Θρησκεία στην αρχαία Ρώμη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ρωμαϊκή θρησκεία)

Ως ρωμαϊκή θρησκεία ορίζεται[1] το σώμα δοξασιών, αντιλήψεων και λατρευτικών πρακτικών που εξασκούνταν στην Ιταλική χερσόνησο κατά την Αρχαιότητα, σε διαφορετικές περιόδους.[1] Σύμφωνα με το A Companion to Roman Religion (εκδ) Γιοργκ Ρούπκε (Jörg Rüpke) υπό την άμεση επίδραση της pax romana στην ώριμη περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας η ρωμαϊκή θρησκεία μπορεί να οριστεί ως ένα αμάλγαμα κοινής θρησκευτικής γλώσσας και ποικιλίας τοπικών κοινοτικών πανθέων, καθώς κάθε διακριτή πόλη όριζε τα δικά της θρησκευτικά δρώμενα.[2]

Απαρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ρωμαϊκή μυθολογία

Η ρωμαϊκή θρησκεία, έχοντας δεχτεί ισχυρές ετρουσκικές και ελληνικές επιρροές, ήταν μία πολυθεϊστική τυπολατρική αστική θρησκεία η οποία επικεντρωνόταν στην εξασφάλιση της εύνοιας των θεών, τόσο σε οικογενειακό όσο και σε κοινοτικό ακόμη και σε κοινωνικό επίπεδο, μέσω της προσκόλλησης σε παραδοσιακές λατρευτικές τελετουργίες (θυσίες, προσευχές, ύμνους, αργίες, αθλητικούς αγώνες) τις οποίες χρηματοδοτούσαν το κράτος και οι ευκατάστατες κοινωνικές ομάδες. Το πάνθεον έμοιαζε με το αντίστοιχο των ελληνικών πόλεων-κρατών, με ορισμένες μόνο ουσιαστικές διαφορές στις ιδιότητες της κάθε θεότητας και στις όψεις του κόσμου ή στις δραστηριότητες τις οποίες αυτή ρύθμιζε. Αρχικώς βέβαια δεν ήταν ανθρωπομορφικό πάνθεον ούτε υποστηριζόταν από εκτενείς μυθολογικές αφηγήσεις, αλλά με το πέρασμα του χρόνου υιοθετήθηκαν πλήρως οι ελληνικοί μυθικοί κύκλοι και οι ιστορίες για τους αντίστοιχους θεούς.

Στόχος της λατρείας ήταν η εξευμένιση των θείων δυνάμεων και ο «συνεταιρισμός» μαζί τους για τη διασφάλιση της επιτυχίας σε κάποιο εγχείρημα. Επικρατούσε η αντίληψη ότι ο κόσμος, οι θεότητες και οι άνθρωποι υπήρχαν ανέκαθεν και οι ίδιοι οι Ρωμαίοι ήταν που επέλεξαν, όταν ίδρυσαν την πόλη τους, να «συνεταιρισθούν» με συγκεκριμένους θεούς τους οποίους από εκεί κι έπειτα τιμούσαν. Για τον λόγο αυτόν οι Ρωμαίοι δεν επιχείρησαν ποτέ να εμφυτεύσουν το θρησκευτικό εορτολόγιο, τις παραδόσεις και το πάνθεον τους στις ιταλικές πόλεις που έπεσαν υπό την επιρροή τους, θεωρώντας την αστική λατρεία τους καθαρά ρωμαϊκή υπόθεση. Για το επίσημο κράτος η ύπαρξη των θεών, και μάλιστα όχι μόνο αυτών που λατρεύονταν στη Ρώμη, ήταν δεδομένη στο πλαίσιο μίας ανιμιστικής καταγωγής αντίληψης περί παρουσίας εκατοντάδων θείων πνευμάτων σε ιερούς τόπους, σε ιερά ζώα, σε φυσικά φαινόμενα ή ακόμα και σε αφηρημένες έννοιες. Η ρεπουμπλικανική πολιτειακή οργάνωση, τα αξιώματα και τα σώματα της αντλούσαν τη νομιμοποίηση τους στα μάτια του λαού από την ευσεβή τους στάση απέναντι στους θεούς και τη συσχέτιση τους με συγκεκριμένες θεότητες.

