Ρεβέκκα (ταινία, 1940)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρεβέκκα
Rebecca
Κινηματογραφική αφίσα της ταινίας.
ΣκηνοθεσίαΆλφρεντ Χίτσκοκ
ΠαραγωγήΝτέιβιντ Ο. Σέλζνικ
ΣενάριοΡόμπερτ Σέργουντ
Τζόαν Χάρισον
Βασισμένο σεΡεβέκκα (1938), μυθιστόρημα της Δάφνη Ντι Μωριέ
ΠρωταγωνιστέςΛόρενς Ολίβιε
Τζόαν Φοντέιν
Τζορτζ Σάντερς
Τζούντιθ Άντερσον
ΜουσικήΦραντς Γουάξμαν
ΦωτογραφίαΤζορτζ Μπαρνς
ΜοντάζΓ. Ντον Χέις
Εταιρεία παραγωγήςSelznick International Pictures
ΔιανομήUnited Artists
Πρώτη προβολή12 Απριλίου 1940 (ΗΠΑ)
Διάρκεια130 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες
ΓλώσσαΑγγλικά
Προϋπολογισμός$1,288,000[1]
Ακαθάριστα έσοδα$6 εκατομμύρια[1]

To Ρεβέκκα (πρωτότυπος τίτλος: Rebecca) είναι μία αμερικανική ταινία μυστηρίου, παραγωγής 1940, σε σκηνοθεσία Άλφρεντ Χίτσκοκ και βραβευμένη με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Το κινηματογραφικό αυτό έργο, παραγωγής του Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος της Δάφνη Ντι Μωριέ, ενώ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίζονται οι Λόρενς Ολίβιε, Τζόαν Φοντέιν και Τζούντιθ Άντερσον.[2]

Προτάθηκε για 11 βραβεία Όσκαρ, κέρδισε δύο κι αποτελεί τη μοναδική ταινία του Χίτσκοκ που κατάφερε να κερδίσει το πολυπόθητο αγαλματίδιο, καθώς και την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στο Χόλιγουντ. Ο Χίτσκοκ ήταν για πρώτη φορά στη λίστα των υποψηφίων για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας, αλλά το βραβείο πήγε στο Τζον Φορντ για την ταινία Τα σταφύλια της οργής. Ο μετρ της αγωνίας θα υπήρξε άλλες πέντε φορές υποψήφιος, χωρίς επιτυχία και το 1967 η ακαδημία του παραχώρησε το τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στον κινηματογράφο.

Η ταινία άνοιξε την πρώτη τελετή του Διεθνούς φεστιβάλ κινηματογράφου του Βερολίνου το 1951.[3]

Το 2018 η ταινία χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών.[4]

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια νεαρή συνεσταλμένη γυναίκα, που δεν αναφέρεται ποτέ το όνομά της (Τζόαν Φοντέιν), η οποία είναι ορφανή και συνοδεύει την πλούσια δεσποτική και καυστική Αμερικανίδα κυρία Βαν Χόπερ στις διακοπές της, στο Μονακό, γνωρίζεται εκεί με τον πλούσιο αριστοκράτη και χήρο Μαξιμίλιαν "Μάξιμ" Ντε Γουίντερ (Λόρενς Ολίβιε). Η σύζυγος του Μάξιμ, Ρεβέκκα, έχει πεθάνει τον προηγούμενο χρόνο σε ατύχημα στη θάλασσα. Οι δυο τους ερωτεύονται, και όταν η εργοδότρια της αποφασίζει να φύγουν από το Μονακό, ο Μαξίμ της ζητά κάπως βεβιασμένα να παντρευτούν κι εκείνη δέχεται. Η κυρία Βαν Χόπερ την προειδοποιεί ότι ο Μάξιμ λάτρευε την πρώτη σύζυγό του και της εύχεται καλή τύχη στη νέα ζωή της.

