Έλληνες της Συρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Έλληνες της Συρίας
Συνολικός πληθυσμός
4.500 (κοινότητα), 12.500 (ελληνόφωνοι)
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Χαμιντιέ, Δαμασκός, Χαλέπι
Γλώσσες
Αραβικά, Ελληνικά
Θρησκεία
Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, Ισλάμ

Οι Έλληνες της Συρίας πρωτοέφτασαν τον 7ο αιώνα π.Χ. και απέκτησαν σημαντική ισχύ κατά την ελληνιστική περίοδο όταν η περιοχή υπήρξε τμήμα της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών. Σήμερα, υπάρχει μια ελληνική κοινότητα περίπου 4.500 κατοίκων στη Συρία, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν συριακή υπηκοότητα και ζουν κυρίως στο Χαλέπι (το κύριο εμπορικό και οικονομικό κέντρο της χώρας), στο Μπανίγιας, στο Ταρτούς και στη Δαμασκό, την πρωτεύουσα. Υπάρχουν επίσης περίπου 8.000 ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι κρητικής καταγωγής στο Χαμιντιέ .

Συρία

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνική παρουσία μαρτυρείται από νωρίς, και μάλιστα το ίδιο το όνομα της Συρίας προέρχεται από μια ελληνική λέξη για την Ασσυρία . [1]

Εποχή του σιδήρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω πληροφορίες: Κατάρρευση της Ύστερης Εποχής του Χαλκού

Εισβολές, μετακινήσεις πληθυσμών και καταστροφές κατά την κατάρρευση της Εποχής του Χαλκού, γ. 1200 π.Χ

Η Αρχαία Εγγύς Ανατολή είχε αρχικά κυριαρχηθεί από έναν αριθμό αυτόχθονων σημιτικών λαών: οι Χαναναίοι, οι Αμορραίοι και οι Ασσύριοι. Επίσης στην περιοχή υπήρχαν και ινδοευρωπαϊκές φυλές όπως: οι Λουβιανοί, οι Μιτάννοι και οι Χετταίοι. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, οι παράκτιες περιοχές δέχθηκαν επίθεση απο εννέα ναυτικές φυλές γνωστές συλλογικά ως Λαοί της Θάλασσας. Αυτή η μεταβατική εποχή θεωρείται από τους ιστορικούς πως ήταν μια βίαιη, ξαφνική και πολιτιστικά ανατρεπτική περίοδος. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ανατολική Μεσόγειος είδε την πτώση των Μυκηναϊκών Βασιλείων, της Αυτοκρατορίας των Χετταίων στην Ανατολία και τη Συρία [2] και του Νέου Βασιλείου της Αιγύπτου στη Συρία και τη Χαναάν. [3]

Οι πρώτοι Έλληνες που μετανάστευσαν στην Εγγύ Ανατολή υπήρξαν Λαοί της Θάλασσας. Τουλάχιστον τρεις από τις εννέα φυλές των Λαών της Θάλασσας πιστεύεται ότι ήταν Έλληνες: οι Denyen, οι Ekwesh και οι Peleset, αν και κάποιοι περιλαμβάνουν επίσης τους Tjeker . Σύμφωνα με τους μελετητές, οι Peleset εγκαταστάθηκαν στην παράκτια λωρίδα γης που ξεκινά από τη Γάζα και καταλήγει στην Ιόππη και έγιναν οι Φιλισταίοι. Ενώ οι Denyen εγκαταστάθηκαν από την Ιόππη στην Άκρα, και οι Tjeker στην Άκρα. Το πολιτικό κενό, που προέκυψε από την κατάρρευση των αυτοκρατοριών των Χετταίων και της Αιγύπτου, είδε την άνοδο των συροχεττιτικών κρατών, των Φιλισταίων και των Φοινικικών Πολιτισμών και τελικά της Νεο-Ασσυριακής Αυτοκρατορίας .

Η Αλ-Μίνα ήταν ελληνική εμπορική αποικία .

Ελληνιστική Εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περισσότερες πληροφορίες: Πόλεμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, Κοέλε-Συρία

Η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών το 200 π.Χ. (πριν από την επέκταση στην Ανατολία και την Ελλάδα )
Ασημένιο νόμισμα του Σέλευκου . Η ελληνική επιγραφή γράφει ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΣΕΛΕΥΚΟΥ.

Η ιστορία των Ελλήνων στη Συρία ξεκινά παραδοσιακά με την κατάκτηση της Περσικής αυτοκρατορίας από τον Μέγα Αλέξανδρο. Ύστερα απο τον θανάτο του Αλεξάνδρου η αυτοκρατορία του χωρίστηκε σε διάφορα κράτη διάδοχα, εγκαινιάζοντας έτσι την Ελληνιστική Εποχή. Η Εγγύς Ανατολή τέθηκε υπό τον έλεγχο του στρατηγού του Αλέξανδρου, Σέλευκου Α' Νικάτωρ, που ίδρυσε την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών . Η ελληνιστική περίοδος χαρακτηρίστηκε από ένα νέο κύμα ελληνικού αποικισμού. Έλληνες έποικοι προέρχονταν από όλα τα μέρη του ελληνικού κόσμου και όχι, όπως παλιά, από μια συγκεκριμένη «μητέρα πόλη». [4] Τα κύρια κέντρα αυτής της νέας πολιτιστικής επέκτασης του ελληνισμού στην Ανατολή υπήρξαν οι σημαντικές πόλεις της Τετράπολης: η Αντιόχεια, η Λαοδίκεια, η Απαμεία και η Σελεύκεια. Η ανάμειξη των ελληνόφωνων γέννησε μια κοινή αττική διάλεκτο, γνωστή ως Ελληνιστική Κοινή, η οποία έγινε η lingua franca σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο.

Σκούρο μπλε: περιοχές στις οποίες οι ελληνόφωνοι πιθανότατα ήταν πλειοψηφία. Γαλάζιο: περιοχές που εξελληνίστηκαν.  

Η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών ήταν μια μεγάλη αυτοκρατορία του ελληνιστικού πολιτισμού που διατήρησε την υπεροχή των ελληνικών εθίμων στα οποία κυριαρχούσε μια ελληνική πολιτική ελίτ, στις νεοϊδρυθείσες αστικές περιοχές. [5] [6] [7] [8] Ο ελληνικός πληθυσμός των πόλεων που αποτελούσαν την κυρίαρχη ελίτ ενισχύθηκε σταδιακά από τη μετανάστευση από την Ελλάδα. [5] [6] Η δημιουργία των νέων ελληνικών πόλεων υποβοηθήθηκε από το γεγονός ότι η ελληνική ηπειρωτική χώρα ήταν υπερπληθυσμένη και ως εκ τούτου. Εκτός από τις πόλεις, υπήρχε επίσης ένας μεγάλος αριθμός φρούριων (χωριά), στρατιωτικών αποικιών (κατοικίες) και ελληνικών χωριών (κώμαι) που οι Σελευκίδες δημιούργησαν σε όλη την αυτοκρατορία για να εδραιώσουν την κυριαρχία τους.

Ρωμαϊκή Εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ανατολικός ελληνισμός άκμασε υπό τη ρωμαϊκή κυριαρχία σε αρκετές περιοχές, όπως η Δεκάπολη . Οι Αντιοχιανοί στο Βόρειο Λεβάντε βρέθηκαν υπό ρωμαϊκή κυριαρχία όταν η Σελεύκεια τελικά προσαρτήθηκε από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία το 64 π.Χ., από τον Πομπήιο στον Τρίτο Μιθριδατικό Πόλεμο. [9] Οι περιοχές στον νότο απορροφήθηκαν σταδιακά. Τελικά, το 135 μ.Χ., ύστερα πο την εξέγερση του Μπαρ Κοχβά, ο Βορράς και ο Νότος συγχωνεύτηκαν στη ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας-Παλαιστίνης, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 390 μ.Χ. περίπου. [10] Κατά τη διάρκεια της ύπαρξής της, ο πληθυσμός της Συρίας-Παλαιστίνης στα βόρεια αποτελούνταν από έναν μικτό πολυθεϊστικό πληθυσμό Φοινίκων, Αραμαίων και Εβραίων καθώς και από Έλληνες αποίκους, αραβικές κοινωνίες Ιτουριανών και αργότερα επίσης από Γασσανίδες . Στην Ανατολή, οι Αραμαίοι και οι Ασσύριοι αποτελούσαν την πλειοψηφία. Στο Νότο, οι Σαμαρείτες, οι Ναβαταίοι και οι Ελληνορωμαίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία κοντά στα τέλη του 2ου αιώνα.

