Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λέπρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λέπρα
Εξάνθημα στο στήθος και στην κοιλιά που προκαλείται από την λέπρα
ΣυνώνυμοΝόσος του Χάνσεν (ΝΧ)[1]
ΕιδικότηταΛοίμωξη
ΣυμπτώματαΔερματικές αλλοιώσεις, νευροπάθεια, μυϊκή αδυναμία, μερική παράλυση, τύφλωση, μειωμένη ικανότητα αίσθησης πόνου[2]
ΑίτιαΜυκοβακτήριο λέπρας ή Μυκοβακτηρίδιο λεπρομάτωσης[3][4]
Παράγοντες κινδύνουΣτενή επαφή με περίπτωση λέπρας, σε κατάσταση φτώχειας
ΘεραπείαΠολυφαρμακευτική θεραπεία
Φαρμακευτική αγωγήΡιφαμπικίνη, Δαψόνη, Κλοφαζιμίνη[2]
Νοσηρότητα200.000 ετησίως[3]

Με τον όρο λέπρα, ή αλλιώς νόσος του Χάνσεν, αποκαλείται η χρόνια λοίμωξη του ανθρώπου, που προκαλείται από τα Μυκοβακτήριο λέπρας και Μυκοβακτηρίδιο λεπρομάτωσης.[3][5] Ετυμολογικά η λέξη έχει ελληνική προέλευση από το λέπος = φλούδα, λέπι--> λεπερός = ο έχων λέπια, φλούδες--> λεπρός.[6] Η λέξη λέπρα μεταφέρθηκε δια των λατινικών στα αγγλικά και στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης (1914 - 1978), υπήρξε μια μεγάλη φυσιογνωμία που σφράγισε με τη ζωή και την πολυκύμαντη δράση του, το χανσενικό κίνημα στην Ελλάδα.

Η λοίμωξη μπορεί να οδηγήσει σε βλάβη των νεύρων, της αναπνευστικής οδού, του δέρματος και των ματιών.[3] Αυτή η νευρική βλάβη μπορεί να οδηγήσει σε έλλειψη ικανότητας αίσθησης πόνου, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια τμημάτων των άκρων ενός ατόμου από επαναλαμβανόμενους τραυματισμούς ή μόλυνση μέσω απαρατήρητων τραυμάτων.[2] Ένα μολυσμένο άτομο μπορεί επίσης να παρουσιάσει μυϊκή αδυναμία και κακή όραση.[2] Τα συμπτώματα της λέπρας μπορεί να ξεκινήσουν εντός ενός έτους ή μπορεί να χρειαστούν 20 χρόνια ή και περισσότερο για να εμφανιστούν.[3]

Γκέρχαρντ Αρμάουερ Χάνσεν.

Το μυκοβακτήριο της λέπρας ανακαλύφθηκε το 1873 από τον Νορβηγό γιατρό Γκέρχαρντ Αρμάουερ Χάνσεν και αναγνωρίστηκε από τον Άλμπερτ Νάισερ. Έως τότε, πολλοί νόμιζαν ότι ήταν κληρονομική. Ο Χάνσεν συμπέρανε τη μολυσματικότητά της και έδειξε ότι ήταν δυνατόν να ελεγχθεί κάπως, αν οι πάσχοντες απομονώνονταν. Λόγω της ανακάλυψης αυτής, η λέπρα αναφέρεται συχνά κατ' ευφημισμόν ως νόσος του Χάνσεν. Η λέπρα παραμορφώνει τα άτομα που πάσχουν, αλλοιώνοντας το δέρμα τους, ενώ παρουσιάζονται και εξογκώματα. Επίσης μπορεί να απονεκρώσει τα νεύρα του δέρματος, με αποτέλεσμα ο ασθενής να μη νιώθει τίποτα στα σημεία αυτά. Η λέπρα μπορεί να εμφανιστεί σε άτομα κάθε ηλικίας κυρίως μεγαλύτερα των 3 ετών. Παρόλο που είναι πολύ παλιά ασθένεια, ακόμα και στις μέρες μας ένας μεγάλος αριθμός ατόμων νοσεί από αυτή κυρίως σε χώρες της Ασίας, της Αφρικής και χώρες της Νότιας Αμερικής. Υπολογίζεται ότι καθημερινά νοσούν γύρω στα 1.000 άτομα παγκοσμίως.