Έτσι φτάνουν μαζί στο Μάντερλεϊ, την έπαυλη του Μάξιμ, όπου η άπειρη δεύτερη σύζυγος προσπαθεί με δυσκολία να προσαρμοστεί στα καθήκοντα της νέας της θέσης και στην πορεία αναπτύσσει έναν φόβο για την κυρία Ντάνβερς (Τζούντιθ Άντερσον), την οικονόμο του σπιτιού και άλλοτε πιστή σύμμαχο της νεκρής Ρεβέκκα, την οποία είχε μεγαλώσει από παιδί. Η νέα κυρία ντε Γουίντερ αρχίζει να πιστεύει ότι η Ρεβέκκα ήταν η τέλεια γυναίκα και ότι ο Μάξιμ τη λάτρευε, κάτι που δεν θα τους αφήσει ποτέ να ευτυχήσουν. Η επίσκεψη του Τζακ Φαβέλ (Τζορτζ Σάντερς), παρουσιαζόμενου ως ξαδέλφου της Ρεβέκκα, αλλά στην πραγματικότητα εραστή της, κλονίζει την αφηγήτρια και αποφασίζει να πάρει τα ηνία στο σπίτι, δίνοντας εντολή στην κυρία Ντάνβερς να καταστραφούν και να πεταχτούν τα προσωπικά αντικείμενα της Ρεβέκκα, κάτι που εξοργίζει την οικονόμο αλλά το κρύβει.

Η σκηνή, όπου η οικονόμος, προκαλεί τη νεαρή γυναίκα να πέσει από το παράθυρο.

Θέλοντας να χαροποιήσει τον σύζυγό της και για να να αποσείσει τη σκιά του παρελθόντος οργανώνει μια γιορτή μεταμφιεσμένων, όπου η κυρία Ντάνβερς την πείθει να φορέσει ένα κοστούμι που εικονίζεται να φορά σε έναν πίνακα η Καρολάιν ντε Γουίντερ, μια πρόγονος του Μάξιμ. Ερήμην της όμως, το κοστούμι αυτό φορούσε και η Ρεβέκκα σε ένα παρόμοιο πάρτι λίγο καιρό πριν πεθάνει και όταν εμφανίζεται στη σάλα με αυτό, ο Μάξιμ οργίζεται και οι καλεσμένοι παγώνουν, οπότε εκείνη συντετριμμένη, αντιμετωπίζει τη κυρία Ντάνβερς για το παιχνίδι που της έπαιξε. Εκείνη της αποκαλύπτει την απέχθεια της και την πεποίθησή της ότι σαν δεύτερη σύζυγος του Μάξιμ προσπαθεί να υποκαταστήσει τη Ρεβέκκα, αλλά είναι ανίκανη για αυτό. Εκμεταλλευόμενη την ψυχολογική κατάσταση της κοπέλας, η οικονόμος την πείθει σχεδόν να αυτοκτονήσει πέφτοντας από το παράθυρο, αλλά διακόπτεται από την σειρήνα ενός πλοίου, που έχει μόλις ναυαγήσει στα βράχια κοντά στην παραλία που γειτονεύει με το Μάντερλεϊ.

Αποκαλύπτεται ότι κοντά στο πλοίο που ναυάγησε βρίσκεται το ναυάγιο ενός άλλου πλοίου, του σκάφους της Ρεβέκκα, και μέσα σε αυτό ένα πτώμα, το πτώμα της Ρεβέκκα. Ο Μάξιμ διηγείται στην αφηγήτρια πως η Ρεβέκκα ήταν μια σκληρή, επιπόλαιη και αδίστακτη εγωίστρια που, αφότου παντρεύτηκαν, του αποκάλυψε το πραγματικό της πρόσωπο και έκαναν μια άτυπη συμφωνία. Εκείνος θα την χρηματοδοτούσε και εκείνη θα κρατούσε το προσωπείο της τέλειας αριστοκρατικής κυρίας, ζώντας παράλληλα τη ζωή που ήθελε και απατώντας τον Μάξιμ κατά συρροή. Όταν του αποκάλυψε ότι είναι έγκυος με παιδί από κάποιον εραστή της και ότι σκόπευε να το μεγαλώσει σαν δικό του, ώστε να κληρονομήσει την περιουσία του, εκείνος όρμησε να τη σκοτώσει αλλά, σκοντάφτοντας κάτω, η Ρεβέκκα πέθανε από ατύχημα. Έτσι έκρυψε το σώμα της στο σκάφος και το βύθισε αναγνωρίζοντας το πτώμα μιας φτωχής γυναίκας ως της Ρεβέκκα και αφήνοντας ένα σημείωμα αυτοκτονίας, που δήθεν έγραψε η Ρεβέκκα.

