Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μιανμάρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μπούρμα)

Συντεταγμένες: 21°06′N 95°27′E / 21.1°N 95.45°E / 21.1; 95.45

Μιανμάρ
ဴပည္ေထာင္စုဴမန္မာနုိင္ငံေတာ္
Πιντονζού Τανμαντά Μιαμά Ναϊννγκαντό

Σημαία

Εθνόσημο
Εθνικός ύμνος: "Kaba Ma Kyei"
(«Μέχρι το τέλος του κόσμου»)
Τοποθεσία της χώρας στον κόσμο
Νέπιντο
19°45′N 96°6′E / 19.750°N 96.100°E / 19.750; 96.100 (Νάι Πι Τάου)
Μεγαλύτερη πόλη
Γιανγκόν (Ρανγκούν)
Βιρμανικά
Προεδρική Δημοκρατία (υπό στρατιωτική δικτατορία)
Μιν Αούνγκ Χλάινγκ
Σόε Ουίν

Μιν Αούνγκ Χλάινγκ
Ανεξαρτησία
από το
Ηνωμ. Βασίλειο
Ισχύον Σύνταγμα


4 Ιανουαρίου 1948
Μάιος 2008
 • Σύνολο
 • % Νερό
 • Σύνορα
Ακτογραμμή

676.578 km2 (40η)
3,06
5.876 km
1.930 km
Πληθυσμός
 • Εκτίμηση 2024 
 • Απογραφή 2014 
 • Πυκνότητα 

56.712.559[1] (26η) 
51.486.253[2]  
83,8 κατ./km2 (131η) 
ΑΕΠ (ΙΑΔ)
 • Ολικό  (2016)
 • Κατά κεφαλή 

304,734 δισ. $[3]  
5.831 $[3]  
ΑΕΠ (ονομαστικό)
 • Ολικό  (2016)
 • Κατά κεφαλή 

66,324 δισ. $[3]  
1.269 $[3]  
ΔΑΑ (2021)Μείωση 0,585[4] (149η) – μεσαίος
ΝόμισμαΚυάτ (MMK)
(UTC +6:30)
Internet TLD.mm
Οδηγούν σταδεξιά
Κωδικός κλήσης+95

Η Μιανμάρ (και πριν το 1989 Βιρμανία ή Μπούρμα)[5] είναι μεγάλη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας με έκταση 676.578 τ.χλμ. και πληθυσμό 56.712.559 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024[1]. Συνορεύει με την Κίνα προς βορρά, το Λάος στα ανατολικά, την Ταϊλάνδη στα νοτιοανατολικά, το Μπανγκλαντές δυτικά και την Ινδία στα βορειοδυτικά. Νότια υπάρχει η Θάλασσα του Ανταμάν εντός του Κόλπου της Βεγγάλης βορειοδυτικά. Το ένα τρίτο της συνολικής περιμέτρου της Μιανμάρ, μήκους 1.930 χιλιομέτρων, σχηματίζει μια συνεχόμενη ακτογραμμή.

Η Μιανμάρ απέκτησε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 4 Ιανουαρίου 1948 ως «Ένωση της Βιρμανίας». Μετονομάστηκε σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ένωσης της Βιρμανίας» στις 4 Ιανουαρίου 1974, πριν ονομαστεί πάλι «Ένωση της Βιρμανίας» στις 23 Σεπτεμβρίου 1988. Στις 18 Ιουνίου 1989, το Κρατικό Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης μετονόμασε το κράτος σε «Ένωση του Μιανμάρ».

Στη Μιανμάρ έχει εγκαθιδρυθεί στρατιωτική δικτατορία από το 1989 και ο δικτάτορας άλλαξε το όνομα σε Μιανμάρ από Βιρμανία. Τον Σεπτέμβριο του 2007, ξεκίνησαν καθημερινές διαδηλώσεις βουδιστών μοναχών ενάντια στην απόφαση της κυβέρνησης για διπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου, στις οποίες συμμετείχαν χιλιάδες εργάτες και φοιτητές. Λόγω της επέμβασης της αστυνομίας, μέχρι τις 28 Σεπτέμβρη είχαν σκοτωθεί 14 άνθρωποι.

Από τις 6 Νοεμβρίου 2005, πρωτεύουσα της χώρας είναι το Νέπιντο (Naypyidaw). Μεγαλύτερη πόλη παραμένει η Ρανγκούν ή Γιανγκόν, που ήταν ως τότε η πρωτεύουσα της χώρας. Στις 7 Νοεμβρίου του 2010 διεξήχθησαν οι πρώτες βουλευτικές εκλογές έπειτα από 20 χρόνια.

Κύρια γλώσσα είναι η Βιρμανική.

Το νόμισμα της χώρας ονομάζεται Κυάτ.

Μέχρι τον 20ό αιώνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα κράτη και η Βιρμανική Αυτοκρατορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η πόλη Μπαγκάν, έδρα του βασιλείου του Παγκάν

Η αρχαιολογική έρευνα έχει αποδείξει ότι η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή της σημερινής Μιανμάρ χρονολογείται από την προϊστορική εποχή. Λείψανα παλαιολιθικών και νεολιθικών οικισμών έχουν βρεθεί στην κοιλάδα του ποταμού Ιραουάντι. Οι πληροφορίες για τους πρώτους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στη Μιανμάρ πριν τον 9ο αιώνα είναι περιορισμένες. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι κατά τους τελευταίους αιώνες π.Χ. η φυλή των Μον υπήρξε φορέας ενός αξιόλογου πολιτισμού, ο οποίος είχε αναπτύξει σχέσεις με την Ινδία και είχε δεχτεί τον βουδισμό.

Κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες άνθησε ο πολιτισμός των Πιού, ενός λαού βιρμανοθιβετιανού, με πρωτεύουσα την πόλη Σρι Κσέτρα. Ο πολιτισμός αυτός παράκμασε στις αρχές του 9ου αιώνα μετά τον ερχομό και την εγκατάσταση στην περιοχή των φυλών Τάι-Σαν. Τον 9ο αιώνα οι Μον ιδρύουν στη Νότια Μιανμάρ το Βασίλειο της Πέγκου, ενώ οι Βιρμανοί εγκαθίστανται στην Κεντρική Μιανμάρ και ιδρύουν την πόλη Παγκάν (849). Το βασίλειο της Παγκάν (849-1287) επεκτάθηκε κατά τον 11ο αιώνα και έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του στα χρόνια της δυναστείας Αναουράθα (1044-1287). Μετά από σκληρούς αγώνες το βασίλειο της Παγκάν υποτάχθηκε στη Μογγολική δυναστεία της Κίνας υπό τον Κουμπλάι Χαν και εντάχθηκε ως επαρχία στην Κινεζική Αυτοκρατορία (1287-1299).

Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα στην περιοχή της Μιανμάρ δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα μικρά βασίλεια, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν το βασίλειο της Πεγκού από τους Μον στο δέλτα του Ιραουάντι, το βασίλειο της Άβα στη Βόρεια Μιανμάρ και το βασίλειο του Ταουνγκού, το οποίο επεκτάθηκε την περίοδο 1539-1541 σε ολόκληρη τη Μιανμάρ. Μετά από μια περίοδο αναταραχών, το 1752 οι Μον διαλύουν το βασίλειο του Ταουνγκού και κυριαρχούν σε ολόκληρη τη Μιανμάρ.

Την περίοδο 1752-1760 ο ηγεμόνας Αλαουνγκπάγια επανιδρύει τη Βιρμανική Αυτοκρατορία. Υπό την ηγεσία του Αλαουνγκπάγια και των διαδόχων του η χώρα γνωρίζει μεγάλη ακμή και επεκτείνεται μέχρι το 1816-1824 στο Μανιπούρ και το Άσαμ. Ακολούθησαν οι τρεις αγγλοβιρμανικοί πόλεμοι (1824-26, 1852, 1885), κατά τους οποίους η Βιρμανική Αυτοκρατορία νικήθηκε από τους Βρετανούς και προσαρτήθηκε ως επαρχία στην Αυτοκρατορία των Ινδιών.

Η περίοδος της αγγλικής αποικιοκρατίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την περίοδο της αγγλικής αποικιοκρατίας σημειώθηκαν αλλεπάλληλα επαναστατικά κινήματα και εξεγέρσεις, τα οποία όμως καταπνίγηκαν με βιαιότητα από τους Βρετανούς αποικιοκράτες. Κατά την περίοδο της αγγλικής αποικιοκρατίας έγιναν σημαντικά δημόσια έργα στη χώρα, κυρίως στον τομέα των μεταφορών, με σκοπό όμως την όσο το δυνατό μεγαλύτερη εκμετάλλευση των άφθονων πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Αποτέλεσμα ήταν η κατακόρυφη πτώση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων και η οικονομική εξάντληση της χώρας.

Στις αρχές του 20ου αιώνα κερδίζει συνεχώς έδαφος το βιρμανικό εθνικιστικό κίνημα, το οποίο κατά τη δεκαετία του 1930 συσπειρώνεται γύρω από το φοιτητικό κίνημα των Τανκίν, ηγετική μορφή του οποίου αναδεικνύεται ο Αούνγκ Σαν.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου η Μιανμάρ βρίσκεται υπό ιαπωνική κατοχή (1942-45). Η χώρα απελευθερώνεται από τους Συμμάχους το 1944-45. Μετά από μια σειρά διαπραγματεύσεων μεταξύ της Βρετανίας και των βιρμανικών κομμάτων που είχαν συνασπιστεί στο σχηματισμό Αντιφασιστική Ένωση Λαϊκής Ελευθερίας, ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία της χώρας το 1947. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1947, ξέσπασαν εμφύλιες ταραχές μεταξύ των αντίπαλων κομμάτων, κατά τη διάρκεια των οποίων δολοφονήθηκε ο Αούνγκ Σαν και άλλοι πολιτικοί ηγέτες. Η ανεξαρτησία της χώρας ανακηρύχθηκε επίσημα τον Ιανουάριο του 1948.

Το ανεξάρτητο κράτος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας σημαδεύτηκαν από εμφύλιες διαμάχες και ταραχές που ξέσπασαν μεταξύ των κομμουνιστών, της φυλής Κάρεν και πρώην οπαδών του δολοφονημένου ηγέτη Αούνγκ Σαν (1949-1955).

Τις εκλογές του 1960 κερδίζει ο επί σειρά ετών πρωθυπουργός Ου Νου, η πολιτική αστάθεια όμως δεν εξομαλύνεται και οδηγεί τελικά στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1962, το οποίο έφερε τον στρατηγό Νε Βιν στην εξουσία. Το 1974 εγκαθίσταται με το νέο σύνταγμα η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μιανμάρ, ενώ στις εκλογές που ακολουθούν νικητής αναδεικνύεται ο στρατηγός Νε Βιν. Εγκαθιδρύεται σοσιαλιστικού τύπου καθεστώς και ακολουθείται ένα ευρύ πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της χώρας στον τομέα της βιομηχανίας, της δημόσιας υγείας και της εκπαίδευσης. Το 1981 ο Νε Βιν αντικαθίσταται από τον Ου Σαν Γιου στην προεδρία της χώρας, στην πραγματικότητα όμως εξακολουθεί να διατηρεί παρασκηνιακά την εξουσία, καθώς διατηρεί τη θέση του προέδρου του κυβερνώντος κόμματος BSPP. Οι ταραχές ωστόσο μεταξύ των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων δεν αποσοβούνται και η αντιπολίτευση συνεχίζει να ισχυροποιείται, με κύριο αίτημα τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Το 1988 ο στρατηγός Νε Βιν αποσύρεται οριστικά από την πολιτική ζωή της χώρας, το ίδιο έτος όμως εκδηλώνεται στρατιωτικό πραξικόπημα με ηγέτη τον στρατηγό Σόου Μαούνγκ.

