Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τίγρη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το «Τίγρης» ανακατευθύνει εδώ. Για άλλες χρήσεις, δείτε: Τίγρης (αποσαφήνιση).
Τίγρη
Πορτρέτο τίγρης της Σουμάτρας, P. T. Sumatrae
Πορτρέτο τίγρης της Σουμάτρας, P. T. Sumatrae
Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnivora)
Οικογένεια: Αιλουρίδες (Felidae)
Υποοικογένεια: Πανθηρίνες (Pantherinae) (Pocock, 1917) [2]
Γένος: Πάνθηρ (Panthera) (Oken, 1816)
Είδος: P. tigris (Τίγρη)
Διώνυμο
Panthera tigris (Πάνθηρ ο τίγρις)
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Panthera tigris altaica
Panthera tigris amoyensis
Panthera tigris balica
Panthera tigris corbetti
Panthera tigris jacksoni
Panthera tigris sondaica
Panthera tigris sumatrae
Panthera tigris tigris
Panthera tigris virgata

Η Τίγρη (θηλ.) είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών της οποίας αποτελεί το βαρύτερο μέλος. Το είδος έχει την επιστημονική ονομασία Panthera tigris, απαντά αποκλειστικά στην ασιατική ήπειρο και διακρίνεται σε 9 υποείδη, από τα οποία τα 3 θεωρούνται εξαφανισμένα (βλ. Υποείδη).

Η τίγρη, ένα από τα λιγοστά ζώα της επονομαζομένης χαρισματικής μεγαπανίδας (Charismatic Megafauna), αποτελεί ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα είδη στην υφήλιο, με το χαρακτηριστικό μοτίβο από κάθετες, σκούρες ραβδώσεις σε κοκκινοπορτοκαλί υπόστρωμα στην άνω επιφάνεια και, την πιο ανοικτόχρωμη κάτω επιφάνεια του σώματός της. Είναι το βαρύτερο και μακρύτερο από άποψη μήκους σώματος είδος «γάτας» (Felidae), φθάνοντας σε συνολικό -μαζί με την ουρά- μήκος μέχρι και 3,3 μέτρα και βάρος έως 306 κιλά. Έχει εξαιρετικά ευμεγέθεις κυνόδοντες, τους μακρύτερους από τα αιλουροειδή με ύψος μύλης 7,5 έως και 9 εκατοστά.[3] Σε ζωολογικούς κήπους, κάποιες τίγρεις έχουν ζήσει για 20 έως 26 έτη, που φαίνεται επίσης να είναι η διάρκεια ζωής τους στην άγρια φύση.[4] Πρόκειται για εξαιρετικά εδαφικό και, σε γενικές γραμμές, μοναχικό ζώο, που συχνά απαιτεί μεγάλα σε έκταση ενδιαιτήματα για να υποστηριχθούν οι απαιτήσεις στη λεία του. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ζει σε μερικές από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές στη Γη, έχει προκαλέσει σημαντικές συγκρούσεις με τον άνθρωπο.

Οι τίγρεις, κάποτε, εξαπλώνονταν σε όλη την Ασία, από την Τουρκία στα δυτικά μέχρι την ανατολική ακτή της Ρωσίας, στα ανατολικά.[5] Κατά τα τελευταία 100 χρόνια, όμως, έχουν απωλέσει το 93% της ιστορικής κατανομής τους [6][7] και, έχουν εκριζωθεί από την Κ. και ΝΔ. Ασία, από τα νησιά της Ιάβας και του Μπαλί, καθώς και από μεγάλες περιοχές της Α. και ΝΑ. Ασίας. Σήμερα εξαπλώνονται σε οικοσυστήματα που, ποικίλλουν από τη σιβηρική τάιγκα μέχρι τα ανοικτά λιβάδια και τους τροπικούς μαγκρόβιους βάλτους. Τα 6 υποείδη τίγρης που ζουν σήμερα, έχουν χαρακτηριστεί ως απειλούμενα (EN) από την IUCN (κριτήρια A2bcd+4bcd, 2011).[1] Ο παγκόσμιος πληθυσμός στην άγρια φύση εκτιμήθηκε το 2011, ότι είναι μικρότερος των 3000 ατόμων (βλ. και Κατάσταση πληθυσμού),[1][8] από περίπου 100.000 στις αρχές του 20ού αιώνα,[9] με τους περισσότερους εναπομείναντες πληθυσμούς να απαντώνται σε μικρούς, απομονωμένους τον έναν από τον άλλο, θύλακες. Σημαντικότεροι λόγοι για την κατακόρυφη μείωση των πληθυσμών της τίγρης είναι η λαθροθηρία (poaching) και η καταστροφή και ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων της.[10] Η έκταση της επικράτειας που καταλαμβάνεται από το είδος εκτιμάται σε λιγότερο από 1.184.911 τετραγωνικά χιλιόμετρα, με μείωση της τάξης του 41% από την περιοχή που εκτιμάται ότι κατείχε στα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Αποτελεί, ίσως, το δημοφιλέστερο από τα μεγάλα θηλαστικά του κόσμου, με εξέχουσα θέση στην αρχαία μυθολογία και λαογραφία και συνεχή ιστορική παρουσία στη λογοτεχνία και σε όλες ανεξαιρέτως τις καλές τέχνες, αλλά και στον κινηματογράφο και τα σύγχρονα media. Οι τίγρεις εμφανίζονται σε πολλές σημαίες, σε οικόσημα και στη λαϊκή κουλτούρα σε πλείστες εκφάνσεις της.[11] Είναι το εθνικό ζώο του Μπανγκλαντέςτίγρη της Βεγγάλης), της Ινδίας, του Βιετνάμ, της Μαλαισίας (η μαλαισιανή τίγρη) και της Νότιας Κορέας.

Τα μορφολογικά και ηθολογικά χαρακτηριστικά της τίγρης, η κορυφαία θέση που κατέχει στην τροφική αλυσίδα των ενδιαιτημάτων της, το ιστορικό της γεωγραφικής της εξάπλωσης και, κυρίως, η σχέση της με τον άνθρωπο, συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός «μύθου» και αφηγήσεων -τις περισσότερες φορές με τραγική κατάληξη- γύρω από το όνομά της. Η δραματική μείωση των πληθυσμών της -ήδη, τρία από τα υποείδη της είναι εξαφανισμένα (ΕΧ)-, έχει προκαλέσει την κινητοποίηση της παγκόσμιας επιστημονικής, και όχι μόνον, κοινότητας.

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓

Ετυμολογία επιστημονικής ονομασίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την επιστημονική ονομασία του γένους Panthera «πάνθηρας» υπάρχουν δύο εκδοχές: σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, η λέξη είναι ελληνική και προέρχεται από τον αρχικό αμάρτυρο τύπο πάνθηρ, λόγω της παρετυμολογικής σύνδεσής της με τις λέξεις παν και θηρώ «κυνηγώ».[12]

Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, η λέξη έχει ανατολική προέλευση και συνδέεται με την αρχαία ινδική pundarīka «τίγρη».[12]

Ετυμολογία λαϊκής ονομασίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη τίγρη φαίνεται να είναι δάνεια από την περσική γλώσσα, αλλά δεν έχει προσδιοριστεί η ακριβής προέλευση, παρά την προσπάθεια να συνδεθεί ετυμολογικά με τον ομώνυμο ποταμό Τίγρητα, λόγω της ιδιότητας του να είναι «ορμητικός» και «αιχμηρός» [ΕΤΥΜ. < αρχ. τίγρις, η σύνδεση με την αβεστική tiyri- «βέλος, οξύ άκρο», αρχ. περσ. tigrã «οξύς, αιχμηρός» ίσως οφείλεται σε παρετυμολογία, παρά το σχόλιο του Στράβωνος για τον ομώνυμο ποταμό: Τίγρις άμικτον φυλάσσων το ρεύμα διά την οξύτητα, αφ' ου και τούνομα Μήδων τίγριν καλούντων το τόξευμα. Κατόπιν, και μέσω του λατινικού tigris η λέξη πέρασε και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, λ.χ. αγγλ. tiger, γαλλ. tigre, γερμ. Tiger].[13]

Η αρχαία και, μεσαιωνική κατόπιν, ονομασία είναι τίγρις-εως (ο, η), πληθ. τίγρεις-εων (οι, αι), αλλά και ο τύπος στη γενική ενικού τίγρις-ιος ή -ιδος, πληθ. τίγριδων.[14] Αργότερα εμφανίστηκε και ο νεοελληνικός τύπος τίγρης-η (ο) και τίγρη-ης (η).[13]

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1758, ο Κάρολος Λινναίος περιέγραψε το είδος στο περίφημο έργο του Systema Naturae, ως Felis tigris.[15] To 1929, ο Άγγλος ζωολόγος Ρέτζιναλντ Πόκοκ (Reginald Innes Pocock), κατέταξε το είδος στο γένος (βιολογία) Panthera.[2] Υπάρχουν 9 συνολικά υποείδη, από τα οποία τα 3 θεωρούνται εξαφανισμένα (βλ. Υποείδη).

Καταγωγή και εξέλιξη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σκελετός τίγρης

Τα παλαιότερα κατάλοιπα ενός αιλουροειδούς με «τιγροειδή» χαρακτηριστικά βρέθηκαν στην Κίνα και την Ιάβα, και καταχωρήθηκαν ως Panthera palaeosinensis. Αυτό το είδος έζησε περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια πριν, κατά την έναρξη του Πλειστοκαίνου και, ήταν μικρότερο από το σημερινό. Τα πρώτα απολιθώματα από πραγματικές τίγρεις γνωστά από την Ιάβα, είναι ηλικίας μεταξύ 1,6 και 1,8 εκατομμυρίων ετών. Ξεχωριστά απολιθώματα από το πρώιμο και μέσο Πλειστόκαινο, ανακαλύφθηκαν επίσης σε αποθέσεις στην Κίνα και τη Σουμάτρα. Ένα υποείδος τίγρης που ονομάζεται Panthera tigris trinilensis, έζησε περίπου 1,2 εκατομμύρια χρόνια πριν, και είναι γνωστό από απολιθώματα που βρέθηκαν στο Τρινίλ (Trinil) της Ιάβας.[16]

Οι τίγρεις εμφανίστηκαν αρχικά στην Ινδία και τη βόρεια Ασία στα τέλη του Πλειστόκαινου, φθάνοντας μέχρι τη Βερίγγεια γέφυρα (Beringia) (χωρίς ωστόσο να περάσουν στην αμερικανική ήπειρο), την Ιαπωνία και τη Σαχαλίνη. Απολιθώματα που βρέθηκαν στην Ιαπωνία, δείχνουν οι τοπικές τίγρεις ήσαν, όπως και το σωζόμενο υποείδος, μικρότερες από εκείνες των ηπειρωτικών περιοχών. Αυτό μπορεί να οφειλόταν στο φαινόμενο κατά το οποίο, το μέγεθος του σώματος σχετίζεται με τον περιβάλλοντα χώρο (νησιωτικός ή φυλετικός νανισμός), ή ίσως στη διαθεσιμότητα τροφής. Μέχρι το Ολόκαινο, τίγρεις ζούσαν στην Βόρνεο, καθώς και στο Παλαουάν των Φιλιππίνων.[17]

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ιστορική (με ωχρό χρώμα) και σύγχρονη (με πράσινο) εξάπλωση της τίγρης
Η δραματική μείωση του πληθυσμού της τίγρης στον 20ο αιώνα
Η δραματική μείωση του πληθυσμού της τίγρης στον 20ο αιώνα

Στο παρελθόν, οι τίγρεις είχαν παρουσία σε όλη την Ασία, από τον Καύκασο και την Κασπία Θάλασσα, ανατολικά προς τη Σιβηρία, την Ιάβα, το Μπαλί και τη Σουμάτρα. Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, όμως, οι τίγρεις εξαφανίστηκαν από τη δυτική Ασία και περιορίστηκαν σε απομονωμένους θύλακες στα υπόλοιπα τμήματα της επικρατείας τους. Σήμερα η -κατακερματισμένη και εν μέρει υποβαθμισμένη- κατανομή τους, εκτείνεται από την Ινδία στα δυτικά μέχρι την Κίνα και τη νοτιοανατολική Ασία στα ανατολικά. Το βόρειο όριο βρίσκεται κοντά στον ποταμό Αμούρ στη νοτιοανατολική Σιβηρία, ενώ το μόνο μεγάλο νησί που κατοικείται από τίγρεις είναι η Σουμάτρα.

Το είδος εξέλιπε από το νησί του Μπαλί το 1940, από την Κασπία Θάλασσα στη δεκαετία του 1970, και από την Ιάβα στη δεκαετία του 1980. Η απώλεια των ενδιαιτημάτων τους και το επίμονο κυνήγι, τόσο των τίγρεων όσο και της λείας τους, καταβαράθρωσαν στην κυριολεξία την πληθυσμιακή τους κατάσταση, μια διαδικασία που εξακολουθεί να στερεί τα μεγάλα δάση από την παρουσία τους, όπως άλλωστε και άλλων μεγάλων θηλαστικών, σε όλη τη νότια και νοτιοανατολική Ασία. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, η ιστορική κατανομή τους έχει συρρικνωθεί κατά το -τρομακτικό- ποσοστό, 93%. Στη δεκαετία 1997-2007, η εκτιμώμενη περιοχή που καταλαμβάνεται από τίγρεις έχει μειωθεί κατά 41%.[18]

Κατανομή ανά κράτος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μπανγκλαντές, Μπουτάν, Καμπότζη, Κίνα (Anhui - Περιφερειακά εξαφανισμένο (ΠΕ), Πεκίνο - Τοπικά εξαφανισμένο (ΤΕ), Chongqing - (ΠΕ), Φουτσιάν - Ενδεχομένως εξαφανισμένο (ΕΕ), Γκουανγκντόνγκ - (ΕΕ), Guangxi - (ΠΕ), Κουεϊτσόου - (ΠΕ), Χεμπέι - (ΠΕ), Χεϊλονγκτσιάνγκ, Χενάν - (ΠΕ), Χουμπέι - (ΠΕ), Χουνάν - (ΕΕ), Τσιανγκσού -(ΠΕ), Τσιανγκσί - (ΕΕ), Jilin, Λιαονίνγκ - (ΠΕ), Σαανσί - (ΕΕ), Σαντόνγκ - (ΠΕ), Σαγκάη - (ΤΕ), Σανξί - (ΠΕ), Σιτσουάν - (ΠΕ), Tianjin - (ΠΕ), Θιβέτ, Σιντζιάνγκ - (ΠΕ), Γιουνάν, Τσετσιάνγκ - (ΕΕ)), Ινδία, Ινδονησία (Μπαλί - (ΤΕ), Ιάβα - (ΠΕ), Σουμάτρα), Λάος, Μαλαισία (χερσόνησος της Μαλαισίας), Μιανμάρ, Νεπάλ, Ρωσία, Ταϊλάνδη, Βιετνάμ, Βόρεια Κορέα - (ΕΕ): Εξαφανισμένο: Αφγανιστάν, Ιράν, Καζακστάν, Κιργιστάν, Πακιστάν, Σιγκαπούρη, Τατζικιστάν, Τουρκία, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν Πηγή:[1]

Οι τίγρεις μπορούν να καταλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα ενδιαιτημάτων, αλλά απαιτούν σχεδόν πάντοτε, επαρκή φυτική κάλυψη, γειτνίαση με το νερό και, σχετική αφθονία θηραμάτων. Οι πληθυσμοί της ινδικής υποηπείρου ζουν σε πολλούς τύπους δασών, συμπεριλαμβανομένων των υγρών, αειθαλών και ημιαειθαλών δασών του Άσαμ και της ανατολικής Βεγγάλης. Επίσης συχνάζουν στα βαλτώδη μαγκρόβια δάση του Δέλτα του Γάγγη, το δάσος φυλλοβόλων του Νεπάλ, και τα δάση ακανθωτών ειδών των δυτικών Γκατς. Σε διάφορα τμήματα της περιοχής τους, επίσης, κατοικούν ή έχουν κατοικήσει στα μερικώς ανοικτά λιβάδια και τη σαβάνα, καθώς και στα δάση της τάιγκας και βραχώδεις οικοτόπους. Σε σύγκριση με το λιοντάρι, η τίγρη προτιμά πυκνότερη βλάστηση, στην οποία ο καμουφλάζ-χρωματισμός της ταιριάζει ιδανικά και, όπου ένα μοναχικό αρπακτικό δεν βρίσκεται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλα αιλουροειδή που κινούνται κοπαδιαστά. Μια περαιτέρω απαίτηση των βιοτόπων των τίγρεων, είναι η θέση των κατάλληλα απομονωμένων περιοχών φωλιάσματος, που μπορεί να περιλαμβάνει σπηλιές, μεγάλα κοίλα δέντρα, ή πυκνή βλάστηση.[19] Οι τίγρεις συνήθως παραμένουν σε περιοχές κάτω των 2.000 μέτρων. Στο Καζακστάν, τα ζώα εντοπίζονται κατά καιρούς στα 2.500 μ., ενώ στα Ιμαλάια εντοπίστηκαν ακόμη και σε ύψος 4.000 μ., και φωτογραφίες ατόμων μέχρι τα 4.500 μ. έχουν τραβηχτεί στο Μπουτάν.[20]

Γενικά μορφολογικά χαρακτηριστικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τίγρεις διαθέτουν εξαιρετικά μυώδες σώμα, με ιδιαίτερα ισχυρά εμπρόσθια άκρα και μεγάλο κρανίο. Ο χρωματισμός της γούνας τους ποικίλλει μεταξύ των αποχρώσεων του πορτοκαλί ή καφέ, με λευκές κεντρικές περιοχές και διακριτές μαύρες ρίγες. Τα πρόσωπά τους έχουν μακριά μουστάκια (whiskers), ιδιαίτερα μεγάλα στα αρσενικά. Οι κόρες των οφθαλμών είναι κυκλικές με κίτρινες ίριδες. Τα μικρά, στρογγυλεμένα αυτιά έχουν μαύρα σημάδια στο πίσω μέρος, τα οποία περιβάλλουν μια λευκή κηλίδα.[3] Αυτές οι κηλίδες, που ονομάζονται οφθαλμίσκοι (ocelli), διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επικοινωνία εντός του εκάστοτε πληθυσμού.[21] Υπάρχει μια ευδιάκριτη σκοτεινόχρωμη εγκάρσια λωρίδα που εκτείνεται από το κεφάλι και πάνω από το σώμα, μέχρι την άκρη της ουράς έτσι, ώστε η τελευταία να φαίνεται «κουλουριασμένη» (curled).

Το μοτίβο των καθέτων λωρίδων είναι μοναδικό για κάθε ζώο και, αυτές οι ξεχωριστές σημάνσεις, μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους ερευνητές για την αναγνώριση ατόμων (τόσο στην άγρια κατάσταση όσο και στην αιχμαλωσία), με τον ίδιο τρόπο όπως τα δακτυλικά αποτυπώματα χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση στον άνθρωπο. Είναι τις περισσότερες φορές μαύρες, αλλά στο P. t. altaica, έχει διάφορες αποχρώσεις του καφέ, ιδιαίτερα στα πλευρά, στους μηρούς και το εμπρόσθιο τμήμα της ουράς, ενώ παραμένουν μαύρες στο κεφάλι, τη ράχη και το οπίσθιο τμήμα της ουράς.[3] Σε κάποια υποείδη, οι ρίγες είναι υποβαθμισμένες στην περιοχή των ώμων, στα μπροστινά πόδια και στο θώρακα. Στο υποείδος P. t. sumatrae, έχουν τη μορφή κηλίδων στα άκρα τους, ενώ αχνές γραμμές από μικρά, σκούρα σημάδια μεταξύ των κανονικών ριγών, μπορεί να υπάρχουν στη ράχη, στα πλευρά και στα πίσω πόδια.[3]

Ο ρόλος τους είναι παραλλακτικός (καμουφλάζ), για να βοηθούν τις τίγρεις να κρύβονται μέσα στις σκιερές θέσεις και το ψηλό χορτάρι του περιβάλλοντος χώρου, καθώς ελλοχεύουν το θήραμά τους. Πρακτικά, είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει μια τίγρη μέσα στη βλάστηση, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν μακρόστενα και λεπτά φύλλα, τα οποία «αναμιγνύονται» με τις παράλληλες ρίγες του σώματος. Μόνον η τίγρη της Σιβηρίας, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ξεχωρίζει στο μονότονο, χιονισμένο τοπίο, αυτό όμως δεν ισχύει στις άλλες εποχές:

  • ...Ο χρωματισμός δίνει στην τίγρη πλήρη προστασία. Όταν κινείται στην τάιγκα ανάμεσα στους θάμνους και τα νεκρά φύλλα, διαχέονται παντού, το μαύρο, κίτρινο και λευκό χρώμα, και το ζώο παίρνει ένα μονότονο γκρι-καφέ χρώμα. Ειδικά το φθινόπωρο, μεταξύ των πορτοκαλί και κόκκινων χρωμάτων των αμπελόφυλλων και των ξερών κίτρινων φύλλων φτέρης, διάσπαρτα με τα πολλά μαυριδερά στελέχη, η τίγρη ακόμη πιο δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει... (Βλαντιμίρ Αρσένιεφ, Ρώσος εξερευνητής) [22]
  • Αντίθετα με ό,τι φαίνεται εξωτερικά, οι ρίγες στο σώμα της τίγρης, δεν είναι επιφανειακές, δηλαδή δεν είναι απλώς μία χρωματική διαφοροποίηση στη γούνα της, αλλά είναι «χαραγμένες» στην επιδερμίδα του ζώου σαν τατουάζ. Έτσι, ακόμη και αν ξυριστεί το τρίχωμά της, το συγκεκριμένο διακριτό μοτίβο παραμένει αναλλοίωτο.

