Rex Sacrorum

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Προτομή ενός flamen (ιερέα).

Στην αρχαία ρωμαϊκή θρησκεία, ο rex sacrorum (βασιλιάς του ιερού, επίσης μερικές φορές βασιλιάς επί των θυσιών, rex sacrificulus) ήταν μία ιερωσύνη που σε έκανε Συγκλητικό [1], η οποία προοριζόταν για πατρικίους. Αν και στην ιστορική εποχή ο μέγιστος αρχιερέας (pontifex maximus) ήταν ο αρχηγός της ρωμαϊκής κρατικής θρησκείας, ο Σ. Π. Φήστος λέει [2], ότι στην ιεραρχία των ανώτατων Ρωμαίων ιερέων (ordo sacerdotum) ο rex sacrorum είχε υψηλότερο κύρος, ακολουθούμενος από τους μεγάλους ιερείς (flamines maiores), δηλ. αυτούς τού Δία (flamen Dialis), τού Άρη (flamen Martialis), τού Κουιρίνου (flamen Quirinalis) και τον μέγιστο αρχιερέα. Ο ιερός βασιλιάς είχε βάση τη Regia. [3]

Κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ο ιερός βασιλιάς επιλεγόταν από τον μέγιστο αρχιερέα από έναν κατάλογο πατρικίων, που υποβαλλόταν στον Σύλλογο των αρχιερέων. [4] Μία περαιτέρω απαίτηση ήταν να έχει γεννηθεί από γονείς παντρεμένους με το τελετουργικό τού confarreatio, το οποίο ήταν και η μορφή γάμου, που έπρεπε να κάνει και ο ίδιος. [5] Η σύζυγός του, η regina sacrorum (ιερή βασίλισσα), εκτελούσε επίσης θρησκευτικά καθήκοντα ειδικά για τον ρόλο της. [6] Ο γάμος ήταν λοιπόν τόσο θεμελιώδες μέρος της ιεροσύνης, που αν απεβίωνε η ιερή βασίλισσα, ο ιερός βασιλιάς έπρεπε να παραιτηθεί. [7] Ο ιερός βασιλιάς βρισκόταν επάνω από τον μέγιστο αρχιερέα, αν και ήταν λίγο πολύ μία ανίσχυρη μορφή.

Ο ιερός βασιλιάς φορούσε μία τόγκα, τα αδιακόσμητα μαλακά «υποδήματα» (calceus) και έφερε έναν τελετουργικό πέλεκυ. Ως ιερέας της αρχαϊκής ρωμαϊκής θρησκείας, θυσίαζε με καλυμμένο κεφάλι (capite velato). [8] Ο ιερός βασιλιάς έκανε μία θυσία την πρώτη ημέρα (kalends) κάθε μήνα. Στις νόνες (nones), ανακοίνωσε τις ημερομηνίες των εορτών (festi) για τον μήνα. Στις 24 Μαρτίου και στις 24 Μαΐου, έκανε θυσία στο Comitium. [9] Εκτός από αυτά τα καθήκοντα, ο ιερός βασιλιάς φαίνεται να λειτουργούσε ως αρχιερέας του Janus (Ιανού). [10]