Βυζαντινή Εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σημαία που χρησιμοποιεί η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι Βυζαντινοί Έλληνες αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι ή Ρωμιοί και Γραικοί. Γλωσσικά, μιλούσαν βυζαντινά ή μεσαιωνικά ελληνικά, γνωστά ως «ρωμαϊκά» [11] που βρίσκονται μεταξύ της ελληνιστικής (Κοινής) και της σύγχρονης φάσης της γλώσσας. [12] Οι Βυζαντινοί, αντιλαμβάνονταν τους εαυτούς τους ως απόγονους της κλασικής Ελλάδας, [13] [14] [15] τους πολιτικούς κληρονόμους της αυτοκρατορικής Ρώμης, [16] [17] και τους ακολούθους των Αποστόλων. [13] Έτσι, η αίσθηση της «ρωμανικότητας» ήταν διαφορετική από αυτή των συγχρόνων τους στη Δύση. «Ρωμαϊκή» ονομαζόταν η χυδαία ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με την «ελληνική» που ήταν η λογοτεχνική ή δογματική της μορφή. [18]

Η βυζαντινή κυριαρχία στην Εγγύ Ανατολή, γνωστή ως Επισκοπή της Ανατολής, κατέστησε την περιοχή ως μία από τις σημαντικότερες εμπορικές, αγροτικές, θρησκευτικές και πνευματικές περιοχές της Αυτοκρατορίας. Παράλληλα η στρατηγική της θέση δίπλα στην αυτοκρατορία των Σασσανιδών και στις απείθαρχες φυλές της ερήμου της έδινε εξαιρετική στρατιωτική σημασία. [19] Ολόκληρη η περιοχή της πρώην επισκοπής περιήλθε στην κατοχή των Σασσανιδών μεταξύ 609 και 628, αλλά ανακαταλήφθηκε από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο έως ότου χάθηκε οριστικά από τους Άραβες μετά τη μάχη του Γιαρμούκ και την άλωση της Αντιόχειας.

Αραβική κατάκτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περισσότερες πληροφορίες: Αραβική κατάκτηση της Συρίας και Παλαιστίνης, Αραβοβυζαντινοί πόλεμοι

Χάρτης που περιγράφει λεπτομερώς τη διαδρομή της μουσουλμανικής εισβολής στην κεντρική Συρία

Η αραβική κατάκτηση της Συρίας (αραβικά: الفتح الإسلامي لبلاد الشام) συνέβη το πρώτο μισό του 7ου αιώνα, [20] και αναφέρεται στην κατάκτηση του Λεβάντε, η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως η ισλαμική επαρχία του Μπιλάντ αλ-Σαμ . Την παραμονή των αραβικών μουσουλμανικών κατακτήσεων οι Βυζαντινοί βρίσκονταν ακόμη στη διαδικασία της αποκατάστασης της εξουσίας τους στο Λεβάντε, που τους είχε χαθεί για σχεδόν είκοσι χρόνια. [21] Την εποχή της αραβικής κατάκτησης, το Bilad al-Sham κατοικούνταν κυρίως από ντόπιους αραμαϊκόφωνους χριστιανούς, Γασσανίδες και Ναμπατέους Άραβες, καθώς και από Έλληνες, και από μη χριστιανικές μειονότητες Εβραίων, Σαμαρειτών και Ιτουριανών. Ο πληθυσμός της περιοχής δεν έγινε κυρίως μουσουλμανικός και αραβικός σε ταυτότητα παρά σχεδόν μια χιλιετία μετά την κατάκτηση.

