Ιστορία της Τουρκίας
Η ιστορία της Τουρκίας, δηλαδή η ιστορία της σημερινής Τουρκικής Δημοκρατίας, περιλαμβάνει την ιστορία τόσο της Ανατολίας όσο και της Ανατολικής Θράκης (του ευρωπαϊκού τμήματος της Τουρκίας). Αυτές οι δύο προηγουμένως διακριτές πολιτικά περιοχές τέθηκαν υπό τον έλεγχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον δεύτερο αιώνα π.Χ., και τελικά έγιναν η καρδιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δηλαδή της ελληνικής συνέχειας της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Για εποχές που προηγούνται της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα πρέπει να διακρίνουμε την ιστορία της Τουρκίας πριν την άφιξη των τουρκικών φύλων και μετά από αυτήν.[1][2] Μετά την Βυζαντινή Αυτοκρατορία η ιστορία της Τουρκίας συνεχίζει με τη δυναστεία των Σελτζούκων, την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την σύγχρονη Τουρκική Δημοκρατία.[1][2]
Σημειωτέον ότι εδώ ο όρος Ανατολία, ο οποίος χρησιμοποιείται στο άρθρο, είναι συνώνυμος της Μικράς Ασίας.
Προϊστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ανθρώπινη κατοίκηση στην Ανατολία χρονολογείται από την Παλαιολιθική εποχή.[3] Τα παλαιότερα τεχνουργήματα που έχουν βρεθεί σε τουρκικό έδαφος είναι της Λίθινης Εποχής. Αντικείμενα της παλαιολιθικής εποχής έχουν βρεθεί διάσπαρτα στην Ανατολία και πολλά στεγάζονται σήμερα στο Μουσείο των Πολιτισμών της Ανατολίας στην Άγκυρα, στο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αττάλεια και σε άλλα τουρκικά ιδρύματα.
Το Γκεμπεκλί Τεπέ είναι η θέση στην οποία βρέθηκε το παλαιότερο κτίσμα χτισμένο από άνθρωπο, ένας ναός που χρονολογείται γύρω στο 10.000 π.Χ.[4] ενώ το Τσαταλχογιούκ είναι ένας πολύ μεγάλος νεολιθικός και χαλκολιθικός οικισμός στην Ανατολία, ο οποίος υπήρχε περίπου από το 7500 π.Χ. έως το 5700 π.Χ. Είναι η μεγαλύτερη και καλύτερα διατηρημένη πόλη της νεολιθικής εποχής που έχει βρεθεί ως τις μέρες μας.[5] Το Νεβαλί Τσορί ήταν ένας νεολιθικός οικισμός ο οποίος βρέθηκε στο μέσο του Ευφράτη, στη Σανλιούρφα. Το άγαλμα του ανθρώπου της Σανλιούρφας χρονολογείται γύρω στο 9000 π.Χ., χρονολογούμενο έτσι στην προκεραμική φάση της νεολιθικής εποχής. Ο άνθρωπος της Σανλιούρφας είναι το παλαιότερο φυσικού μεγέθους άγαλμα ανθρώπου στο κόσμο.[6] Θεωρείται πιθανή η σχέση του με το Γκεμπεκλί Τεπέ. Ο οικισμός της Τροίας άρχισε να κατοικείται κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής και συνέχισε η κατοίκηση της και κατά την εποχή Εποχή του Σιδήρου.[7]
Ο πολιτισμός της χαλκοκρατίας άρχισε να εμφανίζεται στην Ανατολία στα μέσα της 1ης χιλιετίας π.Χ. Οι αρχαιότερες θέσεις της εποχής του Χαλκού στην Ανατολία εντοπίζονται σε αρκετούς αρχαιολογικούς χώρους που βρίσκονται στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα της Ανατολής. Αντικείμενα που χρονολογούνται από την εποχή του Λίθου, όπως οστά ζώων και απολιθώματα τροφών, έχουν βρεθεί στο Μπουρντούρ (πόλη βόρεια της Αττάλειας). Αν και η προέλευση μερικών των πρώτων λαών που κατοίκησαν το έδαφος της σημερινής Τουρκίας αποτελεί μυστήριο για τους ιστορικούς, οι Χατιανοί, η Ακκαδική Αυτοκρατορία, η Ασσυρία και οι Χετταίοι, μας παρέχουν πολλά παραδείγματα της καθημερινής ζωής των πολιτών των κρατών τους και των εμπορικών τους συναλλαγών. Μετά την πτώση των Χετταίων, τα νέα ελληνικά κράτη της Φρυγίας και της Λυδίας συμπλήρωσαν το κενό εξουσίας που υπήρχε στην περιοχή, καθώς ο ελληνικός αιγαιακός πολιτισμός άρχισε να ακμάζει.
Αρχαία ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ανατολία (Μικρά Ασία)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αρχαία ιστορία της Ανατολίας (Μικρά Ασία) καλύπτει την ιστορία της Ανατολίας στην κλασική και την ελληνιστική εποχή, έως και την προσάρτηση της από την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τον δεύτερο αιώνα π.Χ.
Μετά την πτώση των Χετταίων, τα ελληνίζοντα κράτη της Φρυγίας και της Λυδίας ήταν ισχυροί παίκτες στην δυτική Μικρά Ασία καθώς ο ελληνικός πολιτισμός άρχισε να ανθίζει. Μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ. όλη η Ανατολία ενσωματώθηκε στην Περσική Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών.