Το rex sacrorum ήταν χαρακτηριστικό της ιταλικής θρησκείας και πιθανώς και της ετρουσκικής. Ο τίτλος βρίσκεται σε λατινικές πόλεις όπως το Λαβίνιον, το Tούσκουλον και οι Bελίτραι. Στη Ρώμη το ιερατείο αποπολιτικοποιήθηκε σκόπιμα. [11] Ο ιερός βασιλιάς δεν εκλεγόταν και η αρχή της ιερωσύνης του μαρτυρείτο από μία comitia calata, μία συνέλευση που συγκαλείτο για τον σκοπό αυτό. Όπως ο ιερέας του Δία, αλλά αντίθετα από τους αρχιερείς και τους οιωνοσκόπους, ο ιερός βασιλιάς αποκλειόταν από μία πολιτική και στρατιωτική σταδιοδρομία. Επομένως, δεν ήταν ένας "παρηκμασμένος βασιλιάς". Αντίθετα, μετά την ανατροπή των βασιλέων της Ρώμης, το αξίωμα του ιερού βασιλιά εκπλήρωσε τουλάχιστον μερικά από τα ιερά καθήκοντα της βασιλείας, με τους υπάτους να αναλαμβάνουν την πολιτική εξουσία και τη στρατιωτική διοίκηση, καθώς και ορισμένες ιερές λειτουργίες. Είναι θέμα επιστημονικής συζήτησης, για το αν ο ιερός βασιλιάς δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια του σχηματισμού της Δημοκρατίας, όπως υποστήριξε ο Aρνάλντo Μομιλιάνο, ή υπήρχε κατά την περίοδο της βασιλείας. [12] Ένας άλλος Ρωμαίος ιερέας στον οποίο διδόταν ο τίτλος «βασιλιάς», ήταν ο ιερέας των δασών (rex nemorensis).

Η ιερή βασίλισσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως σύζυγος του ιερού βασιλιά, η regina sacrorum (βασίλισσα των ιερών τελετουργιών) ήταν μία αρχιέρεια, που εκτελούσε τελετουργικά καθήκοντα, τα οποία μόνο εκείνη μπορούσε να εκτελεί. Tην πρώτη ημέρα (kalends) κάθε μήνα, η βασίλισσα προέδρευε στη θυσία ενός θηλυκού χοίρου (porca) ή ενός θηλυκού αρνιού (agna) στη Juno (Ήρα). [13] Ο εξαιρετικά δημόσιος χαρακτήρας αυτών των θυσιών, όπως και ο ρόλος των Εστιάδων στην επίσημη ρωμαϊκή θρησκεία, έρχεται σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη, ότι οι θρησκευτικές δραστηριότητες των γυναικών στην αρχαία Ρώμη περιορίζοντο στην ιδιωτική ή οικιακή σφαίρα. Ωστόσο σε αντίθεση με τις Εστιάδες, η ιερή βασίλισσα και η ιέρεια τού Δία (flaminica Dialis), σύζυγος του ιερέα τού Δία (flamen Dialis) ήταν συμπληρώματα ενός άρρενος συντρόφου. Έτσι αυτά τα δύο ιερατεία ήταν ισορροπημένα μεταξύ των φύλων και είχαν κοινά καθήκοντα. [14]

Ενώ εκτελούσε τα τελετουργικά της, η ιερή βασίλισσα έφερε μία κόμμωση, που ονομαζόταν τόξο (arculum), που σχηματιζόταν από μία γιρλάντα από κλαδιά ροδιάς, δεμένα με μία λευκή μάλλινη κλωστή. [15] Ο ιερός βασιλιάς και η ιερή βασίλισσα έπρεπε να έχουν παντρευτεί με το τελετουργικό confarreatio, που αρχικά προοριζόταν για πατρικίους, αλλά μετά τον Νόμο τού Κανουλείου (Lex Canuleia) του 445 π.Χ. είναι πιθανό η ιερή βασίλισσα να ήταν πληβεία. [16]

Οι επιγραφές καταγράφουν τα ονόματα μερικών ιερών βασιλισσών, συμπεριλαμβανομένης της Σεργία Παυλίνα, τη σύζυγο τύυ Κόιντου Πινάριου Κορνήλιου Σεβήρου, λίγο πριν το 112 μ.Χ., και της Μάνλιας Φαδίλας γύρω στον 2ο/3ο αι. μ.Χ. [17]

