργασίας και η ιδιωτική ιδιοκτησία απαιτούσε από την ανθρώπινη φυλή να υιοθετήσει θεσμούς δικαίου. Στην εκφυλισμένη φάση της κοινωνίας, ο άνθρωπος είναι επιρρεπής να βρίσκεται σε συχνό ανταγωνισμό με τους συνανθρώπους του, ενώ παράλληλα εξαρτάται όλο και περισσότερο από αυτούς. Αυτή η διπλή πίεση απειλεί τόσο την επιβίωση όσο και την ελευθερία του.

Εκβιομηχάνιση και σύγχρονη εποχή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μαρξιστική κριτική του καπιταλισμού - που αναπτύχθηκε με τον Φρίντριχ Ένγκελς - ήταν, μαζί με τον φιλελευθερισμό και τον φασισμό, ένα από τα καθοριστικά ιδεολογικά κινήματα του εικοστού αιώνα. Η βιομηχανική επανάσταση προκάλεσε παράλληλη επανάσταση στην πολιτική σκέψη. Η αστικοποίηση και καπιταλισμός αναδιαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία. Την ίδια περίοδο άρχισε να σχηματίζεται το σοσιαλιστικό κίνημα . Στα μέσα του 19ου αιώνα, αναπτύχθηκε ο μαρξισμός και ο σοσιαλισμός γενικά κέρδιζε αυξανόμενη λαϊκή υποστήριξη, κυρίως από στην εργατική τάξη των πόλεων. Χωρίς να ξεφεύγει εντελώς από το παρελθόν, ο Καρλ Μαρξ καθιέρωσε αρχές που θα χρησιμοποιούσαν οι μελλοντικοί επαναστάτες του 20ού αιώνα, δηλαδή ο Βλαντίμιρ Λένιν, ο Μάο Τσετούνγκ, ο Χο Τσι Μιν και ο Φιντέλ Κάστρο. Αν και η φιλοσοφία της ιστορίας του Χέγκελ είναι παρόμοια με εκείνη του Ιμμάνουελ Καντ και η θεωρία του Καρλ Μαρξ για την επανάσταση προς το κοινό καλό επίσης βασίζεται εν μέρει στην άποψη του Καντ για την ιστορία - ο Μαρξ δήλωσε ότι διόρθωσε τη διαλεκτική του Χέγκελ.[27] Σε αντίθεση με τον Μαρξ που πίστευε στον ιστορικό υλισμό, ο Χέγκελ πίστευε στη Φαινομενολογία του πνεύματος.[28] Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο σοσιαλισμός και τα συνδικάτα ήταν καθιερωμένα μέλη του πολιτικού τοπίου. Επιπλέον, οι διάφοροι κλάδοι του αναρχισμού, με στοχαστές όπως ο Μιχαήλ Μπακούνιν, ο Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν και ο Πιοτρ Κροπότκιν, καθώς και ο συνδικαλισμός κέρδισαν επίσης κάποια προβολή. Στον αγγλοαμερικανικό κόσμο, ο αντιιμπεριαλισμός και ο πλουραλισμός άρχισαν να κερδίζουν έδαφος στις αρχές του 20ού αιώνα.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αοτέλεσε ορόσημο στην ανθρώπινη ιστορία, αλλάζοντας τις απόψεις για τις κυβερνήσεις και την πολιτική. Η Ρωσική Επανάσταση του 1917 (και παρόμοιες, αν και λιγότερο επιτυχημένες, επαναστάσεις σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες) έφεραν τον κομμουνισμό —και ιδιαίτερα την πολιτική θεωρία του λενινισμού, αλλά και σε μικρότερο επίπεδο του λουξεμπουργκισμού (σταδιακά)— στην παγκόσμια σκηνή. Ταυτόχρονα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κέρδιζαν τις εκλογές και σχημάτιζαν κυβερνήσεις για πρώτη φορά, συχνά ως αποτέλεσμα της καθιέρωσης της καθολικής ψηφοφορίας.[29]

Πολιτικό φάσμα

Σε μια έκθεση του περιοδικού American Political Science Review του 1956 που συντάχθηκε από τον Χάρι Έκσταϊν, η πολιτική φιλοσοφία ως επιστήμη είχε χρησιμότητα με δύο τρόπους:

η χρησιμότητα της πολιτικής φιλοσοφίας βρίσκεται είτε στην εγγενή ικανότητα των καλύτερων της πολιτικής σκέψης του παρελθόντος να ακονίζουν τα πνεύματα των σύγχρονων πολιτικών στοχαστών, όπως κάθε δύσκολη πνευματική άσκηση οξύνει το μυαλό και βαθαίνει τη φαντασία, είτε στην ικανότητα της πολιτικής φιλοσοφίας να χρησιμεύσει ως συσκευή εξοικονόμησης σκέψης παρέχοντας στον πολιτικό επιστήμονα μια πλούσια πηγή εννοιών, μοντέλων, γνώσεων, θεωριών και μεθόδων.[30]

Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 1971, όταν ο Τζον Ρολς δημοσίευσε τη Θεωρία της δικαιοσύνης, η πολιτική φιλοσοφία παρακμάζει στον αγγλοαμερικανικό ακαδημαϊκό κόσμο, καθώς οι αναλυτικοί φιλόσοφοι εξέφρασαν σκεπτικισμό σχετικά με την πιθανότητα οι κανονιστικές κρίσεις να έχουν γνωστικό περιεχόμενο και η πολιτική επιστήμη να στρέφεται προς τις στατιστικές μεθόδους και τον συμπεριφορισμό. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, από την άλλη πλευρά, οι μεταπολεμικές δεκαετίες είδαν μια τεράστια άνθηση της πολιτικής φιλοσοφίας, με τον μαρξισμό να κυριαρχεί στο πεδίο. Αυτή ήταν η εποχή του Ζαν-Πολ Σαρτρ και του Λουί Αλτουσέρ. Η νίκη του Μάο Τσετούνγκ στην Κίνα και του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα καθώς και τα γεγονότα του Μάη του '68 οδήγησαν σε αυξημένο ενδιαφέρον για την επαναστατική ιδεολογία, ειδικά από τη Νέα Αριστερά. Ορισμένοι μετανάστες της ηπειρωτικής Ευρώπης στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες - μεταξύ των οποίων οι Καρλ Πόπερ, Φρίντριχ Χάγιεκ, Λέο Στράους, Χάνα Άρεντ, Αϊζάια Μπερλίν και Τζούντιθ Σκλαρ - ενθάρρυναν τη συνέχιση της μελέτης στην πολιτική φιλοσοφία στον αγγλοαμερικανικό κόσμο τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ενώ αυτοί και οι μαθητές τους παρέμειναν σε αντίθεση με το αναλυτικό κατεστημένο.

Ο κομμουνισμός παρέμεινε σημαντική επιρροή ειδικά κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Η αποικιοκρατία και ο ρατσισμός ήταν από τα σημαντικά ζητήματα που προέκυψαν. Γενικά, υπήρχε έντονη τάση προς μια πραγματιστική παρά φιλοσοφική προσέγγιση των πολιτικών ζητημάτων. Πολλές ακαδημαϊκές συζητήσεις αφορούσαν ένα ή και τα δύο πραγματιστικά θέματα: πώς (ή αν) θα εφαρμοστεί ο ωφελιμισμός σε προβλήματα πολιτικής πολιτικής ή πώς (ή αν) θα εφαρμοστούν οικονομικά μοντέλα (όπως η θεωρία της ορθολογικής επιλογής) σε πολιτικά ζητήματα. Η άνοδος του φεμινισμού, των κοινωνικών κινημάτων ΛΟΑΤ+ και το τέλος της αποικιοκρατίας και του πολιτικού αποκλεισμού μειονοτήτων όπως Αφροαμερικανοί και οι σεξουαλικές μειονότητες στον ανεπτυγμένο κόσμο οδήγησαν στο να γίνει σημαντική η φεμινιστική, μετααποικιοκρατική και πολυπολιτισμική σκέψη. Αυτό οδήγησε σε αμφισβήτηση του κοινωνικού συμβολαίου από τους φιλοσόφους Τσαρλς Ράιτ Μιλς και Καρόλ Πάτερμαν αφού το κοινωνικό συμβόλαιο απέκλειε τα έγχρωμα άτομα και τις γυναίκες αντίστοιχα.