Ωστόσο δεν οριζόταν κάποια συγκεκριμένη θρησκευτική αυθεντία η οποία είχε τον έσχατο λόγο στην τέλεση των δημόσιων ιεροτελεστιών και στην αστυνόμευση των λατρευτικών πρακτικών· οι αρμοδιότητες αυτές ήταν κατανεμημένες σε διάφορα ρεπουμπλικανικά ιερατικά αξιώματα που τα κατείχαν θρησκευτικοί άρχοντες της ρωμαϊκής πόλης-κράτους, υπόλογοι στη Σύγκλητο και στους Υπάτους, οι οποίοι εκλέγονταν συνήθως από τις ρωμαϊκές Εκκλησίες του Δήμου. Το σπουδαιότερο από τα εν λόγω αξιώματα ήταν αυτό του Μέγιστου Αρχιερέα (Pontifex Maximus), του επικεφαλής των ιερειών της σπουδαίας θεάς Εστίας (των «Εστιάδων») η «ιερή φλόγα» της οποίας έπρεπε να καίει αδιάκοπα στα μεγάλα δημόσια κτίρια, αλλά κανένας μεμονωμένος ιεράρχης δεν είχε ιδιαίτερα διευρυμένο, πόσο μάλλον απόλυτο, έλεγχο στις ποικίλες όψεις της κρατικής λατρείας. Η αστική ρωμαϊκή θρησκεία, προσανατολισμένη στην ευσεβή και ακριβή τήρηση της παράδοσης, είχε τις ρίζες της σε προϊστορικές αγροτικές λατρείες της γονιμότητας και γι’ αυτό δεν ήταν ασύμβατη με ιδιωτικές, μυστηριακές λατρείες που άρχισαν κατά την ελληνιστική εποχή να εισάγονται δειλά στην Ιταλία μέσω της Μεγάλης Ελλάδας. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις τελευταίες, λειτουργούσε αποκλειστικά ως παράγοντας κοινωνικής συνοχής και δικαιολόγησης των κρατικών ενεργειών.

Συνηθισμένη ήταν η μαντεία στο πλαίσιο της αστικής λατρείας, με τη βοήθεια δημόσιων «οιωνοσκόπων» οι οποίοι ερμήνευαν θεϊκές ενδείξεις (παρομοίως με τα ελληνικά μαντεία), αλλά και η «μαγεία», υπό την έννοια της τελετουργικής χειραγώγησης θεϊκών δυνάμεων με στόχο την πρόκληση βλάβης. Ωστόσο η μαγεία, όντας καταδικαστέα και ποινικά κολάσιμη, εξασκούνταν μόνο σε ιδιωτικό και οικογενειακό πλαίσιο.

Η ρωμαϊκή θρησκεία παρουσιάζει μεγάλη συνάφεια με την ελληνική αστική λατρεία και σε άλλα θέματα, όπως π.χ. η εύκολη απόδοση της ιδιότητας του ημίθεου σε ήρωες (αν και στη Ρώμη συνήθως απαιτούνταν έγκριση της Συγκλήτου για τέτοιες ενέργειες), οι παρόμοιες λατρευτικές πρακτικές, η επικαλυπτόμενη μυθολογία (μεγάλο τμήμα της οποίας ήταν δανεισμένο από την ελληνική, είτε άμεσα από τις αποικίες της νότιας Ιταλίας είτε έμμεσα από τους επηρεασμένους από τους Έλληνες Ετρούσκους), η προσκόλληση της θρησκείας στην ιδέα της τήρησης της παράδοσης κλπ.

Εξέλιξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εδαφική επέκταση εις βάρος των Ελλήνων οδηγεί στην παρακμή των παραδοσιακών ρωμαϊκών θεσμών και αξιών.[εκκρεμεί παραπομπή] Οι Ρωμαίοι γοητεύονται από καθετί ελληνικό [εκκρεμεί παραπομπή] και η καθολική αποδοχή ελληνικών συνηθειών, θεσμών, τέχνης, φιλοσοφίας και δοξασιών κατά το δεύτερο αιώνα π. Χ. συνθέτει τον λεγόμενο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, ο οποίος γρήγορα αντικαθιστά τον «αγνό» ρωμαϊκό ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, κατά καιρούς είχε δεχτεί ισχυρές ελληνικές επιρροές [εκκρεμεί παραπομπή]. Χαρακτηριστική είναι η πλήρης υιοθέτηση τόσο των ελληνιστικών μυστηριακών λατρειών όσο και της τυπολατρικής αστικής ελληνικής θρησκείας με μία απλή ταύτιση των ανάλογων θεοτήτων. Ορισμένες βέβαια από τις τελευταίες παρέμειναν διακριτές και συνέχισαν να λατρεύονται ξεχωριστά, είτε επειδή δεν είχαν κανένα ελληνικό ανάλογο (π.χ. ο διπρόσωπος Ιανός η μία όψη του οποίου ήταν πολεμική και η άλλη ειρηνική), είτε λόγω των διαφορετικών ιδιοτήτων τους (π.χ. ο ρωμαϊκός Άρης ήταν επιπλέον θεός της βλάστησης και της γονιμότητας σε σχέση με τον επίφοβο ελληνικό θεό του πολέμου, ενώ η ρωμαϊκή Εστία θεωρούνταν πολύ σπουδαιότερη θεότητα από το ελληνικό αντίστοιχο της).

Ωστόσο, συνολικά, οι έτσι κι αλλιώς παρεμφερείς αστικές λατρείες της Ελλάδας και της Ιταλίας [εκκρεμεί παραπομπή] συγχωνεύονται και εμπλουτίζουν η μία την άλλη, τόσο μυθολογικά όσο και τελετουργικά, παρά τις τοπικιστικές διαφορές από πόλη σε πόλη. Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζουν τα Βακχικά Μυστήρια τα οποία μεταφέρονται στην Ιταλία περί το 200 π.Χ. και επανέρχονται σε μία πρότερη, πιο μυστικοπαθή, πιο κτηνώδη αλλά και πιο εξισωτική μορφή τους [εκκρεμεί παραπομπή], με αποτέλεσμα να γίνουν ευρέως αποδεκτά από τις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες (γυναίκες, δούλοι κλπ) και να τρομοκρατήσουν τους πατρικίους και τους πλούσιους πληβείους οι οποίοι τα έβλεπαν ως δημόσιο κίνδυνο και απειλή κατά του κράτους.

Αυτή την εποχή η επιρροή της εκλεπτυσμένης και ακριβούς ελληνικής γλώσσας, όπου αναπτύχθηκαν η φιλοσοφία και η λογοτεχνία, είναι καταλυτική. Η ελίτ της Ιταλίας μιλά εξίσου καλά λατινικά και ελληνικά, ενώ δεκάδες Έλληνες διδάσκαλοι φιλοσοφίας και ρητορικής έρχονται στη Ρώμη κάθε χρόνο για να διδάξουν την πλούσια παιδεία της Ανατολής. Όπως συνέβη κατά την κλασική εποχή στην Ελλάδα, έτσι και τώρα στη Ρώμη η κρατική αστική λατρεία αρχίζει πλέον να υπομνηματίζεται και να ερμηνεύεται προαιρετικά με πολυάριθμους, συχνά ασύμβατους τρόπους από διάφορες ελληνικές φιλοσοφικές σχολές οι οποίες, από κοινού με τις ποικίλες μυστηριακές λατρείες, επιχειρούν να της προσδώσουν μεταφυσικό και ηθικό περιεχόμενο και να τη μετατρέψουν σε δημόσιο και συλλογικό συμπλήρωμα μίας ιδιωτικής, μυσταγωγικής και σωτηριολογικής πρακτικής. Επιπλέον ο τυπικός διανοητικός και θρησκευτικός συγκρητισμός της ελληνιστικής εποχής εμφυτεύεται με μεγάλη επιτυχία στην καρδιά του ρωμαϊκού κόσμου: κατά τον δεύτερο αιώνα π. Χ. εκατοντάδες ξενικές θεότητες συμπληρώνουν στην ίδια τη Ρώμη την αστική ελληνορωμαϊκή λατρεία, με την ανοχή αν όχι με την ενθάρρυνση του κράτους.