Το βασικό χρώμα της γούνας ποικίλλει από ξανθό-πορτοκαλί μέχρι κανελλί-καφέ στα υποείδη που ζουν νότια, ενώ είναι ωχρό-πορτοκαλί έως σκούρο-πορτοκαλί στους βόρειους πληθυσμούς. Ο χρωματισμός της κοιλιάς είναι συνήθως υπόλευκος, αλλά σε κάποιους νότιους πληθυσμούς, υπάρχει κάποια απόχρωση όμοια με της γούνας. Γενικά, ανοικτότερα χρωματισμένα είναι τα άτομα της τίγρης της Σιβηρίας, αν και, πολλές τίγρεις της Βεγγάλης από τη βόρεια ή κεντρική Ινδία είναι σχεδόν εξίσου φωτεινές σε χρώμα.

Οι τρίχες της γούνας είναι κοντές, με μήκος 0,7-2 εκ. στη ράχη και 1,5-3,5 εκ. στην κοιλιά για όλα τα υποείδη, πλην του P. t. altaica στο οποίο, ιδιαίτερα το χειμώνα έχουν μήκος 4-6 εκ. στη ράχη και 7-10,5 εκ. στην κοιλιά.[3] Τουλάχιστον στους ζωολογικούς κήπους, όπου μπορεί να υπάρξει λεπτομερής παρατήρηση, όλα τα υποείδη μπορούν να αναπτύξουν ένα «χειμερινό παλτό», με το μήκος της τρίχας και την πυκνότητα, να διαφέρουν ανάμεσα στα υποείδη και, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες. Το καλοκαίρι η γούνα είναι πολύ μικρότερη και λιγότερο πυκνή, ειδικά στο σιβηρικό υποείδος. Η πυκνότητα των τριχών είναι περίπου 1.800 τρίχες ανά τετραγωνικό εκατοστό στις τίγρεις της Βεγγάλης και 3.200 τρίχες στις τίγρεις της Σιβηρίας το χειμώνα, συγκρίσιμη με εκείνη των λεοπαρδάλεων (συγκριτικά ο λύγκας μπορεί να φθάσει σε πυκνότητα τις 9.000 τρίχες ανά τετραγωνικό εκατοστό).[22] Την άνοιξη, η μακριά γούνα του χειμώνα, αντικαθίσταται από άλλη κοντύτερη, αλλά για τις τίγρεις της Ινδίας, αυτό δεν είναι απολύτως σαφές.

Η τίγρη ποικίλλει σε μέγεθος περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο αιλουροειδές, ακόμη και από την ποικιλόμορφη λεοπάρδαλη και, ιδιαίτερα από το λιοντάρι.[23] Τα υποείδη P. t. tigris και P. t. altaica, αποτελούν τα μεγαλύτερα αιλουροειδή που ζουν σήμερα και, μαζί με το εξαφανισμένο P. t. virgata, συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων που υπήρξαν ποτέ. Ένα μέσο ενήλικο αρσενικό άτομο από τη βόρεια Ινδία ή τη Σιβηρία υπερτερεί από ένα μέσο ενήλικο αρσενικό λιοντάρι κατά περίπου 45,5 κιλά.[23] Βέβαια, τα θηλυκά υπολείπονται σε μήκος και βάρος από τα αρσενικά: έχουν μέσο μήκος 200-275 εκατοστά και ζυγίζουν 65-167 κιλά, κατά μέσον όρο, με ένα μέγιστο μήκος κρανίου που κυμαίνεται από 26,8 έως 31,8 εκ. Τα αρσενικά κυμαίνονται σε μέγεθος από 250 έως 390 εκ. και ζυγίζουν από 90-306 κιλά, με μέγιστο μήκος κρανίου από 31,6 έως 38,3 εκ.[24]

Το μέγεθος σώματος των διαφορετικών πληθυσμών φαίνεται να συσχετίζεται με την κλιματική συνιστώσα του Κανόνα του Μπέργκμαν και, μπορεί να εξηγηθεί από το φαινόμενο της θερμορρύθμισης.[3] Οι μεγάλες αρσενικές τίγρεις της Σιβηρίας (βλ. Υποείδη) μπορεί να φτάσουν σε συνολικό μήκος άνω των 3,5 μέτρων και να ζυγίζουν μέχρι 306 κιλά, σημαντικά μεγαλύτερα μεγέθη από τα μικρότερα υποείδη, όπως την τίγρη της Σουμάτρας, που φθάνει σε σωματικό βάρος από 75 έως 140 κιλά. Βέβαια, η ουρά συμμετέχει κατά ένα ικανοποιητικό ποσοστό στο ολικό μήκος σώματος, από 0,6 έως 1,1 μέτρα,[25][26] ενώ το ύψος στην περιοχή του ώμου κυμαίνεται από 0,7 έως 1,22 μέτρα.[4]

Γενικά, τα θηλυκά είναι μικρότερα από τα αρσενικά σε κάθε υποείδος, με τη διαφορά μεγέθους να είναι μεγαλύτερη στα μεγαλύτερα υποείδη και, τα αρσενικά να ζυγίζουν 1,7 φορές περισσότερο από ό,τι τα θηλυκά.[28] Επιπλέον, οι αρσενικές τίγρεις έχουν πλατύτερα «μαξιλαράκια» στα πέλματα των μπροστινών άκρων από τα θηλυκά. Μάλιστα, αυτό το στοιχείο βοηθάει επί πλέον στον καθορισμό του φύλου.[29]

Ο σκελετός της τίγρης είναι ένας τυπικός σκελετός «γάτας» σε μεγέθυνση και, μοιάζει πολύ με εκείνον του λιονταριού. Μόνο το βραχιόνιο οστό εμφανίζει κάποιες διαφορές. Η σπονδυλική στήλη αποτελείται από 55-56 σπονδύλους, ενώ ο θώρακας έχει 13 ζεύγη πλευρών. Μια καρδιά τίγρης ζυγίζει περίπου 600 έως 1.100 γραμμάρια, ενώ το έντερο είναι περίπου 7 μέτρα. Η τίγρη της Σιβηρίας κατά τον χειμώνα έχει ένα παχύ στρώμα λίπους, του οποίου το πάχος στις λαγόνες είναι περίπου 5 εκατοστά.[22]

Το κρανίο της τίγρης είναι παρόμοιο με εκείνο του λιονταριού, αν και η μπροστινή περιοχή του δεν είναι συνήθως τόσο συμπιεσμένη ή πεπλατυσμένη, ενώ η οπισθοκογχική περιοχή είναι ελαφρώς μεγαλύτερη. Επίσης, το κρανίο του λιονταριού έχει ευρύτερα ρινικά ανοίγματα. Ωστόσο, λόγω της κυμαινόμενης διακύμανσης του κρανίου στα δύο ζώα, συνήθως μόνο η δομή της κάτω γνάθου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αξιόπιστος διαγνωστικός δείκτης.[30]

Τα μπροστινά πόδια έχουν 5 δάκτυλα, από τα οποία το μεγάλο (pollex), είναι υπερυψωμένο σε σχέση με τα άλλα και δεν έρχεται σε επαφή με το έδαφος. Τα πίσω πόδια έχουν 4 δάκτυλα, με το μεγάλο (hallux) να λείπει. Όλα τα δάκτυλα φέρουν μεγάλους, καμπυλωτούς και πλευρικά συμπιεσμένους όνυχες 8-10 εκατοστών, που είναι συσταλτοί προς τη θήκη τους και, εξάγονται μέσω της ακραίας ονυχοφόρας φάλαγγας μόνο για τη σύλληψη της λείας και για την άμυνα. Πάντως, τα νύχια αντικαθίστανται τακτικά. Πρώτα «ξεφλουδίζουν» σε στρώματα και στη συνέχεια πέφτουν, ενώ νέα «φυτρώνουν» από κάτω.[22]

Οι άνω κυνόδοντες μιας σιβηρικής τίγρης

Οι οδόντες της τίγρης είναι εξαιρετικά ισχυροί, με τους κυνόδοντες να είναι μακρείς και ελαφρά καμπυλωτοί. Το μήκος τους είναι το μεγαλύτερο από όλων των σύγχρονων αιλουροειδών, περίπου 7,45 εκ. κατά μέσον όρο στο υποείδος P. t. altaica, αλλά μπορεί να φθάσουν και τα 9 εκ.[3] Οι κυνόδοντες της κάτω γνάθου είναι ελαφρά μικρότεροι. Ο δεύτερος άνω προγόμφιος και ο μοναδικός άνω γομφίος έχουν μικρό μέγεθος και μικρό λειτουργικό ρόλο, γι’ αυτό και μερικές φορές απουσιάζουν. Η μόνιμη οδοντοφυΐα της τίγρης περιλαμβάνει 30 συνολικά δόντια.

Η μύτη της τίγρης είναι γενικά ροζ, αλλά δείχνει με το πέρασμα της ηλικίας μικρές μαύρες κουκίδες.[22]

Σήμερα, είναι καταχωρημένα 9 υποείδη τίγρης, 3 από τα οποία έχουν εξαφανιστεί. Η ιστορική τους κατανομή στο Μπανγκλαντές, τη Σιβηρία, το Ιράν, το Αφγανιστάν, την Ινδία, την Κίνα και τη νοτιοανατολική Ασία, μεταξύ των οποίων και 3 νησιά της Ινδονησίας, έχει μειωθεί και εξακολουθεί να μειώνεται σημαντικά. Τα σωζόμενα υποείδη, αναφέρονται κατά φθίνουσα σειρά -άγριου πληθυσμού:

Θέση Ονομασία Κατανομή Πιθανός πληθυσμός Ολικό μήκος Μήκος κρανίου Βάρος σώματος Κατάταξη στην IUCN και τάση
1 ΤΙΓΡΗ ΤΗΣ ΒΕΓΓΑΛΗΣ (Panthera tigris tigris) Ινδία, Νεπάλ, Μπουτάν και Μπανγκλαντές < 2500 (2010) ♂ 270-310 ♀ 240-265 ♂ 32,9-37,8 ♀ 27,5-31,1 ♂ 180-258 ♀ 100-160 EN ↓
2 ΤΙΓΡΗ ΤΗΣ ΙΝΔΟΚΙΝΑΣ (Panthera tigris corbetti) Καμπότζη, ΝΔ Κίνα, Λάος, Μιανμάρ, Ταϊλάνδη και Βιετνάμ < 350 (2011) ♂ 255-285 ♀ 230-255 ♂ 31,9-36,5 ♀ 27,9-30,2 ♂ 150-195 ♀ 100-130 EN ↓(σχεδόν CR)
3 ΤΙΓΡΗ ΤΗΣ ΜΑΛΑΙΣΙΑΣ (Panthera tigris jacksoni) Μαλαισία < 500 (2011) ♂ 190-280 ♀ 180-260 [31] ♂ 47-129 ♀ 24-88 EN ↓
4 ΤΙΓΡΗ ΤΗΣ ΣΟΥΜΑΤΡΑΣ (Panthera tigris sumatrae) Σουμάτρα < 350 (2010) ♂ 220-255 ♀ 215-230 ♂ 29,5-33,5 ♀ 26,3-29,4 ♂ 100-140 ♀ 75-110 CR ↓
5 ΤΙΓΡΗ ΤΗΣ ΣΙΒΗΡΙΑΣ (Panthera tigris altaica) Α Σιβηρία (Αμούρ-Ουσούρι, Πριμόρσκι Κράι, Χαμπαρόβσκ) < 360 (2010) ♂ 270-330 ♀ 240-275 ♂ 34,1-38,3 ♀ 27,9-31,8 ♂ 180-306 ♀ 100-167 EN ↔
6 ΤΙΓΡΗ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΙΝΑΣ (Panthera tigris amoyensis) Ν Κίνα (Fujian, Guangdong, Hunan, Jiangxi) < 50 (2010) ♂ 230-265 ♀ 220-240 ♂ 31,8-34,3 ♀ 27,3-30,1 ♂ 130-175 ♀ 100-115 CR ↓ (πιθανόν EXW)
Θέση Ονομασία Ιστορική κατανομή Ολικό μήκος Μήκος κρανίου Βάρος σώματος
7 ΤΙΓΡΗ ΤΟΥ ΜΠΑΛΙ (†Panthera tigris balica) Ινδονησία (Μπαλί) ♂ 220-230 ♀ 190-210 ♂ 29,5-29,8 ♀ 26,3-26,9 ♂ 90-110 ♀ 65-80
8 ΤΙΓΡΗ ΤΗΣ ΚΑΣΠΙΑΣ (†Panthera tigris virgata) Δ και Ν Τρανσκασπία, Κ Ασία (Τάκλα-Μακάν) ♂ 270-295 ♀ 240-260 ♂ 31,6-31,9 ♀ 26,8-30,5 ♂ 170-240 ♀ 85-135
9 ΤΙΓΡΗ ΤΗΣ ΙΑΒΑΣ (†Panthera tigris sondaica) Ινδονησία (Ιάβα) ♂ 248 ♂ 30,6-34,9 ♀ 27,0-29,2 ♂ 100-141 ♀ 75-115

Πηγή: Mazák Vratislav, Panthera tigris, in Mammalian Species, No 152, pp. 1–8, 1981, (τα μήκη σε εκατοστά, το βάρος σε κιλά)

Σημειώσεις επί των υποειδών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τίγρη της Βεγγάλης P. t. tigris
  • (1) Ονομάζεται επίσης ινδική τίγρη και είναι το πιο κοινό υποείδος, με πληθυσμούς που εκτιμώνται σε λιγότερο από 2.500 ενήλικα άτομα. Το 2011, ο συνολικός πληθυσμός υπολογιζόταν σε 1.520-1.909 ενήλικα άτομα στην Ινδία, 440 στο Μπανγκλαντές, 155 στο Νεπάλ και 75 στο Μπουτάν.[32] Ζει σε προσχωσιγενή αλλουβιακά λιβάδια, υποτροπικά και τροπικά δάση, θαμνώδη δάση, υγρά και ξηρά φυλλοβόλα δάση, και δάση μανγκρόβιας βλάστησης.

Το 1972, το Project Tiger ιδρύθηκε στην Ινδία με στόχο την εξασφάλιση ενός βιώσιμου πληθυσμού των τίγρεων της χώρας και διατήρηση των περιοχών οικολογικής σημασίας, ως φυσική κληρονομιά (natural heritage) για τον άνθρωπο.[33] Αλλά η παράνομη ζήτηση για τα οστά και άλλα μέρη του σώματος για χρήση στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική είναι ο λόγος για την αδυσώπητη λαθροθηρία τους.[34] Μεταξύ 1994-2009, η Εταιρεία Προστασίας Άγριας Ζωής της Ινδίας έχει καταγράψει 893 περιστατικά θανάτων στην Ινδία, που είναι μόλις ένα κλάσμα της πραγματικής λαθροθηρίας και του παράνομου εμπορίου μερών της τίγρης κατά τη διάρκεια αυτών των ετών.[35] Μια περιοχή ιδιαίτερου περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, είναι το περίφημο συγκρότημα οικοσυστημάτων TAL (Terai Arc), στoyς πρόποδες των Ιμαλαΐων στη βόρεια Ινδία και το νότιο Νεπάλ, όπου 11 προστατευόμενες περιοχές που περιλαμβάνουν ξηρά δάση στους πρόποδες και σαβάνες με υψηλή βλάστηση, παρέχουν καταφύγιο στις τίγρεις σε ένα χώρο 49.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Στόχος είναι η διαχείριση του πληθυσμού των τίγρεων ως ενιαίο μεταπληθυσμό (metapopulation), η διασπορά του οποίου μέσα στον πυρήνα του καταφυγίου μπορεί να βοηθήσει στην διατήρηση της γενετικής, δημογραφικής και οικολογικής ακεραιότητας και, επίσης, να διασφαλιστεί ότι, η διατήρηση των ειδών και των οικοτόπων, θα ενσωματωθεί στο θεματολόγιο της αγροτικής ανάπτυξης. Στο Νεπάλ, έχει αναπτυχθεί ένα τουριστικό πρότυπο-μοντέλο που έχει ως βάση τον τουρισμό, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανταλλαγή οφελών με τους ντόπιους και στην αναγέννηση των υποβαθμισμένων δασών. Η προσέγγιση ήταν επιτυχής όσον αφορά στη μείωση της λαθροθηρίας, την αποκατάσταση των οικοτόπων, καθώς και τη δημιουργία μιας τοπικής εκλεγμένης αντιπροσωπείας για τη διατήρηση της.[36]

Τίγρη της Ινδοκίνας P. t. corbetti
  • (2) Ονομάζεται επίσης τίγρη του Κόρμπετ και συχνάζει σε δάση και ορεινές ή ημιορεινές περιοχές. Είναι πιθανότατα ο πρόγονος όλων των υποειδών, κατόπιν γενετικών αναλύσεων, με εμφάνιση πριν από 72.000-108.000 χρόνια. Από όλα τα υποείδη, εμφανίζει τη μεγαλύτερη γενετική διαφοροποίηση σε μικροδορυφορικά αλληλόμορφα γονίδια, στοιχείο που δηλώνει σταθερή εξελικτική ιστορία.[37] Όλοι οι υπάρχοντες πληθυσμοί βρίσκονται σε ύψιστο κίνδυνο από τη λαθροθηρία, τη μείωση της διαθέσιμης τροφής λόγω της, επίσης, λαθροθηρίας ζώων, όπως τα ελάφια και τα αγριογούρουνα, του κατακερματισμού των οικοτόπων και της ενδογαμίας. Στο Βιετνάμ, σχεδόν τα 3/4 των τίγρεων που σκοτώνονται «προσφέρουν» υλικό για τις κινεζικές φαρμακευτικές εταιρίες.
Τίγρη της Μαλαισίας P. t. jacksoni
  • (3) Βρίσκεται αποκλειστικά στο νότιο τμήμα της χερσονήσου της Μαλαισίας και θεωρήθηκε υποείδος, μόλις το 2004. Η νέα κατάταξη προήλθε μετά από μελέτη Luo et al. από το το Εργαστήριο Μελέτης Γονιδιακής Ποικιλότητας, μέρος του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου των Ηνωμένων Πολιτειών.[38] Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης, ο πληθυσμός στην άγρια φύση μπορεί να είναι γύρω στα 500 άτομα, αλλά βρίσκεται κάτω από μεγάλη πίεση λαθροθηρίας. Είναι το μικρότερο από τα ηπειρωτικά υποείδη τίγρης και το δεύτερο μικρότερο συνολικά. Είναι το εθνικό σύμβολο στη Μαλαισία, που εμφανίζεται στον θυρεό και στα λογότυπα διαφόρων θεσμικών οργάνων της χώρας.
Τίγρη της Σουμάτρας P. t. sumatrae
  • (4) Είναι ενδημικό υποείδος στο νησί της Σουμάτρας και άκρως απειλούμενο (CR).[39] Πρόκειται για το μικρότερο από όλα τα υποείδη τίγρης που ζουν, γενικά.[3] Το μικρό της μέγεθος φαίνεται να αποτελεί προσαρμογή στα πυκνά δάση της νήσου Σουμάτρας, όπου κατοικεί, καθώς και στα μικρότερου μεγέθους θηράματα. Ο άγριος πληθυσμός υπολογίζεται μεταξύ 400 και 500 ατόμων, που απαντώνται κυρίως στα εθνικά πάρκα του νησιού.

Η τίγρη της Σουμάτρας είναι διακριτή από τις άλλες τίγρεις, τόσο από γενετική [37][40] όσο και μορφολογική άποψη.[41] Πρόσφατες γενετικές μελέτες απεκάλυψαν την παρουσία μοναδικών γενετικών δεικτών, που δείχνουν ότι μπορεί να εξελιχθεί σε ένα ξεχωριστό είδος, [εκκρεμεί παραπομπή] εάν δεν εξαφανιστεί, βέβαια.[42] Αυτό έχει οδηγήσει σε προτάσεις, ώστε η τίγρη της Σουμάτρας να πρέπει να έχει μεγαλύτερη προτεραιότητα για διατήρηση από οποιοδήποτε άλλο υποείδος. Ενώ η καταστροφή των ενδιαιτημάτων είναι η κύρια απειλή για τον υπάρχοντα πληθυσμό της τίγρης (η υλοτομία συνεχίζεται ακόμα και στα υποτιθέμενα προστατευόμενα εθνικά πάρκα), 66 τίγρεις πυροβολήθηκαν θανάσιμα μεταξύ 1998 και 2000, ή σχεδόν το 20% του συνολικού πληθυσμού.

