Παν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Παν
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΣύζυγοςΑίγη
ΣύντροφοςΑίγη
Ηχώ
Eupheme
Ισμηνίδα
Symaithis
ΤέκναΆκις
Κρηναίος
Κρότος
Σειληνοί
Ίυγξ
Ιάμβη
Γλαύκος του Πανός
ΓονείςΕρμής[1] και Δίας[1] και Δρυόπη, Καλλιστώ[1], Πηνελόπη[1], Κοντουμέλια και Ύβρις
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Παν (Παίν) είναι αρχαία ελληνική, ιδεατή, ανθρωπόμορφη δευτερεύουσα θεότητα, που ήταν συνυφασμένη με την «πανίδα» της Φύσης, (άνθρωποι και ζώα) σε μια αμφίδρομη σχέση προστασίας, αλλά και προσωποποίηση της γενετικής δύναμης της ζωής.

Σύμφωνα με τη Μυθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Παν απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, «Θεός τραγοπόδαρος», ως προστάτης των κτηνοτρόφων, των κυνηγών, των αλιέων και των ποιμένων με μόνιμη διαμονή σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές κλπ). Η λατρεία του έλαβε μέγιστη ανάπτυξη παράλληλα με εκείνη του Δία και των άλλων Ολύμπιων Θεών σε όλο τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού.

Κατά τις κυριότερες μυθολογικές παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων, ο Παν ήταν γιος:

  • (Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Πηνελόπης, που μετέστη αργότερα στον ουρανό ως υφάντρα του ουράνιου πέπλου και την οποία μεταγενέστεροι μυθογράφοι ταύτισαν με τη Σπαρτιάτισσα σύζυγο του Οδυσσέα. Βάσει αυτού του μύθου ο Παν είχε γεννηθεί στο όρος Κυλλήνη της αρχαίας Αρκαδίας.
  • (Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Καλλιστούς, συνοδού της θεάς Άρτεμης στην Αρκαδία, που αργότερα μετέστη επίσης στον ουρανό σχηματίζοντας τη Μεγάλη Άρκτο.
  • Του Διός και της νύμφης Καλλιστούς ή του Διός και της νύμφης Θύμβριδος.
  • Του Ουρανού και της Γαίας.
  • Του Αιθέρος και κάποιας νύμφης.
  • Του Απόλλωνα και της Οινόης.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ετυμολογία του ονόματος φέρεται εκ της ρίζας Παι = Παιδεία, παιδεύω, παιδαγωγός, παίνα, παινεύω, παινία. Ο Νίκος Π. Γεωργακόπουλος δίνει ερμηνεία εκ του λατινικού «pain» (= πόνος) για αυτό ο Παίνας φέρεται να συμβολίζει τον πόνο των ανθρώπων κατά τη διάρκεια της μέρας.

Μύθοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σύριγξ καταδιωκόμενη από τον Πάνα, έργο του Νικολά Πουσέν

Η εμφάνιση του Πανός στην Ελληνική Μυθολογία φαίνεται να ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ.. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας. Μόλις όμως τον αντίκρισε η μητέρα του τον εγκατέλειψε τρομαγμένη από τη μορφή που είχε, με δύο κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γενειοφόρος και τραγοπόδαρος. Ο Ερμής που αντιλήφθηκε τη σκηνή έσπευσε και προστάτευσε τον έκθετο Πάνα τον οποίο και μετέφερε στον Όλυμπο όπου και τον παρουσίασε στον Δία και τους άλλους θεούς οι οποίοι και τον καλοδέχθηκαν. Στη συνέχεια επέστρεψε και ανατράφηκε από τις αρκαδικές Νύμφες, οπότε και έγινε φίλος του Διονύσου και εμφανίσθηκε πλέον ως προστάτης των γεωργών και κτηνοτρόφων και των προϊόντων τους, φίλος του κρασιού και του γλεντιού.

Ο Παν ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και εραστής κάθε νέας ή νέου που πλησίαζε τον χώρο του, δηλαδή τη φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων, δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή και περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με τον ποιμενικό του αυλό, τη σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η Σύριγγα (αρχαία: Σύριγξ) ήταν και αυτή Νύμφη, η οποία προκειμένου να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο Παν έκοψε απ΄ αυτήν ανόμοια τεμάχια καλαμιού, τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του.

