Βιομηχανική επανάσταση
Η Βιομηχανική Επανάσταση είναι ιστορική περίοδος, καθώς και ένα ιδιαίτερα σύνθετο σύστημα ακραίων μεταβολών και ανακατατάξεων - τεχνικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών - οι οποίες οδήγησαν στην «εκβιομηχάνιση» (αγγλικά: industrialization) της κοινωνίας στη Μεγάλη Βρετανία μεταξύ των ετών 1760 - 1860. Την αλλαγή αυτή ακολούθησαν ανάλογα κινήματα σε κοινωνίες άλλων ευρωπαϊκών κρατών, σε διαφορετική κλίμακα για κάθε μια από αυτές, με αποτέλεσμα η αγροτική, κυρίως, παραγωγή να εξελιχθεί σε βιομηχανική, ως επί το πλείστον. Ιδιαίτερα, επηρεάστηκε η Γαλλία και αργότερα οι ΗΠΑ σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας και ανάπτυξης της οικονομίας και της δομής της κοινωνίας. Οι ιδέες του διαφωτισμού που κυριαρχούσαν την εποχή αυτή, ήρθαν να ντύσουν με τον πνευματικό μανδύα το σύνολο των μεταρρυθμίσεων και στον ιδεολογικό χάρτη.
Ο όρος «βιομηχανική επανάσταση» χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα της περιόδου, κατά την οποία αυτή συνέβη. Πρωτοαναφέρθηκε, σχεδόν, στα μέσα του 19ου αιώνα και, μάλιστα, συγκριτικά της γαλλικής επανάστασης και των εντυπωσιακών οικονομικών και τεχνικών μεταβολών που συνέβαιναν την ίδια εποχή στη Μεγάλη Βρετανία. Ειδικότερα ο όρος πέρασε σε ακαδημαϊκή χρήση, αμέσως, μετά τη δημοσίευση των σχετικών διαλέξεων του Άρνολντ Τόινμπι[1], το 1884, όπου καθιερώθηκε πολύ γρήγορα.[2]
Ιστορική εξέλιξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η βιομηχανική επανάσταση ξεκίνησε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και κορυφώθηκε κατά τις αρχές του 20ού, αρχικώς, στη Μεγάλη Βρετανία και, εν συνεχεία, στο σύνολο της δυτικής Ευρώπης. Ο Βάσεν υποστηρίζει ότι σπουδαίο ρόλο για την ανάπτυξη των αγορών είχε ο καθορισμός και η επιβολή ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων σε αγαθά και υπηρεσίες, μέσα από περιορισμούς που ενθάρρυναν την παραγωγικότητα[3].
Η ταχεία ανάπτυξη των πόλεων είχε τονώσει τη γεωργία, αρκετά νωρίς. Πριν από τη βιομηχανική επανάσταση είχε, ήδη, προηγηθεί μια περίοδος μικρών τεχνικών βελτιώσεων στην αγροτική παραγωγή, με αποτέλεσμα αυτή να ανταποκριθεί στην ταχεία πληθυσμιακή ανάπτυξη. Η πραγματικά μεγάλη αύξηση της παραγωγής συνέβη περισσότερο μέσω κοινωνικών και όχι τεχνολογικών μετασχηματισμών. Οι νόμοι των περιφράξεων κατάργησαν την καλλιέργεια των κοινοτικών ανοιχτών αγρών και εξαφανίστηκαν οι μικροκαλλιεργητές.
Παράλληλα, η ανάπτυξη αγροτικής παραγωγής υψηλής απόδοσης, στα τέλη του 18ου αιώνα, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση οικοτεχνικών δικτύων, τα οποία μπορούσαν να τροφοδοτούν τις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες με προϊόντα αλλά και ένα, σχετικώς ικανοποιητικά, εκπαιδευμένο πρώην αγροτικό και νυν εργατικό δυναμικό.