Στην αγγλοαμερικανική ακαδημαϊκή πολιτική φιλοσοφία, η δημοσίευση της Θεωρίας της δικαιοσύνης του Τζον Ρολς το 1971 θεωρείται ορόσημο. Ο Ρολς χρησιμοποίησε ένα νοητικό πείραμα, την πρωταρχική θέση, στην οποία οι αρχές της δικαιοσύνης για τη βασική δομή της κοινωνίας επιλέγονται πίσω από ένα πέπλο άγνοιας. Ο Ρολς άσκησε επίσης κριτική στις ωφελιμιστικές προσεγγίσεις σε ζητήματα πολιτικής δικαιοσύνης. Το βραβευμένο βιβλίο του Ρόμπερτ Νόζικ Αναρχία, κράτος και ουτοπία (1974) απάντησε στον Ρολς από μια οπτική ελευθερισμού και κέρδισε τον ακαδημαϊκό σεβασμό.[31]

Ταυτόχρονα με την άνοδο της αναλυτικής ηθικής στην αγγλοαμερικανική σκέψη, στην Ευρώπη, εμφανίστηκαν αρκετές νέες φιλοσοφικές τάσεις που στράφηκαν στην κριτική των υπαρχουσών κοινωνιών μεταξύ των δεκαετιών 1950 και 1980. Οι περισσότερες από αυτές είχαν στοιχεία της μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης αλλά τα συνδύαζαν με μια πιο πολιτιστική ή ιδεολογική έμφαση. Από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, στοχαστές όπως οι Χέρμπερτ Μαρκούζε, Τέοντορ Αντόρνο, Μαξ Χορκχάιμερ και Γιούργκεν Χάμπερμας συνδύασαν μαρξιστικές και φροϊδικές ιδέες. Σε κάπως διαφορετικό τόνο, αρκετοί άλλοι στοχαστές της ηπειρωτικής Ευρώπης - επηρεασμένοι σε μεγάλο βαθμό από τον μαρξισμό - έδωσαν νέα έμφαση στον δομισμό και στην «επιστροφή στον Χέγκελ». Εντός της (μετα)δομικής γραμμής βρίσκονται στοχαστές όπως οι Ζιλ Ντελέζ, Μισέλ Φουκό, Κλοντ Λεφόρ και Ζαν Μποντριγιάρ. Οι καταστασιακοί επηρεάστηκαν περισσότερο από τον Χέγκελ. Ο Γκι Ντεμπόρ, ειδικότερα, εξέτασε τη σχέση ανάμεσα στον καταναλωτισμό και τη διαμόρφωση της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Μια άλλη συζήτηση ξεκίνησε γύρω από τις (ευκρινείς) κριτικές της φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας από τους Μάικλ Γουόλτσερ, Μάικλ Σάντλερ και Τσαρλς Τέιλορ. Αυτοί και άλλοι κοινοτιστές υποστηρίζουν ότι, κόντρα στον φιλελευθερισμό, οι κοινότητες προηγούνται των ατόμων και επομένως πρέπει να είναι το επίκεντρο της πολιτικής εστίασης. Αυτοί οι στοχαστές συνήθως υποστηρίζουν μεγαλύτερο τοπικό έλεγχο καθώς και οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που ενθαρρύνουν την ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου.

Ένα εξέχον θέμα στην πρόσφατη πολιτική φιλοσοφία είναι η θεωρία της διαβουλευτικής δημοκρατίας. Το θεμελιώδες έργο έγινε από του Γιούγκερν Χάμερμπας στη Γερμανία, αλλά και η πιο εκτεταμένη βιβλιογραφία ήταν στα αγγλικά, με επικεφαλής θεωρητικούς όπως η Τζέιν Μάνσμπριτζ, ο Τζόσουα Κοέν, η Έιμι Γκάτμαν και ο Ντένις Τόμσον.[32]

Δύο αλληλεπικαλυπτόμενες πολιτικές προοπτικές που προέκυψαν προς το τέλος του 20ού αιώνα είναι ο ρεπουμπλικανισμός (ή νεορεπουμπλικανισμός ή αστικός ρεπουμπλικανισμός) και η προσέγγιση των δυνατοτήτων. Το αναζωπυρούμενο δημοκρατικό κίνημα στοχεύει να δώσει έναν εναλλακτικό ορισμό της ελευθερίας από τις θετικές και αρνητικές μορφές ελευθερίας του Αϊζάια Μπερλίν, δηλαδή «η ελευθερία ως μη κυριαρχία». Σε αντίθεση με το αμερικανικό φιλελεύθερο κίνημα που κατανοεί την ελευθερία ως «μη παρέμβαση», η «μη κυριαρχία» συνεπάγεται ότι τα άτομα δεν υπόκεινται στην αυθαίρετη βούληση οποιουδήποτε άλλου προσώπου. Για έναν ρεπουμπλικανό, η απλή ιδιότητα του σκλάβου, ανεξάρτητα από το πώς αντιμετωπίζεται αυτός ο σκλάβος, είναι απαράδεκτη. Σημαντικοί ρεπουμπλικανοί στοχαστές είναι ο ιστορικός Κουέντιν Σκίνερ, ο νομικός Κας Σαστέιν και ο πολιτικός φιλόσοφος Φίλιπ Πετίτ. Η προσέγγιση των δυνατοτήτων, με πρωτεργάτες τους οικονομολόγους Μμπάμπ ουλ Χακ και Αμάρτια Σεν αναπτύχθηκε περαιτέρω από τη νομικό Μάρθα Νάσμπαουμ. Τόσο η προσέγγιση των δυνατοτήτων όσο και ο ρεπουμπλικανισμός αντιμετωπίζουν την επιλογή ως κάτι που προϋποθέτει πόρους. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί να είσαι νομικά σε θέση να κάνεις κάτι, αλλά να έχεις την πραγματική επιλογή να το κάνεις.