Η εξέγερση του Σεπτεμβρίου 2007

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Διαδηλωτές στη Ραγκούν. Το πανό γράφει Όχι στη βία:Εθνικό κίνημα στα βιρμανικά

Τον Αύγουστο του 2007 με αφορμή τη συμπλήρωση 19 χρόνων από την άγρια καταστολή των λαϊκών συγκεντρώσεων οι Βουδιστές μοναχοί, άτομα ιερά στη Μιανμάρ, οργάνωσαν διαδηλώσεις σε μεγάλες πόλεις της χώρας διαμαρτυρόμενοι για το ανελεύθερο καθεστώς. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου οι διαδηλώσεις κορυφώθηκαν λόγω των οικονομικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης που αφορούσαν την απόφαση της στρατιωτικής κυβέρνησης να αποσύρει την επιδότηση στα καύσιμα με αποτέλεσμα την εκτίναξη των τιμών αλλά και λόγω των ξυλοδαρμών τριών βουδιστών μοναχών από την αστυνομία. Στις 22 Σεπτεμβρίου χιλιάδες Βουδιστές κατέβηκαν στους δρόμους ενώ 500 από αυτούς κατάφεραν υπό την επίβλεψη της αστυνομίας να πλησιάσουν στο σπίτι της βραβευμένης με το Νόμπελ ειρήνης Αούνγκ Σαν Σου Κι, η οποία βρίσκεται από τον Μάιο του 2003 σε κατ' οίκον περιορισμό. Δύο μέρες αργότερα τουλάχιστον 20.000 μοναχοί διαμαρτυρήθηκαν στους δρόμους της Ρανγκούν.

Στις 24 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη διαδήλωση όλων των χρόνων στην ιστορία της Μιανμάρ όταν 100.000 πολίτες και Βουδιστές κατέβηκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν κατά των οικονομικών μέτρων της κυβέρνησης αλλά και για τη φτώχεια που ταλανίζει τη χώρα. Το στρατιωτικό καθεστώς θορυβημένο από αυτή την εξέλιξη ανακάλεσε την 22η Μεραρχία από το κρατίδιο της Καρέν για τη Ρανγκούν. Η 22η Μεραρχία είχε χρησιμοποιηθεί για να καταστείλει και τις λαϊκές εξεγέρσεις του 1988 γι 'αυτό και η κίνηση αυτή προκάλεσε αίσθηση προοικονομώντας τις προθέσεις της στρατιωτικής κυβέρνησης. Την επόμενη μέρα επιβλήθηκε νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας μεταξύ 9 μ.μ. και 5 π.μ. ενώ η πόλη Ρανγκούν τέθηκε υπό άμεσο στρατιωτικό έλεγχο. Παράλληλα τμήματα στρατού παρατάχθηκαν σε όλη την πόλη.

Παρ' όλες τις προειδοποιήσεις, ο λαός κατέβηκε ξανά στους δρόμους. Αν και η διεθνής κοινότητα, με μηνύματα, ζήτησε ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση από το δικτατορικό καθεστώς, αυτό δεν φάνηκε να τα έλαβε υπόψιν του. Στις 26 Σεπτεμβρίου και ενώ ο λαός διαδήλωνε, ένα τμήμα διαδηλωτών προσπάθησε να σπάσει τον κλοιό των αστυνομικών. Αυτοί απάντησαν με ρίψη δακρυγόνων και με ξυλοδαρμό Βουδιστών. Οι αστυνομικοί και οι στρατιώτες ξυλοκόπησαν άγρια τους διαδηλωτές ενώ ακολούθησαν και αρκετές συλλήψεις. Στις 27 Σεπτεμβρίου ο λαός διαδήλωσε για ακόμη μια φορά για να διαλυθεί αμέσως βίαια από τον στρατό, ο οποίος πυροβολούσε αδιακρίτως. Επίσης ο στρατός προχώρησε σε εκατοντάδες συλλήψεις Βουδιστών μοναχών αλλά και σε εφόδους σε μοναστήρια, τα οποία και κατέλαβε. Την επομένη φοιτητές κατέβηκαν στους δρόμους χωρίς όμως αυτή τη φορά να έχουν τους Βουδιστές στο πλευρό τους αφού όλα σχεδόν τα μοναστήρια είχαν καταληφθεί από τον στρατό.

Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν πάνω από 30 πολίτες, μεταξύ των οποίων και ένας Ιάπωνας δημοσιογράφος. Επίσης συνελήφθησαν χιλιάδες άτομα τα οποία μέχρι και σήμερα κρατούνται στις φυλακές. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκατοντάδες άνθρωποι αγνοούνται από την ημέρα των επεισοδίων.

Διεθνής αντίδραση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διεθνής κοινότητα είχε απευθύνει από την αρχή έκκληση προς το στρατιωτικό καθεστώς της χώρας για ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Συγκεκριμένα ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Μπαν Κι-μουν ζήτησε αυτοσυγκράτηση, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζωρτζ Μπους απείλησε για νέες κυρώσεις ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί δήλωσε ότι δεν θα δεχτεί καταστολή των διαδηλώσεων στη Μιανμάρ.