Καθώς η Περσία ισχυροποιήθηκε οικονομικά, οι αρχές της Περσίας διατήρησαν ένα βαθμό αυτονομίας για την Μικρά Ασία, ενώ χάρη σε αυτή την αυτονομία πολλές πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας έγιναν αυτόνομες και πλούτισαν. Όλη η Ανατολία χωρίστηκε σε διάφορες σατραπείες, οι οποίες διοικούνταν από τους σατράπες (κυβερνήτες) που διόριζε ο μεγάλος βασιλιάς της Περσίας. Η αρχαία Αρμενία, στην οποία κυβερνούσε η δυναστεία των Οροντιδών, περιλάμβανε τμήματα της ανατολικής Τουρκίας, ξεκινώντας από τον 6ο αιώνα π.Χ. έγινε σατραπεία. Κατά καιρούς υπήρχαν επαναστάσεις από σατράπεις χωρίς όμως να προκαλούν ιδιαίτερα προβλήματα στην αυτοκρατορία. Τον 5ο αιώνα π.Χ., ο Δαρείος Α' έχτισε τη Βασιλική Οδό, η οποία συνέδεε τα Σούσα με τις Σάρδεις.[8]
Η Ανατολία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορία των Αχαιμενιδών. Τον πρώτο 5ο αιώνα π.Χ., μερικές Ιωνικές πόλεις επαναστάτησαν και έτσι έλαβε χώρα η Ιωνική Επανάσταση. Αυτή η εξέγερση, αφού καταπνίγηκε εύκολα από τους Πέρσες, αποτέλεσε την άμεση αφορμή για τους περσικούς πολέμους, ένας από τους πιο κρίσιμους πολέμους στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Η περσοκρατία στην Μικρά Ασία τελείωσε με τις κατακτήσεις του Μέγα Αλέξανδρου, ο οποίος νίκησε τον Δαρείο Γ΄ μεταξύ 334 και 330 π.χ. Ο Αλέξανδρος άρπαξε τον έλεγχο ολόκληρης της περιοχής από την Περσία σε διαδοχικές μάχες. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η αυτοκρατορία του αποτέλεσε πεδίο διαμάχης μεταξύ των Διαδόχων, αλλά η Μικρά Ασία ήταν υπό συνεχή απειλή για εισβολή από τους Γαλάτες και τους ηγέτες της Περγάμου, του Πόντου, και της Αιγύπτου. Η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, το μεγαλύτερο από τα μεταλεξανδρινά κράτη, κατείχε και την Ανατολία, αλλά υπέστη ήττες από τον στρατό της Ρώμης με αποκορύφωμα τις μάχες των Θερμοπυλών και της Μαγνησίας. Στη Συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.) το βόρειο μέρος των σελευκιδικών κτήσεων στην Μικρά Ασία παραχωρήθηκε στην Πέργαμο. Το Βασίλειο της Περγάμου και η δημοκρατία της Ρόδου, σύμμαχοι της Ρώμης στον πόλεμο με τους Σελευκίδες, προσάρτησαν την πρώην σελευκιδική Μικρά Ασία. Στο τέλος του 2ου αιώνα και έως το 65 π.Χ. βασίλεψε ο Μιθριδάτης στον Πόντο, ο οποίος ισχυροποίησε σημαντικά το βασίλειο του Πόντου και ήλεγχε στην δεκαετία του 80 π.Χ. μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, είτε ο ίδιος, είτε σύμμαχες πόλεις και περιοχές.[9]
Ο ρωμαϊκός έλεγχος της Ανατολίας ήταν σχετικά χαλαρός, επιτρέποντας στις τοπικές αρχές να κυβερνούν αποτελεσματικά τις επαρχίες τους και να παρέχουν στρατιωτική προστασία στην αυτοκρατορία. Στις αρχές του 4ου αιώνα, ο Μέγας Κωνσταντίνος ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη και στα τέλη του 4ου αιώνα η ρωμαϊκή αυτοκρατορία χωρίστηκε σε δύο μέρη. Το ανατολικό τμήμα είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, και έμεινε γνωστή ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το Βυζάντιο, το αρχικό όνομα της Κωνσταντινούπολης όταν ήταν αποικία των Μεγαραίων.[10]
Θράκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Θράκες ήταν ινδοευρωπαϊκά φύλα που ζούσαν σε μια μεγάλη περιοχή στη κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη.[11] Συνορεύονταν με τους Σκύθες στα βόρεια, τους Κέλτες και τους Ιλλυριούς στα δυτικά, τους Έλληνες στα νότια και τη Μαύρη Θάλασσα στα ανατολικά. Μιλούσαν τη θρακική γλώσσα που είναι μέλος της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας, αν και σαν γλώσσα η θρακική γλώσσα έχει μελετηθεί ελάχιστα από τους γλωσσολόγους. Η μελέτη των Θρακών και του Θρακικού πολιτισμού είναι γνωστή ως θρακολογία.
Ξεκινώντας γύρω στο 1200 π.Χ., η δυτική ακτή της Ανατολίας άρχισε να αποικίζεται από ελληνόφωνους Αιολείς και Ίωνες. Οι Έλληνες ίδρυσαν αρκετές πόλεις όπως η Μίλητος, η Έφεσος, η Σμύρνη και το Βυζάντιο, με τη τελευταία να ιδρύεται από Έλληνες αποίκους από τα Μέγαρα το 657 π.Χ. Η Θράκη προσαρτήθηκε στην Περσία από τον Δαρείο τον Μέγα στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. και ενσωματώθηκε εκ νέου στην αυτοκρατορία το 492 π.Χ. μετά την εκστρατεία του Μαρδόνιου κατά τη διάρκεια της πρώτης περσικής εισβολής στην Ελλάδα.[12] Η επικράτεια της Θράκης αργότερα ενοποιήθηκε από το βασίλειο των Οδρυσών, το οποίο ίδρυσε ο βασιλιάς Τήρης,[13] πιθανότατα μετά την ήττα των Περσών στην Ελλάδα.[14]
Μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ., η παρουσία των Θρακών ήταν αρκετά διάχυτη ώστε ο Ηρόδοτος να γράφει ότι ήταν ο δεύτερος ισχυρότερος λαός της υφηλίου μετά τους Ινδούς, μάλιστα δε υποστηρίζει ότι θα ήταν ο ισχυρότερος λαός στο κόσμο αν ήταν ενωμένοι και όχι διαιρεμένοι. Οι Θράκες της κλασικής εποχής είχαν διαιρεθεί σε διάφορες φυλές και υποομάδες. Μερικές από αυτές ίδρυσαν το βασίλειο των Οδρυσών της Θράκης και το Δακικό βασίλειο της Μπουρεμπίστας. Ο πελταστής, ένα είδος στρατιώτη, πιθανότατα προέρχεται από τη Θράκη.
Πριν από την επέκταση του Βασιλείου της Μακεδονίας, η Θράκη χωρίστηκε σε τρία κομμάτια, το δυτικό, το κεντρικό και το ανατολικό, μετά την αποχώρηση των περσών από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ο Κερσοβλέπτης, ένας αξιόλογος ηγεμόνας των Ανατολικών Θρακών, προσπάθησε να επεκτείνει την εξουσία του και να καθυποτάξει αρκετές θρακικές φυλές αλλά ηττήθηκε από τους Μακεδόνες.