Ο τρόπος βιομηχανικής ανάπτυξης, τον 19ο αιώνα (πρώτη περίοδος εκβιομηχάνισης), ήταν η επέκταση της οικοτεχνίας. Η εκμηχάνιση της βρετανικής κλωστοϋφαντουργίας αποτέλεσε την ενσάρκωση της προόδου στην παραγωγή και τις τεχνικές μεθόδους που έγιναν στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης. Τα εργοστάσια, μέχρι τη δεκαετία του 1860, ήταν, σχεδόν, αποκλειστικά κλωστοϋφαντουργικά και, κυρίως, εργοστάσια επεξεργασίας βάμβακος[4]. Η ανάπτυξη αυτής της βιομηχανίας ήταν σταδιακή, με ορισμένα στάδια της παραγωγής να παραμένουν στην οικοτεχνία. Στα κρίσιμα στάδια της επεξεργασίας βάμβακος, όπως η κλώση, υπήρχε έλλειψη αποδοτικών και φθηνών εργατικών χεριών, κάτι που προώθησε την αυτοματοποίηση[5]. Ως επακόλουθο, πλήθος υφαντών υφαίνονταν σε οικίες, σε χειροκίνητους αργαλειούς, απορροφώντας τα προϊόντα των εκμηχανοποιημένων κλωστηρίων.
Η ζήτηση για το βαμβάκι και η ανάπτυξη της αγγλικής υφαντουργικής βιομηχανίας ευθύνεται σημαντικά για την οικονομική ανάπτυξη της Μεγάλης Βρετανίας ως το 1830. Ήταν τόσο σημαντική για το εξαγωγικό εμπόριο, που επηρέαζε ολόκληρη την οικονομία[6]. Επίσης, δημιούργησε μια κοινωνική κατάσταση που στηριζόταν σε ένα νέο τρόπο παραγωγής. Υπό την κυριαρχία αυτού του τρόπου παραγωγής, οι κεφαλαιούχοι επένδυσαν σε μηχανολογικό εξοπλισμό και πρόσληψη εργατικού, έμμισθου, δυναμικού. Έτσι, προέκυψαν παραγωγικές μονάδες που λειτουργούσαν δομημένες πέριξ μιας κεντρικής μονάδας παραγωγής ισχύος (έργου), οι οποίες υποστηρίζονταν από μονάδες κατοικίας πλησίον αυτών.
Οι βιομήχανοι είχαν στη διάθεση τους έναν αριθμό ανενεργού εργατικού δυναμικού, το οποίο είχε δημιουργηθεί, ιστορικά, από την περίφραξη και τη μαζική εκκένωση της γης, καθώς και από το αναπτυσσόμενο μέγεθος των αγροτικών οικογενειών, οι οποίες εργάζονταν στο σύστημα «φασόν». Η χρήση μηχανών αύξησε την παραγωγικότητα, μειώνοντας το κόστος ανά μονάδα παραγωγής, επιτυγχάνοντας εκτενείς οικονομίες κλίμακος. Άλλωστε, το κόστος της εργασίας μειώθηκε, καθώς στην παραγωγή προστέθηκε μεγάλος αριθμός γυναικών και παιδιών. Η μεγαλύτερη παραγωγική δαπάνη, η οποία ενσωματωνόταν στο κόστος της πρώτης ύλης, μειώθηκε σημαντικά με την επέκταση της βαμβακοκαλλιέργειας στις ΗΠΑ και την επινόηση της εκκοκκιστικής μηχανής, το 1793[7].
Η βιομηχανική επανάσταση και ο ανταγωνισμός οδήγησαν σε μια συνεχόμενη και σημαντική πτώση της τιμής των προϊόντων αλλά όχι και πτώση του κόστους παραγωγής[8]. Η μείωση του περιθωρίου κέρδους έπρεπε να αντιμετωπιστεί, κάτι που μπορούσε να προκύψει μόνο με τον περιορισμό των δαπανών. Το μεγαλύτερο μέρος των αυτών, πλέον, ήταν τα ημερομίσθια, το κόστος των οποίων ανερχόταν στο τριπλάσιο εκείνου των πρώτων υλών[8].
Η βιομηχανία πιέστηκε πολύ από τη μείωση περιθωρίων κέρδους, ώστε έπρεπε να προχωρήσει σε περαιτέρω μείωση δαπανών σε εργατικά χέρια, οργάνωση και επέκταση της παραγωγής και των πωλήσεων. Οι αποδοχές των εργατών μειώνονταν σταθερά, από το 1815 κι εφεξής, μέχρι του σημείου των προθύρων λιμοκτονίας των εργατών, γεγονός που μείωσε το μισθό των υφαντών με χειροκίνητο αργαλειό. Αυτή η μείωση μισθών καθυστέρησε, κάπως, την υιοθέτηση του μηχανοκινήτου αργαλειού. Ο αυτοματισμός που εισήχθη αργότερα στην παραγωγή δεν αποτελούσε σημαντική τεχνολογική καινοτομία αλλά γενίκευση χρήσης των υπαρχόντων μηχανημάτων (ή ελαφρές βελτιώσεις τους)[9].
