Μετάβαση στο περιεχόμενο

Διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο διαμελισμός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1920 κατά τη Συνθήκη των Σεβρών.

Ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (30 Οκτωβρίου 1918 – 1 Νοεμβρίου 1922) ήταν ένα γεωπολιτικό γεγονός που συνέβη μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από βρετανικά, γαλλικά και ιταλικά στρατεύματα τον Νοέμβριο του 1918. Η διχοτόμηση σχεδιάστηκε σε διάφορες συμφωνίες που συνήφθησαν από τις Συμμαχικές Δυνάμεις στις αρχές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου,[1] και συγκεκριμένα στη Συμφωνία Σάικς - Πικό, αφότου η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε συμμαχίσει με τη Γερμανία για να σχηματίσει την Οθωμανογερμανική Συμμαχία.[2] Το τεράστιο συγκρότημα εδαφών και λαών που αποτελούσαν παλαιότερα την Οθωμανική Αυτοκρατορία χωρίστηκε σε πολλά νέα κράτη.[3] Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε από τα μεγαλύτερα ισλαμικά κράτη από γεωπολιτική, πολιτιστική και ιδεολογική άποψη. Ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον πόλεμο οδήγησε στην κυριαρχία της Μέσης Ανατολής από δυτικές δυνάμεις όπως η Βρετανία και η Γαλλία, και είδε τη δημιουργία του σύγχρονου αραβικού κόσμου και της σύγχρονης Δημοκρατίας της Τουρκίας. Η αντίσταση στην επιρροή αυτών των δυνάμεων προήλθε από το Τουρκικό Εθνικό Κίνημα, αλλά δεν έγινε ευρέως διαδεδομένη στα άλλα μετα-οθωμανικά κράτη μέχρι την περίοδο της ταχείας αποαποικιοποίησης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η μερικές φορές βίαιη δημιουργία προτεκτοράτων στο Ιράκ και την Παλαιστίνη και η προτεινόμενη διαίρεση της Συρίας σύμφωνα με τις κοινοτικές γραμμές, πιστεύεται ότι ήταν μέρος της ευρύτερης στρατηγικής για την εξασφάλιση της έντασης στη Μέση Ανατολή, απαιτώντας έτσι τον ρόλο των δυτικών αποικιακών δυνάμεων (εκείνη την εποχή Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία) ως ειρηνευτές και προμηθευτές όπλων.[4] Η εντολή της Κοινωνίας των Εθνών έδωσε τη Γαλλική Εντολή για τη Συρία και τον Λίβανο, τη Βρετανική Εντολή για τη Μεσοποταμία (αργότερα Ιράκ) και τη Βρετανική Εντολή για την Παλαιστίνη, που αργότερα διαιρέθηκε στη Βρετανική Παλαιστίνη και το Εμιράτο της Υπεριορδανίας (1921-1946). Οι κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αραβική Χερσόνησο έγιναν το Βασίλειο της Χετζάζ, το οποίο επετράπη να προσαρτήσει το Σουλτανάτο του Νετζντ (σημερινή Σαουδική Αραβία) και το Βασίλειο της Υεμένης. Οι κτήσεις της Αυτοκρατορίας στις δυτικές ακτές του Περσικού Κόλπου προσαρτήθηκαν ποικιλοτρόπως από τη Σαουδική Αραβία, ή παρέμειναν υπό την νορφή βρετανικών προτεκτοράτων (Κουβέιτ, Μπαχρέιν και Κατάρ) αποτεώντας έτσι τα αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου.