Οι ερωτικές περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές, σημαντικότερη των οποίων φέρεται εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης (ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης).

Χαρακτηριστικός σχετικά με το πρόσωπό του είναι και ο θρύλος, ότι στη Μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές, επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του "παν - παν - παν", με συνέπεια οι Πέρσες ακούγοντάς τον να καταληφθούν από πανικό (λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν).

Ορφικός ύμνος Πανός (θυμίαμα ποικίλα)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πᾶνα καλῶ κρατερόν, νόμιον, κόσμοιο τὸ σύμπαν, οὐρανὸν ἠδὲ θάλασσαν ἰδὲ χθόνα παμβασίλειαν καὶ πῦρ ἀθάνατον• τάδε γὰρ μέλη ἐστὶ τὰ Πανός. ἐλθέ, μάκαρ, σκιρτητά, περίδρομε, σύνθρονε Ὥραις, αἰγομελές, βακχευτά, φιλένθεε, ἀστροδίαιτε, ἁρμονίαν κόσμοιο κρέκων φιλοπαίγμονι μολπῆι, φαντασιῶν ἐπαρωγέ, φόβων ἔκπαγλε βροτείων, αἰγονόμοις χαίρων ἀνὰ πίδακας ἠδέ τε βούταις, εὔσκοπε, θηρητήρ, Ἠχοῦς φίλε, σύγχορε νυμφῶν, παντοφυής, γενέτωρ πάντων, πολυώνυμε δαῖμον, κοσμοκράτωρ, αὐξητά, φαεσφόρε, κάρπιμε Παιάν, ἀντροχαρές, βαρύμηνις, ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης. σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον γαίης πέδον ἐστήρικται, εἴκει δ᾽ ἀκαμάτου πόντου τὸ βαθύρροον ὕδωρ Ὠκεανός τε πέριξ † ἐν ὕδασι † γαῖαν ἑλίσσων, ἀέριόν τε μέρισμα τροφῆς, ζωοῖσιν ἔναυσμα, καὶ κορυφῆς ἐφύπερθεν ἐλαφροτάτου πυρὸς ὄμμα. βαίνει γὰρ τάδε θεῖα πολύκριτα σαῖσιν ἐφετμαῖς• ἀλλάσσεις δὲ φύσεις πάντων ταῖς σαῖσι προνοίαις βόσκων ἀνθρώπων γενεὴν κατ᾽ ἀπείρονα κόσμον. ἀλλά, μάκαρ, βακχευτά, φιλένθεε, βαῖν᾽ ἐπὶ λοιβαῖς εὐιέροις, ἀγαθὴν δ᾽ ὄπασον βιότοιο τελευτὴν Πανικὸν ἐκπέμπων οἶστρον ἐπὶ τέρματα γαίης.

«Καλώ τον κρατερό Πάνα, τον νόμιο, τον κοσμούντα το σύμπαν, τον ουρανό, την θάλασσα, την παμβασίλεια χθόνα και το αθάνατο πυρ. Γιατί αυτά είναι τα μέλη του Πανός. Έλθε, μάκαρ, σκιρτήτα, περίδρομε, σύνθρονε των Ωρών, αιγομελή, βακχευτή, φιλένθεε, αστροδίεται, που αρμόζεις την αρμονία της φιλοπαίγμονας μόλπης του Κόσμου, επαρωγέ των φαντασιών, έκπαγλε για τους φόβους των βροτών, εσύ που χαίρεσαι στους πίδακες μαζί με τους αιγονόμους και τους αγελαδάρηδες, εύσκοπε, θηρευτή, φίλε της Ηχούς, σύγχορε των Νυμφών, που φύεις τα πάντα, γενέτωρ των πάντων, πολυώνυμε Δαίμονα, Κοσμοκράτωρα, αυξητά, φαεσφόρε, κάρπιμε Παιάν, που χαίρεσαι στα και με τα άντρα, βαρύμηνη, αληθής Ζευς ο κεράστης. Σε σένα στηρίχτηκε το άπειρο πεδίο της γαίας, καθώς υποχωρεί το βαθύροο ύδωρ του ακάμαντου πόντου και ο Ωκεανός που ελίσσει τα ύδατα του γύρω από την γαία, και το αέριο μέρισμα της τροφής. Είσαι έναυσμα της ζωής και το όμμα του ελαφρότατου πυρός, πάνω από την κορυφή των πάντων. Γιατί βαίνουν τα θεία διακρινόμενα από τις δικές σου προσταγές. Αλλάζεις τις φύσεις των πάντων, βόσκοντας τη γενεά των ανθρώπων με τις δικές σου πρόνοιες, στον άπειρο Κόσμο. Αλλά, μάκαρ, βακχευτή, φιλένθεε, έλα στις ευίερες σπονδές, φέρε μας αγαθό τέλος του βίου εκπέμποντας τον Πανικό οίστρο στα τέρματα της γαίας.»

