Σκιές και Σιωπή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σκιές και Σιωπή
ΣκηνοθεσίαΡόμπερτ Μάλιγκαν
ΠαραγωγήΆλαν Τζ. Πακούλα
ΣενάριοΧόρτον Φουτ
Χάρπερ Λι (Μυθιστόρημα)
Βασισμένο σεTo Kill a Mockingbird
ΠρωταγωνιστέςΓκρέγκορι Πεκ[1][2][3], Μαίρη Μπάνταμ[1][2][3], Φίλιπ Όλφορντ[1][2][3], Ρόμπερτ Ντυβάλ[1][2][3], Τζον Μέγκνια[1][2][3], Άλις Γκόστλυ[1][3][4], Ουίλιαμ Ουίντομ[1][3][4], Φρανκ Όβερτον[1][2][3], Μπρόκ Πίτερς[1][2][3], Πολ Φιξ[1][3][4], Κολίν Γουίλκοξ[4], Χιού Σάντερς[3], Τζέιμς Άντερσον[1][3][4], Ρίτσαρντ Χέιλ[3][4], Ρόουζμαρι Μέρφι[1][2][3], Ρουθ Γουάιτ[3][4], Εστέλ Έβανς, Μπιλ Γουόκερ και Κιμ Χάμιλτον
ΜουσικήΈλμερ Μπέρνσταϊν
ΦωτογραφίαΡάσελ Χάρλαν
ΜοντάζAaron Stell
Εταιρεία παραγωγήςUniversal Studios
ΔιανομήUniversal Studios
Πρώτη προβολήCountry flag 12/25/1962
Κυκλοφορία1962
Διάρκεια129 λεπτά[5]
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΓλώσσαΑγγλικά
Γκρέγκορι Πεκ (αριστερά) και Τζέιμς Άντερσον σε σκηνή της ταινίας

Η ταινία Σκιές και σιωπή (πρωτότυπος τίτλος: To Kill a Mockingbird), είναι δράμα παραγωγής 1962 σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Μάλιγκαν. Η ταινία είναι βασισμένη στο βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημα της Χάρπερ Λι Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια και διασκευάστηκε για τη μεγάλη οθόνη από τον Χόρτον Φουτ. Πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο Γκρέγκορι Πεκ στο ρόλο του Άττικους Φιντς και πλαισιώνεται από τους Μαίρη Μπάνταμ, στο ρόλο της Σκάουτ, κόρης του Άττικους και Φίλιπ Όλφορντ στο ρόλο του Τζεμ, γιου του Άττικους. Στην ταινία έκαναν το κινηματογραφικό τους ντεμπούτο οι: Ρόμπερτ Ντιβάλ, στο ρόλο του Μπου Ράντλεϊ, Γουίλιαμ Γουίντομ και Άλις Γκόστλι.

Η ταινία έλαβε διθυραμβικές κριτικές και αγαπήθηκε από το κοινό, έχοντας κέρδη εξαπλάσια του προϋπολογισμού της στο αμερικανικό box-office[6]. Βραβεύτηκε με τρία βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου για τον Γκρέγκορι Πεκ και ήταν υποψήφιο για οχτώ.