Τα πρώιμα εργοστάσια υφασμάτων αντιμετώπιζαν την απροθυμία του εργατικού δυναμικού - το οποίο είχε, ήδη, αρχίσει να αναπτύσσεται με κινηματικά χαρακτηριστικά - να απασχοληθεί σε παραγωγικές μονάδες. Οι αντιδράσεις προέρχονταν από τις απαιτήσεις των εργοδοτών για αδιάκοπη εργασία με εντατικούς ρυθμούς και αυστηρή πειθαρχία, που ερχόταν σε αντίθεση με προηγούμενες συνήθειες κατ' οίκον εργασίας. Πολλά πρώιμα εργοστάσια στελεχώθηκαν από τροφίμους ορφανοτροφείων, παρά τη θέλησή τους. Οι πρώην χειροτέχνες και οικοτέχνες θεωρούσαν ότι ήταν κοινωνικώς μειωτική η εξέλιξή τους από οικιακούς παραγωγούς σε υποταγμένους βιομηχανικούς εργάτες. Οι επιχειρηματίες προσπαθώντας να εξασφαλίσουν πειθαρχημένο και φθηνό εργατικό δυναμικό στράφηκαν σε νέες εργατικές δυνάμεις. Το καινούργιο εργατικό δυναμικό που επάνδρωνε τους μηχανοκίνητους αργαλειούς αποτελούνταν, πλέον, κυρίως από γυναίκες και παιδιά.
Οι καινούργιες βιομηχανίες απαιτούσαν, όχι απλώς εργατικά χέρια και μηχανήματα, αλλά και πρώτες ύλες, με αποτέλεσμα, την εκτεταμένη αναδιοργάνωση περιοχών του κόσμου, προκειμένου να προμηθεύσουν τις νέες παραγωγικές μονάδες. Αυτές οι προσπάθειες δημιούργησαν νέα καθεστώτα εργασίας ή ενέτειναν σε αξιοσημείωτο βαθμό τη ζήτηση σε εργατικά χέρια στα, ήδη, υπάρχοντα εργασιακά συστήματα.
Η παραγωγή βαμβακερών υφασμάτων έγινε η σημαντικότερη βιομηχανία φορέας της Βιομηχανικής Επανάστασης. Μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, το ήμισυ της αξίας όλων των βρετανικών εξαγωγών αποτελούνταν από προϊόντα βάμβακος και το 20% των εισαγωγών ήταν ακατέργαστη πρώτη ύλη αυτού. Όπως σημειώνει ο Έρικ Χόμπσμπομ, είναι, σχεδόν, βέβαιο ότι συνεισέφερε στη συσσώρευση κεφαλαίου περισσότερο από όσο οι άλλες βιομηχανίες.
Χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα κύρια χαρακτηριστικά της Βιομηχανικής Επανάστασης είναι:
- Η εκτεταμένη χρήση νέων τεχνικών μέσων που περιόριζαν τη χειρωνακτική εργασία, αυξάνοντας την παραγωγή και μειώνοντας το κόστος των προϊόντων,
- Η αξιοποίηση νέων μορφών ενέργειας,
- Η εφαρμογή καινοτομιών στη μεταλλουργία,
- Η ανάδειξη του εργοστασίου ως του βασικού χώρου παραγωγής, όπου συγκεντρώθηκε η πλειοψηφία των εργατών,
- Οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, και τέλος,
- Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας
Το νεότευκτο οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού οδήγησε, αρχικά, από τη μία πλευρά τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής σε οικονομική ανάπτυξη και πλουτισμό και από την άλλη, μετέτρεψε τους εργαζόμενους σε θύματα εκμετάλλευσης και οικονομικής εξαθλίωσης. Το κράτος τήρησε, αρχικά, ουδέτερη στάση σ' αυτή τη σύγκρουση συμφερόντων, στη συνέχεια, όμως, μέσα από κοινωνικές ανακατατάξεις και μετά τις επαναστατικές εκρήξεις και τη σταδιακή άνοδο των σοσιαλιστικών κινημάτων, υιοθέτησε ένα παρεμβατικό ρόλο αναδιανομής του πλούτου (κεϋνσιανή ρύθμιση). Η τεχνική δεν ήταν, προφανώς, η μοναδική συνιστώσα που ώθησε στη Βιομηχανική Επανάσταση, έπαιξε, όμως, αποφασιστικό ρόλο με τον εκμηχανισμό των παραγωγικών διαδικασιών, την αυξανόμενη αξιοποίηση των πορισμάτων της επιστήμης και τη χρήση, όλο και περισσότερων, υλικών, μορφών ενέργειας και πληροφοριών. Η δεσπόζουσα θέση της τεχνικής στην οικονομία άρχισε να απαιτεί μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων με εξειδικευμένες γνώσεις, με αποτέλεσμα να ιδρυθούν, στον 19ο αιώνα, τεχνικές και πολυτεχνικές σχολές κάθε κατευθύνσεως και επιπέδου. Αυτή η βελτίωση της κατάρτισης είχε ως αποτέλεσμα, πέρα της ανόδου του γενικότερου μορφωτικού επιπέδου της κοινωνίας, νέες τεχνικές βελτιώσεις, επινοήσεις και εφευρέσεις[10].