Η επώαση της νόσου είναι περίπου πέντε χρόνια (συνήθως κυμαίνεται από 2 έως 10 χρόνια), με περιπτώσεις ακόμα και 20 χρόνια επώασης.[7][8]

Επιδημιολογία - Μετάδοση - Στατιστικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μυκοβακτήριο λέπρας

Όπως γράφει η επίσημη Ιστοσελίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τη λέπρα, "Ο μηχανισμός μετάδοσης της λέπρας είναι η παρατεταμένη στενή επαφή με πάσχοντα και η μετάδοση γίνεται κυρίως με τα ρινικά σταγονίδια" (αγγλικά: "The mechanism of transmission of leprosy is prolonged close contact and transmission by nasal droplet").[9]

24χρονος Νορβηγός με έντονα τα σημάδια της λέπρας στο πρόσωπο. Η φωτογραφία είναι του 1886.

Διακρίνονται δυο βασικές μορφές λέπρας, η λεπρωματώδης και η νευρική, από τις οποίες η πιο βαριά και επικίνδυνη για το περιβάλλον είναι η λεπρωματώδης λέπρα, που αναπτύσσεται στο δέρμα, κυρίως στα άκρα και το πρόσωπο. Το κύριο σύμπτωμα της νόσου είναι η εμφάνιση μεμονωμένων κόκκινων κηλίδων στο δέρμα που μεγαλώνουν και εξαπλώνονται αργότερα σε όλο το σώμα. Ανάλογα με τον τύπο του δέρματος οι κηλίδες αυτές μπορεί να έχουν και άσπρο χρώμα. Η χροιά του δέρματος σε αυτά τα σημεία είναι διαφορετική παρουσιάζοντας διάφορες διηθήσεις. Τα μαλλιά σταδιακά γίνονται ξηρά και παρατηρείται πτώση των φρυδιών, των βλεφαρίδων και απώλεια τριχών σε άλλα μέρη του σώματος. Εμφανίζονται παραμορφώσεις στα χέρια, τα πόδια και το πρόσωπο. Μάλιστα στο πρόσωπο παρατηρείται πάχυνση των λοβίων που προκαλούν το φαινόμενο του "λεόντειου προσωπείου".

Άλλα συμπτώματα είναι η αιμορραγία ή συνεχής συμφόρηση της μύτης και η καταστροφή του ρινικού διαφράγματος. Όταν προσβληθεί ο λάρυγγας παρουσιάζεται απώλεια της φωνής και δυσκολία στην αναπνοή. Συχνά παρατηρούνται βλάβες στα μάτια, με μείωση της όρασης ή και απώλεια της όρασης, λόγω προσβολής του οπτικού νεύρου. Είναι δυνατή και η προσβολή εσωτερικών οργάνων, όπως το ήπαρ, ο σπλήνας ή οι όρχεις, και τα νευρικά στελέχη. Η νευρική μορφή λέπρας χαρακτηρίζεται από προσβολή των νεύρων (νευρίτιδες, πολυνευρίτιδες), που προκαλούν μυικές ατροφίες, τροφικές εξελκώσεις και βλάβες του δέρματος ανάλογες με την προηγούμενη μορφή. Λόγω της απονέκρωσης των νεύρων ο ασθενής δεν νιώθει πόνο, κρύο ή ζέστη σε αυτά τα σημεία. Η αναισθησία αυτή μπορεί να προκαλέσει τραυματισμούς, τους οποίους δεν αντιλαμβάνεται το άτομο, και μπορεί να οδηγήσουν σε μολύνσεις ή και ακρωτηριασμούς αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα. Η λέπρα, αυτή καθεαυτή, γενικά δεν θεωρείται θανατηφόρος ασθένεια. Ο θάνατος μπορεί να επέλθει από τις συνέπειες της νόσου, όπως μολύνσεις ή φυματίωση.

