Έλληνες της Κριμαίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι πληθυσμοί των Ρουμέων (από το "Ρωμαίοι", Ρουμ στα Τούρκικα) της Ταυρικής ανήκουν στους παλαιότερους κατοίκους της Κριμαίας και είναι βέβαιο ότι προϋπήρχαν των Τατάρων και των Καραϊτών, που το νεοσύστατο Ουκρανικό κράτος ανεγνώρισε ως μόνες «γηγενείς εθνότητες», μάλλον λόγω της ολιγωρίας των ελληνικών κυβερνήσεων οι οποίες, μετά το 1991, δε ζήτησαν ανάλογη μεταχείριση και για τους ντόπιους Μαριουπολίτες Έλληνες. Γνωστή είναι η έξοδος των ελληνόφωνων (Ρουμέων) και ταταρόφωνων (Ουρούμ)[1] ορθοδόξων το 1778, όταν ο θρησκευτικός τους εθνάρχης (μιλέτ μπασί) μητροπολίτης Γοτθίας και Καφά, Ιγνάντιος Γκοζαδίνος (από τη νήσο Τζια) τους οδήγησε στα μέρη της Μαριούπολης, όπου τους εγκατέστησε με αυτοκρατορικό ουκάζιο η Αικατερίνη η Μεγάλη.

Η απογραφή του Pallas[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο P.S. Pallas έκανε το 1793-1794, με εντολή της Μεγάλης Αικατερίνης, την επιστημονική καταγραφή της Ταυρικής χερσονήσου διαπίστωσε ότι σε όλη την νότια παραλιακή ζώνη τα ίχνη της μακρόχρονης παρουσίας των Ελλήνων ήταν καταφανεί τόσο στους άδειους οικισμούς τους όσο και στις καλλιέργειες. Από τις περιγραφές του γερμανού αυτού επιστήμονα, που αποτελούν πάντα πολύτιμη πηγή για την ιστορία της Κριμαίας στο τέλος του 18ου αιώνα, απομονώσαμε το τοπωνυμικό των ελληνικών χωριών, πολλά από τα οποία ξανακτίστηκαν στη περιοχή της Μαριούπολης, στο Ντονιέσκ, στα παράλια της «Χρυσής Μαιωτίδας[2]» όπου υπάρχουν μέχρι σήμερα.[3]

Ο Πάλλας αναφέρει σχετικά:[4]

«Ο πληθυσμός της Κριμαίας έφτανε προηγουμένως τουλάχιστον το μισό εκατομμύριο. Η πρώτη πληθυσμιακή μείωση έγινε το 1778, όταν σαν επακόλουθο της ειρήνης που σύναψε η Ρωσία με την Τουρκία, πάνω από τριάντα χιλιάδες χριστιανοί, τόσο Έλληνες όσο και Αρμένιοι που ήσαν προηγουμένων εγκατεστημένοι στην Κριμαϊκή Ταρταρία (Crim Tartary), μεταφέρθηκαν στις περιοχές που βρίσκονται ανάμεσα στους ποταμούς Ντον και Μπέρντα, προς την Θάλασσα Αζόφ. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η έξοδος των Τάταρων, ευθύς ως η Ρωσία ανέλαβε την κατοχή της Κριμαίας, στη διάρκεια των ετών 1785-1788[5] [...]

»Έτσι, το 1783, όταν έγινε απογραφή πληθυσμού σε όλη την (Ρωσική) Αυτοκρατορία (διαπιστώθηκε ότι) κατοικούσαν σε όλη την περιφέρεια του τότε κυβερνείου, ή oblast της Ταυρίδας, μόνο 85.805 άντρες και 71.328 γυναίκες, ήτοι συνολικά 157.125 άτομα όλων των ηλικιών.»

Μεταξύ των κατοίκων αυτών μαθαίνουμε, από τα στοιχεία που παραθέτει ο Πάλλας, ότι περιλαμβάνονταν 1.751 Έλληνες του «αλβανικού λόχου» (1.165 άντρες και 586 γυναίκες) οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Μπαλουκλαβά (Balaklava) και διαχέονταν εμπορευόμενοι στα κυριότερα αστικά κέντρα της χερσονήσου, όπως και 3.659 (1.987 άντρες και 1.672 γυναίκες) έποικοι που εγκατέστησαν οι ευγενείς στις νέες κτηματικές τους περιουσίες. Από διάφορες άλλες, επί μέρους, αναφορές του Πάλλας, προκύπτει ότι πολλοί από τους έποικους αυτούς ήταν γηγενείς Ρουμέοι που ζήτησαν να επανέλθουν στους παραθαλάσσιους πατρογονικούς τους οικισμούς και ορισμένοι ευγενείς τους το επέτρεψαν, επειδή γνώριζαν να καλλιεργούν τα αμπέλια και τα ελαιόδεντρα.

Σημαντικές μορφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της ζωής των ελληνικών παροικιών της Ρωσίας έπαιξαν, από πολύ νωρίς, ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806) και ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800).

