Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σπιναλόγκα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 35°17′49″N 25°44′17″E / 35.29694°N 25.73806°E / 35.29694; 25.73806

Σπιναλόγκα
Γεωγραφία
Συντεταγμένες35°17′49″N 25°44′17″E / 35.29694°N 25.73806°E / 35.29694; 25.73806
ΑρχιπέλαγοςΚρητικό Πέλαγος
Έκταση0,100 km²
Χώρα
ΠεριφέρειαΚρήτης
Περιφερειακή ΕνότηταΛασιθίου
ΔήμοςΑγίου Νικολάου
ΚοινότηταΕλούντας
Δημογραφικά
Πληθυσμός0
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Σπιναλόγκα

Η Σπιναλόγκα ή Καλυδώνα[1] είναι ένα μικρό νησί με έκταση 0,100 τ.χλμ.[2], το οποίο κλείνει από τα βόρεια τον κόλπο της Ελούντας στον δήμο Αγίου Νικολάου του νομού Λασιθίου Κρήτης. Η Σπιναλόγκα οχυρώθηκε με ιδιαίτερη επιμέλεια από τους Ενετούς, τόσο κατασκευαστικά και αρχιτεκτονικά όσο και με σεβασμό στην αισθητική ένταξη στο τοπίο. Το σύνολο του φρουριακού συγκροτήματος διατηρεί έως σήμερα την επιβλητικότητα και την αρμονία του με το φυσικό περιβάλλον.

Ο Ενετός χαρτογράφος Βιντσέντσο Κορονέλλι υποστηρίζει πως η Σπιναλόγκα δεν ήταν πάντα νησί, αλλά ήταν φυσικά ενωμένη με την γειτονική χερσόνησο Κολοκύθα. Αναφέρει πως το 1526, οι Ενετοί κατέστρεψαν μέρος της χερσονήσου και δημιούργησαν το νησί. Λόγω της τοποθεσίας του το νησί ήταν ήδη οχυρωμένο από την αρχαιότητα προκειμένου να προστατευθεί η είσοδος στο λιμάνι της αρχαίας πόλης Ολούς.

Το αρχαίο τοπωνύμιο ήταν Καλυδώνα.

Στις ενετικές πηγές, η περιοχή της Ελούντας αναφέρεται με διάφορες μορφές όπως stin alonde, stin elonda, stinalonge, Stinalonda, Stinalonde. Όλες αποτελούν παραφθορές της ελληνικής φράσης «εις την Ελούντα», ένδειξη ότι το αρχαίο τοπωνύμιο συνέχιζε να χρησιμοποιείται. Από αυτές τις παραφθαρμένες εκφωνήσεις οι Ενετοί διαμόρφωσαν το όνομα Σπιναλόγκα, το οποίο χρησιμοποίησαν τόσο για το λιμάνι όσο και για τη βραχονησίδα στην είσοδό του.[3]

Lέγεται πως η φράση αυτή αποδόθηκε στα λατινικά ως spina lunga (σπίνα λούνγκα), που σημαίνει «μακρύ αγκάθι», λόγω του στενόμακρου σχήματος της νησίδας. Το όνομα δεν ήταν τυχαίο για τους Ενετούς, καθώς στη Βενετία υπήρχε ήδη μια νησίδα γνωστή ως Spinalonga, η σημερινή Τζιουντέκκα, που στην αρχαιότητα έφερε την ίδια σημασία.[4]

Η Σπιναλόγκα όπως φαίνεται από το χωριό Πλάκα

Αραβικές επιδρομές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληροφορίες για τη Σπιναλόγκα πριν από τους ενετικούς χρόνους είναι λιγοστές. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, τα παλαιά τείχη αποδίδονται πλέον στον 7ο ή 8ο αιώνα μ.Χ., περίοδο κατά την οποία η Βυζαντινή αυτοκρατορία ενίσχυε την άμυνά της απέναντι στις αραβικές επιδρομές.