Στο Νότιο Λεβάντε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μουσουλμανικός αραβικός στρατός επιτέθηκε στην Ιερουσαλήμ, που κατείχαν οι Βυζαντινοί τον Νοέμβριο του 636. Η πολιορκία διήρκησε τέσσερις μήνες. Τελικά, ο Ορθόδοξος Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος συμφώνησε να παραδώσει την Ιερουσαλήμ αυτοπροσώπως στον Χαλίφη Ουμάρ. Ο Ουμάρ, που βρισκόταν στην Μεδίνα, συμφώνησε με αυτούς τους όρους και ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ για να υπογράψει τη συνθηκολόγηση την άνοιξη του 637. Ο Σωφρόνιος διαπραγματεύτηκε επίσης ένα σύμφωνο με τον Χαλίφη Ουμάρ, γνωστό ως Σύμφωνο Ουμαριγιά ή Σύμφωνο του Ομάρ, επιτρέποντας τη θρησκευτική ελευθερία για τους Χριστιανούς σε αντάλλαγμα για τζίζια, έναν φόρο που έπρεπε να καταβληθεί στους κατακτημένους μη μουσουλμάνους, που ονομαζόταν «ντίμμις». [22] Ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού της Ιερουσαλήμ κατά την περίοδο της αραβικής κατάκτησης ήταν Έλληνες - Χριστιανοί, [23] η πλειοψηφία του πληθυσμού της Παλαιστίνης περίπου 300.000-400.000 κατοίκων, ήταν ακόμα Εβραίοι. [24] Στη συνέχεια έλαβε χώρα η διαδικασία πολιτιστικής αραβοποίησης και εξισλαμισμού, που συνδύασε τη μετανάστευση στην Παλαιστίνη και την υιοθέτηση της αραβικής γλώσσας και τη μετατροπή μέρους του τοπικού πληθυσμού στο Ισλάμ. [25]

Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικά, οι οπαδοί της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Ελληνικής Καθολικής Εκκλησίας των Μελκητών ανεξαρτήτως εθνικότητας θεωρούνταν ως μέρος του Ρωμιού Μιλέτ (millet-i Rûm), ή του «ρωμαϊκού έθνους» από τις Οθωμανικές αρχές.

Σύμφωνα με μια σπάνια εθνογραφική μελέτη, που δημοσιεύτηκε από τον Γάλλο ιστορικό και εθνογράφο Αλέξανδρο Συνβέ το 1878, σε όλη τη Συρία, τον Λίβανο και την Παλαιστίνη ζούσαν 160.000 Έλληνες. [26]

Ελληνικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μόλις ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, οι Ρωμιοί σε όλη την Αυτοκρατορία έγιναν στόχος διώξεων και η Συρία δεν γλίτωσε απο αυτές. [27] Φοβούμενη ότι οι Ρωμιοί της Συρίας θα συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση η Υψηλή Πύλη τους διέταξε να αφοπλιστούν. [28] Στην Ιερουσαλήμ, ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός της πόλης, ο οποίος εκτιμάται ότι αποτελούσε τότε περίπου το 20% του συνόλου της πόλης, [29] αναγκάστηκε από τις οθωμανικές αρχές να παραδώσει τα όπλα του, να φορέσει μαύρα και να βοηθήσει στη βελτίωση των οχυρώσεων της πόλης. Οι ελληνορθόδοξοι ιεροί χώροι, όπως το Μοναστήρι της Παναγίας του Μπαλαμάντ, που βρίσκεται ακριβώς νότια της πόλης της Τρίπολης στον Λίβανο, υπέστησαν βανδαλισμούς και εκδικητικές επιθέσεις, που ανάγκασαν τους μοναχούς να τα εγκαταλείψουν μέχρι το 1830. [30] Ούτε ο Ελληνορθόδοξος Πατριάρχης δεν ήταν ασφαλής, καθώς ελήφθησαν εντολές αμέσως μετά την εκτέλεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη να δολοφονηθεί και ο Πατριάρχης Αντιοχείας, αλλά οι τοπικοί αξιωματούχοι δεν κατάφεραν να εκτελέσουν τις εντολές. 