Τίγρη της Σιβηρίας Panthera tigris altaica
  • (5) Ονομάζεται επίσης τίγρη του Αμούρ και απαντά στην Άπω Ανατολή της Σιβηρίας.[43] Το υποείδος αυτό έχει χαμηλό επίπεδο γενετικής ποικιλομορφίας, πιθανώς λόγω της παρελθοντικής και πρόσφατης μείωσης του πληθυσμού του.[37][44] Κατατάσσεται μεταξύ των μεγαλύτερων αιλουροειδών που υπήρξαν ποτέ. Έχουν παχιά γούνα, ανοικτόχρωμη χρυσαφί απόχρωση και λιγότερες ρίγες.[3] Η βαρύτερη άγρια τίγρη της Σιβηρίας ζύγιζε 384 κιλά, αλλά σύμφωνα με τον Mazák, αυτό το στοιχείο δεν είναι αξιόπιστο.[4] Το 2005, υπήρχαν 331-393 ενήλικα και ηλικιωμένα άτομα στην περιοχή, με αναπαραγωγικά ενήλικα μόνο 250 άτομα. Ο πληθυσμός τους ήταν σταθερός για περισσότερο από μια δεκαετία, αλλά κάποιες έρευνες που διεξήχθησαν μετά το 2005 δείχνουν ότι ο ρωσικός πληθυσμός της τίγρης μειώνεται.[45] Στο γύρισμα του αιώνα, οι φυλογενετικές σχέσεις των υποειδών τίγρης επανεκτιμήθηκαν και, μια αξιοσημείωτη ομοιότητα μεταξύ των υποειδών της Σιβηρίας και της Κασπίας παρατηρήθηκε, υποδεικνύοντας ότι το σιβηρικό υποείδος είναι το πιο κοντινό γενετικά με το εξαφανισμένο υποείδος της Κασπίας, υπονοώντας μια πολύ πρόσφατη κοινή καταγωγή και για τα δύο.[46]
Τίγρη της Νότιας Κίνας P. t. amoyensis
  • (6) Ονομάζεται επίσης τίγρη του Αμόι ή Σιαμέν και είναι από τα πλέον απειλούμενα με εξαφάνιση υποείδη της τίγρης (CR) και, ένα από τα 10 πιο απειλούμενα ζώα του κόσμου.[47] Είναι σχετικά μικρή σε μέγεθος και θεωρείτο εξαφανισμένη, διότι μεταξύ 1983 και 2007, δεν είχε ειδωθεί στην περιοχή όπου σύχναζε, μέχρι που ένας γεωργός εντόπισε μια τίγρη και την φωτογράφισε. Οι εν λόγω φωτογραφίες, ωστόσο, αποδείχτηκαν αργότερα ψεύτικες, αντιγραμμένες από ένα κινεζικό ημερολόγιο και επεξεργασμένες ψηφιακά, γεγονός που θεωρήθηκε ως τεράστιο σκάνδαλο.[48][49][50] Το 1977, η κινεζική κυβέρνηση ψήφισε έναν νόμο που απαγορεύει τη θανάτωση άγριων τίγρεων, αλλά αυτό μπορεί να έγινε πολύ αργά για να σώσει το υποείδος, δεδομένου ότι είναι πιθανώς εξαφανισμένο στην άγρια φύση. Επί του παρόντος, υπάρχουν 59 τίγρεις της Νότιας Κίνας σε αιχμαλωσία, όλες στη χώρα, αλλά οι οποίες προέρχονται από, μόλις, 6 ζώα. Έτσι, η γενετική ποικιλότητα που απαιτείται για να διατηρηθεί το υποείδος μπορεί να μην υπάρχει πλέον.[εκκρεμεί παραπομπή] Καταβάλλονται προσπάθειες για να αναπαραχθούν και να επανενταχθούν στην άγρια φύση.
Τίγρη του Μπαλί P. t. balica πυροβολημένη το 1911
  • (7) Υπήρξε το μικρότερο υποείδος, και κυνηγήθηκε μέχρι την εξαφάνιση -το τελευταίο άτομο, ένα ενήλικο θηλυκό, πιστεύεται ότι θανατώθηκε στο δυτικό Μπαλί, στις 27 Σεπτεμβρίου 1937, ενώ δεν υπάρχει σε αιχμαλωσία. Η συγκεκριμένη τίγρη εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον μπαλινέζικο Ινδουισμό.
Τίγρη της Κασπίας P. t. virgata σε φωτογραφία του 1899
Τίγρη της Ιάβας P. t. sondaica σε φωτογραφία του 1938
  • (9) Περιοριζόταν στο νησί της Ιάβας και, είχαν καταγραφεί άτομα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 [51] Ήταν μεγαλύτερη από την τίγρη του Μπαλί. Μετά το 1979, δεν ξαναβρέθηκε στην περιοχή του όρους Μπετίρι, όπου σύχναζε,[52] ενώ μία αποστολή στο Εθνικό Πάρκο του Όρους Χαλιμούν Σαλάκ το 1990, δεν απέφερε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για τη συνέχιση της ύπαρξης του υποείδους.[53]
Ζευγάρι λεοντοτίγρεων σε ζωολογικό κήπο

Ο υβριδισμός μεταξύ των μεγάλων αιλουροειδών, συμπεριλαμβανομένης της τίγρης, έγιναν για πρώτη φορά κατανοητές κατά τον 19ο αιώνα, όταν οι ζωολογικοί κήποι έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επεδίωξαν τη δημιουργία «παραδοξοτήτων», με απώτερο σκοπό το κέρδος.[54] Το λιοντάρι είναι γνωστό ότι μπορεί να διασταυρωθεί με τίγρεις, ιδιαίτερα με τα υποείδη 1 και 5 (βλ. Υποείδη). Τα παραγόμενα υβρίδια έχουν τις χαρακτηριστικές ονομασίες τιγρολέοντες (tigons) ή λεοντοτίγρεις (ligers).[55] Τέτοια υβρίδια ήταν κάποτε ευρέως διαδεδομένα σε ζωολογικούς κήπους, αλλά αυτό τώρα αποθαρρύνεται λόγω της έμφασης στη διατήρηση των ειδών και υποειδών. Ωστόσο, υβρίδια εξακολουθούν να δημιουργούνται και να εκτρέφονται σε ιδιωτικά θηριοτροφεία και σε ζωολογικούς κήπους στην Κίνα. Η λεοντοτίγρη (liger) είναι ο καρπός μεταξύ ενός αρσενικού λιονταριού και μιας τίγρης.[56] Επειδή το λιοντάρι-πατέρας εισάγει ένα γονίδιο που ευνοεί την ανάπτυξη, αλλά το ομόλογο γονίδιο αναστολής της ανάπτυξης από την τίγρη-μητέρα απουσιάζει, οι λεοντοτίγρεις έχουν μέγεθος μεγαλύτερο από τους δύο γονείς. Μοιράζονται φυσικές και ηθολογικές ιδιότητες και από τους δύο γονείς, όπως κηλίδες και ρίγες (τίγρη) σε αμμόχρωμο φόντο (λιοντάρι). Η αρσενική λεοντοτίγρη είναι στείρα, αλλά η θηλυκή είναι συχνά γόνιμη. Τα αρσενικά εμφανίζουν πιθανότητα 50%, περίπου, να έχουν χαίτη, αλλά ακόμα και αν αυτό συμβεί, οι χαίτες τους θα έχουν περίπου το μισό μέγεθος από αυτό ενός καθαρού λιονταριού. Πάντως έχουν εξαιρετικά μεγάλα βιομετρικά μεγέθη, με το σώμα τους να αγγίζει τα 4 μέτρα σε μήκος και το βάρος τους να ξεπερνάει τα 400 κιλά (!) [56] Ο τιγρολέων (tigon) είναι λιγότερο συνηθισμένος στους ζωολογικούς κήπους και, αποτελεί το προϊόν διασταύρωσης μεταξύ μιας αρσενικής τίγρης και μιας λέαινας.

Χρωματικές ποικιλίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Λευκή τίγρη της Βεγγάλης

Ένα πολύ γνωστό αλληλόμορφο γονίδιο είναι η αιτία της δημιουργίας της λευκής τίγρης, ενός ζώου το οποίο είναι σπάνιο στη φύση, αλλά εκτρέφεται ευρέως σε ζωολογικούς κήπους λόγω της δημοτικότητάς του. Τυχόν αναπαραγωγή των λευκών τίγρεων συχνά οδηγεί σε ενδογαμία (επειδή το χαρακτηριστικό είναι υπολειπόμενο). Πολλές πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί για να διασταυρωθούν «κανονικές» με «λευκές» τίγρεις, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, διότι τέτοια ενδογαμία έχει οδηγήσει σε λευκές τίγρεις με μεγαλύτερη πιθανότητα να γεννηθούν με φυσικά ελαττώματα, όπως στρεβλό υπερώο και σκολίωση.[57][58] Επιπλέον, τα λευκά άτομα είναι επιρρεπή στην εμφάνιση στραβισμού. Συμπερασματικά, ακόμη και οι φαινομενικά υγιείς λευκές τίγρεις, δεν ζουν όσο οι ομόλογες φυσιολογικές. Η πρώτη καταγραφή λευκών ατόμων έγινε στις αρχές του 19ου αιώνα.[59] και η δημιουργία τους πραγματοποιείται μόνο όταν και οι δύο γονείς φέρουν το σπάνιο προαναφερθέν γονίδιο, το οποίο έχει υπολογιστεί να υπάρχει σε μόνο μία (1) σε κάθε 10.000 γεννήσεις. Πρέπει να τονιστεί ότι η λευκή τίγρη δεν αποτελεί ένα ξεχωριστό υποείδος, αλλά μόνο χρωματική ποικιλία (varietas, variety). Δεδομένου ότι οι μόνες λευκές τίγρεις που έχουν παρατηρηθεί σε άγρια κατάσταση είναι τίγρεις της Βεγγάλης [60] και, όλες οι λευκές τίγρεις σε αιχμαλωσία είναι τουλάχιστον κατά ένα μέρος της Βεγγάλης, το υπολειπόμενο γονίδιο που προκαλεί το λευκό χρωματισμό θεωρείται συνήθως ότι «μεταφέρεται» μόνο από τίγρεις της Βεγγάλης, αν και οι λόγοι γι' αυτό δεν είναι γνωστοί.[57][61] Πάντως, ουδόλως απειλούνται περισσότερο από ό,τι οι «φυσιολογικές» τίγρεις, κάτι που αποτελεί κοινή παρερμηνεία. Μια άλλη δοξασία είναι οτι, οι λευκές τίγρεις είναι τύπος αλμπίνο, κάτι που δεν ισχύει διότι οι χρωστικές ουσίες στις ρίγες είναι εμφανείς στο σώμα τους. Επίσης, είναι ξεχωριστές, όχι μόνο λόγω της λευκής απόχρωσης τους, αλλά επίσης, διότι έχουν και μπλε -αντί κόκκινα- μάτια

Κύριο λήμμα: Χρυσή τίγρη

Σπάνια χρυσή τίγρη στον ζωολογικό κήπο του Μπάφαλο των ΗΠΑ

Επιπλέον, ένα άλλο υπολειπόμενο γονίδιο μπορεί να δημιουργήσει μία πολύ ασυνήθιστη «χρυσή» ή «χρυσή-τιγρέ» χρωματική παραλλαγή χρώματος, «φράουλα» (strawberry). Αυτές οι «χρυσές» τίγρεις έχουν ανοικτόχρυση γούνα, παλ πόδια, και αχνές, πορτοκαλί ρίγες. Η γούνα τους τείνει να είναι πολύ παχύτερη από την κανονική.[62] Εξαιρετικά λίγες χρυσές τίγρεις ζουν σε αιχμαλωσία, περίπου 30 στο σύνολο και, όπως συμβαίνει με τις λευκές τίγρεις, αποτελούνται σχεδόν πάντοτε, κατά ένα μέρος από άτομα της Βεγγάλης. Μερικές χρυσές τίγρεις φέρουν το γονίδιο της λευκής τίγρης, και όταν δύο τέτοια άτομα ζευγαρώσουν, μπορούν να δώσουν κάποιους λευκούς απογόνους, χωρίς ρίγες. Τόσο οι λευκές όσο και οι χρυσές τίγρεις τείνουν να είναι μεγαλύτερες σε μέγεθος από τις τίγρεις της Βεγγάλης, κατά μέσο όρο.

Η Τίγρη της Μάλτας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τίγρη της Μάλτας (ή μπλε τίγρη) δεν είναι ξεχωριστό υποείδος, αλλά μία πολύ σπάνια, «έγχρωμη έκδοση» της τίγρης της Νότιας Κίνας, που προέρχεται από μεταλλαγμένο γονίδιο. Έχει ένα θαυμάσιο γκρίζο του σχιστόλιθου (slate grey) χρώμα, με μπλε απόχρωση. Η ονομασία της ποικιλίας φαίνεται να σχετίζεται μόνο με τις μαλτέζικες γάτες, που προέρχονται από το νησί της Μάλτας και, έχουν παρόμοιο χρώμα.[63]

Ουδεμία «μαύρη» τίγρη έχει επισήμως καταγραφεί, με την πιθανή εξαίρεση ενός νεκρού ατόμου, που είχε εξεταστεί στο Τσιταγκόνγκ του Μπανγκλαντές, το 1846.[64] Γενικά, ακόμη και αν υποτίθεται ότι υπάρχουν μαύρα άτομα, πρόκειται για μεταλλάξεις και όχι για ξεχωριστό είδος.[65]

Οι τίγρεις είναι μοναχικά ζώα και συγκεντρώνονται μόνο σε μεταβατική βάση, όταν ειδικές συνθήκες το επιτρέπουν, όπως η αφθονία των τροφίμων. Οριοθετούν και διατηρούν αυστηρά το ζωτικό τους χώρο. Οι ενήλικες και των δύο φύλων που κατοικούν μόνιμα σε μία συγκεκριμένη περιοχή, τείνουν να περιορίζουν τις μετακινήσεις τους εντός των ορίων της, όπου ικανοποιούν τις όποιες ανάγκες τους που, στην περίπτωση των θηλυκών, είναι κυρίως εκείνες των μικρών τους που μεγαλώνουν. Στην περίπτωση που υπάρχουν περισσότερα του ενός άτομα στην ίδια περιοχή, το ένα γνωρίζει καλά τις κινήσεις και τις δραστηριότητες του άλλου.[64] Το μέγεθος του ζωτικού χώρου μιας τίγρης εξαρτάται κυρίως από την αφθονία των θηραμάτων και, στην περίπτωση των αρσενικών, από την πρόσβαση στα θηλυκά. Μια θηλυκή τίγρη μπορεί να κατέχει μια περιοχή 20 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ενώ τα εδάφη των αρσενικών είναι πολύ μεγαλύτερα και καλύπτουν 60 έως 100 τ.χ. Επίσης, ο χώρος ενός αρσενικού τείνει να επικαλύπτει τον χώρο αρκετών θηλυκών.[66]

Η τίγρη είναι εξαιρετική κολυμβήτρια

Οι τίγρεις, σε αντίθεση με τις κοινές γάτες, λατρεύουν το νερό και είναι δεινές κολυμβήτριες, απαντώμενες συχνά να «παίρνουν το μπάνιο τους» σε λεκάνες νερού, λίμνες και ποτάμια. Από τα συγγενικά αιλουροειδή, μόνον οι ιαγουάροι, μοιράζονται το ίδιο πάθος και τις κολυμβητικές ικανότητες με τις τίγρεις.[67] Μπορούν να διασχίσουν ποτάμια με πλάτος 6 έως 7 χιλιόμετρα και, μπορούν να κολυμπήσουν μια απόσταση μέχρι 29 χιλιόμετρα σε μία (1) μέρα.[19] Όταν κάνει υπερβολική ζέστη, κατά τη διάρκεια της ημέρας, συχνά δροσίζονται στο νερό, αλλά είναι και σε θέση να συλλαμβάνουν θηράματα και να τα μεταφέρουν μέσα από το νερό.

Μοίρασμα της λείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σχέσεις μεταξύ των ατόμων μπορεί να είναι αρκετά περίπλοκες και, προφανώς οι τίγρεις δεν ακολουθούν κάποιους «κανόνες», όταν πρόκειται για εδαφικά δικαιώματα και παραβίασή τους. Ωστόσο, αν και οι τίγρεις αποφεύγουν τη συνάντηση μεταξύ τους, τόσο οι αρσενικές όσο και οι θηλυκές μπορεί να μοιράζονται τη λεία τους, συνήθως με άτομα του αντίθετου φύλου, ή ακόμη και με μικρά τιγράκια. Υπάρχει καταγεγραμμένη περίπτωση που, ένα αρσενικό μοιραζόταν τη λεία του με δύο θηλυκά και τέσσερα μικρά. Τα θηλυκά, τις περισσότερες φορές, δεν αφήνουν τα αρσενικά να πλησιάσουν τα μικρά τους, αλλά αυτό μπορεί να συμβεί, ιδιαίτερα εάν πρόκειται για τον πατέρα. Αυτή η συμπεριφορά, δεν υφίσταται στα λιοντάρια, που στην πλειονότητα των περιπτώσεων θανατώνουν τους λεοντιδείς, ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για τον πατέρα ή όχι. Επίσης, αντίθετα με τα αρσενικά λιοντάρια, οι αρσενικές τίγρεις επιτρέπουν στα θηλυκά και στα μικρά να τραφούν πρώτα από τη λεία και, φαίνεται να συμπεριφέρονται σχετικά φιλικά όταν την μοιράζονται, σε αντίθεση με τα λιοντάρια, τα οποία τείνουν να καυγαδίζουν ή και να μάχονται μεταξύ τους. Επιπλέον, έχουν παρατηρηθεί και περιπτώσεις που, «ξένες» τίγρεις συμμετέχουν στο μοίρασμα της λείας.

  • Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι πραγματικό και βασίζεται σε ένα περιστατικό από το βιβλίο του Stephen Mills Τίγρη (Tiger): Ένα κυρίαρχο θηλυκό που ονομάζεται Padmini σκότωσε ένα αρσενικό nilgai - μια πολύ μεγάλη αντιλόπη- που ζύγιζε 250 κιλά. Την βρήκαν πάνω από το θήραμα αμέσως μετά την αυγή με τα τρία 14-μηνών μικρά της και παρακολουθούσαν χωρίς διακοπή για τις επόμενες δέκα ώρες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η οικογένεια ενώθηκε με δύο ενήλικα θηλυκά και ένα ενήλικο αρσενικό - όλα απόγονοι από τις προηγούμενες γέννες της Padmini- και με δύο «ξένες» τίγρεις, ένα θηλυκό και ένα απροσδιορίστου φύλου. Κατά τις 3 μ.μ., υπήρχαν περισσότερες από εννέα τίγρεις γύρω από το κουφάρι.[68]

Όταν οι νεαρές θηλυκές τίγρεις οριοθετήσουν μία επικράτεια, έχουν την τάση να το κάνουν, αρκετά κοντά στην περιοχή της μητέρας τους. Η αλληλοεπικάλυψη μεταξύ του δικού τους εδάφους και εκείνου της μητέρας, τείνει να μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Τα αρσενικά, ωστόσο, περιπλανώνται πιο πέρα από τα θηλυκά αδέλφια τους, και οριοθετούν σε νεαρότερη ηλικία τη δική τους περιοχή. Ένα νεαρό αρσενικό θα εγκατασταθεί σε μια περιοχή, είτε μέσω της αναζήτησης εδάφους που δεν έχει καταληφθεί από άλλα αρσενικά, είτε μένει παροδικά στο έδαφος κάποιου άλλου αρσενικού, μέχρι να ενηλικιωθεί, να δυναμώσει και να διεκδικήσει πλέον την περιοχή από τον κάτοχό της. Δεν είναι τυχαίο ότι, το υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας -30-35% ετησίως- μεταξύ των ενηλίκων τίγρεων, εμφανίζεται σε νεαρά αρσενικά που έχουν εγκαταλείψει προσφάτως το γενέθλιο χώρο τους, αναζητώντας τα δικά τους εδάφη.[68]

Δύο άτομα σε... ανταλλαγή φιλοφρονήσεων

Γενικά, οι αρσενικές τίγρεις είναι πιο «αδιάλλακτες» ως προς άλλα αρσενικά στο έδαφός τους, από ό,τι οι θηλυκές ως προς άλλα θηλυκά. Σε μεγάλο ποσοστό, ωστόσο, οι εδαφικές διαφορές συνήθως επιλύονται με επιδείξεις εκφοβισμού, παρά με αληθινές μάχες. Τέτοιες επιδείξεις έχουν συχνά παρατηρηθεί, όπως εκείνες κατά τις οποίες η υποδεέστερη τίγρη αποδέχεται την ήττα της, γυρνώντας ανάσκελα και δείχνοντας την κοιλιά της, μια στάση που δηλώνει υποταγή.[69] Όταν εδραιώσει την κυριαρχία του, ένα αρσενικό μπορεί να ανεχθεί πραγματικά ένα «υποδεέστερο» άτομο εντός του ζωτικού του χώρου, εφόσον βέβαια δεν πλησιάζουν πολύ μεταξύ τους.[68] Πάντως οι πιο βίαιες διαμάχες τείνουν να συμβαίνουν ανάμεσα σε δύο αρσενικά, όταν ένα θηλυκό βρίσκεται σε οίστρο και, τότε, μπορεί να επακολουθήσει ο θανάσιμος τραυματισμός ενός από τα αρσενικά, αν και αυτό συμβαίνει σπάνια.[68][69]

Για την οριοθέτηση της περιοχής του, το αρσενικό «ψεκάζει» τα δέντρα με ούρα [70][71] και εκκρίσεις αδένων του πρωκτού, αλλά μπορεί, επίσης, να σηματοδοτεί τα μονοπάτια απ’ όπου περνάει, με περιττώματα.