Ο Ευγένιος Βούλγαρης δέχεται το 1772 πρόσκληση της Μεγάλης Αικατερίνης και τον βρίσκουμε βιβλιοθηκάριο στην Πετρούπολη. Το 1775 ο έλληνας κληρικός χειροτονείται αρχιεπίσκοπος «Σλαβινίου και Χερσώνος» και τον Οκτώβριο του 1776 εγκαταλείπει τη Μόσχα για να μετοικήσει στην αρχιεπισκοπή του και να ζήσει μέχρι το 1781 στην Πολτάβα και ως το τέλος του 1788 -ή τις αρχές του 1789- στην Χερσώνα. Τα χρόνια από το 1789 μέχρι τον θάνατό του, στα 1806, θα τα περάσει στην Αγία Πετρούπολη. Το 1801 αποχωρεί στο μοναστήρι του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι. Ο Βούλγαρης είναι ο πρώτος έλληνας λόγιος που έγραψε για την Κριμαία. Το έργο του «Έκθεσις της Ταυρικής Χερσοννήσου ήτοι της λεγομένης Μικράς Ταταρίας», γραμμένο μετά από παρότρυνση του Ποτέμκιν, συνιστά μία εποπτεία της ιστορίας της Κριμαίας από την Αρχαιότητα έως το 1774. Γραμμένο μέσα στα συμφραζόμενα του «ελληνικού σχεδίου» της Μεγάλης Αικατερίνης, το έργο του Βούλγαρη επιχειρεί να συνδυάσει με το σχέδιο αυτό τις ελληνικές προσδοκίες για πολιτική χειραφέτηση.

Διάδοχος του Ευγένιου Βούλγαρη στην αρχιεπισκοπή «Σλαβινίου και Χερσώνος» υπήρξε ο Νικηφόρος Θεοτόκης, ο οποίος πέρασε αργότερα στην αρχιεπισκοπή «Αστραχανίου» στις εκβολές του Βόλγα, όπου ήδη ζούσε εκεί ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων. Στο Αστραχάν υπηρέτησε μέχρι το 1792 οπότε, σε ηλικία 61 ετών, παραιτήθηκε και αποσύρθηκε σε μοναστήρι της Μόσχας.

Αναφορικά με τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας, παραγνωρισμένο (μέχρι το 1992!) τμήμα των οποίων είναι οι Έλληνες της Κριμαίας, ένα χρόνο μετά τη συνθήκη ειρήνης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1775 ο Νικηφόρος Θεοτόκης, σε αντιπαράθεση με το Φανάρι, συμβούλευε τους Έλληνες να μετοικήσουν στη Ρωσία.

«… η κραταιοτάτη και ευρυχωροτάτη των Ρώσων Αυτοκρατορία υπτίαις χερσί και πατρικαίς αγκάλαις πάντας τους ορθοδόξους υποδέχεται, έκαστον αναλόγως κυβερνώσα τε και τιμούσα και προβιβάζουσα, κατά την αυτού κατάστασιν και ικανότητα.[6]»

Θεωρείται, από τους ιστορικούς, ότι με τις παραινέσεις του αυτές υπηρετούσε τη Ρωσική προπαγάνδα η οποία, στα τέλη του 18ου αιώνα είχε δημιουργήσει ένα ευνοϊκό κλίμα για μετανάστευση στη Νότια Ρωσία. Ήταν μάλιστα σε τέτοιο βαθμό διαδεδομένη αυτή η προπαγάνδα που η λαίδη Craven αναρωτήθηκε στην αλληλογραφία της το 1786,[7] γιατί οι εύποροι Ρωμιοί της Κωνσταντινούπολης ανέχονταν ακόμα την οθωμανική καταπίεση και δεν πήγαιναν να ζήσουν στην ομόθρησκό τους Ρωσία.

Οι τσαρικές αρχές έδιναν, μάλιστα, στους μετανάστες που έρχονταν να εγκατασταθούν στις «νέες κτήσεις» της Ρωσίας σιτάρι για ένα χρόνο, ένα άλογο, μια αγελάδα, δυο βόδια για το όργωμα, πέντε αργυρά ρούβλια και δέκα χρόνια εξαίρεση από τη φορολογία. Υπολογίζεται ότι στην περίοδο 1829-1882 μετανάστευσαν, εκμεταλλευόμενοι τις διατάξεις αυτές περί τους 150.000 Έλληνες κυρίως εποχικοί εργάτες της γης, κτίστες και βιοτέχνες από τον Ανατολικό Πόντο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1915 ένας ανάλογος αριθμός Ελλήνων πήγαινε στα σχολεία της Ρωσίας. Η πολιτική αυτή έφερε σημαντικό αριθμό Ελλήνων του Πόντου, του Αρχιπελάγους και της κυρίως Ελλάδος στις περιοχές της Νότιας Ρωσίας. Οι μετανάστες αυτοί ανέδειξαν, μέχρι το 1918, ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες αλλά δε συνδέθηκαν με τους γηγενείς Έλληνες της Μαριούπολης ένα τμήμα των οποίων διατηρεί, μέχρι σήμερα, την ιδιαίτερη του ελληνική διάλεκτο, ενώ ένα άλλο μιλάει ένα τουρκο-ταταρικό ιδίωμα που χρονολογείται από τον 13ο αιώνα.Συνολικά οι Έλληνες της Κριμαίας φτάνουν τους 210.000 περίπου.

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Οι ταταρόφωνοι Έλληνες της Κριμαίας λέγονται Ουρούμοι.
  2. Τίτλος ποιητικής συλλογής του Μαριουπολότη Γρηγόρη Μεότη
  3. Βλ. Λεοντή Κυριακόβ, Απ ατό μαρέγια ας τα τρία γιαλούς, Ντονιέσκ 1993, 62-76.
  4. Pallas P. S. Vol 1, 342-343.
  5. Είναι γνωστό ότι το Οθωμανικό κράτος εγκατέστησε ορισμένους από τους Τατάρους αυτούς στη Θεσσαλία.
  6. Θεοτόκης Νικηφόρος 1853, Απόκρισης ορθοδόξου τινός προς τινα αδελφόν ορθόδοξον περί της των κατολίκων δυναστείας. Έκδοση 3η, 95 (1η έκδοση 1775).
  7. Craven 1789, 238.