Αύγουστος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη του πρώτου αιώνα π.Χ. πλέον η επίσημη κρατική λατρεία της Ρώμης είχε από καιρό συγχωνευτεί στο γενικό της μυθολογικό και τελετουργικό περίγραμμα με τις ελληνικές αστικές λατρείες της Ανατολής [εκκρεμεί παραπομπή] και είχε εξαπλωθεί απ’ άκρο σε άκρο της Αυτοκρατορίας, αλλά με τον ίδιο τρόπο που κάθε πόλη διατηρούσε την ιδιαίτερη θρησκευτική παράδοση της ως υπενθύμιση της αλλοτινής, διακριτής κρατικής υπόστασης της έτσι και η ίδια η πόλη της Ρώμης, κέντρο της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης, διακρίνονταν από ιδιαίτερες τοπικιστικές πρακτικές οι οποίες δε διαδόθηκαν ποτέ έξω από το Λάτιο (π.χ. οι Εστιάδες, ορισμένες αργίες και αγώνες, η οιωνοσκοπία κλπ).

Ο Οκταβιανός προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτή τη βαθύτερη πολυδιάσπαση πίσω από την επιφανειακή ελληνορωμαϊκή ομοιογένεια ώστε να ενισχύσει την ενότητα του αχανούς κράτους του, υποστήριξε προϋπάρχουσες τάσεις και το 27 π.Χ. του απονεμήθηκε από τη Σύγκλητο ο τίτλος του «Αυγούστου (Σεβαστού)», ο οποίος του αναγνώριζε ιερές ιδιότητες, ενώ παράλληλα διατάχθηκε η θεοποίηση του Ιουλίου Καίσαρα με δικούς του ιερείς και ναούς. Έτσι ξεκινά άτυπα η μεταθανάτια λατρεία του εκάστοτε Αυτοκράτορα, μία συμπληρωματική λατρεία που εξυπηρετούσε πολιτικούς σκοπούς ενοποίησης και ομοιογένειας σε όλη την έκταση του ρωμαϊκού κράτους. Βεβαίως ο έμφυτος παραλογισμός της θεοποίησης ενός ανθρώπου με απλό κρατικό διάταγμα δεν επέτρεψε στην Ιταλία την εξάπλωση αυτής της πρακτικής και στο πρόσωπο του τρέχοντος Αυτοκράτορα, ωστόσο στην Ανατολή έγινε δεκτή με ενθουσιασμό η λατρεία ακόμα και του ίδιου του Οκταβιανού ως συνέχεια της λατρείας των ελληνιστικών μοναρχών.

Ο Αύγουστος δεν σταμάτησε εκεί και επιχείρησε να συγκεντρώσει όλα τα σπουδαία ιερατικά αξιώματα στο πρόσωπο του ώστε να γίνει η υπέρτατη αυθεντία της επίσημης κρατικής λατρείας. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το θάνατο του Λέπιδου το 12 π.Χ. ο Οκταβιανός έλαβε ισοβίως τη θέση του Μέγιστου Αρχιερέα, ένα αξίωμα οι αρμοδιότητες του οποίου γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν. Ακόμα και ρωμαϊκές θρησκευτικές παραδόσεις αιώνων ο Αύγουστος επιχείρησε να τις στρέψει έμμεσα σε απότιση φόρου τιμής στον αυτοκρατορικό οίκο. Για τους επόμενους δύο αιώνες πάντως η αυτοκρατορική λατρεία θα είναι ένα όλο και σπουδαιότερο κομμάτι της θρησκευτικής πρακτικής στο εσωτερικό του κράτους: μετά θάνατον θεοποιήθηκαν οι Αυτοκράτορες Αύγουστος, Κλαύδιος, Βεσπασιανός και Τίτος, ενώ μετά τη βασιλεία του Μάρκου Κοκκήιου Νέρβα (Marcus Cocceius Nerva, 96-98), πολύ λίγοι μονάρχες "απέτυχαν" να λάβουν την τιμητική αυτή διάκριση.