Τεχνικές καινοτομίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κορυφαίο επίτευγμα της Βιομηχανικής Επανάστασης θεωρείται η εφεύρεση της ατμομηχανής, στη Μεγάλη Βρετανία, οι εφαρμογές της οποίας επεκτάθηκαν σε διάφορους τομείς της οικονομίας, και ο σιδηρόδρομος. Το πρώτο τρένο κυκλοφόρησε το 1830 στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ τα επόμενα χρόνια, σιδηροδρομικό δίκτυο άρχισε να κατασκευάζεται στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και άλλα κράτη. Ουσιαστικά, ο σιδηρόδρομος έφερε την επανάσταση στις μεταφορές. Αντίστοιχα, στις θαλάσσιες μεταφορές την επανάσταση έφερε η χρήση ατμόπλοιου, που έκανε τις μεταφορές ασφαλέστερες και ταχύτερες. Άλλα περίφημα επιτεύγματα ήταν η μηχανή εσωτερικής καύσης, η παραγωγή ηλεκτρισμού και ο τηλέγραφος, με τον οποίο χρησιμοποιείται ηλεκτρισμός για να μεταδοθεί μέσα από καλώδια ένα μήνυμα φτιαγμένο από σήματα.
Την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης έγιναν πολλές καινοτομίες, οι οποίες βοήθησαν στην ανάπτυξη υπαρχόντων και νέων τεχνών και στην επίτευξη κάποιων κατασκευών. Μερικές καινοτομίες ήταν η εκτεταμένη χρήση των νέων τεχνικών μέσων, όπως, ο σιδηρόδρομος, το ατμόπλοιο, το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο, επίσης, η εφαρμογή καινοτομιών στη μεταλλουργία και την υφαντουργία ήταν πολύ σημαντική.
Μετά το 1880, αναπτύχθηκαν νέοι βιομηχανικοί κλάδοι που συνδέονταν με την επιστημονική έρευνα. Η χημεία πέρασε από τον χώρο του εργαστηρίου στη μαζική παραγωγή. Επαναστατικές επιστημονικές ανακαλύψεις γέννησαν την οργανική χημεία και επέτρεψαν την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων συνθετικών βαφών, λιπασμάτων, πλαστικών υλών και εκρηκτικών (δυναμίτιδα).
Χάρη στη χημεία αναπτύχθηκαν, ακόμη, οι βιομηχανίες φαρμάκων, ψυγείων, φωτογραφικών και κινηματογραφικών ειδών. Πρωτοπόρος αναδείχθηκε η Γερμανία. Παράλληλα, ο ηλεκτρισμός αποτέλεσε, ίσως, την κυριότερη καινοτομία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα., τόσο ως πηγή ενέργειας για τους ηλεκτρικούς κινητήρες όσο και ως μέσο φωτισμού.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η εξέλιξη των κινητήρων και η ενσωμάτωσή τους σε οχήματα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του αυτοκινήτου, αλλά και τον πειραματισμό στη δημιουργία ιπτάμενων μηχανών, των πρώτων αεροπλάνων. Τέλος, καινοτομίες έγιναν στα μέσα μετάδοσης ήχου σε μεγάλες αποστάσεις (ηλεκτρικός τηλέγραφος, τηλέφωνο, ασύρματος τηλέγραφος), τα οποία έκαναν ευκολότερη την επικοινωνία.