Η γυναίκα του χαίρεται που δεν αγάπησε ποτέ τη Ρεβέκκα και παρηγορείται για την πιθανότητα να κατηγορηθεί για φόνο ο Μάξιμ. Διενεργούνται ανακρίσεις που με μάρτυρες τον Τζακ Φαβέλ και την κυρία Ντάνβερς προσπαθούν να δείξουν ότι η Ρεβέκκα δολοφονήθηκε. Όμως, ανακαλύπτεται ότι η Ρεβέκκα είχε επισκεφτεί έναν γιατρό ο οποίος της διέγνωσε καρκίνο σε τελικό στάδιο και, αργότερα την ίδια ημέρα, εκείνη ανακοίνωσε δήθεν ότι ήταν έγκυος και προκάλεσε τον Μάξιμ να τη σκοτώσει για να του καταστρέψει τη ζωή, πριν πεθάνει η ίδια. Ο Φαβέλ τηλεφωνεί στην κυρία Ντάνβερς και της αποκαλύπτει ότι η Ρεβέκκα είχε καρκίνο και ότι οι δύο σύζυγοι μπορούν πλέον να ζήσουν ευτυχισμένοι στο Μάντερλεϊ. Εκείνη, έχοντας παρανοήσει, βάζει φωτιά στο Μάντερλεϊ για να μην ζήσουν εκεί ευτυχισμένοι. Η αφηγήτρια σώζεται και συναντά τον Μάξιμ που έχει μόλις φτάσει με αυτοκίνητο, έχοντας δει τις φλόγες από μακριά. Αγκαλιάζονται και η κυρία Ντάνβερς πεθαίνει μέσα στις φλόγες. Η ταινία τελειώνει με ένα κεντητό μονόγραμμα της Ρεβέκκα να καίγεται σε ένα μαξιλάρι.

Διανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι δύο πρωταγωνιστές της ταινίας.
Ηθοποιός Ρόλος
Λόρενς Ολίβιε Τζορτζ Μαξιμίλιαν Φορτεσκιού Ντε Γουίντερ
Τζόαν Φοντέιν Η δεύτερη κυρία Ντε Γουίντερ
Τζορτζ Σάντερς Τζακ Φαβελ
Τζούντιθ Άντερσον Κυρία Ντάνβερς (οικονόμος)
Γκλάντις Κούπερ Μπέατρις Λέισι
Νάιτζελ Μπρους Τζάιλς Λέισι
Ρέτζιναλντ Ντένι Φρανκ Κρόλει
Φλόρενς Μπέιτς Κυρία Έντιθ Βαν Χόπερ
Λέο Τζ. Κάρολ Γιατρός Μπέικερ
Σ. Όμπρει Σμιθ Λοχαγός Τζούλιαν