Ακόμα και αν το αρχαίο λατρευτικό τυπικό δεν είχε μεγάλη σχέση με την ατομική ηθική, καθώς δεν ήταν παρά μια σχέση αλληλεξάρτησης με αόρατες δυνάμεις στις οποίες οι άνθρωποι τελούσαν τις απαραίτητες λειτουργίες και ως αντάλλαγμα ανταμείβονταν με την προσωπική τους ασφάλεια, εντούτοις προάσπιζε την ευσέβεια και τη θρησκευτική πειθαρχία. Αυτός κυρίως ήταν ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποίησε τη θρησκεία ο Αύγουστος ως ασπίδα προστασίας ενάντια στην εσωτερική φθορά της ρωμαϊκής κοινωνίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του κυριάρχησε ο μύθος της ίδρυσης της Ρώμης από τον τρωικό ήρωα Αινεία εξαιτίας της δημοσίευσης της Αινειάδας του Βιργίλιου.

Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι διακρίσεις ανάμεσα στη φιλοσοφία, τη θρησκεία, τη λατρεία και τη δεισιδαιμονία, προϊόν της φιλοσοφικής σκέψης μορφωμένων ανθρώπων στη Ρώμη, όπως ο Λουκρήτιος (De rerum natura) και άλλων στωικών κυρίως φιλοσόφων, επέδρασαν συστηματικά και καταλυτικά στη διαμόρφωση της σκέψης των νέων γενεών και συνεισέφεραν στην παρακμή της παλαιάς θρησκείας.

Η μετάγγιση των ανθρωπομορφικών ιδιοτήτων των ελληνικών θεών στους ρωμαϊκούς και η επικράτηση της ελληνικής φιλοσοφίας μεταξύ των μορφωμένων Ρωμαίων -συρμός εκείνη την εποχή- είχε ως αποτέλεσμα μια αυξανόμενη αδιαφορία για τα αρχαία τελετουργικά. Ήδη από τον 1ο π.Χ. αιώνα η θρησκευτική σημασία των αρχαίων ιερατικών αξιωμάτων παρήκμασε γοργά, αν και έμεινε ζωντανή η πολιτική σημασία τους. Αρκετοί πατρίκιοι που καλούνταν να εκτελέσουν τα δημόσια καθήκοντά τους δεν πίστευαν στις αρχαίες τελετουργίες, εκτός ίσως από πολιτική αναγκαιότητα. Παρόλα αυτά η θέσεις του Pontifex Maximus και του augur παρέμειναν ζωντανές ως πολιτικές θέσεις. Ο Ιούλιος Καίσαρας (Julius Caesar) χρησιμοποίησε την εκλογή του στη θέση του Μέγιστου Αρχιερέα για να επηρεάσει τα μέλη των ιερατικών κοινοτήτων. Με την παρακμή της αυτόχθονης θρησκείας ο αμόρφωτος λαός στράφηκε βαθμιαία στις ξενόφερτες τελετουργίες που ασκούσαν στρατιώτες και έμποροι στα κοσμοπολιτικά κέντρα.

Παρακμή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πολλές διαφορετικής καταγωγής θρησκείες έγιναν δημοφιλείς και διαδόθηκαν ευρέως, σε ένα κλίμα σχετικής ανεξιθρησκίας και συγκρητισμού. Ανάμεσά τους διακρίνεται η λατρεία της Ίσιδος και ο περσικής καταγωγής μιθραϊσμός. Οι περισσότερες από αυτές τις θρησκείες είχαν μυστηριακό χαρακτήρα και, όπως οι ελληνιστικές φιλοσοφικές σχολές ή, μετά τον τρίτο αιώνα, ο νεοπλατωνισμός, συμπλήρωναν ή προαιρετικά αντικαθιστούσαν την αστική ελληνορωμαϊκή λατρεία. Κατά καιρούς ωστόσο, με στόχο τη διατήρηση της δημόσιας τάξης ή για πολιτικούς λόγους, το ρωμαϊκό κράτος επέβαλλε κυρώσεις ή εξαπέλυσε παροδικούς διωγμούς κατά πολλών τέτοιων λατρειών. Ανάμεσά σε αυτούς που κατά περιόδους υπέφεραν ήταν οι ιουδαϊστές και οι χριστιανοί (με παροδικές, γενικές ή τοπικές διώξεις εναντίον τους από την εποχή του Νέρωνα[3] μέχρι τον Δέκιο[4] και τον Διοκλητιανό[5]), η νέα θρησκεία των οποίων άρχισε να κερδίζει γοργά έδαφος στη Ρωμανία μετά τον δεύτερο αιώνα εις βάρος των περισσότερων μυστηριακών λατρειών και της αστικής λατρείας. Ο ελληνορωμαϊκός κόσμος, για να παράσχει ανεξιθρησκεία, απαιτούσε ως υποχρεωτική τη λατρεία του θεοποιημένου αυτοκράτορα η οποία λειτουργούσε ως όρκος πίστης στο κράτος. Η λατρεία αυτή ήταν μεν αποδεκτή από τις άλλες μυστηριακές θρησκείες[6], συναντούσε όμως οξείες αντιδράσεις από πλευράς των, αυστηρά μονοθεϊστών και μη συγκρητιστών, χριστιανών και ιουδαϊστών[7]. Ήδη από την εποχή των Αντωνίνων, σε μια περίοδο υλικής και πνευματικής ανασφάλειας, οι χριστιανοί[8] και άλλα διανοητικά ή θρησκευτικά ρεύματα[9] συντελούν στην περαιτέρω παρακμή της αστικής ελληνορωμαϊκής λατρείας. Άλλωστε, κατά τα τέλη του 2ου και 3ου αιώνα, οι χριστιανοί είχαν γίνει υπολογίσιμη δύναμη στο ρωμαϊκό χώρο[10].

