Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κωνσταντίνος Ε΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κωνσταντίνος Ε΄ Κοπρώνυμος)
Κωνσταντίνος Ε΄
Χρυσός σόλιδος με τον Κωνσταντίνο Ε΄ με επιγραφή DN. CONSTANTINUS AVG.
Περίοδος741 - 775
ΠροκάτοχοςΛέων Γ΄
ΔιάδοχοςΛέων Δ΄
ΓέννησηΙούλιος 718
Κωνσταντινούπολη
Θάνατος14 Σεπτεμβρίου 775
ΣύζυγοςΤζιτζάκ (Ειρήνη) των Χαζάρων
Μαρία
Ευδοκία
ΕπίγονοιΛέων Δ΄
Νικηφόρος
Χριστόφορος
Νικήτας
Ευδόκιμος
Άνθιμος
Ανθούσα
ΟίκοςΙσαύρων
ΠατέραςΛέων Γ΄
ΜητέραΜαρία
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Κωνσταντίνος Ε΄ ή Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος (718 - 14 Σεπτεμβρίου 775) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτοτρας (741 - 775).[1] Την περίοδο της βασιλείας του εδραιώθηκε η ασφάλεια της αυτοκρατορίας από εξωτερικές απειλές. Την εποχή που ξέσπασε ο Γ΄ Ισλαμικός Εμφύλιος Πόλεμος εκμεταλλεύτηκε τις αδυναμίες των Αράβων και προχώρησε σε περιορισμένες επιθέσεις στα σύνορα τους. Με εξασφαλισμένα τα ανατολικά σύνορα προχώρησε σε επιθέσεις εναντίον των Βουλγάρων στα Βαλκάνια. Με την εγκατάσταση χριστιανικού πληθυσμού στην Θράκη πέτυχε την ασφαλή κυριαρχία του Βυζαντίου στα Βαλκανικά του εδάφη. Η ένθερμη υποστήριξη του στην Εικονομαχία και η αντίθεση του στον Χριστιανικό μοναχισμο οδήγησε πολλούς σύγχρονους ιστορικούς στην συκοφαντία απέναντι του. Ο Κωνσταντίνος Ε΄ πήρε το προσωνύμιο "Κοπρώνυμος" επειδή κυκλοφορούσε η φήμη ότι κατά την βάπτιση του αφόδευε.[2][3]

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κωνσταντίνος Ε΄ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως γιος και διάδοχος του αυτοκράτορα Λέων Γ´ και της συζύγου του Μαρίας. Σε ηλικία 2 ετών το Πάσχα του 720 ο Πατριάρχης Γερμανός Α΄ τον έστεψε Συναυτοκράτορα.[4] Μετά τον θάνατο του πατέρα του, τον Ιούνιο του 741, ανήλθε αμέσως στον θρόνο[5][6] Η θέση του αυτοκράτορα στην Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν ήταν αυστηρά κληρονομική οπότε συνηθιζόταν να στέψει Συναυτοκράτορα από μικρή ηλικία ένας αυτοκράτορας τον γιο του για να εξασφαλίσει την διαδοχή.[7] Με την στέψη του γιου του ο Λέων Γ΄ εισήγαγε ένα ασημένιο νόμισμα το Μιλιαρήσιον αξίας 12 χρυσών Σόλιδος, συνδέθηκε άμεσα τα επόμενα χρόνια με την αυτοκρατορική οικονομία. Ο Λέων Γ΄ εξέδωσε την "Εκλογή" ένα πλήρες σύστημα Βυζαντινών νομικών κανόνων ο οποίος συνυπογράφεται μαζί με τον γιο του Κωνσταντίνο Ε΄. Ο μικρός Κωνσταντίνος παντρεύτηκε την Τζιτζάκ, κόρη του Χάνου των Χαζάρων Μπιχάρ ενός σημαντικού Βυζαντινού συμμάχου, η νύφη βαπτίστηκε με το χριστιανικό όνομα Ειρήνη (732). Με τον θάνατο του πατέρα (18 Ιουνίου 741) ο Κωνσταντίνος Ε΄ τον διαδέχθηκε ως ο μοναδικός αυτοκράτορας.[8][9][10][11] Οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι ο Κωνσταντίνος Ε΄ έπασχε από μια χρόνια ασθένεια επιληψία ή λέπρα, το γεγονός αυτό επικαλέστηκε ως δικαιολογία από τους επαναστάτες για να τον κρίνουν ανίκανο να κυβερνήσει.[12]