Λατρεία και ιερά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Παν και οι Νύμφες σε σπήλαιο, 330 π.Χ.

Όπως είναι φυσικό, στην αρχή ο Παν λατρευόταν στην Αρκαδία στο όρος που γεννήθηκε ως ποιμενικός και νόμιος δευτερεύων θεός, εξού και παλαιότερα η Αρκαδία λεγόταν Πανία. Στο Λύκαιο υπήρχε ο αρχαιότερος ναός αφιερωμένος στον Πάνα και τη Σελήνη. Αργότερα στη Λυκόσουρα δημιουργήθηκε σημαντικός ναός του Πανός, στον οποίο ασκούσαν -όπως σημειώνει ο Παυσανίας- και μαντική. Επίσης στη θέση Μέλπεια εκτός από τον ναό του Πανός βρέθηκαν πολυάριθμα πήλινα και χάλκινα ειδώλια του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., μάλλον υπό μορφή ταμάτων. Σταδιακά ο Παν λατρεύτηκε και από τους αλιείς, εξ ου και η προσωνυμία "Παν ο Άκτιος" ή "Παν Άκτιος" και δημιουργήθηκαν παράλια ιερά, κυρίως σε αλιευτικά καταφύγια της αρχαιότητας.

Όταν επίσης οι Αθηναίοι τόν θεώρησαν σημαντικό συντελεστή στη νίκη τους κατά των Περσών ο Παν απέκτησε και τον χαρακτήρα πολεμικής θεότητας. Έτσι, πολλά σπήλαια (άντρα) και λόφοι στην Αττική πήραν το όνομά του. Μεταξύ αυτών είναι το σπήλαιο της βορειοδυτικής πλευράς του βράχου της Ακρόπολης της Αθήνας, ένα άλλο στην Πάρνηθα, ένα τρίτο στον Μαραθώνα και ένα τέταρτο στη Βάρη το λεγόμενο "Σπήλαιο του Νυμφολήπτου ή Αρχεδήμου". Σε όλα αυτά βρέθηκαν ανάγλυφα που παρουσιάζουν τον Πάνα, τον Ερμή και τις Νύμφες καθώς και πολλά αναθήματα, ένα εκ των οποίων είναι και το αναθηματικό ανάγλυφο που εκτίθεται στη Στοά του Αττάλου (της εικόνας). Επίσης το Πάνειο ή Πανείο όρος, βορειοανατολικά της Βάρης καθώς και ο λόφος ο λεγόμενος σήμερα "Πανί" στην περιοχή Αλίμου ήσαν τόποι αφιερωμένοι στον Πάνα. Επίσης ο Παν λατρευόταν στην Αίγινα, στο Άργος, στην Ψυττάλεια, στη Σικυώνα, στην Τροιζήνα, στον Ωρωπό, στη Μεγαλόπολη, στο Κωρύκειο άντρο και κυρίως στην Πιάνα Αρκαδίας καθώς το χωριό πήρε την ονομασία του από τον θεό. Στο τελευταίο χωριό υπάρχει και η σπηλιά του Πανός, την οποία μπορεί κανείς να επισκεφτεί μόνο με τα πόδια ακολουθώντας το μονοπάτι ή, όπως χαρακτηριστικά μας ενημερώνουν και οι ταμπέλες, ένα "κατσικόδρομο" μέσω μιας διαδρομής απαράμιλλης ομορφιάς (η οποία ξεκινά από την πλατεία του χωριού) και να δει επάνω στον βράχο σχηματισμένη τη μορφή της θεότητας (κοιτάζοντας την είσοδο της σπηλιάς στο επάνω μέρος, διαγωνίως δεξιά). Κατά το πρόσφατο παρελθόν η σπηλιά είχε χρησιμοποιηθεί από ντόπιους βοσκούς οι οποίοι έβρισκαν εκεί ένα καταφύγιο για να προστατευθούν οι ίδιοι και τα ζώα τους από τη βροχή. Το μαύρο χρώμα, που ίσως κάνει εντύπωση στον επισκέπτη, στα τοιχώματα της σπηλιάς προέρχεται από τις φωτιές που άναβαν οι βοσκοί, για να ζεσταθούν τον χειμώνα.