  • Τα αρσενικά αντιλαμβάνονται με ένα χαρακτηριστικό μορφασμό του προσώπου, που ονομάζεται αντίδραση φλέμεν, την κατάσταση οίστρου ενός θηλυκού, μυρίζοντας τα ψεκασμένα ούρα της.
Αρσενική τίγρη της Σουμάτρας που παρουσιάζει αντίδραση φλέμεν

Όπως και τα άλλα αιλουροειδή του γένους Panthera, οι τίγρεις μπορούν να βρυχώνται, τόσο για επιθετικούς όσο και για μη επιθετικούς λόγους. Άλλες φωνητικές επικοινωνίες της τίγρης περιλαμβάνουν στεναγμούς, σφυρίγματα, γρυλισμούς και, βέβαια, πουρπουρίσματα, όπως όλες οι γάτες.

Παρακολούθηση των τίγρεων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τίγρεις σε άγρια κατάσταση, έχουν μελετηθεί χρησιμοποιώντας μια ποικιλία τεχνικών. Οι πληθυσμοί τους κατά το παρελθόν, υπολογίζονταν χρησιμοποιώντας εκμαγεία των ιχνών των πελμάτων τους, αλλά η μέθοδος αυτή είχε επικριθεί, ως ανακριβής.[72] Κατόπιν, έγιναν προσπάθειες να χρησιμοποιηθούν φωτογραφικές κάμερες «παγίδευσης». Νεότερες τεχνικές που βασίζονται στο DNA από τα περιττώματά τους, είναι επίσης στο στάδιο της αξιολόγησης. Τα ραδιοκολάρα αποτελούν, επίσης, μια δημοφιλή προσέγγιση για τον εντοπισμό και τη μελέτη τους στην άγρια φύση.

Στη φύση, οι τίγρεις τρέφονται κυρίως με μεγάλα και μεσαίου μεγέθους ζώα και, οι περισσότερες μελέτες δείχνουν, ότι έχουν μια προτίμηση στα ιθαγενή οπληφόρα που ζυγίζουν 90 κιλά τουλάχιστον.[73][74]

Τα ελάφια σαμπάρ (Rusa unicolor), σίκα (Cervus nippon), τσιτάλ (Axis axis) και μπαρασίνγκα (Rucervus duvaucelii), τα αγριογούρουνα (Sus scrofa), το βοοειδές γκάουρ (Bos gaurus), η αντιλόπη νιλγκάι (Boselaphus tragocamelus), ο άγριος νεροβούβαλος (Bubalus arnee) καθώς και ο εξημερωμένος νεροβούβαλος (Bubalus bubalis), αποτελούν κατά φθίνουσα σειρά προτίμησης, τα αγαπημένα θηράματα της τίγρης στην Ινδία.[74]

Επειδή η τίγρη βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας, αρκετές φορές επιτίθεται και σε άλλα αρπακτικά, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων ειδών, όπως η λεοπάρδαλη και ο πύθωνας. Περιστασιακά επιτίθεται και σε ζώα όπως αρκούδα, και ο κροκόδειλος αλλα σε αυτές τις περιπτώσεις διακινδυνεύει την ζωή της αν η αρκούδα ή ο κροκόδειλος είναι αρκετά μεγάλοι και δυνατοί. Στη Σιβηρία, τα κύρια θηράματα είναι το γουαπίτι της Μαντζουρίας (Cervus canadensis xanthopygus) και το αγριογούρουνο (Sus scrofa), με τα δύο αυτά είδη να αποτελούν σχεδόν το 80% της λείας, ακολουθούμενα από το ελάφι σίκα (Cervus nippon), την άλκη (Alces alces), το ζαρκάδι της Σιβηρίας (Capreolus pygargus) και τη μοσχέλαφο της Σιβηρίας (Moschus moschiferus).[75]

Στη Σουμάτρα, τα κύρια θηράματα είναι τα ελάφια σαμπάρ (Rusa unicolor) και μουντζάκ (Muntiacus vaginalis), το αγριογούρουνο (Sus scrofa) και ο τάπιρος της Μαλαισίας (Tapirus indicus).[76][77] Όπως πολλά αρπακτικά ζώα, οι τίγρεις είναι οπορτουνιστές θηρευτές, εκμεταλλευόμενες ακόμη και μικρότερη λεία όταν τα μεγάλα θηράματα δεν είναι διαθέσιμα. Έτσι, τρέφονται και με πιθήκους, παγώνια και άλλα μεγάλα πτηνά που απαντώνται στο έδαφος, λαγούς, σκαντζόχοιρους, καθώς και ψάρια.[74]

Οι ενήλικοι ελέφαντες είναι πολύ μεγάλα ζώα ακόμη και για την τίγρη και, σε πιθανή αντιπαράθεση μεταξύ τους, το σαρκοφάγο βγαίνει πάντοτε χαμένο.[78] Το ίδιο ισχύει και για τον, επίσης, τεράστιο ινδικό ρινόκερο (Rhinoceros unicornis), με μία (1) μόνον επίσημη αναφορά θανάτωσης του παχύδερμου από τίγρη. Γενικά, τόσο οι ενήλικες ελέφαντες όσο και οι ενήλικες ρινόκεροι απορρίπτονται ως δυνητική λεία, όχι μόνον λόγω του τεράστιου όγκου τους (ιδιαίτερα για τον ελέφαντα), αλλά και λόγω της επιθετικής τους ιδιοσυγκρασίας και του πολύ παχέος και εξαιρετικά σκληρού δέρματος (ιδιαίτερα στον ρινόκερο).[79] Αυτό, όμως, δεν ισχύει για τα μικρά τους που, αρκετές φορές, όταν μένουν απροστάτευτα, γίνονται εύκολη λεία για το σαρκοφάγο.

  • Υπάρχουν κάποιες τίγρεις οι οποίες, προφανώς επειδή έχουν γευτεί το συγκεκριμένο κρέας, επιτίθενται συστηματικά σε οικόσιτα ζώα, όπως βοοειδή, άλογα, γαϊδούρια, αλλά και σκύλους. Αυτά τα συγκεκριμένα άτομα ονομάζονται άρπαγες-βοοειδών ή φονευτές-βοοειδών.[80]

Τέλος, αρκετές φορές, οι τίγρεις καταναλώνουν και φυτικό υλικό, λόγω της ανάγκης ινών για τον οργανισμό τους. Μάλιστα, τους αρέσει ιδιαίτερα ο καρπός του Careya arborea, ενός δένδρου ενδημικού στην Ινδία.

Οι τίγρεις, σε γενικές γραμμές είναι νυκτόβια αρπακτικά.[81] Ωστόσο, σε περιοχές όπου ο άνθρωπος είναι συνήθως απών, έχουν παρατηρηθεί μέσω τηλεκατευθυνομένων, κρυφών καμερών, να κυνηγούν και κατά τη διάρκεια της ημέρας.[82] Στην πλειονότητα των περιπτώσεων κυνηγούν μοναχικά, στήνοντας ενέδρα στο θήραμά τους, όπως και τα περισσότερα αιλουροειδή, υπερισχύοντας από κάθε άποψη της λείας τους, αφού δεν υπάρχει ζώο -πλην των προαναφερθέντων παχυδέρμων- για να την αντιμετωπίσει. Η, συνήθως, επιτυχημένη έκβαση της κυνηγετικής της τεχνικής, περιλαμβάνει ενέδρα, αστραπιαία επίθεση, ανατροπή του θηράματος από τη θέση ισορροπίας του και ισχυρό δάγκωμα στο λαιμό ή τον τράχηλο, που επιφέρει ακαριαίο θάνατο στη λεία.[19] Παρά τον όγκο τους, οι τίγρεις μπορεί να φτάσουν σε ταχύτητες περίπου 49-65 χμ/ώρα, αν και μπορούν να το κάνουν μόνο σε μικρά ξεσπάσματα, δεδομένου ότι έχουν σχετικά μικρή αντοχή. Κατά συνέπεια, οι τίγρεις πρέπει να είναι σχετικά κοντά στο θύμα, πριν αποκαλύψουν τη θέση ενέδρας τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι, εάν το θήραμα «μυρίσει» την τίγρη στον αέρα και αρχίσει να φεύγει, εκείνη εγκαταλείπει πάραυτα, χωρίς καν να καταβάλλει προσπάθεια να κυνηγήσει το θήραμα. Πάντως, οι τίγρεις έχουν μεγάλες αλτικές ικανότητες, με τη δυνατότητα να εκτελούν οριζόντια άλματα μέχρι και 10 μέτρα, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις η απόσταση του άλματος είναι η μισή. Ωστόσο, μόνο ένα στα 20 πραγματικά κυνήγια, με καταδίωξη του θηράματος, έχουν επιτυχή έκβαση, αντίθετα με την ενέδρα.[19][81] Βέβαια, μια ενήλικη τίγρη μπορεί να αντέξει μέχρι και δύο εβδομάδες χωρίς φαγητό, αλλά μπορεί, της ευκαιρίας δοθείσης, να καταναλώσει μέχρι και 34 κιλά (!) σάρκας σε ένα μόνο γεύμα. Σε αιχμαλωσία, οι ενήλικες τίγρεις τρέφονται με 3 έως 6 κιλά κρέας την ημέρα.[19] Λόγω της ικανότητάς τους να περνούν παρατεταμένες περιόδους χωρίς τροφή και, της μικρής πυκνότητας του πληθυσμού τους, οι τίγρεις έχουν μικρή ή και καμία επιβλαβή επίδραση επί των πληθυσμών των ειδών, τα οποία θηρεύουν. Αυτό, σε αντίθεση με πολλά άλλα μεγάλα σαρκοφάγα, όπως τα λιοντάρια, λύκοι και οι ύαινες που, ζώντας σε ομάδες, πρέπει να συλλάβουν σχετικά μεγάλες ποσότητες λείας για να τραφούν και να διατηρηθεί η σταθερότητα στα κοπάδια τους.[19]

Στο κυνήγι μεγάλων θηραμάτων, οι τίγρεις προτιμούν να δαγκώνουν το λαιμό και να χρησιμοποιούν τα εξαιρετικά ισχυρά μπροστινά πόδια τους για να κρατήσουν το θήραμα στο έδαφος, μέχρι αυτό να πεθάνει από ασφυξία.[21] Με τη μέθοδο αυτή, θανατώνονται βοοειδή που ζυγίζουν πάνω από 1.000 κιλά, ενώ οι ίδιες οι τίγρεις έχουν το 1/6 αυτού του βάρους.[83] Παρά το γεγονός ότι μπορούν να σκοτώσουν υγιείς ενήλικες των μεγάλων βοοειδών, βάρους τουλάχιστον 1.000 κιλών, οι τίγρεις επιλέγουν συχνά τα μικρά μοσχάρια ή τα ανήμπορα άτομα.[24] Αυτό, είναι απολύτως φυσιολογικό, διότι τα μεγάλα αυτά θηράματα μπορεί να καταστούν αρκετά επικίνδυνα στην κατά μέτωπον αντιπαράθεση, με το μεγάλο όγκο και τα τεράστια κέρατα, τα ισχυρά πόδια και τα αιχμηρά κέρατα ή χαυλιόδοντες (των κάπρων), που διαθέτουν και, μπορεί να αποβούν μοιραία για την τίγρη.

  • Δεν υπάρχει άλλο χερσαίο αρπακτικό να κυνηγάει μοναχικά, αντιμετωπίζοντας θηράματα αυτού του μεγέθους, οπότε, από αυτή την άποψη η τίγρη είναι μοναδική.[84][85]
  • Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις, κατά το κυνήγι σαμπάρ (Rusa unicolor), που οι τίγρεις φέρεται να μιμούνται ένα χαρακτηριστικό κάλεσμα του αρσενικού ελαφιού για να τα προσελκύσουν.[72][79]

Στα μικρά θηράματα, όπως οι πίθηκοι και οι λαγοί, η τίγρη δαγκώνει το σβέρκο τους, συχνά θρυμματίζοντας τη σπονδυλική στήλη, τρυπώντας την τραχεία, ή διαρρηγνύοντας τη σφαγίτιδα φλέβα ή την κοινή καρωτιδική αρτηρία.[83] Αν και σπάνια παρατηρείται, ορισμένες τίγρεις έχουν καταγραφεί να σκοτώνουν το θήραμα με τα μπροστινά πόδια τους, τα οποία είναι αρκετά ισχυρά για να συνθλίψουν το κρανίο ενός βοοειδούς,[80] ή να σπάσουν τη ράχη μιας μικρής αρκούδας.[68] Μετά τη θανάτωση των θηραμάτων, οι τίγρεις μερικές φορές τα σύρουν για να τα κρύψουν στη βλάστηση, συνήθως τραβώντας τα με το στόμα τους στο σημείο θανάτωσης (στο λαιμό σε μεγάλο θήραμα, στον αυχένα σε μικρότερη λεία). Αυτό είναι κάτι που, επίσης, απαιτεί μεγάλη σωματική δύναμη.

  • Σε μία καταγεγραμμένη περίπτωση, αφού είχε σκοτώσει ένα ενήλικο γκάουρ (Bos gaurus), μια τίγρη παρατηρήθηκε να σέρνει το σφάγιο σε απόσταση 12 μέτρων, περίπου. Όταν, αργότερα, 13 (!) άντρες προσπάθησαν να σύρουν όλοι μαζί το ίδιο σφάγιο, δεν ήσαν σε θέση να το μετακινήσουν.[19]

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, μια αρσενική τίγρη που ονομαζόταν Genghis, παρατηρήθηκε να κυνηγάει στα βαθιά νερά της λίμνης του Εθνικού Πάρκου Ranthambhore,[69] μία συμπεριφορά που δεν είχε προηγουμένως καταγραφεί σε, πάνω από 200 χρόνια παρατηρήσεις. Επιπλέον, το ίδιο ζώο φάνηκε να είναι εξαιρετικά επιτυχημένος κυνηγός, με ποσοστό επιτυχίας, πάνω από 20%.

Ζευγάρωμα και φωλιά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τίγρη μπορεί να ζευγαρώνει όλο το χρόνο, αλλά πιο συχνά μεταξύ Νοεμβρίου και Απριλίου. Ένα θηλυκό είναι δεκτικό μόνο για 3-6 ημέρες, οπότε το ζευγάρωμα είναι πολύ συχνό κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου.[19] Ένα ζευγάρι μπορεί να συνουσιάζεται συχνά και θορυβωδώς, όπως κάνουν και οι άλλες «γάτες», ενώ η περίοδος κύησης μπορεί να κυμαίνεται από 93-112 ημέρες, αν και ο μέσος όρος είναι 104-106 ημέρες.

Τίγρη της Σιβηρίας με τα μικρά της

Οι θηλυκές μεγαλώνουν μόνες τους τα μικρά, με τη φωλιά να βρίσκεται καλά προφυλαγμένη, σε θέσεις όπως, θαμνώνες, σπήλαια και βραχώδεις ρωγμές. Το μέγεθος της γέννας μπορεί να είναι από 1-6 μικρά, αλλά συνήθως ο κανόνας είναι 2-3 μικρά. Τα κουτάβια (cubs) μπορεί να ζυγίζουν από 780 έως 1.600 γραμμάρια και το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 31,5-40 εκ., ενώ η ουρά είναι 13-16 εκ. Το τρίχωμά τους είναι παχύ, με το ίδιο χρωματικό μοτίβο με εκείνο των ενηλίκων, αλλά λίγο πιο ανοικτό. Αυτό το πρώτο τρίχωμα αντικαθίσταται στους 3,5-5 μήνες, ενώ αποκτούν το οριστικό τους τρίχωμα στα 2-3 χρόνια. Τα μάτια, αλλά και τα αυτιά των κουταβιών είναι κλειστά κατά τη γέννησή τους, και ανοίγουν στις 6-14 και 9-11 ημέρες, αντίστοιχα. Η ανάπτυξή τους γίνεται με ρυθμό, 100-250 γραμμαρίων κάθε ημέρα, από τις ημέρες 1-140 και, με ρυθμό 300-550 γραμμαρίων την ημέρα, από τις ημέρες 141-180.

Ο πατέρας των κουταβιών δεν συμμετέχει στην ανατροφή τους, ενώ διάφορα περιπλανώμενα αρσενικά, μπορούν ακόμη και να τα σκοτώσουν, ούτως ώστε να ξανακάνουν το θηλυκό δεκτικό, δεδομένου ότι η τίγρη μπορεί να γεννήσει ακόμη μία φορά μέσα σε πέντε μήνες, εάν τα μικρά της προηγούμενης γέννας χαθούν. Το ποσοστό θνησιμότητας των κουταβιών της τίγρης είναι αρκετά υψηλό. Περίπου τα μισά δεν επιβιώνουν περισσότερο από δύο χρόνια,[19] αν και λίγα άλλα αρπακτικά τολμούν να τους επιτεθούν, λόγω της μητρικής φροντίδας και προστασίας. Πέρα από τον άνθρωπο και τις άλλες τίγρεις, κοινές αιτίες θνησιμότητας των κουταβιών είναι πείνα, η παγωνιά και τα ατυχήματα.[86]

Σε γενικές γραμμές, ένα (1) κυρίαρχο κουτάβι εξελίσσεται σε κάθε γέννα που, τείνει να είναι αρσενικό, χωρίς όμως να αποκλείεται να είναι θηλυκό.[69] Το συγκεκριμένο κουτάβι κυριαρχεί γενικά στα αδέλφια του, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και τείνει να είναι πιο ενεργό, αφήνοντας τη μητέρα του νωρίτερα από το συνηθισμένο. Στις 8 εβδομάδες, τα τιγράκια μπορούν να κάνουν σύντομες εξόδους από τη φωλιά, μαζί με τη μητέρα τους, αλλά δεν την συνοδεύουν στις περιπλανήσεις της, μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά. Τα κουτάβια φροντίζονται από τη μητέρα τους, συνολικά για μια περίοδο τριών έως έξι μηνών, ενώ όσο πλησιάζει ο απογαλακτισμός τους, αρχίζουν να συμμετέχουν κανονικά, στις περιπλανήσεις της μητέρας τους. Κατά το στάδιο αυτό, οι νεαρές τίγρεις διδάσκονται, επίσης, πώς να κυνηγούν. Τα κουτάβια είναι συχνά σε θέση (έχοντας σχεδόν το μέγεθος του ενήλικα) να κυνηγούν από τη στιγμή που γίνονται 11 μηνών.[19] Όταν γίνουν ενός έτους, τα νεαρά άτομα ζυγίζουν ήδη 90-130 κιλά. Ανεξαρτητοποιούνται στους 18 μήνες, περίπου, αλλά δεν εγκαταλείπουν εντελώς τη μητέρα τους, μέχρι να γίνουν 2-2 ½ ετών. Τα θηλυκά φθάνουν στη σεξουαλική ωριμότητα σε 3-4 χρόνια, ενώ τα αρσενικά σε 4-5 χρόνια.[19]

Κατά τη διάρκεια της ζωής της, μια τίγρη θα γεννήσει περίπου ίσο αριθμό αρσενικών και θηλυκών ατόμων. Οι τίγρεις αναπαράγονται καλά στην αιχμαλωσία, και ο πληθυσμός των ζωολογικών κήπων, τουλάχιστον στις Ηνωμένες Πολιτείες, μπορεί να ανταγωνιστεί τον άγριο πληθυσμό.[87] Το γνωστό όριο για τη διάρκεια ζωής σε αιχμαλωσία είναι 26 έτη και, επειδή τα ζώα προστατεύονται, ξεπερνούν συνήθως την ηλικία εκείνων στη φύση. Ωστόσο η ηλικία κάποιων άγριων «τυχερών» ατόμων που ξέφυγαν από τους διαρκείς κινδύνους, ιδιαίτερα από τον άνθρωπο, είναι συγκρίσιμη με την ηλικία των ζώων σε αιχμαλωσία.[19]