Το 1204, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Κρήτη περνά στην Ενετική κυριαρχία, όταν οι Ενετοί αγοράζουν το νησί από τον Βονιφάτιο Μομφερρατικό. Παρά τις προσπάθειες των Γενοβέζων να το καταλάβουν, η κυριαρχία των Ενετών εδραιώνεται οριστικά το 1211. Το νησί οργανώνεται ως Regno di Candia και διοικείται με φεουδαρχικά πρότυπα. Το ίδιο έτος, στον κόλπο της Ελούντας, σημειώνεται ναυμαχία μεταξύ Ενετών και Γενουατών, με νίκη των πρώτων.[5]

Το 1571, η Ενετική Σύγκλητος αποφασίζει την οχύρωση της Σπιναλόγκας, σε μια περίοδο αυξανόμενων απειλών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα οχυρωματικά έργα ξεκινούν το 1579 και εξελίσσονται σε διαδοχικές κατασκευαστικές φάσεις, διαμορφώνοντας σταδιακά το ισχυρό φρούριο που σώζεται έως σήμερα.[6]

Το 1645 ξεσπά ο Κρητικός Πόλεμος με την οθωμανική εισβολή στην Κρήτη. Μέχρι το 1648 οι Οθωμανοί έχουν καταλάβει σχεδόν όλο το νησί, εκτός από τον Χάνδακα, που πολιορκείται για 21 χρόνια και παραδίδεται το 1669. Με τη συνθήκη παράδοσης, οι Ενετοί διατηρούν τρεις οχυρές ναυτικές βάσεις: τη Γραμβούσα, τη Σούδα και τη Σπιναλόγκα, διατηρώντας ελπίδες ανάκτησης του νησιού.

Οθωμανική κυριαρχία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Προμαχώνας του ενετικού φρουρίου

Τον Ιούνιο του 1715, οι Οθωμανοί πολιορκούν τη Σπιναλόγκα με δύναμη 6.000 ανδρών[7]. Τη φρουρά υπερασπίζονται 160 Βενετοί στρατιώτες και χαΐνηδες. Το νησί αποκλείεται και από θαλάσσης, ενώ τα ευρήματα από κανόνια γύρω του αποκαλύπτουν τη σφοδρότητα της μάχης. Μετά από τρίμηνη πολιορκία, η Σπιναλόγκα παραδίδεται στους Οθωμανούς.

Όπως πληροφόρησε τον Βενετό Δόγη ο Γενικός Προνοητής Δολφίν στις 26 Νοεμβρίου του 1715, τόσο οι Προβλεπτές της Σούδας Αλβίζε Μάνιο και Πάολο Πασκουάλι όσο και ο Προβλεπτής της Σπιναλόγκας Φραγκίσκος Γιουστινιάν έκαναν το καθήκον τους, αλλά δεν μπόρεσαν να προβάλουν ισχυρή αντίσταση. [8] Μετά την παράδοση της Σπιναλόγκας στους Τούρκους, εκατοντάδες από τους αιχμαλώτους χριστιανούς μεταφέρθηκαν στην Κρήτη και πουλήθηκαν ως δούλοι. Από αυτούς 139 - οι πιό γεροί - στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για να δουλέψουν ως κωπηλάτες, και από αυτούς 19 πέθαναν στη διαδρομή, 466 πουλήθηκαν στην τοπική αγορά για περίπου 34.000 γρόσια, ενώ 11 δόθηκαν στον Πασά των Χανίων.[9]

Η Σπιναλόγκα υπήρξε καταφύγιο για τους Χαΐνηδες, τους Κρητικούς αντάρτες που αρνήθηκαν να υποταχθούν στη βία και την καταπίεση της οθωμανικής κυριαρχίας. Μπροστά σε σφαγές, απαγχονισμούς, λεηλασίες και εξανδραποδισμούς που επέβαλαν οι κατακτητές από την πρώτη στιγμή, πολλοί Κρητικοί κατέφυγαν στα βουνά και ξεκίνησαν αντάρτικο αγώνα, που συνεχίστηκε αδιάκοπα μέχρι το 1898, όταν έφυγε και ο τελευταίος Οθωμανός από την Κρήτη.