Εκτός, όμως, από την Ευρώπη, ο αντίκτυπος της Βιομηχανικής Επανάστασης έφτασε και στον υπόλοιπο κόσμο μέσω των εξερευνήσεων στις αποικίες των ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Κοινωνικές επιδράσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εργατική τάξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η νέα κοινωνική ομάδα ήταν οι εργάτες και οι εργάτριες. Οι εργάτες που κατασκεύαζαν τα βιομηχανικά προϊόντα δεν είχαν τα χρήματα που απαιτούνταν για την αγορά τους, διαβιούσαν σε άσχημες συνθήκες και δεν είχαν σίγουρη και σταθερή εργασία. Οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούσαν σε μικρά δωμάτια στο κέντρο της πόλης. Οι κακές συνθήκες υγιεινής προκαλούσαν επιδημίες. Έτσι, πολλοί πέθαιναν από φυματίωση και χολέρα. Οι εργάτες διαχωρίζονταν από την εργασία τους, από την ειδίκευση που είχαν, από την καταγωγή τους, από το φύλο και την ηλικία τους. Υπήρχε μισθολογική ανισότητα και εργασιακή αστάθεια.
Τα πρώτα εργατικά συνδικάτα δημιουργήθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία μετά το 1820. Εν συνεχεία, δημιουργήθηκαν ιδιαίτερα, σε κάθε επαγγελματικό κλάδο. Αρχικά, δεν ήταν νόμιμα, διότι οι εργοδότες και οι κυβερνήσεις αντιδρούσαν. Αργότερα όμως, υποχρεώθηκαν να τα αναγνωρίσουν. Οι απεργίες για την καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας και την κατοχύρωση περισσότερων δικαιωμάτων των εργατών ήρθε ως φυσικό επακόλουθο. Τα εργατικά στρώματα είχαν σημαντική συμμετοχή σε όλα τα επαναστατικά κινήματα που έγιναν στις ευρωπαϊκές χώρες, το 1830 και το 1848. Μετά το 1840, οι κυβερνήσεις των βιομηχανικών κρατών πήραν τα πρώτα μετρά βελτίωσης των συνθηκών εργασίας. Τα πρώτα εργατικά νομοθετήματα περιόρισαν τη γυναικεία και την παιδική εργασία κι οι πρώτες εργατικές ενώσεις προστάτευαν τα μέλη τους και τις οικογένειες τους από αρρώστιες, ατυχήματα, θανάτους κτλ., αλλά και από το νέο μεγάλο πρόβλημα: την ανεργία. Στη Γαλλία, το 1841, ορίστηκε με νόμο το οκτάωρο για τα παιδιά 8-12 ετών, στη Μεγάλη Βρετανία, το 1842, απαγορεύθηκε η εργασία γυναικών στα ορυχεία και το 1847 καθιερώθηκαν, σε ορισμένους κλάδους της βιομηχανίας, 10 ώρες εργασίας.
Παιδική εργασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους οι επιχειρηματίες στράφηκαν στην απασχόληση παιδιών ήταν η αυξημένη αποδοτικότητά τους, κατά περιπτώσεις, σε συνδυασμό με την πειθαρχία που επιδείκνυαν, σε σχέση με τους ενήλικες εργάτες, γεγονός που καθιστούσε την εργασιακή εκμετάλλευσή τους συμφέρουσα, οικονομικώς, επιλογή. Η αμοιβή των παιδιών στα εργοστάσια βρίσκονταν κάτω του μισού εκείνης των ενηλίκων, με αυτή, ενίοτε, να μην ξεπερνά το 1/3 ετούτων[11]. Αν και η τεχνολογική πρόοδος ευνόησε τη μείωση της παιδικής εργασίας, αυτό συνέβη αρκετά αργότερα απ' ότι η τεχνολογική πρόοδος, καθαυτή, στα πρώτα στάδια εκβιομηχάνισης, δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη μείωση της παιδικής εργασίας, καθώς, μείωσε την ανάγκη για ειδικευμένα εργατικά χέρια.
Φυσικά, το ζήτημα της παιδικής εργασίας είχε γίνει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης και καθηκόντων. Υπήρξε διαμάχη μεταξύ δήμου και πολιτείας, σχετικά, με την επιβολή νόμων και ρυθμίσεων που θα απέτρεπαν ή, τουλάχιστον, χρησιμοποιούσαν, σε πρώτο στάδιο, την απασχόληση παιδιών στα εργοστάσια, με σθεναρή αντίδραση από την πλευρά των επιχειρηματιών, που προέβαλλαν ως, κύριο, επιχείρημα την ύπαρξη ανταγωνισμού από τις ξένες βιομηχανίες. Νόμοι που περιόριζαν την παιδική εργασία, τελικά, εφαρμόστηκαν με αρκετή καθυστερημένη, μόνο όταν οι οικονομίες και η βιομηχανία δεν τη χρειάζονταν, πλέον, για να αναπτυχθούν[12].
