Πύλη:Θηλαστικά


Καλώς ήρθατε στην πύλη για τα θηλαστικά
Τα θηλαστικά (επιστημονική ονομασία: Mammalia, γαλλ. mammifère, αγγλ. mammal, γερμ. säugetiere) είναι μία ομοταξία ομοιοθέρμων αμνιωτών. Κάποια από τα χαρακτηριστικά που τα διακρίνουν από τα άλλα αμνιωτά, τα ερπετά και τα πουλιά, είναι η ύπαρξη τριχώματος, τα τρία οστάρια του μέσου αυτιού, οι μαστικοί αδένες στα θηλυκά, και ένα νεοφλοιό (μια περιοχή του εγκεφάλου). Ο εγκέφαλος των θηλαστικών ρυθμίζει τη θερμοκρασία του σώματος και το κυκλοφορικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της καρδιάς. Θηλαστικά είναι τα μεγαλύτερα ζώα στον πλανήτη, οι μπαλενόπτερες φάλαινες, καθώς και μερικά από τα πιο έξυπνα, όπως οι ελέφαντες, ορισμένα πρωτεύοντα και κάποια κητώδη. Ο βασικός τύπος σώματος είναι τετράποδο χερσαίο ζώο, αλλά μερικά θηλαστικά έχουν προσαρμοστεί να ζουν στη θάλασσα, στον αέρα, στα δέντρα, ή στα δύο πόδια. Η μεγαλύτερη ομάδα των θηλαστικών, τα πλακουντοφόρα, έχουν ένα πλακούντα που τροφοδοτεί το έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Το μέγεθος των θηλαστικών κυμαίνεται από 30-40 χιλιοστόμετρα (νυχτερίδα της Ταϊλάνδης) έως 33 μέτρα (γαλάζια φάλαινα).
Η ονομασία θηλαστικά ετυμολογείται από τo ελληνικό ρήμα θηλάζω κατ' αντιστοιχία της λατινικής λέξης mammalis που προέρχεται από τη λέξη mamma που σημαίνει μαστός και δόθηκε από τον Κάρολο Λινναίο το 1758. Τα θηλυκά θηλαστικά τρέφουν τα νεογνά τους με γάλα, το οποίο παράγουν από τους ειδικούς αδένες, τους μαστικούς αδένες. Γι' αυτό το λόγο ονομάζονται και μαστοφόρα. Σύμφωνα με το Mammal species of the World, το 2006 ήταν γνωστά 5.702 είδη. Αυτά ομαδοποιούνται σε 1.229 γένη, 153 οικογένειες και 29 τάξεις. Το 2008 η IUCN ολοκλήρωσε μία πενταετή, 1.700 επιστημόνων Γενική Εκτίμηση των Θηλαστικών για την Κόκκινη Λίστα της η οποία καταμέτρησε 5.488 αποδεκτά είδη στο τέλος της περιόδου. Σε κάποιες ταξινομήσεις, τα θηλαστικά διαιρούνται σε δύο υφομοταξίες (χωρίς να υπολογίζονται τα απολιθώματα): τα Πρωτοθήρια και τα Θηρία. Τα τελευταία διαιρούνται σε δύο ανθυφομοταξίες: τα Μεταθήρια και τα Ευθήρια.
![]() ![]() Επιλεγμένη εικόνα |
![]() ![]() Επιλεγμένο λήμμα | ||||||
|
![]() Ο διάβολος της Τασμανίας (Sarcophilus harrisii, Σαρκόφιλος του Χάρις) γνωστός και ως δαίμονας της Τασμανίας και σαρκόφιλος είναι σαρκοφάγο μαρσιποφόρο που βρίσκεται στην φύση πλέον μόνο στην νησιωτική πολιτεία της Αυστραλίας, Τασμανία. Ο διάβολος της Τασμανίας είναι το μόνο επιζών μέλος του γένους Σαρκόφιλος (Sarcophilus). Έχει μέγεθος μικρού σκύλου, αλλά είναι κοντόχοντρο και μυώδες και μετά την εξαφάνιση της θυλακίνης (Thylacinus cynocephalus) το 1936 είναι το μεγαλύτερο σαρκοφάγο μαρσιποφόρο. Χαρακτηρίζεται από την μαύρη γούνα του, την έντονη οσμή όταν αγχώνεται, την εξαιρετικά δυνατή και ενοχλητική κραυγή του και την αγριότητά του όταν τρώει. Τρέφεται και από το κυνήγι αλλά και από θνησιμαία ενώ παρόλο που είναι εν γένει μοναχικό ζώο, μερικές φορές τρώει σε ομάδες. Ο διάβολος της Τασμανίας εξαφανίστηκε από την ηπειρωτική Αυστραλία τουλάχιστον 3.000 χρόνια πριν, πολύ πριν τον ευρωπαϊκό αποικισμό το 1788. Επειδή θεωρούνταν απειλή για την κτηνοτροφία στην Τασμανία, οι διάβολοι κυνηγιόνταν μέχρι το 1941, οπότε και προστατεύθηκαν επίσημα. Από τα τέλη του 1990, η ασθένεια όγκων προσώπου έχει μειώσει σημαντικά τον πληθυσμό των δαιμόνων και πλέον απειλεί το είδος με εξαφάνιση, το οποίο από τον Μάιο του 2009 κηρύχθηκε απειλούμενο είδος. Έχουν αναληφθεί προγράμματα από την Κυβέρνηση της Τασμανίας ώστε να μειωθούν οι επιπτώσεις της ασθένειας. | ||||||
|