Μετά την πλήρη κατάρρευση της οθωμανικής κυβέρνησης, οι εκπρόσωποί της υπέγραψαν τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920, η οποία θα χώριζε μεγάλο μέρος του εδάφους της σημερινής Τουρκίας μεταξύ της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ελλάδας και της Ιταλίας. Ο Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ανάγκασε τις δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πριν μπορέσει να επικυρωθεί η συνθήκη. Οι Δυτικοευρωπαίοι και η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας υπέγραψαν και επικύρωσαν τη νέα Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, αντικαθιστώντας τη Συνθήκη των Σεβρών και συμφωνώντας στα περισσότερα εδαφικά ζητήματα. Ένα ανεπίλυτο ζήτημα, η διαμάχη μεταξύ του Βασιλείου του Ιράκ και της Τουρκίας για την πρώην επαρχία της Μοσούλης, διαπραγματεύτηκε αργότερα υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών το 1926. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι χώρισαν τη Μείζων Συρία μεταξύ τους στη Συμφωνία Σάικς - Πικό. Άλλες μυστικές συμφωνίες συνήφθησαν με την Ιταλία και τη Ρωσία.[5] Η Διακήρυξη του Μπάλφουρ ενθάρρυνε το διεθνές σιωνιστικό κίνημα να πιέσει για μια εβραϊκή πατρίδα στην Παλαιστίνη. Ενώ ήταν μέρος της Τριπλής Αντάντ, η Ρωσία είχε επίσης συμφωνίες εν καιρώ πολέμου που την εμπόδιζαν να συμμετάσχει στη διχοτόμηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τη Ρωσική Επανάσταση. Η Συνθήκη των Σεβρών αναγνώρισε επίσημα τις νέες εντολές της Κοινωνίας των Εθνών στην περιοχή, την ανεξαρτησία της Υεμένης και τη βρετανική κυριαρχία στην Κύπρο.

Οι δυτικές δυνάμεις πίστευαν από καιρό ότι θα γίνουν τελικά κυρίαρχες στην περιοχή που διεκδικούσε η αδύναμη κεντρική κυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βρετανία προέβλεψε την ανάγκη να εξασφαλίσει την περιοχή λόγω της στρατηγικής της θέσης στη διαδρομή προς την Αποικιακή Ινδία και θεωρούσε τον εαυτό της εγκλωβισμένη σε έναν αγώνα με τη Ρωσία για αυτοκρατορική επιρροή, γνωστή ως το Μεγάλο Παιχνίδι.[6] Αυτές οι δυνάμεις διαφώνησαν για τους αντιφατικούς μεταπολεμικούς στόχους τους και έκαναν αρκετές διπλές και τριπλές συμφωνίες.[7]

Η Συρία και ο Λίβανος έγιναν Γαλλικό προτεκτοράτο (καμουφλαρισμένο ως Εντολή της Κοινωνίας των Εθνών).[8] Ο γαλλικός έλεγχος αντιμετωπίστηκε αμέσως με ένοπλη αντίσταση και, για να καταπολεμήσει τον αραβικό εθνικισμό, η Γαλλία χώρισε την περιοχή της Εντολής σε Λίβανο και τέσσερα υποκράτη.[9]

Στους Βρετανούς απονεμήθηκαν τρεις εξουσιοδοτημένες περιοχές, με έναν από τους γιους του Σαρίφ Χουσεΐν, τον Φαϊζάλ, να τοποθετείται ως βασιλιάς του Ιράκ και η Υπεριορδανία να παρέχει θρόνο για έναν άλλο από τους γιους του Χουσεΐν, τονΑμπντάλα Α'. Η Παλαιστίνη τέθηκε υπό άμεση βρετανική διοίκηση και ο εβραϊκός πληθυσμός επετράπη να αυξηθεί, αρχικά υπό βρετανική προστασία. Το μεγαλύτερο μέρος της αραβικής χερσονήσου περιήλθε σε έναν άλλο Βρετανό σύμμαχο, τον Ιμπν Σαούντ, ο οποίος δημιούργησε το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας το 1932.

Κινήματα ανεξαρτησίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν οι Οθωμανοί έφυγαν, οι Άραβες ανακήρυξαν ανεξάρτητο κράτος στη Δαμασκό, αλλά ήταν πολύ αδύναμοι, στρατιωτικά και οικονομικά, για να αντισταθούν στις ευρωπαϊκές δυνάμεις για πολύ, και η Βρετανία και η Γαλλία σύντομα αποκατέστησαν ξανά τον έλεγχο.

Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930 το Ιράκ, η Συρία και η Αίγυπτος κινήθηκαν προς την ανεξαρτησία, αν και οι Βρετανοί και οι Γάλλοι δεν εγκατέλειψαν επισήμως την περιοχή παρά μόνο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά στην Παλαιστίνη, οι αντιμαχόμενες δυνάμεις του αραβικού εθνικισμού και του σιωνισμού δημιούργησαν μια κατάσταση από την οποία οι Βρετανοί δεν μπορούσαν ούτε να επιλύσουν ούτε να απεγκλωβιστούν. Η άνοδος στην εξουσία του ναζισμού στη Γερμανία δημιούργησε μια νέα επείγουσα ανάγκη στη σιωνιστική αναζήτηση για τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, οδηγώντας στη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης.

Οι Ρώσοι, οι Βρετανοί, οι Ιταλοί, οι Γάλλοι, οι Έλληνες, οι Ασσύριοι και οι Αρμένιοι είχαν όλοι αξιώσεις στην Μικρά Ασία, με βάση μια συλλογή υποσχέσεων εν καιρώ πολέμου, στρατιωτικών ενεργειών, μυστικών συμφωνιών και συνθηκών. Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών, όλοι εκτός από τους Ασσύριους, θα είχαν πραγματοποιηθεί οι επιθυμίες τους. Η Αρμενία επρόκειτο να λάβει ένα σημαντικό τμήμα της ανατολής, γνωστή ως Ουιλσονιανή Αρμενία, που εκτείνεται μέχρι την περιοχή της λίμνης Βαν και δυτικά ως το Μους, στην Ελλάδα επρόκειτο να δοθεί η Σμύρνη και η περιοχή γύρω από αυτήν (πιθανότατα και η Κωνσταντινούπολη καθώς και όλη η Θράκη, η οποία διοικούνταν ως διεθνώς ελεγχόμενη και αποστρατιωτικοποιημένη περιοχή), η Ιταλία απέκτησε τον έλεγχο της νοτιοκεντρικής και δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας γύρω από την Αττάλεια, στη Γαλλία δόθηκε η περιοχή της Κιλικίας και στη Βρετανία όλη η περιοχή νότια της Αρμενίας.

Τον Μάρτιο του 1915, ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, Σεργκέι Σαζόνοφ, είπε στους Βρετανούς και Γάλλους Πρεσβευτές George Buchanan και Μωρίς Παλαιολόγος ότι μια διαρκής μεταπολεμική διευθέτηση απαιτούσε από τη Ρωσία την κατοχή της «πόλης της Κωνσταντινούπολης, της δυτικής όχθης του Βοσπόρου, της Προποντίδας, και τον Ελλήσποντο, καθώς και τη νότια Θράκη», και «ένα τμήμα της ασιατικής ακτής μεταξύ του Βοσπόρου, του ποταμού Σαγγάριου και ενός σημείου που θα καθοριστεί στην ακτή του κόλπου της Νικομήδειας».[10] Η Συμφωνία της Κωνσταντινούπολης δημοσιοποιήθηκε από τη ρωσική εφημερίδα Ιζβέστια τον Νοέμβριο του 1917, για να κερδίσει την υποστήριξη του αρμενικού κοινού για τη Ρωσική Επανάσταση. Ωστόσο, η εν λόγω επανάσταση ουσιαστικά τερμάτισε τα ρωσικά σχέδια.

Οι Βρετανοί που αναζητούσαν τον έλεγχο της Προποντίδας οδήγησαν στην Κατοχή της Κωνσταντινούπολης, με γαλλική και ιταλική βοήθεια, από τις 13 Νοεμβρίου 1918 έως τις 23 Σεπτεμβρίου 1923. Μετά την Τουρκική Επανάσταση και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, τα στρατεύματα εγκατέλειψαν την πόλη.

Σύμφωνα με τη Συμφωνία του 1917 του Saint-Jean-de-Maurienne μεταξύ Γαλλίας, Ιταλίας και Ηνωμένου Βασιλείου, η Ιταλία έπρεπε να λάβει όλη τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία εκτός από την περιοχή της Άδανας, συμπεριλαμβανομένης της Σμύρνης. Ωστόσο, το 1919 ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος έλαβε την άδεια από τη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού να καταλάβει τη Σμύρνη, παρακάμπτοντας τις πρόνοιες της συμφωνίας.