Μνημείο του Βάσου Μαυροβουνιώτη στην Ποντγκόριτσα

Στις 18 Μαρτίου 1826, ένας στολίσκος περίπου δεκαπέντε ελληνικών πλοίων, με επικεφαλής τον Βάσο Μαυροβουνιώτη, επιχείρησε να διαδώσει την Ελληνική Επανάσταση στο Οθωμανικό Λεβάντε. Σημαντικές πληροφορίες δίνει ο τότε Βρετανό πρόξενο Τζόν Μπάρκερ, [31] που στάθμευε στο Χαλέπι, σε ένα σημείωμα του προς τον Βρετανό Πρέσβη Στράτφορντ Κάνιγκ, στην Κωνσταντινούπολη. Οι Έλληνες Επαναστάτες αποβιβάστηκαν στη Βηρυτό,[28] αλλά εμποδίστηκαν από έναν τοπικό μουφτή και μια βιαστικά οργανωμένη αμυντική δύναμη. Αν και αρχικά απωθήθηκαν, οι Έλληνες κατάφεραν να κρατήσουν ένα μικρό τμήμα της πόλης κοντά στην ακτή σε μια περιοχή που κατοικούνταν από ντόπιους Ρωμιούς κατά τη διάρκεια της οποίας έκαναν έκκληση στους Ρωμιούς «να σηκωθούν και να ενωθούν μαζί τους» [31] και μάλιστα έστειλαν πρόσκληση στον αρχηγό των ντόπιων Δρούζων να συμμετάσχει και αυτός. Λίγες μέρες αργότερα, στις 23 Μαρτίου 1826, ο τοπικός κυβερνήτης Αμπντουλάχ Πασάς έστειλε τον υπολοχαγό του και σχεδόν 500 αλβανούς άτακτους στρατιώτες για να εκδικηθούν. [31]

Σφαγή στο Χαλέπι το 1850[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 17–18 Οκτωβρίου 1850, μουσουλμάνοι ταραχοποιοί επιτέθηκαν στις χριστιανικές γειτονιές του Χαλεπίου. Τα οθωμανικά αρχεία δείχνουν ότι 688 σπίτια, 36 καταστήματα και 6 εκκλησίες υπέστησαν ζημιές, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνοκαθολικού Πατριαρχείου και της βιβλιοθήκης του. [32] Τα γεγονότα οδηγούν εκατοντάδες χριστιανούς να μεταναστεύσουν κυρίως στη Βηρυτό και τη Σμύρνη. [33]

Η σφαγή της Δαμασκού το 1860[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 10 Ιουλίου 1860 ο Άγιος Ιωσήφ της Δαμασκού και 11.000 Έλληνες Ορθόδοξοι και Καθολικοί Χριστιανοί της Αντιόχειας [34] [35] σκοτώθηκαν όταν Δρούζοι επιδρομείς κατέστρεψαν μέρος της παλιάς πόλης της Δαμασκού. Οι Ρωμιοί είχαν καταφύγει στις εκκλησίες και τα μοναστήρια του Μπαμπ Τούμα («Πύλη του Αγίου Θωμά»). Η Σφαγή ήταν μέρος του εμφυλίου πολέμου του Όρους Λιβάνου το 1860, ο οποίος ξεκίνησε ως εξέγερση των Μαρωνιτών στο όρος Λίβανος και κορυφώθηκε με τη σφαγή στη Δαμασκό.

Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και Γενοκτονία των Ελλήνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ρωμιοί, μαζί με τους Οθωμανούς Έλληνες, έγιναν στόχος των Ιτιχαντιστών Οθωμανικών αρχών σε αυτό που σήμερα είναι ιστορικά γνωστό ως γενοκτονία των Ελλήνων . [36] Ως αποτέλεσμα, τρεις ελληνορθόδοξες μητροπόλεις της Αντιοχείας εκμηδενίστηκαν πλήρως: η Μητρόπολη Ταρσού και Αδάνων, η Μητρόπολη Αμίδας και η Μητρόπολη Θεοδοσιουπόλεως. Αρκετοί Αντιοχιανοί που ζούσαν εκτός της Γαλλικής Εντολής για τη Συρία και τον Λίβανο υποβλήθηκαν στην αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, η οποία τερμάτισε την Οθωμανική Ελληνική Γενοκτονία. Μια σύγχρονη ελληνική πόλη, η οποία αποτελείται από επιζώντες της Αντιόχειας από την ανταλλαγή πληθυσμών είναι η Νέα Σελεύκεια,  που βρίσκεται στην Ήπειρο . Οι ιδρυτές της Νέας Σελεύκειας ήταν πρόσφυγες από τη Σελεύκεια της Κιλικίας.