Μετά τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Γκόρντον Μπράουν ζήτησε επείγουσα σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας ενώ η Ρωσία, η οποία διατηρεί στενές σχέσεις με το καθεστώς, έκανε λόγο για εσωτερική υπόθεση της Μιανμάρ. Η Κίνα, η οποία έχει μεγάλες οικονομικές συναλλαγές με την κυβέρνηση της Μιανμάρ, κράτησε ήπια στάση επικρίνοντας μάλιστα τη στάση των ξένων μέσων μαζικής ενημέρωσης κατηγορώντας ότι χειροτερεύουν την κατάσταση υπερβάλλοντας τα γεγονότα. Έντονη κριτική έγινε και από την Ιαπωνική κυβέρνηση η οποία ζήτησε εξηγήσεις για τον θάνατο του Ιάπωνα δημοσιογράφου Κέντζι Ναγκάι ζητώντας παράλληλα τη διενέργεια ανακρίσεων για το συμβάν. Ο ΟΗΕ απέστειλε σχεδόν αμέσως τον ειδικό απεσταλμένο Ιμπραήμ Γκαμπάρ, εξέφρασε όμως τη θλίψη του για τα αιματηρά γεγονότα μόλις τον Οκτώβριο.

Διεθνείς σχέσεις & επικρίσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το στρατιωτικό καθεστώς της Μιανμάρ διατηρεί πολύ καλές σχέσεις, ειδικά σε επίπεδο οικονομικών συμφωνιών, με τη Ρωσία, την Ταϊλάνδη, την Ινδία και την Κίνα. Χαρακτηριστικό είναι ότι τον Μάιο του 2007 Ρωσία και Μιανμάρ υπέγραψαν συμφωνία για την κατασκευή κέντρου μελετών ατομικής ενέργειας ενώ τον ίδιο χρόνο η Ινδία επένδυσε 150 εκατομμύρια δολάρια για έρευνες φυσικού αερίου. Πολεμικό εξοπλισμό προμηθεύεται από την Κίνα και τη Ρωσία ενώ στην Ταϊλάνδη πουλάει φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Επίσης πολλές υλοτομικές κινέζικες εταιρείες δραστηριοποιούνται στη Μιανμάρ για πάνω από μια δεκαετία με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται το φαινόμενο της αποψίλωσης των δασών.

Οικονομικές σχέσεις, αν και επίσημα καταδικάζει το στρατιωτικό καθεστώς, διατηρεί και η Γαλλία. Συγκεκριμένα η γαλλική εταιρεία Total έχει τεράστιες επενδύσεις στη Μιανμάρ λόγω του φυσικού αερίου όπως και η αμερικανική Chevron. Για την κατασκευή μάλιστα του αγωγού του κοιτάσματος πετρελαίου Γιεταγκάν εκτοπίστηκαν βίαια από την περιοχή ολόκληρα χωριά. Η γαλλική Κυβέρνηση πάντως, μέσω του Υπουργού Εξωτερικών, καλύπτει πλήρως την Total. Η στάση αυτή της Γαλλίας είναι που εμποδίζει και τη λήψη ουσιαστικών κυρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναντίον της Μιανμάρ.

Τον Νοέμβριο του 2007, με αφορμή τις λαϊκές εξεγέρσεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Καναδάς, αποφάσισαν να επιβληθεί εμπάργκο σε 1.207 εταιρίες της χώρας ενώ απαγόρευσαν την είσοδο στην Ε.Ε. και στον Καναδά σε όλους τους αξιωματούχους της κυβέρνησης. Οι ξένες κυβερνήσεις χαρακτήρισαν την κίνηση της κυβέρνησης, τον Φεβρουάριο του 2008, για ψήφιση νέου συντάγματος ως τέχνασμα από τη στιγμή που θα στερούνται αξιοπιστίας ενώ ο ΟΗΕ απέστειλε για ακόμη μια φορά τον ειδικό απεσταλμένο της Γκαμπάρι.

Το πέρασμα του κυκλώνα Ναργκίς τον Μάιο του 2008 είχε ως αποτέλεσμα τουλάχιστον 138.000 άνθρωποι (σύμφωνα με πηγές του ΟΗΕ και της Δύσης) να χάσουν τη ζωή τους ενώ περίπου 1.000.000 έμειναν άστεγοι.[6] Πρόκειται για μια από τις χειρότερες φυσικές καταστροφές της ευρύτερης περιοχής και ένας από τους πιο θανάσιμους τυφώνες όλων των εποχών.