Σχέσεις με άλλα αρπακτικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τίγρεις, συνήθως προτιμούν να τρώνε εκείνα τα θηράματα που έχουν συλλάβει οι ίδιες, αλλά σε περιόδους έλλειψης τροφής, μπορεί να συμπεριφερθούν «πειρατικά», αρπάζοντας τη λεία από άλλα μεγάλα σαρκοφάγα. Παρά το γεγονός ότι τα αρπακτικά ζώα υψηλής θέσης στη διατροφική αλυσίδα τείνουν να αποφεύγουν συνήθως το ένα το άλλο, αν ένα θήραμα τεθεί «υπό αμφισβήτηση» ή υπάρχει ανάμιξη ενός σοβαρού ανταγωνιστή, οι επιδείξεις επιθετικότητας είναι συχνό φαινόμενο. Αν αυτές δεν επαρκούν, οι συγκρούσεις μπορούν να γίνονται βίαιες και, οι τίγρεις μπορούν να σκοτώσουν ισχυρούς ανταγωνιστές, όπως λ.χ. λεοπαρδάλεις, στικτές ύαινες, μικρούς πύθωνες, ακόμη και μικρά είδη κροκόδειλων, ανάλογα με την περίσταση.[88][89][90][91] Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, αντί να είναι ανταγωνιστικές για τη λεία, οι επιθέσεις από τίγρεις σε άλλα μεγάλα σαρκοφάγα φαίνεται να έχουν καθαρά επιθετικό-διατροφικό χαρακτήρα. Έτσι, εκεί όπου εμπλέκονται μικρότερα αρπακτικά, όπως ασβοί, λύγκες, αλεπούδες, κ.ο.κ., είναι σχεδόν βέβαιη η εξόντωση και κατανάλωσή τους.[74]

Είναι ενδιαφέρον ότι, ο πλησιέστερος συγγενής της τίγρης, το λιοντάρι, χειρίζεται την ίδια κατάσταση πολύ διαφορετικά, αναμφίβολα επειδή ζει σε μεγάλες αγέλες. Τα λιοντάρια, δηλαδή, δεν αντιμετωπίζουν άλλα αρπακτικά ζώα ως πιθανό θήραμα, όπως κάνουν οι τίγρεις, αλλά επενδύουν πολύ χρόνο στον προληπτικό εντοπισμό και τη θανάτωσή τους και, στη συνέχεια, αφήνουν το σώμα τους άθικτο χωρίς να το φάνε. Τα λιοντάρια σκοτώνουν ανταγωνιστές όπως ασβούς, στικτές ύαινες κ.ο.κ., ενώ σε προστατευόμενες περιοχές της Αφρικής, είναι η κύρια αιτία θνησιμότητας για τα αφρικανικά αγριόσκυλα και τα τσιτάχ. Αντίθετα, η τίγρη δεν ξοδεύει χρόνο για τον εντοπισμό άλλων αρπακτικών ζώων, αλλά όταν βρεθούν στο δρόμο της θα αντιμετωπιστούν ως πιθανά θηράματα.[23][92]

Η, σημαντικά μικρότερη, λεοπάρδαλη αποφεύγει «έντεχνα» τον ανταγωνισμό με τις τίγρεις, κυνηγώντας σε διαφορετικές ώρες της ημέρας και, διαφορετικά θηράματα.[93] Στο Εθνικό Πάρκο Nagarhole της Ινδίας, η λεία που επιλέγουν οι λεοπαρδάλεις είναι από 30 έως 175 κιλά, «αφήνοντας» τα θηράματα που ζυγίζουν πάνω από 176 κιλά στις τίγρεις, με το μέσο βάρος λείας στις δύο μεγάλες «γάτες» στην Ινδία, να είναι 37,6 κιλά και 91,5 κιλά, αντίστοιχα. Πάντως, με σχετική αφθονία τροφής, τίγρεις και λεοπαρδάλεις συνυπάρχουν με επιτυχία χωρίς ανταγωνιστικό αποκλεισμό ή ιεραρχίες κυριαρχίας μεταξύ των δύο ειδών, σαν εκείνες που είναι πιο συχνές στη σαβάνα (όπου η εκεί λεοπάρδαλη συνυπάρχει με το λιοντάρι). Αντίθετα, η τίγρης μπορεί να καταστέλλει πληθυσμούς λύκων σε περιοχές όπου τα δύο είδη συνυπάρχουν, κυρίως μέσω ανταγωνιστικού αποκλεισμού.[94][95] Υπάρχουν τέσσερις αποδεδειγμένες περιπτώσεις από τίγρεις της Σιβηρίας, που έχουν θανατώσει λύκους χωρίς να τους φάνε.[96]

Στην ινδική υποήπειρο, ωστόσο, έχουν παρατηρηθεί αγέλες Ασιατικών Αγριόσκυλων (Cuon alpinus), όχι μόνον να διεκδικούν τροφή από τις μεγάλες «γάτες», αλλά και να έχουν σκοτώσει ακόμα και τίγρεις, σε σπάνιες περιπτώσεις. Αυτό έχει συμβεί και αντίστροφα που, τίγρεις έχουν επίσης παρατηρηθεί να σκοτώνουν πολλά αγριόσκυλα ταυτόχρονα, διότι θα επιτεθούν σε μια τίγρη άμεσα, μόνο αν το κοπάδι είναι αρκετά μεγάλο.[97] Κάποια τσακάλια (Canis aureus), εκδιωγμένα από την αγέλη τους, έχει γίνει γνωστό ότι αναπτύσσουν συμβιωτική σχέση με τίγρεις. Αυτά τα μοναχικά ζώα που, ονομάζονται στην τοπική κοινωνία ως kol-bahl, θα προσκολληθούν σε μια συγκεκριμένη τίγρη, ακολουθώντας από πίσω σε μια ασφαλή απόσταση και, εκμεταλλεύονται τα υπολείμματα του θηράματος που αφήνει η μεγάλη «γάτα». Μάλιστα, ένα τέτοιο kol-bahl μπορεί, ακόμη και να «ειδοποιήσει» μια τίγρη με ένα δυνατό ουρλιαχτό.

  • Οι τίγρεις είναι γνωστό ότι ανέχονται αυτά τα τσακάλια: υπάρχει μάλιστα αναφορά για ένα τσακάλι που -ομολογουμένως με... μεγάλη αυτοπεποίθηση- περπάτησε ανάμεσα σε τρεις τίγρεις, για να περάσει μπροστά (!) [80]

Όταν αντιληφθεί μια τίγρη, ένα τσακάλι φαίνεται να βγάζει κάποιο ουρλιαχτό πολύ διαφορετικό από το κανονικό, που λειτουργεί ως προειδοποίηση προς άλλα τσακάλια.[98]

Τίγρη σε θέση εφόρμησης

Περιστασιακά, ένας μεγάλος κροκόδειλος μπορεί να προσπαθήσει να επιτεθεί σε μια τίγρη. Όταν ένας κροκόδειλος αρπάξει στα σαγόνια του μια τίγρη, εκείνη θα αντιδράσει, στοχεύοντας τα μάτια του ερπετού με τα ισχυρά πόδια της.[80] Στον 18ο αιώνα, ο φυσιοδίφης Όλιβερ Γκόλντσμιθ (Oliver Goldsmith) περιέγραψε τις συχνές συγκρούσεις μεταξύ των ινδικών κροκοδείλων (Crocodylus palustris) και τίγρεων που, συνέβαιναν συχνά κατά τη διάρκεια εκείνης της εποχής. Διψασμένες τίγρεις κατέβαιναν συχνά στους ποταμούς και, σε κάποιες περιπτώσεις αρπάχτηκαν και θανατώθηκαν από τους κροκόδειλους, αν και, πιο συχνά, κατάφερναν να δραπετεύσουν.[99] Οι ενήλικες κροκόδειλοι μπορεί να στοχεύουν το ίδιο θήραμα με την τίγρη, συμπεριλαμβανομένων των ελαφιών και των βουβάλων. Περιστασιακά, ένας κροκόδειλος και μια τίγρη θα προσπαθήσουν να διεκδικήσουν ένα ζώο σκοτωμένο από κάποιον από τους δύο, με αποτέλεσμα μια διελκυστίνδα (sic) στην άκρη του νερού, μέχρι ο ένας να απομακρυνθεί με το σφάγιο.[100]

  • Ο, δυνητικά, πιο επικίνδυνος εχθρός είναι ο πραγματικά μεγάλος, πιο επιθετικός κροκόδειλος του αλμυρού νερού (Crocodylus porosus), τον οποίο η τίγρη σπάνια συναντά έξω από τους ποταμόκολπους στις παράκτιες περιοχές της ανατολικής Ινδίας.

Εκτός από τoν σπάνιο προαναφερθέντα κροκόδειλο ή τα μεγάλα κοπάδια των αγριόσκυλων, οι μόνοι σοβαροί ανταγωνιστές για τις τίγρεις είναι κάποιες αρκούδες, ειδικά η μεγαλόσωμη καφέ αρκούδα (Ursus arctos), στις περιοχές της κεντρικής Ασίας, όπου συναντώνται τα δύο είδη. Η αρκούδα θα προσπαθήσει να κλέψει τη λεία της τίγρης και εκείνη θα υπερασπιστεί μερικές φορές την τροφή της. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποιες αρκούδες (κυρίως τα μικρά) γίνονται οι ίδιες θηράματα των τίγρεων. Παρά το γεγονός ότι κυνηγούν με ενέδρα, οι τίγρεις είναι ιδιαίτερα προσεκτικές κατά το χειρισμό των αρκούδων, διότι κάποια μεγαλόσωμα άτομα είναι ικανά να σκοτώσουν μια τίγρη, υπερασπιζόμενες τον εαυτό τους. Βέβαια, τα περιστατικά με την μικρότερη αρκούδα του Μελιού (Melursus ursinus), είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στην Ινδία, όπου οι τίγρεις μπορούν να επιτεθούν στις συγκεκριμένες αρκούδες. Εκείνες, παρά το σχετικά μικρό τους μέγεθος μπορεί να γίνουν αρκετά επιθετικές και, σε κάποιες περιπτώσεις, καταφέρνουν να διώξουν νεαρές κυρίως τίγρεις, ή να υπερασπιστούν επιτυχώς τον εαυτό τους με αντεπιθέσεις. Παρά το γεγονός αυτό, οι περισσότερες θανατώνονται αρκετά συχνά και, αντιδρούν φοβισμένα στην παρουσία των τίγρεων ή ακόμα και στις φωνές μίμησης που αρθρώνουν (όπως η κλήση του ελαφιού σάμπαρ (βλ. Κυνήγι)).[80][101]

Οι αρκούδες, γενικά, -τόσο η ασιατική όσο και η καφέ- αποτελούν το 5-8% της διατροφής της τίγρης στη ρωσική Άπω Ανατολή.[101] Ορισμένες αναφορές ισχυρίζονται ότι οι μικρότερες ασιατικές αρκούδες του μελιού, έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στη διαφυγή από τις τίγρεις, επειδή είναι εξειδικευμένοι αναρριχητές στα δένδρα, αν και διαιτητικές αναλύσεις έχουν, εν αντιθέσει, δείξει ότι η μικρή αρκούδα αποτελεί το 4-6,5% της διατροφής της τοπικής τίγρης, ενώ η μεγάλη καφέ αρκούδα, το 1-1,5% της διατροφής.[101][102] Οι τίγρεις της Σιβηρίας και οι καφέ αρκούδες συνήθως αποφεύγουν την αντιπαράθεση, αλλά μπορεί μερικές φορές να είναι ανταγωνιστές, με τον ανταγωνισμό να καθορίζεται περισσότερο από την ηλικία, το φύλο και το μέγεθος των αντιπάλων και όχι από αυτό καθαυτό το είδος. Έτσι, τα μεγαλύτερης ηλικίας και μεγέθους αρσενικά -και των δύο ειδών- τείνουν να κυριαρχήσουν σε αυτή την αντιπαράθεση.[101] Μερικές καφέ αρκούδες, κατά την έξοδο από την κατάσταση χειμερίας νάρκης, ακολουθούν ενστικτωδώς τις τίγρεις για να κλέψουν τη λεία τους.[102] Οι τίγρεις, από την άλλη, μπορούν να σκοτώσουν καφέ αρκούδες και κυρίως τα μικρά τους, ειδικά σε ορισμένες περιπτώσεις που ανακαλύπτουν τα λημέρια τους, κατά τη διάρκεια του κύκλου αδρανοποίησής τους ή σε περιόδους χαμηλής αφθονίας τροφής, το φθινόπωρο.[75] Υπάρχουν επίσης αναφορές που η καφέ αρκούδα σκοτώνει τίγρεις μέχρι το μέγεθος των ενήλικων αρσενικών, είτε σε αυτοάμυνα, είτε σε διεκδίκηση λείας.[30][101] Τέλος, οι τίγρεις μπορεί να επιτίθενται και σε άλλα είδη αρκούδας που απαντώνται -ή ιστορικά έχουν απαντηθεί- στην επικράτειά τους, κυρίως το γιγαντιαίο πάντα (Ailuropoda melanoleuca) και την αρκούδα της Μαλαισίας (Helarctos malayanus), αλλά τα υπάρχοντα δεδομένα είναι αρκετά ελλιπή.[24]

Διάσωση της τίγρης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τίγρη είναι Κινδυνεύον Είδος (EN) και, μάλιστα, αυτό ισχύει για τον μέσο όρο του παγκόσμιου πληθυσμού, αφού ορισμένα υποείδη απειλούνται με εξαφάνιση.[1] Η λαθροθηρία που οργιάζει, για τη γούνα και τα μέρη του σώματός της, καθώς και η καταστροφή των οικοτόπων της, έχουν μειώσει δραματικά τους πληθυσμούς της τίγρης στην άγρια φύση. Στην αρχή του 20ού αιώνα, εκτιμάται ότι υπήρχαν πάνω από 100.000 τίγρεις στην άγρια φύση, αλλά ο πληθυσμός έχει συρρικνωθεί -εκτός αιχμαλωσίας-, κάτω από τα 2.500 άτομα.[10] Η ζήτηση για μέρη του σώματος τίγρης, που «χρησιμεύουν» στην παραδοσιακή κινέζικη ιατρική, είναι σημαντική απειλή για τους πληθυσμούς της.[103][104]

Δύο κουτάβια μαλαισιανής τίγρης παίζουν, σε ζωολογικό κήπο

Η Ινδία φιλοξενεί το μεγαλύτερο πληθυσμό τίγρεων στον κόσμο, σε άγρια κατάσταση.[105] Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση, από τον συνολικό αριθμό τίγρεων, 1.400 περίπου βρίσκονται στην Ινδία. Μόνο ένα ποσοστό 11% από τη συνολική έκταση των ενδιαιτημάτων του σαρκοφάγου παραμένει, αλλά γίνεται ολοένα πιό κατακερματισμένο και υποβαθμισμένο.[106][107] Μια σημαντική συντονισμένη προσπάθεια διατήρησης, που είναι γνωστή ως Project Tiger, έχει ξεκινήσει από το 1973, αρχικά με αιχμή του δόρατος την τέως πρωθυπουργό Ίντιρα Γκάντι (Indira Gandhi). Το θεμελιώδες επίτευγμα ήταν η δημιουργία πάνω από 25 καλά παρακολουθούμενων καταφυγίων τίγρης, σε κρατική γη, όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα απαγορεύεται κατηγορηματικά. Στο πρόγραμμα αυτό, πιστώνεται ο τριπλασιασμός του αριθμού των άγριων τίγρεων της Βεγγάλης από, περίπου 1.200 το 1973, σε πάνω από 3.500 στη δεκαετία του 1990.

Δυστυχώς, μια απογραφή που πραγματοποιήθηκε το 2007 και δημοσιεύθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2008, έδειξε ότι ο άγριος πληθυσμός της τίγρης στην Ινδία μειώθηκε κατά 60% περίπου, σε 1.411 άτομα.[108] Σημειώνεται στην έκθεση, ότι η μείωση αυτή μπορεί να αποδοθεί άμεσα στη λαθροθηρία.[109] Μετά τη δημοσίευση της έκθεσης, η ινδική κυβέρνηση υποσχέθηκε 153 εκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτήσει περαιτέρω την πρωτοβουλία Project Tiger, να συσταθεί ένα σώμα προστασίας για την καταπολέμηση της λαθροθηρίας και, να χρηματοδοτήσει την μετεγκατάσταση μέχρι 200.000 χωρικών, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η αλληλεπίδραση ανθρώπου-τίγρης.[110] Επιπλέον, συστάθηκαν 8 νέα καταφύγια στην Ινδία.[111] Στο μεταξύ, Ινδοί αξιωματούχοι ξεκίνησαν με επιτυχία ένα έργο για να επαναφέρουν τις τίγρεις στο Καταφύγιο Σαρίσκα.[112] Το Εθνικό Πάρκο Ράθανμπορ συχνά έχει αναφερθεί από Ινδούς αξιωματούχους, ως παράδειγμα επιτυχών προσπαθειών εναντίον της λαθροθηρίας.[113] Το πρόγραμμα Τίγρεις Για Πάντα (Tigers Forever) είναι μια συνεργασία μεταξύ της Wildlife Conservation Society και του Panthera Corporation για να χρησιμεύσει ως ένα σχέδιο δράσης με βάση την επιστήμη, αλλά και ως ένα επιχειρηματικό μοντέλο για να εξασφαλιστεί ότι οι τίγρεις θα ζουν σε άγρια κατάσταση για πάντα. Οι αρχικές επιλεγμένες τοποθεσίες του προγράμματος, περιλαμβάνουν το μεγαλύτερο φυσικό καταφύγιο του κόσμου, εκτάσεως 21.756 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στην κοιλάδα Χουκάουνγκ του Μιανμάρ (Hukaung Valley), τα δυτικά Γκατς (Ghats) στην Ινδία, τις προστατευόμενες περιοχές Huai Khai Khaeng και Thung Yai της Ταϊλάνδης, και άλλες περιοχές στο Λάος, τη Καμπότζη, τη Ρωσική Άπω Ανατολή και την Κίνα, καλύπτοντας περίπου 260.000 τ. χμ. των κρίσιμων ενδιαιτημάτων της τίγρης.[114]

Η τίγρη της Σιβηρίας ήταν στα πρόθυρα της εξαφάνισης, με μόνο περίπου 40 ζώα σε άγρια κατάσταση στη δεκαετία του 1940. Υπό το σοβιετικό καθεστώς, ο έλεγχος της λαθροθηρίας ήταν αυστηρότατος και ιδρύθηκε ένα δίκτυο προστατευομένων ζωνών (zapovedniks), οδηγώντας σε αύξηση του πληθυσμού της τίγρης σε αρκετές εκατοντάδες. Η λαθροθηρία έγινε πρόβλημα και πάλι στη δεκαετία του 1990, όταν η οικονομία της Ρωσίας κατέρρευσε, οι ντόπιοι κυνηγοί απέκτησαν πρόσβαση σε μία, πρώην κλειστή και νυν προσοδοφόρα, αγορά της Κίνας και η υλοτομία στην περιοχή αυξήθηκε. Ενώ η βελτίωση της τοπικής οικονομίας έχει οδηγήσει σε περισσότερους πόρους που επενδύονται στις προσπάθειες διατήρησης, η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας οδήγησε σε αυξημένο ρυθμό ανάπτυξης και αποψίλωση των δασών. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη διατήρηση του υποείδους, είναι ο τεράστιος ζωτικός χώρος που απαιτούν οι συγκεκριμένες τίγρεις, έως και 450 τ. χμ. για ένα (1) θηλυκό και κάτι περισσότερο για ένα αρσενικό.[115] Οι σημερινές προσπάθειες διατήρησης κατευθύνονται από τις τοπικές κυβερνήσεις και τις ΜΚΟ, σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς, όπως το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση και η Wildlife Conservation Society.[116] Ο ανταγωνιστικός αποκλεισμός των λύκων από τις τίγρεις (βλ. Σχέσεις με άλλα αρπακτικά) έχει χρησιμοποιηθεί από τις ρωσικές οικολογικές οργανώσεις, ως κίνητρο να πείσει τους κυνηγούς στην Άπω Ανατολή να ανεχθούν τις μεγάλες «γάτες», διότι περιορίζουν τους πληθυσμούς των οπληφόρων λιγότερο από τους λύκους και, είναι αποτελεσματικές στην καταπολέμηση του τελευταίου.[117] Επί του παρόντος, υπάρχουν περίπου 400-550 ζώα στην άγρια φύση.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Ανθρώπινο Περιβάλλον, η Κίνα απέρριψε τo καθοδηγούμενo από τη Δύση περιβαλλοντολογικό κίνημα ως μομφή για την πλήρη αξιοποίηση των ιδίων πόρων της. Ωστόσο, αυτή η στάση «μαλάκωσε» κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, όταν η Κίνα βγήκε από τη διπλωματική απομόνωση και ζήτησε ομαλές εμπορικές σχέσεις με τις δυτικές χώρες. Έγινε συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης CITES του 1981, ενισχύοντας τις προσπάθειες στη διατήρηση της τίγρης από διεθνείς ομίλους, όπως το Project Tiger, οι οποίες υποστηρίζονται από το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το 1988, η Κίνα πέρασε το νόμο για την προστασία της άγριας ζωής, κατατάσσοντας την τίγρη ως Προστατευόμενο Είδος κατηγορίας Ι. Το 1993, απαγόρευσε το εμπόριο μερών του σώματος τίγρης, γεγονός που οδήγησε σε κάποια μείωση του αριθμού των οστών τίγρης που συλλέγονται για χρήση στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική.[118]

Η τίγρη είναι ένα, τυπικά, μοναχικό ζώο

Ωστόσο, επειδή το εμπόριο οστών τίγρης καταπολεμήθηκε από την αποτελεσματική κινεζική νομοθεσία στη δεκαετία του 1990, άρχισε να αναπτύσσεται το εμπόριο δέρματος του ζώου στην περιοχή του Θιβέτ. Καθώς άρχισε να αυξάνεται εκεί ο πλούτος, διάφοροι ντόπιοι νεόπλουτοι, όπως τραγουδιστές και συμμετέχοντες στις ετήσιες ιπποδρομίες άρχισαν να φοράνε chuba (παλτά φτιαγμένα από δέρματα τίγρης). Το ντύσιμο με τομάρι τίγρης έγινε ένα «πρότυπο ομορφιάς», ακόμη και υποχρεωτικό σε γάμους, με τις θιβετιανές οικογένειες να ανταγωνίζονται για να αγοράσουν όλο και μεγαλύτερα ενδύματα, για να επιδείξουν την κοινωνική τους θέση.[118] Το 2003, οι κινεζικές τελωνειακές αρχές κατέσχεσαν 31 τίγρεις, 581 λεοπαρδάλεις και 778 βίδρες που, αν πωλούνται στην πρωτεύουσα Λάσα θα απέφεραν μεγάλα κέρδη στους εμπόρους.