Παραγωγή και διανομή ρόλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη του 1939, ενώ ο Σέλζνικ ήταν ακόμα απασχολημένος με την παραγωγή του Όσα παίρνει ο άνεμος, για το οποίο ήταν σίγουρος ότι θα έκανε επιτυχία, ξεκίνησε να ψάχνει και για ένα ακόμη σενάριο, βασισμένο σε βιβλίο, το οποίο θα ήταν άξιος διάδοχος της επικής ταινίας. Το 1938 είχε κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα της Δάφνη Ντι Μοριέ Ρεβέκκα, εισπράττοντας την εύνοια τόσο του κοινού όσο και των κριτικών. Ο Σέλζνικ αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου κι επιστράτευσε έναν νέο, για το Χόλιγουντ, Άγγλο σκηνοθέτη, ο οποίος είχε κερδίσει την κριτική για τις ταινίες του Η εξαφάνιση της κυρίας (, 1938) και Η ταβέρνα της Τζαμάικα (, 1939). Ο Σέλζνικ επέμεινε το σενάριο να είναι πιστό στο βιβλίο και γι' αυτό επιστρατεύτηκε ο θεατρικός συγγραφέας Ρομπερτ Σέργουντ και η Τζόαν Χάρισον.[5]

Ωστόσο το σενάριο παρουσίαζε διαφορές σε σχέση με το μυθιστόρημα, τις οποίες επέβαλε ο κώδικας Χέιζ, σύμφωνα με τον οποίο, κανένα έγκλημα δεν έπρεπε να μένει ατιμώρητο στη μεγάλη οθόνη.[5] Κατά συνέπεια, ενώ ο Μαξίμ εμφανίζεται ως δολοφόνος της πρώτης του συζύγου στο μυθιστόρημα, στην ταινία ο θάνατός της προκαλείται από ατύχημα.

Για τον ρόλο του κυρίου Ντε Γουίντερ αρχικά σκέφτηκαν το Ρόναλντ Κόλμαν και τον Γουίλιαμ Πάουελ οι οποίοι αρνήθηκαν. Τότε στράφηκαν στον Λόρενς Ολίβιε, ο οποίος την προηγούμενη χρονιά είχε κερδίσει τους κριτικούς και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ με την εμφάνισή του στην ταινία του Γουίλιαμ Γουάιλερ Ανεμοδαρμένα Ύψη (μεταφορά του μυθιστορήματος της Έμιλυ Μπροντέ).

Για το ρόλο της νεαρής πρωταγωνίστριας της οποίας το όνομα μας μένει άγνωστο μέχρι το τέλος του έργου, δοκίμασαν τις Μάργκαρετ Σάλιβαν, Αν Μπάξτερ, Λορέτα Γιάνγκ και τη Βίβιαν Λι, σύζυγο του Ολίβιε και πρωταγωνίστρια του Όσα παίρνει ο άνεμος. Η Λι πέρασε από ακρόαση και έκανε δοκιμαστικές λήψεις αλλά κρίθηκε υπερβολικά δυναμική και ζωντανή για τον ρόλο της άχρωμης αφηγήτριας.[6] Η τελική επιλογή, όμως, ήταν η Τζόαν Φοντέιν, που μέχρι τότε ήταν γνωστή ως η μικρή αδελφή της Ολίβια Ντε Χάβιλαντ και οι ταινίες στις οποίες είχε εμφανιστεί δεν είχαν καταφέρει να αναδείξουν το υποκριτικό της ταλέντο. Ο Σέλζνικ καθυστέρησε την προβολή της ταινίας, που προβλήθηκε μετά την προβολή του Όσα παίρνει ο άνεμος και μετά την τελετή των Όσκαρ για το 1939. Τελικά η ταινία έκανε πρεμιέρα στα τέλη του Μαρτίου στο Λος Άντζελες και στις 12 Απριλίου σε ολόκληρη την Αμερική.

Κριτικές και βραβεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία του Χίτσκοκ κέρδισε τους κριτικούς και στην τελετή των Όσκαρ στις 27 Φεβρουαρίου του 1941 βρέθηκε υποψήφια για 11 βραβεία. Τόσο ο Ολίβιε κι η Φοντέιν όσο κι ο Χίτσκοκ ήταν υποψήφιοι αλλά δεν βραβεύτηκαν. Η ταινία κατάφερε ν' αποσπάσει όμως το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας για το 1940 και φωτογραφίας για ασπρόμαυρη ταινία.[7].Η Φοντέιν θα έπρεπε να περιμένει ακόμα ένα χρόνο για να κερδίσει το αγαλματίδιο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Χίτσκοκ Υποψίες, ενώ ο Ολίβιε κατάφερε να κερδίσει το όσκαρ ερμηνείας οκτώ χρόνια μετά, για την κινηματογραφική μεταφορά του Άμλετ.