Άλλο ένα σημαντικό σκέλος της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας στη Βόρεια Αμερική βασίζεται σε στοχαστές όπως οι Φρίντριχ Νίτσε, Μισέλ Φουκό, Ζακ Ντεριντά και Ζιλ Ντελέζ, μεταξύ άλλων, ου ανέπτυξαν κριτικές και να διατυπώσουν εναλλακτικές λύσεις στην επάρκεια του φιλελεύθερου-κοινοτικού διαλόγου και του ρεπουμπλικανικού λόγου. Από τη δεκαετία του 1990, αυτοί οι θεωρητικοί έχουν επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της πολιτικής θεωρίας και έχουν θέσει μια ποικιλία επιχειρημάτων σε θέματα όπως ο πλουραλισμός, η απόδοση των φύλων ή η εκκοσμίκευση.[33][34] Τα έργα των Τζούντιθ Μπάτλερ, Γουίλιαμ Κόνολι, Γουέντι Μπράουν, Τζέιν Μπένετ, Μπόνι Χόνιγκ και Σαντάλ Μουφ[35] υπήρξαν ιδιαίτερα σχετικά από αυτή την άποψη.


  1. «Political science». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2020. 
  2. Strauss, Leo (1959). An introduction to Political Philosophy. Detroit: Wayne State University Press, p. 10.
  3. Dryzek, John S., επιμ. (2009-09-02). «The Oxford Handbook of Political Theory». Oxford Handbooks Online. doi:10.1093/oxfordhb/9780199548439.001.0001. ISBN 9780199548439. 
  4. Boesche, Roger (2002). The First Great Political Realist: Kautilya and His Arthashastra. Lexington Books. σελ. 7. ISBN 978-0-7391-0401-9. 
  5. Rangarajan, L N (2000). The Arthashastra. Penguin UK. σελ. 95. ISBN 9788184750119. 
  6. Brown, D. Mackenzie (1982). The White Umbrella: Indian Political Thought from Manu to Gandhi. Greenwood Press. σελ. 64. ISBN 978-0313232107. 
  7. Sankhdher, Madan Mohan· Kaur, Gurdeep (2005). Politics in India: Ancient India, Politics of Change, Modern India. Deep and Deep Publications. σελ. 95. ISBN 9788176296557. 
  8. Manu ((Lawgiver))· Kullūkabhaṭṭa (1796). Institutes of Hindu Law: Or, The Ordinances of Menu, According to the Gloss of Cullúca. Calcutta, Printed by order of the government, London reprinted, for J. Sewell and J. Debrett. 
  9. Deutsch, Eliot· Bontekoei, Ronald (1999). A companion to world philosophies. Wiley Blackwell. σελ. 183. ISBN 9780631213277. 
  10. Hsü, Leonard Shihlien (2005). The political philosophy of Confucianism. Routledge. σελίδες xvii–xx. ISBN 978-0-415-36154-5. The importance of a scientific study of Confucian political philosophy could hardly be overstated. 
  11. 11,0 11,1 Sahakian, Mabel Lewis (1993). Ideas of the great philosophers. Barnes & Noble Publishing. σελ. 59. ISBN 978-1-56619-271-2. ... Western philosophical tradition can be traced back as early as Plato (427–347 BC). 
  12. Kraut, Richard (2002). Aristotle: political philosophy. Oxford University Press. σελ. 3. ISBN 978-0-19-878200-1. To understand and assess Aristotle's contributions to political thought ... 
  13. Radford, Robert T. (2002). Cicero: a study in the origins of republican philosophy. Rodopi. σελ. 1. ISBN 978-90-420-1467-1. His most lasting political contribution is in his work on political philosophy. 
  14. Schall, James V. (1998). At the Limits of Political Philosophy. CUA Press. σελ. 40. ISBN 978-0-8132-0922-7. In political philosophy, St. Augustine was a follower of Plato ... 
  15. Aslan, Reza (2005). No god but God. Random House Inc. σελ. 153. ISBN 978-1-58836-445-6. By the ninth and tenth centuries... 
  16. «Avicenna (Ibn Sina) | Internet Encyclopedia of Philosophy». www.iep.utm.edu (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2018. 
  17. «Niẓām al-Mulk | Seljuq vizier» (στα αγγλικά). Encyclopædia Britannica. https://www.britannica.com/biography/Nizam-al-Mulk-Seljuq-vizier. Ανακτήθηκε στις 2018-04-22. 