Μορφολογία εδάφους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο ανάγλυφο της Μιανμάρ δεσπόζουν οι οροσειρές του βόρειου και δυτικού τμήματός της, οι οποίες αποτελούν προεκτάσεις των Ιμαλαΐων. Στο βόρειο τμήμα της χώρας, με κατεύθυνση Β-Ν, υψώνεται ένα ορεινό συγκρότημα, το οποίο αποτελεί τα φυσικά σύνορα της χώρας με την Ινδία, την Κίνα και το Μπανγκλαντές και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις οροσειρές Κουμόν, Μανγκίν και Γκανγκέου, σε πολλές κορυφές των οποίων το υψόμετρο ξεπερνά τα 5.800 μ. Στο βορειότερο άκρο της χώρας υψώνεται το ψηλότερο όρος της Μιανμάρ και της Νοτιοανατολικής Ασίας, η κορυφή Χκακάμπο Ράζι (5.967 μ.). Προέκταση των οροσειρών αυτών αποτελούν οι ορεινοί όγκοι του δυτικού τμήματος της χώρας, με μέσο υψόμετρο 2.000 μ., στα οποία περιλαμβάνονται οι οροσειρές Πάτκαϊ, Λούσαϊ, Νάγκα, Μανιπούρ, καθώς και οι λόφοι Τσιν. Κατά μήκος της ανατολικής ακτής της χώρας στον κόλπο της Βεγγάλης εκτείνεται, με κατεύθυνση Β-Ν, η οροσειρά Αρακάν Γιόμα. Από τις ψηλότερες κορυφές του δυτικού τμήματος της χώρας είναι το όρος Κένεντι (2.704 μ.) και η κορυφή Βικτόρια (3.053 μ.). Το ανατολικό μέρος της χώρας περιλαμβάνει το οροπέδιο Σαν, με μέσο υψόμετρο 1.000-1.200 μ. Τα όρη που σχηματίζονται στο οροπέδιο Σαν ξεπερνούν συχνά σε ύψος τα 2.000-2.500 μ. και επεκτείνονται στα νότια με τις οροσειρές Ντόνα (2.080 μ.), Ταουνγκνίο και Τενασερίμ Γιόμα (2.075 μ.). Στο κεντρικό τμήμα της χώρας εκτείνεται το κεντρικό λεκανοπέδιο, το οποίο περιλαμβάνει τις κοιλάδες των ποταμών Ιραουάντι, Σάλουιν και Σιτάνγκ.

Ο ποταμός Ιραουάντι (2.090 χλμ.) σχηματίζεται από την ένωση των ποταμών Μάλι Χκα και Νμάι Χκα, οι πηγές των οποίων βρίσκονται στις οροσειρές του βόρειου τμήματος της χώρας, διαρρέει τη Μιανμάρ με κατεύθυνση Β-Ν και αφού δεχτεί τα νερά πολλών παραποτάμων, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο Τσίντουιν, καταλήγει στη θάλασσα Ανταμάν σχηματίζοντας δέλτα. Η εύφορη κοιλάδα που σχηματίζει, έκτασης 411.000 τ.χλμ., προσφέρεται για την καλλιέργεια πλήθους γεωργικών προϊόντων, ιδίως ρυζιού. Ο Σιτάνγκ (420 χλμ.) πηγάζει από τις οροσειρές του οροπεδίου Σαν, διαρρέει το ανατολικό τμήμα της χώρας και εκβάλλει στον κόλπο Μαρταμπάν. Ο ποταμός Σάλουϊν (2.400 μ.), οι πηγές του οποίου βρίσκονται στις οροσειρές του Θιβέτ, εισέρχεται στη Μιανμάρ από τα ανατολικά και αφού διασχίσει το οροπέδιο Σαν, διαγράφει τα σύνορα Μιανμάρ-Ταϊλάνδης και εκβάλλει στον κόλπο Μαρταμπάν. Άλλοι σημαντικοί ποταμοί είναι ο Ρανγκούν, ο Γιανγκτσέ, ο Μπασέιν, ο Μα, ο Καλαντάν, ο Ζάμι κ.ά.

Το κλίμα της Μιανμάρ διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή ανάλογα με το υψόμετρο και την απόσταση από τη θάλασσα. Σε γενικές γραμμές είναι υποτροπικό, με μικρές διαφορές της θερμοκρασίας στη διάρκεια του έτους και καθοριστική την επίδραση των μουσώνων, οι οποίοι πνέουν την περίοδο Μάιος-Οκτώβριος. Άφθονες είναι οι βροχοπτώσεις, με μέσο ετήσιο ύψος που κυμαίνεται από 500-1.000 χιλιοστόμετρα στο βόρειο τμήμα έως 2.500 mm στο νότιο τμήμα της χώρας, στα δέλτα των ποταμών Ιραουάντι και Σάλουιν και 5.000 mm στις παραθαλάσσιες περιοχές. Ενδεικτικά, στη Ρανγκούν η μέση θερμοκρασία Ιανουαρίου και Ιουλίου είναι 25 °C και 26,7 °C αντίστοιχα, ενώ το ύψος των βροχοπτώσεων είναι 2.616 mm. Οι χιονοπτώσεις δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στους ορεινούς όγκους του βόρειου τμήματος της χώρας.

Η χλωρίδα της Μιανμάρ, όπως είναι φυσικό, ακολουθεί τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα. Οι άφθονες βροχοπτώσεις και το ζεστό κλίμα ευνοούν την ανάπτυξη πυκνών δασών, στα οποία κυριαρχούν οι βελανιδιές και τα πεύκα σε υψόμετρο ανώτερο των 1.000 μ. (κυρίως στις ορεινές βόρειες και δυτικές περιοχές), η τροπική βλάστηση στις περιοχές με ύψος βροχοπτώσεων πάνω από 2.000 mm (κυρίως στις νότιες παράκτιες περιοχές) και η λεγόμενη «μουσωνική βλάστηση» στις περιοχές όπου είναι έντονη η επίδραση των μουσώνων (κυρίως στο κεντρικό λεκανοπέδιο). Συνολικά τα δάση καλύπτουν το 49% των εδαφών της χώρας (1992).