Οι Θράκες γενικά δεν ίδρυαν πόλεις. Οι μεγαλύτερες πόλεις τους ήταν στη πραγματικότητα χωριά[15][16] και η μόνη πραγματική τους πόλη ήταν η Σευθόπολη.[17][18]
Βυζαντινή Αυτοκρατορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Περσική Αχαιμενιδική Αυτοκρατορία υποτάχθηκε στον Μέγα Αλέξανδρο το 330 π.Χ.,[19] ενώ η Μικρασία είχε ήδη υποταχθεί πλήρως στους Μακεδόνες από το 333 π.Χ. με αποτέλεσμα την άνοδο της ισχύος των Ελλήνων στη Μικρασία και τον εξελληνισμό της Μικρασίας σε φάσεις.[20] Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., η Ανατολία στη συνέχεια χωρίστηκε σε ορισμένα μικρά ελληνιστικά βασίλεια, τα οποία έγιναν μέρος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας μέχρι τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ.[21] Η διαδικασία του εξελληνισμού που ξεκίνησε με την κατάκτηση της Μικρασίας από τον Αλέξανδρο επιταχύνθηκε επί Ρωμαίων και στους πρώτους αιώνες μ.Χ. οι τοπικές γλώσσες και πολιτισμοί της Ανατολίας είχαν εκλείψει. Μέχρι την ύστερη αρχαιότητα τα ελληνικά είχαν γίνει η μόνη γλώσσα σε μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ ο ελληνικός πολιτισμός είχε αφομοιώσει τους υπόλοιπους νωρίτερα.[22][23]
Το 324, ο Κωνσταντίνος Α΄ επέλεξε το Βυζάντιο για τη θέση της νέας πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μετονομάζοντάς το σε Νέα Ρώμη. Μετά το θάνατο του Θεοδοσίου Α΄ το 395 και τη μόνιμη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταξύ των δύο γιων του, η πόλη, η οποία θα γινόταν ευρέως γνωστή ως Κωνσταντινούπολη, έγινε η πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία έγινε γνωστή ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κυβέρνησε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Τουρκίας μέχρι τον Ύστερο Μεσαίωνα[24], ενώ το υπόλοιπο ήταν μέρος της επικράτειας των Σασσανιδών Περσών.
Μεταξύ του 3ου και του 7ου αιώνα μ.Χ., οι Βυζαντινοί και οι γειτονικοί Σασσανίδες συγκρούονταν συχνά για την κατοχή της Ανατολίας. Επειδή αυτές οι συγκρούσεις στέρησαν πολλά χρήματα από τα ταμεία των δύο αυτοκρατοριών, αυτές οι συγκρούσεις άνοιξαν το δρόμο για την κατάκτηση του νότιου τμήματος των δύο αυτοκρατοριών από τους μουσουλμάνους, και την πτώση των Σασσανιδών στους Άραβες.
Τα σύνορα της αυτοκρατορίας κυμάνθηκαν μέσα από αρκετούς κύκλους παρακμής και ανάκαμψης. Επί Ιουστινιανού Α΄, η αυτοκρατορία έφτασε στη μεγαλύτερη έκτασή της μετά την πτώση της Δύσης, κατακτώντας εκ νέου μεγάλο μέρος των ιστορικά ρωμαϊκών ακτών της δυτικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης της Αφρικής, της Ιταλίας και της Ρώμης, της οποίας τον έλεγχο διατήρησε για δύο ακόμη αιώνες. Ο Βυζαντινοπερσικός Πόλεμος του 602-628 εξάντλησε τους πόρους της αυτοκρατορίας και κατά τις πρώτες μουσουλμανικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα, έχασε τις πλουσιότερες επαρχίες της, την Αίγυπτο και την Συρία, από το Χαλιφάτο των Ρασιντούν. Στη συνέχεια έχασε την Εξαρχάτο της Αφρικής στους Ομεϋάδες το 698 και η δυναστεία των Ισαύρων έσωσε τη δυναστεία από την πτώση. Η αυτοκρατορία θα εξελισσόταν σταθερά τους επόμενους αιώνες, και μετά την εικονομαχία (726-843) η αυτοκρατορία ανέκαμψε με τη δυναστεία των Μακεδόνων, και τον 11ο αιώνα είχε φτάσει ως τη βόρεια Συρία.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1453 σήμανε το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 και η μάχη του Μυριοκέφαλου το 1176 απετέλεσαν νίκες για τους Τούρκους, που απέκτησαν μόνιμη παρουσία στη περιοχή, και τελικά η κομνήνεια αποκατάσταση δεν ήταν αρκετή για να πετύχει την πλήρη αποκατάσταση της αυτοκρατορίας. Οι πρόσφυγες που εγκατέλειψαν την πόλη μετά την κατάληψή της εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, βοηθώντας σημαντικά στην εξέλιξη της Αναγέννησης. Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας κατακτήθηκε οκτώ χρόνια αργότερα, όταν η ομώνυμη πρωτεύουσά της παραδόθηκε στις οθωμανικές δυνάμεις μετά την πολιορκία της το 1461. Το τελευταίο από τα ελληνικά κράτη, το Πριγκιπάτο της Θεοδωρούς, κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1475.
Πρώιμη ιστορία των Τούρκων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ιστορικοί γενικά συμφωνούν ότι οι πρώτοι τουρκόφωνοι λαοί ζούσαν σε μια περιοχή που εκτείνεται από την Κεντρική Ασία έως τη Σιβηρία. Ιστορικά άρχισαν να υπάρχουν γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ.[25] Οι πρώτοι ξεχωριστοί τουρκικοί λαοί εμφανίστηκαν στις παρυφές της ύστερης συνομοσπονδίας των Σιονγκνού περίπου το 200 π.Χ.[25] δηλαδή την περίοδο της δυναστείας Χαν στη Κίνα.[26] Η πρώτη αναφορά των Τούρκων ήταν σε ένα κινεζικό κείμενο που μιλούσε για το εμπόριο των τουρκόφωνων φυλών με τους Σογδιανούς κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού.