  18. Gellner, Ernest (1992). Plough, Sword, and Book. University of Chicago Press. σελ. 239. ISBN 978-0-226-28702-7. Ibn Khaldun's definition of government probably remains the best: ... 
  19. Koetsier, L.S. (2004). Natural Law and Calvinist Political Theory. Trafford Publishing. σελ. 19. ISBN 978-1-4122-1440-7. ...the Medieval Scholastics revived the concept of natural law. 
  20. Copleston, Frederick (1999). A history of philosophy. 3. Continuum International Publishing Group. σελ. 346. ISBN 978-0-86012-296-8. There was, however, at least one department of thought ... 
  21. Valente, Claire (2003). The theory and practice of revolt in medieval England. Ashgate Publishing Ltd. σελ. 14. ISBN 978-0-7546-0901-8. The two starting points of most medieval discussions ... 
  22. Johnston, Ian (Φεβρουαρίου 2002). «Lecture on Machiavelli's The Prince». Malaspina University College. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Φεβρουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2007. 
  23. Copleston, Frederick (1999). A history of philosophy. 3. Continuum International Publishing Group. σελίδες 310–12. ISBN 978-0-86012-296-8. ...we witness the growth of political absolutism ... 
  24. Barens, Ingo· Caspari, Volker (2004). Barens, Ingo, επιμ. Political events and economic ideas. Volker Caspari ed., Bertram Schefold ed. Edward Elgar Publishing. σελίδες 206–07. ISBN 978-1-84542-152-6. Economic theory as political philosophy: the example of the French Enlightenment 
  25. Byrne, James M. (1997). Religion and the Enlightenment. Westminster John Knox Press. σελίδες 1–2. ISBN 978-0-664-25760-6. ... there emerged groups of freethinkers intent on grounding knowledge on the exercise of critical reason, as opposed to ... established religion ... 
  26. Johansen, Bruce Elliott (1996). Native American political systems and the evolution of democracy. Greenwood Publishing Group. σελ. 69. ISBN 978-0-313-30010-3. ... the three-tier system of federalism ... is an inheritance of Iroquois inspiration 
  27. Marx, Karl. «Capital Volume One, Afterword to the Second German Edition». Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2013. 
  28. Kain, Philip J. (1993). Marx and modern political theory. Rowman & Littlefield. σελίδες 1–4. ISBN 978-0-8476-7866-2. Some of his texts, especially the Communist Manifesto made him seem like a sort of communist Descartes ... 
  29. Aspalter, Christian (2001). Importance of Christian and Social Democratic movements in welfare politics. Nova Publishers. σελ. 70. ISBN 978-1-56072-975-4. The pressing need for universal suffrage ... 
  30. Eckstein, Harry (1956). «Political Theory and the Study of Politics: A Report of a Conference» (στα αγγλικά). American Political Science Review 50 (2): 475–487. doi:10.2307/1951680. ISSN 0003-0554. https://www.cambridge.org/core/product/identifier/S0003055400067514/type/journal_article. 
  31. David Lewis Schaefer, Robert Nozick and the Coast of Utopia, The New York Sun, April 30, 2008.
  32. Gutmann, Amy, and Dennis Thompson, Democracy and Disagreement (Princeton University Press, 1996). Also see Gutmann and Thompson, Why Deliberative Democracy? (Princeton University Press, 2002).
  33. Asad, Talal· Brown, Wendy (9 Μαΐου 2013). Is Critique Secular?. Fordham University Press. ISBN 9780823251681. 
  34. Connolly, William E. (2010). Why I am not a secularist. Minnesota University Press. ISBN 9780816633326. 
  35. Mouffe, Chantal (1993). The Return of the Political (στα English). London: [[Verso Books]. σελίδες 71–78. ISBN 0-86091-486-0. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]