Ο τρόπος που μεταδίδεται η ασθένεια δεν έχει αποσαφηνιστεί. Το πιθανότερο είναι με την επαφή και πιο εύκολα όταν υπάρχει κάποια πληγή στο σημείο που άγγιξε μολυσμένο σημείο του λεπρού. Η στενή και συχνή επαφή με ανθρώπους που είναι ήδη μολυσμένοι σίγουρα αυξάνει τις πιθανότητες μετάδοσης.[εκκρεμεί παραπομπή] Η αυστηρή καθαριότητα καθενός που έρχεται σε επαφή με ασθενείς, ιδιαίτερα αυτών που έχουν στο σώμα τους και την παραμικρότερη πληγή, είναι επιτακτική. Οι νέοι να αποφεύγουν να πλησιάζουν ασθενείς, γιατί μολύνονται ευκολότερα.[εκκρεμεί παραπομπή] Αν κάποιος διαμένει με λεπρό ή έρχεται συχνά σε στενή επαφή μαζί του θα πρέπει να εξετάζεται από γιατρούς τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο το λιγότερο για μια πενταετία. Ο πιο γνωστός μύθος που κυκλοφορεί ακόμα για την ασθένεια είναι πως μεταδίδεται εύκολα. Σύμφωνα όμως με τις τελευταίες μελέτες η λέπρα κατατάσσεται στην τελευταία θέση των μεταδοτικών ασθενειών. Με τη φαρμακευτική αγωγή ο ασθενής παύει πλέον να μεταδίδει την ασθένεια και μπορεί να ζήσει μια φυσιολογική ζωή.

Στο παρελθόν, η λέπρα ήταν αθεράπευτη. Η ιστορία της θεραπείας της είναι μεγάλη και κρατά αιώνες μέχρι τη μεταπολεμική περίοδο και την εφεύρεση των αντιμικροβιακών. Από τον 14ο αιώνα και μέχρι τη δεκαετία του 1940 αντιμετωπίζονταν με τη χορήγηση ελαίου υδνόκαρπου, μία τεχνική που κατέστησε αποτελεσματική το 1915 η χημικός Άλις Μπολ.[10][11] Τις τελευταίες δεκαετίες όμως με την πρόοδο της επιστήμης η ασθένεια στα πρώτα της στάδια είναι δυνατόν να υποχωρήσει, και σε όλες τις περιπτώσεις να βελτιωθεί η κατάσταση του ασθενούς. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι διάφορα αντιβιοτικά, που χορηγούνται σε δόσεις ανάλογα με το βάρος και την ηλικία του ασθενούς. Η λήψη των αντιμικροβιακών γίνεται για αρκετούς μήνες, σύμφωνα με τα εκάστοτε θεραπευτικά πρωτόκολλα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Τα φάρμακα συνήθως κυκλοφορούν σε συσκευασίες έτοιμες για χορήγηση δωρεάν στους ασθενείς του Τρίτου Κόσμου και χρηματοδοτούνται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Παράγονται από την εταιρία Novartis. Για την αποφυγή δημιουργίας ανθεκτικών στελεχών του μικροβίου, η θεραπεία σήμερα γίνεται με συνδυασμό τριών (3) φαρμάκων. Θεωρητικά εκτιμάται ότι η νόσος σήμερα θεραπεύεται πλήρως, αν και αναφέρονται υποτροπές σε ασθενείς. Εμβόλιο για τη λέπρα δεν είναι διαθέσιμο. Τα παιδιά θα πρέπει να εμβολιάζονται με το εμβόλιο B.C.G. της φυματίωσης, διότι οι βάκιλοι του Κοχ και του Χάνσεν που προκαλούν τις δυο ασθένειες θεωρούνται συγγενικοί. Το πρωτόκολλο θεραπείας της λέπρας της Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας WHO για το έτος 2010 δίνει τις εξής οδηγίες θεραπείας:

  • Λέπρα οφειλόμενη σε ένα στέλεχος (1-5 δερματικές βλάβες): Rifampicin + Dapsone για 6 μήνες.
  • Λέπρα οφειλόμενη σε πολλά στελέχη μικροβίων(>5 βλάβες δέρματος): Rifampicin + Clofazimine + Dapsone για 12 μήνες.
  • Οι συσκευασίες θεραπείας είναι μηνιαίες, και διαφορετικές για ενηλίκους και παιδιά. Καθοδηγούν εύκολα τον ασθενή να πάρει τα φάρμακα, άλλα που είναι για μια φορά τον μήνα, και άλλα σε καθημερινή χορήγηση.

Το φυτό Centella asiatica και τα εκχυλίσματα του (ενδομυϊκά, τοπικά ή μέσω κατάποσης) έχουν χρησιμοποιηθεί για να αντιμετωπιστούν οι δερματικές εκδηλώσεις της πάθησης.[12][13][14][15][16][17]

  1. Sophie M. Worobec (2008). «Treatment of leprosy/Hansen's disease in the early 21st century». Dermatologic Therapy 22 (6): 518–537. doi:10.1111/j.1529-8019.2009.01274.x. ISSN 1396-0296. PMID 19889136.
  2. 1 2 3 4 «Current status of leprosy: epidemiology, basic science and clinical perspectives». The Journal of Dermatology 39 (2): 121–129. February 2012. doi:10.1111/j.1346-8138.2011.01370.x. PMID 21973237.
  3. 1 2 3 4 5 «Leprosy». Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2025.
  4. «New Leprosy Bacterium: Scientists Use Genetic Fingerprint To Nail 'Killing Organism'». ScienceDaily. 28 Νοεμβρίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαρτίου 2010. Ανακτήθηκε στις 23 Αυγούστου 2025.
  5. «Two Cases of Leprosy in Siblings Caused by Mycobacterium lepromatosis and Review of the Literature». The American Journal of Tropical Medicine and Hygiene 95 (3): 522–527. September 2016. doi:10.4269/ajtmh.16-0076. PMID 27402522.
  6. Λεξικό Ελληνικής Τεγόπουλος Φυτράκης, Αθήνα 1999.
  7. WHO
  8. Is Leprosy (Hansen's Disease) Contagious?
  9. Ιστοσελίδα WHO, νόσος Leprosy: http://www.who.int/mediacentre/factsheets/fs101/en/
  10. Ignotofsky, Rachel (2016). Women in science : 50 fearless pioneers who changed the world (First edition έκδοση). New York: Ten Speed Press. σελ. 45. ISBN 978-1-60774-976-9. 928479964.CS1 maint: Extra text (link)
  11. «Meet Alice Ball, The 23-Year-Old Black Scientist Who Revolutionized Leprosy Treatment». All That's Interesting (στα Αγγλικά). 15 Μαρτίου 2020. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2020.
  12. Boiteau, P., et al. Asiaticoside extracted from Centella asiatica, its therapeutic uses in the helaing of experimental or refractory wounds, leprosy, skin tuberculosis, and lupus. Therapie. 11:125-149, 1956.
  13. Cakrabarty, T., et al. Centella asiatica in the treatment of leprosy. Sci Culture. 42:573, 1970.
  14. Abou-Chaar CI. New drugs from higher plants recently introduced into therapeutics. Leban Pharm J. 1963;8:15-37.
  15. Boiteau P, Ratsimamanga AR. Important cicatrizants of vegetable origin and the biostimulins of Filatov. Bull Soc Sci Bretagne. 1959;34:307-315.
  16. Chakrabarty T, Deshmukh S. Centella asiatica in the treatment of leprosy. Sci Cult. 1976;42:573.
  17. Chaudhuri S, Ghosh S, Chakraborty T, et al. Use of a common Indian herb “Mandukaparni” in the treatment of leprosy. J Indian Med Assoc. 1978;70:177-180.

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]