Η λέπρα, γνωστή και ως νόσος του Χάνσεν, οφείλει την ονομασία της στον Νορβηγό γιατρό Gerhard Armauer Hansen, ο οποίος το 1873 ανακάλυψε το μυκοβακτήριο που την προκαλεί. Αν και θεωρείται μεταδοτική νόσος, οι ακριβείς τρόποι μετάδοσης παραμένουν, ως έναν βαθμό, ασαφείς ακόμα και σήμερα.[10]

Στην Κρήτη, η ασθένεια ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Κατά την Οθωμανική περίοδο, οι λεπροί ζούσαν περιθωριοποιημένοι έξω από τα αστικά κέντρα, σε περιοχές γνωστές ως «μεσκηνιές» (από την τουρκική λέξη miskin, που σημαίνει φτωχός ή άθλιος).[11]

Με την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας (1898–1913) και μέσα στο πνεύμα του νεωτερικού κράτους, που επέβαλλε την απομόνωση των ασθενών από τον «υγιή» πληθυσμό, αποφασίστηκε το 1903 ο υποχρεωτικός εγκλεισμός όλων των λεπρών της Κρήτης στη νησίδα της Σπιναλόγκας. Η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης βασίστηκε στην ύπαρξη εγκαταλειμμένων οθωμανικών κατοικιών, αλλά και στη σκοπιμότητα εκκαθάρισης της περιοχής από τον εναπομείναντα μουσουλμανικό πληθυσμό[12].

Οι πρώτοι ασθενείς μεταφέρθηκαν στη Σπιναλόγκα το 1904. Μέχρι το 1913, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν εξαιρετικά δύσκολες: ανεπαρκής σίτιση, έλλειψη στέγης και ιατρικής φροντίδας, καθώς και πλήρης κοινωνική απομόνωση.

Μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913, στο Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας άρχισαν να μεταφέρονται ασθενείς και από την υπόλοιπη χώρα. Το 1925 αναλαμβάνει διευθυντής του Λεπροκομείου ο ιατρός Εμμανουήλ Γραμματικάκης, ενώ το 1927 η Σπιναλόγκα δέχεται επίσκεψη από τον Γάλλο νομπελίστα ιατρό Charles Nicolle, ένδειξη του διεθνούς ενδιαφέροντος για το ίδρυμα και της σημασίας του στον αγώνα κατά της λέπρας[13].

Η ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στη Σπιναλόγκα ξεκινά όταν οι ίδιοι οι ασθενείς ιδρύουν την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας Άγιος Παντελεήμων»[14]. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα αυτό είχε ο φοιτητής της Νομικής Αθηνών, Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης, που έφτασε στο νησί το 1936 ως ασθενής. Την περίοδο 1937–1939 κατασκευάζονται νέοι κοιτώνες, βελτιώνοντας τη στέγαση των ασθενών.

Οι προσπάθειες ανακόπτονται με το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά την Κατοχή, οι συνθήκες διαβίωσης επιδεινώνονται δραματικά: σημειώνονται θάνατοι από υποσιτισμό και αρκετοί ασθενείς επιχειρούν να κολυμπήσουν ως την ξηρά για να βρουν τροφή[15]. Κατά την Ιταλογερμανική Κατοχή, κανένας Ιταλός ή Γερμανός στρατιώτης δεν εισήλθε στο νησί, γεγονός που επέτρεψε τη λειτουργία παράνομων ραδιοφώνων. Ο διευθυντής του Λεπροκομείου, γιατρός Εμμανουήλ Γραμματικάκης, αντέγραφε ειδήσεις από το Λονδίνο και το Κάιρο και τις μοίραζε στους ασθενείς ως δελτία.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές του ’50 πραγματοποιούνται βελτιώσεις στις υποδομές, όχι όμως και στην ιατρική περίθαλψη. Αν και η θεραπεία για τη λέπρα είχε ήδη ανακαλυφθεί το 1941 (προμίνη), στη Σπιναλόγκα εφαρμόζεται μόλις το 1948, με θεαματικά αποτελέσματα.

Από το 1952, το ελληνικό κράτος σχεδιάζει τη σταδιακή κατάργηση των λεπροκομείων και τη δημιουργία κεντρικού θεραπευτηρίου στην Αθήνα. Η καθυστέρηση στην εφαρμογή αυτών των μέτρων προκαλεί έντονες αντιδράσεις: το 1953 οι ασθενείς ξεκινούν απεργία πείνας. Το 1955 ψηφίζεται διάταγμα που τερματίζει τον υποχρεωτικό εγκλεισμό, αλλά η λειτουργία του Λεπροκομείου συνεχίζεται προσωρινά, καθώς στηρίζει οικονομικά την ευρύτερη περιοχή του Μεραμπέλλου.