Παρούσα κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Δαμασκός φιλοξενεί μια οργανωμένη ελληνική κοινότητα από το 1913, αλλά υπάρχει επίσης σημαντικός αριθμός Ελλήνων Μουσουλμάνων με καταγωγή από την Οθωμανική Κρήτη που ζουν σε πολλές παραθαλάσσιες πόλεις και χωριά της Συρίας και του Λιβάνου από τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι μουσολυμάνοι εγκατάστάθηκαν εκεί από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1897–98, στον οποίο η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε την Κρήτη. Το πιο σημαντικό κρητικό μουσουλμανικό χωριό στη Συρία είναι Χαμιντιέ, όπου πολλοί από τους κατοίκους του συνεχίζουν να μιλούν τα ελληνικά ως πρώτη τους γλώσσα. Φυσικά, υπάρχει επίσης σημαντικός ελληνοσυριακός πληθυσμός στο Χαλέπι καθώς και μικρότερες κοινότητες στη Λατάκια, το Ταρτούς και τη Χομς .

Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες άλλες εθνοτικές μειονότητες στη Συρία, οι περισσότεροι Ελληνο-Σύριοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί μιλούν μόνο Αραβικά μαζί με μια ξένη γλώσσα που διδάσκεται στο σχολείο, όπως τα γαλλικά ή τα αγγλικά. Ωστόσο, είναι σχετικά διαδεδομένη μια εργασιακή ή στοιχειώδης γνώση της ελληνικής, για λειτουργικούς σκοπούς, καθώς και μεταξύ παλαιότερων, ιδιαίτερα πρώτης και δεύτερης γενιάς, ατόμων. Επίσης, η Δαμασκός έχει ιδιωτικό ελληνόφωνο σχολείο για την κοινότητα. Συντηρείται από επισκέπτες εκπαιδευτικούς από την Ελλάδα .

Έλληνες Μουσουλμάνοι στη Συρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τον ελληνορθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό, υπάρχουν επίσης περίπου 8.000 ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι κρητικής καταγωγής στο Χαμιντιέ της Συρίας και 7.000 άτομα ελληνικής μουσουλμανικής καταγωγής στην Τρίπολη του Λιβάνου[37]. Το 1988, πολλοί Έλληνες μουσουλμάνοι από τον Λίβανο και τη Συρία είχαν αναφέρει ότι υφίστανται διακρίσεις από την ελληνική πρεσβεία λόγω της θρησκευτικής τους πεποίθησης. Τα μέλη της κοινότητας αντιμετωπίζονταν με αδιαφορία και ακόμη και εχθρότητα και τους στερούνταν βίζα και ευκαιρίες να βελτιώσουν τα ελληνικά τους μέσω ταξιδιών στην Ελλάδα[37].