Συχνά αρκετοί υποστηρίζουν ότι οι σιονγκνού, για τους οποίους γίνεται αναφορά σε γραπτά κείμενα των Κινέζων της δυναστείας των Χαν, μιλούσαν μια πρωτοτουρκική γλώσσα.[27][28][29][30]
Οι ορδές των Ούννων του Αττίλα, που εισέβαλαν και κατέκτησαν μεγάλο μέρος της Ευρώπης τον 5ο αιώνα μ.Χ., μπορεί να ήταν Τούρκοι και απόγονοι των Σιονγκνού.[26][31][32] Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι οι Ούννοι ήταν μια τουρκική φυλή, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν Μογγολικής καταγωγής.[33]
Τον 6ο αιώνα, 400 χρόνια μετά την κατάρρευση των βόρειων Σιονγκνού στην Εσωτερική Ασία, την ηγεσία των τουρκικών λαών ανέλαβαν οι Ουράνιοι Τούρκοι, ή αλλιώς Γκιοκτούρκοι. Οι Ουράνιοι Τούρκοι κληρονόμησαν τις παραδόσεις και τη διοικητική εμπειρία των Σιονγκνού. Από το 552 έως το 745, η ηγεσία των Ουράνιων Τούρκων ένωσε τις νομαδικές τουρκικές φυλές σε μια ενιαία αυτοκρατορία. Σε αντίθεση με τους σιονγκνού, οι Ουράνιοι Τούρκοι διόριζαν τους χάνους τους από την φυλή Ασίνα, η οποία ήταν υποταγμένη σε μια κυρίαρχη αρχή την οποία ήλεγχε ένα συμβούλιο φυλάρχων. Το Χανάτο διατήρησε στοιχεία της αρχικής του σαμανιστικής θρησκείας, του Τενγκρισμού, αν και δέχτηκε βουδιστές ιεραποστόλους στο έδαφος του, βουδιστές μοναχούς συγκεκριμένα, και συγκρότησε μια συγκριτική θρησκεία. Οι Ουράνιοι Τούρκοι έγραφαν την παλαιά τουρκική γλώσσα στην ρουνική ορχονική γραφή. Το Χανάτο ήταν επίσης το πρώτο γνωστό τουρκικό κράτος. Προς το τέλος του 6ου αιώνα, το Χανάτο των Ουράνιων Τούρκων χωρίστηκε στο δυτικό και το ανατολικό χαγανάτο. Η Αυτοκρατορία των Τανγκ κατέκτησε το Ανατολικό Τουρκικό Χαγανάτο το 630 και το Δυτικό Τουρκικό Χαγανάτο το 657 σε μια σειρά στρατιωτικών εκστρατειών. Ωστόσο το 681 το χανάτο αναβίωσε. Οι Ουράνιοι Τούρκοι τελικά κατέρρευσαν λόγω μιας σειράς δυναστικών συγκρούσεων, αλλά το εθνωνύμιο των Τούρκων επιβίωσε.
Τουρκικοί λαοί και σχετικές ομάδες μετανάστευσαν δυτικά από το Τουρκεστάν και τη σημερινή Μογγολία προς την Ανατολική Ευρώπη, το οροπέδιο του Ιράν και την Ανατολία και τη σύγχρονη Τουρκία κατά κύματα. Η ημερομηνία στην οποία ξεκίνησε το αρχικό κύμα μετανάστευσης των Τούρκων δεν είναι γνωστή. Μετά από πολλές μάχες ίδρυσαν το δικό τους κράτος και αργότερα δημιούργησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το κύριο μεταναστευτικό κύμα των τουρκόφωνων έλαβε χώρα τον μεσαίωνα και είχε κατεύθυνση την Ασία, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. [34]
Αυτοκρατορία των Σελτζούκων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Σελτζούκοι Τούρκοι δημιούργησαν μια μεσαιωνική αυτοκρατορία που έλεγχε μια τεράστια περιοχή που εκτεινόταν από το Ινδοκούς μέχρι την ανατολική Ανατολία και από την Κεντρική Ασία έως τον Περσικό Κόλπο. Η κοιτίδα τους ήταν στην θάλασσα της Αράλης, αλλά μετά, αφού έφτασαν στο Χορασάν και μετά στην Περσία κατέκτησαν την ανατολική Μικρασία.[35]
Η αυτοκρατορία των Σελτζούκων/Σελτζούκων ιδρύθηκε από τον Τουγρίλ Μπεγκ (1016-1063) το 1037. Ο Τουγρίλ ανετράφη από τον παππού του, τον Σελτζούκ, ο οποίος έδωσε το όνομα του τόσο στην αυτοκρατορία των Σελτζούκων όσο και στη δυναστεία των Σελτζούκων. Οι Σελτζούκοι ένωσαν τον διασπασμένο ανατολικό ισλαμικό κόσμο και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη πρώτη και τη δεύτερη σταυροφορία. Η μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 ήταν κρίσιμη καθώς κέρδισαν τους Βυζαντινούς και εξασφάλισαν την παρουσία τους στην περιοχή, με την προς δυτικά επέκταση τους να έρχεται αμέσως μετά. Ίδρυσαν το σουλτανάτο του Ρουμ, που κατέλαβε μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ το 12ο αιώνα υπέστησαν απώλειες υπέρ των Βυζαντινών εδαφικά. Έχοντας εκπερσιστεί σημαντικά στον πολιτισμό και τη γλώσσα, οι Σελτζούκοι έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της τουρκοπερσικής παράδοσης, εξάγοντας τον περσικό πολιτισμό στην Ανατολία. [36]
Οθωμανική Αυτοκρατορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πρώτη πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους ήταν στην Προύσα, από το 1326. Η Αδριανούπολη κατακτήθηκε το 1361[37] και έγινε πρωτεύουσα. Αφού επεκτάθηκαν στα Βαλκάνια και την Ανατολία κατά την διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, το 1453, οι Οθωμανοί σχεδόν ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσά της, την Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Μωάμεθ Β΄. Η Κωνσταντινούπολη έγινε η νέα πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνέχισε να επεκτείνεται στην Μικρασία, την Κεντρική Ευρώπη, τον Καύκασο, τη Βόρεια και Ανατολική Αφρική, τα νησιά της Μεσογείου, τη Μεγάλη Συρία, τη Μεσοποταμία και την Αραβική χερσόνησο έως τον 17ο αιώνα.