Στο πλαίσιο της μυστικής συμφωνίας Σάικς - Πίκο του 1916, οι Γάλλοι κατέκτησαν το Χάται, τον Λίβανο και τη Συρία και εξέφρασαν την επιθυμία για το τμήμα της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας. Η συμφωνία του St. Jean-de-Maurienne του 1917 μεταξύ Γαλλίας, Ιταλίας και Ηνωμένου Βασιλείου παραχώρησε στη Γαλλία την περιοχή των Αδάνων.

Ο γαλλικός στρατός, μαζί με τους Βρετανούς, κατέλαβε τμήματα της Μικράς Ασίας από το 1919 έως το 1921 στον Γαλλοτουρκικό πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων των ανθρακωρυχείων, των σιδηροδρόμων, των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας του Ζονγκουλντάκ, τουΚαραντενίζ Ερεγλί και της Κωνσταντινούπολης, του Ουζούν ΚΙοπρού στην Ανατολική Θράκη και της περιοχής της Κιλικίας. Η Γαλλία τελικά αποχώρησε από όλες αυτές τις περιοχές, μετά την ανακωχή των Μουδανιών, τη Συνθήκη της Άγκυρας και τη Συνθήκη της Λωζάνης.

Ελληνική πρόταση στη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού
Η Ελλάδα σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών

Οι δυτικοί Σύμμαχοι, ιδιαίτερα ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, υποσχέθηκαν στην Ελλάδα εδαφικά κέρδη σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εάν η Ελλάδα έμπαινε στον πόλεμο από την πλευρά των Συμμάχων. Τα υποσχόμενα εδάφη περιλάμβαναν την Ανατολική Θράκη, τα νησιά Ίμβρος και Τένεδο και τμήματα της δυτικής Μικράς Ασίας γύρω από την πόλη της Σμύρνης.

Τον Μάιο του 1917, μετά την εξορία του Κωνσταντίνου Α΄ της Ελλάδας, ο Έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος επέστρεψε στην Αθήνα και συμμάχησε με την Αντάντ. Οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (αν και χωρισμένες μεταξύ υποστηρικτών της μοναρχίας και υποστηρικτών του Βενιζέλου) άρχισαν να συμμετέχουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του βουλγαρικού στρατού στα σύνορα. Την ίδια χρονιά, βάσει της Συμφωνίας του Saint-Jean-de-Maurienne μεταξύ Γαλλίας, Ιταλίας και Ηνωμένου Βασιλείου η Σμύρνη περνούσε στα χέρια της Ιταλίας.

Στη Σύνολο Ειρήνης του Παρισιού το 1918, με βάση τις υποσχέσεις του πολέμου, ο Βενιζέλος άσκησε σκληρές πιέσεις για μια διευρυμένη Ελλάς (τη Μεγάλη Ιδέα) που θα περιελάμβανε την ελληνική κοινότητα στη Βόρεια Ήπειρο, την Ορθόδοξη ελληνική κοινότητα στη Θράκη (συμπεριλαμβανομένης της Κωνσταντινούπολης) και της Ορθόδοξης κοινότητας της Μικράς Ασίας. Το 1919, παρά την ιταλική αντίθεση, πήρε την άδεια από τη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού του 1919 για την Ελλάδα να καταλάβει τη Σμύρνη.

Η Ουιλσονιανή Αρμενία σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών

Στα τελευταία χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, οι Αρμένιοι της Ρωσίας ίδρυσαν μια προσωρινή κυβέρνηση στα νοτιοδυτικά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Οι στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ Τούρκων και Αρμενίων τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τον πόλεμο καθόρισαν τελικά τα σύνορα του κράτους της Αρμενίας.