Γυναικεία εργασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αντίστοιχα με τα παιδιά-εργάτες, την πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού στα, υφαντουργικά κυρίως, εργοστάσια την αποτελούσαν γυναίκες. Το 1820, το 75-80% των ενήλικων γυναικών στην Ευρώπη ήταν χοντρές [13]. Η γυναικεία εργασία, βεβαίως, θεωρούνταν κατώτερης ποιότητας από την ανδρική, καθώς και ανειδίκευτη.
Οι χαμηλοί μισθοί των ανδρών αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα για τη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Βεβαίως, οι γυναίκες αμείβονταν πολύ λιγότερο, ωστόσο, η αγροτική εργασία ήταν, πλέον, αβέβαιη και η οικοτεχνία έσβηνε. Με την είσοδο των γυναικών στη μισθωτή εργασία, τουλάχιστον, ενίσχυαν το οικογενειακό εισόδημα. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των οικογενειών δεν έγινε από τους υψηλότερους μισθούς των ανδρών-πατριαρχών, αλλά από την εργασία γυναικών και παίδων[13].
Αστική τάξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αστοί ήταν εύπορα άτομα (βιομήχανοι, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες, ή μεγαλοϊατροί). Σε όποια ευρωπαϊκά κράτη αναπτύχθηκε η βιομηχανία, οι αστοί προέκυπταν ως η, πλέον ισχυρή κοινωνική ομάδα. Είχαν υπό τον έλεγχό τους, πρακτικώς, το σύνολο των μέσων παραγωγής, όπως, βιομηχανικές εγκαταστάσεις και κεφάλαια για την προμήθεια νέων υλών και την απασχόληση εργατικού δυναμικού. Για αυτούς είχε μεγάλη σημασία η επιχειρηματική επιτυχία, καθώς και η μόρφωσή τους. Κατά τον 19ο αιώνα, οι αστοί επιχείρησαν την ανάμειξή τους στην πολιτική εξουσία, επειδή, αφορμής των, σταδιακά, πιο φιλελεύθερων καθεστώτων. Γενικώς, η αστική τάξη, πλέον, έγινε η ισχυρότερη κοινωνική τάξη.
Βιομηχανικές πόλεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις πρώτες βιομηχανικές πόλεις, που κτίστηκαν στις κορυφές λόφων, υπήρχαν 30 ως 40 εργοστάσια. Βορείως αυτών βρίσκονταν μικρές μονάδες κατοικίας, με τις συνθήκες διαβίωσης να είναι αρκετά δυσμενείς, για τα σημερινά δεδομένα. ο αριθμός των ενοίκων ποίκιλε, αναλόγως του κατασκευαστή, όμως σε κάθε περίπτωση, δεν υπήρχε άνεση χώρου. «Πυκνά μαύρα σύννεφα υψώνονταν πάνω από την πόλη», όπως, χαρακτηριστικά, περιγράφει για το Μάντσεστερ της Αγγλίας, ο Γάλλος ιστορικός και διπλωμάτης Αλέξις ντε Τοκβίλ.
Οικονομικός φιλελευθερισμός, καπιταλισμός και σοσιαλισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο νέος τρόπος οργάνωσης της οικονομίας ονομάστηκε «οικονομία της ελεύθερης αγοράς», κεφαλαιοκρατία ή καπιταλισμός. Ιδεολογική βάση αυτού υπήρξε ο οικονομικός φιλελευθερισμός. Σύμφωνα με αυτόν, το κεφάλαιο είχε δικαίωμα να πράττει ό,τι εκείνο έκρινε αναγκαίο για το κέρδος. Κατά το σύστημα αυτό, το ατομικό συμφέρον θεωρείτο σημαντικότερο του κοινωνικού.
Η ανάγκη συγκέντρωσης κεφαλαίων, για να ιδρυθούν μεγάλες βιομηχανίες, οδήγησε στη δημιουργία εταιρειών με τη συμμετοχή πολλών κεφαλαιούχων. Το κεφάλαιο ήταν μετοχικής μορφής. Ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής στην εταιρεία, ο κάθε κεφαλαιούχος είχε έναν αριθμό μετοχών. Την ίδια εποχή δημιουργήθηκαν μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα, ανάλογης με τη σημερινή οργάνωσης, τα οποία συγκέντρωναν κεφάλαια τα οποία διέθεταν σε επιχειρηματίες, εντόκως. Η ανάγκη μείωσης του κόστους παραγωγής προκάλεσε συγχωνεύσεις και οδήγησε στη δημιουργία ολιγοπωλίων και μονοπωλίων τα οποία κυριάρχησαν στην αγορά. Παράλληλα, άρχισαν να ξεσπούν, οικονομικές κρίσεις όταν η αγορά αδυνατούσε να απορροφήσει την παραγωγή. Έτσι, άρχισε να αμφισβητείται ο απόλυτος οικονομικός φιλελευθερισμός και να συζητείται η κρατική παρέμβαση στην οικονομία.