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο παγκόσμιος πληθυσμός της τίγρης που ζει σε άγρια κατάσταση, είναι δύσκολο να καταγραφεί με ακρίβεια, διότι πολλές μετρήσεις είναι ήδη παρωχημένες, κάποιες άλλες προέρχονται από απλές εκτιμήσεις, ενώ αρκετές θεωρούνται αναξιόπιστες. Το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση υπολόγιζε τον πληθυσμό της τίγρης στα 3.200 άτομα, το 2011 [119] και η IUCN σε λιγότερα από 3.000 άτομα [1].

Τα 6 υποείδη τίγρης που ζουν σήμερα, έχουν χαρακτηριστεί ως κινδυνεύοντα (EN) από την IUCN (κριτήρια A2bcd+4bcd, 2011).[1] Το εύρος τους φαίνεται να έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 50% κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων γενεών (21-27 έτη).[120][121] Συγκρίνοντας την τωρινή εκτίμηση του πληθυσμού με εκείνη της δεκαετίας του 1990, παρά την ασάφεια της πρώτης, υπάρχει μια μείωση τουλάχιστον κατά 50% κατά την περίοδο αυτή. Η πτωτική τάση είναι πιθανό να συνεχιστεί στο εγγύς μέλλον. Τα αίτια της μείωσης του πληθυσμού μπορεί να μην είναι αναστρέψιμα σε ορισμένους τομείς.

Επίσης, η τίγρη κατατάσσεται και ως C1+2a(i), διότι μια προληπτική προσέγγιση διαπιστώνει ότι ο πληθυσμός των αναπαραγωγικών ατόμων, είναι πιθανότατα λιγότερος από 2.500 ενήλικα άτομα. Οι εκτιμήσεις των πληθυσμών σε 42 προστατευόμενες περιοχές, είναι μόλις 2.154 αναπαραγωγικές τίγρεις.[122] Αν και αυτό δεν είναι μια πλήρης εκτίμηση του παγκόσμιου πληθυσμού (για παράδειγμα, οι περισσότερες τίγρεις της Σιβηρίας στη Ρωσία βρίσκονται σε μη προστατευόμενες περιοχές), η εν γένει κατάσταση είναι φτωχή και ελάχιστα γνωστή. Οι τίγρεις απαιτούν μεγάλους πληθυσμούς για να διατηρηθούν και, το ποσοστό επιβίωσης των ενήλικων θηλυκών αναπαραγωγής είναι μια βασική παράμετρος, με τα μοντέλα να καταγράφουν μείωση του συνολικού πληθυσμού όταν η θνησιμότητα των θηλυκών ζώων αναπαραγωγής αυξάνεται πάνω από 15%.[123] Η μείωση του πληθυσμού στα τελευταία χρόνια είναι πιο έντονη εκτός των προστατευόμενων περιοχών.[6] Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι, οι κατευθυντήριες γραμμές της IUCN λένε πως «τα ώριμα άτομα που ποτέ δεν θα αναπαραχθούν, δεν πρέπει να συνυπολογίζονται». Για τους σκοπούς της Κόκκινης Λίστας, οι εκτιμώμενοι πληθυσμοί από τις διάφορες πηγές, χρησιμοποιούνται και ως προσεγγίσεις για τον αναπαραγωγικό πληθυσμό των ενήλικων. Αυτός ο πληθυσμός έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 20% κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο γενεών (13-20 έτη). Η πτώση συνεχίζεται και μπορεί να μην είναι αναστρέψιμη, ενώ ουδείς υποπληθυσμός είναι μεγαλύτερος των 250 ενηλίκων ατόμων. Οι εκτιμήσεις (2010-11) ανά χώρα (αναπαραγωγικά και μη-αναπαραγωγικά άτομα), σύμφωνα με την IUCN, ήσαν οι εξής:[1]

Κράτος Υπολογισμός
Μπανγκλαντές 440
Μπουτάν 75
Καμπότζη 20
Κίνα 45
Ινδία 1,706
Ινδονησία 325
Λάος 17
Μαλαισία 500
Μιανμάρ 85
Νεπάλ 155
Βόρεια Κορέα ?
Ρωσία 360
Ταϊλάνδη 200
Βιετνάμ 20
Σύνολο 3,948

Αν και ο όρος «Επανένταξη στο φυσικό περιβάλλον» ή «Επανένταξη στην άγρια κατάσταση» (Rewilding) χρησιμοποιήθηκε για τη «διατήρηση» σε γενικότερα πλαίσια (sensu lato), τουλάχιστον από το 1990,[124] για πρώτη φορά εφαρμόστηκε στην αποκατάσταση ενός (1) μοναδικού είδους σαρκοφάγων από τον Χους φαν Ντάικ (Gus Van Dyk), στο Εθνικό Πάρκο Πιλάνεσμπεργκ (Pilanesberg National Park) της Νότιας Αφρικής, το 2003.[εκκρεμεί παραπομπή]

Το 1978, ο Ινδός ειδικός στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος Billy Arjan Singh προσπάθησε να επανεντάξει μια τίγρη στο Εθνικό Πάρκο Ντούτβα (Dudhwa National Park) της Ινδίας. Η θηλυκή τίγρη με την ονομασία Τάρα (Tara), είχε γεννηθεί και εκτραφεί σε ζωολογικό κήπο.[125] Λίγο μετά την απελευθέρωση, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων έχασε τη ζωή του από κάποια τίγρη η οποία στη συνέχεια πυροβολήθηκε. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι υποστήριξαν ότι, η συγκεκριμένη τίγρη ήταν η Tara, κάτι που αμφισβητήθηκε έντονα από τον Singh και άλλους οικολόγους. Αργότερα, ο θεσμός της επανένταξης απέκτησε περαιτέρω ανυποληψία, όταν ανακαλύφθηκε ότι η τοπική γονιδιακή δεξαμενή είχε «επιμολυνθεί» από την εισαγωγή της Tara, επειδή ήταν εν μέρει τίγρη της Σιβηρίας, γεγονός που δεν ήταν γνωστό κατά τη στιγμή της απελευθέρωσής της, φαινομενικά λόγω της κακής τήρησης αρχείων στο ζωολογικό κήπο όπου είχε κρατηθεί.[126][127][128][129][130][131]

Σώστε τις Τίγρεις της Κίνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο λογότυπος του πρότζεκτ Σώστε τις Τίγρεις της Κίνας

Η οργάνωση Σώστε τις Τίγρεις της Κίνας (Save China's Tigers), σε συνεργασία με το Κέντρο Έρευνας Άγριας Ζωής της Κρατικής Δασικής Διοίκησης της Κίνας και με την Εταιρία Κινέζικων Τίγρεων της Νότιας Αφρικής, εξασφάλισε μια συμφωνία για την επαναφορά των τίγρεων της Νότιας Κίνας (βλ. Υποείδη) στο φυσικό περιβάλλον. Η συμφωνία, η οποία υπεγράφη στο Πεκίνο στις 26 Νοεμβρίου 2002, ζητούσε την καθιέρωση ενός μοντέλου διάσωσης της κινεζικής τίγρης, μέσω της δημιουργίας ενός πιλοτικού καταφυγίου στην Κίνα, όπου η αυτόχθονη άγρια ζωή, συμπεριλαμβανομένων των κινεζικών τίγρεων, θα έχουν τη δυνατότητα και θα πρέπει να επανενταχθούν στο φυσικό τους περιβάλλον. Η οργάνωση Σώστε τις Τίγρεις της Κίνας είχε και έχει ως στόχο την επανένταξη του, άκρως κινδυνεύοντος (CR), υποείδους Panthera tigris amoyensis, μεταφέροντας μερικά αιχμάλωτα άτομα στη Νότιο Αφρική, για την εκπαίδευση αποκατάστασής τους, ώστε να ανακτηθούν, όσο γίνεται, τα κυνηγετικά τους ένστικτα. Την ίδια στιγμή, φτιαχνόταν ένα πιλοτικό καταφύγιο στην Κίνα, όπου οι τίγρεις θα μετεγκαταθίσταντο και θα απελευθερώνονταν, όταν το καταφύγιο θα ήταν έτοιμο.[132] Ωστόσο, το σχέδιο ήταν αρχικά να μεταφερθούν στην Κίνα, μόνον τα μικρά των υπό αιχμαλωσία τίγρεων, ενώ οι γονείς θα παρέμεναν στη Νότια Αφρική για να συνεχιστεί η αναπαραγωγή.[133] Η Νότια Αφρική επελέγη ως εφαλτήριο αυτής της προσπάθειας, χάρη στην ηγετική της θέση στον τομέα διαχείρισης της άγριας πανίδας, της άμεσα διαθέσιμης γης και, της αφθονίας θηραμάτων.

Από τότε, «κύλισε αρκετό νερό στο αυλάκι» και, κάποια άτομα τίγρεων της Νότιας Κίνας, φαίνεται να έχουν επανανταχθεί επιτυχώς, να είναι πλήρως ικανές για κυνήγι και να επιβιώνουν μόνες τους.[132] Επίσης, υπήρχε επιτυχία και όσον αφορά στην αναπαραγωγή αυτών των επανενταγμένων τίγρεων, με πέντε κουτάβια να έχουν ήδη γεννηθεί. Αυτά τα μικρά της δεύτερης γενιάς θα είναι σε θέση να μάθουν τις δεξιότητες επιβίωσης τους, απευθείας από τις επιτυχώς επανενταγμένες μητέρες τους.[134]

Τίγρη και Άνθρωπος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σκοτωμένη Τίγρη της Ιάβας, σε φωτογραφία του 1941

Η τίγρη υπήρξε κάποτε ένα από τα Πέντε Μεγάλα (Big Five) -ενν. θηράματα- της Ασίας. Το κυνήγι της, νόμιμο τότε, οργίαζε στις αρχές του 19ου και του 20ού αιώνα, αναγνωρισμένο και θεωρούμενο ως «άθλημα» από τους Βρετανούς στην αποικιακή Ινδία, καθώς και από τους μαχαραγιάδες και την αριστοκρατική τάξη των πάλαι ποτέ πριγκιπάτων τής -προ της ανεξαρτησίας- Ινδίας. Ένας και μόνον μαχαραγιάς ή Άγγλος κυνηγός, μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε σκοτώσει πάνω από 100 τίγρεις στην «καριέρα» του.[19] Το κυνήγι γινόταν από ορισμένους κυνηγούς με τα πόδια, άλλοι έστηναν ενέδρα χρησιμοποιώντας καλυμμένες τέντες (machans) με κατσικίσιο ή βουβαλίσιο κρέας ως δόλωμα, ενώ κάποιοι πιο εύποροι κυνηγούσαν πυροβολώντας από τη ράχη ενός ελέφαντα.[135] Σε ορισμένες περιπτώσεις, επιστρατεύονταν οι κάτοικοι ενός ολόκληρου χωριού, χτυπώντας τύμπανα για να οδηγήσουν το θήραμα στη ζώνη θανάτωσής του. Εκτενείς οδηγίες ήσαν διαθέσιμες για την εκδορά των τίγρεων και, υπήρχαν ειδικοί βυρσοδέψες (taxidermists), για την προετοιμασία των δερμάτων.

Ανθρωποφάγες τίγρεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπό κανονικές συνθήκες οι άγριες τίγρεις, ειδικά αν δεν έχουν προηγούμενη επαφή με τους ανθρώπους, αποφεύγουν ενεργά τη συνάντηση μαζί τους και τους φοβούνται. Ωστόσο, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, οι τίγρεις πιστεύεται ότι είναι υπεύθυνες για περισσότερους θανάτους ανθρώπων μέσω άμεσης επίθεσης από οποιοδήποτε άλλο άγριο θηλαστικό.[19] Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι τίγρεις προκαλούνται πρώτες από τον άνθρωπο, εφόσον οι ίδιες αποτελούν υποψήφιο θήραμα, με αναπόφευκτη την επίθεση, ιδιαίτερα εάν έχουν τραυματιστεί, στην προσπάθειά τους να προστατευτούν οι ίδιες. Περιστασιακά, οι επιθέσεις προκαλούνται κατά λάθος, όταν ένας άνθρωπος αιφνιδιάσει μια τίγρη ή περνώντας χωρίς να το θέλει από τη θέση που βρίσκεται μια μητέρα με τα μικρά της.[136]

  • Μερικές φορές η ανθρώπινη συμπεριφορά θα προκαλέσει ακούσια επιθέσεις τίγρης, προκαλώντας τα φυσικά ένστικτά τους. Σε μία περίπτωση, ένας ταχυδρόμος που παρέδιδε το ταχυδρομείο με τα πόδια σε μια αγροτική περιοχή της Ινδίας, όπου οι συναντήσεις με τις τίγρεις είναι κοινός τόπος, δεν ενοχλήθηκε ποτέ από αυτές για πολλά χρόνια. Λίγο μετά, ο ταχυδρόμος άρχισε να χρησιμοποιεί ποδήλατο και δέχθηκε επίθεση από μια τίγρη, θεωρητικά διότι το άγριο ζώο θεώρησε ενστικτωδώς ότι απειλείται από καταδίωξη.[137]

Παρά το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν είναι κανονικό θήραμα για τις τίγρεις, μερικές φορές οι τίγρεις θα θεωρήσουν τους ανθρώπους ως τέτοιο. Οι επιθέσεις αυτού του είδους, έχουν την τάση να είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες σε περιοχές όπου η αύξηση του πληθυσμού, η υλοτομία και η γεωργία έχουν ασκήσει πίεση επί των οικοτόπων της τίγρης, με συνέπεια τη μειωμένη άγρια λεία γι’ αυτήν. Επίσης, οι περισσότερες τίγρεις που επιτίθενται στον άνθρωπο είναι ηλικιωμένες και με ελλείποντα δόντια, έχοντας φυσιολογική αδυναμία να συλλάβουν την κανονική λεία τους,[138] όπως ,για παράδειγμα, η «Τίγρη του Τσαμπαβάτ» που κατέχει το «ρεκόρ» με περίπου 430 θανάτους στην περιοχή του Νεπάλ και της Ινδίας τον 19ο αιώνα.[139]

Σε αντίθεση με τις λεοπαρδάλεις που επιτίθενται σε ανθρώπους, ακόμη και οι εθισμένες στην ανθρωποφαγία τίγρεις, σπάνια θα εισβάλλουν σε ανθρώπινους οικισμούς και, συνήθως περιφέρονται στις παρυφές τους.[138] Ωστόσο, επιθέσεις σε χωριά συμβαίνουν.[140] Οι τίγρεις αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο, όπως κάνουν και με τα άλλα θηράματα, δηλαδή ενεδρεύουν και επιτίθενται από κοντινή απόσταση. Παρά το γεγονός ότι είναι, ως επί το πλείστον, νυκτόβια αρπακτικά, οι τίγρεις επιτίθενται σε ανθρώπους στη διάρκεια της ημέρας. Σύμφωνα με τον Τζιμ Κόρμπετ (Jim Corbett), ο οποίος υπήρξε κυνηγός τίγρεων, δεν είχε ποτέ ακούσει για τίγρη που επιτίθεται σε ανθρώπους το βράδυ (σε αντίθεση με τις λεοπαρδάλεις, οι οποίες επιτίθενται σε ανθρώπους μόνο τη νύχτα, διότι τους φοβούνται στη διάρκεια της ημέρας).[141] Οι επιθέσεις είναι επίσης συνηθισμένες σε ανθρώπους που εργάζονται σε εξωτερικούς χώρους και ασχολούνται με εργασίες που αποσπούν την προσοχή, ιδιαίτερα όταν η εργασία απαιτεί από αυτούς να σκύβουν (sic) (συλλογή καυσόξυλων, καλλιέργειες) ή να κάνουν την ανάγκη τους. Εξαιτίας των φυσικών αρπακτικών ενστίκτων τους, όπως η σιωπηρή προσέγγιση της λείας και η τάση να επιτίθενται σε μοναχικούς στόχους, τα παλαιότερα κείμενα έτειναν -παντελώς λανθασμένα- να σκιαγραφήσουν το προφίλ των τίγρεων ως «δειλά ζώα».[142] Δυστυχώς, λόγω του μεγέθους και της δύναμης που διαθέτει η τίγρη, ελάχιστοι άνθρωποι επιβιώνουν όταν πραγματοποιείται μια επίθεση. Ιδιαίτερο πρόβλημα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τις τίγρεις, υφίσταται στην Ινδία και το Μπανγκλαντές, ειδικά στις περιοχές Kumaon, Garhwal και τα μαγκρόβια δάση Sundarbans της Βεγγάλης, όπου έχουν σημειωθεί κάποια κρούσματα επίθεσης στον άνθρωπο. Λόγω της ταχείας απώλειας ενδιαιτημάτων που αποδίδεται στην αλλαγή του κλίματος, οι επιθέσεις τίγρη έχουν αυξηθεί στα Sundarbans.[143]

Σχεδόν όλες οι τίγρεις που έχουν ταυτοποιηθεί ως «ανθρωποφάγες», γρήγορα συλλαμβάνονται, πυροβολούνται ή δηλητηριάζονται. Οι τρέχοντες ινδικοί νόμοι για την προστασία της άγριας ζωής, ορίζουν ότι τα ζώα πρέπει κατ’ αρχήν να σώζονται, εκτός εάν η τίγρη είναι υπότροπος και δεν υπάρχει ελπίδα για την αποκατάστασή της. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι, οι τίγρεις που επιτίθενται ή σκοτώνουν ανθρώπους, οδηγούν σε εκδικητικές «απαντήσεις», με τη θανάτωση αρκετών τίγρεων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν συμμετείχαν στην επίθεση. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα επικίνδυνα για τον άνθρωπο ζώα, συλλαμβάνονται και μεταφέρονται σε μεγάλα καταφύγια, με μέση επιτυχία.