Απόρριψη και μεταγενέστερη χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αξίωμα του rιερού βασιλιά δεν ήταν μία πολύ περιζήτητη θέση μεταξύ των πατρικίων, διότι αν και ο ιερός βασιλιάς ήταν ιεραρχικά ανώτερος από τους ποντίφικες, ο βαθμός δεν προσέφερε κανένα πραγματικό πολιτικό κέρδος. Εξαιτίας αυτού θα υπήρχαν μερικά χρόνια χωρίς καθόλου ιερό βασιλιά. Την εποχή του εμφυλίου πολέμου του Αντώνιου το αξίωμα ήταν εντελώς σε αχρηστία, αλλά φαίνεται ότι αναβίωσε αργότερα από τον Οκταβιανό Αύγουστο, καθώς γινόταν αναφορά σε αυτό κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας, μέχρι που πιθανώς καταργήθηκε από τον Θεοδόσιο Α΄. [18]

Στη λαϊκή κουλτούρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το "The King of Sacrifices" του John Maddox Roberts εμφανίζεται στο The Mammoth Book of Historical Detectives, που επιμελήθηκε ο Michael Ashley. (Carroll & Graf Publishers, 1995)(ISBN 0-7867-0214-1)

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Άρχων βασιλεύς

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Jörg Rüpke, Religion of the Romans (Polity Press, 2007, originally published in German 2001), p. 223 online.
  2. Festus on the ordo sacerdotum, 198 in the edition of Lindsay.
  3. Gary Forsythe, A Critical History of Early Rome: From Prehistory to the First Punic War (University of California Press, 2005), p. 136 online.
  4. Arnaldo Momigliano, "The Origins of the Roman Republic", in Quinto contributo alla storia degli studi classici e del mondo antico (Edizioni di storia e letteratura, 1975), vol. 1, p. 311, citing Livy 40.42 and Dionysius Halicarnassus 5.1.4.
  5. Kurt A. Raaflaub, Social Struggles in Archaic Rome: New Perspectives on the Conflict of the Orders (Blackwell 2005, originally published 1986), p. 223 online.
  6. Rüpke, Religion of the Romans, p. 223.
  7. Although scholars agree that this applied to the rex sacrorum, the requirement that the priest resign if his wife should die is better documented for the Flamen Dialis.
  8. Norma Goldman, "Roman Footwear" and "Reconstructing Roman Clothing", in The World of Roman Costume (University of Wisconsin Press, 1994), pp. 125 and 216 online.
  9. Mary Beard, J.A. North, and S.R.F. Price, Religions of Rome: A History (Cambridge University Press, 1998), p. 56.
  10. Le Glay, Marcel. (2009). A history of Rome. Wiley-Blackwell. ISBN 978-1-4051-8327-7. 
  11. See for instance Livy 2.2.1.
  12. Tim Cornell, The Beginning of Rome: Italy and Rome from the Bronze Age to the Punic Wars (Routledge, 1995), pp. 234–235 online; Momigliano, "The Origins of the Roman Republic", pp. 311–312 online.
  13. Emily A. Hemelrijk, "Women and Sacrifice in the Roman Empire," in Ritual Dynamics and Religious Change in the Roman Empire. Proceedings of the Eighth Workshop of the International Network Impact of Empire (Heidelberg, July 5–7, 2007) (Brill, 2009), pp. 258–259 online, citing Macrobius, Saturnalia 1.15.19.
  14. Celia E. Schultz, Women's Religious Activity in the Roman Republic (University of North Carolina Press, 2006), pp. 79–81.
  15. Servius, note to Aeneid 4.137; pomegranate = malus Punica, "Phoenician apple."
  16. Michael Lipka, Roman Gods: A Conceptual Approach (Brill, 2009), pp. 182–183.
  17. Jörg Rüpke, Fasti sacerdotum: A Prosopography of Pagan, Jewish, and Christian Religious Officials in the City of Rome, 300 BC to AD 499 (Oxford University Press, 2008, originally published in German 2005), pp. 223, 783, 840.
  18. William Smith, Charles Anthon A Dictionary of Greek and Roman Antiquities 1870 p. 837