Οι πρώτες σοσιαλιστικές θεωρίες εμφανίστηκαν τον 19ο αιώνα, με σκοπό την αντιμετώπιση των έντονων κοινωνικών προβλημάτων. Κύριο μέλημά τους ήταν, πρωτίστως, το κοινωνικό συμφέρον έναντι του ατομικού. Γι' αυτό, άλλωστε, ονομάστηκε έτσι (αγγλική λέξη: social = κοινωνικός).
Το 1848, οι Γερμανοί Καρλ Μαξ και Φρίντριχ Ένγκελς δημοσίευσαν το Κομμουνιστικό μανιφέστο. Αργότερα, ο πρώτος έφερε στη δημοσιότητα ένα τρίτομο έργο με τίτλο Το κεφάλαιο. Με αυτά τα δύο έργα εμφανίστηκαν οι απόψεις που υποστήριζαν ότι, κύρια, αιτία της κοινωνικής αδικίας ήταν το γεγονός ότι τα μέσα παραγωγής άνηκαν σε μικρό αριθμό αστών. Έτσι, αναπτύχθηκε η ιδέα πως η εργατική τάξη θα έπρεπε να δημιουργήσει μία πολιτική παράταξη, η οποία θα ανέτρεπε τον καπιταλισμό και θα έπαιρνε στα χέρια της τα μέσα παραγωγής, δημιουργώντας, έτσι, μια αταξική κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση των ανθρώπων. Αυτές οι ιδέες έγιναν γνωστές ως μαρξισμός.
Συνδικαλισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ως το 1830, οι συνθήκες εργασίας ήταν κακές, τόσο ώστε να εξεγείρουν, συχνά, τους εργάτες. Μετά το 1830, ξεκίνησε μία μεγάλη προσπάθεια για την καθιέρωση ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως, η οκτάωρη εργασία. Το 1838, η αγγλική ένωση εργατών διατύπωσε πολιτικά αιτήματα, μέσω της διακήρυξης της «Χάρτας του λαού». Την 1 Μαΐου 1886, έγινε η απεργία του Σικάγου, με αίτημα την καθιέρωση της οκτάωρης εργασίας, η οποία, δυστυχώς, κατέληξε στον θάνατο πολλών διαδηλωτών. Από τότε, αυτή η ημέρα εορτάζεται ως παγκόσμια ημέρα των εργατών. Στα τέλη του 19ου αιώνα, επιτεύχθηκε η μείωση των ωρών εργασίας σε δέκα, η δημιουργία των ταμείων ασφάλισης και η υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Πολιτική οργάνωση των εργατών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1864, ιδρύθηκε στο Λονδίνο η πρώτη Διεθνής Ένωση Εργατών, γνωστή και ως «πρώτη Διεθνής», η οποία διαλύθηκε, όμως, το 1876, λόγω των διαφωνιών των σοσιαλιστών. Ωστόσο το 1889, ιδρύθηκε στο Παρίσι η «δεύτερη Διεθνής», στην οποία συμμετείχαν εξ ολοκλήρου πολιτικά κόμματα τα οποία δέχονταν τον μαρξισμό. Όλα τα επόμενα έτη, δημιουργήθηκαν σοσιαλιστικά και εργατικά κινήματα με άμεσο στόχο να ανέλθουν στην κυβέρνηση, μέσω εκλογών. Όμως, υπήρξαν σοσιαλιστές που θεώρησαν πως η ανατροπή του καπιταλισμού θα επέλθει με την επανάσταση, προκειμένου να εγκαθιδρυθεί ένα νέο σοσιαλιστικό καθεστώς. Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ στη Γερμανία, και οι Βλαντίμιρ Λένιν και Λέων Τρότσκι στη Ρωσία.