Η δύναμη και το κύρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έφτασαν στο απόγειο τους τον 16ο και 17ο αιώνα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Η αυτοκρατορία βρισκόταν συχνά σε ένοπλη αντιπαράθεση με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όταν οι Τούρκοι προωθούνταν προς την Κεντρική Ευρώπη μέσω της κατάκτησης των Βαλκανίων και του νότιου τμήματος της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας.[38] Επιπλέον, οι Οθωμανοί βρίσκονταν συχνά σε πόλεμο με την Περσία για εδαφικές διαφορές, γεγονός που τους επέτρεψε να κληρονομήσουν τα αποτελέσματα της αναγέννησης των Τιμουριδών. Στη θάλασσα, η αυτοκρατορία συγκρούστηκε με τον Ιερό Σύνδεσμο που αποτελούνταν από την Ισπανία των Αψβούργων, τη Δημοκρατία της Βενετίας και τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη. Η ναυτική σύγκρουση των Τούρκων με τους δυτικούς ήταν για τον έλεγχο της Μεσογείου. Στον Ινδικό Ωκεανό, το οθωμανικό ναυτικό ερχόταν συχνά σε αντιπαράθεση πορτογαλικούς στόλους προκειμένου να υπερασπιστεί το παραδοσιακό του μονοπώλιο στις θαλάσσιες εμπορικές οδούς μεταξύ της Ανατολικής Ασίας και της Δυτικής Ευρώπης. Η ανακάλυψη του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας το 1488 από τους Πορτογάλους οδήγησε στην ισχυροποίηση της πορτογαλικής οικονομίας. Οι Οθωμανοί είχαν επιρροή ακόμη και στη Νοτιοανατολική Ασία καθώς οι Οθωμανοί έστειλαν στρατιώτες στον πιο μακρινό υποτελή τους, το Σουλτανάτο του Ατσέχ[39] στη Σουμάτρα στην Ινδονησία. Οι δυνάμεις τους στο Ατσέχ αντιτάχθηκαν στους Πορτογάλους που περνώντας τον Ατλαντικό και τον Ινδικό Ωκεανό εισέβαλαν στο σουλτανάτο της Μαλάκα και τους Ισπανούς που είχαν περάσει από τη Λατινική Αμερική και εισέβαλαν στην πρώην μουσουλμανική Μανίλα στις Φιλιππίνες, καθώς αυτές οι ιβηρικές δυνάμεις διεξήγαγαν παγκόσμιο πόλεμο κατά των Οθωμανών.
Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699 σηματοδότησε την αρχή της εδαφικής υποχώρησης των Οθωμανών από την Ευρώπη. Η Αυστρία πήρε την Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία εκτός του Βανάτου, και η Βενετία πήρε την Δαλματία με τη Πελοπόννησο από τους Τούρκους. Η Πολωνία ανέκτησε την Ποδολία.[40] Κατά τη διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνέχισε να χάνει τα εδάφη της, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, της Αλγερίας, της Τυνησίας, της Λιβύης. Η Ελλάδα χάθηκε με την επανάσταση του 1821 και οι υπόλοιπες τρεις από τις αποικιακές φιλοδοξίες Γάλλων και Ιταλών. Μεγάλο μέρος των Βαλκανίων χάθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913. Η Ανατολία παρέμεινε ένα μωσαϊκό εθνικοτήτων μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι κάτοικοί της ήταν Τούρκοι, Αρμένιοι, Ασσύριοι, Κούρδοι, Έλληνες, Γάλλοι και Ιταλοί (κυρίως από τη Γένοβα και τη Βενετία). Αντιμέτωπη με εδαφικές απώλειες από όλες τις πλευρές, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπό την κυριαρχία των Τριών Πασάδων συνήψε συμμαχία με τη Γερμανία που την υποστήριξε με στρατεύματα και εξοπλισμό. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914–1918) στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και τελικά ηττήθηκε.[41] Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε πολλά νέα κράτη και άλλες περιοχές πέρασαν στους Βρετανούς και τους Γάλλους.[42] Το 1915 ξεκίνησε η γενοκτονία των Αρμενίων.
Στις 30 Οκτωβρίου 1918 υπογράφηκε η συνθήκη του Μούδρου και ακολούθησε η επιβολή της Συνθήκης των Σεβρών στις 10 Αυγούστου 1920 από τις Συμμαχικές Δυνάμεις, η οποία δεν επικυρώθηκε ποτέ. Η Συνθήκη των Σεβρών θα διέλυε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και θα ανάγκαζε μεγάλες εδαφικής παραχωρήσεις υπέρ της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Βρετανίας και της Γαλλίας.
Τουρκική Δημοκρατία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κατάληψη ορισμένων περιοχών της χώρας από τους Συμμάχους στον απόηχο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε στην ίδρυση του τουρκικού εθνικού κινήματος.[38] Υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, ενός στρατιωτικού διοικητή που είχε διακριθεί κατά τη Μάχη της Καλλίπολης, διεξήχθη ο Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας με στόχο την ανάκληση των όρων της Συνθήκης των Σεβρών.[43] Μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου 1922, οι στρατοί κατοχής εκδιώχθηκαν. Την 1η Νοεμβρίου, το νεοϊδρυθέν κοινοβούλιο κατήργησε επίσημα το Σουλτανάτο, τερματίζοντας την οθωμανική εποχή της τουρκικής ιστορίας. Η Συνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923 οδήγησε στην διεθνή αναγνώριση της «Τουρκικής Δημοκρατίας» ως διαδόχου κράτους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Τουρκική Δημοκρατία ανακηρύχθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1923 στην Άγκυρα.[38] Ο Μουσταφά Κεμάλ έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας και στη συνέχεια εισήγαγε πολλές ριζικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την ίδρυση μιας νέας κοσμικής δημοκρατίας από τα απομεινάρια του οθωμανικού παρελθόντος της.[38] Το οθωμανικό φέσι καταργήθηκε, οι γυναίκες απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα και υιοθετήθηκε το λατινικό αλφάβητο.[44] Σύμφωνα με τον Νόμο περί Επωνύμων, το τουρκικό κοινοβούλιο χάρισε στον Μουσταφά Κεμάλ το τιμητικό επώνυμο «Ατατούρκ» (Πατέρας των Τούρκων) το 1934.[43]