Ο τρίτος αιώνας ήταν μια περίοδος μεγάλης υποχώρησης της αστικής λατρείας προς όφελος του χριστιανισμού, του νεοπλατωνισμού, του μιθραϊσμού, του μανιχαϊσμού και ορισμένων άλλων θρησκειών και διανοητικών ρευμάτων. Κατά τον τέταρτο αιώνα ο χριστιανισμός αναγνωρίστηκε οριστικά ως religio littica (νόμιμη θρησκεία) στη Ρωμανία υπό τον Κωνσταντίνο Α΄ που κυβέρνησε ως μονοκράτωρ από το 324 έως το 337, ενώ οι άλλες λατρείες άρχισαν να υποχωρούν απέναντί του καθώς η χριστιανική Εκκλησία ευνοήθηκε από το κράτος σε κλίμα ανεξιθρησκίας. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός προσπάθησε να αναζωογονήσει και να ενισχύσει στο σύντομο διάστημα της βασιλείας του (361-363) την αστική ελληνορωμαϊκή λατρεία, με επίκεντρό της πλέον τον νεοπλατωνισμό, σε μία τελευταία επίσημη απόπειρα επαναφοράς της, μία απόπειρα όμως που οι περισσότεροι ιστορικοί κρίνουν ως "καταδικασμένη σε αποτυχία"[11]. Άλλοι αυτοκράτορες της δυναστείας εξέδωσαν διατάγματα κατά των εθνικών, χωρίς ωστόσο να καταργήσουν την ανεξιθρησκεία. Τελικά, μετά από μία περίοδο πολιτικής και θρησκευτικής αστάθειας στη διαιρεμένη Αυτοκρατορία η οποία ακολούθησε τον θάνατο του Βαλεντινιανού Α', ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' απαγόρευσε την αστική ελληνορωμαϊκή λατρεία και έτσι ουσιαστικά κήρυξε τον χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της Ρωμανίας. Ύστερα από έναν εμφύλιο πόλεμο ο οποίος εκδηλώθηκε ως σύρραξη μεταξύ του παγανιστή Αρβογάστη και του νικητή χριστιανού Θεοδόσιου, το επίσημο τέλος της ρωμαϊκής θρησκείας ήταν γεγονός[12].

Θρησκευτικές γιορτές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ρωμαϊκό θρησκευτικό ημερολόγιο ημερολόγιο αντανακλούσε το γεγονός της φιλόξενης στάσης των Ρωμαίων στις λατρείες και τις θεότητες των κατακτημένων περιοχών. Οι ρωμαϊκές θρησκευτικές γιορτές της αρχαϊκής περιόδου είναι λίγες στον αριθμό. Ορισμένες από τις αρχαιότερες, όμως, επιβίωσαν ως το τέλος της παγανιστικής αυτοκρατορίας, διατηρώντας τις μνήμες των τελετουργικών τυπικών της γονιμότητας και του εξιλασμού ενός πρωτόγονου αγροτικού λαού. Νέες γιορτές εισήχθησαν, βέβαια, οι οποίες υποδείκνυαν την ενσωμάτωση των νέων θεοτήτων. Εν τέλει ήταν τόσο πολλές οι γιορτές που υιοθετήθηκαν, ώστε υποσκέλισαν τις ημέρες του ημερολογίου. Ανάμεσα στις θρησκευτικές γιορτές των Ρωμαίων, σημαντικότερες ήταν τα Σατουρνάλια, τα Λουπερκάλια, τα Εκουΐρια, και οι Αγώνες του Αιώνα.