Η πανίδα είναι ανάλογη της χλωρίδας: στα δάση απαντούν διάφορα μεγάλα σαρκοφάγα όπως η τίγρη, η λεοπάρδαλη, η αρκούδα, οι κροκόδειλοι και ορισμένα φυτοφάγα, όπως οι ελέφαντες, τα βουβάλια, οι ασιατικοί ρινόκεροι, οι βίσονες, τα ελάφια, οι πίθηκοι κ.ά. Από τα πτηνά αναφέρουμε τα παγόνια, τους φασιανούς, τους παπαγάλους, ενώ μεγάλη ποικιλία παρουσιάζουν τα ερπετά (οχιές, κόμπρες, πύθωνες, χελώνες, διάφορες σαύρες) και τα έντομα, ανάμεσα στα οποία και πολλά δηλητηριώδη είδη.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1974, το πολίτευμα της χώρας είναι σοσιαλιστική δημοκρατία, με ανώτατη αρχή του κράτους τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το στρατιωτικό καθεστώς ωστόσο που επιβλήθηκε από το λεγόμενο Συμβούλιο για την Αποκατάσταση του Νόμου και της Τάξης (SLORC) το 1988, διατηρείται μέχρι σήμερα, μετά την άρνηση του SLORC να παραδώσει την εξουσία στο κόμμα της αντιπολίτευσης NLD που νίκησε στις εκλογές του 1991. Η χώρα έχει επανειλημμένα καταγγελθεί για παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και διώξεις των πολιτικών αντιφρονούντων από τη Διεθνή Αμνηστία και τον ΟΗΕ.

Ο Θάιν Σάιν και το κόμμα του κέρδισαν στις πρώτες γενικές εκλογές στη χώρα έπειτα από 20 χρόνια, το 2010, ως επικεφαλής του Κόμματος Ένωση Αλληλεγγύης και Ανάπτυξης. Στις 4 Φεβρουαρίου 2011, ο Σάιν διορίστηκε από το Κοινοβούλιο στο αξίωμα του Προέδρου της Μιανμάρ και έγινε ο πρώτος μη στρατιωτικός στο αξίωμα αυτό έπειτα από 50 χρόνια. Αντιπρόεδροι διορίστηκαν οι Τιν Αούν Μιν Ου (Tin Aung Myint Oo) και Σάι Μάουκ Χαμ ( Sai Mauk Kham).[7]

Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.[8]

Η χούντα έδωσε άδεια στον πρώτο ραδιοφωνικό σταθμό των FM να εκπέμψει στη χώρα και οι πρώτες δοκιμαστικές εκπομπές ξεκίνησαν στην πολιτεία Ρακίν στις 27 Μαρτίου του 2009.[9]

Η οικονομία της χώρας βασίζεται στον πρωτογενή τομέα και μάλιστα στη γεωργία και κατά δεύτερο λόγο στη βιομηχανία. Η προσπάθεια που έγινε την περίοδο 1962-88 για τη δημιουργία σοσιαλιστικού τύπου οικονομίας δεν απέδωσε σοβαρούς καρπούς, με αποτέλεσμα οι βιρμανικές κυβερνήσεις να προσανατολιστούν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που επέτρεψαν μερικό άνοιγμα στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Το 2001 η χώρα παρήγαγε ακαθάριστο εγχώριο προϊόν αξίας 63 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ την ίδια χρονιά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 1.500 δολάρια. Στο σχηματισμό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ο πρωτογενής τομέας συμμετέχει με ποσοστό 42%, ο δευτερογενής με ποσοστό 17% και ο ευρύτερος τριτογενής τομέας με ποσοστό 41%. Το δημόσιο εξωτερικό χρέος της χώρας ήταν 6 δισεκατομμύρια δολάρια. Νομισματική μονάδα της χώρας είναι το βιρμανικό κιάτ, υποδιαίρεση του οποίου είναι το πία (1 βιρμανικό κιάτ = 100 πία). Η ισοτιμία δολαρίου - κιάτ τον Ιανουάριο του 2002 ήταν: 1 U.S. $ = 6,8581 K (κιάτ).

Γεωργία (Υλοτομία - Αλιεία) - Κτηνοτροφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις αποτελούν το 15% των συνολικών εδαφών της χώρας και περιορίζονται στο κεντρικό λεκανοπέδιο και το δέλτα του ποταμού Ιραουάντι, ενώ το μεγαλύτερο βάρος δίνεται στις ρυζοκαλλιέργειες. Η Μιανμάρ κατέχει την έβδομη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή ρυζιού. Τα κυριότερα αγροτικά προϊόντα εκτός από το ρύζι, είναι το κεχρί, το σιτάρι, το καλαμπόκι, το βαμβάκι, το ζαχαροκάλαμο, το ελαστικό, το σουσάμι, τα όσπρια και το γιαμ.

Δεύτερη κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή της Μιανμάρ είναι η εκμετάλλευση της πολύτιμης ξυλείας από τα πλούσια δάση της χώρας, που περιλαμβάνουν πάνω από 250 είδη εμπορικά εκμεταλλεύσιμων δέντρων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν το πολύτιμο ξύλο τικ και το καλάμι μπαμπού. Επίσης, στη χώρα υπάρχουν μεγάλες παράνομες φυτείες οπίου.

Εκτρέφονται κυρίως βοοειδή, χοίροι, πουλερικά, βουβάλια και αιγοπρόβατα. Ανάπτυξη γνωρίζει ο τομέας της αλιείας, θαλάσσιας και ποτάμιας.

Το υπέδαφος της χώρας διαθέτει μεγάλη ποικιλία ορυκτών, η έλλειψη όμως της κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής έχει ως αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του ορυκτού πλούτου να παραμένει ανεκμετάλλευτο. Τα κυριότερα ορυκτά είναι ο άργυρος, ο ψευδάργυρος, ο μόλυβδος, το πετρέλαιο, ο χαλκός, το φυσικό αέριο, ο κασσίτερος, το βολφράμιο, ο γαιάνθρακας, η γύψος, οι πολύτιμοι λίθοι και ο ασβεστόλιθος.