Λόγω του Συριακού Εμφυλίου Πολέμου, πολλοί Μουσουλμάνοι Έλληνες αναζήτησαν καταφύγιο στη γειτονική Κύπρο και ακόμη και κάποιοι πήγαν στην αρχική τους πατρίδα την Κρήτη, ωστόσο εξακολουθούν να θεωρούνται ξένοι. [38]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Herodotus. «Herodotus VII.63». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2000. Ανακτήθηκε στις 31 Μαρτίου 2022. VII.63: The Assyrians went to war with helmets upon their heads made of brass, and plaited in a strange fashion which is not easy to describe. They carried shields, lances, and daggers very like the Egyptian; but in addition they had wooden clubs knotted with iron, and linen corselets. This people, whom the Hellenes call Syrians, are called Assyrians by the barbarians. The Chaldeans served in their ranks, and they had for commander Otaspes, the son of Artachaeus. 
  2. For Syria, see M. Liverani, "The collapse of the Near Eastern regional system at the end of the Bronze Age: the case of Syria" in Centre and Periphery in the Ancient World, M. Rowlands, M.T. Larsen, K. Kristiansen, eds. (Cambridge University Press) 1987.
  3. S. Richard, "Archaeological sources for the history of Palestine: The Early Bronze Age: The rise and collapse of urbanism", The Biblical Archaeologist (1987)
  4. Ulrich Wilcken, Griechische Geschichte im Rahmen der Altertumsgeschichte.
  5. 5,0 5,1 Glubb, Sir John Bagot 1967 34
  6. 6,0 6,1 Steven C. Hause, William S. Maltby (2004). Western civilization: a history of European society. Thomson Wadsworth. σελ. 76. ISBN 978-0-534-62164-3. The Greco-Macedonian Elite. The Seleucids respected the cultural and religious sensibilities of their subjects but preferred to rely on Greek or Macedonian soldiers and administrators for the day-to-day business of governing. The Greek population of the cities, reinforced until the second century BCE by immigration from Greece, formed a dominant, although not especially cohesive, elite. 
  7. Victor, Royce M. (2010). Colonial education and class formation in early Judaism: a postcolonial reading. Continuum International Publishing Group. σελ. 55. ISBN 978-0-567-24719-3. Like other Hellenistic kings, the Seleucids ruled with the help of their "friends" and a Greco-Macedonian elite class separate from the native populations whom they governed. 
  8. Britannica, "Seleucid kingdom", 2008, O.Ed.
  9. Sicker, Martin (2001). Between Rome and Jerusalem: 300 years of Roman-Judaean relations By Martin Sicker. ISBN 9780275971403. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2012. 
  10. . Summer 1998. 
  11. Adrados 2005.
  12. Alexiou 2001.
  13. 13,0 13,1 Kazhdan & Constable 1982; Runciman 1970; Niehoff 2012.
  14. Pontificium Institutum Orientalium Studiorum 2003: "As heirs to the Greeks and Romans of old, the Byzantines thought of themselves as Rhomaioi, or Romans, though they knew full well that they were ethnically Greeks." (see also: Savvides & Hendricks 2001)
  15. Kitzinger 1967: "All through the Middle Ages the Byzantines considered themselves the guardians and heirs of the Hellenic tradition."
  16. Kazhdan & Constable 1982; Runciman 1970; Haldon 1999.
  17. Browning 1992: "The Byzantines did not call themselves Byzantines, but Romaioi—Romans. They were well aware of their role as heirs of the Roman Empire, which for many centuries had united under a single government the whole Mediterranean world and much that was outside it."
  18. Runciman 1985.
  19. Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford University Press. σελίδες 1533–1534. ISBN 978-0-19-504652-6. 
  20. "Syria." Encyclopædia Britannica. 2006. Encyclopædia Britannica Online. 20 Oct. 2006 Syria -- Britannica Online Encyclopedia
  21. "Britannica Iran"
  22. Runciman, Steven (1951). A History of the Crusades:The First Crusade and the Foundation of the Kingdom of Jerusalem. Penguin Books. σελίδες Vol.1 pp.3–4. ISBN 0-521-34770-X. 
  23. Luz, Nimrod. «Aspects of Islamization of Space and Society in Mamluk Jerusalem and its Hinterland» (PDF). Hebrew University of Jerusalem. 
  24. Israel Cohen (1950).Contemporary Jewry: a survey of social, cultural, economic, and political conditions, p 310.
  25. Lauren S. Bahr; Bernard Johnston (M.A.); Louise A. Bloomfield (1996). Collier's encyclopedia: with bibliography and index. Collier's. p. 328. Retrieved 19 December 2011.
  26. «Anemi - Digital Library of Modern Greek Studies - Les Grecs de l'Empire ottoman : Etude statistique et ethnographique / par A. Synvet». anemi.lib.uoc.gr (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2020. 
  27. Notes from the life of a Syrian by Antonius Ameuney. A.W. Bennett. 1860. σελ. 1. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2015. Greek Revolution Lebanon. 
  28. 28,0 28,1 Priestley, H.I.· American Historical Association (1938). France Overseas: A Study Of Modern Imperialism, 1938. Octagon Books. σελ. 87. ISBN 9780714610245. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2015. 
  29. Fisk and King, 'Description of Jerusalem,' in The Christian Magazine, July 1824, page 220. Mendon Association, 1824.
  30. Balamand patriarchal monastery. antiochpatriarchate.org. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2015. 
  31. 31,0 31,1 31,2 Bedlam in Beirut: A British Perspective in 1826. University of North Florida. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουνίου 2015. 
  32. Eldem, Goffman & Masters 1999
  33. Commins 2004
  34. Shaw, Ezel Kural. History of the Ottoman Empire and modern Turkey, Volume 2, Cambridge University Press, 1977
  35. New, York Times. Details of the Damascus Massacre, NYT, August 13, 1860
  36. «The Black Book». www.greece.org. Ανακτήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2020. 
  37. 37,0 37,1 Greek-Speaking Enclaves of Lebanon and Syria by Roula Tsokalidou. Proceedings II Simposio Internacional Bilingüismo. Retrieved 18-12-08
  38. «Europe's forgotten Greek Muslims still suffer 120 years after exile». T-Vine. 24 Μαΐου 2018.