Στη Σύνοδο Ειρήνης του Παρισιού, το 1919, η Αρμενική διασπορά και η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία υποστήριξαν ότι η Ιστορική Αρμενία, η περιοχή που είχε παραμείνει εκτός του ελέγχου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1915 έως το 1918, θα έπρεπε να είναι μέρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αρμενίας. Επιχειρηματολογώντας από τις αρχές στην ομιλία του Γούντροου Ουίλσον «Δεκατέσσερα Σημεία», η Αρμενική διασπορά υποστήριξε ότι η Αρμενία είχε «την ικανότητα να ελέγχει την περιοχή», με βάση τον αρμενικό έλεγχο που δημιουργήθηκε μετά τη Ρωσική Επανάσταση. Οι Αρμένιοι υποστήριξαν επίσης ότι ο κυρίαρχος πληθυσμός της περιοχής γινόταν όλο και πιο Αρμένιος καθώς οι Τούρκοι κάτοικοι μετακινούνταν στις δυτικές επαρχίες. Ο Μπόγος Νούμπαρ, πρόεδρος της Αρμενικής Εθνικής Αντιπροσωπείας, πρόσθεσε: «Στον Καύκασο, όπου, χωρίς να αναφέρουμε τους 150.000 Αρμένιους στον Αυτοκρατορικό Ρωσικό Στρατό, περισσότεροι από 40.000 εθελοντές τους συνέβαλαν στην απελευθέρωση ενός τμήματος των αρμενικών βιλαετιών και όπου, υπό τις διαταγές των ηγετών τους, Αντράνικ και Ναζερμπέκωφ, μόνοι τους ανάμεσα στους λαούς του Καυκάσου, πρότειναν αντίσταση στον τούρκικο στρατό, από την αρχή της αποχώρησης των Μπολσεβίκων μέχρι την υπογραφή της ανακωχής» [11]

Ο Γούντροου Ουίλσον αποδέχτηκε τα επιχειρήματα των Αρμενίων για τη χάραξη των συνόρων και έγραψε: «Ο κόσμος περιμένει από αυτούς (τους Αρμένιους), να δίνουν κάθε ενθάρρυνση και βοήθεια στο πλαίσιο των δυνατοτήτων τους σε εκείνους τους Τούρκους πρόσφυγες που μπορεί να επιθυμούν να επιστρέψουν στα προηγούμενα σπίτια τους στις περιοχές της Τραπεζούντας,του Ερζερούμ, του Βαν και του Μπιτλίς ενθυμούμενοι ότι και αυτοί οι λαοί έχουν υποφέρει πολύ».[12] Η διάσκεψη συμφώνησε με την πρότασή του να επεκταθεί η Λαϊκή Δημοκρατία της Αρμενίας στη σημερινή ανατολική Τουρκία.

Μετά την πτώση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η Γεωργία έγινε ανεξάρτητη δημοκρατία και προσπάθησε να διατηρήσει τον έλεγχο του Μπατούμι καθώς και του Αρνταχάν, του Αρτβίν και του Ολτού, των περιοχών με μουσουλμανικούς γεωργιανούς πληθυσμούς, που είχε αποκτήσει η Ρωσία από τους Οθωμανούς το 1878. Οι οθωμανικές δυνάμεις κατέλαβαν τα αμφισβητούμενα εδάφη μέχρι τον Ιούνιο του 1918, αναγκάζοντας τη Γεωργία να υπογράψει τη Συνθήκη του Βατούμ. Μετά την πτώση της οθωμανικής εξουσίας, η Γεωργία ανέκτησε το Αρνταχάν και το Αρτβίν από τις τοπικές μουσουλμανικές πολιτοφυλακές το 1919 και το Μπατούμ από τη βρετανική διοίκηση αυτής της θαλάσσιας πόλης το 1920. Ισχυρίστηκε, αλλά ποτέ δεν προσπάθησε να ελέγξει το Ολτού, το οποίο επίσης αμφισβητήθηκε από την Αρμενία. Η Σοβιετική Ρωσία και η Τουρκία εξαπέλυσαν σχεδόν ταυτόχρονη επίθεση στη Γεωργία τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1921, οδηγώντας σε νέες εδαφικές ανακατατάξεις που ολοκληρώθηκαν στη Συνθήκη του Καρς, με την οποία το Μπατούμι παρέμεινε εντός των συνόρων της πλέον Σοβιετικής Γεωργίας, ενώ το Αρνταχάν και το Αρτβίν αναγνωρίστηκαν ως μέρη της Τουρκίας.