Κατά τη μεταπολεμική περίοδο οι βιρμανικές κυβερνήσεις έχουν καταβάλει προσπάθειες για την ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα, η βιομηχανία όμως περιορίζεται ακόμα κυρίως σε μονάδες επεξεργασίας των προϊόντων του πρωτογενούς τομέα (υφαντουργίες, χαρτοποιίες, μονάδες επεξεργασίας και τυποποίησης των γεωργικών προϊόντων, ξυλουργίες κ.ά.). Υπάρχουν ακόμα χαλυβουργίες και μονάδες χημικής βιομηχανίας (φαρμακευτικά προϊόντα). Το 2000 τα υδροηλεκτρικά και θερμοηλεκτρικά εργοστάσια της χώρας παρήγαγαν ηλεκτρική ενέργεια 4,766 δισεκατομμυρίων KWh.

Το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας παρουσιάζει μεγάλο παθητικό: Το 2001 η Μιανμάρ πραγματοποίησε εξαγωγές αξίας 1,8 δισ. δολαρίων, ενώ την ίδια περίοδο η αξία των εισαγωγών έφτασε τα 2,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Η χώρα εισάγει μηχανήματα, είδη προηγμένης τεχνολογίας και διάφορα βιομηχανικά προϊόντα, ενώ εξάγει ρύζι (σχεδόν το 50% των εξαγωγών), ξύλο τικ (21% των εξαγωγών), διάφορα αλιευτικά προϊόντα, όσπρια και μεταλλεύματα. Οι σημαντικότερες χώρες προέλευσης των εισαγόμενων προϊόντων είναι οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία, η Γερμανία, η Σιγκαπούρη, η Κίνα, η Μαλαισία, η Αυστραλία και η Ταϊλάνδη, ενώ κύριες χώρες προορισμού των εξαγωγών είναι οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Ινδονησία, η Σιγκαπούρη, η Ταϊλάνδη και η Κίνα.

Εργασία - Απασχόληση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 65% του εργατικού δυναμικού απασχολείται στον πρωτογενή τομέα, το 10% στο δευτερογενή τομέα και το 25% στον ευρύτερο τριτογενή τομέα. Μεταφορές - Επικοινωνιακό δίκτυο

Το μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου το 2000 ήταν 3.991 χλμ. και του οδικού δικτύου 28.200 χλμ., από τα οποία ήταν ασφαλτοστρωμένα τα 3.440 χλμ. Το 2001 λειτουργούσαν στη χώρα 8 αεροδρόμια για προγραμματισμένες πτήσεις. Μεγάλη σημασία για τις μεταφορές έχει το πλωτό δίκτυο (12.800 χλμ.) που σχηματίζουν οι ποταμοί της χώρας. Μέσω του ποταμού Ιραουάντι, πλωτού για 1.400 χλμ., διακινείται μεγάλο μέρος των εμπορευμάτων, ενώ στο δέλτα του έχει κατασκευαστεί, με τη βοήθεια διωρύγων, ένα πλωτό σύστημα μήκους πάνω από 3.300 χλμ. Σε πολλές επαρχιακές περιοχές, ιδίως στην ορεινή ζώνη, χρησιμοποιούνται συχνά για τις μεταφορές ζώα όπως οι βούβαλοι και οι ταύροι. Μεγαλύτερα λιμάνια είναι η Ρανγκούν, το Μπασέιν, το Σίτουε και το Μουλμέιν. Στη χώρα λειτουργούν 250.000 τηλεφωνικές συσκευές (μία ανά 168,9 κατ.), 4.200.000 ραδιόφωνα (ένα ανά 10,05 κατοίκους) και 320.000 τηλεοράσεις (μία ανά 131,9 κατ.).

Ο τομέας του τουρισμού σημειώνει τα τελευταία χρόνια σημαντική ανάπτυξη.

Δημογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πληθυσμός της χώρας σύμφωνα με την απογραφή του 2014[2] είναι 51.486.253 κάτοικοι και η πυκνότητά του 76,1 κατ. ανά τ.χλμ., στην πραγματικότητα όμως μεγάλο μέρος του πληθυσμού βρίσκεται συγκεντρωμένο στο δέλτα που ποταμού Ιραουάντι, όπου η πυκνότητα φτάνει τους 77-97 κατ. ανά τ.χλμ., ενώ οι ορεινές περιοχές του βόρειου και δυτικού τμήματος της χώρας είναι πολύ πιο αραιοκατοικημένες. Η ηλικιακή κατανομή των κατοίκων έχει ως εξής: το 26,07% του συνολικού πληθυσμού είναι κάτω των 15 ετών, το 68,57% ανήκει στην ηλικιακή ομάδα μεταξύ 15-64 ετών και μόλις το 5,36% του πληθυσμού είναι πάνω από 65 ετών. Το 32,6% του πληθυσμού κατοικεί στα αστικά κέντρα, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία, το 67,4%, είναι αγροτικός πληθυσμός. Η βρεφική θνησιμότητα το ίδιο έτος βρισκόταν στο επίπεδο του 4,35%, το ποσοστό των γεννήσεων ήταν 1,839% και των θανάτων 0,796%. Το 2015 ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού ήταν 1,01%.[8] Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 69,1 χρόνια (65,9 χρόνια οι άνδρες και 72,2 οι γυναίκες).[10]

Σύνθεση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, το 69% του συνόλου, ανήκει στη βιρμανική φυλή, η οποία είναι συγγενική με τη θιβετιανή. Υπάρχουν και άλλες εθνικές ομάδες, όπως οι Σαν, που κατοικούν στο οροπέδιο Σαν και αποτελούν το 8,5% του πληθυσμού, οι Κάρεν, που αποτελούν το 6,2% του πληθυσμού, οι Ρακχίν, που αποτελούν το 4,5%, οι Μον, που αποτελούν το 2,4%, καθώς και μικρότερες εθνικές μειονότητες, όπως οι Τσιν, οι Κατσίν, οι Νάγκα, οι Γουός, οι Παλάουνγκ, οι Καγιάχ και μικρές ομάδες Κινέζων και Ινδών, απόγονων των μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στη χώρα μετά την ανεξαρτησία της, οι οποίες περιλαμβάνονται στο υπόλοιπο 5,8%.