Η σταδιακή εκκένωση του νησιού αρχίζει το 1956. Το 1957, οι τελευταίοι περίπου τριάντα ασθενείς μεταφέρονται στον Αντιλεπρικό Σταθμό του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων Αγία Βαρβάρα στην Αθήνα και το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας κλείνει οριστικά[16].


Μετά το 1957 για αρκετές δεκαετίες έμεινε αναξιοποίητη και μετά το ενδιαφέρον των πολυάριθμων τουριστών άρχισε να γίνεται συστηματική αναστήλωση και επισκευή των παλαιών κτισμάτων, των οχυρωματικών ενετικών τειχών, των παλαιών οικιών, των δρόμων κλπ.

Χιλιάδες επισκέπτες επισκέπτονται κάθε χρόνο το πανέμορφο αυτό νησάκι με καραβάκια που ξεκινούν κάθε μία ώρα από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα που βρίσκεται ακριβώς απέναντι απ' τη στεριά και απέχει περίπου 800 μέτρα.

Η δυτική πλευρά του νησιού

Η Ζωή στη Σπιναλόγκα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τρόπος ζωής των ασθενών στη Σπιναλόγκα καθοριζόταν από τα διατάγματα της Κρητικής Πολιτείας και του ελληνικού κράτους. Με τον εγκλεισμό τους, στερούνταν τα πολιτικά τους δικαιώματα, τις περιουσίες τους, και σε περίπτωση έγγαμου βίου, οι γάμοι ακυρώνονταν. Κατά τις πρώτες δεκαετίες, διέμεναν στα παλαιά οθωμανικά σπίτια χωρίς στοιχειώδεις ανέσεις, ενώ από τη δεκαετία του 1930 ανεγείρονται νέα κτίσματα και οι συνθήκες διαβίωσης βελτιώνονται αισθητά.

Χάρη στο κρατικό επίδομα, οι ασθενείς εξασφάλιζαν οικονομική αυτάρκεια. Ένα μικρό παζάρι έξω από την Πύλη τροφοδοτούσε το νησί, ενώ ό,τι άλλο χρειάζονταν το προμηθεύονταν μέσω παραγγελιών στον Άγιο Νικόλαο ή από παντοπωλεία στη νησίδα[17]. Τα χρήματα απολυμαίνονταν πριν από κάθε συναλλαγή. Στο νησί λειτουργούσαν επίσης καφενεία, φούρνος, κουρείο, ακόμη και κινηματογραφικές προβολές, θεατρικά έργα και παραστάσεις Καραγκιόζη για τα παιδιά.

Πολλοί ασθενείς καλλιεργούσαν λαχανικά, ψάρευαν ή εργαζόντουσαν στο εσωτερικό του οικισμού. Ο καθένας είχε το δικό του χώρο και το δικό του νοικοκυριό. Υπήρχαν περιπτώσεις συζύγων ή μητέρων που ακολουθούσαν τους δικούς τους στη Σπιναλόγκα για να τους φροντίζουν. Ιερείς ζούσαν επίσης στο νησί για να προσφέρουν πνευματική στήριξη, ενώ αρκετοί ασθενείς παντρεύονταν και αποκτούσαν παιδιά, τα οποία ζούσαν αρχικά μαζί τους. Από το 1938, τα παιδιά μεταφέρονται υποχρεωτικά στο παράρτημα του Νοσοκομείου Λοιμωδών της Αγίας Βαρβάρας στην Αθήνα, όπου παρέμεναν μέχρι την ενηλικίωσή τους[18].

Η καθημερινή λειτουργία του Λεπροκομείου στηριζόταν εν μέρει σε κρατικούς πόρους, αλλά κυρίως σε δωρεές και φιλανθρωπικές αποστολές με ρουχισμό και τρόφιμα[19]. Παρά τον αρχικό φόβο και την κοινωνική απομόνωση, οι ασθενείς της Σπιναλόγκας σταδιακά διαμόρφωσαν μια κοινότητα με οργάνωση, αυτονομία και αξιοπρέπεια.