Ο Παν (ρωμαϊκό ψηφιδωτό)

Λατρεία όμως του Πανός υπήρχε και εκτός τού ελλαδικού χώρου. Συγκεκριμένα στην αιγυπτιακή πόλη Χέμμιν, την "Πανόπολη" των αρχαίων Ελλήνων, ο Παν ταυτιζόταν με τον θεό Μιν. Στη δε Ρώμη συνδυάστηκε με τον Λούπερκο, προς τιμή του οποίου γίνονταν τα Λουπερκάλια. Επίσης στην ελληνιστική περίοδο οι Στωικοί φιλόσοφοι αλλά και οι Ορφικοί φιλόσοφοι ανήγαγαν τον Πάνα σε θεό του "σύμπαντος κόσμου" (εκ του παν = όλος, σύμπαν) και ιδεατή προσωποποίηση της Φύσης και των δυνάμεών της. Στους δε ύστερους χρόνους τής αρχαιότητας ο Παν θεωρήθηκε θνητή δαιμονική μορφή. Έτσι, με την έλευση του Χριστιανισμού, η μορφή του Πανός αντί της ιδεατής μορφής της υπαίθριας ζωής υιοθετήθηκε μεν, αλλά διαστρεβλωμένη ως μορφή του διαβόλου της κόλασης.

Ο Παν στην τέχνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θεός Παν κατέχει ιδιαίτερη σημαντική θέση στην τέχνη. Τα ιερά του δένδρα ήσαν η δρυς και η πίτυς (βελανιδιά και πεύκο). Σύμβολά του η σύριγγα (ο αυλός του) και η σφενδόνη. Στις θυσίες πού τού πρόσφεραν περιλαμβάνονταν αγελάδες, κριάρια και πρόβατα καθώς γάλα και μέλι. Η αρχαία τέχνη τον απεικόνισε στις διάφορες ασχολίες του και σε ερωτικές σκηνές με τους Σατύρους, τον Ερμή και τον Διόνυσο. Σε αττικά αγγεία των κλασικών χρόνων σε ανάγλυφα εδώλια, νομίσματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, και σε σαρκοφάγους των ρωμαϊκών χρόνων, ο Παν κατέχει ιδιαίτερη θέση.

Σημαντικοί γλύπτες της αρχαιότητας έλαβαν τα θέματά τους από τον Πάνα, όπως ο Πραξιτέλης και ο Ζεύξις, μερικά των οποίων διασώζονται σε ρωμαϊκά αντίγραφα. Χαρακτηριστικό είναι το σύμπλεγμα του Πανός (1η εικόνα), που εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, όπου η Αφροδίτη απειλεί τον Πάνα με το σανδάλι της.

Στους νεότερους χρόνους ο Παν συνέχισε να αποτελεί έμπνευση καλλιτεχνών, όπως οι γλύπτες Φραγκαβίλα, Ροντέν και οι ζωγράφοι Ρομάνο, Ρούμπενς, Πουσέν και Πικάσο.

Γενεαλογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

ΕυφημίαΠαν
ΚρότοςΓλαύκος του Πανός

Συλλογή φωτογραφιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]