Το 1995 η ταινία επελέγη από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικάνικου Κογκρέσου ως τμήμα του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική. Το 2007 το Σκιές και σιωπή έλαβε την 25η θέση ως μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου.[7]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σκάουτ Φιντς (Μαίρη Μπάνταμ), ένα εξάχρονο κοριτσι ζει τα ανέμελά του παιδικά χρόνια με τον δεκάχρονο αδελφό της Τζεμ (Φίλιπ Όλφορντ) και τον χήρο πατέρα της Άττικους Φιντς (Γκρέγκορι Πεκ), στο Μέικομπ της Αλαμπάμα κατά τις αρχές της δεκαετίας του '30. Ο Άττικους Φιντς είναι επιφανής δικηγόρος της μικρής αυτής πόλης της αμερικανικής υπαίθρου και προσπαθεί να αναθρέψει τα παιδιά του δίνοντάς τους τις αρχές και τις αξίες που χρειάζονται προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη ζωή ως ενήλικες. Μαθαίνει στα παιδιά του να υποστηρίζουν ό,τι είναι δίκαιο, να πιστεύουν στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων και να υπερασπίζονται τους αδύναμους. Το καλοκαίρι του 1930 ένα αγόρι, ο Ντιλ Χάρις (Τζον Μέγκνα), έρχεται να μείνει με τη θεία του και γίνεται φίλος με τα παιδιά του Άττικους Φιντς. Τα τρία παιδιά απολαμβάνουν την ξεγνοιασιά των διακοπών παίζοντας παιχνίδια και παρακολουθώντας τον Μπου Ράντλεϊ (Ρόμπερτ Ντιβάλ), έναν νέο με μυστηριώδες παρελθόν, ο οποίος δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι του. Παράλληλα το τοπικό δικαστήριο αναθέτει στον Άττικους την υπεράσπιση ενός μαύρου άνδρα, του Τομ Ρόμπινσον (Μπροκ Πίτερς), ο οποίος κατηγορείται για τον βιασμό μιας νεαρής λευκής, της Μειέλα Γιούελ (Κόλιν Γουίλκοξ). Ο Ρόμπινσον που στην πραγματικότητα δεν είχε βιάσει την κοπέλα, είχε συναντηθεί μαζί της εκείνη την ημέρα κι είχε παρατηρήσει ότι έφερε σημάδια ξυλοδαρμού στο σώμα της. Ο Άττικους αποδέχτηκε να αναλάβει την υπόθεση προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο την οργή των λευκών κατοίκων της πόλης, εφόσον εκείνος που είναι λευκός δε θα έπρεπε ποτέ να αναλάβει την υπεράσπιση ενός μαύρου. Την ημέρα της δίκης ο Άττικους υπερασπίζεται με όλη του τη δύναμη και τα βάσιμα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί επιρρίπτουν την ευθύνη για το έγκλημα στον πατέρα της Μειέλα, Μπο Γιούελ (Τζέιμς Άντερσον). Ο Ρόμπινσον τελικά καταδικάζεται και κατά τη μεταφορά του στη φυλακή σκοτώνεται από έναν φύλακα. Παράλληλα, το βράδυ του Χαλοουίν, ενώ τα παιδιά του Άττικους επιστρέφουν από τη σχολική γιορτή κάποιος τους επιτίθεται με σκοπό να τα σκοτώσει.

Πληροφορίες παραγωγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα της Χάρπερ Λι Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια που κυκλοφόρησε το 1960 και βραβεύτηκε με Πούλιτζερ. Παρά την επιτυχία του μυθιστορήματος οι εταιρίες παραγωγής ταινιών των Η.Π.Α. δεν έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την οπτικοποίησή του, εφόσον θεώρησαν τα θέματα που πραγματεύεται μη εμπορικά. Ο παραγωγός και μετέπειτα σκηνοθέτης Άλαν Τζ. Πάκουλα, έπεισε το συνεργάτη του και σκηνοθέτη Ρόμπερτ Μάλιγκαν να αγοράσουν τα δικαιώματα του μυθιστορήματος για την ανεξάρτητη εταιρία παραγωγής τους Pakula-Mulligan Productions.