Η πλειονότητα των κατοίκων, το 88% περίπου, είναι βουδιστές. Υπάρχει ακόμα ένα ποσοστό 6,2% χριστιανών και ένα ποσοστό 4,3% μουσουλμάνων, ενώ πολλές φυλές, κυρίως στις ορεινές περιοχές, είναι οπαδοί διάφορων τοπικών ανιμιστικών θρησκειών. Επίσης, υπάρχουν 3.857 Μάρτυρες του Ιεχωβά[11].

Επίσημη γλώσσα του κράτους, του εμπορίου και της εκπαίδευσης είναι η βιρμανική, στην καθημερινή ζωή ωστόσο χρησιμοποιούνται και άλλες διάλεκτοι όπως η κάρεν, η κάν κ.ά. από τις αντίστοιχες εθνικές μειονότητες. Υπολογίζεται ότι οι διάφορες τοπικές διάλεκτοι και γλώσσες στη Μιανμάρ ξεπερνούν τις 100.

Ένοπλες δυνάμεις και Σώματα ασφαλείας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μιανμάρ βρίσκεται στην 20ή θέση του πίνακα με τις χώρες που διαθέτουν τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις στον κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, ο συνολικός αριθμός των στρατευμένων στην πολεμική αεροπορία, το πολεμικό ναυτικό και τον στρατό ξηράς είναι περίπου 486.432. Από αυτούς, το 93,5% υπηρετούσε στο στρατό ξηράς, το 3,7% στο πολεμικό ναυτικό και το 2,8% στην πολεμική αεροπορία. Μεγάλος είναι και ο αριθμός των στρατευμένων γυναικών. Το 2000 οι δαπάνες για την άμυνα αντιστοιχούσαν στο 2,1% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και έφτασαν τα 39 εκατομμύρια δολάρια.

Με νόμο που άρχισε να ισχύει στις 17 Δεκεμβρίου 2010 η στρατιωτική θητεία έγινε υποχρεωτική στη χώρα.[12]

Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά, αν και η υποδομή είναι διαμορφωμένη για οδήγηση στα αριστερά.

Μοχίνγκα (νουντλς μέσα σε ψαρόσουπα), το εθνικό φαγητό της χώρας

Ο λαϊκός πολιτισμός της Μιανμάρ παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, χάρη στη συνύπαρξη των διάφορων εθνικοθρησκευτικών ομάδων, οι περισσότερες από τις οποίες διατηρούν τις παραδόσεις και τα έθιμά τους. Σε γενικές γραμμές είναι έκδηλη η επίδραση της βουδιστικής παράδοσης, καθώς και των διάφορων ανιμιστικών θρησκειών, ωστόσο παρά το γεγονός ότι η Μιανμάρ ήρθε κατά καιρούς σε επαφή με πολλούς λαούς και πολιτισμούς χάρη στη γεωγραφική της θέση, ο πολιτισμός της διατήρησε τη δική του ταυτότητα. Η λαϊκή δημιουργία βρίσκει τις καλύτερες στιγμές της στις διακοσμητικές τέχνες (ξυλουργία, χρυσοχοΐα, μαρμαρογλυπτική, επεξεργασία πολύτιμων λίθων κλπ.). Ιδιαίτερα αγαπητές είναι οι θεατρικές μουσικές και χορευτικές παραστάσεις και το παραδοσιακό θέατρο με μαριονέτες, η καταγωγή των οποίων ανάγεται στο αυλικό δράμα, που γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την αυτοκρατορική περίοδο, πριν την αγγλική αποικιοκρατία.

  1. 1,0 1,1 «Thematic Report on Population Projections for The Union of Myanmar, States/Regions, Rural and Urban Areas, 2014 - 2050» (PDF). Department of Population Ministry of Labour, Immigration and Population. Μάρτιος 2017. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 23 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2024. 
  2. 2,0 2,1 «Απογραφή 2014» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 24 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2016. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «Μιανμάρ». ΔΝΤ. Απρίλιος 2017. Ανακτήθηκε στις 9 Μαΐου 2017. 
  4. Human Development Report 2021-22: Uncertain Times, Unsettled Lives: Shaping our Future in a Transforming World (PDF). hdr.undp.org. United Nations Development Programme. 8 Σεπτεμβρίου 2022. σελίδες 272–276. ISBN 978-9-211-26451-7. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. 
  5. Κατάλογος χωρών, εδαφών και νομισμάτων Υπηρεσία Εκδόσεων ΕΕ - Διοργανικό εγχειρίδιο σύνταξης κειμένων
  6. «Μεγαλώνει ο τραγικός απολογισμός στη Μιανμάρ». Pathfinder News. 14 Μαΐου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιουλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2009. 
  7. Burma ex-Prime Minister Thein Sein named new president, BBC, 4-2-2011.
  8. 8,0 8,1 «CIA World Factbook». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2007. 
  9. «Μιανμάρ: Τα FΜ έφτασαν στη χώρα». Εξπρές. 30 Μαρτίου 2009. [νεκρός σύνδεσμος]
  10. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, Προσδόκιμο ζωής και υγιές προσδόκιμο ζωής, Δεδομένα ανά χώρα
  11. Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 2014, Watch Tower Bible And Tract Society of Pennsylvania, σελ. 182
  12. Allchin, Joseph (10 Ιανουαρίου 2011). «Burma introduces military draft». Democratic Voice of Burma. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιανουαρίου 2011. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]