Στην αυτοκρατορική περίοδο τα Σατουρνάλια γιορτάζονταν επί επτά ημέρες, από τις 17 Δεκεμβρίου έως τις 23 Δεκεμβρίου, στην περίοδο δηλαδή κατά την οποία συνέβαινε το χειμερινό ηλιοστάσιο. Ο εργασίες σταματούσαν, δινόταν προσωρινή ελευθερία στους σκλάβους, δώρα ανταλλάσσονταν και γενικά επικρατούσε χαρά. Τα Λουπερκάλια ήταν αρχαία γιορτή αφιερωμένη αρχικά στον Λούπερκους (Lupercus), βουκολικό θεό των Ιταλών. Ο εορτασμός τελούνταν στις 15 Φεβρουαρίου στο σπήλαιο Lupercal στον Λόφο του Παλατίνου, όπου οι μυθικοί ιδρυτές της Ρώμης, οι δίδυμοι Ρωμύλος και Ρέμος ανατράφηκαν από μία λύκαινα. Ανάμεσα στους ρωμαϊκούς μύθους που συνδέονται μαζί τους είναι εκείνος του Φαυστούλου (Faustulus), ενός βοσκού που υποτίθεται ότι ανακάλυψε τα δίδυμα στη φωλιά της λύκαινας και τα πήρε στο σπίτι του στη σύζυγό του Άκκα Λαρεντία.

Τα Εκουΐρια, μια γιορτή προς τιμήν του Άρη, γιορτάζονταν στις 27 Φεβρουαρίου και στις 14 Μαρτίου, την εποχή δηλαδή που προετοιμάζονταν οι νέες εκστρατείες. Εν όψει του εορτασμού ιππικοί αγώνες τελούνταν στο Campus Martius.

Οι Αγώνες του Αιώνα (Ludi Saeculares), που περιλάμβαναν θεάματα και θυσίες γίνονταν σε ακανόνιστα διαστήματα, εκτός ημερολογιακής ακολουθίας. Παραδοσιακά η τέλεσή τους γινόταν μία φορά κάθε τέλος του αιώνα (saeculum), για να σημειώσουν την έναρξη μια νέας εποχής. Υποτίθεται ότι άρχιζαν όταν πέθαινε και ο τελευταίος από εκείνους που παρευρίσκονταν στους προηγούμενους αγώνες. Ωστόσο, η παράδοση αγνοείτο συχνά απ' ό,τι φαίνεται με γνωστό παράδειγμα την αναβίωσή τους ως θέαμα από τον Αύγουστο. Οι αγώνες τιμήθηκαν με μια σειρά ωδές από τον ποιητή Οράτιο.


Οι θεότητες της αρχαίας Ρώμης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα ιερά στη Ρώμη κτίστηκαν από τους Λατίνους κατοίκους της για τους λατινικούς Θεούς τους, οι οποίοι χρόνο με το χρόνο άλλαζαν ονόματα και εξελληνίζονταν λόγω της επαφής των Λατίνων με τους Έλληνες της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Οι Θεοί που λατρεύονταν πιο πολύ ήταν:

  • Ο Ιανός (Janus), διπρόσωπος θεός που λατρευόταν στο Ιανίκυλο λόφο αλλά και τη ρωμαϊκή Αγορά.
  • Ο Κρόνος (Saturnus), που και αυτόν τον τιμούσαν στην Αγορά.
  • Ο Ήφαιστος (Vulcanus), που αν και θεός της μεταλλουργίας ήταν συνδεδεμένος με μυστηριώδεις τελετουργίες του Κάτω Κόσμου και λατρευόταν στην Αγορά.
  • Ο Άρης (Mars), θεός του πολέμου που λατρευόταν σε ένα βωμό με το όνομα Άρειος Πάγος και δεν έχει βρεθεί ακόμα.
  • Ο Δίας (Jupiter), κεντρική θεότητα στο πάνθεον των Ρωμαίων, με το ναό του να δεσπόζει στη κορυφή του λόφου του Καπιτωλίου.
  • Οι τρεις μυθικοί ιδρυτές-βασιλίαδες της Ρώμης, ο Πίκο (Picus), ο Φαύνο (Faunus) και ο Λατίνος (Latinus) λατρευόντουσαν σε ένα μικρότερο ιερό δίπλα από τον Δία.
  • Ο Πορτούνους (Potunus), γιος της Ινώς και προστάτης των λιμανιών λατρευόταν στο λιμάνι του Τίβερη.
  • Δίπλα στο ναό του Πορτούμνου βρισκόταν το ιερό της Ανδρικής Τύχης (Fortuna Virilis).
  • Η Εστία (Vesta) μαζί με τον Ηρακλή Νικητή (Hercules Victor) λατρεύονταν δίπλα στην αρχαιότερη γέφυρα του Τίβερη και την Αγορά βοοειδών.
  • Στον ναό San Omobono οι Ρωμαίοι λάτρευαν τη Θεά Τύχη και τη Μητέρα Ματούτα (Ινώ).
  • Τη θεά Δήμητρα (Ceres) την λάτρευαν στον Αβεντίνο λόφο, μαζί με τον Βάκχο (ελληνικά Διόνυσο, λατινικά Vachus ).
  • Αναζητείται ακόμα το ιερό της θεάς Άρτεμης (Diana).
  • Τον Κυρίνο, προσωποποίηση του Ρωμύλου, τον λάτρευαν στο Κυρινάλιο λόφο.
  • Ακόμα μέσα στη Ρώμη υπήρχε το μαντείο του Aius Locutius, μιας μαντικής θεότητας με θηλυκή εκδοχή τη Tacita Muta, τη θεά της σιωπής.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Wendy Doniger, επιμ. (2006). «Roman Religion». Britannica encyclopedia of world religions. Chicago, IL: Encyclopaedia Britannica, Inc. ISBN 978-1-59339-491-2. 
  2. Van Andringa, William (2011). «Religions and the Integration of Cities in the Empire in the Second Century AD: The Creation of a Common Religious Language». Στο: Rüpke, Jörg. A Companion to Roman Religion. John Wiley & Sons. σελ. 84. ISBN 978-1444339246. A common religious language, and a variety of pantheons specific to each community - this is how one can define religion in the roman empire beginning in the second century AD. 
  3. Γλαβίνας Απόστολος, Οι Διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην προκωνσταντίνεια εποχή, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1992, σελίς 27 κ.ε.
  4. Γλαβίνας, ενθ.αν., σελίς 161 κ.ε.
  5. Γλαβίνας, ενθ.αν., σελίς 213 κ.ε.
  6. De Ste. Croix, G. E. M., Ο χριστιανισμός και η Ρώμη, διωγμοί, αιρέσεις και ήθη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005, σελίς 26.
  7. Ελλάς, ενθ.αν., σελίς 420Γ.
  8. Dodds R. Ε., "Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια Εποχή Αγωνίας", Αλεξάνδρεια, 1995, σελ. 203-211
  9. Στίβεν Ράνσιμαν, "Ο Βυζαντινός Πολιτισμός"
  10. Peter Brown 2001, Η Δημιουργία της Ύστερης Αρχαιότητας, Εστία, Αθήνα, 103.
  11. Ostrogorsky Georg, 'Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους', τόμ. Α', 7η έκδ., Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 2002, σελίς 110.
  12. Ένα "ανεπίσημο" ημιπαγανιστικό κλίμα διατηρήθηκε στην ιταλική συγκλητική και επισκοπική αριστοκρατία ως τα τέλη του έκτου αιώνα, βλ. Peter Brown, "Ο κόσμος της ύστερης Αρχαιότητας", Αλεξάνδρεια, 1998

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία, Τόμος Β', Φριτς Γκραφ, Εκδόσεις Παπαδήμα