Δομισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Με τον όρο δομισμός, ή στρουκτουραλισμός (εκ του αντίστοιχου αγγλικού και γαλλικού όρου), φέρεται μια κοινή θεωρία ανθρωπολογικών επιστημών με στόχο την ανάλυση των ανθρωπίνων πραγμάτων ως υποσύνολο ενός ευρύτερου συνόλου που αλληλοπροσδιορίζονται με βάση κάποιους κανόνες κατά την έννοια της δόμησης. Πρόκειται για είδος μεθοδολογίας των κοινωνικών επιστημών χωρίς φιλοσοφική προέκταση. Βασικές έννοιες του δομισμού είναι η ολότητα και η διάδραση σε μια ιδανική μορφή που επιδέχονται μια λογικο-μαθηματική διατύπωση.

Η έννοια του δομισμού άρχισε να εμφανίζεται περί τα μέσα του 20ου αιώνα σε τρεις βασικά επιστήμες: στη γλωσσολογία με τις εργασίες και την προσέγγιση του Φερντινάντ ντε Σωσσύρ (1857 - 1913), στην ψυχολογία με την λεγόμενη "μορφολογική θεωρία" ή "θεωρία της μορφής" και στην ανθρωπολογία με τον λεγόμενο "λειτουργισμό" από τις οποίες και μετεμφυτεύτηκε στις κοινωνικές επιστήμες. Ακαδημαϊκοί και στοχαστές από διαφορετικά γνωστικά πεδία, όπως η κοινωνική ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία ή η ψυχολογία, επιχείρησαν να αξιοποιήσουν κατά την εικοσαετία 1950 - 1970 τον δομισμό ως κεντρικό παράδειγμα ερμηνείας φαινομένων στους τομείς τους και να τον συγχωνεύσουν με παλαιότερες θεωρητικές προσεγγίσεις, όπως ο μαρξισμός ή η ψυχανάλυση, πλην όμως στα μόνα πεδία που φέρεται να υπήρξε γόνιμη η θεωρία αυτή είναι η γλωσσολογία και η ανθρωπολογία στην κοινωνική της διάσταση.

Ο αρχικός γλωσσολογικός δομισμός του Σωσσύρ επέφερε μεγάλες αλλαγές στον χώρο κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, καταδεικνύοντας την ανάγκη για συγχρονική μελέτη της γλώσσας στο αφηρημένο παρόν, όχι στο πλαίσιο της διαχρονικής της εξέλιξης, μα και τονίζοντας τη φύση της ως ένα σύστημα αλληλεπιδρώντων στοιχείων (π.χ. φωνήματα) τα οποία αποκτούν νόημα μέσα από τις μεταξύ τους σχέσεις και αντιθέσεις. Πρωτοπόρος στην επεξεργασία ενός καθολικού δομιστικού παραδείγματος στις κοινωνικές επιστήμες και εισηγητής του όρου υπήρξε ο Γάλλος ανθρωπολόγος Κλοντ Λεβί-Στρος (1908 - 2009), ο οποίος εφάρμοσε τον δομισμό στο πεδίο του την ίδια στιγμή που ο γλωσσολογικός δομισμός υποχωρούσε προς όφελος της γενετικής γλωσσολογίας του Νόαμ Τσόμσκι. Μετέπειτα στοχαστές οι οποίοι αξιοποίησαν τον δομισμό είναι ο Ζακ Λακάν, σε μία προσπάθεια ενοποίησής του με την ψυχανάλυση, ο Λουί Αλτουσέρ και ο Νίκος Πουλαντζάς, σε δύο διαφορετικά προγράμματα δομιστικής προσέγγισης στον μαρξισμό, καθώς και ο Ρολάν Μπαρτ στη λογοτεχνική ανάλυση. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ωστόσο, ο δομισμός άρχισε να γίνεται στόχος κριτικής για τον ανιστορικό / συγχρονικό και άκαμπτο χαρακτήρα του, ακόμα και από θεωρητικούς που αρχικά είχαν θεωρηθεί δομιστές (π.χ. ο Μισέλ Φουκώ). Το αποτέλεσμα ήταν η ουσιαστική εγκατάλειψη του δομιστικού προγράμματος και η ανάδυση του μεταδομισμού, ο οποίος διατήρησε κάποια μόνο από τα χαρακτηριστικά του προκατόχου του και απέρριψε άλλα, ενώ τελικά αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο του ευρύτερου μεταμοντερνισμού στη φιλοσοφία.

Βασικό γνώρισμα του δομισμού είναι η έμφασή του σε καθολικές, αφηρημένες δομές κάτω από την επιφάνεια των πολιτισμικών και κοινωνικών φαινομένων, οι οποίες ρυθμίζουν μηχανιστικά τα τελευταία και τα αλληλοσυσχετίζουν συστηματικά. Έτσι ο δομισμός έρχεται σε αντίθεση με την ανθρωπιστική δυτική παράδοση και την υπαρξιστική φιλοσοφική σχολή των μέσων του 20ου αιώνα, όπου τοποθετείται αξία στην ελευθερία και στη βούληση του ατομικού υποκειμένου να αποφασίζει αυτόνομα και να επηρεάζει τον κόσμο. Για τον δομισμό, το υποκείμενο σφυρηλατείται από παρασκηνιακές κοινωνικές δυνάμεις εκφραζόμενες διαμέσου των υπό εξέταση υποκείμενων δομών και συνιστά όχι αυτόνομη ουσία αλλά αποτέλεσμα κοινωνικών πρακτικών. Η εύρεση και περιγραφή των εν λόγω αφηρημένων, βαθέων δομών είναι το κεντρικό ζήτημα μίας δομιστικής προσέγγισης σε ένα γνωστικό πεδίο, ενώ τα κύρια χαρακτηριστικά τους είναι η στατική τους φύση και η πλήρης διάκρισή τους τόσο από τις πραγματικές, υλικές και απτές οργανώσεις της πραγματικότητας, όσο και από τις φανταστικές, νοητές συλλήψεις της κουλτούρας.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]