Η επανάσταση του Αρτάβασδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά την άνοδο του Κωνσταντίνου Ε΄ στον θρόνο ο σύζυγος της μεγαλύτερης αδελφής του Άννας Αρτάβασδος επαναστάτησε, ήταν Στρατηγός στο Θέμα Οψίκιον και τον ουσιαστικό έλεγχο στο Θέμα Αρμενιακών. Το γεγονός αυτό χρονολογείται την επόμενη χρονιά μετά την άνοδο του (742) αλλά η χρονολογία αμφισβητείται.[13] Ο Αρτάβασδος χτύπησε τον Κωνσταντίνο Ε΄ την εποχή που τα στρατεύματα του συγκεντρώθηκαν για εκστρατεία απέναντι στο Χαλιφάτο των Ομεϋαδών, ένα επιφανές μέλος της φρουράς του δολοφονήθηκε. Ο Κωνσταντίνος Ε΄ δραπέτευσε στο Αμόριο όπου τον υποδέχθηκαν οι στρατιώτες οι οποίοι υπηρετούσαν τον πατέρα του πριν γίνει αυτοκράτορας.[14][15] Ο Αρτάβασδος προχώρησε κατόπιν προς την Κωνσταντινούπολη, με την υποστήριξη του πατριάρχη Αναστάσιου ανακηρύχτηκε και στέφτηκε αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος Ε΄ έλαβε την υποστήριξη από το Θέμα Ανατολικών και το Θέμα Θρακησίων, ο Αρτάβασδος με την σειρά του έλαβε την στήριξη Αρμένιων στρατιωτών πέρα από τα θέματα που διοικούσε.[16][17] Ο Αρτάβασδος βάδισε τον Μάιο του 743 εναντίον του Κωνσταντίνου Ε΄ στις Σάρδεις αλλά ηττήθηκε, σε τρεις μήνες ηττήθηκε και ο γιος του Νικήτας και τα αυτοκρατορικά στρατεύματα προχώρησαν για την Κωνσταντινούπολη. Η πολιορκία ξεκίνησε και στις αρχές του Νοεμβρίου του 743 ο στρατός του Κωνσταντίνου Ε΄ εισήλθε στην πόλη.[18] Οι αντίπαλοι του τυφλώθηκαν ή εκτελέστηκαν, ο ίδιος ο Πατριάρχης Αναστάσιος που υποστήριξε τον Αρτάβασδο παρέλασε στην πλάτη ενός γαιδάρου γύρω από τον Ιππόδρομο υπό την χλεύη του πλήθους, αργότερα του ζητήθηκε ωστόσο να παραμείνει στην θέση.[19] Ο Αρτάβασδος δραπέτευσε στην Αρχαία Νικομήδεια αλλά αργότερα συνελήφθη ο ίδιος και οι γιοι του, τυφλώθηκαν και κλείστηκαν στην Μονή της Χώρας στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης.[20] Ο Κωνσταντίνος Ε΄ ήταν πλέον παντοδύναμος.

Εικονομαχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πόλεμοι εναντίον των Αράβων και των Βουλγάρων απασχολούσαν τον Κωνσταντίνο στο μεγαλύτερο διάστημα της βασιλείας του. Η αποδυνάμωση των Αράβων από τις εσωτερικές δυναστικές έριδες των Ομεϋαδών και των Αμπασιδών, που κατέληξαν στην επικράτηση της δυναστείας των Αμπασιδών, διευκόλυναν το έργο του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Οι νίκες του Κωνσταντίνου εναντίον των Αράβων στη βόρεια Συρία, που κορυφώθηκαν με την ανάκτηση της γενέτειρας της οικογένειας, Γερμανίκειας (746), και του βυζαντινού στόλου του «θέματος» των Κιβυρραιωτών εναντίον του αραβικού στόλου (747) αποτελούσαν απόδειξη της παντοδυναμίας των Βυζαντινών στην ξηρά και στη θάλασσα. Οι εκστρατείες συνεχίστηκαν μέχρι την Αρμενία και τη Μεσοποταμία (751) και σφραγίστηκαν με την ανάκτηση της Θεοδοσιούπολης, της Μελιτινής και άλλων στρατηγικών πόλεων.

Η εκμηδένιση της αραβικής απειλής στην Ανατολή συμπληρώθηκε με τις επιτυχίες εναντίον των Βουλγάρων, οι οποίες εξουδετέρωσαν κάθε κίνδυνο στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ερέθισμα για τους Βουλγαρικούς πολέμους υπήρξε η επιδρομή των Βουλγάρων στα βυζαντινά εδάφη (756). Ο Κωνσταντίνος απώθησε τους Βουλγάρους και οργάνωσε συστηματικά τον αγώνα εναντίον τους. Η νίκη του στο φρούριο των Μαρκελλών (759) ολοκληρώθηκε με τη συντριβή των Βουλγάρων στην Αγχίαλο (763), η οποία επιτεύχθηκε με συνδυασμένη αξιοποίηση του στρατού και του στόλου και εορτάστηκε με θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη. Οι μετά τη συντριπτική ήττα εσωτερικές έριδες στη Βουλγαρία εξουδετέρωσαν κάθε προοπτική απειλής, ο δε χάνος των Βουλγάρων Τελέριγος υποχρεώθηκε να συνάψει ειρήνη με επαχθείς γι' αυτόν όρους (772-773).

Στη Δύση όμως ο Κωνσταντίνος συνέχισε την εσφαλμένη πολιτική του πατέρα του και αδιαφόρησε για τις σημαντικές πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία με την επέκταση των Λογγοβάρδων, οι οποίοι προσάρτησαν στις κτήσεις τους και το βυζαντινό εξαρχάτο της Ραβέννας (751). Έτσι, έθεσαν τέρμα στη βυζαντινή επιρροή στην κεντρική Ιταλία και εξανάγκασαν τον παπικό θρόνο να αναζητήσει την προστασία των Φράγκων, αφού οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν τη σημασία των εξελίξεων αυτών για τις προοπτικές της αυτοκρατορίας. Εγκλωβισμένοι στη μονοσήμαντη εικονομαχική πολιτική τους, έχαναν από το οπτικό τους πεδίο τις πολυσήμαντες παρενέργειες της πολιτικής αυτής.

Βεβαίως, ο Κωνσταντίνος ήταν συνειδητός εικονομάχος, γιατί η προσωπικότητα του είχε διαμορφωθεί σε αυστηρά εικονομαχικό περιβάλλον και η εικονομαχία αποτελούσε γι' αυτόν προσωπική θρησκευτική πεποίθηση με βαθύτατο θεολογικό περιεχόμενο. Ο ίδιος συνέδεε την εικονομαχία με το χριστολογικό δόγμα και δεν δίστασε να κυκλοφορήσει με το όνομα του εικονομαχικές θεολογικές πραγματείες (Πεύσεις), οι οποίες επιδοκιμάστηκαν από την εικονομαχική Σύνοδο της Ιέρειας (754) και αποδοκιμάστηκαν από τους εικονοφίλους. Η σύγκληση της εικονομαχικής Συνόδου, της Ιέρειας (754) αποτελεί οπωσδήποτε υποχώρηση από τις θεοκρατικές αντιλήψεις για τη βασιλική εξουσία του πατέρα του, ο οποίος απέρριπτε την ανάγκη σύγκλησης συνόδου, με τη διακήρυξη «βασιλεύς ειμί και ιερεύς», αλλά είναι βέβαιο ότι η κινητοποίηση του συνοδικού θεσμού κατανοήθηκε ως μέσο για την επιβολή των θέσεων του στην Εκκλησία. Με βάση τις εικονομαχικές αποφάσεις της συνόδου αυτής θεμελιώθηκαν τα σκληρά μέτρα εναντίον των εικονοφίλων και ιδιαίτερα εναντίον του μοναχισμού, τα οποία συνοδεύθηκαν με διωγμούς, ακρωτηριασμούς, εξορίες των εικονοφίλων μοναχών και κλείσιμο πολλών μονών. Η Σύνοδος αυτή αναθεμάτισε τον Γερμανό Α΄ και τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ενώ διόρισε ως νέο Πατριάρχη τον επίσκοπο Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος πέθανε κατά τη διάρκεια εκστρατείας εναντίον των Βουλγάρων (775) και άφησε στον διάδοχο του Λέοντα Δ΄ (775-780) μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, η οποία όμως αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την εσωτερική διάσπαση από την εικονομαχική έριδα.