Δημοκρατία της Τουρκίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ 1918 και 1923, τα τουρκικά κινήματα αντίστασης με επικεφαλή τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ ανάγκασαν τους Έλληνες, τους Αρμένιους και την Ιταλία να εγκαταλείψουν την Μικρά Ασία. Οι Τούρκοι επαναστάτες κατέστειλαν επίσης τις προσπάθειες των Κούρδων να ανεξαρτητοποιηθούν τη δεκαετία του 1920. Αφού η τουρκική αντίσταση απέκτησε τον έλεγχο της Μικράς Ασίας, δεν υπήρχε ελπίδα να εκπληρωθούν οι όροι της Συνθήκης των Σεβρών.

Πριν ενταχθεί στην ΕΣΣΔ, η Λαϊκή Δημοκρατία της Αρμενίας υπέγραψε τη Συνθήκη της Αλεξανδρούπολης, στις 3 Δεκεμβρίου 1920, συμφωνώντας για τα σημερινά σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, αν και η αρμενική κυβέρνηση είχε ήδη καταρρεύσει λόγω της ταυτόχρονης σοβιετικής εισβολής στις 2 Δεκεμβρίου. Στη συνέχεια η Αρμενία έγινε αναπόσπαστο μέρος της Σοβιετικής Ένωσης. Τα σύνορα αυτά επικυρώθηκαν ξανά με τη Συνθήκη της Μόσχας (1921), με την οποία οι Μπολσεβίκοι παραχώρησαν στην Τουρκία τις ήδη κατεχόμενες από τους Τούρκους επαρχίες Καρς, Ιγκντίρ, Αρνταχάν και Αρτβίν στην Τουρκία με αντάλλαγμα την περιοχή της Ατζαρίας με πρωτεύουσα το Μπατούμι.

Η Τουρκία και η νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση, μαζί με την Αρμενική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία και τη Γεωργιανή Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία, επικύρωσαν τη Συνθήκη του Καρς στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, καθιερώνοντας τα βορειοανατολικά σύνορα της Τουρκίας και φέρνοντας ειρήνη στην περιοχή. Τελικά, η Συνθήκη της Λωζάνης, που υπογράφηκε το 1923, τερμάτισε επισήμως όλες τις εχθροπραξίες και οδήγησε στη δημιουργία της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας.

  1. Paul C. Helmreich, From Paris to Sèvres: The Partition of the Ottoman Empire at the Peace Conference of 1919–1920 (Ohio University Press, 1974) (ISBN 0-8142-0170-9)
  2. Fromkin, A Peace to End All Peace (1989), pp. 49–50.
  3. Roderic H. Davison; Review "From Paris to Sèvres: The Partition of the Ottoman Empire at the Peace Conference of 1919–1920" by Paul C. Helmreich in Slavic Review, Vol. 34, No. 1 (Mar. 1975), pp. 186–187
  4. Baer, Robert. See No Evil: The True Story of a Ground Soldier in the CIA's War on Terrorism. Broadway Books. 
  5. P. Helmreich, From Paris to Sèvres (Ohio State University Press, 1974)
  6. Fromkin, A Peace to End All Peace (1989), pp. 26–28.
  7. Herbert Henry Asquith (1923). The Genesis of the War. p. 82
  8. Fromkin, A Peace to End All Peace (1989), pp. 436–437.
  9. Quilliam, Syria and the New World Order (1999), p. 33. "To inhibit Arab nationalism from developing potency and challenging their administration, the French authorities operated an imperial policy of divide and rule. The dismemberment of 'Historical Syria' into artificial statelets signified a policy that sought to thwart the appeal of Arab nationalism. As the region is full of ethnic, religious, and linguistic minorities, the dismemberment followed a logical pattern that generated structural problems for the future. Mount Lebanon was detached from Syria with the surrounding Muslim environs of Sidon, Tripoli, and Beqa'. The remaining territory was subdivided into four mini-states: Aleppo, Damascus, Latakia, and Jabal al-Druze, thus disrupting the coherence of Arab nationalism within Bilad al-Sham."
  10. Armenia on the Road to Independence, 1967, p. 59
  11. letter to French Foreign Office – 3 December 1918
  12. President Wilson's Acceptance letter for drawing the frontier given to the Paris Peace Conference, Washington, 22 November 1920.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]