Μετέπειτα εξελίξεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τέλος της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης στα μέσα του 19ου αιώνα ακολούθησε περίοδος ταχείας επιστημονικής ανακάλυψης, τυποποίησης, μαζικής παραγωγής και εκβιομηχάνισης, η οποία είναι γνωστή ως δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Η πρόοδος στην τεχνολογία κατασκευής και παραγωγής επέτρεψε την ευρεία υιοθέτηση τεχνολογικών συστημάτων όπως τα τηλεγραφικά και σιδηροδρομικά δίκτυα, η παροχή αερίου και νερού και τα συστήματα αποχέτευσης, τα οποία προηγουμένως είχαν συγκεντρωθεί σε μερικές επιλεγμένες πόλεις. Η τεράστια επέκταση των σιδηροδρομικών και τηλεγραφικών γραμμών μετά το 1870 επέτρεψε μια άνευ προηγουμένου μετακίνηση ανθρώπων και ιδεών, που κορυφώθηκε σε ένα νέο κύμα παγκοσμιοποίησης. Την ίδια χρονική περίοδο εισήχθησαν νέα τεχνολογικά συστήματα, κυρίως η ηλεκτρική ενέργεια και τα τηλέφωνα. Η Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση συνεχίστηκε στον 20ό αιώνα με την ηλεκτροδότηση των εργοστασίων και τη γραμμή παραγωγής και τελείωσε στην αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σόρυ αλλά για κάποιον λόγο εδώ δεν αναφέρεται η τρίτη βιομηχανική επανάσταση.
Η Βιομηχανία 4.0 (Industry 4.0) είναι η ονομασία που δόθηκε στην τρέχουσα τάση της αυτοματοποίησης και της ανταλλαγής δεδομένων στις τεχνολογίες παραγωγής. Περιλαμβάνει τα κυβερνοφυσικά συστήματα, το Διαδίκτυο των πραγμάτων, το υπολογιστικό νέφος [14][15][16][17] και τη γνωστική υπολογιστική. Η βιομηχανία 4.0 αναφέρεται συνήθως ως η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση.
Υποσημειώσεις και παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ A. Toybee "Lectures on the Industrial Revolution in England" / London: Rivingtons, 1884
- ↑ Teich, M. (2008). Η Βιομηχανική επανάσταση και η κοινωνία στην Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα. Πάτρα: ΕΑΠ. σελ. 80.
- ↑ North 2000: 260
- ↑ Hobsbawm 1990: 61
- ↑ Hobsbawm 1990: 59
- ↑ Hobsbawm 1990: 62
- ↑ Hobsbawm 1990: 65
- ↑ 8,0 8,1 Hobsbawm 1990: 66
- ↑ Hobsbawm 1990: 67
- ↑ Στ. Γ. Φραγκόπουλου, «Ατμοκίνηση, Βιομηχανική Επανάσταση» στο Ιστορία της Τεχνολογίας.
- ↑ Παπαθανασίου 2008: 158
- ↑ Παπαθανασίου 2008: 159-162
- ↑ 13,0 13,1 Χαντζαρούλα 2008: 188
- ↑ Hermann, Pentek, Otto, 2016: Design Principles for Industrie 4.0 Scenarios, accessed on 4 May 2016
- ↑ Jürgen Jasperneite:Was hinter Begriffen wie Industrie 4.0 steckt Αρχειοθετήθηκε 2013-04-01 στο Wayback Machine. in Computer & Automation, 19 December 2012 accessed on 23 December 2012
- ↑ Kagermann, H., W. Wahlster and J. Helbig, eds., 2013: Recommendations for implementing the strategic initiative Industrie 4.0: Final report of the Industrie 4.0 Working Group
- ↑ Heiner Lasi, Hans-Georg Kemper, Peter Fettke, Thomas Feld, Michael Hoffmann: Industry 4.0. In: Business & Information Systems Engineering 4 (6), pp. 239-242
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Hobsbawm, Eric (1990). Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848. Αθήνα: ΜΙΕΤ.
- North, Douglass (2000). Δομή και μεταβολές στην οικονομική ιστορία. Αθήνα: Κριτική. ISBN 9602181753.
- Παπαθανασίου, Μ. (2008). «Παιδική εργασία στην Ευρώπη». Στο: Δρίτσα Μαργ. Θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης. Πάτρα: ΕΑΠ.
- Χαντζαρούλα, Π. (2008). «Γυναικεία εργασία, ταυτότητα και σχετική νομοθεσία στην Ευρώπη, 19ος αιώνας». Στο: Δρίτσα Μαργ. Θέματα οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης. Πάτρα: ΕΑΠ.