Βράβευση:

  • Καλύτερης Ταινίας – Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ
  • Φωτογραφίας, Ασπρόμαυρη ταινία – Τζόρτζ Μπαρνς

Υποψηφιότητα:

  • Σκηνοθεσίας – Άλφρεντ Χίτσκοκ
  • Α’ Ανδρικού Ρόλου – Λόρενς Ολίβιε
  • Α’ Γυναικείου Ρόλου – Τζόαν Φοντέιν
  • Β’ Γυναικείου Ρόλου – Τζούντιθ Άντερσον
  • Διασκευασμένου Σεναρίου – Ρόμπερτ Ε. Σέργουντ & Τζόαν Χάρισον
  • Μουσικής Επιμέλειας - Φραντς Γουόξμαν
  • Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης, Ασπρόμαυρη ταινία – Λάιλ Ρ. Γουίλερ
  • Μοντάζ – Χαλ Σι Κερν
  • Ειδικών εφέ και ήχου - Τζακ Κοσγκρόουβ & Άρθουρ Τζόουνς

Ερμηνεία της ταινίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταινία κινείται μεταξύ ρομαντικής αισθηματολογίας και ονειρισμού.[8] Κυρίαρχο ρόλο στην ταινία έχουν το νερό και η φωτιά: η ομίχλη στην εναρκτήρια σεκάνς, η βροχή που υποδέχεται την καινούργια οικοδέσποινα στον πύργο, ο πνιγμός της Ρεβέκκας στη θάλασσα, η φωτιά που καίει τον πύργο. Το νερό προωθεί την αφήγηση και η φωτιά τη σταματά. Το νερό είναι στοιχείο ενός κόσμου παροχημένου, που πεθαίνει αν δεν έχει πεθάνει ήδη και η φωτιά λειτουργεί καθαρτικά.[9] Στην ταινία εντοπίζονται μοτίβα ψυχαναλυτικά-χιτσκοκικά:η σχιζοφρένια, η μεταβίβαση μιας προσωπικότητας σε μια άλλη,η ενοχή κλπ.[10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Box Office Information for Rebecca. The Numbers. Retrieved January 30, 2013.
  2. Rebecca  στην IMDb
  3. «1st Berlin International Film Festival». berlinale.de. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Ιανουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2010. 
  4. «Ο πλήρης κατάλογος ταινιών του Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Η.Π.Α» (στα Αγγλικά). loc.gov. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2021. 
  5. 5,0 5,1 Spoto, Donald (1999). The Dark Side of Genius: The Life of Alfred Hitchcock. Da Capo. σελίδες 213–214. ISBN 03-0680-932-X. 
  6. http://120.2.6.129:15871/cgi-bin/blockpage.cgi?ws-session=3087785184[νεκρός σύνδεσμος]
  7. «Critic's Pick: Rebecca». The New York Times. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2008. 
  8. Pierre Lherminier, Χίτσκοκ, μτφρ.Γιώργος Σπανός,εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 1985 σελ.49, Φρανσουά Τρυφώ, Χίτσκοκ, μτφρ. Γιάννης Ιωαννίδης, εκδ. ύψιλον, Αθήνα, 1986, σελ.100
  9. Pierre Lherminier, Χίτσκοκ, μτφρ.Γιώργος Σπανός,εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 1985 σελ.49, 52
  10. Μπάμπης Ακτσόγλου, Χίτσκοκ, εκδ.Αιγόκερως, Αθήνα, 1985, σελ.47-48

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]