Η Τουρκία ήταν ουδέτερη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939–45), αλλά υπέγραψε μια συνθήκη με τη Βρετανία τον Οκτώβριο του 1939 που έλεγε ότι η Βρετανία θα υπερασπιζόταν την Τουρκία εάν η Γερμανία της επιτεθεί. Το 1941 η Γερμανία απείλησε με εισβολή, αλλά η εισβολή δεν συνέβη και η Άγκυρα αρνήθηκε τα γερμανικά αιτήματα να επιτρέψει στα στρατεύματά της να περάσουν τα σύνορά της για να πάνε στη Συρία ή την ΕΣΣΔ. Η Γερμανία ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της πριν από τον πόλεμο, και η Τουρκία συνέχισε να συναλλάσσεται και με τις δύο πλευρές. Αγόρασε όπλα και από τις δύο πλευρές. Οι Σύμμαχοι προσπάθησαν να σταματήσουν τις γερμανικές αγορές χρωμίου (που χρησιμοποιείται για την κατασκευή καλύτερης ποιότητας χάλυβα). Ξεκινώντας το 1942 οι Σύμμαχοι παρείχαν στρατιωτική βοήθεια. Οι Τούρκοι ηγέτες συζήτησαν με τον Ρούσβελτ και τον Τσόρτσιλ στη Διάσκεψη του Καΐρου τον Νοέμβριο του 1943 και υποσχέθηκαν να μπουν στον πόλεμο. Τον Αύγουστο του 1944, με τη Γερμανία να πλησιάζει στην ήττα, η Τουρκία διέκοψε τις σχέσεις της με τη Γερμανία. Τον Φεβρουάριο του 1945 κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία και την Ιαπωνία, μια συμβολική κίνηση που επέτρεψε στην Τουρκία να ενταχθεί στα Ηνωμένα Έθνη.[45]
Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις με τη Μόσχα επιδεινώθηκαν, θέτοντας το έδαφος για την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Οι απαιτήσεις της Σοβιετικής Ένωσης για στρατιωτικές βάσεις στα Τουρκικά Στενά, ώθησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να υιοθετήσουν το Δόγμα Τρούμαν το 1947. Το δόγμα εξήγγειλε τις αμερικανικές προθέσεις να εγγυηθούν την ασφάλεια της Τουρκίας και της Ελλάδας και είχε ως αποτέλεσμα μεγάλης κλίμακας στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη των ΗΠΑ προς τις δύο χώρες.[46]
Αφού συμμετείχε στο πόλεμο της Κορέας ως σύμμαχος του ΟΗΕ, η Τουρκία εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ το 1952, για να εξασφαλίσει την μη επέκταση των Σοβιετικών στη Μεσόγειο. Μετά από μια δεκαετία διακοινοτικής βίας στο νησί της Κύπρου και το ελληνικό στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουλίου 1974, το οποίο ανέτρεψε τον εκλεγμένο ηγέτη Μακάριο και εγκατέστησε τον Νίκο Σαμψών ως δικτάτορα, η Τουρκία εισέβαλε στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1974. Εννέα χρόνια αργότερα ιδρύθηκε η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ) που μόνο η Τουρκία αναγνωρίζει.[47]
Το 1945 υιοθετήθηκε πολυκομματική δημοκρατία. Στρατιωτικά πραξικοπήματα έλαβαν χώρα το 1960, το 1971 και το 1980.[48] Το 1984, το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν ξεκίνησε μια εξέγερση κατά της τουρκικής κυβέρνησης, με πάνω από 40.000 θύματα έως σήμερα.[49] Μετά την απελευθέρωση της τουρκικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του 1980, η χώρα γνώρισε ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη και μεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα.[50]
Τον Αύγουστο του 2014, ο τότε πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε τις πρώτες άμεσες προεδρικές εκλογές στην Τουρκία.[51]
Τον Ιούλιο του 2016 έγινε απόπειρα πραξικοπήματος. Ορισμένες στρατιωτικές μονάδες επιχείρησαν να αναλάβουν την εξουσία χωρίς επιτυχία.[52] Από τότε έχουν ακολουθήσει εκκαθαρίσεις σε πολλές εκφάνσεις του δημόσιου βίου και των κρατικών υπηρεσιών.[53] Ειδικά μετά τις διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί το 2013 και την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, παρατηρείται μια στροφή στον αυταρχισμό στη Τουρκία.[54]
Τον Απρίλιο του 2017, έλαβε χώρα δημοψήφισμα για το σύνταγμα, όπου οι προτεινόμενες αλλαγές εγκρίθηκαν με οριακή πλειοψηφία.[55] Το 2018 και το 2023 ο Ερντογάν ξαναπήρε την πλειοψηφία των εδρών και επανεξελέγη.
Στις 6 Φεβρουαρίου 2023 έλαβε χώρα σεισμός ισχύος 7.7 Ρίχτερ στα νοτιοανατολικά της χώρας και στη βορειοδυτική Συρία. Οι νεκροί ξεπερνούν τους 51.000 στη Τουρκία και τους 8.000 στη Συρία. Πάνω από 100.000 έχουν μείνει άστεγοι, χιλιάδες οικίες έχουν καταστραφεί και πολλοί άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τις σεισμόπληκτες περιοχές[56], με την κατάρρευση χιλιάδων κτιρίων να αποδίδεται, κυρίως, στην κακή ποιότητα κατασκευής και των οικοδομικών υλικών.[57]
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ahmad, Feroz. The Making of Modern Turkey (Routledge, 1993),
- Barkey, Karen. Empire of Difference: The Ottomans in Comparative Perspective. (2008) 357pp excerpt and text search
- Eissenstat, Howard. "Children of Özal: The New Face of Turkish Studies" Journal of the Ottoman and Turkish Studies Association 1#1 (2014), pp. 23–35 DOI: 10.2979/jottturstuass.1.1-2.23 online
- Findley, Carter V. The Turks in World History (2004) (ISBN 0-19-517726-6)
- Findley, Carter V. Turkey, Islam, Nationalism, and Modernity: A History (2011)
- Finkel, Caroline. Osman's Dream: The History of the Ottoman Empire (2006), standard scholarly survey excerpt and text search
- Freeman, Charles (1999). Egypt, Greece and Rome: Civilizations of the Ancient Mediterranean. Oxford University Press. (ISBN 0198721943)ISBN 0198721943.
- Goffman, Daniel. The Ottoman Empire and Early Modern Europe (2002) online edition Αρχειοθετήθηκε 2011-11-23 στο Wayback Machine.
- Goodwin, Jason. Lords of the Horizons: A History of the Ottoman Empire (2003) excerpt and text search
- Hornblower, Simon; Antony Spawforth (1996). The Oxford Classical Dictionary. Oxford University Press.
- Hale, William. Turkish Foreign Policy, 1774–2000. (2000). 375 pp.
- Inalcik, Halil and Quataert, Donald, ed. An Economic and Social History of the Ottoman Empire, 1300–1914. 1995. 1026 pp.
- Kedourie, Sylvia, ed. Seventy-Five Years of the Turkish Republic (1999). 237 pp.
- Kedourie, Sylvia. Turkey Before and After Ataturk: Internal and External Affairs (1989) 282pp
- E. Khusnutdinova, et al. Mitochondrial DNA variety in Turkic and Uralic-speaking people. POSTER NO: 548, Human Genome Organisation 2002
- Kinross, Patrick). The Ottoman Centuries: The Rise and Fall of the Turkish Empire (1977) (ISBN 0-688-03093-9).
