Θεοκρατία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο θεοκρατία (κράτος θεού) εννοείται εκείνο το σύστημα διακυβέρνησης στο οποίο ο Θεός ή μια θεότητα θεωρείται ανώτατος άρχων και η διακυβέρνηση γίνεται συχνά από έναν εγκόσμιο άρχοντα, ελέω θεού μονάρχη. Το ρόλο της διακυβέρνησης αναλαμβάνει ενίοτε πέραν του ελέω θεού μονάρχη το ιερατείο της επίσημης θρησκείας του κράτους[1][2].

Κοινός τόπος οι θεοκρατίες σε κοινωνίες της αρχαιότητας υπήρξαν στην αρχαία Αίγυπτο και άλλους αρχαίους πολιτισμούς της Ανατολής[3]. Ο όρος πρωτοεμφανίζεται στον Ιώσηπο[4], που τον χρησιμοποίησε για να υποδείξει την πολιτική οργάνωση των Εβραίων. Τούτο γιατί πριν την εγκαθίδρυση της βασιλείας στο αρχαίο Ισραήλ ο Θεός θεωρείτο υπέρτατος κυβερνήτης των Εβραίων και οι νόμοι του αφορούσαν τόσο σε θρησκευτικές, όσο και πολιτικές υποχρεώσεις[5].

Από τη σκιώδη μορφή του βασιλέα-ιερέα Μελχισεδέκ, στον βασιλέα Δαβίδ και τον Μωυσή, φαίνεται πως η θεοκρατία στη μορφή της θεότητας ως ανώτατου άρχοντα ή ως κυβερνώντος ιερατείου δεν είναι άγνωστη στον ιουδαιοχριστιανικό κόσμο[6]. Παρόλα αυτά η ιστορία γενικά προσδιορίζει την Περσία ως τόπο ανάπτυξης της ιδέας του θείου μονάρχη. Ιδέα που απαντάται την εποχή της κατάκτησης της Περσίας από τον Αλέξανδρο Γ' τον Μακεδόνα, αναλαμβάνεται από τον έλληνα μονάρχη και εισρέει έκτοτε στα ελληνιστικά βασίλεια. Θα πρέπει να τονιστεί εδώ ότι η ιδέα της κοσμικής εξουσίας του Θεού δεν είναι άγνωστη στους αρχαίους Έλληνες, για παράδειγμα τον Αριστοτέλη, που θεωρεί ότι ο ιδανικός βασιλέας είναι η γήινη εικόνα του Δία[7].

Από την εποχή του Αυγούστου Καίσαρα και μετά η ρωμαϊκή εξουσία προβαλλόταν ως επέκταση της θεϊκής, με τον αυτοκράτορα να έχει αρχιερατικό ρόλο (pontifex maximus) και να λατρεύεται και ο ίδιος ως θεός. Σε αυτό το πλαίσιο, η ρωμαϊκή Σύγκλητος τελούσε θρησκευτικά καθήκοντα.

Η ιδέα του ελέω θεού μονάρχη είναι παρούσα στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, με αυτοκράτορες που προσπαθούσαν σε γενικές γραμμές, όχι πάντα επιτυχώς να προωθήσουν την εικόνα του μονάρχη ως κεφαλή της εκκλησίας, και στην αγία ρωμαϊκή αυτοκρατορία με εσωτερικές συγκρούσεις της μεσαιωνικής Γερμανίας και της Καθολικής εκκλησίας[8].

Σύγχρονες μορφές θεοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχετικά σύγχρονες μορφές θεοκρατίας θεωρούνται τα Παπικά Κράτη[9], η Γενεύη του Ζαν Κοβέν (Jehan Cauvin) επί το κοσμικότερον, στην οποία ο μεταρρυθμιστής θεολόγος προσπάθησε να διαμορφώσει μια ιδανική θεοκρατία[10], το Αφγανιστάν από την εποχή της διακυβέρνησης των Ταλιμπάν και σήμερα το Βατικανό,το ΑφγανιστάνΙσλαμική Δημοκρατία του Ιράν,το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία[11].

Παραπομπές - σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ορισμός της θεοκρατίας στο Ελεύθερο Λεξικό
  2. «Θεοκρατία» στην Καθολική Εγκυκλοπαίδεια
  3. "theocracy" World Encyclopedia. Philip's, 2008. Oxford Reference Online. Oxford University Press. Ανακτήθηκε 25 Ιουνίου 2009 <http://www.oxfordreference.com/views/ENTRY.html?subview=Main&entry=t142.e11505>
  4. "Θεοκρατίαν ἀπέδειξε τὸ πολίτευμα θεῷ τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ κράτος ἀναθείς".—Κατά Αππίωνος 2,15-6.
  5. "theocracy" The Concise Oxford Dictionary of the Christian Church. Ed. E. A. Livingstone. Oxford University Press, 2006. Oxford Reference Online. Ανάκτηση 25 Ιουνίου 2009 <http://www.oxfordreference.com/views/ENTRY.html?subview=Main&entry=t95.e5712>
  6. Runciman St. 2004 The Byzantine Theocracy: The Weil Lectures, Cincinnati, Cambridge University Press, 20.
  7. Runciman St. 2004 The Byzantine Theocracy: The Weil Lectures, Cincinatti, Cambridge University Press, 21.
  8. Palmer-Fernandez, Gabriel 2004, Encyclopedia of Religion and War, Taylor & Francis Ltd, 351.
  9. Περιοχές της κεντρικής Ιταλίας στις οποίες ο πάπας ασκούσε πολιτική εξουσία από το 756 έως το 1870. Βλ. επίσης Papal States. (2009). στην Encyclopædia Britannica. Ανάκτηση 25 Ιουνίου, 2009, από Encyclopædia Britannica Online: http://www.britannica.com/EBchecked/topic/441848/Papal-States
  10. «Calvin and Geneva». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουνίου 2009. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουνίου 2009. 
  11. "theocracy" Dictionary of the Social Sciences. Craig Calhoun, ed. Oxford University Press 2002. Oxford Reference Online. Ανάκτηση 25 Ιουνίου 2009 <http://www.oxfordreference.com/views/ENTRY.html?subview=Main&entry=t104.e1672>

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]