Πρώτη επιλογή για τον ρόλο του Άττικους Φιντς, ο οποίος έγινε σύμβολο ακεραιότητας και ηθικής, ήταν ο Σπένσερ Τρέισι, ο οποίος εκείνη την περίοδο δεν ήταν διαθέσιμος. Οι Πάκουλα και Μάλιγκαν έπειτα προσέγγισαν τον Τζέιμς Στιούαρτ, ο οποίος απέρριψε τον ρόλο εφόσον θεωρούσε ότι η θεματολογία της ταινίας επρόκειτο να διχάσει το κοινό. Ο Ροκ Χάτσον, που εκείνη την περίοδο ήταν ο εμπορικότερος ηθοποιός της Universal Pictures, που είχε αναλάβει τη διανομή της ταινίας, εκδήλωσε την επιθυμία του να ερμηνεύσει το ρόλο του Άττικους Φιντς, ο οποίος πήγε τελικά στον Γκρέγκορι Πεκ. Ο Πεκ διάβασε γρήγορα το μυθιστόρημα της Χάρπερ Λι και έπειτα συμφώνησε να ερμηνεύσει τον ρόλο. Ο χαρακτήρας του Άττικους Φιντς ήταν εμπνευσμένος από εκείνον του πατέρα της Χάρπερ Λι, ο οποίος ήταν δικηγόρος και το 1929 είχε αναλάβει την υπεράσπιση ενός μαύρου που κατηγορούταν για ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει. Η ερμηνεία του Γκρέγκορι Πεκ θύμισε στη Λι τον πατέρα της, ο οποίος απεβίωσε ενώ γυριζόταν η ταινία. Ο χαρακτήρας του Ντιλ Χάρις, ήταν βασισμένος επίσης σε εκείνον του παιδικού φίλου της Χάρπερ Λι Τρούμαν Καπότε. Στην ταινία έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ο Ρόμπερτ Ντιβάλ. Ο Ντιβάλ προκειμένου να είναι πειστικός στο ρόλο του έγκλειστου στο σπίτι Μπου Ράντλεϊ, αποφάσισε να αποφύγει την έκθεσή του στον ήλιο για έξι εβδομάδες και έβαψε το μαλλί του ξανθό για το ρόλο. Οι Μαίρη Μπάνταμ και Φίλιπ Όλφορντ που ερμηνεύουν τους ρόλους των παιδιών του Άττικους Φιντς δεν είχαν καλές σχέσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Παρά την επιτυχία της ταινίας και την υποψηφιότητα της Μπάνταμ για Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου κανένα από τα δυο παιδιά δεν ακολούθησε το δρόμο της υποκριτικής. Ο Γκρέγκορι Πεκ σύναψε φιλία με την Μαίρη Μπάνταμ, μια φιλία που διήρκεσε μέχρι και το θάνατο του ηθοποιού το 2003.

Οι παραγωγοί της ταινίας ήθελαν να γυρίσουν την ταινία στην γενέτειρα της Χάρπερ Λι, το Μονρόεβιλ της Αλαμπάμα, αλλά η πόλη είχε αλλάξει πολύ από τη δεκαετία του '30 και δεν θεωρήθηκε κατάλληλη για την αναπαράσταση της περιόδου. Έτσι τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στα στούντιο της Universal[8].

Κριτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές μετά την προβολή της. Ο Μπόσλεϊ Κράουδερ των New York Times έγραψε στην κριτική του ότι παρά το γεγονός ότι το σενάριο του Χόρτον Φουτ και η σκηνοθεσία του Μάλιγκαν δεν εισχωρεί σε βάθος σε θέματα ταμπού για την εποχή που γυρίστηκε η ταινία, αυτό δεν εμπόδισε τους πρωταγωνιστές Γκρέγκορι Πεκ, Μαίρη Μπάνταμ και Φίλιπ Όλφορντ από το να σκιαγραφήσουν απολαυστικούς χαρακτήρες[9]. Ο Ρότζερ Ίμπερτ των Chicago Sun-Times σχολίασε το γεγονός ότι η ταινία δεν εστιάζεται στους μαύρους, αλλά συνεχίζει με το κλισέ του τίμιου λευκού που υποστηρίζει έναν αδύναμο μαύρο[10].

Ο Γουόλτ Ντίσνεϊ ζήτησε να γίνει ιδιωτική προβολή της ταινίας στο σπίτι του. Στο τέλος της ταινίας ο Ντίσνεϊ είπε στεναχωρημένος: Ήταν μια υπέροχη ταινία. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να δημιουργήσω μια τέτοια ταινία[11][12].

Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν το όνομα του Γκρέγκορι Πεκ έγινε συνώνυμο με τον ρόλο του Άττικους Φιντς. Ο ίδιος ο ηθοποιός παραδέχτηκε ότι το κοινό τον θυμόταν περισσότερο για εκείνη του την ερμηνεία[13]. Ο Άλαν Τζ. Πακούλα είπε ότι ο ίδιος ο Πεκ ως άνθρωπος δεν διέφερε και πολύ από τον χαρακτήρα που υποδύθηκε[14]. Από όλους τους ρόλους που ερμήνευσε ο Πεκ στην πολυετή του καριέρα, εκείνος του Άττικους Φιντς ήταν ο αγαπημένος του.

Βραβεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία προτάθηκε για οκτώ βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας[15]. Έχασε όμως το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας από την ταινία Ο Λόρενς της Αραβίας (Laurence of Arabia, 1962). Ο Ρόμπερτ Μάλιγκαν ηττήθηκε επίσης στην κατηγορία για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας από τον Ντέιβιντ Λιν, σκηνοθέτη του Λόρενς της Αραβίας. Ο Γκρέγκορι Πεκ πίστευε ότι το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου θα πήγαινε στον φίλο του Τζακ Λέμον για την εξαιρετική του ερμηνεία στην ταινία του Μπλέικ Έντουαρντς Μέρες κρασιού και λουλουδιών (Days of Wine and Roses, 1962), αλλά τελικά μετά από 4 άκαρπες υποψηφιότητες ανακηρύχθηκε νικητής για την ερμηνεία του στην ταινία. Η Μαίρη Μπένταμ στα εννιά της χρόνια έγινε η μικρότερη σε ηλικία υποψήφια για Όσκαρ Β' Γυναικείου Ρόλου, βραβείο που έχασε τελικά από την Πάτι Ντιουκ που ανακηρύχθηκε νικήτρια στα 16 της χρόνια για την ερμηνεία της, ως Έλεν Κέλερ, στην ταινία του Άρθουρ Πεν Το θαύμα της Άννι Σάλιβαν (The Miracle Worker, 1962). Η ταινία κέρδισε άλλα δυο βραβεία Όσκαρ και τρεις Χρυσές Σφαίρες.

Βράβευση:

  • Α' Ανδρικού Ρόλου - Γκρέγκορι Πεκ
  • Διασκευασμένου Σεναρίου - Χόρτον Φουτ
  • Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης (ασπρόμαυρη ταινία) - Χένρι Μπάμστεντ, Αλεξάντερ Γκόλιτσεν & Όλιβερ Έμερτ

Υποψηφιότητα:

  • Καλύτερης Ταινίας - Άλαν Τζ. Πακούλα
  • Σκηνοθεσίας - Ρόμπερτ Μάλιγκαν
  • Β’ Γυναικείου Ρόλου - Μαίρη Μπένταμ
  • Φωτογραφίας σε ασπρόμαυρη ταινία - Ράσελ Χάρλαν
  • Μουσικής επένδυσης - Έλμερ Μπέρνσταϊν

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 www.cinematografo.it/cinedatabase/film/il-buio-oltre-la-siepe/10339/. Ανακτήθηκε στις 13  Ιουλίου 2016.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 www.filmaffinity.com/es/film513636.html. Ανακτήθηκε στις 13  Ιουλίου 2016.
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 3,11 3,12 3,13 3,14 www.imdb.com/title/tt0056592/fullcredits. Ανακτήθηκε στις 13  Ιουλίου 2016.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 bbfc.co.uk/releases/kill-mocking-bird-1970. Ανακτήθηκε στις 13  Ιουλίου 2016.
  5. «TO KILL A MOCKINGBIRD (A)». British Board of Film Classification. 20 Δεκεμβρίου 1962. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 2015. 
  6. «To Kill A Mockingbird – Box Office Data, DVD and Blu-ray Sales, Movie News, Cast and Crew Information». The Numbers. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2014. 
  7. «AFI's 100 Years...100 Stars». American Film Institute. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2006. 
  8. W. Warner Floyd (29 Μαρτίου 1973). «National Register of Historic Places Registration: Old Monroe County Courthouse». National Park Service. Ανακτήθηκε στις 25 Μαΐου 2020.  Δείτε επίσης: «Accompanying photos». 
  9. Crowther, Bosley (15 Φεβρουαρίου 1963). «One Adult Omission in a Fine Film: 2 Superb Discoveries Add to Delight». The New York Times. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2013. 
  10. Ebert, Roger. «To Kill a Mockingbird». Ανακτήθηκε στις 13 Ιουλίου 2014. 
  11. Gabler, Neal (2006) Walt Disney: The Triumph of American Imagination, pp.587, Alfred A. Knopf, New York
  12. Colt, Sarah, (2015) American Experience: Walt Disney, Public Broadcasting Service
  13. Gregory Peck Interview with Jimmy Carter at YouTube
  14. Nichols, Peter. "Time Can't Kill 'Mockingbird'; [Review]." New York Times: February 27, 1998. pg. E.1
  15. «NY Times: To Kill a Mockingbird». NY Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2008. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]