Το 1958 προβλήθηκε η ταινία "Το νησί της σιωπής", πρώτη ταινία της σκηνοθέτιδας Λίλας Κουρκουλάκου με τους ηθοποιούς: Ορέστης Μακρής, Νίνα Σγουρίδου, Γιώργος Καμπανέλλης.[20] Τα γυρίσματα έγιναν ενώ λειτουργούσε ακόμη το λεπροκομείο. Η ιστορική αξία της ταινίας ξεκινά από την προβολή της στο τότε Φεστιβάλ Βενετίας. Το φιλμ έδωσε μεγάλη δημοσιότητα στο νησί με αποτέλεσμα να σταθεί αφορμή για το κλείσιμο του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας και οι ελάχιστοι εναπομείναντες πρώην λεπροί να μεταφερθούν στο τότε Νοσοκομείο Λοιμωδών της Αγίας Βαρβάρας.

Το 2010 προβλήθηκε στην τηλεόραση, από τον τηλεοπτικό σταθμό Mega, "Το Νησί". Η σειρά εξιστορούσε όλη την ιστορία της Σπιναλόγκας μέσα από ένα δημιουργικό σενάριο. Επίσης, έχει γραφτεί κι ένα βιβλίο από την Βικτόρια Χίσλοπ με τον ομώνυμο τίτλο και με την ίδια υπόθεση στο οποίο βασίστηκε και η σειρά.

  1. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα. 1. Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος. 1996. σελ. 437. 
  2. Νέζης, Νίκος (2010). Τα ελληνικά βουνά - Γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια. Αθήνα: Ε.Ο.Ο.Α. & Κληροδότημα «Αθ. Λευκαδίτη». σελ. 208. ISBN 978-960-86676-5-5. 
  3. «Ψηφιακό ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  4. [1], Εξερευνήστε την Κρήτη (Explore Crete): Σπιναλογκα.
  5. «Ψηφιακό ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  6. «Ψηφιακό ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  7. «Ψηφιακό ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  8. Μέρτζιος Κ. Δ., Σούδα και Σπιναλόγκα. Πότε και πώς ηλώθησαν υπό των Τούρκων, Κρητικά Χρονικά, τομ. 10 (1956),σελ.26-28
  9. Spyropoulos Yannis, Slaves and freedmen in 17th- and early 18th- century Ottoman Crete, Turcica, 46, 2015, σ. 179-180.
  10. «Ψηφιακό Ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  11. «Ψηφιακό Ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  12. «Ψηφιακό Ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  13. «Ψηφιακό Ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  14. «Ψηφιακό Ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  15. «Ψηφιακό Ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  16. «Ψηφιακό Ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  17. «Ψηφιακό Ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  18. «Ψηφιακό Ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  19. «Ψηφιακό Ταξίδι στη Σπιναλόγκα». 
  20. pipidi, ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, http://www.tainiothiki.gr//el/tainies/281-to-nisi-tis-siopis, ανακτήθηκε στις 2022-04-03 
  • Γιώργος Πρατσίνης, βιβλίο "ΜΕΡΑΜΠΕΛΛΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ"
  • Γιώργος Πρατσίνης, άρθρα στις εφημερίδες "ΑΝΑΤΟΛΗ", "Ο ΠΟΛΙΤΗΣ", στο περιοδικό "ΑΜΑΛΘΕΙΑ" και στο περιοδικό "ΔΡΗΡΟΣ" που εκδιδόταν προπολεμικά στη Νεάπολη Μεραμπέλλου
  • Γιώργος Πρατσίνης : "Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΤΗΣ ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑΣ" έκδοση Θεσσαλονίκη Δεκέμβριος 2008
  • Δ. Κ. Μέρτζιος, Σούδα και Σπιναλόγκα. Πότε και πώς ηλώθησαν υπό των Τούρκων, Κρητικά Χρονικά, τομ. 10 (1956),σελ.26-28
  • Γριβέλ, Ζ. 2002. Η νόσος του Χάνσεν στην Ελλάδα και στην Κρήτη κατά τον εικοστό αιώνα. Ελούντα
  • Δετοράκης, Ε. 1981. «Η λέπρα στην Κρήτη», Αμάλθεια IB’: σ. 275-292
  • Μοσχόβη, Γ. 2005. Σπιναλόγκα (αρχαιολογικός οδηγός ΤΑΠΑ). Αθήνα

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]