- Kosebalaban, Hasan. Turkish Foreign Policy: Islam, Nationalism, and Globalization (Palgrave Macmillan; 2011) 240 pages; examines tensions among secularist nationalism, Islamic nationalism, secular liberalism, and Islamic liberalism in shaping foreign policy since the 1920s; concentrates on era since 2003
- Kunt, Metin and Woodhead, Christine, ed. Süleyman the Magnificent and His Age: The Ottoman Empire in the Early Modern World. 1995. 218 pp.
- Lloyd, Seton. Turkey: A Traveller’s History of Anatolia (1989) covers the ancient period.
- Mango, Andrew. Ataturk: The Biography of the Founder of Modern Turkey (2000) (ISBN 1-58567-011-1)
- Mango, Cyril. The Oxford History of Byzantium (2002). (ISBN 0-19-814098-3)ISBN 0-19-814098-3
- Marek, Christian (2010), Geschichte Kleinasiens in der Antike C. H. Beck, Munich, (ISBN 9783406598531) (review: M. Weiskopf, Bryn Mawr Classical Review 2010.08.13).
- Ostrogorsky, George. History of the Byzantine State (1969). excerpt and text search
- Quataert, Donald. The Ottoman Empire, 1700–1922 (2005), standard scholarly survey excerpt and text search
- Shaw, Stanford J., and Ezel Kural Shaw. History of the Ottoman Empire and Modern Turkey. Vol. 2, Reform, Revolution, and Republic: The Rise of Modern Turkey, 1808–1975. (1977). excerpt and text search (ISBN 0-521-29163-1)
- Thackeray, Frank W., John E. Findling, Douglas A. Howard. The History of Turkey (2001) 267 pages online Αρχειοθετήθηκε 2020-05-29 στο Wayback Machine.
- Vryonis, Jr., Speros. The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Islamization from the Eleventh through the Fifteenth Century (1971).
- Zurcher, Erik J. Turkey: A Modern History (3rd ed. 2004) excerpt and text search
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 «About this Collection – Country Studies». loc.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Αυγούστου 2008. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2018.
- ↑ 2,0 2,1 Douglas Arthur Howard (2001). The History of Turkey. Greenwood Publishing Group. ISBN 978-0-313-30708-9. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2013.
- ↑ Stiner, Mary C.; Kuhn, Steven L.; Güleç, Erksin (2013). «Early Upper Paleolithic shell beads at Üçağızlı Cave I (Turkey): Technology and the socioeconomic context of ornament life-histories». Journal of Human Evolution 64 (5): 380–398. doi: . ISSN 0047-2484. PMID 23481346.
- ↑ «The World's First Temple». Archaeology magazine. Νοεμβρίου–Δεκεμβρίου 2008. σελ. 23. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου 2023.
- ↑ «Çatalhöyük added to UNESCO World Heritage List». Global Heritage Fund. 3 Ιουλίου 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2013.
- ↑ Chacon, Richard J.· Mendoza, Rubén G. (2017). Feast, Famine or Fighting?: Multiple Pathways to Social Complexity (στα Αγγλικά). Springer. σελ. 120. ISBN 9783319484020.
- ↑ «Troy». World History Encyclopedia. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 April 2021. https://web.archive.org/web/20210414040144/https://www.worldhistory.org/troy/. Ανακτήθηκε στις 9 August 2014.
- ↑ A modern study is D.F. Graf, The Persian Royal Road System, 1994.
- ↑ Σίπλεϊ, Γκράχαμ. Ο ελληνικός κόσμος μετά τον Αλέξανδρο. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
- ↑ ushistory.org. «The Fall of the Roman Empire [ushistory.org]». www.ushistory.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2018.
- ↑ Christopher Webber, Angus McBride (2001). The Thracians, 700 BC–AD 46. Osprey Publishing. ISBN 978-1-84176-329-3.
- ↑ Joseph Roisman,Ian Worthington. "A companion to Ancient Macedonia" John Wiley & Sons, 2011. (ISBN 144435163X) pp 135-138, p 343
- ↑ D. M. Lewis· John Boardman (1994). The Cambridge Ancient History. Cambridge University Press. σελ. 444. ISBN 978-0-521-23348-4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 7 Απριλίου 2013.
- ↑ Xenophon (8 Σεπτεμβρίου 2005). The Expedition of Cyrus. ISBN 9780191605048. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Σεπτεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ John Boardman, I.E.S. Edwards, E. Sollberger, and N.G.L. Hammond. The Cambridge Ancient History, Volume 3, Part 2: The Assyrian and Babylonian Empires and Other States of the Near East, from the Eighth to the Sixth Centuries BC. Cambridge University Press, 1992, p. 612. "Thrace possessed only fortified areas and cities such as Cabassus would have been no more than large villages. In general the population lived in villages and hamlets."
- ↑ John Boardman, I.E.S. Edwards, E. Sollberger, and N.G.L. Hammond. The Cambridge Ancient History, Volume 3, Part 2: The Assyrian and Babylonian Empires and Other States of the Near East, from the Eighth to the Sixth Centuries BC. Cambridge University Press, 1992, p. 612. "According to Strabo (vii.6.1cf.st.Byz.446.15) the Thracian -bria word meant polis but it is an inaccurate translation."
- ↑ Mogens Herman Hansen. An Inventory of Archaic and Classical Poleis: An Investigation Conducted by The Copenhagen Polis Centre for the Danish National Research Foundation. Oxford University Press, 2005, p. 888. "It was meant to be a polis but this was no reason to think that it was anything other than a native settlement."
- ↑ Christopher Webber and Angus McBride. The Thracians 700 BC-AD 46 (Men-at-Arms). Osprey Publishing, 2001, p. 1. "They lived almost entirely in villages; the city of Seuthopolis seems to be the only significant town in Thrace not built by the Greeks (although the Thracians did build fortified refuges)."
- ↑ Hooker, Richard (6 Ιουνίου 1999). «Ancient Greece: The Persian Wars». Washington State University, Washington, United States. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2006.
- ↑ Sharon R. Steadman· Gregory McMahon (15 Σεπτεμβρίου 2011). The Oxford Handbook of Ancient Anatolia: (10,000-323 BCE). Oxford University Press. ISBN 978-0-19-537614-2. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2013.
- ↑ The Metropolitan Museum of Art, New York (Οκτωβρίου 2000). «Anatolia and the Caucasus (Asia Minor), 1000 B.C. – 1 A.D. in Timeline of Art History.». New York: The Metropolitan Museum of Art. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Δεκεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2006.