Ο Κωνσταντίνος Ε΄ με γένειο και μύστακα και ο συναυτοκράτορας γιος του Λέων (Δ΄). Επιγρ.: CONSTANTINOS S LEON Ο NEOS.

Πηγές και αποτίμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ό,τι γνωρίζουμε για τους εικονομάχους αυτοκράτορες προέρχεται από εικονόφιλους ιστορικούς.[21] Τα έργα των εικονομάχων «εξηφανίσθησαν…υπό της θρησκομανίας της βραδύτερον θριαμβευσάσης αντιπάλου μερίδος».[22] Η κρίση μας για τον Κωνσταντίνο Ε΄, καθώς και για τον πατέρα του Λέοντα Γ΄, βασίζεται πρωτογενώς σε έργα σχεδόν συγχρόνων του και ιδεολογικώς εχθρών του, στην Χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή και στην Ιστορίαν Σύντομον του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου Α΄.

Κατά τον Θεοφάνη, τον σημαντικότερο χρονογράφο της εποχής, ο Κωνσταντίνος Ε΄ήταν «πανώλης και εμβρόντητος αιμοβόρος τε και αγριώτατος θηρ», έκδοτος σε κάθε διαστροφή και κακία.[23] Ο πατριάρχης Νικηφόρος είναι ηπιότερος στους χαρακτηρισμούς του, εξιστορεί όμως κι αυτός τις διώξεις του Κωνσταντίνου κατά των εικονόφιλων.[24] Αλλά ενώ ο Θεοφάνης προσπαθεί να αμαυρώσει εκτός από τις δοξασίες και το σύνολο της πολιτείας του Κωνσταντίνου, από τον Νικηφόρο μαθαίνουμε για τις λαμπρές πολεμικές του επιτυχίες κατά των Αράβων και κυρίως κατά των Βουλγάρων,[25] για την σωστή του εσωτερική διοίκηση και την άκρως επιτυχή οικονομική του πολιτική.[26]

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κωνσταντίνος ήταν πιο επίμονος από τον πατέρα του στην επιδίωξη των σκοπών του και ότι επί της βασιλείας του πολλοί οπαδοί των εικόνων ταλαιπωρήθηκαν έως και μαρτύρησαν. Ο Λέων Γ΄ διατύπωσε τις αρχές της εικονομαχίας και δεν επέμεινε στην εφαρμογή τους. Αυτήν την ανέλαβε ο Κωνσταντίνος, εκτελεστής και θεωρητικός συγχρόνως των εικονομαχικών δογμάτων. Για τον λόγο αυτό βρίστηκε και συκοφαντήθηκε από τους εικονόφιλους συγγραφείς όσο κανείς άλλος. Μια πρώτη απόδειξη γι’ αυτό είναι το προσωνύμιό του «Κοπρώνυμος».

Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος ανέλαβε την «ανακάθαρσιν» της Ιστορίας σχετικά με τον Κωνσταντίνο Ε΄. Και καταλήγει ότι «ενώ ουδεμία εκ των αποδιδομένων εις τον Κωνσταντίνον κακιών πιστοποιείται αποχρώντως, πολλαί των αρετών αυτού συνομολογούνται και υπ’ αυτών των ασπονδοτέρων του ανδρός πολεμίων».[27]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε πρώτα τη Τζιτζάκ, κόρη του Μπιχάρ, χαγάνου των Χαζάρων, η οποία μετονομάστηκε σε Ειρήνη και είχε τέκνο:

Από τη 2η σύζυγό του Μαρία, δεν έχει γνωστά τέκνα. Αυτή απεβίωσε περί το 751.

Ο Κωνσταντίνος Ε΄ έκανε 3ο γάμο (το διάστημα 751-769) με την Ευδοκία και είχε τέκνα:

  • Χριστόφορος, καίσαρ.
  • Νικηφόρος, καίσαρ.
  • Νικήτας, νωβελίσσιμος
  • Ευδόκιμος, νωβελίσσιμος.
  • Άνθιμος, νωβελίσσιμος
  • Ανθούσα 750/757-801/808, εικονολάτρης, έπειτα από το τέλος του πατέρα της έγινε μοναχή. Αργότερα αγιοποιήθηκε ως Αγία Ανθούσα η Νεότερη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Λουγγής, Τηλέμαχος (1989). Επισκόπηση βυζαντινής ιστορίας, 324-1204. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. σελ. 158. ISBN 960-224-104-7. 
  2. https://pbe.kcl.ac.uk/data/D43/F18.htm
  3. Cholij, Roman (2002). Theodore the Stoudite: The Ordering of Holiness. Oxford University Press. σ. 12
  4. Λουγγής (1989), σελ. 168.
  5. Λουγγής (1989), σελ. 169-170.
  6. https://pbe.kcl.ac.uk/data/D43/F18.htm
  7. Nicol, σ. 72
  8. Ostrogorsky, σ. 165
  9. Finlay, σ. 43
  10. Treadgold (1997), σ. 349
  11. Brubaker and Haldon, σ. 76
  12. Brubaker and Haldon, σ. 157
  13. Treadgold (1997), σ. 356
  14. Brubaker and Haldon, σσ. 157–158
  15. Treadgold (1997), σσ. 156-157
  16. Bury, σ. 10
  17. Ostrogorsky, σσ. 165–166
  18. Brubaker and Haldon, σ. 159
  19. Bury, σ. 10
  20. Garland, σ. 9
  21. Κλήτος Χατζηθεόκλητος, Σημειώσεις μεταρρυθμιστών, εκδ. Εστία 1986
  22. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Βιβλίον Ι΄, κεφ. Γ΄, παρ. τελευταία.
  23. Θεοφάνους Χρονογραφία, εξιστόρηση (βυζαντινού) έτους 6232.
  24. Νικηφόρου πατριάρχου, Ιστορία σύντομος, παράγρ. 80, 81, 83, 84.
  25. Νικηφόρος, ό.π. παράγρ. 67, 68, 70, 73, 76, 78, 79.
  26. Νικηφόρος, ό.π., παράγρ. 68, 73, 85, 86.
  27. Παπαρρηγόπουλος, ό.π. Ολόκληρο το εκτεταμένο αυτό κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην "ανακάθαρσιν" της εικόνας του Κωνσταντίνου Ε΄.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Angold, M. (2012) Byzantium: The Bridge from Antiquity to the Middle Ages, Hachette UK, London.
  • Barnard, L. (1977) "The Theology of Images", in Iconoclasm, Bryer, A. and Herrin, J. (eds.), Centre for Byzantine Studies University of Birmingham, Birmingham, σσ. 7–13.
  • Bonner, M.D. (2004) Arab-Byzantine Relations in Early Islamic Times, Ashgate/Variorum, Farnham.
  • Brubaker, L. and Haldon, J. (2011) Byzantium in the Iconoclast Era, C. 680–850: A History, Cambridge University Press, Cambridge.
  • Bury, J.B. (1923) The Cambridge Medieval History, Vol. 4: The Eastern Roman Empire, Cambridge University Press, Cambridge.
  • Constas, N. (trans.) (1998) "Life of St. Anthousa, Daughter of Constantine V", in Byzantine Defenders of Images: Eight Saints' Lives in English Translation, Talbot, A-M.M. (ed.), Dumbarton Oaks, Harvard University Press, Cambridge MA σσ. 21–24.