  • Το 1986 στο Sundarbans, επειδή η τίγρη εκδηλώνει επίθεση σχεδόν πάντα από πίσω, εφαρμόστηκε ένα εφεύρημα, με μάσκες ζωγραφισμένες με πρόσωπα ανθρώπων, να φοριούνται στο πίσω μέρος του κεφαλιού, έτσι ώστε, τουλάχιστον θεωρητικά, η τίγρη να αποθαρρύνεται. Παρά τις μειωμένες πιθανότητες, υπήρξε αρχικά μείωση στον αριθμό επιθέσεων, αλλά οι τίγρεις αργότερα συνηθισμένες στις μάσκες άρχισαν να επιτίθενται και πάλι κατά τα επόμενα έτη.[144]

Οι τίγρεις σε αιχμαλωσία διατηρούν τα άγρια ένστικτά τους και, ειδικά εκείνες που κρατούνται παράνομα σε ιδιωτικές περιοχές, μπορεί να επιτίθενται σε ανθρώπους. Εκτιμάται ότι, 1,75 θανατηφόρες επιθέσεις συμβαίνουν ετησίως από τίγρεις σε αιχμαλωσία, με τουλάχιστον 27 άτομα να έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί σοβαρά στις Ηνωμένες Πολιτείες από τίγρεις, κατά τη διάρκεια των ετών 1998-2001.[145] Σε μεγάλoυς, καλά διατηρημένους δημόσιους ζωολογικούς κήπους, οι επιθέσεις τίγρης σε ανθρώπους είναι πολύ σπάνιες και οι τίγρεις που συνδέονται με τους υπαλλήλους, από τη γέννησή τους μπορεί να είναι υπάκουες, ακόμη και στοργικές προς αυτούς. Ωστόσο, οι περισσότεροι ζωολογικοί κήποι είναι δικαιωματικά προσεκτικοί και, όταν οι τίγρεις πρέπει να μεταφερθούν ή να εξεταστούν (όπως σε ιατρικές διαδικασίες) επιβάλλεται να εξασφαλιστεί ότι οι τίγρεις είναι πλήρως αδρανοποιημένες με αναισθησία.[145]

Εμπόριο και «παραδοσιακή ιατρική»

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικά, οι τίγρεις έχουν κυνηγηθεί σε μεγάλη κλίμακα, για την εκπάγλου ομορφιάς γούνα τους. Το εμπόριο δερμάτων τίγρης κορυφώθηκε το 1960, λίγο πριν από την έναρξη ισχύος των διεθνών προσπαθειών διατήρησης του είδους. Το 1977, ένα δέρμα τίγρης σε μια αγγλική αγορά άξιζε 4.250 δολάρια περίπου.[19]

Πολλοί άνθρωποι στην Κίνα και άλλα μέρη της Ασίας έχουν την πεποίθηση ότι διάφορα μέρη της τίγρης, όπως το πέος της, έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες, κυρίως ως παυσίπονα και αφροδισιακά,[146] χωρίς, βέβαια, να υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να στηρίζουν αυτές τις πεποιθήσεις. Η χρήση μερών τίγρης σε φαρμακευτικά προϊόντα στην Κίνα έχει ήδη απαγορευθεί, και η κυβέρνηση έχει απαγγείλλει κάποιες κατηγορίες για λαθροθηρία που τιμωρούνται ακόμη και με θάνατο. Επιπλέον, όλες οι εμπορικές συναλλαγές για μέρη τίγρης είναι παράνομες σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Διεθνές Εμπόριο Απειλούμενων Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας και η απαγόρευση του εμπορίου έχει τεθεί σε εφαρμογή στην Κίνα από το 1993. Ωστόσο, το εμπόριο μερών τίγρης στην Ασία έχει γίνει ένας σημαντικός κλάδος στη μαύρη αγορά και, οι κυβερνητικές προσπάθειες για να σταματήσει έχουν αποβεί αναποτελεσματικές μέχρι σήμερα.[19] Σχεδόν όλη η μαύρη αγορά εδράζεται στην Κίνα και, τα προϊόντα πωλούνται εντός της χώρας ή αποστέλλονται στην Ταϊβάν, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία. Η τίγρη της Νότιας Κίνας είχε σχεδόν εξαφανιστεί λόγω του συγκεκριμένου εμπορίου, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τη δεκαετία του 1970.[19] Συμβολή στο παράνομο εμπόριο, έχουν κάποιες παράνομες φάρμες στη χώρα, που ειδικεύονται στην εκτροφή τίγρεων με σκοπό το κέρδος. Εκτιμάται ότι μεταξύ 5.000 και 10.000 ατόμων σε αιχμαλωσία, ζουν σε αυτά τα αγροκτήματα σήμερα.[147][148][149] Ωστόσο, πολλές τίγρεις που συνδέονται με την παραδοσιακή ιατρική στη μαύρη αγορά είναι άγριες ή πυροβολήθηκαν από λαθροθήρες, και μπορεί να έχουν θανατωθεί οπουδήποτε στην επικράτεια, από τη Σιβηρία μέχρι την Ινδία και, από τη Μαλαισία μέχρι τη Σουμάτρα.

Οι τίγρεις σε αιχμαλωσία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τελευταία χρόνια, η αναπαραγωγή των τίγρεων σε αιχμαλωσία στην Κίνα επιταχύνθηκε σε σημείο που, οι πληθυσμοί πολλών υποειδών να υπερβαίνουν τα 4.000 ζώα, αριθμός μεγαλύτερος από εκείνον στην άγρια φύση. Σύμφωνα με πληροφορίες, περίπου 3000 ζώα βρίσκονται σε 10-20 σημαντικές εγκαταστάσεις, με το υπόλοιπο διάσπαρτο σε ακόμη 200 μικρότερες. Αυτό, κάνει την Κίνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη χώρα που διατηρεί τίγρεις σε αιχμαλωσία, μετά τις ΗΠΑ, η οποία το 2005 είχε κατ’ εκτίμησιν 4.692 τίγρεις σε αιχμαλωσία.[150]

Καλλιτέχνημα του 19ου αιώνα από τον Utagawa Kuniyoshi

Η τίγρη της Βεγγάλης είναι το εθνικό ζώο της Ινδίας και του Μπανγκλαντές, η τίγρη της Μαλαισίας είναι το εθνικό ζώο της Μαλαισίας και, η τίγρη της Σιβηρίας είναι το εθνικό ζώο της Νότιας Κορέας. Η τίγρη αντικαθιστά το λιοντάρι ως βασιλιάς των ζώων στους πολιτισμούς της ανατολικής Ασίας και εκπροσωπεί τη μεγαλειότητα, την αφοβία και την οργή.[151]

Μεγάλης σημασίας στην κινεζική μυθολογία και πολιτισμό, η τίγρη είναι ένα από τα 12 ζώα του κινεζικού ζωδιακού κύκλου. Επίσης, σε διάφορες τέχνες, μεταξύ των οποίων και την πολεμική, η τίγρη απεικονίζεται ως σύμβολο της γης και ισάξιος αντίπαλος του κινεζικού δράκου -τα δύο ζώα που αντιπροσωπεύουν την ύλη και το πνεύμα, αντίστοιχα. Η κινεζική πολεμική τέχνη Κουνγκ Φου στην οποία το μεγαλύτερο σύστημα της το Hung Gar βασίζεται στις κινήσεις της τίγρης και του γερανού. Στην αυτοκρατορική Κίνα, η τίγρη ήταν η προσωποποίηση του πολέμου και συχνά αντιπροσώπευε την υψηλότερη γενική βαθμίδα (σημερινό Υπουργείο Άμυνας), ενώ ο αυτοκράτορας και η αυτοκράτειρα εκπροσωπήθηκαν από έναν δράκο και ένα φοίνικα, αντίστοιχα. Η λευκή τίγρη είναι ένα από τα τέσσερα σύμβολα των κινεζικών αστερισμών. Στον Βουδισμό είναι, επίσης, ένα από τα τρία «ανελέητα» πλάσματα και συμβολίζει τον θυμό.[151]

Η τίγρη ήταν και είναι ένα από τα δημοφιλέστερα ζώα στον -εν πολλοίς αμφιλεγόμενο- κόσμο του τσίρκου, συμμετέχοντας ακούσια στον συγκεκριμένο αστερισμό του θεάματος, μαζί με άλλα ζώα. Έχει χρησιμοποιηθεί και πρωταγωνιστήσει σε πολλά λογοτεχνικά έργα, με διασημότερο εκείνο του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, Το βιβλίο της ζούγκλας, έκδοσης του 1894 και, τον περίφημο χαρακτήρα του «Σερ Χαν» ή «Σιρ Καν» (Shere Khan), που -μάλλον- έκανε κακό στη φήμη της τίγρης, ιδιαίτερα στην εποχή που γράφηκε (το κυνήγι της τίγρης στην Ινδία, οργίαζε εκείνη την εποχή από τους Άγγλους κατακτητές). Ο ίδιος χαρακτήρας, αργότερα εμφανίστηκε στην ταινία της Disney, Μόγλης, κάνοντάς τον ακόμα πιο διάσημο. Στην ελληνική λογοτεχνία, μια γνωστή τίγρη (με την διαλεκτική ονομασία καπλάνι) είναι αυτή του παιδικού βιβλίου της Άλκης Ζέη Το καπλάνι της βιτρίνας που βρίσκεται βαλσαμωμένη μέσα στη βιτρίνα ενός σαλονιού.