- ↑ David Noel Freedman· Allen C. Myers (2000). Eerdmans Dictionary of the Bible. Wm. B. Eerdmans Publishing. σελ. 61. ISBN 978-0-8028-2400-4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 24 Μαρτίου 2013.
- ↑ Theo van den Hout (27 Οκτωβρίου 2011). The Elements of Hittite. Cambridge University Press. σελ. 1. ISBN 978-1-139-50178-1. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 24 Μαρτίου 2013.
- ↑ Daniel C. Waugh (2004). «Constantinople/Istanbul». University of Washington, Seattle, Washington. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Σεπτεμβρίου 2006. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2006.
- ↑ 25,0 25,1 Peter Zieme: The Old Turkish Empires in Mongolia. In: Genghis Khan and his heirs. The Empire of the Mongols. Special tape for Exhibition 2005/2006, p. 64
- ↑ 26,0 26,1 Findley (2005), p. 29.
- ↑ «Yeni Turkiye Research and Publishing Center». www.yeniturkiye.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Νοεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2018.
- ↑ Kessler, P L. «An Introduction to the Turkic Tribes». www.historyfiles.co.uk. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Νοεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2018.
- ↑ «Early Turkish History». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Οκτωβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2015.
- ↑ «An outline of Turkish History until 1923». byegm.gov.tr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2018.
- ↑ Theobald, Ulrich. «Xiongnu 匈奴 (www.chinaknowledge.de)». www.chinaknowledge.de. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2018.
- ↑ G. Pulleyblank, "The Consonantal System of Old Chinese: Part II", Asia Major n.s. 9 (1963) 206–65
- ↑ Kessler, P L. «The Origins of the Huns». www.historyfiles.co.uk. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Νοεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2018.
- ↑ Carter V. Findley, The Turks in World History (Oxford University Press, October 2004) (ISBN 0-19-517726-6)
- ↑ Jackson, P. (2002). «Review: The History of the Seljuq Turkmens: The History of the Seljuq Turkmens». Journal of Islamic Studies (Oxford Centre for Islamic Studies) 13 (1): 75–76. doi: .
- ↑ Grousset, Rene, The Empire of the Steppes (Rutgers University Press, 1991), 574.
- ↑ Inalcık, Halil (1978). The Ottoman Empire: conquest, organization and economy. Variorum ReprintsPress. ISBN 978-0-86078-032-8.
- ↑ 38,0 38,1 38,2 38,3 Jay Shaw, Stanford· Kural Shaw, Ezel (1977). History of the Ottoman Empire and Modern Turkey. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-29163-7.
- ↑ İsmail Hakkı Göksoy, "Ottoman-Aceh relations as documented in Turkish sources" in Michael R. Feener, Patrick Daly, and Anthony Reid, Mapping the Acehnese Past (Leiden: KITLV, 2011),65-95.
- ↑ Robert Bideleux, Ian Jeffries, A History of Eastern Europe, 1998, p. 86.
- ↑ Schaller, Dominik J; Zimmerer, Jürgen (2008). "Late Ottoman genocides: the dissolution of the Ottoman Empire and Young Turkish population and extermination policies – introduction". Journal of Genocide Research 10 (1): 7–14. doi:10.1080/14623520801950820
- ↑ Roderic H. Davison; Review "From Paris to Sèvres: The Partition of the Ottoman Empire at the Peace Conference of 1919–1920" by Paul C. Helmreich in Slavic Review, Vol. 34, No. 1 (Mar. 1975), pp. 186–187
- ↑ 43,0 43,1 Mango, Andrew (2000). Ataturk. Overlook. ISBN 978-1-58567-011-6.
- ↑ Kinross, John (2001). Atatürk: A Biography of Mustafa Kemal, Father of Modern Turkey. Phoenix Press. ISBN 978-1842125991.
- ↑ Erik J. Zurcher, Turkey: A Modern History (3rd ed. 2004) pp 203-5
- ↑ Huston, James A. (1988). Outposts and Allies: U.S. Army Logistics in the Cold War, 1945–1953. Susquehanna University Press. ISBN 978-0-941664-84-4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2020.
- ↑ «Timeline: Cyprus». British Broadcasting Corporation. 2006-12-12. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2006-12-16. https://web.archive.org/web/20061216183558/http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/1021835.stm. Ανακτήθηκε στις 2006-12-25.
- ↑ Hale, William Mathew (1994). Turkish Politics and the Military. Routledge, UK. ISBN 978-0-415-02455-6.
- ↑ «Turkey's PKK peace plan delayed». BBC. 2009-11-10. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-11. https://web.archive.org/web/20110511204941/http://news.bbc.co.uk/2/hi/8352934.stm. Ανακτήθηκε στις 2010-02-06.
- ↑ Nas, Tevfik F. (1992). Economics and Politics of Turkish Liberalization. Lehigh University Press. ISBN 978-0-934223-19-5.
- ↑ «Recep Tayyip Erdogan wins Turkish presidential election». BBC News. 10 August 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 November 2022. https://web.archive.org/web/20221125234358/https://www.bbc.com/news/world-europe-28729234. Ανακτήθηκε στις 25 November 2022.
- ↑ «Turkey's coup attempt: What you need to know». BBC News. 16 July 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 November 2022. https://web.archive.org/web/20221125175119/https://www.bbc.com/news/world-europe-36816045. Ανακτήθηκε στις 25 November 2022.
- ↑ ΙΝ, Σύνταξη (15 Ιουλίου 2022). «Έξι χρόνια μετά το πραξικόπημα στην Τουρκία: Τα γεγονότα που έχρισαν τον Ερντογάν «σουλτάνο»». in.gr. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2023.
- ↑ Akçay, Görkem Altınörs, Ümit (22 Φεβρουαρίου 2022). «🌊 The authoritarian consolidation attempt in Turkey». The Loop (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2023.
- ↑ «Erdoğan clinches victory in Turkish constitutional referendum» (στα αγγλικά). the Guardian. 16 April 2017. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 April 2018. https://web.archive.org/web/20180419214143/https://www.theguardian.com/world/2017/apr/16/erdogan-claims-victory-in-turkish-constitutional-referendum. Ανακτήθηκε στις 25 November 2022.
- ↑ «Σεισμός στην Τουρκία: Πάνω από 45.000 οι νεκροί». www.naftemporiki.gr. 1 Μαρτίου 2023. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2023.
- ↑ «Τουρκία: Η υψηλή σεισμικότητα και η ποιότητα των κτιρίων». euronews. 10 Φεβρουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2023.