  • Curta, Florin (2006). Southeastern Europe in the Middle Ages, 500–1250. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Dagron, G. (2003) Emperor and Priest: The Imperial Office in Byzantium, Cambridge University Press.
  • Fine, John V. A. Jr. (1991) [1983]. The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century. Ann Arbor: University of Michigan Press.
  • Finlay, G. (1906) History of the Byzantine Empire from 716 to 1057, J.M. Dent & Sons, London.
  • Freely, J. and Cakmak, A. (2004). Byzantine Monuments of Istanbul. Cambridge University Press, Cambridge.
  • Garland, L. (1999) Byzantine Empresses: Women and Power in Byzantium AD 527–1204, Routledge, London.
  • Haldon, John (1999). Warfare, State and Society in the Byzantine World, 565–1204. London: UCL Press.
  • Herrin, J. (2007) Byzantium: The Surprising Life of a Medieval Empire, Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
  • Jeffreys, E., Haldon, J.F. and Cormack, R. (eds.) (2008) The Oxford Handbook of Byzantine Studies, Oxford University Press, Oxford.
  • Jenkins, R.J.H. (1966) Byzantium: The Imperial Centuries, AD 610–1071, Weidenfeld & Nicolson, London.
  • Loos, M. (1974) Dualist Heresy in the Middle Ages, Martinus Nijhoff NV, The Hague.
  • Magdalino, Paul (2002) [1993]. The Empire of Manuel I Komnenos, 1143–1180. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Magdalino, P. (2015) "The People and the Palace", in The Emperor's House: Palaces from Augustus to the Age of Absolutism, Featherstone, M., Spieser, J-M., Tanman, G. and Wulf-Rheidt, U. (eds.), Walter de Gruyter GmbH, Göttingen.
  • Nikephoros (1990). Short history. Translated by Cyril Mango. Dumbarton Oaks.
  • Ostrogorsky, G. (1980) History of the Byzantine State, Basil Blackwell, Oxford.
  • Pelikan, J. (1977) The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine, Volume 2: The Spirit of Eastern Christendom (600–1700), University of Chicago Press, Chicago.
  • Robertson, A. (2017) "The Orient Express: Abbot John's Rapid trip from Constantinople to Ravenna c. AD 700", in Byzantine Culture in Translation, Brown, B. and Neil, B. (eds.), Brill, Leiden.
  • Rochow, I. (1994) Kaiser Konstantin V. (741–775). Materialien zu seinem Leben und Nachleben (in German), Peter Lang, Frankfurt am Main, Germany.
  • Theophanes the Confessor (1997). The Chronicle of Theophanes Confessor. Translated by Cyril Mango; Roger Scott. Oxford University Press. (Treadgold, W.T. (1995) Byzantium and Its Army, Stanford University Press, Stanford, California.
  • Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press.
  • Treadgold, W.T. (2012) "Opposition to Iconoclasm as Grounds for Civil War", in Byzantine War Ideology Between Roman Imperial Concept And Christian Religion, Koder, J. and Stouratis, I. (eds.), Austrian Academy of Sciences Press, Vienna.
  • Zuckerman, C. (1988) The Reign of Constantine V in the Miracles of St. Theodore the Recruit, Revue des Études Byzantines, tome 46, pp. 191–210, Institut Français D'Études Byzantines, Paris.
Προηγούμενος
Λέων Γ´
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου
 
Επόμενος
Λέων Δ΄