Ο Γουίνι (Winnie the Pooh) εμφανίζεται αργότερα στα βιβλία και ως ένα διάσημο λούτρινο παιχνίδι. Επίσης, στην ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney, Αλαντίν, η πριγκίπισσα Γιασμίν, έχει ως κατοικίδιο ζώο τον τίγρη Ράτζα. Το 2004, ο Ζαν-Ζακ Ανό, σκηνοθέτησε την ταινία Τα αδέλφια, όπου αφηγείται την ιστορία δύο κουταβιών τίγρης, της Κουμάλ και του Σάνγκα που χωρίζουν όταν είναι μικρά, για να ξαναβρεθούν αργότερα. Επίσης, στο κόμικ του Bill Wattersonin, «Κάλβιν & Χομπς», τον χαρακτήρα του Χόμπς, ενσαρκώνει μια τίγρη.[152]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 Chundawat, R.S., Habib, B., Karanth, U., Kawanishi, K., Ahmad Khan, J., Lynam, T., Miquelle, D., Nyhus, P., Sunarto, S., Tilson, R. & Sonam Wang (2011). Panthera tigris στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
  2. 2,0 2,1 Pocock
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 3,8 Mazák, 1981
  4. 4,0 4,1 4,2 Mazák, 1965
  5. Nowell & Jackson, 1996
  6. 6,0 6,1 Walston et al, 2010b
  7. Sanderson et al, 2006
  8. Walston et al
  9. Tigers 'take night shift' to dodge humans, BBC News, 4 September 2012
  10. 10,0 10,1 Chundawat et al
  11. National Animal". Government of India Official website
  12. 12,0 12,1 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 48, σ. 401
  13. 13,0 13,1 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 57, σ. 482
  14. Πάπυρος Λαρούς (1962) τ. 12, σ. 337
  15. Linnaeus
  16. Van den Hoek Ostende. 1999. Javan Tiger – Ruthlessly hunted down. 300 Pearls – Museum highlights of natural diversity
  17. Piper et al
  18. Dinerstein et al
  19. 19,00 19,01 19,02 19,03 19,04 19,05 19,06 19,07 19,08 19,09 19,10 19,11 19,12 19,13 19,14 19,15 19,16 Novak
  20. Wang 2008
  21. 21,0 21,1 Schaller
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 Mazák, 1983
  23. 23,0 23,1 23,2 Brakefield
  24. 24,0 24,1 24,2 Hunter
  25. Retrieved 2011-07-25|Tiger. The Animal Files. 1937-09-27
  26. Tigers. Physical Characteristics and Special Adaptations. seaworld.org
  27. Wood
  28. Matthiessen & Hornocker (2000)
  29. Matthiessen & Hornocker (2001)
  30. 30,0 30,1 Geptner & Sludskii
  31. Khan, 1986
  32. Chundawat et al (2011Β)
  33. Panwar
  34. Hemley & Mills
  35. Wildlife Protection Society of India (2009). WPSI's Tiger Poaching Statistics.
  36. Damania et al
  37. 37,0 37,1 37,2 Luo et al, 2004
  38. Luo et al
  39. Linkie et al
  40. Cracraft et al, 1998
  41. Mazak & Groves, 2006
  42. Cracraft et al
  43. Kerley et al, 2003
  44. Henry et al, 2009
  45. Miquelle et al, 2001
  46. 46,0 46,1 Driscoll et al, 2001
  47. South China Tiger Believed Still Exists in Wild. Xinhua News Agency (2007-07-15)
  48. "South China tiger photos are 'fake'". China Daily. 2007-11-17. Retrieved 2009-03-07.
  49. "South China tiger photos are fake: provincial authorities". China Daily. 2008-06-29. Retrieved 2009-03-07.
  50. Page, Jeremy (2008-06-30). "Farmer's photo of rare South China tiger is exposed as fake". London: The Times. Retrieved 2009-03-07
  51. 51,0 51,1 Jackson & Nowell
  52. Seidensticker
  53. Istiadi et al
  54. "History of big cat hybridisation". Retrieved 28 September 2007
  55. Guggisberg
  56. 56,0 56,1 Markel & Darryl
  57. 57,0 57,1 "White tigers". Lairweb.org.nz. Retrieved 25 September 2007
  58. "White Tigers". Bigcatrescue.org. Retrieved 2010-06-10.
  59. "White Tiger Facts". Retrieved 26 September 2007
  60. "White Tigers". Bigcathaven.org. Archived from the original on 2010-09-08. Retrieved 2012-02-02.
  61. "Snow Tigers". Bigcatrescue.org. Archived from the original on 2010-12-13. Retrieved 2010-06-10
  62. Golden tabby Bengal tigers". Lairweb.org.nz. Retrieved 2009-03-07
  63. Tigris (állat)
  64. 64,0 64,1 McDougal, C. (1977) The Face of the Tiger. Rivington Books and André Deutsch, London.
  65. White tigers". Lairweb.org.nz. Retrieved 25 September 2007
  66. Great Cats: Tigers - National Zoo| FONZ. Nationalzoo.si.edu. Retrieved on 2012-08-21.
  67. Shoemaker et al
  68. 68,0 68,1 68,2 68,3 68,4 Mills
  69. 69,0 69,1 69,2 69,3 Thapar
  70. Burger et al
  71. Smith et al
  72. 72,0 72,1 Karanth et al, 2003
  73. Karanth & Sunquist
  74. 74,0 74,1 74,2 74,3 Ramesh et al
  75. 75,0 75,1 Dale et al
  76. Sumatran tiger – Panthera tigris sumatrae. Lairweb.org.nz. Retrieved on 2012-08-05
  77. Linkie & Ridout
  78. Frank Leslie's popular monthly, Volume 45, 1879, edited by Frank Leslie, New York: Frank Leslie's Publishing House. 53, 55, & 57 Park Place. p. 411
  79. 79,0 79,1 Indian Rhinoceros. Animal Info (2005-12-05). Retrieved on 2012-07-28
  80. 80,0 80,1 80,2 80,3 80,4 Perry
  81. 81,0 81,1 Panthera tigris: Information, Animal Diversity Web
  82. Tiger: Spy In The Jungle. John Downer Productions. BBC (2008)
  83. 83,0 83,1 Sankhala
  84. Heptner & Sludskii
  85. Sunquist & Sunquist
  86. Sunquist, M., Sunquist, F. (2002) Wild Cats of the World. University Of Chicago Press, Chicago
  87. Zoogoer – Tiger, Panthera tigris". Retrieved 5 October 2007
  88. Tiger". Bangalinet.com. Retrieved 2009-03-07
  89. "Tiger – Oakland Zoo". Oaklandzoo.org. Archived from the original on 2010-10-25. Retrieved 2009-03-07
  90. Sunquist & Sunquist 2002Α
  91. Mills at al
  92. Gus Mills
  93. "Sympatric Tiger and Leopard: How two big cats coexist in the same area". Archived from the original on 2008-02-13. Ecology.info
  94. "The IUCN-Reuters Media Awards 2000". IUCN. Archived from the original on February 9, 2006. Retrieved 2007-08-17
  95. "Amur Tiger". Save The Tiger Fund. Archived from the original on July 12, 2007. Retrieved 2007-08-17
  96. Miquelle et al
  97. Mills, S. 2004
  98. Sillero-Zubiri et al
  99. Goldsmith
  100. The Wildlife Year, The Reader's Digest Association, Inc. (1991). ISBN 0-276-42012-8.
  101. 101,0 101,1 101,2 101,3 101,4 Mazák, V. (1965)
  102. 102,0 102,1 Kerley et al
  103. TRADITIONAL CHINESE MEDICINE". World Wildlife Foundation. Retrieved 3 March 2012
  104. Jacobs
  105. Hoiberg & Ramchandani
  106. Independent Online. "'World tiger population shrinking fast'". Iol.co.za. Retrieved 2010-06-10.
  107. Dinerstein et al, 2006
  108. Tudge
  109. "Front Page : Over half of tigers lost in 5 years: census". The Hindu. 2008-02-13. Retrieved 2010-06-10.
  110. Page
  111. "India Reports Sharp Decline in Wild Tigers". News.nationalgeographic.com. Retrieved 2010-06-10.
  112. "It's the tale of a tiger, two tigresses in wilds of Sariska". Economictimes.indiatimes.com. 2009-03-02. Retrieved 2010-06-10
  113. "Tigers galore in Ranthambhore National Park". Hindu.com. 2009-03-11. Retrieved 2010-06-10.
  114. Rabinowitz
  115. Goodrich et al
  116. "WWF: Amur (Siberian) tiger – species factsheet". Retrieved 2007-12-19
  117. Timothy et al
  118. 118,0 118,1 Yeh
  119. WWF – Tiger – Overview. Worldwildlife.org (2011-08-10). Retrieved on 2011-09-27
  120. Dinerstein et al, 2007
  121. Walston et al, 2010b)
  122. Walston et al, 2010a
  123. Chapron et al, 2008
  124. Foote
  125. Singh
  126. Menon
  127. Bagla
  128. Shankaranarayanan & Singh
  129. Tiger Territory The Tale of Tara, 4: Tara's Heritage
  130. Tiger Territory Genetic pollution in wild Bengal tigers
  131. Singh, R.K. (2000)
  132. 132,0 132,1 "FAQs | Save China's Tigers". English.savechinastigers.org. 2004-07-25. Retrieved 2010-06-10
  133. "FAQs | Save China's Tigers". English.savechinastigers.org. 2004-07-25. Retrieved 2009-03-07
  134. "The Baby Tiger That's Beating Extinction | Youtube Channel-SkyNews". Youtube.com. 2007-12-04. Retrieved 2010-06-10.
  135. Royal Tiger (nom-de-plume) in The Manpoora Tiger – about a Tiger Hunt in Rajpootanah. (1836) Bengal Sporting Magazine, Vol IV. reproduced in The Treasures of Indian Wildlife
  136. Singh, 1959
  137. Byrne, Peter. (2002) Shikari Sahib. Pilgrims Publishing. Pg. 291-292
  138. 138,0 138,1 "Man-eaters. The tiger and lion, attacks on humans". Lairweb.org.nz. Retrieved 2009-03-07.
  139. Wood, Gerald (1983). The Guinness Book of Animal Facts and FeatsΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Guinness Superlatives. ISBN 978-0-85112-235-9. 
  140. "Increasing tiger attacks trigger panic around Tadoba-Andhari reserve". Indianexpress.com. 2007-10-18. Retrieved 2009-03-07.
  141. Jim Corbett, Man-Eaters of Kumaon, Oxford University Press, 1944
  142. The Man-Eater of Segur", from Nine Man-Eaters and One Rogue, Kenneth Anderson, Allen & Unwin, 1954
  143. Climate change linked to Indian tiger attacks". Retrieved 27 October 2008
  144. Man-eaters. The tiger and lion, attacks on humans. Lairweb.org.nz. Retrieved on 2012-08-05.
  145. 145,0 145,1 Nyhus et al
  146. Harding
  147. "Chinese tiger farms must be investigated". WWF. 2007-04-24. Archived from the original on 2007-07-05. Retrieved 2009-03-07.
  148. "WWF: Breeding tigers for trade soundly rejected at CITES". Panda.org. 2007-06-13. Archived from the original on 2008-03-17. Retrieved 2009-03-07.
  149. Jackson
  150. Nowell & Ling
  151. 151,0 151,1 Cooper
  152. Tiikeri
  • Bagla, P. (1998). Indian tiger isn't 100 per cent "swadeshi". The Indian Express (1998-11-19).
  • Brakefield, T. (1993). Big Cats: Kingdom of Might. ISBN 0-89658-329-5.
  • Burger, B. V.; Viviers, M. Z.; Bekker, J. P. I.; Roux, M.; Fish, N.; Fourie, W. B.; Weibchen, G. (2008). "Chemical Characterization of Territorial Marking Fluid of Male Bengal Tiger, Panthera tigris". Journal of Chemical Ecology 34 (5): 659–671. doi:10.1007/s10886-008-9462-y. PMID 18437496. edit
  • Chapron, G., Miquelle, D.G., Lambert, A., Goodrich, J.M., Legendre, S. and Clobert, J. 2008. The impact on tigers of poaching versus prey depletion. Journal of Applied Ecology 45(6): 1667-1674.
  • Chundawat, R.S., Habib, B., Karanth, U., Kawanishi, K., Ahmad Khan, J., Lynam, T., Miquelle, D., Nyhus, P., Sunarto, S., Tilson, R., Wang, S. (2011Α). "Panthera tigris".
  • Chundawat, R. S., Khan, J. A., Mallon, D. P. (2011Β). "Panthera tigris tigris". IUCN Red List of Threatened Species. Version 2011.2. International Union for Conservation of Nature.
  • IUCN Red List of Threatened Species. Version 2011.2. International Union for Conservation of Nature.
  • CITES. 2008. Asian Big Cats. Decision 14.69. https://web.archive.org/web/20130910132832/http://cites.org/eng/dec/valid14/14_65-72.shtml.
  • Cooper, J. C. (1992). Symbolic and Mythological Animals. London: Aquarian Press. pp. 226–27. ISBN 1-85538-118-4.
  • Cracraft, Joel; Feinstein, Julie; Vaughn, Jeffrey; Helm-Bychowski, Kathleen (1998). "Sorting out tigers (Panthera tigris): mitochondrial sequences, nuclear inserts, systematics, and conservation genetics". Animal Conservation 1 (2): 139. doi:10.1111/j.1469-1795.1998.tb00021.x.
  • Dale G. Miquelle, Evgeny N. Smirnov, Howard B. Quigley, Maurice G. Hornocker, Igor G. Nikolayev, Evgeny N. Matyushkin (1996). "Food habits of Amur tigers in the Sikhote-Alin Zapovednik and the Russian Far East, and implications for conservation". Journal of Wildlife Research 1 (2): 138.
  • Damania, R., Seidensticker, J., Whitten, T., Sethi, G., Mackinnon, K., Kiss, A., Kushlin, A. (2008). A Future for Wild Tigers. World Bank, Washington, D.C
  • Dinerstein, E., Loucks, C., Heydlauff, A., Wikramanayake, E., Bryja, G., Forrest, J., Ginsberg, J., Klenzendorf, S., Leimgruber, P., O'Brien, T., Sanderson, E., Seidensticker, J., Songer, M. (2006) Setting Priorities for the Conservation and Recovery of Wild Tigers: 2005–2015. A User's Guide. 1–50. Washington, D.C., New York, WWF, WCS, Smithsonian, and NFWF-STF
  • Dinerstein, E., Loucks, C., Wikramanayake, E., Ginsberg, Jo., Sanderson, E., Seidensticker, J., Forrest, J., Bryja, G., Heydlauff, A. (2007). "The Fate of Wild Tigers". BioScience 57 (6): 508–514. doi:10.1641/B570608.
  • Dinerstein, E., Wikramanayake, E. D., Robinson, J., Karanth, U., Rabinowitz, A., Olson, D., Mathew, T., Hedao, P., Connor, P., Hemley, G. and Bolze, D. 1997. A Framework for Identifying High Priority Areas and Actions for the Conservation of Tigers in the Wild. A Framework for Identifying High Priority Areas and Actions for the Conservation of Tigers in the Wild.
  • Driscoll, C. A.; Yamaguchi, N.; Bar-Gal, G. K.; Roca, A. L.; Luo, S.; MacDonald, D. W.; O'Brien, S. J. (2009). "Mitochondrial Phylogeography Illuminates the Origin of the Extinct Caspian Tiger and Its Relationship to the Amur Tiger". In Brembs, Björn. PLoS ONE 4 (1): e4125. doi:10.1371/journal.pone.0004125. PMC 2624500. PMID 19142238.
  • Jennifer Foote, "Trying to Take Back the Planet," Newsweek, 5 February 1990, pp. 24–25
  • Forrest, J.L., Bomhard, B., Budiman, A., Coad, L., Cox, N., Dinerstein, E., Hammer, D., Huang, C., Huy, K., Kraft, R., Lysenko, I. and Magrath, W. 2011. Single-species conservation in a multiple-use landscape: current protection of the tiger range. Animal Conservation 14(3): 283-294.
  • Geptner, V. G., Sludskii, A. A. (1972) Mlekopitaiuščie Sovetskogo Soiuza. Vysšaia Škola, Moskva. (In Russian; English translation: Heptner, V. G.; Sludskii, A. A.; Bannikov, A. G.; (1992) Mammals of the Soviet Union. Volume II, Part 2: Carnivora (Hyaenas and Cats). Smithsonian Institute and the National Science Foundation, Washington DC). pp. 95–202.
  • Goldsmith, O. (2010). A History Of The Earth, And Animated Nature, Volume 2. Nabu Press. p. 297. ISBN 1-145-11108-4.
  • Goodrich, J.M., Miquelle, D.G., Smirnov, E.M., Kerley, L.L., Quigley, H.B., Hornocker, M.G. (2010) Spatial structure of Amur (Siberian) tigers (Panthera tigris altaica) on Sikhote-Alin Biosphere Zapovednik, Russia. Journal of Mammalogy 91 (3) 737–748.
  • GTRP. 2010. Global Tiger Recovery Program, 2010-2022. Thirteen Tiger Range Countries and Partners of the Global Tiger Initiative. World Bank, Washington DC.
  • Guggisberg, C. A. W. (1975). Wild Cats of the World. New York: Taplinger Publishing. ISBN 0-8008-8324-1.
  • Harding, Andrew (2006-09-23). "Beijing's penis emporium". BBC News. Retrieved 2009-03-07.
  • Hemley, G., Mills, J. A. (1999). The beginning of the end of tigers in trade? In: Seidensticker, J., Christie, S., Jackson, P. (eds.) Riding the Tiger. Tiger Conservation in human-dominated landscapes. Cambridge University Press, Cambridge. ISBN 0-521-64057-1
  • Henry, P., Miquelle, D., Sugimoto, T., McCullough, D.R., Caccone, A., Russello, M.A. 2009. In situ population structure and ex situ representation of the endangered Amur tiger. Molecular Ecology 18: 3173-3184.
  • V.G Heptner & A.A. Sludskii. Mammals of the Soviet Union, Volume II, Part 2. ISBN 90-04-08876-8
  • Dale Hoiberg, Indu Ramchandani (2000). Students' Britannica India. Popular Prakashan. ISBN 978-0-85229-760-5. Retrieved 2010-06-10
  • Luke Hunter, Carnivores of the World, Princeton University Press (2011), ISBN 9780691152288
  • Istiadi, Y., Panekenan, N., Priatna, D., Novendri, Y., Mathys, A., Mathys, Y. (1991). Untersuchung über die Carnivoren des Gunung Halimun Naturschutzgebietes. Zoologische Gesellschaft für Arten- und Populationsschutz e.V. Mitteilungen 7 (2): 3–5.
  • IUCN. 2011. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2011.2). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 10 November 2011).
  • IUCN Standards and Petitions Subcommittee. 2010. Guidelines for Using the IUCN Red List Categories and Criteria. Version 8.1. Available at: https://web.archive.org/web/20110221235804/http://intranet.iucn.org/webfiles/doc/SSC/RedList/RedListGuidelines.pdf.
  • Jackson, Patrick (29 January 2010). "Tigers and other farmyard animals". BBC News. Retrieved 29 January 2010.
  • Jackson, P., Nowell, K. (2008). "Panthera tigris ssp. virgata.". IUCN Red List of Threatened Species. Version 2011.2. International Union for Conservation of Nature.
  • Jacobs, Andrew (2010-02-13). "Tiger Farms in China Feed Thirst for Parts". New York Times. Retrieved 3 March 2012.
  • Jhala, Y.V., Qureshi, Q. and Sinha, P.R. 2011. Status of tigers, co-predators and prey in India. National Tiger Conservation Authority, Govt of India and the Wildlife Institute of India, New Delhi and Dehra Dun, India.
  • Karanth, K. U., Kumar, N. S., Nichols, J. D., Link, W. A. and Hines, J. E. 2004. Tigers and their prey: Predicting carnivore densities from prey abundance. Proceedings of the National Academy of Sciences of the United States of America 101: 4854-4858.
  • Karanth, K.U., Nichols, J.D., Seidensticker, J., Dinerstein, E., Smith, J.L.D., McDougal, C., Johnsingh, A.J.T., Chundawat, R.S. (2003) Science deficiency in conservation practice: the monitoring of tiger populations in India. Animal Conservation 61') 141–146.
  • K. Ullas Karanth and Melvin E. Sunquist (1995). "Prey Selection by Tiger, Leopard and Dhole in Tropical Forests". Journal of Animal Ecology 64 (4): 439–450. doi:10.2307/5647. JSTOR 5647
  • Karanth, K. Ullas; Sunquist, Melvin E. (2000). "Behavioural correlates of predation by tiger (Panthera tigris), leopard (Panthera pardus) and dhole (Cuon alpinus) in Nagarahole, India". Journal of Zoology 250 (2): 255–265. doi:10.1111/j.1469-7998.2000.tb01076.x.
  • Kerley, L., Goodrich, J., Miquelle, D. (1996). Bears and tigers in the Far East International Bear News 5 (2): 4–5.
  • Kerley, L.L., Goodrich, J.M. Miquelle, D.G. Smirnov, E.N. Quigley, H.G., Hornocker, M.G. (2003). "Reproductive parameters of wild female Amur (Siberian) tigers (Panthera tigris altaica)". Journal of Mammalogy 84: 288–298. doi:10.1644/1545-1542(2003)084<0288:RPOWFA>2.0.CO;2. JSTOR 1383657.
  • Khan, M.K.M. (1986). Tigers in Malaysia. The Journal of Wildlife and Parks V: 1–23.
  • Khan, M. M. H. 2004. Ecology and Conservation of the Bengal Tiger in the Sundarbans Mangrove Forest of Bangladesh. University of Cambridge, Department of Anatomy.
  • Linkie, M.; Ridout, M. S. (2011). "Assessing tiger-prey interactions in Sumatran rainforests". Journal of Zoology 284 (3): 224. doi:10.1111/j.1469-7998.2011.00801.x. edit
  • Linkie, M., Wibisono, H.T., Martyr, D.J. & Sunarto, S. (2008). "Panthera tigris ssp. sumatrae (Sumatran Tiger)". IUCN Red List of Threatened Species. Version 2011.1. International Union for Conservation of Nature. Retrieved 9 August 2011.
  • Linnaeus, C. (1758) Felis tigris In: Caroli Linnæi Systema naturæ per regna tria naturæ, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Halae Magdeburgicae. Page 41.
  • Luo, S. J., Kim, J. H., Johnson, W. E., Van Der Walt, J., Martenson, J., Yuhki, N., Miquelle, D. G., Uphyrkina, O., Goodrich, J. M., Quigley, H., Tilson, R., Brady, G., Martelli, P., Subramaniam, V., Mcdougal, C., Hean, S., Huang, S. Q., Pan, W., Karanth, U. K., Sunquist, M., Smith, J. L. D. and O'Brien, S. J. 2004. Phylogeography and genetic ancestry of tigers (Panthera tigris). PLoS Biology 2: 2275-2293.
  • Lynam, A.J. & Nowell, K. (2011). Panthera tigris ssp. corbetti. In: IUCN 2008. IUCN Red List of Threatened Species. Retrieved 29 November 2011. Database entry includes a brief justification of why this species is of endangered.
  • Markel, Scott; Darryl León (2003). Sequence Analysis in a Nutshell: a guide to common tools and databases. Sebastopol, California: O'Reily. ISBN 0-596-00494-X.
  • Matthiessen, P., Hornocker, M. (2000). Tigers in the Snow. New York: North Point Press. ISBN 0865475768.
  • Matthiessen, Peter; Hornocker, Maurice (2001). Tigers In The Snow. North Point Press. ISBN 0-86547-596-2.
  • Mazák Vratislav, Panthera tigris, in Mammalian Species, No 152, pp. 1–8, 1981
  • Mazák, V. (1965) Der Tiger Panthera tigris Linnaeus 1758. Volume 356 of Die Neue Brehm-Bücherei. A. Ziemsen, Wittenberg Lutterstadt.
  • Vratislav Mazák: Der Tiger. Westarp Wissenschaften; Auflage: 5 (April 2004), unveränd. 3. Aufl. von 1983 ISBN 3-89432-759-6.
  • Mazak, J. H. and Groves, C. P. 2006. A taxonomic revision of the tigers (Panthera tigris) of Southeast Asia. Mammalian Biology 71(5): 268-287.
  • McDougal, C. (1977) The Face of the Tiger. Rivington Books and André Deutsch, London.
  • Mills, S. (2004). Tiger BBC Books, London ISBN 1552979490
  • Gus Mills. African Predators Smithsonian Books (2001), ISBN 978-1560980964
  • Menon, S. (1997). Tainted Royalty. India Today (1997-11-17).
  • Mills, Gus Mills; Hofer, Heribert (1998). Hyaenas: status survey and conservation action plan. IUCN/SSC Hyena Specialist Group. ISBN 2-8317-0442-1.[1]
  • Miquelle, D., Darman, Y., Seryodkin, I. (2011). "Panthera tigris ssp. altaica". IUCN Red List of Threatened Species. Version 2011.2. International Union for Conservation of Nature.
  • Miquelle, D.G., Stephens, P.A., Smirnov, E.N., Goodrich, J.M., Zaumyslova, O.Yu. & Myslenkov, A.I. 2005. Tigers and Wolves in the Russian Far East: Competitive Exclusion, Functional Redundancy and Conservation Implications. In Large Carnivores and the Conservation of Biodiversity. Ray, J.C., Berger, J., Redford, K.H. & Steneck, R. (eds.) New York: Island Press. pp. 179–207 ISBN 1559630809.
  • Ng, J. and Nemora. 2007. Tiger trade revisited in Sumatra, Indonesia. TRAFFIC Southeast Asia, Petaling Jaya.
  • Novak, R. M. 1999. Walker's Mammals of the World. 6th edition. Johns Hopkins University Press, Baltimore. ISBN 0-8018-5789-9
  • Nowell, K. 2000. Far from a cure: The tiger trade revisited. TRAFFIC International, Cambridge, UK.
  • Nowell,K. 2007. Asian big cat conservation and trade control in selected range States: evaluating implementation and effectiveness of CITES Recommendations. TRAFFIC International, Cambrudge, UK.
  • Nowell, K. and Jackson, P. 1996. Wild Cats. Status Survey and Conservation Action Plan. IUCN/SSC Cat Specialist Group, Gland, Switzerland and Cambridge, UK.
  • Nowell, K. and Xu, Ling. 2007. Taming the tiger trade: China's markets for wild and captive tiger products since the 1993 domestic trade ban. TRAFFIC East Asia, Hong Kong, China.
  • Nyhus, P.J.; Tilson, R.L.; Tomlinson, J.L. (2003). "Dangerous animals in captivity: Ex situ tiger conflict and implications for private ownership of exotic animals". Zoo Biology 22 (6): 573. doi:10.1002/zoo.10117.
  • Page, Jeremy (2008-07-05). "Tigers flown by helicopter to Sariska reserve to lift numbers in western India". The Times (London). Retrieved 2010-05-25.
  • Panwar, H. S. (1987). Project Tiger: The reserves, the tigers, and their future. In: Tilson, R. L., Seal, U. S., Minnesota Zoological Garden, IUCN/SSC Captive Breeding Group, IUCN/SSC Cat Specialist Group. Tigers of the world: the biology, biopolitics, management, and conservation of an endangered species. Noyes Publications, Park Ridge, N.J. pp. 110–117.
  • Perry, Richard (1965). The World of the Tiger. p. 260. ASIN: B0007DU2IU
  • Piper, Philip J.; Ochoa, Janine; Lewis, Helen; Paz, Victor; Ronquillo, Wilfredo P. (2008). "The first evidence for the past presence of the tiger Panthera tigris (L.) on the island of Palawan, Philippines: Extinction in an island population". Palaeogeography, Palaeoclimatology, Palaeoecology 264: 123. doi:10.1016/j.palaeo.2008.04.003.
  • Pocock, R. I. (1917). The Classification of existing Felidae. The Annals and Magazine of Natural History. Series 8, Volume XX: 329–350.
  • Rabinowitz, A. (2009) Stop the bleeding: implementing a strategic Tiger Conservation Protocol Cat News 51: 30–31.
  • T. Ramesh, V. Snehalatha, K. Sankar and Qamar Qureshi (2009). "Food habits and prey selection of tiger and leopard in Mudumalai Tiger Reserve, Tamil Nadu, India". J. Sci. Trans. Environ. Technov. 2 (3): 170–181.
  • Sankhala, K. (1997). Der indische Tiger und sein Reich. Bechtermuenz Verlag. ISBN 3-86047-734-X. Abridged German translation of Return of the Tiger, Lustre Press, 1993.
  • Sanderson, E., Forrest, J., Loucks, C., Ginsberg, J., Dinerstein, E., Seidensticker, J., Leimgruber, P., Songer, M., Heydlauff, A., O'Brien, T., Bryja, G., Klenzendorf, S and Wikramanayake, E. (2006). Setting Priorities for the Conservation and Recovery of Wild Tigers: 2005-2015. The Technical Assessment. WCS, WWF, Smithsonian, and NFWF-STF, New York and Washington, DC, USA.
  • Schaller, G. (1967) The Deer and the Tiger: A Study of Wildlife in India. Chicago Press, Chicago.
  • Shankaranarayanan, P.; Singh, L. (1998). "Mitochondrial DNA sequence divergence among big cats and their hybrids". Current Science 75 (9): 919–923.
  • Shoemaker, A.H., Maruska, E.J. and R. Rockwell (1997) Minimum Husbandry Guidelines for Mammals: Large Felids. American Association of Zoos and Aquariums
  • Seidensticker J., Christie S. and Jackson, P. 1999. Preface. In: J. Seidensticker, S. Christie and P. Jackson (eds), Riding the tiger: tiger conservation in human-dominated landscapes, Cambridge University Press, Cambridge, UK.
  • Seidensticker, J. (1987). Bearing Witness: Observations on the Extinction of Panthera tigris balica and Panthera tigris sondaica'. Pages 1–8 in: Tilson, R. L., Seal, U. S. (eds.) Tigers of the World: the biology, biopolitics, management, and conservation of an endangered species. Noyes Publications, New Jersey.
  • Sillero-Zubiri, C., Hoffmann, M. and Macdonald, D.W. (eds). 2004. Canids: Foxes, Wolves, Jackals and Dogs. Status Survey and Conservation Action Plan. IUCN/SSC Canid Specialist Group. Gland, Switzerland and Cambridge, UK. ISBN 2-8317-0786-2
  • Singh, A. (1981) Tara, a tigress. Quartet Books, London and New York ISBN 070432282X.
  • Singh, R.K. (2000). Tara: The Cocktail Tigress. Print World, Allahabad.
  • Singh, Kesri. (1959) The tiger of Rajasthan. Hale
  • David Smith, James L., Charles McDougal, and Dale Miquelle. "Scent marking in free-ranging tigers,< i> Panthera tigris." Animal Behaviour 37 (1989) 1-10.
  • Sunquist, M. and Sunquist, F. 2002. Wild Cats of the World. University of Chicago Press.
  • Sunquist, Fiona & Mel Sunquist. 2002Α. Tiger Moon, The University of Chicago Press, Chicago, ISBN 0-226-77997-1
  • Thapar, V. (1989). Tiger: Portrait of a Predator. Smithmark Pub, New York ISBN 0816012385
  • Thapar, Valmik. (1992). The Tiger's Destiny. Kyle Cathie Ltd: Publishers, London ISBN 1856261425
  • Timothy, E. Fulbright, D., Hewitt, G. (2007) Wildlife Science: Linking Ecological Theory and Management Applications CRC Press. ISBN 0-8493-7487-1
  • TRAFFIC. 2008. What’s driving the wildlife trade? IDRB, World Bank, US.
  • Colin Tudge (2010-09-16). Last roar of the tiger: Just 3,500 tigers survive in the wild and we've got only 20 years to save them. Daily Mail
  • Verheij, P.M., Foley, K.E. and Engel, K. 2010. Reduced to skin and bones: An analysis of Tiger seizures from 11 Tiger range countries (2000-2010). TRAFFIC International.
  • Walston, J., Karanth, K.U. and Stokes, E.J. 2010a. Avoiding the unthinkable: what will it cost to prevent tigers becoming extinct in the wild? Wildlife Conservation Society, New York.
  • Walston, J., Robinson, J.G., Bennett, E.L., Breitenmoser, U., da Fonseca G.A.B., Goodrich, J., Gumal, M., Hunter, L., Johnson, A., Karanth, K.U., Leader-Williams, N., MacKinnon, K., Miquelle, D., Pattanavibool, A., Poole, C., Rabinowitz, A., Smith, J.L.D., Stokes, E.J., Stuart, S.N., Vongkhamheng, C. and Wibisono, H. 2010b. Bringing the Tiger Back from the Brink—The Six Percent Solution. PLoS Biology 8(9): e1000485.
  • Wang, S. W. 2008. Understanding ecological interactions among carnivores, ungulates and farmers in Bhutan's Jigme Singye Wangchuck National Park. Ph.D. Thesis, Cornell University.
  • Wikramanayake, E., Dinerstein, E., Forrest, J., Loucks, C., Seidensticker, J., Klenzendorf, S., Sanderson, E.W., Simons, R., Heydlauff, A., Ginsberg, J., O'Brien, T., Leimgruber, P., Songer, M. and Bryja, G. 2010. Roads to recovery or catastrophic loss: How will the next decade end for wild Tigers? Pp in R. In: R. Tilson and P. Nyhus (eds), Tigers of the world: the science, politics and conservation of Panthera tigris, pp. 493–505. Elsevier/Academic Press.
  • Wood, Gerald (1983). The Guinness Book of Animal Facts and Feats. ISBN 978-0-85112-235-9.
  • Yeh, Emily T. (2012). "Transnational Environmentalism and Entanglements of Sovereignty: The Tiger Campaign Across the Himalayas". Political Geography 31: 408–418